"ΔΙΨΑΜΕ ΓΙΑ ΟΥΡΑΝΟ"
ΑΣΤΕΡΟΣΚΟΠΕΙΟ
Διαρρήχτες του ήλιου
δεν είδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι
δεν άγγιξαν φλογισμένο στόμα
δεν ξέρουν τι χρώμα έχει ο ουρανός
δεν είδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι
δεν άγγιξαν φλογισμένο στόμα
δεν ξέρουν τι χρώμα έχει ο ουρανός
Σε σκοτεινά δωμάτια
κλεισμένοι
δεν ξέρουν αν θα πεθάνουν
παραμονεύουν
με μαύρες μάσκες και βαριά τηλεσκόπια
με τ’ άστρα στην τσέπη τους βρωμισμένα με ψίχουλα
με τις πέτρες των δειλών στα χέρια
παραμονεύουν σ’ άλλους πλανήτες το φως
δεν ξέρουν αν θα πεθάνουν
παραμονεύουν
με μαύρες μάσκες και βαριά τηλεσκόπια
με τ’ άστρα στην τσέπη τους βρωμισμένα με ψίχουλα
με τις πέτρες των δειλών στα χέρια
παραμονεύουν σ’ άλλους πλανήτες το φως
Να πεθάνουν
Να κριθεί κάθε Άνοιξη από
τη χαρά της
από το χρώμα του το κάθε λουλούδι
από το χάδι του το κάθε χέρι
απ’ τ’ ανατρίχιασμά του το κάθε φιλί
από το χρώμα του το κάθε λουλούδι
από το χάδι του το κάθε χέρι
απ’ τ’ ανατρίχιασμά του το κάθε φιλί
Παραλογαίς, 1948
Ο Μίλτος Σαχτούρης
απαγγέλλει το ποίημα Σπουργίτια
ΤΟ ΨΩΜΙ
Ένα τεράστιο καρβέλι, μια
πελώρια φραντζόλα ζεστό ψωμί,
είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό,
ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι
έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω,
όμως και μία μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος.
κι αυτή μ’ ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε
κομμάτια γνήσιο ουρανό
κι όλοι τώρα τρέχαν σ’ αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί,
όλοι τρέχανε στον μικρόν άγγελο που μοίραζε ουρανό!
Ας μην το κρύβουμε.
Διψάμε για ουρανό.
είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό,
ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι
έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω,
όμως και μία μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος.
κι αυτή μ’ ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε
κομμάτια γνήσιο ουρανό
κι όλοι τώρα τρέχαν σ’ αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί,
όλοι τρέχανε στον μικρόν άγγελο που μοίραζε ουρανό!
Ας μην το κρύβουμε.
Διψάμε για ουρανό.
Τα φάσματα ή Η χαρά στον άλλο δρόμο, 1958
ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ
Καημένε Νίκο
τι ζωή ήταν κι αυτή
κατατρεγμένος από τους Κατσιμπαλήδες
οι πλούσιοι φτύναν πάνω στη φτώχεια σου
όμως εσύ καλά έκανες
έπινες τα ουζάκια σου
κι όλους αυτούς τους μούντζωνες
και πριν να φύγεις
πρόφτασες κι αρπάχτηκες
από ένα κάτασπρο σύννεφο
από ψηλά τώρα από το σύννεφο αυτό
κοιτάζεις
την αθανασία σου.
τι ζωή ήταν κι αυτή
κατατρεγμένος από τους Κατσιμπαλήδες
οι πλούσιοι φτύναν πάνω στη φτώχεια σου
όμως εσύ καλά έκανες
έπινες τα ουζάκια σου
κι όλους αυτούς τους μούντζωνες
και πριν να φύγεις
πρόφτασες κι αρπάχτηκες
από ένα κάτασπρο σύννεφο
από ψηλά τώρα από το σύννεφο αυτό
κοιτάζεις
την αθανασία σου.
Εκτοτε, 1996
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου