Τετάρτη 29 Μαρτίου 2023

Μίλτος Σαχτούρης, "Η λησμονημένη"

 



Η ΔΥΣΚΟΛΗ ΚΥΡΙΑΚΗ


Απ’ το πρωί κοιτάζω προς τ’ απάνω ένα πουλί καλύτερο
απ’ το πρωί χαίρομαι ένα φίδι τυλιγμένο στο λαιμό μου

Σπασμένα φλιτζάνια στα χαλιά
πορφυρά λουλούδια τα μάγουλα της μάντισσας
όταν ανασηκώνει της μοίρας το φουστάνι
κάτι θα φυτρώσει απ’ αυτή τη χαρά
ένα νέο δέντρο χωρίς ανθούς
ή ένα αγνό νέο βλέφαρο
ή ένας λατρεμένος λόγος
που να μη φίλησε στο στόμα τη λησμονιά

Έξω αλαλάζουν οι καμπάνες
έξω με περιμένουν αφάνταστοι φίλοι
σηκώσανε ψηλά στριφογυρίζουνε μια χαραυγή
τι κούραση τι κούραση
κίτρινο φόρεμα − κεντημένος ένας αετός −
πράσινος παπαγάλος − κλείνω τα μάτια − κράζει
πάντα πάντα πάντα
η ορχήστρα παίζει κίβδηλους σκοπούς
τι μάτια παθιασμένα τι γυναίκες
τι έρωτες τι φωνές τι έρωτες
φίλε αγάπη αίμα φίλε
φίλε δώσ’ μου το χέρι σου τι κρύο

Ήτανε παγωνιά
δεν ξέρω πια την ώρα που πεθάναν όλοι
κι έμεινα μ’ έναν ακρωτηριασμένο φίλο
και μ’ ένα ματωμένο κλαδάκι συντροφιά





NATURA


Του ρόδινου νήπιου η μαύρη μάνα
όλη τη νύχτα με τα δέντρα με τα σύννεφα αγαπιόταν
Τ’ άλλο πρωί

νέα πουλιά ραμφίζαν ηλιαχτίδες
γεμίσανε σπυριά τα πρόσωπα στ’ αγάλματα
γύρω τους στήσανε χορό κοπέλες οργισμένες
και τραγουδήσαν με μάτια κουρασμένα άλλους ουρανούς

Όλες φορέσανε τη νέα χλόη
πήραν στα χέρια τα νήπια του κόσμου
στις αυγινές παλάμες κρατούν δροσοσταλίδες





ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΕΡΑΣΤΕΣ


Στις βραδινές βρεγμένες στράτες
αχνίζει ένα φως θαλασσί
πλατύ χέρι στην καρδιά
βήματα ερειπωμένα
τρεις εραστές διαβαίνουν απ’ τα χέρια πιασμένοι
                                        ο πρώτος

Κρέμασε σ’ ένα δέντρο την αγάπη του
τα μεσάνυχτα προσεύχεται κάτω απ’ το δέντρο
να κατέβει η αγάπη πιασμένη απ’ τα φύλλα
να κοπάσει η πλημμύρα των φύλλων που λιώνουν
τα δάκρυά του στο χώμα τα πίνει ένας σκύλος
η αγάπη στα κλαδιά τον πετροβολάει
το δέντρο ουρλιάζει ο αγέρας ο σκύλος
                                        ο δεύτερος
 
Χάρισε την αγάπη του σ’ έναν τρελό βιολιστή
ο τρελός την επήρε τραγούδι
βρέχει ο ουρανός λουλούδια νομίσματα
αντηχούνε οι δρόμοι τ’ ολέθριο βιολί
της αγάπης το τραγούδι το ’χουν μάθει τώρα όλοι
με χείλια σμιχτά μελανά το σφυρίζουν
μόνο αυτός δεν το ξέρει
                                        ο τρίτος

Έκανε την αγάπη του καράβι
την κατευόδωσε στις τρεις θάλασσες
τώρα έγινε πάλι παιδί
σιάχνει πύργους με άμμο
και μαζεύει χαλίκια κοχύλια
και προσμένει να γυρίσει ξανά
το καράβι η αγάπη
 
Στην καρδιά τους έχουν κι οι τρεις χαράξει ένα δέντρο
ένα βιολί σιμά στ’ αφτί θαν τους τρελάνει
κι ο καπετάνιος παίζει στο βυθό με τα κοράλλια





Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ


III

Η λησμονημένη απλώνει τ’ άσπρο χέρι της
παίρνει όμως ένα χρωματιστό γυαλί και τραγουδάει
− Σε φωνάζω όχι μέσα από τ’ όνειρο
αλλά μέσα από τα συντρίμμια των πολύχρωμων αυτών γυαλιών

μα συ όλο φεύγεις
τώρα ναι με φοβίζει αληθινά το πρόσωπό σου
όσο και να τα ταιριάζω τα σπασμένα αυτά γυαλιά
δε μπορώ πια να σ’ αντικρίσω ολάκερο
κάποτε φτιάχνω μόνο το κεφάλι σου
ανάμεσα σε χίλια άλλα άγρια κεφάλια
                                που μ’ αποξενώνουν
άλλοτε μοναχά τ’ αγαπημένο σώμα σου
ανάμεσα σε χίλια άλλα κορμιά ακρωτηριασμένα
άλλοτε πάλι μοναχά το ευλογημένο χέρι σου
ανάμεσα σε χίλια άλλα χέρια τεντωμένα
που παιδεύουν τα πόδια μου κάτω απ’ τα φουστάνια μου
μου δένουν τα μάτια με τα μαύρα μαντίλια τους
με προστάζουν να περπατήσω να μη γυρίσω πίσω
                                                                              το κεφάλι μου
να δω τα μάτια σου να θρυμματίζονται



IV

Η λησμονημένη μέσα στο βυθό του νικηφόρου ύπνου της
κρατώντας ένα μήλο στο δεξί της χέρι τ’ άλλο χαϊδεύοντας τη θάλασσα
ξεδιπλώνει ξάφνου τα ωραία μάτια της
είναι μονάχα μια πνοή ένας βρόντος κανονιού
είναι ο ποδηλατιστής η αγαπημένη του κι η ανθοδέσμη
είναι ο βόγκος της καρδιάς καπνός των ορυχείων
το μίσος τα κορμιά που σμίγουνε με λύσσα και βυθίζονται
είναι ένα τρομερό φιλί στα σύνορα της ηδονής
που βρίσκονται σπαρμένοι μες στις παπαρούνες πέντε θάνατοι
είναι η σκιά τ’ αγαπημένου της που πέρασε





Από τη συλλογή «Η λησμονημένη» (1945).
Πηγή: η συγκεντρωτική έκδοση «Μίλτος Σαχτούρης - Ποιήματα (1945-1998)»,
εκδ. Κέδρος, 2014.
 
Στην εικόνα, έργο του ζωγράφου Ιορδάνη Γιαβουρίδη (λάδι σε καμβά).
Πηγή για την εικόνα: in.gr.

Παρασκευή 24 Μαρτίου 2023

Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, "Ο θυρωρός των ημερών"





Ο ΘΥΡΩΡΟΣ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ


Μετρά ο ωρολογοποιός
με τη μεζούρα του ράφτη πια τον χρόνο.
Καιρό τώρα τα δευτερόλεπτα απιστούν
καταβροχθίζουν στα γρανάζια τους
πτηνά, πλεούμενα και δεσποινίδες εποχής
που αργοπορούν αφηρημένες
κι ας μειδιούν με νόημα στον θυρωρό των ημερών.
Δεν ξεγελιέται, γυρεύει φιλοδώρημα.
Βιάζεται η υδρόγειος
κι είναι κλειστό απόψε το μουσείο
− η σκόνη κι ο συναγερμός
φρουρούν τα αρχαία νομίσματα −, δεν προλαβαίνει.
Η μόνη οικονομία της λίγη χρυσή κλωστή
απ’ τη θητεία στον λαβύρινθο.
Είναι αρκετή να εξαγοράσει τη διάρκεια;

Και δείτε, κύριε, στο καντράν τους λεπτοδείκτες
− δέκα και δέκα ακριβώς −
η σταματημένη στιγμή της κοιμωμένης χώρας.
Όλα αρρωσταίνουν βήχοντας.
Τελειώνει ο χρόνος των μορφών.
Το χρέος δεν θα μου χαριστεί.
Εξάπαντος, λίγη λεβάντα.





ΜΟΝΩΔΙΑ

                                           στον πατέρα μου


Γιορτάζει ο κήπος θερινός
μόλις αντιληφθεί πως τον κοιτάζω.
Αναπολεί το τελετουργικό των χεριών σου
όταν πέτρα την πέτρα έγραφαν
την αόρατη πραγματεία της ευγένειας.
Η οσμή του πράσινου εξέρχεται δοξαστική
ανεβαίνει και διασκορπίζεται σαν στοχασμός
της ελιάς, της ροδιάς, της λεμονιάς
του έλατου, της λεβάντας.
Το νεύμα των θαλασσινών τόπων με προσπερνά.
Επωάζομαι γυάλινη
σαν έρημος πάλλουσα μα υποφωτισμένη.
Τόσες μετατοπίσεις σε μια μικρή ανάπαυλα
τόση ανθοφορία αδικαίωτη.
Τα σαλιγκάρια διασχίζουν ήσυχα την υγρασία του χόρτου
θα συναντήσουν σε λίγο τα βιαστικά μυρμήγκια
και την υπόγεια γλώσσα της αυτοσυντήρησης
τα έντομα θα διασταυρωθούν άστεγα
με το αιχμηρό μας σύμπαν
κι εμένα κάποτε, μια μέρα που δεν θα το περιμένω
μια ώρα του κήπου αδιάφορη
κάποιος θα προσπαθήσει
να με ελευθερώσει.





ΜΥΛΟΙ ΑΛΛΑΛΤΙΝΗ


Ξημερώματα.
Στο πέρας της λεωφόρου των Εξοχών
ανάμεσα σε προξενεία και επαύλεις
φάντασμα αλευρωμένο
σε καμινάδα μπαινοβγαίνει που καπνίζει
ακούει για άρτων πολλαπλασιασμούς και μειδιά.
«Και έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν
και ήραν το περισσεύον των κλασμάτων
δώδεκα κοφίνους πλήρεις…»
Όμως εκείνο επιμένει
πως άλλο θαύμα καθημερινό διακινεί
να ψυχωθεί ό,τι τινάζεται από το σώμα του ύπνου
ακμαίο να παραδοθεί στην ανθρωποθυσία.
[Σκιά είναι κι ας φαντάζεται
σκιά είναι κι ας λέει…]

Χρόνια μετά, στη συμβολή
Κάλλας, Ανθέων, Λασκαράτου
κουφάρι παλατιού
δαγκώνει το νερό δυο πυρκαγιών
κρότους σταρένιου σκοταδιού ελευθερώνει
αλέθει τη σκόνη των παλιών βηματισμών
δεν ησυχάζει.
Κι αν κηρυχτώ σε αφάνεια
η πείνα δεν θα κηρυχθεί.

Με γκράφιτι
σπασμένα τζάμια
και αναπνοές
δεν τεμαχίζονται οι αντηχήσεις.





ΣΥΖΗΤΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ
ΤΟ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ

     Θέλω τ’ αψήλου ν’ ανεβώ ν’ αράξω θέλω, αητέ μου
     μεσ’ στην παλιά μου κατοικιά, στην πρώτη τη φωλιά μου.


                                          
Κώστας Κρυστάλλης, «Στο Σταυραητό»



Κι άκουσα μέσα στ’ όνειρο να με διαβεβαιώνεις:

Έσμιξαν, λέει, οριστικά όλες οι χαραμάδες
τα βάραθρα σκεπάστηκαν, οι συμπληγάδες κλείσαν
κι ό,τι αρχινά δεν σταματά ούτε καταλαγιάζει
μόνο βλασταίνει αναπνοές, φεγγοβολά τον όρθρο
στ’ απέραντα, στ’ ακλείδωτα, στα δίκαια μοιρασμένα.

Βυθοί, χαράδρες και γκρεμοί δεν μας διεκδικούνε
το μίσος ξεκληρίστηκε, στις φλέβες μένει το αίμα
και οι στιγμές που χάσαμε άξαφνα επιστρέφουν
μες στο πραιτόριο των ωρών δηλώνουν μεταμέλεια
γιατί έχει μνήμη ο στεναγμός, κρατά αρχεία ο πόνος
μπορεί να υποκρίνεται μα δεν αποξεχνιέται.

Στα φανερά, στα άδηλα, στα μισοφωτισμένα
γυρεύει ένα κατάλυμα για λίγο ν’ απαγκιάσει
δήθεν να παρηγορηθεί, κάπως να ευθυμήσει
μα της ψυχής η στέρηση ποτέ δεν ξεγελιέται.
σηκώνεται αξημέρωτα και σαν παιδί φωνάζει
− λύκος που κλαίει στη σιωπή, σκυλί που αλυχτάει −
για να κυκλώσει η θάλασσα το άνυδρο τοπίο.

Και τότε μες στα κάτοπτρα ανθίζουν οι Σαχάρες
πίδακες και μικροί λυγμοί δανείζουν τα νερά τους
μικρές εκρήξεις θυμαριού θαρρείς συγγνώμη λένε
για την παράταση ερημιάς, το τραύλισμα στις νότες
για την ποινή που εξέτιαν οι ομοιοκαταληξίες.

Μα τώρα, που λέων ωρυόμενος μας κυνηγά ο χρόνος
− εκείνος που διανύθηκε κι αυτός που απομένει −
«παρακαλώ σε, σταυραητέ, για χαμηλώσου ολίγο
και δώσ᾿ μου τες φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου»
γιατί οι πάγοι έλιωσαν, οι Κυριακές στον γύψο
τα τάματα των ποιητών σκουριάζουν στα βιβλία
μαθαίνω ακροβατικά, πρόσεξε μη με ρίξεις.





ΜΑΤΑΙΗ ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ


Κι όσο πιο γρήγορα το αντιληφθείς
τόσο χειρότερα για σένα
γιατί η ποίηση είναι κατακλυσμός
− δεν είναι κιβωτός, καλέ μου Νώε −
ένα ασημένιο κουταλάκι να μεταλάβεις
όσα αντέχουν στη φωτιά.
Δεν εξαιρείσαι απ’ τις κακές ειδήσεις
όσο κι αν τις προβλέψεις.
Μάχη χερσαία χωρίς τη συγκατάθεσή σου
κι άντε να προσδιοριστείς μέχρι τη δύση του ηλίου
ν’ ακινητοποιήσεις τις νευρώσεις
να καταλάβεις την υπόθεση
από ένα δυο πλάνα μόνο
κλεφτά απ’ την ταράτσα
− πιο πολλά ξέρει το αγιόκλημα
στα θερινά σινεμά −
μα ο χειμώνας των λέξεων
ένας κατήφορος δύσβατος.

Κι όλοι αυτοί που τρέχουν ξοπίσω σου
δήθεν για να σε σώσουν
και προσποιούνται τα δέντρα και τον ίσκιο τους
λάμπες θυέλλης και ζουμερά πορτοκάλια
αχ, πόσο δι’ ασήμαντον αφορμήν
τραβούν την κλωστίτσα απ’ τα λόγια σου
σε ξεγυμνώνουν
κι είναι κατάμεστη η πλατεία
από καρναβαλιστές και άρματα
κι εσύ πεταλούδα που καίγεται
κάτω απ’ τους προβολείς.





Από τη συλλογή «Ο θυρωρός των ημερών», εκδ. Κέδρος, 2022.

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2023

Μια γιορτή για την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης και την Ημέρα Γαλλοφωνίας


φωτογραφία: Δήμητρα Σμυρνή


Μια γιορτή για την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης και την Ημέρα Γαλλοφωνίας


Βραδιά ποίησης συνδιοργάνωσαν η Ένωση Καθηγητών Γαλλικής Ημαθίας, η λέσχη ανάγνωσης «Ακυβέρνητος Βιβλιόπλους» και ο Ποιητικός Πυρήνας, γιορτάζοντας την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης (21/3) και την Ημέρα Γαλλοφωνίας (20/3).
    Η εκδήλωση έλαβε χώρα στον φιλόξενο χώρο του καφέ Εκτός Χάρτη (Βενιζέλου 43, Βέροια), το απόγευμα της Κυριακής 19/3/2023 και ήταν αφιερωμένη στην Γαλλική Ποίηση.
    Η Μαριάννα Λουκά, εκ μέρους της Ένωσης Καθηγητών Γαλλικής Ημαθίας, μίλησε για την Ημέρα Γαλλοφωνίας τονίζοντας ότι «η Γαλλοφωνία προωθεί τη διακίνηση ιδεών, τη σύσφιξη των δεσμών ανάμεσα στους λαούς χωρίς αποκλεισμούς και χωρίς διάθεση να επιβάλλει πολιτισμική ομοιογένεια» και κατέληξε ότι «η γλώσσα είναι πατρίδα, η γαλλική γλώσσα είναι η συγκολλητική ουσία για να εκφραστούν οι πολλαπλές πατρίδες του καθένα».
    Ο Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου αναφέρθηκε στη σημασία της Παγκόσμια Ημέρας Ποίησης και στο χρονικό καθιέρωσής της.
     Στη συνέχεια διαβάστηκαν ποιήματα Γάλλων ποιητών όπως Σαρλ Μπωντλαίρ, Αρτύρ Ρεμπώ, Πωλ Ελυαρ, Πιερ Ρεβερντύ, Ζακ Πρεβέρ, Λουί Αραγκόν κ.α.
   Κύριο χαρακτηριστικό της βραδιάς ήταν ο αυθορμητισμός, καθώς η σειρά των αναγνώσεων ήταν απροσχεδίαστη, ενώ δεν έλειψαν οι μουσικές παρεμβάσεις με μελοποιημένη ποίηση από τον Γιάννη Γεωργουδάκη και τον Τάσο Πλαστήρα.
     Αξίζει να σημειωθεί ότι οι παρευρισκόμενοι είχαν την ευκαιρία να ακούσουν ποιήματα και στα Γαλλικά, τη μετάφραση ενός ποιήματος του Δημήτρη Ιορδ. Καρασάββα στα Γαλλικά από τον πρόεδρο της Ένωσης Καθηγητών Γαλλικής Ημαθίας Κώστα Τσικερδάνο, και, σε πρώτη ανάγνωση, μεταφράσεις (στα Ελληνικά) ποιημάτων Γάλλων ποιητών από τον Μίλτο Σαρηγιαννίδη.



Φωτογραφίες: Δήμητρα Σμυρνή
















Η αφίσα της εκδήλωσης



Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

Οδυσσέας Ελύτης, "Τα ετεροθαλή"





ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ


Θ’ ανάψω δάφνες να φλομώσει ο ουρανός
Μήπως και μυριστείς πατρίδα και γυρίσεις
Μέσ’ απ’ τα δέντρα που σε γνώριζαν και που γι’ αυτό
Τη στιγμή του θανάτου σου άξαφνα τινάξανε άνθος

Εμάς τους γύφτους άσε μας
Τους «οικούντας εν τοις κοίλοις»
Τι δε νογάμε από γιορτή

Και τα πουλιά δε βάνουμε προσάναμ-
Μα στον ύπνο μας καθώς μας είχες μυήσει
Δώθε από τη φθορά πλέκουμε τους κισσούς
Μακριά σου πιο κι απ’ το Α του Κενταύρου

«Ως εν τινι φρουρά εσμέν»
Μαργωμένοι μες στο χρόνο
Κι από τραγούδι αμάθητοι

Μόνος εσύ ο αιρετικός της ύλης αλλ’
Ομόθρησκος των αετών το ύστερο άλμα
Τόλμησες. Κι οι ποιμένες σ’ είδανε της Πρεμετής
Μες στης άλλης χαράς το φως να οδοιπορείς πιο νέος

Τι κι αν ο κόσμος μάταιος
Έχεις μιλήσει ελληνικά
Ως «εις τον έπειτα χρόνον»

Κι από την ομιλία σου ακόμη
Βγάνουν θυμίαμα οι θαλασσινοί κρίνοι
Και κάποιες θρυλικές κοπέλες κατά σε
Μυστικά στρέφουνε τον καθρέφτη του ήλιου.


1955





ΜΙΚΡΟΝ ΑΝΑΛΟΓΟΝ

ΓΙΑ ΤΟΝ Ν. ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΟ-ΓΚΙΚΑ


Τόσο μόνον
Όσο χρειάζεται για να λειάνει ένα χαλίκι ο ρόχθος
Ή ν’ αποτυπωθεί χαράματα το ψύχος τ’ ουρανού
Στο δέρμα ενός μενεξεδένιου σύκου

Κι εκεί
Μακριά στην πούντα του Καιρού
Όπου μαίνεται από τη νοτιά το μαύρο ερημονήσι

Τόσο μόνον κι εκεί: ευδοκιμεί το Αόρατο!

Αλλ’ εμείς το χτίζουμε άλλ’ εμείς το κηπεύουμε
Αλλ’ εμείς νύχτα μέρα το ιστορούμε

Και συχνά την ώρα που απ’ τη λέπρα της ηπείρου
Ξεχωρίζει ανεβαίνοντας
Θεομητορική

Γη με το φρύδι δριμύ και την άκανθα του ήλιου

Σαν σε όνειρο μέσα πάλι εμείς του προσφέρουμε
Ποιος το λίθο ποιος τη δρόσο ποιος το ουράνιο κονίαμα

Ω γαιώδη άνθρωπε

Ιδές που ο τοκετός της νύχτας έφερε
Κυανό και κιννάβαρι πορφύρα και ώχρα

Στείλε το βλέμμα σου ψηλά καθώς μια σκέψη οξεία
Να διασχίσει το εμπόλεμο στερέωμα
Και πες εμείς οι ασύμμετροι πως είμαστε

Τ’ αχνάρια που άφησαν −και που ακολούθησες−
Η άγρια μέλισσα κι ο αμνός ο πενθοφόρος.


1958





Ο ΦΥΛΛΟΜΑΝΤΗΣ


Απόψε βράδυ Αυγούστου οχτώ
Ναυαγισμένο στα ρηχά των άστρων
Το παλιό μου σπίτι με τα σαμιαμίθια
Και το χυμένο το κερί στο κομοδίνο επάνω
Πόρτες παράθυρα ανοιχτά
Το παλιό μου σπίτι αδειάζοντας
Φορτίο της ερημιάς μέσα στη νύχτα·

Σαστισμένες φωνές κι άλλες που ακόμη
Τρέχοντας μες στις φυλλωσιές αστράφτουν σαν
Μυστικά περάσματα πυγολαμπίδας
Από βάθη ζωής αναστραμμένης
Μες στο κρύο ασπράδι των ματιών
Εκεί που ακινητεί ο Καιρός
Κι η Σελήνη με τ’ αλλοιωμένο μάγουλο

Απελπιστικά σιμώνει το δικό μου·
Ένα θρόισμα σαν από χαμένης
Που ξανάρχεται αγάπης σκοτεινό αρχινούν:
«Μη». Κι υστέρα πάλι «Μη» «Μωρό μου»
«Τι σου ’μελλε» «Μια μέρα θα το θυμηθείς»
«Παιδί παιδάκι με τα καστανά μαλλιά»
«Εγώ που σ' αγαπώ» «Πες πάντα» «Πάντα».

Κι όπως μέσα στην απληστία του μαύρου
Που ανοίγεται στα δύο περιβολιού
Σβηστό απανθρακωμένο
Πάει και καταποντίζεται όλο το έχει σου
Ανεβαίνει απ’ της ψυχής τ’ απόνερα ένα
Κύμα θολό που οι φυσαλίδες του είναι
Άλλα τόσα παλιά ηλιοβασιλέματα

Παράθυρα τρεμάμενα στο φως του εσπερινού
Μια στιγμή που προσπέρασες την ευτυχία
Σαν τραγούδι οπού κρύφθηκε μήπως το δεις
Δακρυσμένο για σένα ένα κορίτσι −
Όλα της αγκαλιάς τα ιερά και του όρκου
Τίποτα τίποτα δεν πήε χαμένο
Απόψε βράδυ Αυγούστου οχτώ

Μέσ’ απ’ τη χλώρη του βυθού και πάλι
Το ίδιο εκείνο ατέρμονο ανατρίχιασμα
Μονοθροεί και συνθροεί τα φύλλα
Μονολογεί στην αραμαϊκή του απόκοσμου:
«Παιδί παιδάκι με τα καστανά μαλλιά
Σου ’μελλε να χαθείς εδώ για να σωθείς μακριά»
«Σου ’μελλε να χαθείς εδώ για να σωθείς μακριά».

Κι άξαφνα σαν τα πριν και τα μετά ιδωμένα·
Βατές όλες οι θάλασσες με τα λουλούδια
Μόνος άλλ’ όχι μόνος· όπως πάντα·
Όπως τότε νέος που προχωρούσα
Με κενή τη θέση στα δεξιά μου
Και ψηλά μ’ ακολουθούσε ο Βέγας
Των ερώτων μου όλων ο Πολιούχος.


1965





ΑΙΩΝΟΣ ΕΙΔΩΛΟΝ


Τι σβηστήρας άραγες να υπάρχει
Για τη μέσα μας ασκήμια, τι να μετα-
Στοιχειώνει τόσων χρόνων σκλαβιά, Καίσαρες, εσείς
Από τον άλλο κόσμο, μετανοημένοι, πέστε μας
Ποιο φύλλο, ποιο πουλί, ποιος κήπος μες στη θάλασσα
Σπώντας του Μαΐου τα κύματα, να ισοσταθμίσει γίνεται
Τον πόνο
Τον σωματικό
Που αν ένας μόνον τον υφίσταται, όλοι μας φωνάζουμε:
Ως πότε, ως πότε

Ατραπούς πήρα και πάλι εμπρός τους βγήκα:
Κρέοντες κι Αντιγόνες Ηλέκτρες κι Αίγισθοι
Καθείς μ’ ένα φεγγάρι στρογγυλό στο χέρι
Τη δική του νύχτα.
Ζούνε ακόμη, ζούνε, οδεύουν και ολοφύρονται.
Ως κι εκείνος ο λησμονημένος τάχατες απ’ όλους
Βασιλιάς της Ασίνης, ως κι εκείνος ανεβαίνει, να τος
Με σφαμένους κι ανέσφαχτους πίσω του
Το λόφο, πάγχρυσος
Προς τι; Προς τι;

Πολιό πέλαγο κι εσείς ακρόπρωρα μελανά στον αέρα
Πιο ψηλά, πιο ψηλά
Δώσετέ μου τη δύναμη
Ν’ αφαιρέσω απ’ τους μάντεις το δεινό μέλλον
Και σαν άχρηστο σπλάχνο στα σκυλιά να το ρίξω.
Εγώ, που από τον Ήρωα να γυρίσω πίσω εδέησε
Και να κάνω δρόμο μακρύ, αποθαρρημένος
Εωσότου τέλος, του καιούμενου από μόνου του
Μια κραυγή ζωντανή περισώσω:
Φτάνει πια, φτάνει πια

Τρέμει τρέμει μακριά, σε απόσταση χιλιάδων μύρων
Το είδωλον του αιώνος
Μες στης πίκρας τον άργυρο, λάμπει.
Μη γυρίσει κανείς να κοιτάξει, παιδιά
Μη γυρίσει κανείς να κοιτάξει. Όστις γαρ
Εν πολλοίσιν ως εγώ κακοίς
Έζησε, το γνωρίζει: ευθεία, μπροστά, και τραγουδώντας μόνον
Άτεγκτοι και στην έξοδο προσηλωμένοι
Θα τη φέρουμε την Ευρυδίκη πάλι
Στο φως, στο φως, στο φως.


1968





ΑΠΟΣΤΙΧΑ ΜΥΣΤΙΚΑ

ΠΑ ΕΝΑΝ ΟΡΘΡΟ ΣΤΟ ΑΣΚΗΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΟΥ


Ξύπνησες Αδάμ     και ξαναρχίζει ο κόσμος
Φύλλωμα κισσού     στον ασβέστη περνάν
Τρεμάμενα τα κύματα     μυριάδες σκιάσματα

Μες στ’ Απίστευτο     μετρήσου και πες
Πόσο πιάνει ο σταυρός     και πόσο η Πλατυτέρα
Της ψυχής σου που ανάφτηκε     χρυσός αέρας

Αϊτέ Θαλασσών     των ουρανών δελφίνι
Ζωή μου γλαυκή     που σε μιαν αστραπή
Τα ’πες όλα και τα ’καψες     τα ’πες όλα και τα ’κρυψες

Εναντίον μου    να μεγαλώνουν είδα
Κορυφές του Αραράτ     κι ακατάληπτες γλώσσες
Όμως μόνος προχώρησα     κι ούτ’ ένα δάκρυ

Δόλωμα κρυφό     στη βοή των κυμάτων
Ρίχνω κι αγρικώ     σαν λεόντων φωνές
Τις φορές οπού αδίκησα     τις φορές οπού απάτησα

Μου κατάφαγαν     σπείρες μελισσών
Το λιγνό μου κορμί     και τη μιλιά μου πήραν
Θεές κωδωνοκρούοντας     πέλαγα μαύρα

Να πενθώ για τι;     Ποιος αυτός που προστάζει;
Ποιανού μαχητή     χαμένου στο σωρό
Άθελά του το ίνδαλμα     να ξανάρχεται μέσα μου;

Τρεις και τέσσερις     φορές έγειρε ο νους μου
Με λοξά τα φτερά     πουλιού της τρικυμίας
Κι υστέρα πάλι τίποτα     τίποτα πάλι

Έχε γεια Βοριά    μελαψέ σγουρομάλλη
Που κρυφά κρατείς     από κάτω της γης
Το ένα μου αηδόνισμα     τα πολλά μου αμαρτήματα

Εννεάστερο     τέρας φωτεινό
Ταξιδεύει ψηλά     και στην ψυχή μου ρίχνει
Τόπους τόπους τα γράμματα     κι ούτε μια λέξη

Τίποτα να πω     πια δε γίνεται άλλο
Μοναχά φυσώ     και πέπλα παλαιά
Για τους άλλους αόρατα     μπρος στα μάτια μου ανοίγονται

Ανυπόταχτο     σκαρφαλωμένο γίδι
Στα ύψη μασά     των αιώνων τα φύλλα
Όπως πριν που γεννήθηκα     κι όπως κατόπιν

Εμπρός προσκυνώ     σε την Ανθοκρατούσα
Μαβιά που κοιτάς     και τα πέρα βουνά
Ωσάν της Αναλήψεως     καταδιάφανα χάνονται

Ατελεύτητα     λευκό το κελί
Σαν σταγόνα νερού     καθαρού μες στον ήλιο
Με πηγαίνει κι ολόγυμνος     το θαύμα λέω.


1972





Από τη συλλογή «Τα ετεροθαλή» (1974).
Πηγή: «Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση», εκδ. Ίκαρος, 2002. 

Κυριακή 12 Μαρτίου 2023

Ιφιγένεια Σιαφάκα, "Μικρό μνημόσυνο ερωδιών στις λέξεις"





H EΠΙΣΚΕΨΗ


Ένα πλήκτρο αστερία δεν μπόρεσε ν’ αρμέξει
Με τη σπιρτάδα από άλμη ούτε μια ρώγα σταφυλιού
Που αναφλεγόταν ερήμην μας σε οιωνούς
        κληματαριάς
Ραντίζοντας μ’ άγριο θέρος τις σκιές μας όταν
Η θάλασσα με ομοβροντία κοχυλιών πέταξε
Το μαύρο γάντι στο σεντόνι κι έβαλε τα γέλια έτσι
Όπως μας βρήκε να θωπεύουμε στον ύπνο μας
Τα χείλη μ’ αμβροσία απ’ τον ιδρώτα κάποιου εφιάλτη
Αγκαλιασμένους σ’ αιματοχυσία ρητορείας
Για την αλμύρα στο έγκαυμα και τη συνείδηση
        στο χάος


από την ενότητα:
I. Ερωτική οικονομία





ΚΥΚΛΟΣ


Δηλητηριώδες στο σύμπαν μανιτάρι
Αλαλάζει ρυθμούς λιγόθυμης μανίας
Ύστερα μέδουσα-ερωμένη
Αγκαλιές με πλοκάμια προτάσσει

Όλα μια στιγμιαία απότιση τιμής
Στον έρωτα που χαίνει εγκοσμίως απόκοσμα
Όλα σε μιαν άγνωστη αρχή επανέρχονται

Αποσπασμένη από ύλη
Διασπασμένη σ’ ουσία

Σε αυτοάνοση θλίψη
Γερμένη αυτάρεσκα
Στο αιέν, στο μηδέν


από την ενότητα:
IΙ. Ερήμην





ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ

Το σώμα σουρωτήρι – παραισθήσεις έρωτος εξέχουν χαλαρά, κ’ η γυναίκα συλλέγει απ’ το χώμα φτυμένες συλλαβές· φασκιώνει τις κούφιες κόγχες των ματιών της. Μ’ ένα λαμέ γάντι μπαρκάρει πιρόγες στον ορίζοντα σε πρασινόγλυφο υγρό που ρέει από μια τρύπα.

Ίσως και να μην είναι όμως τρύπα αλλά στόμα ημιθανές και φοβικό, είτε απ’ το πολύ αλκοόλ, το μπούκοβο είτε κι απ’ τα πιράνχας που θρέφει ο άντρας στο στομάχι. «Είσαι μια υδρορροή νοήματος που σ’ έχει, Ευρήθιε, σφραγισμένον!» ψελλίζει η γυναίκα.

Τυφλά ψάρια πλημμυρίζουν το δωμάτιο, χοροπηδούν στις πολυθρόνες· ζητούν από το τσοπανόσκυλο τον Φρέντυ έναν περίπατο στο πάρκο για λίγο οξυγόνο. «Ας μας φορέσει ο σκύλος και λουρί», τα ψάρια λένε, ενώ ο Φρέντυ τούς δένει στον λαιμό ένα σκοινί.

Αυτά εν τη θυσία σπαρταρούν, «δεν μας πειράζει, δεν πειράζει, αρκεί που, Ευρήθιε, θ’ αρχίσεις πλέον να μιλάς, έστω και με τα μάτια, Ευρήθιε, πλέον θα μιλάς!».

Πετούν τα ψάρια; Ναι, πετούν!
Πετάει κι ο Ευρήθιος; Πετάει!


από την ενότητα:
ΙΙΙ. Σαβάνα στο κεφάλι





ΟΝΟΜΑ


Εσένα την απάτητη παρθένα, Δόνα Φερνέζα
        Λούβινγκτον, μαγείρισσα
Θέλω απόψε να υμνήσω, εγώ ο Αλφόνσο,
        πεταλωτής και κηπουρός
Από το χώμα νιόβγαλτος ο τέττιξ ενθυμούμαι
Στα ενενήντα χρόνια μου φτασμένος –
Όταν απ’ τον πόθο μου Κανένας
Έσκαβα με τα δόντια σ’ όλο το σώμα σου οπές
Ψάχνοντας νά βρω τ’ όνομά μου:
Ουλή αστεριού στα στέγαστρα της γλώσσας
Λάμδα ρηχό στον ουρανίσκο η θηλή σου
Ζελέ ανθοδέσμης κοραλλιών η τροφαντή κοιλιά σου
Έσπερνε δίνη λιγοθυμιάς στον ουρανό της κλίνης
Οι κρεμαστοί του κήποι μάς νυμφεύανε
Με τις ολόλευκες γάζες των σαβάνων
Τα σκέλια σου ανάδιναν κανέλα και μαύρο γιασεμί
Στη μύτη μου γλυκόπιοτο μοσχάτο τα υγρά σου
Η Χούλια στα τουρλωτά σου αλαφροπατούσε πισινά
Γλύκαινε με τη γλώσσα τις πληγές μας
Γάτα κι απάνεμη κομπρέσα από αιθάλη
Abdomen, dominus et deus
Με όλα τ’ αλληλούια αναμμένα
Κυλιόμουν πάνω κάτω στους γλουτούς σου
Για να ροδίσω, τσούχτρα μου, τον ίκτερο του νόστου
Σε ολονυχτία αναδάσωσης
Ξέπλενες στάχτες, τέρατα μύθων πλαστουργούσες
Σε ρίζα δέντρου κείμενο μεσίστιο εγώ
Στ’ απόκρυφά σου αναθάρρευα ο Κανένας –
Με ψίχα στα δόντια από καρύδι και άρωμα μαστίχας
Adieu, Δόνα Φερνέζα Λούβινγκτον!
Σε στάζω ακόμη Και εκπνέω με το όνομα Αλφόνσο


από την ενότητα:
IV. Μικρό μνημόσυνο ερωδιών στις λέξεις





ii. ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ


Ήμαστε οικολόγοι με πνεύμα φειδωλό, κι ένεκα ψυχικής τελείωσης και παραδείσιας λαχτάρας δεν επιβαρύναμε ποσώς τα κρατικά νοσοκομεία πάνω στην ανάγκη

Όλα υπήρξαν μπαλώματα οικοτεχνίας στο σαλόνι από μπομπίνες στα χρώματα της ίριδας, κάθε σαιζόν φορούσαμε στα τραύματα τις μόδες

Οι ειδικοί μάς θεωρούσαν υγιείς ένεκα των χρωμάτων πασαρέλας, κι όσες φορές προστρέξαμε σε πανικό, μας δείξανε την πύλη άρον άρον, άρετε τον κράββατον, μην απασχολείτε τον διάδρομο

Αναζητούσαμε έναν χώρο θαλπωρής με άρωμα φορμόλης, έξω βρομούσε ο χρόνος στα σκουπίδια, όμως εμείς, πασάδες με ναργιλέδες στα Επείγοντα, άρον άρετε τον κράββατον σας άρον άρον

 

Ήταν τα ξημερώματα όμως που δίναμε τόπο στην οργή και στο οδόστρωμα, όταν μας άπλωναν κομπρέσα ένα χάδι μ’ ένα γάντι, μια φλούδα από πορτοκάλι, μια μπότα, μια κόρνα, μια ρόδα από καουτσούκ, ένα τσουρέκι με λιωμένη σοκολάτα

Γλειφόταν η σελήνη φθονερή και παχουλή, εμείς παίρναμε δρόμο αφήναμε πληγές, νομοταγείς εν τέλει υπήρξαμε, μια κι άρρωστοι αποθέσαμε στους ώμους επανάσταση

 

Μ’ ένα ασθενοφόρο περιφέραμε στην πόλη τον όγκο της υγείας, και στρίγκλιζαν σειρήνες

Κόσμος πολύς που ξύπναγε μάς έραινε ξινίλα, άρετε την αρά σας άρον άρον, ξερνούσε τα ρο και τις ρωγμές του απ’ τα μπαλκόνια, ροδοπέταλα

Μια νύχτα από τις τόσες, κάποιοι άνοιξαν τις πόρτες του οχήματος, έδεσαν το φορείο πίσω μ’ αλυσίδες, σαβανωμένο μ’ άμφια λευκά σερνόταν στην πίσσα και στα λάδια της ασφάλτου

Εμάς βούλες στο μπλε του κοβαλτίου μάς γυάλιζε η σελήνη σε τζαμαρίες μαγαζιών, με την ταχύτητα φωτός τρέχαμε ανέμελοι στα έκθαμβα μάτια των ανθρώπων, μας παίρνανε για θαύμα, άλλοι για ζωγραφιές του Francis Bacon 

Αλλά η σελήνη, πιο σοφή, απηύδησε απ’ τις τόσες παραισθήσεις, ώσπου ανακάθισε στα βλέφαρα πηχτή, κι έληξε η τραγωδία της φενάκης

 

Οι άνθρωποι, τυφλοί απ’ το πολύ το φως, σ’ εμβρυακή κατάσταση αλυχτούσαν απειλές, επαναστάσεις, προσευχές, όλη τη νύχτα

Εμείς σταθμεύσαμε, πήραμε παγωτό, αφήσαμε το ασθενοφόρο μονάχο στον κατήφορο, καθότι έχουμε εμπειρία στους στήμονες της μοίρας

Γυρίσαμε σπίτι με τα πόδια, όχημα εκλάπη, αναφέρθηκε στα νέα, σειρήνες διέσχισαν την πόλη, ενδιαμέσως διαφημίσεις, τρελοί διέσχισαν την πόλη, και τελεία

Νιώθαμε άτοποι και άκρως υγιείς και άτρωτοι και ανοιχτοί, εφηύραμε χαμογελώντας τον χώρο μας, το υ στα δόντια του Ρουμύ



από την ενότητα:
V. Ρουμύ





Από τη συλλογή «Μικρό μνημόσυνο ερωδιών στις λέξεις», εκδ. Δρόμων, 2023.

Τετάρτη 8 Μαρτίου 2023

Paul Éluard, "L’amoureuse" (μετάφραση - επίμετρο: Μαρίκα Συμεωνίδου).





Paul Éluard

Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ


Αυτή είναι που στέκεται στα βλέφαρά μου
Και τα μαλλιά της στα μαλλιά μου
Κι έχει το χρώμα των ματιών μου
Αυτή, το πιο ωραίο κορμί
στο σχήμα του χεριού μου
Αυτή στη σκιά μου κατακλύζεται
Σαν μια πέτρα στον ουρανό.

Με τα μάτια της πάντα ανοιχτά
δεν με αφήνει ποτέ να κοιμηθώ
Και το όνειρο αυτής στην λαμπερή μέρα
Κάνει τον ήλιο να εξατμίζεται
Και μένα να γελώ, να κλαίω και πάλι να γελώ
Και να μιλώ χωρίς να έχω τίποτα να πω.



                                                Μετάφραση: Μαρίκα Συμεωνίδου




Ο Πωλ Ελυάρ (πραγματικό όνομα: Eugène Émile Paul Grindel, 14 Δεκεμβρίου 1895 - 18 Νοεμβρίου 1952) ήταν Γάλλος συγγραφέας και ποιητής ο οποίος δραστηριοποιήθηκε στα καλλιτεχνικά ρεύματα του ντανταϊσμού και του υπερρεαλισμού. Θεωρείται μέχρι σήμερα ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους ποιητές.
   Γεννήθηκε στην πόλη Σαιν-Ντενί, κοντά στο Παρίσι όπου πέρασε τα πρώτα του χρόνια. Στο διάστημα 1907-1911 γράφτηκε στη Σχολή Κολμπέρ όπου πραγματοποίησε σπουδές, ωστόσο σε ηλικία περίπου 17 ετών προσβλήθηκε από φυματίωση και αναγκάστηκε να τις διακόψει. Για δύο χρόνια, διέμεινε σε σανατόριο στο Νταβός της Ελβετίας όπου τελικά θεραπεύτηκε και αμέσως μετά, το 1914 κατατάχθηκε στον στρατό.
   Το 1917 παντρεύτηκε την Helena Deluvina Diarkinoff, περισσότερο γνωστή ως Γκαλά, με την οποία απέκτησε και μία κόρη. Την ίδια περίοδο δημοσίευε τα πρώτα του ποιήματα, αρχικά με τη συλλογή Το Χρέος και η Ανησυχία και αργότερα με τα Ποιήματα για την Ειρήνη (1918), τα οποία προκάλεσαν και το ενδιαφέρον του Ζαν Πολάν, εκδότη της επιθεώρησης Spectateur. Παράλληλα, ο Ελυάρ γνωρίστηκε με τους Αντρέ Μπρετόν, Λουί Αραγκόν και Τριστάν Τζαρά, με τους οποίους συμμετείχε αρχικά στο κίνημα του ντανταϊσμού και αργότερα του υπερρεαλισμού. Απέκτησε επίσης μία στενή φιλία με τον Μαξ Ερνστ. Το 1932 χώρισε με τη γυναίκα του Γκαλά αλλά η σχέση τους εξακολούθησε επί χρόνια, ακόμη και μετά το γάμο του Ελυάρ το 1934 με την Nusch (Νυς). Ο Πωλ Ελυάρ αποτέλεσε έναν από τους ιδρυτές της επιθεώρησης των υπερρεαλιστών Litterature καθώς και της μεταγενέστερης έκδοσης La Revolution Surrealiste. Παρέμεινε στις τάξεις της υπερρεαλιστικής ομάδας του Παρισιού μέχρι το 1938.
   Κατά τη διάρκεια του 2ου παγκοσμίου πολέμου πήρε ενεργό μέρος στην αντίσταση, ως μέλος του κομμουνιστικού κόμματος. Οι κομμουνιστικές πεποιθήσεις του Ελυάρ τον ώθησαν στο σημείο να επισκεφτεί τον Γράμμο κατά τη διάρκεια του Ελληνικού εμφυλίου πολέμου και να γράφει ποιήματα υπέρ των ανταρτών, με σκοπό να αναπτερώσει το ηθικό τους.
    Πέθανε το 1952 από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 57 ετών.

Έργα του: Capitale de la Douleur (1935), L’ amour la poesie (1929), La vie immediate (1932), La Rose publique (1934), Les Yeux fertilles (1935), Le Phenix (1951).


Πηγή: για την εικόνα: Wikipedia.

Δευτέρα 6 Μαρτίου 2023

Κώστας Θ. Ριζάκης, "συγκλίσεως οι απέναντι"





συγκλίσεως οι απέναντι
 

«ωραιοτάτη ημέρα!» ‒ πιστοποιείς ως να
παρέμεινα στα πρόδηλά της θέλγητρα
απαθής άγαρμπος ασυντόνιστος ο ήλιος
καραμπινάτος έψηνεν τα επάνω-πάνω
σύννεφα ζεμάταε σίγουρος μικροθεός ό-
ταν φτωχοζευγάς κολλήγωνα ή μου κλέβαν’
κεκτημένα το χωραφάκι έχανα νοώ χάνων
και ’σέναν κάμπος συλλούλουδος καν πού πού
να ’σαι η θαλασσίτσα που βρέχων τέτοια από-

σταση απόστασα ναν συναινώ «ωραιοτάτη ημέρα!»



                                                                   Κώστας Θ. Ριζάκης




Ο ποιητής Κώστας Θ. Ριζάκης (Λαμία, 1960) εξέδωσε δώδεκα συλλογές, τη μία συγκεντρωτική (των εξ πρώτων ‒ γ΄ επαν. Κουκκίδα 2020). Διηύθυνε ή και συνδιηύθυνε επτά έως τώρα (σε εννέα εν συνόλω περ.) λογ. περιοδικά. Επίσης, επιμελήθηκε περί τα 200 βιβλία (ιδία ποιητικά), αρκετά αφιερώματα σε έντυπα άλλων, καθώς και τιμητικούς τόμους σε μορφές (Κ.Ε. Τσιρόπουλο, Γ. Πέγκλη, Μ. Μέσκο, Ο. Αλεξάκη, Σ. Σαράκη, Ζ. Σαμαρά, Β.Π. Καραγιάννη, Γ.Χ. Θεοχάρη, Δ. Αγγελή ‒ τα τελευταία 2 υπό έκδοσιν) τής λογοτεχνίας μας. Ενασχολείται δε και συνεχίζει, με τη σύγχρονη γυναικεία γραφή (Ζ. Δαράκη, Λ. Παππά, Μ. Καραγιάννη, Κ. Κούσουλα, Χ. Κουτσουμπέλη, Έ. Λάγκε, Έ. Κορνέτη, Ν. Κεσμέτη, Κ. Ρουκ, Μ. Κουγιουμτζή, Α. Μπακονίκα, Ά. Γρίβα, Δ. Δημητριάδου, Ν. Χαλκιαδάκη). Πρόσεξε πολύ όσους νεώτερους άξιους, ιδρύων σχετικήν (με την Μ. Ζαγκλαρά) σειρά. Τελευταία του συλλογή (με τον Σταύρο Σταμπόγλη) η, πυξίδα ουρανομήκης, εκδ. Παρέμβαση 2023. Έχουν γραφεί και εκδοθεί πολυάριθμα μελετήματα για το ποιητικό του έργο.



Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: Vincent van Gogh, «Wheat Field with Reaper and Sun» (1889).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.