Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2020

Αντρέ Μπρετόν, "Αφορισμοί και αποσπάσματα"




Αφορισμοί και αποσπάσματα
του Αντρέ Μπρετόν


Η περίφημη αγριομηλιά της διανόησης, που μέσα σε μισόν αιώνα έχει κάνει τα φρούτα που λέγονται συμβολισμός, ιμπρεσιονισμός, κυβισμός, φουτουρισμός, ντανταϊσμός, δεν μας ζητάει παρά να την κόψουμε.

Η παλιά λογοτεχνία πεθαίνει γιατί έχει ξεφτίσει. Είναι σα μια φορεσιά που όλο σκίζεται κι όλο επιδιορθώνεται.

Δεν εξαρτάται, ουσιαστικά, η μετριότητα του σύμπαντός μας από την ικανότητα να προφέρουμε λέξεις; Στις πιο στείρες εποχές της, η ποίηση μας έχει δώσει αποδείξεις γι’ αυτό: όλα όσα ξεχειλίζουν από έναστρους ουρανούς, πολύτιμους λίθους, νεκρά φύλλα. Δόξα τω Θεώ που μέσα στα μυαλά των ανθρώπων τελικά αναπτύχθηκε αργή αλλά βέβαιη αντίδραση ενάντια σ’ αυτά. Πράγματα που ειπώθηκαν και ξαναειπώθηκαν βρίσκουν σήμερα ένα σταθερό φραγμό. Μας έχουν καρφώσει σ’ αυτό το χυδαίο σύμπαν. Από τούτα έχουμε αποκτήσει αυτή την προτίμηση για το χρήμα, αυτούς τους καταπιεστικούς φόβους, αυτό το αίσθημα για τον τόπο της γέννησής μας, αυτόν τον τρόμο για το πεπρωμένο μας. Πιστεύω ότι δεν είναι πολύ αργά για να αποσυρθούμε από αυτή την απάτη που ενυπάρχει στις λέξεις, τις οποίες μέχρι τώρα έχουμε χρησιμοποιήσει τόσο άσχημα. Και τι θα μ’ εμποδίσει από το να κάνω ακατάστατη αυτή τη σειρά των λέξεων, από το να επιτεθώ με φονικές προθέσεις σ’ αυτή την προφανή όψη των πραγμάτων; Η γλώσσα μπορεί, και θα ’πρεπε, να ξεκόψει απ’ αυτή τη δουλεία. Όχι άλλες φυσικές περιγραφές, όχι άλλες κοινωνιολογικές μελέτες… Σιωπή! Μετά από σένα η όμορφη γλώσσα μου!
[…]
[Ο σουρεαλισμός ζητάει] να υπολογίσει το πηλίκον της διαίρεσης του ασυνειδήτου διά του συνειδητού.

Ο ποιητής δεν είναι υποχρεωμένος να κατανοεί τα οράματά του…

Ως ποιητές ακολουθούμε το πνεύμα μέχρι τα απώτατα όριά του· ως άνθρωποι σχετιζόμαστε με οποιοδήποτε κίνημα υπόσχεται να ανατρέψει την τωρινή οργάνωση της κοινωνίας που γελοιοποιεί το ανθρώπινο πνεύμα. […] Ο ποιητής, ως «προφήτης», ως οραματιστής, ασχολείται με πιο πραγματικές και αμετάβλητες καταστάσεις. Σ’ αυτό το πεδίο ο σουρεαλισμός είναι περισσότερο δραστήριος. Ερευνά περιοχές που ήταν ολοκληρωτικά άγνωστες πριν. […] Σκοπός μας είναι ν’ ανοίξουμε δρόμο μεσ’ από τα σύννεφα που τις καλύπτουν, να κάνουμε πέρα από το σκοτάδι, την αοριστία, τη σύγχυση μέσα στην οποία ακόμα βουλιάζουν το πνεύμα κι οι αισθήσεις, σε μια τυφλή αναζήτηση φωτός και γνώσης.



Απόδοση για Το Δέντρο: Σπύρος Ηλιόπουλος
[Από το τεύχος Νο 26 του «Δ», Α΄ Περίοδος, 1981.]





Πηγή: Το Δέντρο, Νο 226-227, Αθήνα, Καλοκαίρι 2019.
 
Στην εικόνα: André Breton photographié par Henri Manuel, 1927.
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2020

Κώστας Θ. Ριζάκης, "η τριμερής σοδειά"




το στίγμα


είπε ν’ αφήσει στίγμα του στο πρωινό η αγάπη
κι έτσι να που απίθωσε ζεστή μια καλημέρα
στο φραντζολάκι της στιγμής του ύπνου της καλής του
μέσα σε χείλη κόκκιν’ ανεξήγητα ανοιχτά
στο δέρμα επάνω ροδαλόν τριαντάφυλλου μετάξι

μη ξεραθεί ο άρτος τους πετρώσει ο έρωτάς τους
παγώσει το ασημί του φως πρόστυχο το φεγγάρι
χιόνι μαργώσει το κορμί βαρύνει τα φτερά τους

και χωριστά λιθοβολούν της μοίρας την απάτη!





καλή για έναν η σοδειά

                                         στην Δήμητρα Μήττα − δέλεαρ αφ’
                                         ότου πικρότατες οι λέξεις της γλυκίσαν


στο ανταριασμένο μέτωπο μι’ αξίνα είχε σκάψει
σπηλιές βαθιές τρεις χαρακιές ν’ αποκοιμιέται ο πόνος

τον λέγαν αθυρόστομο βάναυσο τυραννίσκο
ποιος την λεπτότητα να δει στο μίσχο των ποιημάτων;

που αφήνιαζαν στο σώμα του μπουκέτα τον τυλίγαν
στης προσφοράς τους τ’ άρωμα έσβην’ η αποφορά του

κάποιοι τα τσαλαπάτησαν κι άλλοι πίσω τ’ αφήσαν
μ’ αυτός εμπρός εκστατικός στον κήπο μαγεμένος
θε να ’ν’ ο αποδέκτης τους το δάκρυ αφού δεν κρύβει

ψαλίδι παίρνει τ’ όνειρο: και κόβει και στοιβάζει!





η νύχτα κι οι νεκροί
μας εξωθούν στα ποιήματα


γιατί δεν προχωράει η λέμβος; ανατρίχιασε
μήπως μας πνίξουν εδωνά σαν την κυρά-Φροσύνη;
πού ’ν’ ο βαρκάρης που ως πριν λίγο έλαμνε βουβός;
μείναμε μόνοι στην Αχερουσία γιε μου μόνοι

να μη φοβάσαι τον παρότρυνα κι ευθύς
απ’ τον καρπό τού κράτησα τ’ αριστερό του χέρι
είχ’ έναν δυνατό παλμό δονούνταν σύγκορμος
διαμαρτυρίας ένδειξ’ ηχηρή στο άφιλόν μας σύμπαν

και πώς νομίζετε γεννιούνται νύχτα μου τα ποιήματα

εάν όχι συναινούντων των νεκρών τους;





Από τη συλλογή «η τριμερής σοδειά», ΑΩ Εκδόσεις, 2020.
Πρόλογος: Δήμητρα Μήττα, Ο σκοτεινός της ποίησης παράδεισος
Εικαστική παρέμβαση: Φωτεινή Χαμιδιελή

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2020

Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, "Μνήμες της ρίζας"



Ρίζες


Περάσαμε όλο το πρωί μετρώντας σύννεφα
ξυπνούσε η γη κάτω απ’ τα πόδια τρομαγμένη
άνυδρη χρόνια μες στο φως τριβόταν έσπαγε
και πουθενά νερό να μας παρηγορήσει.

Περάσαμε όλο το πρωί εδώ στον τόπο μας
αφέντης ήλιος πυρπολούσε τα λιθάρια
κυλούσε ο ίδρωτας στα μάγουλα στα χείλη μας
κυλούσε και σφαλούσαμε τα μάτια.

Δες όμως ξάφνου πόσο βάρυναν τα πόδια μας
δες πόσο βυθιζόμαστε στο χώμα
την ώρα που χλωροί βλαστοί πολύκλωνοι
μέσα απ’ τα σπλάχνα μας ανθίζουν και ψηλώνουν.





Από την αρχή


Στην πόλη που μεγάλωσα σαν έρχομαι
άφαντοι όλοι οι γνωστοί μου και οι φίλοι
περιδιαβαίνω στα στενά έπειτα κάθομαι
σ’ εκείνα τα πεζούλια που ’ταν στέκι
γεμάτα πάντα από φωνές γεμάτα πρόσωπα
μα πια δε φαίνεται ψυχή κι αναρωτιέμαι
πώς κι όλοι μίσεψαν μεμιάς μα τι απόγιναν
πώς αποφάσισαν ταυτόχρονα να φύγουν
και τόσο έρημη απόμεινε η πλατεία μας
και τόσο άδεια από φίλους η ζωή μας.

Κι όμως δεν έφυγε κανείς μα ο καιρός
χρόνια και χρόνια κάθε μέρα λίγο-λίγο
σμίλεψε ύπουλα τα πρόσωπα κι αγνώριστοι
κι απαρατήρητοι περνούμε δίπλα-δίπλα
σαν να ’θελε να μας γλιτώσει για καλά
από ανούσιες συγγνώμες κι άλλα λόγια
που είν’ ανώφελα πικρά κι άδικα λέγονται

κι ίσως ακόμα πάλι ήθελε να δώσει
μια νέα ευκαιρία στον καθένα μας
από ’ξαρχης να γνωριστούμε, αν μπορούμε.





Η μάνα μου


Στην πίσω αυλή στα δυο πλακόστρωτα σκαλάκια
με το τσεμπέρι στα μαλλιά ώρες η μάνα μου
καθάριζε ραδίκια κι όλο μού ’λεγε
μ’ εκείνη τη φωνή την πονεμένη
για τα πικρά της δεκαοχτώ, για τους αέρηδες
που πήραν σαν ξερόφυλλα τα χρόνια,
κι έπειτα φτώχεια, καταφρόνια, μαύρα σύννεφα
στα χωριουδάκια που δε γράφτηκαν στους χάρτες
κι έπειτα θάλασσες βαθιές, παλιά ναυάγια
στάλες αθόρυβης βροχής, λόγια σπασμένα.

Κι εγώ που ήμουν μόνο οχτώ, πώς την αγκάλιαζα
−άλλο δεν είχα να της πω ή να της δώσω−
με τα μικρά μικρά χεράκια μου σφιχτά
και μύριζαν οι χούφτες της κρεμμύδι.

Στην πίσω αυλή στο πλυσταριό μούλιαζε, έτριβε
−μα οι λεκέδες πάντα εκεί να επιμένουν−
πικρά παράπονα λερώσανε τα χρόνια της.
Δυο οι κρυμμένες μαχαιριές κάπου στην πλάτη.


Από την ενότητα
Μνήμες της ρίζας





Ασίνη

                                        «Ο βασιλιά της Ασίνης ένα κενό
                                                   κάτω απ’ την προσωπίδα»
                                                                 Γιώργος Σεφέρης



Στα κτήματα του Ατρείδη ώς τη θάλασσα
ήλιος ακίνητος τρανός τα μεσημέρια
και πουθενά γλυκό νερό μονάχα ιδρώτας
κι οι τέσσερις ανέμοι του δεμένοι.

Αχ, πώς αχνίζει η γη στο φως, πώς ξετρελαίνονται
κρυμμένα στα κλωνάρια τα τζιτζίκια
πώς λαμπυρίζουνε τα φύλλα καταπράσινα
κι η σαύρα πέτρινη σιμά στη μαύρη πέτρα.

Δε μένει εδώ ο βασιλιάς, στη λήθη δόθηκε
σκόνη σκεπάζει πια τ’ ολόχρυσο αμάξι.
Τα άσπρα άτια του σκιές τ’ απομεσήμερου
λυτά γυρίζουνε και βόσκουν στα περβόλια.

Δε μένει εδώ ο βασιλιάς, άδειο το κάστρο του
το τρώει τ’ αλάτι του γιαλού και στις επάλξεις
αγκαθερές φραγκοσυκιές σχίνα και μάραθα
κι εκεί που άραζαν περήφανα τα πλοία
σειρές γυμνόστηθες τουρίστριες ξαπλώνονται
με λαδωμένο το κορμί λες κι οι Αργείοι
μόλις τις έβγαλαν μαζί με τ’ άλλα λάφυρα
όταν κουρσέψανε της Τροίας τα παλάτια.





Χώρα του πόνου


                                      «Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί
                                      μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος»
                                                        Άγγελος Σικελιανός

 
 
Χώρα του ίδρωτα του πόνου και του κάματου
με το τσαπί με το κουπί μέσα στον ήλιο
χώρα της φτώχειας του καημού του μισεμού
πώς τάχα μέσα απ τη φωτιά ν’ ανθίσεις πάλι;

Με τις νεράιδες και τους δώδεκα θεούς
με τις εξήντα Παναγιές και τους αγίους
ντυμένους τα λιβανωτά και τα παράπονα
με τις φθαρμένες τους τραγιάσκες στα κεφάλια
ίδιοι απαράλλαχτοι οι παππούδες στα χωριά
με ροζιασμένο το κορμί, ρακή και τάβλι
στον καφενέ με μάτια πάντα καθαρά
τις Κυριακές με τα καλά, πρώτο στασίδι.

Αχ, δε βολεί νά ’βγει ο ήλιος μοναχός
κι αυτοί που σπρώχνανε το κάρο κουραστήκαν
και τώρα, πες μου ποιητή, τι θ απογίνουμε
στη λάσπη χρόνους και καιρούς γονατισμένοι.

Χώρα του μύθου της ελπίδας και του όνειρου
ποιος τάχα απ όλους τους θεούς θα μας συντρέξει;


Από την ενότητα
Ο τόπος μου




Από τη συλλογή «Μνήμες της ρίζας», εκδ. Κουκκίδα, 2020.

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020

Γιώργος Σεφέρης, "Κίχλη"




Γ΄


ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ ΤΗΣ «ΚΙΧΛΗΣ»
 
«Το ξύλο αυτό που δρόσιζε το μέτωπό μου
τις ώρες που το μεσημέρι πύρωνε τις φλέβες
σε ξένα χέρια θέλει ανθίσει. Πάρ’ το, σου το χαρίζω·
δες, είναι ξύλο λεμονιάς…»
                                                  Άκουσα τη φωνή
καθώς εκοίταζα στη θάλασσα να ξεχωρίσω
ένα καράβι που το βούλιαξαν εδώ και χρόνια·
το ’λεγαν «Κίχλη»· ένα μικρό ναυάγιο· τα κατάρτια,
σπασμένα, κυματίζανε λοξά στο βάθος, σαν πλοκάμια
ή μνήμη ονείρων, δείχνοντας το σκαρί του
στόμα θαμπό κάποιου μεγάλου κήτους νεκρού
σβησμένο στο νερό. Μεγάλη απλώνουνταν γαλήνη.

Κι άλλες φωνές σιγά-σιγά με τη σειρά τους
ακολουθήσαν· ψίθυροι φτενοί και διψασμένοι
που βγαίναν από του ήλιου τ’ άλλο μέρος, το σκοτεινό·
θα ’λεγες γύρευαν να πιουν αίμα μια στάλα·
ήτανε γνώριμες μα δεν μπορούσα να τις ξεχωρίσω.
Κι ήρθε η φωνή του γέρου, αυτή την ένιωσα
πέφτοντας στην καρδιά της μέρας
ήσυχη, σαν ακίνητη:
«Κι α με δικάσετε να πιω φαρμάκι, ευχαριστώ·
το δίκιο σας θα ’ναι το δίκιο μου· πού να πηγαίνω
γυρίζοντας σε ξένους τόπους, ένα στρογγυλό λιθάρι.
Το θάνατο τον προτιμώ·
ποιος πάει για το καλύτερο ο θεός το ξέρει».

Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον ήλιο.
Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον
          άνθρωπο.



ΤΟ ΦΩΣ

Καθώς περνούν τα χρόνια
πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν·
καθώς περνούν τα χρόνια και κουβεντιάζεις με λιγότερες
          φωνές,
βλέπεις τον ήλιο μ’ άλλα μάτια·
ξέρεις πως εκείνοι που έμειναν, σε γελούσαν,
το παραμίλημα της σάρκας, ο όμορφος χορός
που τελειώνει στη γύμνια.
Όπως, τη νύχτα στρίβοντας στην έρμη δημοσιά,
άξαφνα βλέπεις να γυαλίζουν τα μάτια ενός ζώου
που έφυγαν κιόλας, έτσι νιώθεις τα μάτια σου·
τον ήλιο τον κοιτάς, έπειτα χάνεσαι μες στο σκοτάδι·
ο δωρικός χιτώνας
που αγγίξανε τα δάχτυλά σου και λύγισε σαν τα βουνά,
είναι ένα μάρμαρο στο φως, μα το κεφάλι του είναι στο
          σκοτάδι.
Κι αυτούς που αφήσαν την παλαίστρα για να πάρουν τα
          δοξάρια
και χτύπησαν το θεληματικό μαραθωνοδρόμο
κι εκείνος είδε τη σφενδόνη ν’ αρμενίζει στο αίμα
ν’ αδειάζει ο κόσμος όπως το φεγγάρι
και να μαραίνουνται τα νικηφόρα περιβόλια·
τους βλέπεις μες στον ήλιο, πίσω από τον ήλιο.
Και τα παιδιά που κάναν μακροβούτια απ’ τα μπαστούνια
πηγαίνουν σαν αδράχτια γνέθοντας ακόμη,
σώματα γυμνά βουλιάζοντας μέσα στο μαύρο φως
μ’ ένα νόμισμα στα δόντια, κολυμπώντας ακόμη,
καθώς ο ήλιος ράβει με βελονιές μαλαματένιες
πανιά και ξύλα υγρά και χρώματα πελαγίσια·
ακόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξά
προς τα χαλίκια του βυθού
οι άσπρες λήκυθοι.

Αγγελικό και μαύρο, φως,
γέλιο των κυμάτων στις δημοσιές του πόντου,
δακρυσμένο γέλιο,
σε βλέπει ο γέροντας ικέτης
πηγαίνοντας να δρασκελίσει τις αόρατες πλάκες
καθρεφτισμένο στο αίμα του
που γέννησε τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη.
Αγγελική και μαύρη, μέρα·
η γλυφή γέψη της γυναίκας που φαρμακώνει το
          φυλακισμένο
βγαίνει απ’ το κύμα δροσερό κλωνάρι στολισμένο στάλες.
Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη, τραγούδησε, τραγούδησε…
δε σου μιλώ για περασμένα, μιλώ για την αγάπη·
στόλισε τα μαλλιά σου με τ’ αγκάθια του ήλιου,
σκοτεινή κοπέλα·
η καρδιά του Σκορπιού βασίλεψε,
ο τύραννος μέσα απ’ τον άνθρωπο έχει φύγει,
κι όλες οι κόρες του πόντου, Νηρηίδες, Γραίες
τρέχουν στα λαμπυρίσματα της αναδυομένης·
όποιος ποτέ του δεν αγάπησε θ’ αγαπήσει,
στο φως·
                     και είσαι
σ’ ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά
τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας από πού
          να κοιτάξεις πρώτα,
γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά
          και το τιτίβισμα των πουλιών
θ’ αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά
          και νότο
θ’ αδειάσουν τα μάτια σου απ’ το φως της μέρας
πως σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια.


Πόρος, «Γαλήνη», 31 του Οχτώβρη 1946






«Κίχλη» 1947.
Πηγή: «Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα», εκδ. Ίκαρος, 20η έκδοση, 2000.
 
Στην εικόνα: Henri Adolphe Schaep, «Nachtelijk werk in de dokken».
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2020

Αρετή Γκανίδου, "Ένας ιδιαίτερα χρήσιμος σκύλος"




Ένας ιδιαίτερα χρήσιμος σκύλος


Ένα θηριώδες σκυλί εδώ και χρόνια ανοίγει με το γάβγισμα του δαιδαλώδεις σήραγγες στην συμπαγή ζωή του χωριού. (Όμορφα, κρυφά αναπαυτήρια ραθυμίας, με την ασφάλεια και την επικινδυνότητα των ορυχείων). Ακούγεται το σπηλαιώδες γάβγισμα του όταν κοπάζει ο θόρυβος, συνήθως το βράδυ. Άλλες φορές χωρίς προειδοποίηση, σαν ξαφνική κηδεία. Το χειμώνα ακούγεται πιο καθαρά.

Αυτή η ζωή κτίστηκε σταδιακά, από το εξήντα και δώθε, με ήχους που τέμνονται και στριμώχνονται. Από τον Μάρτη ώς τον Οκτώβρη μουγκρίζουν τα τρακτέρ σε δρόμους και χωράφια, πουλιά διασχίζουν ακατάπαυστα τον αέρα, νοικοκυρές χτυπάνε ή πλένουν χαλιά, σκουπίζουν βεράντες, απλώνουν ρούχα, ακούν ραδιόφωνο, νεαροί αγρότες μαρσάρουν τα μηχανάκια τους, παιδιά με ποδήλατα και γέλια κατακτούν τον κάμπο, πλανόδιοι πουλούν λαχανικά, ψάρια, γλάστρες, ηλικιωμένοι άντρες πάνε κι έρχονται στο καφενείο, νεότεροι διασταυρώνονται κουβαλώντας λιπάσματα, φυτοφάρμακα, βαμβακόσπορο, μασώντας τη μαστίχα μαζί με την αδημονία τους να τελειώσουν πριν χαλάσει ο καιρός. Κι όλοι αυτοί, μόλις δοθεί η ευκαιρία, πιάνουν τον καυγά για τα κομματικά ή μαζεύονται και πίνουν τσίπουρα και κρασιά τραγουδώντας. Επιπλέον, αυτή η συμπαγής ζωή τυλίγεται συχνά σ’ έναν αέρα δαιμονισμένο, έναν βαρδάρη που μέρες παλεύει με τα χλωρά κλαδιά, τα ζαρζαβατικά και τα μυρωδικά ακόμα και στις γλάστρες. Ή σε έναν πεισματάρη νοτιά. Τυλίγεται σε μια τούλινη βουή έτσι που γίνεται μπομπονιέρα, έτοιμη να πεταχτεί αφού φαγώθηκαν τα κουφετάκια της.

Σ’ αυτήν την μπομπονιέρα, τις ώρες που κοπάζει ο θόρυβος, ανοίγει σήραγγες ορυχείου το γάβγισμα του θεόρατου σκυλιού απ’ το μαντρί του Μίνου. Βαθιές και δαιδαλώδεις, ποτέ δεν έμαθα πού βγάζουν. Όλοι τις ξέρουν αυτές τις σήραγγες, αν και ποτέ δεν μιλούν γι’ αυτές. Κάποιοι μάλιστα χώθηκαν για τα καλά εκεί μέσα και δεν γύρισαν ποτέ, αλλά οι υπόλοιποι κάνουν σαν να μην υπήρξαν ποτέ αυτοί οι κάποιοι. Όλοι τις ξέρουν αυτές τις σήραγγες κι ας τις προσπερνούν σαν να μην τις βλέπουν. Και όλοι κάποτε χώνονται σ’ αυτές για να γλιτώσουν απ’ το δηλητηριώδες αέριο –λένε πως είναι στυρένιο– που διαρρέει συχνά από τον αγωγό ενέργειας. Απολαμβάνουν έτσι και την κρυφή τους ραθυμία.

Μνημειώδες το γάβγισμα, σπηλιά με τα σαγόνια της να ανοιγοκλείνουν, πλησιάζει πάλι από το μαντρί, αλλά ίσως και από κάπου αλλού, αφού τίποτα δεν δικαιολογεί το δάγκωμα της πραγματικότητας από έναν σκύλο, όσο θηριώδης και να ’ναι. Εκτός κι αν ο σκύλος είναι κάποιος καινοφανής εκσκαφέας του χωροχρόνου με τη μορφή μαντρόσκυλου.


Αρετή Γκανίδου



Πρώτη δημοσίευση.

Στην εικόνα: Edwin Henry Landseer, "Low Life".
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2020

Δήμητρα Κουβάτα, "Καθαρό οινόπνευμα"

  



ΖΕΣΤΟΙ ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΓΑΛΑ

                                                  στον Αποστόλη


Σε κάθε μας νεκρόδειπνο

το ρούχο τους λερώνουν που τους θάψαμε

από του τοίχου τους ασβέστες.

Στα νύχια η μάνα έτοιμη.

Σώπα, της λέει ο γέροντας, να δούμε τι θα πούνε.

(Σαν τι να λέγαμε ερήμην τους;)


Καλιγωμένοι

στο διάσελο του χρόνου πορευόμαστε.

Ν’ αντιλαλούν τα πέταλα, καρφώνοντας

την πέτρα.

Μπροστά εσύ, πίσω εγώ,

κομβόι φορτωμένο.

Κι η μάνα − νερό λίγο κρασί να φέρω, λιγνό


πάντα πουλί, πετώντας στο κατόπι.





ΒΡΑΧΝΟ ΠΟΥΛΙ


Αν εξαιρέσεις τα κεντητά τραπεζομάντηλα

και τ’ αρραβώνα όσα χρυσαφικά

τίποτε άλλο,

μάνα,

δεν σου αξιώθηκα.


Τις μάνες ο κόσμος αποχαιρετά

με κοπετούς και βόγγους.

Με τα σανδάλια τα εξώφτερνα εγώ,

μάνα,

βουβή

σε κήδεψα.

Βραχνό πουλί, πάντα σε λάθος τόνο.


Όπως τα έλεγες

μάνα μου,

αποδείχτηκα.

Κοινωνικής μαθήσεως ανεπίδεκτη.


Κράτησα όλες τις κραυγές για τα ποιήματα.





ΜΕ ΔΕΔΟΜΕΝΗ ΤΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ


Τόσες παλιές ευχές.

Τόσες βαριές κατάρες.


Το κάρο κολλημένο.

Ίδια η λάσπη.


Τι παραπάνω απ’ τους καημούς

να μας πουν πια

τα ποιήματα;



Από την ενότητα

Φερτά υλικά





ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ


υπέρ ανάπαυσης

των ανιόντων εραστών ό,τι ζεστό θυμάμαι

(τον στεναγμό, τη μυρωδιά

και τη μικρή συνήθεια)


ποιος δώρισε το πέταγμα

τον ίλιγγο

ή ποιος πολύ παλιά μάς έμαθε το γέλιο;


χωράφια οι πάλαι ποτέ μας εραστές

κορμιά

έως την πέτρα οργωμένα.





ΜΑΓΔΑΛΗΝΗΣ


Σπονδή σε όσους από πόθο ταπεινώθηκαν.

Σ’ αυτούς να προσφερθεί

ο αμνός

το στάρι ζυμωμένο με το μέλι

και της αμπέλου το κρασί από το πατρικό σας.


Όμως, νηστείες, εγκράτειες λατρευτικές

άμα και προσευχές να μην ανακατέψεις.

Αφού το ξέρεις. Αφού στο είπα.


Ευγνωμοσύνη στάλα δεν θα βρεις σαν

των απελπισμένων εραστών

το σκότος

και το θάμβος.



Από την ενότητα

Έως την πέτρα οργωμένα




Από τη συλλογή «Καθαρό οινόπνευμα», εκδ. Μανδραγόρας, 2020.

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, "Όλα σιγούν εκκωφαντικά ηχούν ακατάληπτα"

 



ΔΕΗΣΗ


                  Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον ήλιο.

                                   Γιώργος Σεφέρης, «Το ναυάγιο της “Κίχλης”»


Για τα δάση τα έκπαγλα που φλέγονται έκπληκτα

Για τους δούρειους λύκους με τα μάτια τα γυάλινα

Για τη στάχτη που σβήνει στου νομά το περπάτημα

Για τον κύκνο που πνίγεται στη λάσπη της λίμνης

Για τον άνδρα που κλαίει μπρος σε Ανδράποδα

Για τα άπληστα βουλιμίας τα δύσμορφα στόματα

Για μένα που τυλίγομαι απαθής στο κουκούλι μου

Για τις μέρες τις άδοξες του σκότους του άναρχου


Για την κόρη την άχρονη όταν ρόδο το αμάραντο




ΜΑΝΑ ΨΩΜΙ


− Πινακωτή* πινακωτή, έλα από τ’ άλλο μου τ’ αυτί,

είμαι κωφή...


Κάποιες φορές

φεγγοβολά στα σκοτεινά η μνήμη, εγείρεται

προζύμι ανεβαίνει

Στη σανιδένια σκάφη σκυμμένη Αρχόντισσα

μανίκια ανασηκώνει ιδρωμένα όνειρα

δένει αντοχές φακιόλι σφουγγισμένα δάκρυα

Ζυμώνει εικοσιδύο στρόγγυλες αγκαλιές

να μας χορτάσει

Πλάθει καρβέλια πόθους

τα αραδιάζει στην πινακωτή

Σε υφαντά μισάλια** τα φασκιώνει

Σα να ακούω

ξερά πουρνάρια τσιτσιρίζουν μέσα μας

γίνονται κάρβουνα

πυρώνουν πέτρες παγωμένες

μας τσουρουφλίζουν

Μάνα ψωμί

πεινάμε μα***

του κόσμου τα παιδιά

πεινάμε



___________

*Πινακωτή:  παραδοσιακό παιχνίδι.

**μισάλια:  ειδικά υφαντά στο μήκος πινακωτής

για τύλιγμα πλασμένου ψωμιού πριν το φούρνισμα.

***μα:  μάνα


 

Από την ενότητα

Όλα σιγούν εκκωφαντικά ηχούν ακατάληπτα




ΒΟΤΣΑΛΑ


Από καιρό μάζευα βότσαλα

Στη συλλογή μου σωρεύτηκαν

Τραχιά χαλίκια άχαρα

Βάραιναν το κορμί

Λύγιζαν τα γόνατα

Επέστρεψα στο γιαλό

Με δέος ένα ένα

Τα έριξα στη θάλασσα

Ανθόκηπου ξερολιθιά το πρώτο

Φτερού απολίθωμα το δεύτερο

Το τρίτο έρεβος ερημίας

Τέταρτο άηχος βρυχηθμός θηρίου

Το τελευταίο πύρινη λαίλαπα


Το χέρι σήκωσα τρεμάμενο

Τα πέταξα με μια ευχή

Να παραμείνουν στα έγκατα


Μη τα ξεβράσει το κύμα

Ή σε δισάκι ανυποψίαστου

Διαβάτη μη βρεθούν




ΠΕΤΡΕΣ ΒΑΡΙΕΣ


Γι’ αυτούς που πλήγωσα

Που πρόδωσα

Που δύσκολη στιγμή εγκατέλειψα

Πολύ λυπάμαι

Τους ξεγραμμένους

Όσους απ’ την αυλή μου

Σαν αγριάδα βίαια ξερίζωσα

− σκληρό κι ανώριμο θα πείτε

τόσο για μένα όσο και γι’ αυτούς

κι οδυνηρό μα αναπόφευκτο −

πέτρες βαριές στο στήθος

τους κουβαλώ διαπαντός εντός μου



Από την ενότητα

Απόγονος της Ωκυρρόης




ΚΑΙ ΠΩΣ Ν’ ΑΦΟΥΓΚΡΑΣΤΕΙΣ...


Είναι ένα ποτάμι απύθμενο σε άχρονο σπήλαιο

Λούζονται νύμφες κι αναβαπτίζονται εφήμερα

Ρωγμή που ανθίζουν ανε-μώνες

Στέρνα που βρέχουμε τα κουρασμένα πόδια στης νύχτας την πεζοπορία

Παράθυρο που ανοίγει στους ορίζοντες και ταξιδεύει στους γαλαξίες

Δαυλός που μας διαπερνά και διαχέεται

Σπίθα σπαθί φλεγόμενο και πυρπολεί

Πληρότητα και κενότητα, πτήση και πτώση...

Η άλλη φωνή... της αρχής... και η ερχόμενη

Και πώς ν’ αφουγκραστείς...




ΝΤΥΣΕ ΜΑΣ ΣΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΠΟΙΗΜΑ


Ποιος σε κρατά, των λέξεων χρυσόμαλλο δέρας

Που χάνεσαι και λάμπεις κόμη της Βερενίκης

Ασθμαίνουσα σχισμή ψάχνω το ανέγγιχτο ν’ αγγίξω

Ν’ αντισταθεί στο σίδερο ποιος ξέρει;

Ποιος άνεμος σκορπά του κήπου σου τα άνθη;

Σ’ έρημο τόπο πέταλα σκόρπια μαργαρίτας

Θύμηση κι επιθυμία, σαλεύοντας

Είμαστε ή δεν είμαι

Εγώ ή ο Κανένας

Αγάπα ή ν’ αγαπώ

Θεοί και Δαίμονες μας προσπερνούν ποδοπατώντας

Και όλο κρύβεσαι κάτω απ’ της πόρνης σου την μπούργκα

Βουλιάζουν οι δρόμοι στην Καμπούλ

Φοβάμαι

Πού βρίσκεσαι καλειδοσκόπιο αόμματων

Θριμμάτισε τα κάτοπτρα να δω πίσω απ’ το είδωλο

Μέσα στο τίποτα του τίποτα να μείνω

Ούτις

Ποίηση φανερώσου

Ντύσε μας στο γαλάζιο Ποίημα



Από την ενότητα

Το κλειδί 




Από τη συλλογή «Όλα σιγούν εκκωφαντικά ηχούν ακατάληπτα», εκδ. Ρώμη 2020.


Δύο ακόμη ποιήματα της συλλογής, τα οποία είχαμε προδημοσιεύσει στο ιστολόγιό μας, μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2020

Εύη Γκάλαβου, "Παρ - ελθών"




 

Παρ - ελθών

 

* * *


Μη χάνεις τις στιγμές

απ’ το παράθυρο,

 

απασφάλισε τις κουρτίνες.



 

* * *


ένας γκρεμός

Το γιώτα στο "μαζί"




* * *


Απόψε

θα πιούμε

τις αλήθειες μας.


Δηλητήριο



 

Χωρίς αστροφεγγιά

 

Νόμιζα

ήσουν φάρος


Νόμιζες

ήμουν βάρκα



 

* * *


Πάρε με απ’ το χέρι να πάμε

Βόλτα ξυπόλυτοι μέχρι

τον γκρεμό.




* * *


Τι περιμένεις

άνθρωπέ μου


το τίποτα πάντα

έρχεται με άδεια χέρια.




  

Από τη συλλογή «ΠΑΡ - ελθ Ών», 2020.


Σημείωση: Η συλλογή είναι αυτοέκδοση.

Στις σελίδες της έχει εφαρμοστεί ειδική τεχνική παλαίωσης.

Επιμέλεια έκδοσης: Εύη Γκάλαβου.

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2020

Ιγνάτης Χουβαρδάς, "Αυτά που δεν πρέπει να ομολογήσεις", (Η Κέρκυρα)



3.7.2017 - 11.7.2017

(η Κέρκυρα)


ΤΟ ΠΡΩΙΝΟ πριν την αναχώρηση για Κέρκυρα ήταν γεμάτο νευρικότητα. Ένιωθα το σπίτι στάσιμο, να βουλιάζει σε μια ακινησία τόσο επώδυνη που με τον τρόπο της προσπαθούσε να με πείσει ότι όλα είναι μάταια, τόσο μάταια που θα ήταν καλύτερο να αφήσω το σώμα μου να απλωθεί σαν κερί στα αντικείμενα, στο πάτωμα, στα κλειστά παράθυρα κι εκεί να αφεθεί ξέπνοο, με την ελπίδα να λιώσει σε ένα τεχνητό και βλοσυρό σκοτάδι. Πρόσεξα για πολλοστή φορά τους διακόπτες του ηλεκτρικού. Ήταν όλοι κατεβασμένοι. Τους ξαναβλέπω, σαν καθυστερημένος. Επέμενα και με το νερό, όλες οι βρύσες κλειστές, τελείως κλειστές. «Βγες επιτέλους», ενθάρρυνα τον εαυτό μου. Μαντάλωσα την πόρτα γυρνώντας το κλειδί τέσσερις φορές, την έσπρωξα επανειλημμένα για να επαληθεύσω ότι είναι κλειστή − ένα μαρτύριο και μια γελοιότητα μαζί.

Αυτό ήταν. Τώρα όλα αλλάζουν, ειδικά μόλις ανάβω τη μηχανή του αυτοκινήτου και ξεκινώ. Ανοίγεται μπροστά μου ένα ταξίδι έξι ωρών μέχρι την Ηγουμενίτσα. Από εκεί θα έπαιρνα το πλοίο και θα έφτανα στο νησί των Φαιάκων. Κάθε ταξίδι είναι μια απόδραση. Ένα βάπτισμα σε παρθένες εικόνες. Μια δυναμική για όσα δεν ζήσαμε και θεωρούμε ότι μας περιμένουν. Κάθε ταξίδι κρύβει μέσα του την επιθυμία μιας ανακάλυψης, χωρίς να μπορούμε να ονοματίσουμε αυτό που θα ξεπηδήσει μπροστά μας απρόσμενα, ακόμα περισσότερο χωρίς να μπορούμε να διαγράψουμε τις αναλογίες και το σχήμα αυτού που ψάχνουμε. Στην ουσία δεν ξέρουμε τι ψάχνουμε. Θα μπορούσαμε, γενικά και αόριστα, να το ονομάσουμε «έρωτας» ή «τοπίο ιδανικό» ή «άγγελος». Και όλα όσα βλέπω τώρα καθώς οδηγώ είναι αυτό που προηγείται. Οι πεδιάδες με τα χωράφια που ποτίζονται, οι χωρικοί και οι αγρότισσες που σκύβουν στο χώμα και μαζεύουν καπνά, τα βουστάσια, οι αχυρώνες, τα χωριά που εναλλάσσονται, οι βιοτεχνίες και τα εργοστάσια, οι ακρογιαλιές με τα εξοχικά και τις πλαζ, οι επαρχιακές πόλεις που σε χαιρετάνε, οι λίμνες, οι αμπελώνες. Μετά τις πεδιάδες ο δρόμος ανηφορίζει, αρχίζουν τα βουνά, οι σήραγγες, οι γέφυρες, οι συστάδες των δέντρων από ψηλά, το άγριο πράσινο που σε πολιορκεί. Η Εγνατία οδός σμίκρυνε τις αποστάσεις, προσφέρει το ανάγλυφο της βόρειας επικράτειας της χώρας σε γρήγορη κίνηση. Ο νομός Θεσπρωτίας, στο τελευταίο στάδιο της διαδρομής, χαώδης στα βουνά του, με τη διαρκή αναβολή της θάλασσας που αδημονούσα να δω. Το λιμάνι της Ηγουμενίτσας με υποδεχόταν στοργικό κι εμπιστευτικό, με καθησύχαζε πως όλα πήγαν καλά, όλα είναι θέμα απόφασης, το θέμα είναι να ξεκινήσεις, και ύστερα, βελούδινα και χαριτωμένα, διασχίζοντας το σώμα της Θράκης, της Μακεδονίας, της Ηπείρου, φτάνεις στο Ιόνιο πέλαγος.

Σε υποδέχεται χαμογελαστό ένα φέριμποτ, σου υποδεικνύει την επικράτεια του υγρού στοιχείου, σου προσφέρει το θαλασσινό ειδύλλιο. Το χρώμα του νερού είναι πράσινο, τώρα μου φαίνεται γαλάζιο, όσο ξεμακραίνει το πλοίο από το λιμάνι, το νερό γίνεται βαθύ μπλε. Το βλέμμα περιφέρεται στις αμμουδιές της Ηπείρου που αφήνουμε, και ο αποχαιρετισμός είναι ταυτόχρονα ένα καλωσόρισμα, γιατί ήδη στην αντίθετη πλευρά προβάλλει το σχήμα ενός νησιού και οι μικροσκοπικές λεπτομέρειες ενός αστικού διάκοσμου. Είναι τώρα το παιχνίδι της απόστασης, όσο λιγοστεύει, τόσο τα κομματάκια της νησιώτικης αρχιτεκτονικής μεγεθύνονται. Η Κέρκυρα ξεπροβάλλει αρχοντική, με τα βενετσιάνικα σπίτια της, το κάστρο της, το λιμάνι, τον παραλιακό δρόμο όπου αγωνίζομαι να διακρίνω το σπίτι του Διονύσιου Σολωμού. Η πόλη είναι μια μικρογραφία ονείρου, ένα δέος, ένας υπαινιγμός για μια ιδεατή ζωή που ίσως είναι η δική μας και μέχρι τώρα έμοιαζε ορφανεμένη. Η Κέρκυρα στο πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου, όψιμο μεσημέρι, σε έναν ήλιο από χρυσάφι.

Αποβιβάζομαι με το αυτοκίνητο από το φέριμποτ και οδηγώ σε μικρούς ελικοειδείς δρόμους, ψάχνοντας να βρω την άκρη για τις κεντρικές αρτηρίες. Βρίσκομαι τώρα στο τμήμα της σύγχρονης πόλης, αφήνοντας πίσω μου το ιστορικό κέντρο. Έχω ξαναπάει στην Κέρκυρα άλλες δύο φορές. Έχω πάρει τώρα την κατεύθυνση για το Κανόνι, αυτήν την καταπράσινη άκρη της πόλης, κτισμένη σε ένα λόφο, με πυκνή δόμηση αρμονικά συνυφασμένη με τη φύση. Φτάνω στο ξενοδοχείο όπου έχω κλείσει το δωμάτιο.

Η κοπέλα στη ρεσεψιόν ευγενική. Γράφει τα στοιχεία μου από την ταυτότητα και με οδηγεί στον δεύτερο όροφο. Το δωμάτιο διαθέτει μπαλκόνι που βλέπει στη λιμνοθάλασσα, σε εκείνο τον χαριτωμένο κολπίσκο που γειτνιάζει με τον διάδρομο προσγείωσης και απογείωσης των αεροπλάνων. Κάθε δέκα λεπτά περίπου και μια προσγείωση ή απογείωση αεροπλάνου. Ειδικά στην απογείωση είναι εντυπωσιακός ο ήχος των κινητήρων, σχετικά ήπιος στην αρχή, με τις ρόδες του αεροπλάνου που κατευθύνονται σε μια μακρινή πλευρά του διαδρόμου, και εκεί που σχεδόν ξεχνάς την ύπαρξη του αεροπλάνου, το ακούς να τρέχει με ταχύτητα πάνω στο διάδρομο, ολοένα να επιταχύνει πιο πολύ και όπως απογειώνεται, οι τουρμπίνες να ηχούν εκκωφαντικά, για δευτερόλεπτα το δωμάτιο τρίζει ολόκληρο, σείεται, κοντεύει να ραγίσει, κι έπειτα ακούς το αεροπλάνο να απομακρύνεται στο βάθος του ουρανού. Στην αρχή σκέφτηκα πως ατύχησα στην επιλογή του ξενοδοχείου, πως η διαμονή θα είναι αφόρητη. Ανακάλυπτα, όμως, πως αυτή η κινητικότητα των αεροπλάνων με την ιεροτελεστία της προσγείωσης και απογείωσης και εκείνο το αποκορύφωμα του εκκωφαντικού ήχου, όλα αυτά, αντί να με εκνευρίζουν, μου μετέδιδαν ένα αίσθημα πλησμονής, που πλησίαζε τα όρια της ευφορίας. Πολύ παράξενο σίγουρα. Μάλλον ήταν ένα είδος συντροφιάς, μια επαναλαμβανόμενη άσκηση υπερέντασης και μια διαρκής υπενθύμιση ενός κόσμου που κινείται γύρω σου, που έρχεται από μακριά και φεύγει μακριά, ακούω τα αεροπλάνα και βλέπω το Λονδίνο, το Παρίσι, τη Νέα Υόρκη, τη Στοκχόλμη, τη Βαρσοβία, το Όσλο, τη Ρώμη, τη Μαδρίτη, τη Βαρκελώνη, και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό.

Πέντε μέρες στην Κέρκυρα. Πήγαινα στην παλιά πόλη, χανόμουν στα φιόρδ του Καμπιέλο, ανακάλυπτα βενετσιάνικες κρήνες και οικόσημα. Αναλογιζόμουν μήπως αυτή η περιπλάνηση στο ιστορικό κέντρο είναι ένας λαβύρινθος της ερωτικής πλησμονής που ολοένα αναβάλλεται. Η νύχτα χάνεται στη μέρα, και η μέρα λούζεται στα βιολετιά νερά της νύχτας. Όλα μού φαίνονταν αποκαλυπτικά και υπαινικτικά. Όχι μόνο η παλιά πόλη αλλά και η σύγχρονη. Θα μπορούσα να γίνω τουριστικός οδηγός: τα στενά σοκάκια της αγοράς, ο ναός του Αγίου Σπυρίδωνα, το δημαρχείο, η πλατεία Σπιανάδα, η λεωφόρος Αλεξάνδρας, ο ναυτικός όμιλος, η δημοτική πλαζ του Μον Ρεπό, το Ποντικονήσι, ο ανεμόμυλος στον κόλπο της Γαρίτσας, το Παλιό Ενετικό φρούριο, η Κρεμαστή. Ο κατάλογος θα μπορούσε να συνεχίζεται, είναι μόνο ενδεικτικός. Σκέφτομαι πως όλη αυτή η απαρίθμηση είναι απατηλή, γιατί η ψυχή αυτού του νησιού είναι η διαμεσολάβηση ανάμεσα στα τουριστικά αξιοθέατα, το ανάμεσα, εκεί που τελειώνει το ένα και ξεκινά το άλλο, και σε αυτό το μεταβατικό διάστημα, ανάμεσα στα σοκάκια και στις σιωπές των υποβλητικών σπιτιών, κινείται ένα φάντασμα, ένα κορίτσι που θα με πλανέψει, που μου ψιθυρίζει μυστικά, που μου ξυπνά ανομολόγητα πάθη, και όσο το πλησιάζω μεθυσμένος, ψελλίζοντας βλάσφημες κουβέντες, με εκδικείται με όλη τη βανίλια και τη μέντα της παιδικής ηλικίας.

Το κορίτσι αυτό το ψυχανεμίζομαι στο σύνορο ανάμεσα στο παλιό και στο καινούργιο. Μια πλατεία με εμπορικά καταστήματα, τράπεζες, μια λεωφόρος − και όπως στρίβω, ανηφορικά, μπλέκομαι πάλι στην παλιά πόλη, στα στενά αδιέξοδα που διαγράφουν απατηλούς κύκλους και σε ζαλίζουν. Πάλι το ανακαλύπτω αυτό το κορίτσι, με ακολουθεί, το ακολουθώ. Το ξαναβρίσκω στο ξενοδοχείο, είμαι σίγουρος ότι είναι αυτό. Είναι μελαχρινό, με μακρόστενο πρόσωπο, μεσαίο ανάστημα, ωραίο σώμα, εφηβικό. Συνοδεύεται από τον πατέρα του και τη μητέρα του. Το βλέπω και νιώθω τη βαριά σκιά του Μον Ρεπό όπως πέφτει η νύχτα, το βουητό των δέντρων μέσα στην ερημιά του δάσους, τα κειμήλια και τα ρούχα των πριγκίπων που κοιμούνται αόρατα. Κουβαλώ τους ήχους, τις φωνές, τις κινήσεις, τα φασματικά πρόσωπα − και όλα τα διακρίνω ξεκάθαρα στο πρόσωπο αυτού του κοριτσιού. Οι εντυπώσεις φευγαλέες. Το είδα στην έξοδο από το ξενοδοχείο, καθώς πήγαινε σε μια στάση του λεωφορείου με τους γονείς του. Το είδα μια άλλη φορά να μπαίνει στο ασανσέρ. Και ένα μεσημέρι να διασχίζει τον κήπο με τα παρτέρια και τα μικρά αλσύλλια. Και έπειτα ένα βράδυ καθισμένο σε έναν καναπέ στο σαλόνι του φιλόξενου ξενοδοχείου. Και κυρίως το έβλεπα στην τραπεζαρία, εκεί ήταν το πιο σίγουρο σημείο συνάντησης, την ώρα του πρωινού. Σε αυτήν την τραπεζαρία χρωστώ ευγνωμοσύνη, γιατί μου πρόσφερε τον αναγκαίο χρόνο για να το πλησιάσω, να το παρατηρήσω, να ορίσω την ομορφιά του.

Μια ανεξέλεγκτη υπερένταση. Ανέβαινα στα λεωφορεία, βρισκόμουν ξανά και ξανά στο κέντρο της πόλης, περιπλανιόμουν στις διαθλάσεις του φωτός ανάμεσα στις σκιές, στα παλιά σπίτια με τα πράσινα παραθυρόφυλλα, στα υποβλητικά στενά πλακόστρωτα καντούνια, στους μαιάνδρους της αγοράς. Έπινα καφέδες στον πεζόδρομο του Λιστόν και τα μεσημέρια με υπεραστικό λεωφορείο μεταφερόμουν στην αμμουδιά της Δασιάς όπου έκανα μπάνιο σε μια ακτή γεμάτη βότσαλα, ξαπλώστρες και υπαίθρια αναψυκτήρια. Κι έπειτα ξανά στην πόλη κι έπειτα με το δικό μου αμάξι στο Αχίλλειον κι έπειτα στην πισίνα του ξενοδοχείου για το απογευματινό μπάνιο. Ένα ντους στο δωμάτιο και ύστερα να περιφέρομαι στο σαλόνι, να πίνω στην μπάρα έναν καφέ, να παρατηρώ τους ενοίκους που κομψοντυμένοι βγαίνουν από τα δωμάτια και ετοιμάζονται να αναχωρήσουν για τη νυχτερινή τους έξοδο. Αναρωτιέμαι πού θα μπορούσαν να πηγαίνουν. Κάθε νύχτα βγαίνω στον αυλόγυρο και τους παρατηρώ όπως απομακρύνονται. Οι περισσότεροι φεύγουν με αυτοκίνητα. Υπάρχουν, όμως, και παρέες που ξεμακραίνουν με τα πόδια. Την τελευταία νύχτα ακολουθώ μια παρέα από πέντε κοπέλες. Μιλάνε ιταλικά. Είναι ένας στενός ανηφορικός δρόμος. Θέλει ιδιαίτερη προσοχή, γιατί περνάνε και αυτοκίνητα. Είναι αρκετά κουραστική η ανηφόρα. Καταλήγει σε ένα άλλο ξενοδοχείο. Δίπλα του βρίσκεται ένα μεγάλο ξέφωτο, όπου υπάρχουν ένα εστιατόριο, ένα καφέ και ένα μπαρ που δεν διακρίνεται αλλά ακούγονται οι ήχοι του και φέγγουν τα πολύχρωμα φώτα του. Είναι ιδανικό μέρος, με θαυμάσια πανοραμική θέα στη θάλασσα. Η παρέα κατέβαινε τώρα κάποια σκαλοπάτια που ολοένα γίνονταν πιο στενά, μέχρι που κατέληξε στην είσοδο του μπαρ.

Ήταν μια καλή αφορμή για ένα ποτό, έστω και μόνος, παρατηρώντας τον κόσμο που διασκέδαζε και κυρίως ακούγοντας την ατμοσφαιρική μουσική. Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο, ξοδεύω αρκετή ώρα καθισμένος σε μια πολυθρόνα στο σαλόνι. Περνώ έπειτα από τη ρεσεψιόν. Ρωτώ αν υπάρχει κάποιο άλλο δωμάτιο για δύο επιπλέον διανυκτερεύσεις, γιατί η κράτηση του δωματίου όπου έμενα ήταν μέχρι αύριο το πρωί. Μου απάντησε θετικά η κοπέλα στη ρεσεψιόν, κι έτσι η παραμονή μου σε αυτό το ξενοδοχείο και στο νησί παρατάθηκε. Οι πέντε μέρες των διακοπών θα γίνονταν επτά.

Η αλλαγή δωματίου έφερε και μια διαφορετική θέα από το μπαλκόνι. Αυτό το δωμάτιο βρισκόταν στην πίσω πλευρά του ξενοδοχείου, είχε θέα στην πισίνα και, έξω από το συγκρότημα, σε μια συστάδα σπιτιών και σε ένα μοναστήρι, στο οποίο κυρίως αντίκριζα την εξωτερική πύλη του. Το πρωινό στην τραπεζαρία με αντάμειβε πάλι με τη συνύπαρξη με το όμορφο κορίτσι. Παρατηρούσα ιδιαίτερα τον τρόπο που ντυνόταν, τα αθλητικά σορτσάκια μέχρι το γόνατο που ήταν διαφορετικά κάθε πρωινό, τις μπλούζες που άλλαζαν κι αυτές, τα μακριά μαύρα μαλλιά, χυτά, επιβλητικά. Ήταν το κορίτσι μου, κι ας μην το έχω γνωρίσει, κι ας μην έχω ανταλλάξει ούτε μια κουβέντα μαζί του. Άκουγα να μιλάει μια παράξενη γλώσσα που δεν τη γνώριζα. Μπορεί να ήταν πολωνικά, σλοβάκικα, ρουμάνικα. Μπορεί και βουλγάρικα. Όλο το νησί ανάσαινε στη μορφή αυτής της κοπέλας. Η ομορφιά του νησιού προσωποποιήθηκε σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Με απασχολούσε τώρα η πισίνα του ξενοδοχείου, η ραστώνη των λουομένων, τα παιχνίδια στο νερό, τα ζευγάρια που έβρισκαν μια υδάτινη φωλιά για τη σαρκική τους έλξη. Κυρίως με απασχολούσε η θέα της πισίνας σε αντιστοιχία με τη θέα του μοναστηριού, όπου μια απογευματινή ώρα είδα να εξέρχεται από την πύλη μια γυναίκα. Η απόσταση με βοηθούσε να πλάσω τη θηλυκότητά της με την πιο ελκυστική όψη. Ήταν πολύ διαφορετική αυτή η γυναίκα από τη δική μου μούσα, κι αυτό μου πρόσφερε ακόμα μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Έπλαθα αταίριαστες αναλογίες: η πισίνα και το μοναστήρι, το κορίτσι του ξενοδοχείου και η γυναίκα του μοναστηριού. Η τελευταία νύχτα της παραμονής μου στο νησί με παίδεψε, ζούσα ένα παραμύθι από όπου έπρεπε αναγκαστικά να φύγω. Κρατώ την αίσθηση ευφορίας. Δεν είχα γνωρίσει κανέναν και καμία, δεν είχα ουσιαστικά ανταλλάξει μια κουβέντα της προκοπής, δεν είχα ασπαστεί καμία γυναίκα, μόνο παρατηρούσα και φαντασιωνόμουν  ̶  και ήταν όλα μια μαγεία.




Απόσπασμα από τη νουβέλα «Αυτά που δεν πρέπει να ομολογήσεις»,

εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2020.