Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

Παύλος Παρασκευαΐδης, "Πινακοθήκη ψευδαισθήσεων"




Γάμος στην Καλαμαριά


Ένας κρότος έσκισε τη νύχτα στα δύο
διαλυμένη βάρκα στον Καρφά
ένα ζευγάρι ηλικιωμένων
μισοί σκελετοί μισοί άνθρωποι
θαρρείς δραπέτες απ’ τον Άδη

Από τη Συρία νομίζαμε
από την Κερασούντα μάς ήρθαν

Για το λιμάνι ρωτάνε, για το βαπόρι
να προλάβουν τον γάμο θέλουν
της τρισέγγονης στην Καλαμαριά
να χορέψουνε ομάλ γι’ ακόμη μια φορά





Ο προφήτης της Δεσκάτης

                                                      μνήμη Χρήστου Μπράβου


Μαύρο χωριό απάτητο
λευκό βαμμένο στου χιονιού
τοπίο σκακιέρα στην ομίχλη

Πατημασιές των ξωτικών
που ξεμυτίζουν απ’ το δάσος
κι αντάρτες νύχτα στις αυλές
πετρόκτιστων σπιτιών

Γδαρμένα χέρια ικετεύουν
για λίγο αλάτι και ψωμί
μεσ’ απ’ τα τρύπια τους παλτά
στάζουν οράματα
πισώπλατα μαχαιρωμένα





Από τη συλλογή «Πινακοθήκη ψευδαισθήσεων», εκδ. Ενύπνιο, 2020.

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020

Χρήστος Τουμανίδης, "Από το βάθος της αιτίας"




ΑΡΝΗΣΗ


Χείλια κλειστά. Μάτια κλειστά.
Το έξω και το μέσα,
δίχως πόρτα.

Μια κίτρινη γραμμή.
Η σιωπή σου.
Δε σ’ άντεχε η μέρα και το δέντρο.
Τα χρώματα μάταια σού μιλούσαν.

Στα τόσα καλέσματα, πώς να μην ήσουν απών;

Είχες τα χείλη στο χώμα,
τα μάτια στο κενό.
Κι έπαιρνες μες στο μεσημέρι,
                      το δρόμο που δε βγάζει πουθενά.


Αστάθμητα, 1978





ΕΝΑΤΕΝΙΣΗ


Ο έρωτας,
οι ανεξαργύρωτες σιωπές του,
κάποιο ξεχασμένο γράμμα.
Η πανσέληνος του Σαββάτου στην Ακρόπολη.
Και τ’ αγάλματα
                              δεν μπορεί−
θα βρουν ξανά τη σημασία τους.
Πέρ’ από τοίχους και λόγια
                              που σκοτώνουν.

Δεν μπορεί − λέω,
οι δρόμοι αυτοί θ’ αγαπηθούν από άλλα βήματα.


Απόπειρες, 1981





ΤΟ ΒΡΑΔΙΑΣΜΑ ΤΟΥ ΚΑΠΝΙΣΤΗ


Μέσα στην κάφτρα και τον καπνό που φωνάζει
είναι όλα τα τρένα των οχτώ.
Όλες οι απωθημένες σου σιωπές.
Είναι το βράδυ αυτό
                                      που στέκει
αμέτοχο δήθεν στον θάνατο.

Είναι τα δυο κιτρινισμένα δάχτυλά σου,
η στιγμή πριν και η στιγμή μετά τη στάχτη.


Η ώρα του λιμανιού, 1987





ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ VINCENT VAN GOGH

                                     Ι

Οι λεπτές αποχρώσεις του απείρου.
Ο ήλιος
               τα πινέλα
                                 το περίστροφο.
Μ’ ακολουθούν σαν μια πολύχρωμη σκιά,
τριάντα τόσα χρόνια.
Από τη Νάουσα στην Αρλ.
Από το Αιγάλεω στην Ωβέρ.
Από την εφηβεία στην πατρότητα
και από κει στ’ αστέρια.
Στ’ αστέρια που ζωγράφισες εσύ
μες στα σκοτάδια σου,
ω, εξαίσιε δάσκαλε της ερημίας!

Μ ακολουθούνε βήμα βήμα −
το Βορινάζ, τα κοράκια
οι απελπισμένες σου επιστολές,
κι εκείνο το Κίτρινο Σπίτι στην άκρη της νύχτας σου.
Στου ξυραφιού την κόψη.

Πώς να χωρέσουν όλα μες στο μπλε;
Πώς, τόσες και τόσες σκέψεις για την ομορφιά;
Συγκεχυμένα σχήματα, πυρπολημένες σημασίες.

Έβαλες το καπέλο σου μια Κυριακή
και πήρες το δρόμο τον πιο σύντομο,
αυτόν που παίρνουνε οι Φήμες.


                                     ΙΙ

Αφού όλα τα γεφύρια είχαν γκρεμιστεί,
αφού το χρέος σου απέναντι στα όνειρα,
το είχες επιτελέσει,
τι απέμενε;
Ο κερδισμένος θάνατος.
Ο θάνατος του χρόνου.
Ως ύστατο φως
από την κάνη άφησες να πεταχτεί· η ψυχή σου.

Έτσι απαλλάχθηκες −μια για πάντα−
απ’ τους πονοκεφάλους,
τα κρωξίματα.
τους άγονους έρωτες.
Θα ’ρθουν τα χρώματα;
Θα φτάσει εγκαίρως ο Τεό;
Θα. θα. θα.
«Θάνατος
σε όλες τις εκκρεμότητες του βίου», είπες
μ’ έναν πυροβολισμό.

Ω, άγιο ρήγμα του μυαλού!

Οι μέρες που ακολούθησαν έκτοτε,
είναι έτσι όπως τις χρωμάτισες εσύ Βικέντιε.
Έτσι όπως δεν μπόρεσε να τις χρωματίσει
… ο Θεός.

Είναι οι μέρες που έρχονται άξαφνα
απ’ της ψυχής τα ηλιοτρόπια βάθη.


Αντίστιξη των άστρων, 1997





         ~*~


Έγειρες, ήλιε.
Η πίκρα ανέτειλε
τα φεγγάρια της.



         ~*~


Κάποτε ήσουν
απέραντη θάλασσα.
Τώρα, μια στάλα.



         ~*~


Χωρίς μουσική,
μια λεμονιά χορεύει
μπρος στη θάλασσα.



         ~*~


Δέντρο του γκρεμού.
Στοίχημα κερδισμένο.
Τυχερό πουλί!



         ~*~


Αυτό το πουλί,
με σπασμένες φτερούγες,
για σένα πετά.


Κεριά θυέλλης (Με τον τρόπο του χαϊκού), 2005





Από την συγκεντρωτική έκδοση «Από το βάθος της αιτίας [Ποιήματα 1978-2005]», εκδ. Κουκκίδα, 2018.

Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

Μανόλης Αναγνωστάκης, "Η συνέχεια 3"




Η ΑΠΟΦΑΣΗ


Είστε υπέρ ή κατά;
Έστω απαντήστε μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι.
Το έχετε το πρόβλημα σκεφτεί
Πιστεύω ασφαλώς πως σας βασάνισε
Τα πάντα βασανίζουν στη ζωή
Παιδιά γυναίκες έντομα
Βλαβερά φυτά χαμένες ώρες
Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια
Μέτρια φιλμ. Κι αυτό σας βασάνισε ασφαλώς.
Μιλάτε υπεύθυνα λοιπόν. Έστω με ναι ή όχι.
Σ’ εσάς ανήκει η απόφαση.
Δε σας ζητούμε φυσικά να πάψετε
Τις ασχολίες σας να διακόψτε τη ζωή σας
Τις προσφιλείς εφημερίδες σας τις συζητήσεις
Στο κουρείο τις Κυριακές σας στα γήπεδα.
Μια λέξη μόνο. Εμπρός λοιπόν:
Είστε υπέρ ή κατά;
Σκεφθείτε το καλά. Θα περιμένω.





ΣΤ’ ΑΣΤΕΙΑ ΠΑΙΖΑΜΕ…


Στ’ αστεία παίζαμε!

Δε χάσαμε μόνο τον τιποτένιο μισθό μας
Μέσα στη μέθη του παιχνιδιού σάς δώσαμε και τις
        γυναίκες μας
Τα πιο ακριβά ενθύμια που μέσα στην κάσα κρύβαμε
Στο τέλος το ίδιο το σπίτι μας με όλα τα υπάρχοντα.
Νύχτες ατέλειωτες παίζαμε, μακριά απ’ το φως
        της ημέρας
Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τα φύλλα του
        ημεροδείχτη
Δε βγάλαμε ποτέ καλό χαρτί, χάναμε χάναμε ολοένα
Πώς θα φύγουμε τώρα; πού θα πάμε; ποιος θα
        μας δεχτεί;

Δώστε μας πίσω τα χρόνια μας δώστε μας πίσω
        τα χαρτιά μας
Κλέφτες!
Στα ψέματα παίζαμε!





ΕΣΥ ΜΟΝΟ ΤΟ ΞΕΡΕΙΣ…

                                                                        Η.


Εσύ μόνο το ξέρεις
Πώς χάνεσαι τώρα πώς βουλιάζεις
Μέσα στα ωραία χρόνια στ’ άσπρα πουκάμισα
Στ’ άσπρα χαμόγελα στ’ άσπρα καινούρια βιβλία

Εσύ μόνο το ξέρεις πώς βουλιάζεις
Μες στα καινούρια ρούχα στους φρέσκους δρόμους
Στα χειροκροτήματα όταν περνάς
Στους ευγενείς ψιθύρους που πληθαίνουν μπρος σου.

(«Πλήθος ενέδρες της ζωής παραμονεύαν την πτώση σου»).

Ενέδρες από χειροκροτήματα σαν κούφιες ριπές.





ΑΦΙΕΡΩΣΗ


Για τους ερωτευμένους που παντρεύτηκαν
Για το σπίτι που χτίστηκε
Για τα παιδάκια που μεγάλωσαν
Για τα πλοία που άραξαν
Για τη μάχη που κερδήθηκε
Για τον άσωτο που επέστρεψε

Για όλα όσα τέλειωσαν χωρίς ελπίδα πια.





Από τη συλλογή «Η συνέχεια 3».
Πηγή: «Μανόλης Αναγνωστάκης - Τα ποιήματα [1941-1971]»,
εκδ. Νεφέλη, δ΄ έκδοση, 2000.

Στην εικόνα: Ο Μανόλης Αναγνωστάκης το 1952.
Πηγή για την εικόνα: http://www.greek-language.gr/ || Η Λέξη τχ. 11 (1/1982).

Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

Ξανθίππη Ζαχοπούλου, "Βαθύς ουρανός, βυθός θάλασσας"




                   ΑΚΑΡΙΑΙΑ


Οι άκρες των ποδιών σου φτάνουν έναν επίγειο παράδεισο
σμιλεμένο απ’ τις τέσσερις εποχές

                               *

Δακρύζουν οι ώρες
αν δεν τους φορέσεις το γιορτινό τους ένδυμα

                               *

Το μικρό σου τρισδιάστατο όνειρο
μεταλλάσσει την επιφάνεια της μέρας

                                *

Οι νύχτες κάποτε ξεχνούν
ότι ο έρωτάς τους είναι το σκοτάδι

                               *

Στα γλιστερά μάγουλα της μέρας
κατρακυλούν οι ώρες

                                *

Σισύφεια εκδοχή τού μάταιου
δίχως τον Σίσυφο

                                *

Τα θρύψαλα των αστεριών
τρυπούν το σκοτάδι μου

                                *

Ο ουρανός μιλά
με αλφαβήτα ακατάληπτη

                                *

Γι’ αυτούς που έρπουν
με τις σαλαμάνδρες

                                *

Στο σώμα της μέρας
μια φτερούγα σκοταδιού

                                *

Λάβωμα από ώρες
καλπάζουσες

                                *

Γονυπετής ο χρόνος
βυζαίνει το αίμα μας

                                *

Η άλλη εκδοχή της φθοράς
μέχρι να μεταγγιστούμε αιώνιο

                                *

Σαλεύουν τα φύλλα μας
μέχρι να δαμάσουμε τους ανέμους

                                *

Η σκληρή όψη των πραγμάτων
είναι αυτή που δεν συγχωρούμε


[Από την ενότητα Βαθύς ουρανός, βυθός θάλασσας]





                   ΕΡΩΤΙΚΟΝ


Με την ταχύτητα του έρωτα
πετάω στους κόσμους σου
στο κορμί κουκουβάγιας

Μιλάω στα λόγια σου
σαν να ’ταν από πριν
οι σκέψεις σου μέσα μου

Μεθάει το κύμα σου
γουλιές από αρμύρα
τρελαίνει τις θάλασσές μου

Η βροχή μου βαθαίνει
το χώμα που ασάλευτο
περίμενε το βάθος της

Κοχύλια βεντάλιες
κοχύλια σπείρες
γυρίζουν τους ανέμους σου

Η θάλασσα απλώνει
πάνω στο δέρμα της
τ’ ουρανού το καθρέφτισμα

Μιλάω με κύματα
μήπως χωρέσουν
οι θάλασσές μου μέσα σου

Τα χείλη σου ζήτησα
να βάψω τα χείλη μου
με βάμμα φιλιού

Στους κύκλους σου γύρισα
τον παρθένο μου έρωτα
κι έπεσα στο κέντρο τους

Με δάκρυα εξατμίστηκαν
οι πόνοι που υπέφερα
γιατί ήταν πόνοι σου

Ανοίγω τις θάλασσες
και πέφτουν τα ψάρια μου
στη γη σου που βάθυνε

Μιλάω με βροχές
μήπως κι ανθίσει
η γη σου που δίψασε

Στην παλάμη σου έσπειρα
με αστέρια τα όνειρα
και κάρπισε το κορμί σου





                   ΕΡΩΤΙΔΕΙΣ ΑΙΟΛΟΙ


Όταν έπεφτα στη σχισμή σου
γινόμουν κέρμα να διασκεδάσεις τις μέρες σου
Όταν φυσούσες το χνούδι μου
γινόσουν αύρα που ξάπλωνε στο δέρμα μου

Μέσα στο γαλανό πουκάμισο
μια θάλασσα βαθιά
Μέσα στο άσπρο παντελόνι
ένα βροχερό σύννεφο

Έλυσες τη ζώνη των ασκών
κι ελευθερώθηκαν

                     Ε
                          Ρ                       Α
                   Ω                       Ι
             Τ                                 Ο
                  Ι                       Λ
           Δ                                 Ο
    Ε                                 Ι
         Ι
Σ


[Από την ενότητα Πτέρωτας]





                   ΣΥΛΛΑΒΕΣ ΑΠΟΚΟΣΜΕΣ


Ο άνεμος θα διαλύσει τη σιωπή
και τότε θα προφέρεις τον κόσμο
με συλλαβές απόκοσμες

Σε κρυστάλλινο φιλί
θα ζωντανέψει το είδωλό σου
μέσα από έρωτα

Με κόκκους αστεριών
θα φυσήξεις τη μέρα
σε αμμουδιά καλοκαιριού

Με άμμο και δάκρυ
θα πλάσεις τη μέρα
σε ανύποπτα σκοτάδια

Με φίλημα ανέμου
θα σαρώσουν αγάπες
που ήταν μόνο ερημιές


[Από την ενότητα Μικρή κατεργάρα άνοιξη]





Από τη συλλογή «Βαθύς ουρανός, βυθός θάλασσας», εκδ. Το Ροδακιό, 2020.

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2020

Κατερίνα Ατσόγλου, "Συμβολισμοί"




                      Ο ΕΡΩΤΑΣ


Ο έρωτας δεν ρωτά.
Δεν ζητά τον λόγο ευγενικά.
Δεν αναγνωρίζει απαγορευτικά.
Δεν υπολογίζει λογικές.
Ζει κάτω από χόρτα ξερά
έτοιμα να προκαλέσουν πυρκαγιά
μέρα μεσημέρι στο τελείωμα του Αυγούστου.

Ο έρωτας έρχεται…
Σκαρφαλώνει στα πόδια σου
τρυπά το στέρνο σου και μπαίνει μέσα σου
κατακτά τα φρούρια
σπάει τις πανοπλίες.
Σε γυμνώνει.
Σε αποτελειώνει.
Σε συνθλίβει.
Σε αφήνει μόνο.





                          ΠΛΑΝΗ


είμαι μια ξεχαρβαλωμένη σημαία
στην άκρη μιας προβλήτας
χωρίς χρώμα και πατρίδα
είμαι μια ξεχασμένη περηφάνια
που αφήνει τον άνεμο
να κάνει ρεσάλτο

αδίκως περιμένω τα χέρια σου
να μαζέψουν τα κουρέλια μου

                                 ~*~

εκείνος έδειχνε την έξοδο
και εγώ κοίταγα τα λατρεμένα χέρια του
τα μαγικά του δάχτυλα
τις φλέβες
που έμοιαζαν ρυάκια
σε μαραμένη γη

                                 ~*~

η απόσταση και η σιωπή
μας κρατάνε αγαπημένους
έγιναν οι λέξεις επικίνδυνες
ματώνουν σαν καρφιά





                 ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ


Λιώνω
με βλέπω να λιώνω
λιώνουν τα μαλλιά μου και κυλούν
λιώνουν τα μάτια μου
και η φωνή μου
και το σώμα μου ρέει
και η ψυχή μου
ακόμη
και όλα αυτά γιατί έχεις τρεις ώρες να μου μιλήσεις





               ΓΥΝΑΙΚΑ


Γυναίκα που ποθεί
ντυμένη στα κόκκινα
περπατά στο δάσος
πατά κλαριά σπασμένα
όχι από λάθος
μα για να ακουστεί.
Θήραμα προς αναζήτηση
παραδομένη στον οίστρο της.





                  ΕΝΑ ΜΑΤΣΑΚΙ ΑΡΩΜΑ


Αν μπορούσα να νικήσω τον χρόνο
θα το έκανα σήμερα για να σου φέρω ζεστό καφέ
και να σου πω από κοντά μια καλημέρα
ύστερα θα περπατούσα στην πόλη σου
στους δρόμους σου
θα άγγιζα τις εικόνες των ματιών σου
και θα ’κλεβα από μια γλάστρα
ένα ματσάκι άρωμα
για να θυμάμαι στην επιστροφή.
Αν μπορούσα να νικήσω τον χρόνο
θα ’μουν τώρα μια ανάσα από τα χείλη σου.





Από τη συλλογή «Συμβολισμοί», εκδ. Βακχικόν, 2020.

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020

Τόλης Νικηφόρου, "Η λέσχη της κόκκινης ή γαλάζιας αλεπούς"




Εμένα δεν μου αρέσουν τα ποιήματα!


τα δάκρυά σου τρέχουν στις φλέβες μου
δεν είσαι μόνος


Ο Γιάννης παλεύει κάθε μέρα με τον θάνατο. Κυριολεκτικά. Παλεύει με την αγωνία, με τον πόνο και το μαρτύριο. Όπλα του η γνώση και η πείρα, τα μέσα που διαθέτει η επιστήμη. Ίσως να νικάει οριστικά μερικές φορές, υποθέτω όμως ότι συνήθως οι όποιες νίκες του είναι προσωρινές, σημαίνουν μια ανακούφιση, μια μικρή ελπίδα, μια παράταση ζωής. Δεν είναι λίγο, καθόλου λίγο.
Δίνει τη μάχη όμως και με άλλα μέσα. Και εκεί νικάει ανεπιφύλακτα. Ο Γιάννης νοιάζεται για τον ασθενή του, συμμετέχει και συμπαρίσταται με την ψυχή του. Αυτό το ξέρω. Το ξέρω από τότε που μαρτύρησε και πέθανε η Κική μας. Η Κική που είχε μεγάλη δίψα για ζωή και ακόμη μεγαλύτερη προσφορά και άξιζε πραγματικά να ζήσει. Ο Γιάννης έκανε ό,τι μπορούσε για εκείνη και ακόμη περισσότερα. Και την κέρδισε όπως μας κερδίζει ένας άγγελος που εμφανίζεται ξαφνικά και παρήγορα στο πλευρό μας.
Πιστεύω ότι η υπέρτατη πράξη και προσφορά στη ζωή είναι η ανακούφιση του ανθρώπινου πόνου. Και αυτός ο αφανής ήρωας της καθημερινής ζωής με κάνει να αισθάνομαι μικρή και ασήμαντη τη λογοτεχνική μου παρουσία εδώ και πενήντα τόσα χρόνια. Και όχι μόνο αυτό. Με κάνει να τον εκτιμώ και να τον θαυμάζω όπως τους ήρωες των παιδικών μας χρόνων.
Όταν λοιπόν ήρθε μια μέρα στο σπίτι μας με τη γυναίκα του, γιατρό κι εκείνη, και έφτασε κάποτε η κουβέντα σε θέματα λογοτεχνικά, τον άκουσα ξαφνικά να δηλώνει: «Εμένα δεν μου αρέσει η ποίηση»!
Ήταν μια μικρή βόμβα αλλά με την πείρα μου μιας ολόκληρης ζωής στη λογοτεχνία, δεν μπορώ να πω ότι με εξέπληξε ιδιαίτερα.
Δικαίωμά σου, του είπα, χάνεις όμως κάτι σημαντικό.
Μπορεί, απάντησε, εμένα όμως δεν μου αρέσει η ποίηση.
Το δέχτηκα φυσικά. Κανένα επιχείρημα δεν μπορεί να αλλάξει τις ιδιαίτερες προτιμήσεις κάθε ανθρώπου, ιδίως πάνω σε θέματα της τέχνης.
Ίσως και να είχε δίκαιο ο Γιάννης, σκέφτηκα μετά. Τι μπορεί να σημαίνει η ποίηση και η κάθε μορφή τέχνης μπροστά στο μαρτύριο του ανθρώπου που υποφέρει και την προοπτική του θανάτου; Μου ήρθε και πάλι στον νου και ο αφορισμός του Αντόρνο, ότι «δεν μπορεί να γράφεται ποίηση μετά το Άουσβιτς».
Ένα-δυο χρόνια μετά, έτυχε να ξαναμιλήσω με τον Γιάννη. Για να με αιφνιδιάσει ξανά, πιο ευχάριστα αυτή τη φορά.
Τι ανοησία είχα πει τότε ! Συγγνώμη.
Ε, καλά, του απάντησα, δεν χάλασε ο κόσμος. Μια κουβέντα είπες που στο κάτω-κάτω είχες κάθε δικαίωμα.
Όχι, όχι, επέμεινε. Πώς είπα εγώ κάτι τέτοιο!
Δεν τον ρώτησα ποτέ πώς είχε γίνει κι άλλαξε γνώμη. Ίσως να τον είχε επηρεάσει ο γιος του που γνώριζε την ποίησή μου από το γυμνάσιο, ίσως πάλι να είχε ρίξει μια ματιά στα βιβλία που είχα χαρίσει στον μικρό. Προφανώς του είχε δοθεί η ευκαιρία, όπως και σε άλλους σε ώριμη ηλικία, να γνωρίσει την ποίηση και, με την πηγαία εντιμότητά του, να αναγνωρίσει το λάθος του. Εμένα όμως δεν θα με πείραζε, δεν θα με πείραζε καθόλου κι αν είχε επιμείνει στην άποψή του. Θα συνέχιζα να αποκαλύπτομαι μπροστά στον γιατρό και τον άνθρωπο, ισόβιος οφειλέτης του.





Από τη συλλογή διηγημάτων «Η λέσχη της κόκκινης ή γαλάζιας αλεπούς»,
εκδ. Μανδραγόρας, 2020.