Τετάρτη 30 Μαρτίου 2022

Τόλης Νικηφόρου, "κασταλία πηγή"





Κασταλία πηγή


γαλάζιο σύννεφο
μικρό πουλί
δώρο της τύχης και της άνοιξης
σαν Ινδιάνος ονομάζω το παιδί μου

ζεστή φωτιά
αρκούδας γούνα απαλή
ανθισμένο καλύβι σ’ έναν κόσμο ερημιάς
σαν Εσκιμώος ονομάζω το παιδί μου

πρωινή δροσιά του χόρτου
φτερουγίζει στο μέτωπό του
η ανάσα του σαν κόκκινο μπαλόνι
υψώνει επίκληση στον ουρανό
με δέος η απεραντοσύνη
αγγίζει τα δυο του χρόνια

κι εγώ ισοβίτης από τοίχο σε τοίχο
τα βήματά μου που μετρούσα
λούζομαι τώρα στις μυστικές του λέξεις
με τα νύχια στην πέτρα ζωγραφίζω το φως


                                                                 (1986)





λάλον ύδωρ


τώρα που η πηγή έχει στερέψει μέσα μου
στο πιο βαθύ κουρνιάζω μέρος της σπηλιάς μου
και μελετώ τον ύπνο σου
μετράω πολλές φορές τα δάχτυλά σου
τις φανερές και τις κρυφές ελιές στο σώμα σου
εισπνέω το χνώτο σου
αποκρυπτογραφώ τα μυστικά που διαγράφουν
οι ανεπαίσθητες κινήσεις των χειλιών σου

είσαι τόσο μικρός
όσο ο πιο μεγάλος σοφός του κόσμου

γνωρίζω πάλι πώς και γιατί
φύλλο το φύλλο απόρθητη
στην έρημο η όαση θα φυτρώσει


                                                                 (1991)





όταν πεθαίνει ένα παιδί, 1


αβιταμίνωση
είναι όρος των στατιστικών δελτίων
η πείνα εξωραϊσμένη
αποπροσωποποιημένη
όπως θα τόνιζε και κάποιος διανοητής
λέξη χωρίς εικόνα

ένα παιδί είναι μονάκριβο
ένα παιδί πεθαίνει κάθε δευτερόλεπτο
με την κοιλιά πρησμένη
μάτια που δεν χωράνε πια στις κόγχες τους
σε χώρες που ονομάζονται εξωτικές
πεθαίνει στο κατώφλι του σπιτιού μου

όταν πεθαίνει ένα παιδί
πέφτει βαθύτατο σκοτάδι το ξημέρωμα
βρέχει μεγάλα δάκρυα λαμπερά
πέτρινα γίνονται τα φύλλα και τα δέντρα

όταν πεθαίνει ένα παιδί
ταράζεται ο ύπνος των αρχαίων νεκρών
κι από τη γη αναδύονται τα πρόσωπά τους
ενώ σαν χάλκινο πουλί
ο άνεμος τοξεύεται στο χώμα

όταν πεθαίνει ένα παιδί
οι λέξεις κι οι φωνές συντρίβονται
τριγύρω ο κόσμος καταρρέει


                                                                 (1997)





μοναχικό παιδί κάτω απ’ το δέντρο


ένας πολύχρωμος χαρταετός που υψώνεται
κι αστράφτει μαγικά πάνω απ’ τα κάστρα
με ήχους φυσαρμόνικας, με μακρινές φωνές
σχεδόν που αγγίζει κάποτε τον ουρανό
κι ύστερα χάνεται αργά μες στην ομίχλη
ύστερα στροβιλίζεται και πέφτει
πέφτει, σκαλώνει, σκίζεται
χάνει τα χρώματα και χάνει τα στολίδια του
πάνω στα αιχμηρά κλαδιά του χρόνου

αυτό είναι η μνήμη

ένα μοναχικό παιδί κάτω απ’ το δέντρο
βουβό και δακρυσμένο να κοιτάζει


                                                                 (2010)





να είναι όνειρο η ζωή


να είναι άνοιξη στα δεκαοχτώ μας χρόνια
ζουζούνια και πουλιά να φτερουγίζουν
τριγύρω στ’ ανθισμένα δέντρα
και να τελειώνουν τα μαθήματα
να ’μαστε σύντομα ελεύθεροι επιτέλους
και να μιλάμε, να γελάμε
και να μας περιμένει
μεθυστικά ατέλειωτο ένα καλοκαίρι
ένα γλυκό κορίτσι να μας γνέφει
πιο κάτω στη στροφή του δρόμου

να είναι όνειρο η ζωή
μέσα σε διάφανη ομίχλη


                                                                 (2018)





στη μαγεμένη ομίχλη


ξέφυγα απόψε στο επικίνδυνο
βυθίστηκα στη μαγεμένη ομίχλη
από τα χρόνια εκείνα

γύρισα στο παλιό σχολείο μου
συνάντησα συμμαθητές και φίλους
περπάτησα άνοιξη στα δρομάκια
κι έπαιξα μπάλα στα γήπεδα
μπήκα στις τάξεις κάθισα στα θρανία
είδα στον πίνακα ίχνη από τότε
έκανα αταξίες και τρέλες
ανάσανα το εξαίσιο άρωμα
του πρώτου μου έρωτα
για λίγο ζωντανά αναδύθηκαν
όσα έχουν χαθεί για πάντα

ένας έφηβος έκλαψε απόψε μέσα μου
και μ’ έκανε κομμάτια


                                                                 (2020)





Από το βιβλίο «κασταλία πηγή»
[44 ποιήματα για το παιδί και την αθωότητα (1979 - 2021)], εκδ. Μανδραγόρας, 2022.

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2022

Θοδωρής Σαρηγκιόλης, "Ερωτηματικά χαϊκού"





Χλόη χαμηλή
Ποιο άγαλμα σκεπάζεις
Με τη δροσιά σου;


*


Πόσον ουρανό
Αγριοπερίστερο
Πίνεις σαν πετάς;


*


Άραγε γιατί
Ένας μύθος σκοτεινός
Βγάζει τόσο φως;


*


Τι τρώει το φως;
Πόσες νύχτες πληρώνει
Ν’ αναγεννηθεί;


*


Σε τι σοκάκια
Έθαψες τις κατάρες
Να γίνουν ευχές;



Θοδωρής Σαρηγκιόλης



Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: Evelyn de Morgan, «Flora» (1894).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2022

Οδυσσέας Ελύτης, "Το Φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά"




ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ


Πρέπει να ’ταν των Βαΐων τ’ ουρανού     επειδή και τα πουλιά κατέβαιναν μ’ ένα κλαδάκι πράσινο στο ράμφος     και στον ύπνο μου

Ένα κορίτσι δίχως λόγο είχε σταθεί     κι άφηνε το μπλουζάκι του ξεκούμπωτο

Γυαλί στο φως     και μέσα του πλακάκια της κουζίνας όσο το μάτι μου έπαιρνε     ανεμίζοντας τούλια μια κορμοστασιά     διπλή απ’ το σπίτι σε ύψος με τα δάχτυλα στο πόμολο το αόρατο

Νταγκ λάμψη αέρας     νταγκ λάμψη αέρας     ασταμάτητα     Όπως ύστερα που κάποιος άγιασε και τα καινούρια φαίνονται κι εκείνα σαν παλαιά

Και τα παιδιά που γύριζαν από το πετροκάραβο με τα χταπόδια     κι οι γυναίκες απ’ το ελαιοτριβείο     κι η φωνή του γαϊδάρου ξημερώματα πάνω από τα μποστάνια     πόσα χρόνια     πόσους αιώνες

«Αναντάμ μπαμπαντάμ» έλεγε η μάνα μου     και το χέρι της το αρθριτικό σταματούσε σαν φύλλο της μπεγκόνιας

Τέλος     Κι οι μνήμες παν κι αυτές πίσω απ’ τα πράγματα να τα προφτάσουν     Όπου τα παλαιά φαίνονται πάλι κι εκείνα σαν καινούρια

Θρυλική θα μείνει στους μεταγενέστερους η μέρα που κανείς δεν είπε να βαρυγκομήσει     αλλ’ οργιές ανοιχτά στα φυλλώματα φέγγανε     στιλπνά λεμόνια ηλιίσκοι των αιθέρων.





Η ΚΟΡΗ ΠΟΥ ’ΦΕΡΝΕ Ο ΒΟΡΙΑΣ


Σε μεγάλη απόσταση μέσα στην ευωδιά του δυόσμου αναλογίστηκα που πάω     κι είπα     για να μη μ’ έχει του χεριού της η ερημιά     να βρω εκκλησάκι να ’χω να μιλήσω.

Η βοή απ’ το πέλαγος μου ’τρωγε σαν την αίγα μαύρο σωθικό     και μου άφηνε άνοιγμα ολοένα πιο καλεστικό στις Ευτυχίες     Όμως τίποτα κανείς

Μόνο πύρωνε τριγύρω της αγριελιάς η μαντοσύνη

Κι όλη    στο μάκρος της αφρόσκονης     έως ψηλά πάνω από το κεφάλι μου η πλαγιά     χρησμολογούσε και σισύριζε     με τρεμίσματα μωβ μυριάδες και χερουβικά εντομάκια     Ναι ναι συμφωνούσα     οι θάλασσες αυτές θα εκδικηθούνε     Μια μέρα οι θάλασσες αυτές θα εκδικηθούνε

Όπου     απάνου κει     από τον ερειπιώνα της αποσπασμένη     φάνηκε     να κερδίζει σε ύψος     κι όμορφη που δε γίνεται άλλο     μ’ όλα τα χούγια των πουλιών στο σείσιμό της     η κόρη που ’φερνε ο Βοριάς κι εγώ περίμενα

Κάθε οργιά πιο μπρος     με το που απίθωνε στηθάκι να του αντισταθεί ο αέρας     κι από μια τρομοκρατημένη μέσα μου χαρά που ανέβαινε ώς το βλέφαρο να πεταρίσει

Άι θυμοί κι άι τρέλες της πατρίδας!

Σπούσαν πίσω της αφάνες φως κι άφηναν μες στον ουρανό     κάτι σαν άπιαστα του Παραδείσου σήματα

Πρόκανα μια στιγμή να δω     μεγαλωμένη τη διχάλα των ποδιών     κι όλο το μέσα μέρος     με το λίγο ακόμη σάλιο της θαλάσσης     Ύστερα μου ’ρθε η μυρωδιά της     όλο φρέσκο ψωμί κι άγρια βουνίσια γιάμπολη

Έσπρωξα τη μικρή ξύλινη πόρτα και άναψα κερί     Που μια ιδέα μου είχε γίνει αθάνατη.





ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ


Έφερνα γύρους μες στον ουρανό και φώναζα

Με κίνδυνο ν’ αγγίξω μια ευτυχία

Σήκωσα πέτρα και σημάδεψα μακριά

Μιλημένη από τον ήλιο η Μοίρα

Έκανε πως δεν έβλεπε

Και το πουλί του κοριτσιού πήρ’ ένα ψίχουλο θαλάσσης
        και αναλήφτη.





ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΔΕ ΓΙΝΕΤΑΙ


Να ’χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ’ το παράθυρο έξω!     Να τσακίσω εκείνο που δε γίνεται!     Κορίτσι που από το γυμνό σου στήθος     σαν από σχεδία κάποτε μ’ έσωσε ο Θεός

Και ψηλά πάνω απ’ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγε     μην κι από δική μου
 
Ακριτομύθια φανερωθείς     και οι Τύχες σε βάλουν στο σημάδι     Όπως κι έγινε     Γιατί τέτοια θέλει κι αγαπά η ζωή που εμείς άλλου πιστεύουμε πως είναι

Κι από τ’ άλλο μέρος της αγάπης     από τ’ άλλο μέρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου     αβάσταχτα περισφιγμένο     κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρκός     σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανάψει και ξυπνήσουμε

Ίσια     ναι     πάει ο χρόνος     αλλ’ ο έρωτας κάθετα     και ή κόβονται στα δύο     ή που δεν απαντήθηκαν ποτέ     Αλλ’ αυτό που μένει σαν

Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια     και η αράχνη     κι έξω στο κατώφλι

Ο λύκος με το στρογγυλό το μάτι που ολολύζει     πιθανά φαίνονται όλα     και προπάντων τα βουνά της Κρήτης που μικρός τα ’χα στο χιόνι και τα ξαναβρήκα δροσερά     μα τι σημαίνει

Που κι ελεύθερος να μείνεις που και νικητής     πάλι ο ήλιος γέρνει κι είναι ολόγυρα σου

Σιγαλιά γεμάτη ακτές καταστραμμένες     όπου ακόμη κατεβαίνουνε τα σύννεφα να φάνε χόρτο     λίγο πριν για πάντα σκοτεινιάσει

Σαν να πήραν τέλος οι άνθρωποι     και να μην έχει μείνει άλλο τίποτα καίριο να ειπωθεί.





ΔΩΡΟ ΑΣΗΜΕΝΙΟ ΠΟΙΗΜΑ


Ξέρω πως είναι τίποτε όλ’ αυτά     και πως η γλώσσα που μιλώ δεν έχει αλφάβητο

Αφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλλαβική που την αποκρυπτογραφείς μονάχα στους καιρούς της λύπης και της εξορίας

Κι η πατρίδα     μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις διαδοχικές φράγκικες ή σλαβικές     που αν τύχει και βαλθείς για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή     και δίνεις λόγο

Σ’ ένα πλήθος Εξουσίες ξένες     μέσω της δικής σου πάντοτε

Όπως γίνεται για τις συμφορές

Όμως     ας φανταστούμε σ’ ένα παλαιών καιρών αλώνι που μπορεί να ναι και σε πολυκατοικία     ότι παίζουνε παιδιά     και ότι αυτός που χάνει

Πρέπει σύμφωνα με τους κανονισμούς     να πει στους άλλους και να δώσει μιαν αλήθεια

Οπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι τους ένα μικρό

Δώρο ασημένιο ποίημα.





Από τη συλλογή «Το Φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά» (1971).
Πηγή: «Οδυσσέας Ελύτης - Ποίηση», εκδ. Ίκαρος, 2002.

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2022

Παντελεήμων Χαμπίδης, "Γνωστικά Κεφάλαια"





Νερό στο αυλάκι


Ο υετός ραβδώνει το χώμα στον κήπο της
καρδιάς, βαθαίνει το πιο γλυκό ροδόνερο, να
ποτιστείς.
Έτσι φαντάζει το ιδανικό·
φλοισβίζει στους βράχους της άρνησης, της
μάχης, της μοναξιάς.
Ρέει στην αλέα της καθημερινότητας.
Κάθεται σε αγκαλιαστές φούχτες, για να
απλωθεί σε απελπισμένες ρίζες,
ρίζες απελπισμένες από την ξεραΐλα της
απιστίας.
Και τότες εκείνες παίρνουν το χρώμα του
ουρανού.





Nenia noctis (Το νανούρισμα της νύχτας)


Το χώμα στην αρχαία γη, όταν ο ήλιος πέφτει
σε φίλους καταπατητές στο αυτί τους ψιθυρίζει.
Κάποτε απάρθενο, πια τα λογικά τους κλέβει
με θρύλους ανιστόρητους την ησυχία λυγίζει.

Μουγκρίζουν τα ξερόκλαδα στο πέρασμα του αγέρα
και λύκοι απ’ τις κορφές ακράτητα ουρλιάζουν
σε αλαργινές μορφές από τα δέντρα πέρα
που με το σεληνόφωτο την όψη τους αλλάζουν.

Στοιχειά, νεκροί και τέρατα στο κάλεσμα της όφνης
τα μαύρα αγρίμια της νυκτός περνούν και συνοδεύουν
να πάψουν κάθε ερχομό της ανελέητης νιότης
τη θράψη της ακοίμητοι αχόρταγα γυρεύουν.

Σκιάδες γέρνουν σιωπηλά μπροστά σε κάθε ξένο
μικρό, μεγάλο, άρχοντα, φτωχό, άντρα, γυναίκα,
στις βλάσφημες τις ερημιές με τη ψυχή χαμένο.
Εξαπατούν καρτερικά με θανάτους δέκα.


Μικρό μη κλαις, μα πρόσεχε τα μαυρισμένα δάση
ή τις ξερές κι ολόχρυσες ασφοδιλένιες στέπες.
Η μέρα πάλι μίκρυνε και θέλει να χλομιάσει.
Η νύχτα αδέκαστη έρχεται και τιμωρεί τους ψεύτες.





Από τη συλλογή «Γνωστικά Κεφάλαια», εκδ. Έμβρυο, 2021. 

Τρίτη 1 Μαρτίου 2022

Κώστας Θ. Ριζάκης, "η εδώ διαγράμμιση, δέον διπλή"




Η ΕΔΩ ΔΙΑΓΡΑΜΜΙΣΗ, ΔΕΟΝ ΔΙΠΛΗ
[δύο ανέκδοτα του Κώστα Θ. Ριζάκη]
 


θυσία αυταπόδεικτος


‒ είναι ανελέητη λοιπόν η ομορφιά
γι’ αυτό προσωποκράτηση μην πεις
πώς κι έχει ο βίος σύμπας; κοίτα
καλύτερ’ άρτιον το σμίλευμα λαιμού
τα ωραία της μαλλιά σαν πεταχτές αχτίνες
τα χείλη βυσσινιά το βλέμμα βαθυπράσινο
τη μεταξύ τους σύνθεση ουράνια τραμπάλα
που να ζαλίζει τις ζαριές λωλής μιας πρώην τύχης
που να φιλάς σ’ εσπερινόν αλλήθωρους αγίους

το σώμα κοίταξεν ορθό πουλί στις αντοχές του
τα πόδια της λατρεύοντας δυο πλάνα δυνατά
μεγεθυμένα όπως σκαλιά βυζαντινού ναΐσκου
πόσο λευκά; τόσον λευκά που εδάκρυσαν στα μάτια

το πέπλο ρίξε στην φωτιά την όρασή σου κάψε
με λίγην φεγγαρόσκονη γιά τρίψε στις παλάμες

όσα στενάξαν ποιήματα σ’ αοιδού τυφλού το σθένος!






η ρυτίδα


συνηγορούσεν τώρα η προδοσία σου ασφαλώς
το κάθε φως σβηστόν κι αχνή μόνον η λάμψη
σ’ αμφίβολης φιλίας τον δεσμό τόσον θολόν που
θα ’λεγες ή μάλλον θα ’λεγα κι ακραία ειλικρινά
πως δεν μπορεί και η αθωότητα στο βλέμμα σου
ολάνοιχτη κάπου στο τέλος μας επέπρωτο να ζει

αλλά γραπώνεις τ’ άδικον ξεχνάς την προσβολή
κι ίσως-ίσως να ντρέπεσαι για ό,τι επροηγήθη
πόσα γιοφύρια χτίζαμε να φεύγει το κακόν
τι ξόρκια ξεδοντιάσαμε για έναν σάλτο ονείρου

σμιχτή στο φρύδι κορυφώνεται η νέα (ιδές) ρυτίδα
 
‒ βαθύ χαράκι η αγάπη μας σε πυρετού χαρτί!



                                                              Κώστας Θ. Ριζάκης




Ο ποιητής Κώστας Θ. Ριζάκης (Λαμία, 1960) έχει εκδώσει δέκα συλλογές, μία συγκεντρωτική (των εξ πρώτων ‒ γ΄ επαν. Κουκκίδα 2020). Διηύθυνε ή και συνδιηύθυνε εξ έως τώρα (σε οκτώ εν συνόλω περιόδους) λογοτεχνικά περιοδικά. Επίσης, επιμελήθηκε περί τα 170 βιβλία (ιδία ποιητικά), αρκετά αφιερώματα σε έντυπα άλλων, καθώς και τιμητικούς τόμους σε μορφές (Κ. Ε. Τσιρόπουλο, Γ. Πέγκλη, Μ. Μέσκο, Ο. Αλεξάκη, Σ. Σαράκη, Ζ. Σαμαρά, Β. Π. Καραγιάννη, Γ. Χ. Θεοχάρη, Δ. Αγγελή ‒ τα τελευταία δύο υπό έκδοσιν) τής λογοτεχνίας μας. Ενασχολείται δε και συνεχίζει, με τη σύγχρονη γυναικεία γραφή (Ζ. Δαράκη, Λ. Παππά, Μ. Καραγιάννη, Κ. Κούσουλα, Χ. Κουτσουμπέλη, Έ. Λάγκε, Έ. Κορνέτη, Ν. Κεσμέτη, Κ. Ρουκ, Μ. Κουγιουμτζή, Α. Μπακονίκα, Ά. Γρίβα, Δ. Δημητριάδου, Ν. Χαλκιαδάκη). Πρόσεξε πολύ όσους νεώτερους άξιους, ιδρύων σχετικήν (με την Μ. Ζαγκλαρά) σειρά. Τελευταία του συλλογή (με τον Γ. Δελιόπουλο) η, κατά ανεφίκτου γλυφές, 1‒ ΑΩ 2021. Έχουν γραφεί και εκδοθεί πολυάριθμα μελετήματα για το ποιητικό του έργο.




Πρώτη δημοσίευση

Φωτογραφία: Χριστίνα Καραντώνη.