Κυριακή 30 Ιουνίου 2019

Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, "Τα μεροκάματα ενός έρωτα"





ΚΑΛΗ ΒΔΟΜΑΔΑ
(Η Ιερή Ακολουθία της Δευτέρας)


Κάθε Δευτέρα που φοράς φρεσκοσιδερωμένα
μπλουζάκι, φόρμα, εσώρουχα, λευκά και μυρωμένα
και κάνει ανυπόφορη ζέστη στο εργοστάσιο
ιδρώνεις
και ιερουργώ στα μύρα του κορμιού σου:

μαγειρεμένο φαγητό, μαλακτικό και πούδρα,
πορτοκαλόφλουδα, λικέρ κεράσι, κρέμα ημέρας,
αφρόλουτρο και άρωμα λεβάντα απ το παζάρι.





ΤΟ ΣΧΟΛΑΣΜΑ


Κάθε μέρα
δεν βλέπω την ώρα να σχολάσουμε.
Τη στιγμή
που βγάζεις το λευκό σκουφάκι
τινάζεις το κεφάλι
κι εξαπολύεις δεξιά-αριστερά
τα πύρινα μαλλιά σου.

Είναι η ώρα που βλέπω
ένα στιγμιότυπο
από τους οργασμούς σου.





ΒΟΥΚΟΛΙΚΟ


Άνοιξη,
σκάνε χρώματα
ανθίζουν τα λουλούδια.
Έλα στην πίσω αυλή του εργοστασίου
στη ρεματιά
και πιο εκεί προς τα χωράφια
πώς ζευγαρώνουν να σου δείξω
οι χελώνες
οι λαγοί
οι νευρικοί κρεμμυδοφάγοι
το αχαλίνωτο πουλάρι κι η φοράδα
οι πελαργοί
ο καψωμένος φασιανός με την πουλάδα

και το δείλι που όλα αλλόκοτα φαντάζουν
ο μεθυσμένος Σειληνός με τη Μαινάδα.






ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ


Αν παραλληλίζαμε
τον θεσμό του γάμου με τον δημόσιο τομέα

ή, αποδεχόμενοι τον κοινωνικό αποκλεισμό
ευπαθών ομάδων εγκλωβισμένων σε δομές
κοπιώδους επανένταξής τους σε μιαν ομαλότητα,
συμφωνούσαμε εν μέρει ότι οι ποιητές
είναι στυγνοί εκμεταλλευτές του παραλόγου,

έχεις μήπως σκεφτεί να δοκιμάσεις
την ιδιωτική μου πρωτοβουλία;





ΘΕΩΡΙΕΣ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑΣ


Βαμμένη ήρθε σήμερα.
Πού να ’ταν χθες το βράδυ;
Πολύ αργεί να κατεβεί από το λογιστήριο.
Σαν τι να λεν γελώντας με τον επιστάτη;
Γιατί φοράει σήμερα τα εσώρουχα τα μαύρα;
Στις τουαλέτες τι να κάνει τόσην ώρα;
Με ποιον γελά στο κινητό κολακευμένη;
Σε ποιες ηδονικές στοές χάνεται ο λογισμός της;
Γιατί σαστίζει;
Πού κοιτά;
Γιατί σκουντάει την άλλη;
Και στο αυτί του νιόφερτου τι τάχα ψιθυρίζει;

Μωρό μου, η ζήλεια μου ’χει κάνει το κρανίο
σφηκοφωλιά σπιούνων και χαφιέδων καφενείο.





Από τη συλλογή «Τα μεροκάματα ενός έρωτα», Εκδόσεις Εντευκτηρίου, 2019.

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

Κωστής Μοσκώφ, "Σχόλια στον Ezra"





Η ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ


                                 «a gap in nature
                                 echo and light unto eternity…»
                                 Shakespeare, Antony and Cleopatra

                                                            στην Μάγδα Κοτζιά


Έτσι
που μέθυσες τα κύματα και τους ανέμους
παντού όπου πατάς
σκορπάς τον χαλασμό·
τι συγκυρίες ανατρέποντας, ιστορικούς συμβιβασμούς
μπερδεύοντας προτσές,
αναποδογυρίζοντας την Ανάγκη,
να ξενυχτάμε όλοι για Χάρη Σου,
πλάθοντας, απ’ τα όνειρά μας,
την καινούρια Ύλη,
τινάζοντας το Τώρα Είναι Μπρος,
− φτιάχνοντας από τον Παρατατικό τον Μελλούμενο,
από τα συντριμμένα μέλη μας τον Καθόλου…





~*~

Πας, χάθηκες, ξέχασα πώς σε λένε,
Εσένα που μπρος σου τρεις χιλιάδες χρόνια γονάτιζα
και μου ήσουν πιο ακριβή απ’ τις Νύμφες
πιο ακριβή από τους Σάτυρους
− Δέσποινα, Μάγδα, Ιοφορφάτη −
και είχα μαζί μου τον Αλέξη,
τον Φώτη, και κείνον τον Κοσμαρά, τον λοχαγό
τσόλια όλους
τσανάκια σου να μας μεταχειρίζεσαι…
Και ωστόσο
− ακούω ακόμα την καρδιά μας
για σένα να κτυπάει
− μυρίζω το άρωμά σου
ν’ ανεβαίνει ψηλά, καπνός απ’ τα καμένα φύλλα
του φθινόπωρου.





~*~

Τα δελφίνια πήραν από πίσω το φεγγάρι
τραγουδούν πάνω στις κορφές των καταρτιών
− αύριο
θα πάω να βρω την ματιά σου
εκεί που την άφησα
στο ακρογιάλι…

«Σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα»,
η όψη σου σαν της Εκάτης χλομή,
να γυρεύω ολονυκτίς τα χείλη σου
και συ τον γιασεμί Έρμη…

Έρχεται, έρχεται η Διώνη
με το τσιτάκι της ν’ ανεμίζει στον Βαρδάρη
έρχεται, έρχεται ο Άδωνις
με φουσκωμένο το μπλουτζίν
με ανοικτό το μπλε πουκαμισάκι…
Πηδά χαρούμενη, σκοινάκι, η ψυχή της Τσιμισκή…





~*~

                          Φαέθων· Γιαμάχα· λάμψεις του νίκελ


Έλαμπες τόσο
ώστε άφηνες τους άλλους σκοτεινούς·
θανάτω θάνατω πατήσας
γινόσουν Συ το φως,
και την ζωήν χαρισάμενος
−ποια ζωή;− να ’μαστε όλοι τσόλια Σου
δικά σου τσανάκια…
Όταν βγάζεις τα ρούχα Σου
στενάζει ο Βαρδάρης·
θα τσακίσω όλες τις ελιές, πεύκα και κυπαρίσσια
να φαίνεσαι ακέρια καθώς πλες μες στην γαλάζια
         θάλασσα…





~*~

                             στον Δημήτρη Κακουλίδη


Ο θείος Γιώργος ήτανε Σμυρνιός,
κουβαλούσε μες στο βλέμμα του
σταφίδες, αμύγδαλα και σύκα
− περπάτησε στον Σαγγάριο,
πολέμησε στο Βίτσι,
πίστευε ωστόσο πάντοτε
στην εκατόφυλλη άνοιξη…
Ό κύριος Τόμας −T.S.− από το Σαιν Λούη,
μας έφερνε αρχαία βιβλία και φυλακτά·
τις νύκτες με φεγγαρόφωτο
έψελνε τροπάρια στην Κυρά της Λήθης
μας μιλούσε συχνά, ακόμα,
για τούς τρεις παντελεήμονες πάνθηρες.
Ο γέρο Έζρα,
έχοντας ζήσει τρεις χιλιάδες χρόνια
παρέα με τον τραγοπόδαρο Πάνα
παγανός, μην πιστεύοντας τίποτα,
μας έφερνε καλό κρασί και την Σιωπή…





Από το βιβλίο «Κωστής Μοσκώφ - Ποιήματα», (Δεύτερη έκδοση με 24 καινούρια ποιήματα), εκδ. Καστανιώτη 1987.

Στην εικόνα: Georges Seurat, «Landscape at Saint-Ouen».
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2019

Παρασκευάς Καρασούλος, "Η στίξη των ημερών"





                                    Μνήμη Ι

                                    Μα πάνω απ’ όλα
                                    το δέρμα το απαλό
                                    γεύση κανέλας





                                    ~*~

                                    Κλειστά γράμματα
                                    τα όνειρά μου·
                                    ποτέ δεν τ’ άνοιξα





                                    ~*~

                                    Την αφάνισε.
                                    Τώρα πώς θ’ αποδείξει
                                    πως τη νίκησε;





                                    ~*~

                                    Εκλιπαρούσε
                                    να χαθούν μες στη βροχή
                                    τα δάκρυά του





                                    18-8-1936 (F.G.L.)

                                    Πώς βρήκε δρόμο
                                    ως εδώ ο θάνατος
                                    χωρίς φεγγάρι;





                                    ~*~

                                    Άνεμος θυμός
                                    ξερίζωσε δυο ζωές
                                    με μια του λέξη





                                    Καλοκαίρι

                                    Ξέμεινε φέτος
                                    ο χειμώνας μέσα μου
                                    και μ’ αρρωσταίνει





Από τη συλλογή «Η στίξη των ημερών - 45 χαϊκού», εκδ. Μικρή Άρκτος, 2000.

Πρόταση βιβλίου - επιμέλεια ανάρτησης: Ευτυχία Παναγούλα.

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

Λίνα Βαταντζή, "Μετουσίωση"




Μνήμη Νερού


Αιώνιος κύκλος, ασταμάτητη πορεία
Ζωογόνο νερό-
Σταγόνες στο πρόσωπο μου
Νιώθω…
Πολεμιστής πλύθηκε πριν τη μάχη
Τραυματίας καθάρισε πληγές
Μάνα έλουσε νεογέννητο
Νύφη ετοιμάστηκε για τη γιορτή
Προδότης ξέπλυνε χέρια
Οδοιπόρος δρόσισε μέτωπο
Μαθητές απόπλυναν τη σχολική χρονιά
Ένα μωρό βαπτίστηκε
Ένας αμαρτωλός εξαγνίστηκε.
Μνήμη του νερού τι απέμεινε για μένα;
Αναμνήσεις να σβήσω
Το αιώνιο νερό να φορτίσω
Με συναισθήματα
Έντονα, σφοδρά-
Τα δάκρυα νίβω με το αεικίνητο νερό
Δακρυσμένο νερό μην γίνεις μνήμη…





Οδυνηρή Συνειδητοποίηση


Ασημένια μαχαιριά
το φεγγάρι σήμερα
επώδυνη υπενθύμιση
θερισμένων ονείρων
στο έναστρο αλώνι
το οπτικό πεδίο
πλημμυρισμένο απουσία
μα ο πόθος παρών
στην οδυνηρή διάσταση
του αέναου πειρασμού
τι φεγγάρι
καθρεφτίζεται στη σκέψη
ταξίδια έρωτα
φλογισμένες στιγμές-
μικρή παρηγοριά
σε προσδοκίες ανεκπλήρωτες.
Με μάτωσε
το φεγγάρι απόψε-
μ’ άφησε μόνη
να δρέπω τους καρπούς
της απραξίας μου.





Το Δίλημμα


Εύηχη λέξη
το δίλημμα
Αντηχεί γλυκύτητα-
Ένας αβρός φόνος
ειλημμένη η απόφαση-
Η επιλογή είναι μέσα σου
Ένας καταπέλτης των ονείρων
περιμένει να αναδυθεί.
Παραποίηση της αλήθειας
η δεδομένη απάντηση.
Άτοπη λέξη
το δίλημμα.
Η ευτυχία της πειθούς-
Όταν ταπεινά αποδέχεσαι όσα έντεχνα
σου έχουν εμφυσήσει.





Η Δύναμη της Ποίησης


Πονά η ποίηση
Κάθε λέξη μαχαίρι-
Σκαλίζει μνήμες
Φανερώνει εμπειρίες
Αποτυπώνει όνειρα.
Πονά η ποίηση
Κραυγή αγάπης-
Τρυπά την ψυχή
Ελευθερώνει σκέψεις
Περιγράφει υποσχέσεις.
Λυτρώνει η ποίηση
Ελκύει ευχές
Κατανοεί συναισθήματα
Διαθλά στιγμές
Απλώνει φτερά.
Λυτρώνει η ποίηση
Εναρμονίζει
Αγαπά και καλεί
Ελευθερώνει και ενώνει
Κόσμους δημιουργεί.





Από τη συλλογή «Μετουσίωση», 2018.

Στην εικόνα: Gustave Caillebotte, «The Yerres, Effect of Rain», (1875).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Κυριακή 23 Ιουνίου 2019

Μανόλης Αναγνωστάκης, "Η Συνέχεια"




ΗΡΘΕΣ ΟΤΑΝ ΕΓΩ…


Ήρθες όταν εγώ δε σε περίμενα. Σαν κάθε νύχτα
Καίοντας την ανάμνηση πικρών θανάτων
Ανημποριά των γηρατειών, τρόμος της γέννησης,
Σε τρώγλες σκοτεινές, στην αγκύλη της ηδονής
Πέρα απ’ τους άδειους κάμπους των αποσπασμάτων
Ήρθες όταν εγώ δεν σε περίμενα. Α πώς θα ζούσες
Εσύ κι εγώ μια τέτοιαν εποχή
Σάπιο φορτίο στ’ αμπάρι ενός
Μεθυσμένου καραβιού που πέθαναν όλοι
Βουλιάζοντας με χίλιες τρύπες στα κορμιά μας
Μάτια θολά που χλεύασαν το φως
Στόματα αδέσποτα στη φλούδα της ζωής
Καίοντας την ανάμνηση − Νεκροί
Σε μια εποχή ανέκκλητου θανάτου
Ήρθες όταν εγώ δε σε περίμενα. Κι ούτε ένα νεύμα
Μια λέξη, όπως η σφαίρα στο στίγμα του λαιμού
Ούτε μι’ ανθρώπινη φωνή γιατί δεν είχε
Ακόμα γεννηθεί καμιά φωνή
Δεν είχε γεννηθεί τ’ άγριο ποτάμι
Που ρέει στις άκρες των δακτύλων και σωπαίνει.
Ανάμνηση ζωής − πότε ν’ αρχίζεις
Αδίστακτος και πράος να βγάζω λόγους
Να εκφωνώ στα κενοτάφια τους θρήνους
Φθαρμένους στων φθόγγων την πολυκαιρία
Και να κλειδώνεις τις μικρές μικρές χαρές
Όχι πατώντας στους νεκρούς σου πάνω στίχους
Γιατί αν είναι κόκαλα, έρωτες ή χαμόσπιτα
Με την κουβέρτα στην ξώπορτα χωρίζοντας τον
       κόσμο
Στα δυο, κρύβοντας το σπασμό και την απόγνωση
Κι έξω να ψάλλουν οι περαστικοί στο πείσμα των
       πιστών
Στο πείσμα του άρρωστου παιδιού και του χειμώνα
Α πώς θα ζούσες μια εποχή. Κι αυτός αδίσταχτος,
Ο χρόνος, θρυμματίζοντας τη σκέψη
Τα στέρεα σχέδια και τις βίαιες αποφάσεις
Τα αιωρούμενα γιατί, τα υγρά χαμόγελα
Ήρθες όταν εγώ δεν σε περίμενα. Μη με γελάσεις
Αυτά δεν είναι τα κατώφλια που έχω σκύψει
Αυτές οι κρύπτες που ριγούν τα τρωκτικά
Δεν έχουν τίποτε από τ’ άρωμα της λάσπης
Ούτε απ’ το χάδι των νεκρών στα όνειρα μας
Γιατί έχει μείνει κάτι −αν έχει μείνει−
Πέρα από θάνατο, φθορά, λόγια και πράξη.
Άφθαρτο μες στην τέφρα αυτή που καίω
Σαν κάθε νύχτα την ανάμνηση θανάτων
Πικρών και ανεξήγητων θανάτων
Γράφοντας ποιήματα χωρίς ήχους και λέξεις.





ΕΔΩ…


Εδώ
Κάτω από την καρδιά μου
Καρφώθηκαν οι σφαίρες οι πρωινές
Μπήγονται ολοένα πιο βαθιά
Τώρα
(Τώρα, σιγά-σιγά, που ξημερώνει
Και θ’ ακουστεί το σφύριγμα όπου να ’ναι)
Ελάτε
Έλα εσύ Γιώργο, έλα Μιχάλη, έλα Ραούλ,
Μαζέψτε τες μια μια
Είναι δικές σας
Σήμερα το πρωί
Στις πέντε
Πριν βγει ο ήλιος
Πριν, πριν ακόμη απ’ τα καμιόνια
Τις μάζεψα για σας
Και τώρα
Ξερίζωσέ τες απ’ το στήθος μου
Σαν ένα πρωινό χαρούμενο όνειρο
Σαν ένα τέλειο παιχνίδι
Πριν μάθουν τίποτα οι άλλοι
Ανυποψίαστοι στου ύπνου την ενέδρα
Πριν μάθουν τίποτα οι άλλοι
Πριν μάθουν πως εγώ
Είναι γραμμένο για πάντα να ζήσω.





ΤΟ ΣΚΑΚΙ


Έλα να παίξουμε.
Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου.
(Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη
Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη)
Θα σου χαρίσω τους πύργους μου
(Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μου
Έχουν πεθάνει καιρό πριν από μένα)
Κι ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μου
Κι ύστερα τόσους στρατιώτες τί τους θέλω;
(Τραβάνε μπρος, τυφλοί, χωρίς καν όνειρα)
Όλα, και τ’ άλογά μου θα σ’ τα δώσω
Μονάχα ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσω
Που ξέρει μόνο σ’ ένα χρώμα να πηγαίνει
Δρασκελώντας τη μια άκρη ώς την άλλη
Γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου
Μπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικά
Αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις.

Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα.





ΟΤΑΝ ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ…


Όταν τα βράδια
Τρυπάς το στήθος μου μ’ ένα μαχαίρι
Και ψάχνεις να βρεις
Εδώ ένα περίπατο στ’ ακροθαλάσσι
Εκεί ένα καφενείο που το λέγαμε η «Συνάντηση»
Εκεί ένα σούρουπο ή ένα κρυμμένο βιβλίο −
Όχι, μα δεν την είχα εγώ αγαπήσει.
Αύριο, το ξέρεις, πως δε θα ’μαστε πια εμείς
Κι ύστερα θα σβηστεί κι η θύμησή μας
Και μια γυναίκα θα γερνά ύστερα από χρόνια
Μ’ ένα φορτίο ζωής αβάσταχτο ατέλειωτο
Και μια γυναίκα ίσως να κλαίει σε μια γωνιά
Το στήθος της να το τρυπά μ’ ένα μαχαίρι
Να ψάχνει να ’βρει έναν περίπατο στ’ ακροθαλάσσι
Ένα βιβλίο κρυμμένο ή ένα σούρουπο.

(Και δε θα ’ναι για σένα, ούτε για μένα).





ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ…


Κάθε πρωί
Καταργούμε τα όνειρα
Χτίζουμε με περίσκεψη τα λόγια
Τα ρούχα μας είναι μια φωλιά από σίδερο
Κάθε πρωί
Χαιρετάμε τους χτεσινούς φίλους
Οι νύχτες μεγαλώνουν σαν αρμόνικες
−Ήχοι, καημοί, πεθαμένα φιλιά.

(Ασήμαντες
Απαριθμήσεις
−Τίποτα, λέξεις μόνο για τους άλλους.

Μα πού τελειώνει η μοναξιά;).





Από τη συλλογή «Η συνέχεια».
Πηγή: «Μανόλης Αναγνωστάκης - Τα ποιήματα [1941-1971]», εκδ. Νεφέλη, δ΄ έκδοση, 2000.

Πηγή για την εικόνα: naftemporiki.gr

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

Χρυσάνθη Πολύζου, "Θέρος"




~*~

Απόψε πάλι αυτομόλησες
Γυμνός στο περιβόλι των ονείρων
Λοιπόν τι θα μου κλέψεις τώρα;
Τη μνήμη ή τη λήθη;





ΝΟΣΤΟΣ ΙΙ


Εγώ πάντως τον βρήκα
τον Οδυσσέα μου.
Μόνο που ήμουν η Καλυψώ
κι εκείνος βιαζόταν να κάνει πανιά
για την Ιθάκη.





«ΦΟΒΟΥ ΤΟΥΣ ΔΑΝΑΟΥΣ»


Να τους φοβάσαι
Τους ανθρώπους πυροτεχνήματα
Γι’ αυτούς μιλώ με την ουράνια λάμψη
Το νιώθεις πως κατέχουν τη γλώσσα
των αγγέλων
Να τους φοβάσαι
Σου υπαγορεύουν πάντοτε τις λέξεις σου
πριν μπουν στο ποίημα
Σαν να τις ελευθέρωσαν
από τη φυλακή τους
Να τους φοβάσαι
Κρατάνε όσο μια αστραπή
Και ποιος σε σώζει
απ’ το σκοτάδι που θα έρθει.

Να τους φοβάσαι τους Δαναούς
κι ας φέρνουν έρωτες.





~*~

Σ’ αφουγκραζόμουν μαθητεύοντας
στον ήχο της απουσίας.
Πού πάει αλήθεια τόσος έρωτας
όταν τα μάτια χάνονται
και τα χείλη ασπάζονται
τη σιωπή;
Γίνεται νυχτερινή προσευχή
ή πουκάμισο Κενταύρου
χαράζοντας την τρυφερή σάρκα
της λέξης;





ΟΜΗΡΕΙΑ


Είναι κάτι ποιήματα
που αντί να σου δοθούν τους δίνεσαι
όμηρος στη γοητεία του στίχου.
Οι λέξεις τους φάσμα από σπασμένες
ευκαιρίες και χαμένα όνειρα
γλυκιά αντανάκλαση
ενός ματαιωμένου παρελθόντος.





ΛΕΞΕΙΣ


Λέξεις μυστικές
χαμένες σχεδόν στην αχλή του ονείρου
κουβάρι στον λαβύρινθο της μνήμης
ψυχής πυξίδα και ξανασασμός.
Λέξεις αντικλείδια
στον κήπο της μουσικής
στ’ αρώματα του αμύγδαλου
και του δαμάσκηνου
κι η γιαγιά να πλέκει πάντα
αέρινη μες στις σιωπές της.
Σου απλώνει το χέρι
και παρασύρεσαι γλυκά
στην αθωότητα.





Από τη συλλογή «Θέρος», εκδ. Μελάνι, 2019.