Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2020

Τάσος Λειβαδίτης, "Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα"




Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα
(αποσπάσματα)

1


Σελήνη 20 ημερών



Γεγονότα και πρόσωπα της πιο ωραίας μου ζωής, της φανταστικής,

που δεν την έζησα ποτέ και θα την κληροδοτήσω ανέπαφη στους μεταγενέστερους.



Λοιπόν, τι κάνουμε εδώ και πότε θ’ αλλάξει ο κόσμος, γιατί όπως όλοι μας

έζησα κι εγώ αφηρημένα – βέβαια αγάπησα τα ιδανικά της ανθρωπότητας

αλλά τα πουλιά πετούσαν πιο πέρα (κι αλήθεια κάποτε παιδιά

αφήναμε στη μέση τις υπερπόντιες εκστρατείες μας για ν’ ανεβάσουμε έν’ άρρωστο πουλί στο δέντρο)

και τις νύχτες σχεδίαζα έκτακτα δρομολόγια τραίνων για κείνους που άργησαν

ή ονειρεύομαι να ζήσω υπέροχα, απερίσπαστος από προσωπικές ευδαιμονίες

και στάθηκα πάντα ανυπεράσπιστος μπροστά στους άλλους όπως οι νεκροί

έτσι έμαθα τι θα πει αιωνιότητα.



Α, έχασα τις μέρες μου

                                           αναζητώντας τη ζωή μου.



Ώσπου σιγά σιγά όλα σωπαίνουν και μόνο το χαλασμένο πάτωμα

τρίζει δυσοίωνα – συλλογιέμαι τους δρόμους έρημους κατά κει που φύγαν τα χρόνια

τα θρανία να σαπίζουν κάτω απ’ τα παλιά υπόστεγα και το ρολόι πάνω στον κομό

χτυπούσε σα μια πληγή, αλλά γιατί να μας παιδεύουν πράγματα που τα ’χουμε ξεχάσει

ενώ τα βράδια η σελήνη έβγαινε απαλά απ’ τα σύννεφα

φωτίζοντας τα χλωμά χέρια των παιδιών που θα πεθάνουν σε λίγο και τα όνειρα των τρελών

που είναι ίσως αθάνατοι – στιγμές που ανοίγεις ένα παράθυρο σα να λύνεις ένα αίνιγμα

ή κλείνεις μια πόρτα σα να συνοψίζεις μια ζωή.



Κι αλήθεια πόσοι δε χάθηκαν σε μια κάμαρα που δεν τους περίμενε κανείς

και κοίταξα πίσω απ’ τις κουρτίνες μήπως και ξαναβρώ τα παιδικά μου χρόνια

ή τα βήματα ενός μοναχικού διαβάτη αργά τη νύχτα μου θύμιζαν πάντα

πόσο εφήμεροι είμαστε… Κι η ποίηση είναι σα ν’ ανεβαίνεις μια φανταστική σκάλα

για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό.






4


Ίνα πληρωθή το ρηθέν…


Θυμάσαι που περιμέναμε με αγωνία την επιστροφή της μητέρας από κάποια επίσκεψη

κι αργότερα περιμέναμε στη στροφή της σκάλας τη Μαρία του πάνω πατώματος

ύστερα, άντρες, περιμέναμε ένα μήνυμα, δεν ήρθε ή ίσως ήρθε παραποιημένο, πού να καταλάβεις μέσα σε τόσα ψεύτικα πράγματα μια τόσο απλή αλήθεια −

δεν υπάρχει λοιπόν κανείς άλλος μέσα στη ζωή μας, γιατί τόση μοναξιά;

αλλά, ευτυχώς, μόλις βρεθώ στην κάμαρά μου έχω φαεινές ιδέες: φορώ το σακάκι του πατέρα κι έτσι είμαστε δυο

ανοίγω την ομπρέλα μου και είμαι σ’ ένα ωραίο πάρκο, βράδυ, ενώ βρέχει και τα πουλιά τρέχουν να κρυφτούν

μέσα στον ύπνο των παιδιών. Τ’ αγάλματα μιλούν τη νύχτα. Κι ας λένε οι άλλοι ότι παραμιλώ.



Ήμουν τόσο λυπημένος,

που οι άγγελοι μου τραγουδούσαν στον ουρανό, άρχιζα τότε να τραγουδάω κι εγώ

για να μην καταλάβουν οι γείτονες, έτσι απέκτησα τη φήμη ξένοιαστου ανθρώπου

εξάλλου ο ρόλος μου πάντα ήταν να κρατάω ξύπνιο αυτό το ηλίθιο φάντασμα

μιας παλιάς ευτυχίας, και καμιά φορά η μητέρα με ρωτούσε δακρυσμένη «γιατί σ’ αρέσει να ταπεινώνεσαι;» «θέλω να καταλάβω, μητέρα».




Και κάθε τόσο απ’ το μεγάλο ρολόι του τοίχου ακούγονταν οι θλιβεροί ήχοι των επιζώντων

στο ίδιο σπίτι μέναμε πολλοί:

ο γέρος με το φλάουτο

ένας τρελός χωρίς ηλικία

ένα φάντασμα απ’ την Οδησσό

εγώ με τα χειρόγραφά μου εγκαταλελειμμένα στον ουρανό −

τ’ απογεύματα κάθομαι στο παράθυρο και κοιτάζω ν’ ανάβουν ένα ένα τ’ άστρα

έτσι έμαθα την πικρή μοίρα των θνητών.




Μεγάλα όνειρα της νιότης μας, δεν πραγματοποιηθήκατε ποτέ

όμως εσείς είναι που δώσατε αυτό το βάθος στη ματαιότητα, ενώ η μητέρα

κλειδωνόταν στην κάμαρα κι έκλαιγε σιωπηλά − νευρασθένεια, έλεγαν οι γιατροί, όμως εγώ ήξερα ότι είχαν περάσει τα χρόνια

κι έπρεπε τώρα να κλάψει και για εκείνα που δεν έγιναν ποτέ

κι ίσως αυτά να ήταν η αληθινή ζωή μας.




Αλλά κι όταν τελειώνει η μέρα, γίνεται άξαφνα μια παράξενη ησυχία από πολλά πράγματα που ξεχάσαμε,

ο αέρας μυρίζει παλιούς μενεξέδες − το γέρικο νοσοκομείο με τα μικρά κίτρινα φώτα του τη νύχτα μοιάζει σα να ’ναι

από μιαν άλλη εξωπραγματική ζωή − εκεί έζησα, άρρωστος από χαμένες ευκαιρίες αιώνων,

όταν γύρισα σπίτι δεν ακούγονταν πια τ’ ανάλαφρα βήματα των κοριτσιών

ή των επισκεπτών το βράδυ. Και κάθε φορά που έβαζα ένα δίσκο στο γραμμόφωνο, καταλάβαινα ότι δεν ξαναρχίζει ποτέ κανείς δυο φορές

και μόνον ο χρόνος είναι γενναιόδωρος μοιράζοντας σε όλους τη σκοτεινή λησμοσύνη του −

λοιπόν ποια πράξη μας βαρύνει την ημέρα της Κρίσεως; Ποιος θα σηκωθεί να μας υπερασπιστεί ή έστω να κάνει μια μικρή αναφορά στ’ όνομά μας;

Έρημα βράδια και νυχτερινοί δρόμοι που συναντήσαμε τις σκιές εκείνων που τόσο θέλαμε να ξεχάσουμε!

Ώσπου στο τέλος κερδίζει μόνο όποιος χάνει: πανάρχαιη, ανεξήγητη ανταμοιβή.






9

 

Ενθύμημα



Μέσ’ από έρημους δρόμους βρέθηκα κάποτε στην γκρίζα συνοικία των χαμένων καιρών, στάθηκα σ’ ένα καφενείο, ήπια κονιάκ, απ’ τη μεριά του ήλιου κάθονταν δυο γέροι, δε με θυμήθηκαν, τα χείλη τους τρεμόπαιζαν σα να μουρμούριζαν κάποιο μυστικό που μόλις είχαν μάθει και που θα το ξεχνούσαν σε λίγο για πάντα κι αυτό

εδώ γεννήθηκα, ανάμεσα σε πολύτεκνες οικογένειες που κοιμόντουσαν όλοι στο πάτωμα, τα χέρια των αγοριών ψαχούλευαν τα κορίτσια σα να ξεφύλλιζαν το πρώτο τους αναγνωστικό −

συνοικία των μικρών διαβόλων που πέθαιναν αναμάρτητοι στα 5 ή στα 17 τους χρόνια

σκοτεινά μικρομάγαζα όπου γυναίκες αγόραζαν φουρκέτες, οι άντρες καπνό και τα παιδιά όνειρο σε χρωματιστά χαρτάκια

στο δρόμο προς το σταθμό ύποπτα ξενοδοχεία, όπου οι καμαριέρες άκουγαν τόσους ερωτικούς στεναγμούς που ξεχνούσαν να γεράσουν

τ’ αγόρια τραγουδούσαν στις γωνιές − λαρυγγισμοί παιδιών που δε θα υπήρχαν του χρόνου

οι γυναίκες τ’ απογέματα έβγαιναν στις ξώπορτες κι άκουγαν τη ρομβία ή μιλούσαν για κάποιο ταξίδι τους, νιόνυφες, στην Τήνο

θυμάμαι τα βράδια που γυρίζοντας από μια σταυροφορία στο άγνωστο προφταίναμε πάντα το τέλος του δείπνου: φακές ή τηγανητά αυγά − σα δυο μικρά ηλιοτρόπια

κι ύστερα ο θόρυβος απ’ το πλύσιμο των πιάτων έφτανε σβησμένος μες στον ύπνο μας σαν ένα σύντομο χαίρε της ατέλειωτης μέρας

θυμάμαι τα χειμωνιάτικα απογέματα μ’ ένα χιόνι από παλιά παραμύθια

θυμάμαι τ' ανοιξιάτικα πρωινά που οι ραπτομηχανές κελάρυζαν σα ρυάκια

κι αργότερα, έφηβος, χορεύαμε στις αυλές, φωνογράφος με χερούλι, γρατζουνισμένα ταγκό, κι όπως σφίγγαμε πάνω μας τα κορίτσια, εκείνα κοίταζαν σα μαρμαρωμένα το κενό ή μας έσπρωχναν κι έφευγαν πανικόβλητα −

αμέτρητες σελίδες που δε γράφτηκαν ποτέ − ποιος ποιητής θα σε τραγουδήσει, φτωχή λυπημένη συνοικία, ή ποιος θα μιλήσει για κείνα τ’ άλλα που συμβαίνουν λίγο πιο εκεί απ’ την πραγματική ζωή

ω, αν μπορούσα να ξαναρχίσω απ’ την οδό Κεραμέων, τότε που περιδιάβαζα κάτω απ’ τις πιπεριές μ’ έναν Σοπενάουερ στην τσέπη

σ’ εκείνον το ρομαντικό ρόλο που «έπαιζα» τότε, ανακαλύπτω τώρα ότι υπήρξε ο πιο αληθινός εαυτός μου

απ’ το λόφο φυσούσε έν’ απαλό αεράκι που σου ’φερνε δάκρυα κι ουρανός την άνοιξη ήταν τόσο γαλάζιος, που ήθελες να πεθάνεις

γιατί ο θάνατος είναι πάντα συνέχεια ενός μεγάλου ονείρου −

συνοικία με τις παιδικές ψείρες που δε μας ταπείνωναν γιατί μας θύμιζαν τις ωραίες διηγήσεις του θείου που είχε κάνει αιχμάλωτος στη Μικρά Ασία

με τα «Μικρά Μυστικά» των κοριτσιών, που εξαφανίζονταν μυστηριωδώς μόλις γίνονταν γυναίκες

ή τον Ιούλιο Καίσαρα που διάβαινε καμιά φορά στο βάθος, ξεφεύγοντας το ανιαρό μάθημα της Ιστορίας

και τ’ ωραίο κορίτσι της οδού Νηλέως που πλάγιαζα μαζί της έφηβος, όταν έμεινε έγκυος τη χτύπησα, εκείνη απελπισμένη πήγε σ’ ένα σκιτζή γιατρό και πέθανε από αιμορραγία. Αλλά τώρα έρχεται κάθε νύχτα φέρνοντας μαζί της μια ολόκληρη χορωδία αγγέλων − ίσως γι’ αυτό δεν μπορώ τις νύχτες να κοιμηθώ.

Συνοικία, που απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα των καπηλειών ερχόταν η μυρουδιά του κρασιού σαν θεία συγχώρεση.



Όμως, ακόμα δεν μπόρεσα να καταλάβω

γιατί δεν πραγματοποιούνται τα ανθρώπινα όνειρα.






13


Περιπλανήσεις


Αλλά τι σημασία έχει;

αφού μόνο το ανεξήγητο είναι που δίνει κάποτε στα λόγια μας τη μαγεία ενός χαμένου δειλινού,

ώρες νοσταλγίας, που μας κάνετε να ζήσουμε τρεις ζωές σ’ ένα μοναχικό απόγευμα

και συχνά στο διάδρομο συνάντησα πρόσωπα άγνωστα όπως όταν έχεις χάσει το δρόμο

ή μας συμβαίνουν γεγονότα που μας φαίνονται τόσο γνώριμα, πότε τα ξαναζήσαμε; πού;

Ίσως για αυτό κλαίω σε ώρες ακατάλληλες.

Ω ανεκπλήρωτο, που ακόμα κι όταν όλα μας εγκαταλείπουν εσύ αφήνεις έξω από την πόρτα μας

                                                                   ένα μικρό γιασεμί.



Ανείπωτη στιγμή του κόσμου που δε θα τη ζήσουμε ποτέ εδώ στη γη και τρέμει στον ουρανό με κάθε αστέρι

κι οι ερωτευμένοι τα βράδια παίρνουν καθένας ένα μονοπάτι έξω απ’ το χρόνο, μα ώσπου να γυρίσουν έχει περάσει ο καιρός κι έχουν ξεχάσει ο ένας τον άλλον…






15


Ιστορίες για το χειμώνα


Κανείς δε μιλούσε στη μεγάλη σάλα. Είχαμε μαζευτεί λίγοι παλιοί φίλοι.

Άξαφνα η πόρτα άνοιξε και κάποιος μπήκε. «Είμαι ο Νικόδημος, είπε. Έρχομαι απ’ το Ευαγγέλιο. Σύντομα θα με χρειαστείτε.» Και τότε για πρώτη φορά ένιωσα ένοχος

σα να ’ταν δικό μου σφάλμα η θνητότητά μας. Και μην ξέροντας τι να πω, έκανα πως κοιτάζω τους τοίχους με τις πεθαμένες μύγες του φθινοπώρου

σαν τις σελίδες που διαβάζουμε τα σκοτεινά ρήματα του Θεού…



Τώρα τα βράδια κάθομαι σε μισοσκότεινα καφενεία και πίνω με πεθαμένους φίλους

αλλά κι όταν έφυγα απ’ τα παιδικά μου χρόνια κρατούσα ένα γράμμα που δεν έμαθα ακόμα πού πρέπει να το πάω

και για κακή μου τύχη οι άνθρωποι που αγάπησα ήταν κι αυτοί θνητοί.





Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα, (1987).
Πηγή: «Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, (Τόμος τρίτος, 1979 - 1990)», εκδ. Κέδρος 2003, 6η έκδοση.

Στην εικόνα: Ο Τάσος Λειβαδίτης εξόριστος στον Άη Στράτη, 1951.

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

Franz Kafka, "Η πληγή και η λέξη"




Ποιήματα από την αλληλογραφία


                                          Στον Όσκαρ Πόλλακ
                                             8 Νοεμβρίου 1903



Ψυχρή είναι σήμερα η μέρα και σκληρή.
Παγωμένα τα σύννεφα.
Οι άνεμοι σέρνουν το κρύο.
Παγωμένοι κι οι άνθρωποι.
Τα βήματα ηχούν σα μέταλλο
Πάνω σε χάλκινες πλάκες,
Και τα μάτια ατενίζουν
Λίμνες λευκές.

Στην παλιά πόλη είναι στημένα
Χριστουγεννιάτικα σπιτάκια με φώτα
Και πολύχρωμα παράθυρα που κοιτούν
Στη μικρή χιονισμένη πλατεία.
Ένας άντρας βαδίζει σιωπηλά
Στη φεγγαρόφωτη πλατεία μες το χιόνι,
Και τη μεγάλη του σκιά φυσά
Ο άνεμος πάνω στα σπιτάκια.

Άνθρωποι που σκοτεινές γέφυρες διαβαίνουν
Βιαστικά στη Λειτουργία πηγαίνουν
Με θαμπά φωτάκια στο χέρι.
Στο γκρίζο ουρανό σύννεφα περνούν
Πάνω από εκκλησίες
Με μισοσκότεινα καμπαναριά.
Κάποιος που σε αντηρίδα εκκλησίας ακουμπά
Το νερό της νύχτας κοιτά,
Με τα χέρια σε πέτρες αρχαίες.





                                          Στην Χέντβιχ Βάιλερ
                                          29 Αυγούστου 1907



Στον ήλιο του απογεύματος
με γερμένη την πλάτη μες το πράσινο
σε παγκάκια καθόμαστε.
Τα χέρια μας κρέμονται κάτω,
θλιμμένα ανοιγοκλείνουν τα μάτια μας.

Κι οι άνθρωποι ντυμένοι περνούν
με βήμα τρικλιστό πάνω σε χαλίκια
κάτω απ’ αυτόν τον τεράστιο ουρανό
που απλώνεται μακριά απ’ τους λόφους
ως τους λόφους πέρα μακριά.





Ποιήματα από τα ημερολόγια


                                                19 Ιουνίου 1916



Οργή Θεού ενάντια στο ανθρώπινο γένος
τα δυο δέντρα
η ανεξήγητη απαγόρευση
η τιμωρία όλων (φιδιού γυναίκας άντρα)
η εύνοια για τον Κάιν
που τον εξοργίζει με τον λόγο του
οι άνθρωποι αρνούνται πια να τιμωρηθούν
από το πνεύμα μου





                                                 19 Ιουλίου 1916


Ονειρέψου και κλάψε άμοιρο γένος
τον δρόμο δε βρίσκεις, τον έχασες
Αλίμονο! είναι το χαίρε σου το βράδυ, αλίμονο!
       το πρωί
Άλλο τίποτα δε θέλω παρά να μ’ αρπάξουν
χέρια που απλώνονται απ’ την άβυσσο
και λιπόθυμο να με σύρουν κάτω.
Βαρύς πέφτω στα πρόθυμα χέρια.

Μακριά στα βουνά αντηχούσε
αργή ομιλία. Εμείς ακούγαμε.

Αχ το κουβαλούσαν, φαντάσματα της κόλασης,
καλυμμένοι μορφασμοί σφιχτά κρατούσαν πάνω
       τους το σώμα.

Μακριά πομπή, μακριά πομπή κουβαλά τον ατελή





Ποιήματα από σκόρπια κείμενα


                             Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1917



Τίποτα δε με κρατά.
Πόρτες και παράθυρα ανοιχτά
Δρόμοι μακρινοί και άδειοι

Ό,τι αγγίζω, καταστρέφεται

Η χρονιά της θλίψης πέρασε
Ξαπόστασαν τα φτερά των πουλιών.
Τις κρύες νύχτες ξεγυμνώθηκε το φεγγάρι
Η μυγδαλιά και η ελιά ωρίμασαν κιόλας





                               Αύγουστος ως τέλη του 1920


Όρθια τ’ απομεινάρια,
τα λυμένα απ’ τη χαρά μέλη,
τα χαλαρά γόνατα,
στο φεγγαρόφωτο κάτω απ’ το μπαλκόνι.
Στο βάθος φύλλα λιγοστά,
σκουρόχρωμα σα μαλλιά.

Λαχτάρα μου ήταν τ’ αρχαία χρόνια
λαχτάρα μου ήταν το παρόν
λαχτάρα μου ήταν το μέλλον
και μ’ όλα αυτά πεθαίνω σ’ ένα μικρό φυλάκειο
         στην άκρη του δρόμου
σ’ ένα παντοτινά όρθιο φέρετρο
σ’ ένα δημόσιο κτήμα
τη ζωή μου ξόδεψα προσπαθώντας
να συγκρατηθώ να μην το κομματιάσω.
Τη ζωή μου ξόδεψα πολεμώντας τον πόθο μου
να την τελειώσω.




Μετάφραση: Νίκος Βουτυρόπουλος




Από το βιβλίο «Franz Kafka, Η πληγή και η λέξη» (Εισαγωγικό σημείωμα-Μετάφραση-Σχόλια: Νίκος Βουτυρόπουλος), εκδ. Σαιξπηρικόν, 2012.

Στην πάνω εικόνα: Franz Kafka (Fotografie aus dem Atelier Jacobi, 1906).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.



Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

Σωτήρης Σαράκης, "Η τελετή"




GRYLLUS CAMPESTRIS


Θέλω ν’ ακούσω ένα τριζόνι απόψε.
Απόψε που ’ναι η νύχτα έτσι γλυκιά και φεύγει
φεύγει κι αυτό το καλοκαίρι ώρα την ώρα
θέλω ν’ ακούσω ένα τριζόνι να επιμένει· όμως το θέλω
να ’ναι τριζόνι γνώριμο, από κείνα
των πρώτων μου καλοκαιριών, εκείνα
τα ανεξίτηλα.

Ποιος ξέρει αν
μεταναστεύουν τα τριζόνια
ζουν μοναχά ένα καλοκαίρι, ίσως αλλάζει
τόπο τον τόπο ο ήχος τους, πώς να γινόταν
ν’ ακούσω απόψε ένα τριζόνι απ’ τα δικά μου, απόγονο
εκείνων των παλιών, των παιδικών
ένα τριζόνι Αμπελιωτάκι.

Αμέτρητα γύρω απ’ το σπίτι, νύχτες μακρινές
μεγάλες νύχτες
νύχτες βαθιές ως πίσω απ’ τη ζωή
εκείνα τα εντόπια έντομα
σίγουρα βρίσκονταν εκεί πολύ προτού φανούν
οι πρώτοι της δικής μου της γενιάς
θα παραμείνουν κι όταν
θα ’χουν σκορπίσει οι τελευταίοι

θέλω ν’ ακούσω ένα τριζόνι απόψε, μακρινό
βγαίνοντας από νύχτες παιδικές να συνοδεύει
με τη σοφή του υπόκρουση το τέλος
ενός −ακόμα ενός− καλοκαιριού.





ΘΑΝΑΤΟΣ


Όντως λαμπρά, μεγάλα ονόματα
Λυκούργου και Σωκράτους
Αναξαγόρα, Ικτίνου, πιο πέρα η Σοφοκλέους, δεν
      τελειώνουν
λεροί, πλην πολυσύχναστοι
κι οι τοίχοι μαυρισμένοι αν τους κοιτάξεις
οι τοίχοι μαυρισμένοι από καπνούς
αδιάκοπων αυτοκινήτων, τ’ άλλα
πέφτουνε κάπως μακριά, δε φαίνονται από δω
ποιος Ελαιώνας και ποια θάλασσα, μα ωστόσο
νιώθεις αχνά την παρουσία τους κι ο ήλιος
περνάει, κανείς μας δεν τον βλέπει, στάζουν
τα κλιματιστικά στα μισοπεζοδρόμια, όλοι
καιγόμαστε μεγάλα καλοκαίρια, οι κάργες
έχουνε μεταμορφωθεί σε περιστέρια

κοπάδια τα βαριά τα περιστέρια στη γυμνή πλατεία
πλήθουσα η αγορά, πλούσιες όλες οι μερίδες, πάνοπλοι
οι αστυνόμοι, πρεζόνια, τσιγαρούδες, μετανάστες
πάγκοι, περίπτερα μ’ εφημερίδες, βιαστικοί
      αναγνώστες
αγνώστου επαγγέλματος, κι όσο για κείνα
      τα κρεμμύδια
πάει καιρός που απάλυναν, σχεδόν δεν καίνε
φρουρές και μπάντες ξεχασμένα, οι τράπεζες
      πυκνώνουν
δεν έχει εδώ μπαλκόνια και ζουμπούλια, μόνο
      απλώνεται
ένα μεγάλο δάσος διασπασμένο, είναι φυτά εσωτερικού
χώρου και χρόνου, όλο θεριεύουν

να μη σου τα πολυλογώ, πες μου αν μπορείς
πες μου εσύ που ξέρεις απ’ αυτά, τώρα τι κάνουμε
μ’ αυτήν εδώ την Πρέβεζα στο κέντρο της Αθήνας;





ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΥΧΑΙΑ ΠΟΙΗΤΕΣ


Δεν είμαστε τυχαία ποιητές, δεν είναι τρόπος
αυτός για να περνά η ώρα κι ούτε
θα πέφταμε σε τέτοιον παιδεμό χωρίς αιτία· σκέψου
σκέψου τις ώρες τις αμέτρητες που ’χεις βασανιστεί
να πάρεις μιαν απόφαση, κι ας γνώριζες
ας γνώριζες καλά πως είναι
παρμένη η απόφαση χιλιάδες χρόνια πριν
σκέψου λιγάκι την παράλογη ζωή μας
κι εμείς από καταβολής να ψάχνουμε
σκοπούς, να επινοούμε σχέδια
πώς να χωρέσει ο νους μας τόσο τίποτα

δεν είμαστε τυχαία ποιητές, μοχθούμε ολοζωής
το αχώνευτο λιγάκι να ξορκίσουμε.





ΕΔΙΖΗΣΑΜΗΝ...


Σε σκοτεινά υπόγεια σε γυρεύω.
Σε σκοτεινά υπόγεια σε γυρεύω, χάνομαι
σε δαιδαλώδεις διαδρομές
αναρωτιέμαι
γιατί σε ψάχνω, τι ’ναι αυτή η έγνοια

δεν πρόκειται ποτέ μου να σε βρω
δε θα σε βρω, δε θα σ’ αγγίξω μόλις
απλώνω με λαχτάρα να σε ψηλαφίσω είσαι μακριά

γιατί να κρύβεσαι, πίσω από χίλια πρόσωπα
      να κρύβεσαι και πώς
να ζήσω μ’ έναν άγνωστο ολόκληρη ζωή
πληθαίνουν τα ερωτήματα, πληθαίνουν
οι εκδοχές
περνούν τα χρόνια

περνούν τα χρόνια, μια σοφία λυτρωτική
σε σκοτεινά υπόγεια συσσωρεύω.





ΤΟ ΤΡΕΝΟ


Μπαίνεις στο τρένο, λες θα κατεβείς
στον τελευταίο σταθμό, εκεί
που θα ’χεις ως την άκρη του εξαντλήσει
το δρόμο, θα ’χεις δει τα πάντα, θα ’χεις ζήσει
αυτό το υπέροχο, μοναδικό ταξίδι
που η τύχη σου έτσι γενναιόδωρη
βουλήθηκε, τυφλή, να σου χαρίσει, όμως κάτι

κάτι συμβαίνει εκεί, στον ενδιάμεσο σταθμό
και κατεβαίνεις, άσκοπα
σε δρόμους ασαφείς περιπλανιέσαι, χάνεσαι
σ’ ερημιές ατέλειωτες, μόνο θυμάσαι

θυμάσαι ακόμα το ταξίδι που παράτησες
τον τελευταίο σταθμό που δε θα φτάσεις
ποτέ σου δε θα δεις, πόσα έχεις χάσει, μόνη
παρηγοριά σου τώρα μια υποψία
φαίνεται αυτό το τρένο πως δεν έχει
δεν έχει τελευταίο σταθμό, κανείς δε φτάνει
εκεί, τυχαία
ο κάθε ταξιδιώτης ανεβαίνει, κατεβαίνει
δεν έχει το ταξίδι αυτό λογαριασμό

δικές σου ματαιότητες, δικές σου
πλάνες οι ενθουσιασμοί, τα σχέδια, μα ωστόσο
πώς ν’ αντισταθείς, σε πνίγουν τα ερωτήματα,
     ποιος ήταν
ο ενδιάμεσος σταθμός, γιατί κατέβηκες, πού πας
ποιος σ’ έριξε σ’ αυτές τις ερημιές
πώς έμπλεξες σ’ αυτό το τρένο που δεν έχει
απάντηση καμιά, μόνο ερωτήματα
μόνο ερωτήματα και δρόμο χωρίς άκρη
χωρίς τέλος.





Από τη συλλογή «Η τελετή», εκδ. Νεφέλη, 2006.
Πηγή: «Στιγμή στο χάος (Ποιήματα 1999-2010)», εκδ. Κουκκίδα, 2014.

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2020

Ασημίνα Λαμπράκου, "Solidago"




~*~

ΑΙ ΝΕΦΕΛΗ! αι!
μιαν εικόνα σου να μην έχω να σου απευθύνομαι
πώς μαλλιά μάτια πώς στήθη χείλη
η καμπύλη των ποδιών της κοιλιάς η μέση
νύχια δάχτυλα πώς
και τα δοντάκια σου περιστεράκια του Βοσπόρου
στις πόες των κυμάτων
αι Νεφέλη! μιαν εικόνα σου να μην έχω
κι απουσία να σε βλέπω στου προσώπου του τη ζέση
σκοταδάκι στο μέσα των χειλιών και των ματιών του
τις βρυσούλες δίψα
κι όπως των αφτιών σου τη συμπάθεια θα φτάνω:
άρπαξε Νεφέλη να φωνάξω και συ ν’ ακούσεις
το ε του έρωτα από τους ώμους
μπήξ’ το στο εσύ
κι απ’ των φιλιών σου τη γεύση κλωστές φτιάξε το και
κι έπειτα ξανά το ε του έρωτα στο εγώ κάρφωσε
ίσα να δω ίμερο η φλόγα στο σώμα του ν’ ανάβει
και τις λέξεις του α! οι λέξεις του! λατρεμένες πόσο! πόσο!
να ζωντανεύουν
να
ξανά





~*~

ΠΩΣ ΓΕΡΝΑ ο άνεμος αποδράσκοντας
θα σου έλεγα Νεφέλη
μα εσύ είχες ήδη φύγει πάνω στα λυτά σου μαλλιά
με δυο μάγουλα ιστία προς το μέλλον
το άλλο μέλλον των γυναικών
των αγαπημένων και λησμονημένων
κι ήταν το νερό που έλειψε απ’ τα τριαντάφυλλα
που σε φώναζε να επιστρέψεις.





~*~

ΔΟΡΚΑΔΕΣ ΑΝΤΙΛΟΠΕΣ ελαφίνες
γυναίκες του υπερήφανου κορμού της κεφαλής
των μακρυών λεπτών βοστρύχων γυναίκες της μαύρης
κώμης των λιμναίων οφθαλμών με στήθη αγαλμάτων
γυναίκες των τολμηρών βλεμμάτων και των χειλέων της αυθάδειας
του κορμού των λεωφόρων γυναίκες με τ’ ασπράδι στο βλέφαρο
και τα γεφύρια φρύδια γυναίκες των λεόντων των αστερισμών
και των ανθέων της κνήμης από δόντι ύαινας στη τρίαινα τού
Ποσειδώνα γυναίκες των μηρών κίονα Κορινθιακού και των γλουτών
από υλικό καμπύλης Πανσελήνου γυναίκες με δυο ρώγες σταφύλι
στο φιλί σας οδόντας τις άσπρες του Αιγαίου εκκλησίες και δυο
καρπούς ελιάς των ματιών σας βολβούς− γυναίκες

νικηθήκαμε νικηθήκαμε σου ψιθύριζα Νεφέλη
μ’ όπως το βλέμμα σήκωνα στο δικό σου ν’ ακουμπήσω
άντρες είδα στο πέριξ των χρόνων των δικών σου
το στήθος σου γάλα για να θηλάζουν και γονιδίωμα μητέρας
κι από τα μαλακά του δέρματος να αρμέγουν στέρξη κι έρωτα
κι όπως δύναμη έπαιρναν από όρκο δεσίματος με τη σάρκα
που επέστρεφε τιμή στ’ αρσενικό τους
απέστρεψα το βλέμμα κι έγειρα στο πλάι να κλάψω το μάταιο
και το ανείπωτο του λόγου και της αιτίας όλων κι άναψα κερί
στο μέλλον που θα με καλούσε να τρυγήσω θάνατο κι αλμύρα





~*~

ΟΛΑΝΘΙΣΤΑ ΚΑΙ πώς τολμάς έτσι τα στήθια σου να δείχνεις
λόφους μικρούς κι οι κορυφές καρποί εις τους σπουργίτες
και τ’ ανάμεσα του ποταμού τους στα δάχτυλα λαγούμι όπως
στη κατεβασιά του ιδρώτα τους γυρεύουν να τα πνίξουν πουλιά
κι αετούς και βλέφαρα και μάτια όπως σε καταπίνουν γλείφοντας
(αχόρταγα) κι εσύ, α, εσύ Νεφέλη! στων γυναικών να μη λυγάς
τη ξεδιάντροπη λιγούρα και των γλουτών σου την ορμή και της
κοιλιάς την άλμη σα νιούτσικο ζωάκι να κοιτάς πώς να
προσφέρεις και να γλεντάς το πάθος και το ζήλο το μεγάλο
ποια να σ’ αγγίξει το μπορεί και ποια δεν το τολμάει μόνη μένει
η άμοιρη τα δικά της να κορφολογάει στήθια κοιλιά και κείνη την
πηγή που ξεχασμένη έχουν άντρες κι όσες την άγγιξαν στο
παρελθόν γυναίκες

κι αν άντρας στο μεταξύ σε δει διόλου δε διστάζεις τα πόδια
το ανάμεσα στα μάτια του ν’ ανοίξεις κι όπως φωτιά σε κάνανε
των γυναικών τα χάδια εκεί να στάξεις αναστεναγμό τα μάτια σου
να λάμπουν και το χρυσό σου του κορμιού λιωμένο να τινάξεις
στα μάτια του τις κόγχες του και των χειλιών την άκρη να το γευτεί
να πλανηθεί τα πόδια να φιλήσει και των μηρών τη κορυφή με πάθος
να σου αγγίξει όπως τη φλόγα σου το λιώμα σου το στάγμα και το
μύρο θα δίνεις στο προσκυνητή σαν Εύα το πορφυρό μήλο





~*~

ΠΩΣ ΕΡΩΤΑΣ ΕΙΣΑΙ να σου πω ήθελα Νεφέλη
μ’ εσύ είχες ήδη ανοίξει τα πανιά στα άλλα
μονοπάτια τ’ άπιαστα τ’ αγύριστα των γυναικών
των άλλων που αγάπη δίνουνε αγάπη για να παίρνουν
κι όπως τον έρωτα γλυκά τον ξεγελάνε πλανεμένες
βγαίνουνε και το δικό τους ξεγελάνε τον εαυτό
τον κύριο το μέλλον και το γένος





~*~

ΒΡΥΑ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ να δείχνουνε χειμώνα
κι η γλώσσα τσόχα σε τραπέζι στοιχημάτων
το σ’ αγαπώ να σου πω γύρεψα πρωί
κι ήμουν παιδί
σε σχήματα που δεν γνώριζαν τα περιεχόμενα οι έννοιες
κι έγινα πλήθος νάναι πολλά τα μάτια που σε κοιτάζουνε
νάχει παρόν και μέλλον ο καθρέφτης στο μέσα της ψυχής

κανείς δε θα μπορέσει ποτέ να δει τη φλούδα να γελά
όπως εγκαταλείπει το δέρμα στο σώμα που τη γέννησε





Από τη συλλογή «Solidago», καλλιτεχνικό σωματείο έβδομο βήμα, 2018.

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2020

Ελένη Αρτεμίου - Φωτιάδου, "Η αφηρημένη τέχνη του Έψιλον"




ΕΙΡΚΤΗ


Πέτρες χτίσανε την ξύλινη γλώσσα σου. Μάζευες συνεχώς μέσα στο στόμα, ανάμεσα στα δόντια, ό,τι δεν μπορούσες να μασήσεις. Τα άλλα τα απέβαλλες υπό μορφή τεχνητού χαμόγελου, ξεγελώντας μονάχα όσους επιθυμούσαν διακαώς την αποπλάνησή τους. Με τόση, όμως, επεξεργασία κι ανακύκλωση θυμού επετεύχθη η αλλοίωση της πρώτης ύλης. Κι έτσι οι λέξεις σου εγκιβωτίζονται τώρα σε Δούρειο Ίππο, που λαχταρά να καταλύσει τη σφαγή του χρόνου. Δέκα χρόνια χωρίς την ωραία Ελένη είναι πολλά. Κι ας μην σε λέγανε επίσημα Μενέλαο.




ΕΛΛΕΙΨΗ


Κινείται ο δρόμος και θαρρείς πως κινείσαι μαζί του. Επειδή τον κοιτάζεις καθώς απομακρύνεται. Ασάλευτος, όμως, ο νους ναυλώνει ένα ταξίδι προς τα πίσω. Δεν βλέπεις τον γκρεμό πισωπατώντας. Πέφτεις στο κενό σου, την ώρα που ο κόσμος φωτογραφίζει τη δύση της μέρας πίσω σου.




ΕΠΙΤΥΧΙΑ


Ακόμα ηχεί στα αυτιά σου το χειροκρότημα. Έντονο, παρατεταμένο, λες κι ήθελε να αφήσει ανεξίτηλη σφραγίδα στην ακοή σου. Λες κι ήξερε πως από κει και πέρα θα κόπαζαν οι επευφημίες του όχλου και θα άρχιζε η σιωπή της ευθύνης. Κάθε μικρό χειροκρότημα μια μεγάλη απομάκρυνση από τον εφησυχασμό. Γιατί την ώρα που κάποιοι στερημένοι από ταξίδια επευφημούν το άξιο πλοίο που έπιασε λιμάνι, την ίδια ώρα έχει χαρτογραφηθεί η καινούρια διαδρομή. Λίγο προτού η κατάπλευση βγει στο σεργιάνι με το ηδύποτο κορμί εταίρας και παρασύρει ένα χρέος στα σκοτεινά της θέλγητρα.



 

ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ


Είπες πως δεν θέλεις άλλο να είσαι ένα πέταλο στον κάμπο. Φυσά πολύ ο αγέρας και σε μαδάει. Είπες ακόμα πως δεν επιθυμείς να είσαι δέντρο στο δάσος που καραδοκούν οι υλοτόμοι. Ούτε και ώρα της αιχμής, να σε πατήσουν άγαρμπα όσοι βιάζονται προτού ζήσουν να πεθάνουν. Και έγινες πέταλο, έγινες δέντρο, έγινες ώρα της αιχμής και πάλεψες με αυτό που ήσουν και με ό,τι δεν μπορούσες να γίνεσαι.




ΕΝΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ


Μέσα σου ένα άγνωστο λουλούδι από τον κήπο του. Και μια κουνιστή πολυθρόνα με το σχήμα του σώματός του πλάι σε φωτιά. Μετάγγιση ανθρώπινου νοήματος. Δεν έχει αποφανθεί ακόμα ο χρόνος. Ποιος μέτρησε ποτέ την ένταση του Ανθρώπου; Φυσικό φαινόμενο με χημικές αντιδράσεις. Τον προσεγγίζεις όσο επιτρέπει το κενό ανάμεσά σας. Σαν πουλί που στα τυφλά μέσα στη νύχτα χτυπά με τα φτερά του ένα κλειστό παράθυρο κι ύστερα κάθεται και σκούζει πάνω στο τραύμα.




ΕΞΥΦΑΝΣΗ


Δεν ακούγεται ο θόρυβος του αργαλειού. Ούτε το τεχνητό βάψιμο της ίνας με θολό καιρό. Μα ένα πρωί σηκώνεσαι και είσαι ντυμένος με ουρανό γεμάτο κεραυνούς.





Από τη συλλογή «Η αφηρημένη τέχνη του Έψιλον», εκδ. Μανδραγόρας, 2020.