Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2023

Νίκος Καρούζος, "Ερυθρογράφος"





ΕΓΚΑΡΣΙΟΙ ΣΤΙΧΟΙ


Καθώς απόσωνε η σελήνη ξημερώνοντας
τα πάντα κρέμονταν από μείζονα ελεατική σιγή
         και μοιραία γαλήνη
που παρατείνει μιαν αόρατη πράξη:
         της φύσεως την αυτοζωία.
Τότενες έβλεπα σε φανταστικά νερά μου
         να ξαναλάμπει μόνη της
η εικαστική προσδοκία του σώματος.
         Οίμοι λοιδόρησα την ηρεμία
                  και μ’ αρέσει ο φόβος.
Είμαι μόνον αυτός που έχει την τρελάρα του.
         τίποτα πιότερο·
αναβοσβήνει το χέρι μου όταν γράφω.





PRAXIS


Εσύ με τέτοιο πανικό νυμφόληπτος
         υέτιος ή όμβριος πού πας;
Αποκοιμήσου φουκαρά μου στα άμφια.
Ήσουνα μέγας ιερέας χρισμένος απ’ τη Σκοτία
         μητερούλα στα σωματίδια του Φωτός
ήξερες απ’ έξω κι ανακατωτά την Παρουσία
φόβος και τρόμος ήσουνα στην Ψυχολογία.
Σήμερα νιώθεις πληθύνοντας την Κωμωδία.
Πράγματι βρέχει και είσαι ολομόναχος, αποκοιμήσου,
         ανατριχιαστικά ανθρώπινος.





ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΕΝΟΣ ΧΑΥΝΟΥ


Ευτυχώς χαμένος.
Αλίμονο αν είχα διανύσει κέρδος.
Θυμήσου διασκεδάζοντας το μυαλό σου
         θυμήσου τον αυτοκράτορα
                  της πάλαι ποτέ Βραζιλίας.
Εάν πεθάνω γλίτωσα· εάν επιζήσω γλίτωσα
         πάλι.
Κρεουργείς ακόμη με κοχλαστικό τσεκούρι
         σε χίασμα φρίκης
κι αναπηδούν αθώα ουρλιαχτά κατέρυθρες
οιμωγές που ξεστομίζουν έρεβος αγάπης.





ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ


Εγώ δεν τα βλέπω τα αντικείμενα όπως
         είναι· τα οραματίζομαι.
Βλέπω κρεμασμένη μια κόκκινη πετσέτα.
Εγώ δεν πρόκειται να πω αυτή την πρόταση.
Εγώ θα πω κάτι αστάθμητο· ίσως το αίμα
         του Θεάνθρωπου
         από σταυρό να χύνεται.
Πηγάζω από ηλιθιότητα· δυσφορώντας
να είμαι έξυπνος.
Τετέλεσται· μιλώ απ’ το υπερώο
         της Ελλάδας.





ΑΫΠΝΟΣ ΟΝΤΑΣ


ακούω απ’ έξω τους πρώτους
ορθρινούς βηματισμούς οι εργαζόμενοι
         πάνε.
Κι αποσώνει το φλόγισμα της νύχτας
         με καυσόξυλα-λέξεις
από στήθους όλως αποτεφρωμένα.
Τίποτα δεν εκφράζει αποκαθήλωση.





ΝΕΑΡΟΣ ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ ΑΚΑΡΙΑΙΟΣ


Μόλις που είχα μάθει τα χρώματα
φτερούγιζα στην άσφαλτο τους πανικούς μου
μόλις που είχα μάθει τον ήλιο ξημερώματα
τη θάλασσα τον έρωτα και τους απελπισμένους
μόλις που μόνος άρχιζα τους καημούς μου
φτερουγίζοντας ωσάν χαρταετού
κορδέλες τα διάτορα μαλλιά μου
τη νύχτα μόλις που την είχα διδαχτεί
με βεγγαλικά και λαϊκούς αγώνες
δεκάξι χρόνων κόπηκα στις εξετάσεις
κόπηκα στο άπειρο.





Από τη συλλογή «Ερυθρογράφος» (1988).
Πηγή: «Νίκος Καρούζος, Τα ποιήματα Β΄ (1979-1991)», 3η έκδοση, Ίκαρος 2007.

Πηγή για την εικόνα: https://www.ert.gr/

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2023

Κούλα Αδαλόγλου, "Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος"


 



ΜΙΑ Η ΠΡΟΣΔΟΚΩΜΕΝΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ


Η φωνή του ασθμαίνουσα στ’ αυτιά μου
όταν φτάνει κάπου αργοπορημένος
όταν χάνει το τρένο στη μέση του πουθενά
και βγαίνει απαγορευτικό για καταιγίδα,
έχει δυο άκρες μίτος, σκέφτομαι.

Κι όταν τον είδα να απαγγέλλει Μπερνς με σεβασμό
μπροστά σε ένα ξεχαρβαλωμένο χάγκις,
τότε αποφάνθηκα:
ξεθηλυκώθηκε ο νόστος.

Όλοι γίναμε Οδυσσείς,
όχι Κανένας ούτε Ούτις,
Οδυσσείς με ταυτότητα.
Και δεν υπάρχει πια Ιθάκη.
Η λέξη σε αμφίθυμη πολυσημία.
Εναέριες διαδρομές σε ανακύκλωση.
Λάμνουμε ανάλογα με τον εκάστοτε προορισμό.
Σε μια πηχτή αβεβαιότητα ξεβράζεται βουλιάζει η βούλησή μας
ανάγκα πειθόμενοι.
Ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής τέλος.
Μία η προσδοκώμενη απάντηση
κι αυτή υπαγορευμένη.





ΕΝ ΠΤΗΣΕΙ


Διάβαζα εν πτήσει ένα βιβλίο που έχει μέσα του άφθονη Ήπειρο.
Στις τελευταίες σελίδες, ένα ραντεβού στην κυρα-Φροσύνη.
Σηκώνω τα μάτια μου, βλέπω τον χάρτη πάνω από τη θέση, είμαστε Γιάννενα.
Και πάω πίσω στις δικές μου διαδρομές.
Ν’ ανοίγεις την κουρτίνα του πένθους
και να βρίσκεις το χιόνι πάλλευκο, Απρίλη μήνα.
Τώρα πετάμε πάνω από την Καστοριά, λέει η φωνή του κυβερνήτη,
τίποτα δεν ακούω απ’ τα επόμενα,
τις πάπιες βλέπω μαργωμένη απόγνωση στην παγωμένη λίμνη
κι εσένα να φωλιάζεις μες σε δυο αγκαλιές, απορημένο αγόρι.

Οι νόστοι γίνονται με πολλούς τρόπους
με αναταράξεις και σκαμπανευάσματα.
Τα φώτα χαμηλώνουν στην προσγείωση.
Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος.
Έστω ως εκεί.
Ας χασομεράει ο θάνατος,
ας διασκεδάζει σαρκαστικά κοιτώντας
Λάχεση και Άτροπο να διαπληκτίζονται
για την παραμονή στην ύλη ή το πέρασμα στο άυλο.



Από την ενότητα
«Η αμφίθυμη πολυσημία της Ιθάκης»





ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ


Νιώθει πως μπαίνει σε βαθιά σπηλιά θαλασσινή
η φωνή ηχεί σαν μέσα απ’ το νερό
κάποτε ακούγεται ένα λυπημένο όμποε.
Ύστερα από ώρα βρίσκεται μακριά
σ’ έναν πλημμυρισμένο δρόμο
βαδίζει δύσκολα κι αργά
γιατί στο βάθος φαίνεται ένα πλάτωμα
και μια αυλή με δέντρα και τραπέζια.
Κάποιοι της γνέφουν, μορφές ακαθόριστες
οικείες ωστόσο και γαλήνιες.
Όλο πλησιάζει κι όλο ξεμακραίνουν

καθώς αναρωτιέται αν η προσέγγιση
θα είναι άφιξη ή αναχώρηση.





ΤΟΤΕ ΣΠΑΕΙ ΤΟΝ ΦΕΓΓΙΤΗ ΕΝΑΣ ΣΤΙΧΟΣ


Παγωμένη η εικόνα
μόνο τα μάτια σου τρυπούν την οθόνη
άφωνη εγώ γδαρμένο λαρύγγι από οιμωγές
στους δρόμους πίσσα ρευστή
κολλούν τα παπούτσια
μένουμε σε υποχρεωτική ακινησία
παράδοξες φιγούρες χορευτικές
αλλόκοτες γυμναστικές ασκήσεις.

Κι αν τύχει πίκρα γή χαρά
ποιος πάει να μου τη φέρει

Τότε σπάει τον φεγγίτη ένας στίχος
στάζει λέξεις καυτές
θραύουν το κακό
ξεκινάει ένα ήσυχο ποτάμι αίμα
γονατίζω βουτώ ολόσωμη.
Μην ξεχάσεις τη φτέρνα,
μου φωνάζει το πουλί.
Μην επιχειρήσεις αυτό το ταξίδι
αν είσαι τρωτή.





ΔΙΑΦΥΓΗ - ΜΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ


Νύχτα σημαδιακή.
Η άμμος υγρή
έβγαλε τα παπούτσια και περπάτησε, αναρίγησε.
Στην προκυμαία βγήκε μια βάρκα φιλόξενη
μπήκε κι ανοίχτηκε, πέρα απ’ το μάτι.
Στο σπίτι εκείνος ανησύχησε
οι άλλοι στο μέσεντζερ περίμεναν το χαμόγελό της
σίγησαν οι ευχές φωνές και τα τραγούδια.
Ο δρόμος του φεγγαριού στάθηκε βολικός
πάτησα πάνω του
τη βρήκα
γύρισα την πλώρη
κάθισα μέσα
την οδήγησα στο γιαλό
τη συνόδεψα ως την είσοδο.
Μέσα είχε ζέστη
Αλλά το δέντρο είχε γείρει το κεφάλι του στη θλίψη.
Ωστόσο έξω αναβόσβηναν φωτάκια.
Έπηζε η αρμύρα στα μαλλιά και στο σώμα της.
Με κράτησε σφιχτά στην παγωμένη χούφτα της και μου ’πε
δεν γυρεύω πλέον τη φυγή
είναι καιρός να αναμετρηθώ με το δικό μου βάθος.



Από την ενότητα
«Παλινδρομήσεις, τρόπον τινά»





Από τη συλλογή «Ο δρόμος της επιστροφής είναι απόκρημνος», εκδ. Μελάνι, 2022.

Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2023

Δημήτρης Π. Παπαδίτσας, "Το προεόρτιον"




1


ΤΡΙΟΠΤΡΙΟΝ

1

Το άστρο δεν ήτανε ξένο
είχε προορισμό:

εβλέπετο
όπως λιθάρι παραλίας
στρογγυλό όσο ποτέ
ιονόσφαιρο ίσως
οφθαλμοειδές και ζέον
υπάρχον στις καμπύλες
και στ’ αριθμητικά του

αλλά μη υπάρχον
στα από χρόνους πολλούς
εξαντλημένα επίθετα
και ουσιαστικά του



2

Κι ο λόγος χτες περί φωνής:
δεν είμαι σύννεφο
αδειάζω όλα τα πρόσωπα
και πρώτα απ’ όλα το δικό μου

γι’ αυτό δεν ψάχνω, ούτε κανείς
και μ’ έχει ψάξει, αχανής
ακινητώ στον εαυτό μου.



3

Σπάω πότε πότε με τα μάτια
ένα κλαδί
ή το γυρίζω χρυσό από τ’ άστρα
και το φυτεύω στο μυαλό
να τραγουδεί.

                                 Ρείκια Κυλλήνης, 2.8.1983




ΥΙΟΣ ΟΙΑΓΡΟΥ

                           δίψ αος γώ κα πόλλυμαι
                                                           ΟΡΦΙΚΟ



Στεγνός από τη δίψα σου
στο γυρισμό σου
πλάι στη λευκή κυπάρισσο
ρίψε την ονειρόπετρα στη λίμνη

Αριστερά σου
πιες απ’ την άλλη κρήνη

Τι με καλείς πού με καλείς
σε ποιο σημείο με σκάφτεις;

Μην πλησιάσεις

Ούτε θα μάθεις
ούτε αν ρωτήσεις θ’ απαντήσεις
διότι διψοπρεπώς συγκατανεύεις
δενδροπρεπώς φτάνεις στο σύννεφο
με τον καρπό και το λιβάδι αμφικαλύπτεσαι

Είσαι ή δεν είσαι ζωντανός
βροντάει το πέσιμο της γύρης
κι έχουν σωπάσει
του σκελετού σου οι ψίθυροι.

                                                            11.1.1984




ΑΝΤΙΘΕΤΟ


Αν δεν
η αστροφεγγιά δεν με πυράκτωνε το μεσημέρι
θα ’λεγα πως κανένα δέντρο δεν κρατάει τα φύλλα του
και καμιά πέτρα δεν μπορεί να πέσει
κι απ’ τα νερά κανένα δεν θα μοίραζε
μύριες αισθήσεις.

                                                                    1984






2. ΤΟ ΠΡΟΕΟΡΤΙΟΝ


2

Το πράο σκοτάδι − είπα
σε ιλιγγιώδη αρπίσματα
αύριο εκπνέει

Και ω θεοείκελε άνδρα
καύχημα θείο πανόλβιο
στρέψε με δάκρυα
να ιδείς την Περσεφόνη
πηγή ανθέων και φωνημάτων ευδίας

Να ιδείς δάχτυλα ήπια
που ό,τι αν αγγίξουν άυλη
σκόνη κρημνίζεται, όπως
από φτερό μελίσσης
η πάναγνη αύρα.




3

                     ἤλυθε κα πίεν αμα κελαινεφές· ατίκα δ’ γνω
                                                                             ΟΔΥΣΣΕΙΑ



Και τ’ όνειρό μου ο στέφανος
της Αριάδνης στ’ άστρα
(με θέλει απόψε η Νάξος)
με ξετυλίγει το έαρ
στρόβιλους φύλλων

Γύρνα και πες μου πρόσωπο
πολύφθογγο, πυρφόρε
καρπέ αμπελώνος,
στάχυ ελευσίνιο του άδη
κάτασπρο κρίνο

Χέρι υπογήινο αδράχνει
άνθη στιγμιαία και η κόρη
νυχτολαμπής πλησιάζει
μα εγώ ούτε βλέπω, πες μου
πυρφόρο στόμα
να πιω απ’ την κρήνη ή απ’ το αίμα;

Ο νους μου εδώ θυμάται
κι εκεί ξεχνάει, μου βρίσκει
χαλίκια που μου μοιάζουν
και δέντρα που μ’ αρνιούνται

Να πιω απ’ την κρήνη ή απ’ το αίμα;
Μα εγώ ούτε βλέπω, ουράνια
νήματα με έλκουν.
Εδώ η λευκή κυπάρισσος
ο λευκός ύπνος η λίμνη
ο πάνρυτος λόγος η κρήνη

Ω ας με ιδείς ας μ’ ακούσεις
ας γίνουν τα λόγια μου ο δυόσμος
που θα μυρίσεις

Μα εγώ πού πάω; πες μου
να πιω απ’ την κρήνη ή απ’ το αίμα;





Από τη συλλογή «Το Προεόρτιον» (1986).
Πηγή: «Δ.Π. Παπαδίτσα - Ποίηση», Μέγας Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα, 1997.

Στην εικόνα: Evelyn de Morgan, «City of Light» (1894).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2023

Ο Γιώργος Σεφέρης ως έμπνευση






ΣΕΣΙΛ ΔΑΙΥ ΛΙΟΥΙΣ

Η ΑΙΘΟΥΣΑ

                                    Στον Γιώργο Σεφέρη


Σ’ αυτή την αίθουσα — ήτανε κάπου
Στα βάθη των ανακτόρων, αλλά κανείς,
Μήτε βασιλικός επισκέπτης μήτε
Ευνοούμενη παλλακή, την είχανε ποτέ πατήσει —
Σ’ αυτή την αίθουσα συνήθιζε ν’ αποσύρεται.
Πρόθυμος να διαθέτει τον εαυτό του, με προφύλαξη όμως
Στους αυλικούς, ικέτες, δύσκαμπτους πρέσβεις,
Ή στους ευλύγιστους δολοφόνους, αυτός, στην αθέατη
          τούτην αίθουσα
Με ύφος ενός που επειγόντως καλούν
Σπουδαία ζητήματα σε κάποιο ανώτατο καθήκον,
Αφήνοντάς τους όλους, αποτραβιούνταν.

Κι εμείς τη φανταζόμασταν πρόσφορα ετοιμασμένη
Για κοινωνία με το Θεό, για στοχασμούς
Πάνω στη Δίκαιη Πολιτεία, ή τουλάχιστο κρησφύγετο
Για υπέρτερα όργια… Μονάχα αυτός
Την ήξερε την αίθουσα:  χωρίς παράθυρα
Κι όμως αερική, γυμνή κι όμως γεμάτη
Παλιοπράγματα που βρίσκουνται σε κάθε
Αγαπημένη των παιδιών σοφίτα· και πως
Απλούστατα πήγαινε εκεί για να ελέγξει
Τον εαυτό του, για να βεβαιωθεί
Πως πίσω απ’ τη βασιλική προαίρεση και αφαίρεση
Έμενε στη ζωή, ήταν πραγματικός.






ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΜΑκΚΑΡΘΥ

ΘΑ ΦΥΓΩ ΑΠ’ ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΜΟΥ

                 Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει…
                 Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937

                                                          ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ



Ναυτολογήθηκα στο «Σύνταγμα»
για 46 λιμάνια, μέρες 67·
καλό καράβι
ταπέτα πέρα ώς πέρα, καθαρό
και μάστορας του μπριτζ ο Γκόρεν·
όλο χαρά και ξεγνοιασιά
— ο Ισμπράντσεν έτσι το διαφήμιζε —
καλοθάλασσο με το παραπάνω.

Αψηφώντας τις φουρτούνες του Ατλαντικού
σκαμπανεβάζοντας στις φουσκοθαλασσιές της Αφρικής
ήταν κάπως μεγάλο για τη Μεσόγειο,
σίγουρα για το Αιγαίο.
Με τέτοιο βύθισμα πώς να πλευρίσουμε
περιμέναμε αρόδο.

Ξενιτεμένος
έξω από τη γλώσσα σου, μεταφρασμένος
απ’ το καράβι «Αγωνία» 937
ανέβηκες βίαια στο καράβι μας,
με μια κραυγή για την Ελλάδα, Γιώργο Σεφέρη.

Με της Ελλάδας τις πληγές
μας πλήγωσες.
Μας πλήγωσες με το βαθύ βογκητό
γυναικών που ολόλυζαν μέσα από τους αιώνες —
και με τη ρηχή σιωπή
της θαμμένης φλογέρας.

Μας πλήγωσες με το φόβο τον κοφτερό
του σπασμένου κουπιού, δείχνοντας τον τάφο
στ’ ακρογιάλι
και με τη μουγκή πίκρα του λιμανιού
όταν μισέψουν όλα τα καράβια.

Μας πλήγωσες με την ασπράδα
της αμυγδαλιάς της ανθισμένης
και με τα μαύρα αποκαΐδια
στα δεκατισμένα χωριά.

Μας πλήγωσες
με τη γλύκα του ροδιού
και με την πίκρα
της θαλασσινής αρμύρας.

Μας πλήγωσες
με τ’ αλαφρύ περπάτημα των παιδιών,
με τα βαριά μαρμάρινα κεφάλια
και με τις ασήκωτες πέτρες.

Μας πλήγωσες ώσμε το θάνατο
κι ώσμε τη ζωή.

Έντεκα λιμάνια μ’ απομένουν
όμως θα φύγω απ' το καράβι μου
για να μπαρκάρω με το «Αγωνία 937».



                                                    Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης




Πηγή: Γιώργος Σεφέρης, Αντιγραφές, Ίκαρος 2005
(δεύτερη φωτολιθογραφική ανατύπωση της 2ης έκδοσης του 1978).


Στην εικόνα: Γιάννης Ψυχοπαίδης, Πορτρέτο Γ. Σεφέρη.
Πηγή για την εικόνα: Η Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα
(https://www.greek-language.gr/).


Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου 2023

Σωτήρης Σαράκης, "Δύο ποιήματα"





ΠΡΟΛΟΓΟΣ


Θα σου μιλήσω
για όλα όσα έζησα, όλα
όσα δεν έζησα, λάθη
και παραλείψεις, πότε
δισταγμοί, πότε απερισκεψία
και πάντα οι άλλοι που ασφαλώς
φταίνε για όλα, οι συγκυρίες
που ορίζουνε τον βίο μας, πίκρες
χαρές, μια ολόκληρη
ζωή και δεν τελειώνουν, σύμφωνα
με το πνεύμα των καιρών καταλεπτώς
θα τα ιστορήσω, ουδέν
κρυπτόν, κι ας είμαι, ας παραμένω
άνθρωπος άλλης εποχής, έχω τον τρόπο

έχω τον τρόπο μου, χωρίς
αναστολές, την πάσα αλήθεια,
με καθαρή φωνή, φιλομαθή
αναγνώστη, για όλα
της Αγίας Σιωπής
θα σου μιλήσω ανήμερα.





ΤΟ ΑΔΙΚΗΜΕΝΟ ΠΟΙΗΜΑ


Στο ποίημα μη δίνεις εξηγήσεις.
Στο ποίημα αν μονομιάς
δε βγει το βάσανο στο φως
μην περιμένεις προκοπή, κοίτα
ν’ αλλάξεις δρόμο, σβήσε
και γράψε όσο αντέχεις, όμως αν
πάλι σκοντάφτει, πάλι αρχίζεις
εκείνη την επίμονη
πολιορκία του στόχου, μην
ενδώσεις, κι έχε
τον νου σου, κίνδυνος
μεγάλος να ξεγελαστείς, η γνώμη μου
καλύτερα άφησέ το
στη μέση του ή στην αρχή του, άφησέ το

μικρό
πολύ μικρότερο κακό από ένα
παραφορτωμένο
ποίημα που θα βολοδέρνει
μετέωρο μεταξύ
ποίησης και αφόρητης
πεζότητας, λυπήσου-το

αυτό το αδικημένο ποίημα, λυπήσου.



                                                                  Σωτήρης Σαράκης




Πηγή: Περιοδικό Σταφυλή τχ. 4, Απρίλιος 2023.

Στην επάνω εικόνα:
Vincent van Gogh, «Evening: The End of the Day» (after Millet) (1889).



Το 4ο τεύχος του περιοδικού Σταφυλή


Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2023

Δημήτρης Τσικριτέας, "Επτά ποιήματα"




Ένα κύμα


Ένα κύμα
Της αυγής η ορχήστρα
Τον ήλιο ανυψώνει
Πάνω στο χαμόγελο των κοριτσιών
Στεγνώνει μυστικά το δάκρυ
Ανεπαίσθητα ανασαίνει ο αγέρας
Τα μαλλιά αθόρυβα ντύνει
Προτού το θρόισμα των δέντρων
Τα σκιάσει
Προτού κρυφομιλήσει τ’ όνειρο
Αγαπημένες μνήμες
Διπλωμένες στο χρόνο…

                                            23\08\23





Στη Σκάλα...


Το μελιχρό σου βλέμμα
με τα δάκτυλα κλείνω
στην παλάμη μου
Τη μέρα με άσπρο σεντόνι τη ντύνω
Νύφη
και την επιθυμία δένω
στα κλαδιά του ανέμου
στο διάπλατο κατώφλι
της πόρτας του ονείρου...

                                            13\08\23





Φωνή απόγνωσης τον ουρανό καλεί


Φωνή απόγνωσης καλεί τον ουρανό
μάρτυρα αδιάψευστο της καταστροφής
στάχτης λυγμοί τα δάκρυα
στις φλέβες της γης κυλούν
στις πέτρες στις ρωγμές της
ας γίνουνε βροχή
η καρδιά να φυτρώσει στις  στάχτες
στους καμένους των δέντρων κορμούς
να θρασέψει
να ρθούνε πάλι τα πουλιά
το σύνορο να κελαηδήσουν της ζωής
και το ασίγαστο φως

Ποιο βλέμμα
τον άνεμο σηκώνει πάνω από τα σύννεφα
ποιο τον κόσμο ξεκλειδώνει
γεννώντας το θρόισμα των φύλλων
Ποια μορφή τον δρόμο μου ακολουθεί
και ποια ιδέα του δικού μου προηγείται
βηματισμού και σκορπά την καταχνιά
Ω! άνθρωπε
δεν κοιτάς κι αν κοιτάς δεν βλέπεις…





Το γαλαζοπράσινο χρώμα


Το γαλαζοπράσινο χρώμα
ατένιζα
της θάλασσας
και το βαθυπράσινο βύζαινα
λαμπύρισμα των ματιών σου
από την άκρη του βουνού
στην άλλη άκρη τ’ ουρανού.
Λεβάντες και Μαΐστρος
σ’ ένα αργό χορό καλούν το κύμα
και δυο δελφίνια αντικριστά
του πέλαγου ορίζουνε
το σχήμα...

                                            01\08\23





Κόπασε η μέθη


Κόπασε η μέθη
της θάλασσας το κύμα
στέγνωσε ο γιαλός
και γέννησε τη λήθη

Στα πεσμένα
φύλλα και στη χλόη
κρύφτηκε η Ελπίδα
μα ένα πουλί
τη φωνή οδηγεί
στον πλατύστερνο ουρανό
σύννεφο γίνεται
βροχή
σβήνει η φωτιά
η φωτιά που αγαπά
τον άνεμο
το χαμομήλι
τις βουνοκορφές...

                                            19\08\23





Κάποιος από τους δυο μας πρέπει να δραπετεύσει


Κάποιος από τους δυο μας
πρέπει να δραπετεύσει πρώτος
από της νύχτας το σκότος
από εκείνο το σκοτάδι
που λεκιάζει γλυκά το κορμί
και κυκλοφορεί αθόρυβα στις ψυχές μας
πιο βαθιά πιο ρηχά
στο λαβύρινθο των γκρίζων ψευδαισθήσεων

Το βλέμμα τώρα ακροβατεί
στον καπνό του τσιγάρου σου
τα μάτια τσούζουνε, δακρύζουνε
πώς να ξεχωρίσει η βροντή του ουρανού
απ’ τη βροντή στα έγκατα της γης
αστείες αυταπάτες μιας τριγωνικής σκέψης
μόνο το όνομά σου παραμένει σκαλισμένο
ξεχασμένη γραφή στην παλάμη

Μύστες γίναμε άγνωστης θρησκείας
όπου η πνοή σου είναι  ο αέρας μου
κι η κάθε της στιγμή αγγίζει το αέναο
ενσωματώνεται στον πυρήνα ενός αόρατου
κι αδιαπέραστου βλέμματος
και περιστρέφεται τριγύρω από το πεπρωμένο μας
αδιάκοπα ριγεί  βρυχάται και ομολογεί
το μέγεθος
χωρίς να μπορεί να ξεφύγει απ’ αυτό
του σφάλματος
μια έλξη φυσική το κρατά δέσμιο
στη μοίρα του για πάντα…

                                            16\05\23





Η πέτρα χτίζει τον χτίστη


Πέτρα την πέτρα έχτιζε γοργά
μην τον προφτάσει η νύχτα
τον πρόσμενε
γλυκό φιλί, γλυκό ψωμί
ο γυρισμός στο σπίτι
κι απ’ την λαχτάρα της ψυχής
και περιττής βιασύνης
τα παραθύρια έχτισε
και σφράγισε τις πόρτες

Κλεισμένος τώρα αμήχανος
τα χέρια του μισεί
που σφάλισαν το όνειρο
στης πέτρας τη σιωπή

                                            7\11\20





Τα ποιήματα «Φωνή απόγνωσης τον ουρανό καλεί» και «Κάποιος από τους δυο μας πρέπει να δραπετεύσει», δημοσιεύονται για πρώτη φορά στο παρόν ιστολόγιο.
Τα ποιήματα «Ένα κύμα», «Κόπασε η μέθη», «Στη Σκάλα» και «Το γαλαζοπράσινο χρώμα», έχουν δημοσιευθεί στη σελίδα fb του Δημήτρη Τσικριτέα.
Το ποίημα «Η πέτρα χτίζει τον χτίστη» έχει δημοσιευθεί στη συλλογή του «Κρυμμένα λόγια», εκδ. Δρόμων, 2022.


Στην εικόνα: J. M. W. Turner, «Sun Setting over a Lake» (1840).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2023

Κώστας Θ. Ριζάκης, "άμυνα των ακτών"





άμυνα των ακτών


τραγούδια ή παρατράγουδα; ‒ ιδού κ’ η διάθεσις
που εδώ στιγμής δίλημμα επαναφέρει ψευδώς δε
ανασυρ(ό)μενον εφόσον καίει η ισχύς του παλαιά
το ζόρι κεκτημένον αεί τραγούδι ελληνότροπον κι
όχι ελληνοπρεπές σε ποικιλόσχημον άκουσμα μεν
βαθύπλουτα ηχηρόν διό στιγματισμένον τού καη-
μού κατακαβουρντισμένον μα η μάνα ανώνυμος
κερνάει ενώ πάλης ρακές τσιρόπουλα στα χώματα
του αδίκου καταφέρονται πώς πείθονται και οι νότες

σφικτοδομείται ντοκ φωνής τα φαύλα ετράπησαν πρό-
                                       σω φυγής πάσης εκτός θαλάσσης



                                                        Κώστας Θ. Ριζάκης




Ο ποιητής Κώστας Θ. Ριζάκης (Λαμία, 1960) εξέδωσε δώδεκα συλλογές, τη μία συγκεντρωτική (των εξ πρώτων γ΄ επαν. Κουκκίδα 2020). Διηύθυνε ή και συνδιηύθυνε επτά έως τώρα (σε εννέα εν συνόλω περ.) λογ. περιοδικά. Επίσης, επιμελήθηκε περί τα 200 βιβλία (ιδία ποιητικά), αρκετά αφιερώματα σε έντυπα άλλων, καθώς και τιμητικούς τόμους σε μορφές (Κ.Ε. Τσιρόπουλο, Γ. Πέγκλη, Μ. Μέσκο, Ο. Αλεξάκη, Σ. Σαράκη, Ζ. Σαμαρά, Β.Π. Καραγιάννη, Γ.Χ. Θεοχάρη, Δ. Αγγελή τα τελευταία 2 υπό έκδοσιν) τής λογοτεχνίας μας. Ενασχολείται δε και συνεχίζει, με τη σύγχρονη γυναικεία γραφή (Ζ. Δαράκη, Λ. Παππά, Μ. Καραγιάννη, Κ. Κούσουλα, Χ. Κουτσουμπέλη, Έ. Λάγκε, Έ. Κορνέτη, Ν. Κεσμέτη, Κ. Ρουκ, Μ. Κουγιουμτζή, Α. Μπακονίκα, Ά. Γρίβα, Δ. Δημητριάδου, Ν. Χαλκιαδάκη). Πρόσεξε πολύ όσους νεώτερους άξιους. Τελευταία του συλλογή (με τον Σταύρο Σταμπόγλη) η, πυξίδα ουρανομήκης, εκδ. Παρέμβαση 2023. Έχουν γραφεί και εκδοθεί πολυάριθμα μελετήματα για το ποιητικό του έργο.




Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: Γεώργιος Ιακωβίδης, «Παιδική Συναυλία» (1884-90).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2023

Τόλης Νικηφόρου, "μια τρύπια δεκάρα"





έμπνευση


σαν άγραφο χαρτί οι μέρες
απλώνονται ατέλειωτες
η μια μετά την άλλη
εκτελεστικό απόσπασμα
που παρατάσσεται μπροστά
σε πρόσωπο με δεμένα μάτια

όταν δεν ανάβει η φλόγα
τον ουρανό δεν σκίζει ξαφνικά
λυτρωτική η αστραπή εκείνη





πότε χαράζει


χαράζει νωρίς ή αργά
ανάλογα με την εποχή
ανάλογα με τη χώρα

για μένα χαράζει όταν χαμογελάς





προσμονή


ο καθένας κάτι σπουδαίο
περιμένει με λαχτάρα
να κερδίσει το λαχείο
να του δώσουν το βραβείο
να κάνει ένα μακρινό ταξίδι

εγώ περιμένω ν’ ακούσω
τα βήματα σου στα πλακάκια





μάγισσα


μια ερωτευμένη μυγδαλιά
που ανθίζει μες στο καταχείμωνο

ένα πλοίο που ξάφνου καταπλέει
στο έρημο νησί του ναυαγού

φωτεινή μια αστραπή
που σκίζει το πυκνό σκοτάδι

θερμό και τρυφερό ένα χέρι
που απλώνεται στην παγωνιά

μια αγκαλιά για τον ξενιτεμένο
που επιτέλους επιστρέφει στην πατρίδα

όλα αυτά και κάτι ακόμη
μυστικό μεθυστικό ιαματικό
είναι το χαμόγελο σου





παλίρροια ή το βέλος του χρόνου


η ζωή των θνητών θα ’πρεπε να ’ναι
όπως τα τρελά νερά του Ευρίπου
που κάθε τόσο αντιστρέφεται η ροή τους

μια παλίρροια να κυριαρχεί
και στη σύντομη ζωή των ανθρώπων
από τα νήπια και την εφηβεία
να φτάνει κάποτε στην ωριμότητα
και ύστερα σταδιακά να επανέρχεται
στο πρώτο βλέμμα τα πρώτα βήματα
στην έκθαμβη ανακάλυψη του κόσμου

ας ευαρεστηθεί ο μέγας τοξότης
αιώνια σκοτεινός κι ανεξιχνίαστος
ίσως με μια δεύτερη σελήνη
να ρυθμίσει το επίγειο βέλος του χρόνου
όπως εν τη σοφία του τα νερά του Ευρίπου





γιατί γράφω συνεχώς


τι νόημα έχει ακόμη ένα βιβλίο
κάθε χρόνο ή και κάθε εξάμηνο;

σε μοναχικό δωμάτιο
η σε πολύβουη καφετέρια
μικρής μακρινής πόλης,
ή και μεγαλούπολης
ακόμη και σε διπλανή οικοδομή
κάποιο κορίτσι στα δεκαοχτώ
ως τα εξήντα οχτώ και βάλε
νιώθει ένα χέρι αδερφικό
απαλά να της χαϊδεύει τα μαλλιά
διαβάζει και δεν είναι πια μόνο
διαβάζει και δακρύζει

για το κορίτσι εκείνο γράφω





Από τη συλλογή «μια τρύπια δεκάρα», εκδ. Μανδραγόρας, 2023.

Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2023

Νίκος Γεωργόπουλος, "Σπασμένο βέλος"




ΜΑΓΓΕΛΑΝΟΙ

                              Δεν χτίσαμε ποτέ το γυάλινο κάστρο.
                      Περάσαμε όμορφα όμως σχεδιάζοντάς το.
                                                  THE GLASS CASTLE

                                                           στον Σπύρο
Παΐζη


Σηκώσαμε τις άγκυρες και στ’ άλμπουρο σινιάλο
παντιέρα πορφυρόμαυρη που ’χαμε φυλαγμένη
στο τσούρμο μας αντίδωρο τον θάνατο· ρεγάλο
ταξίδι κακορίζικο σ’ άγνωστη γη διωγμένοι.

Στην πλώρη μας ακρόπρωρο ένα λευκό γεράκι
ο μύθος λέει έσερνε πίσω του μια κατάρα
οι Σκύθες το σκαλίσανε απ’ την Αρχαία Θράκη
μα το σπρωξ’ ένας έμπορος για μια τρύπια δεκάρα.

Του νότου άστρο πήραμε μια χούφτα Μαγγελάνοι
κουρέληδες ξυπόλητοι δεν βρίσκουμε μι’ ατόλη
φιλόξενη σαν χίμαιρα μ’ απάνεμο λιμάνι
να σβήσουμε ανώνυμοι σε κάποιο αραξοβόλι.

Σε χάρτες αταξίδευτους σχεδιάζουμε πορεία
να πάμε να φουντάρουμε μια χάρτινη σχεδία.





ΑΔΕΙΑ ΑΝΘΡΩΠΑΚΙΑ


Μεσοτοιχία την ψυχή μας φοβισμένη
αφουγκραζόμαστε τον άλλο σιωπηλά
ένας ξερόβηχας που πάντα επιμένει
σε νύχτες άυπνες κρατάει συντροφιά.

Τηλεπλασιέ σε μια συχνότητα προσμένει
να μας πουλήσει σε φιξάκια λησμονιά
για την ζωή μας που περνάει ρημαγμένη
και στον ακάλυπτο φουντάρει από ψηλά.

Στη πόρτα απ’ έξω μια φωνή απελπισμένη
καμιά ανταπόκριση από μέσα δεν περνά
στον καναπέ μας όλοι χρόνια πεθαμένοι
κι ο θάνατος μας άλλους θάνατο κολλά.

Σαν τα στικάκια στο ψυγείο κολλημένα
άδεια ανθρωπάκια σ’ αφασία στοιχισμένα.





ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΒΕΛΟΣ


Με ένα πατίνι αυτοσχέδιο τσουλώ
σ’ ένα κατήφορο αφήνομαι να πάω
κανένα μέντορα ποτέ μου δεν ρωτάω
μία παρόρμηση μονάχα ακολουθώ.

Βγαίνει ο Έρωτας και τον πετροβολώ
και τις παγίδες του συχνά περιγελάω
την πανοπλία μου ποτέ μου δεν φοράω
και ένα βέλος του σπασμένο αναζητώ.

Το δαίμονά μου στα κρυφά αποπλανώ
που τα σκοτάδια του μ’ αφήνει να κοιτάω
μετά, ραγίζω στον καθρέφτη μου και σπάω
και στα κομμάτια μου γυρεύω να με βρω.

Οι έρωτες και οι φόβοι συναντιόμαστε
παλεύουμε, νικάμε και νικιόμαστε.


Από την ενότητα:
«Unaccompanied»





ΤΟ ΖΕΪΜΠΕΚΙΚΟ ΤΟΥ ΠΗΓΑΣΟΥ

                                 στη μνήμη του Νίκου Ρεπάνη


Μ’ ένα ζεϊμπέκικο ξυπνάς κάποιο πρωί
σε μια πίστα απ’ τον δρόμο φωτισμένη
τζούρα τραβάς από τα βάθη σκοτεινή
μ’ έναν σουγιά πνοή αφήνεις χαραγμένη.

Γέρνεις τ’ ατίθασο κορμί στην κουπαστή

να ξεγελάσεις του θανάτου την αγέλη
κλείνεις τα μάτια μα αφήνεις ανοιχτή
μια χαραμάδα σ’ έναν ήλιο π’ ανατέλλει.

Σέρνεις τα βήματα στην πόρτα του Θεού

ο δαίμονάς σου έναν Πήγασο σελώνει
ένα τραγούδι απ’ το στόμα του τρελού
μια καταιγίδα που ξεσπά και τα σαρώνει.

Απέναντί σου όλος ο κόσμος μι’ αντηλιά

αντανακλά το μαύρο φως και σε τυφλώνει
τα χέρια απλώνεις και τ’ ανοίγεις σα φτερά
αφήνεις πίσω μια κατάρα που στοιχειώνει.
 

Από την ενότητα:
«Cafè Bourbon»





ΦΥΛΑΚΕΣ ΟΝΕΙΡΩΝ


Αναρωτιέμαι όταν μονάχος μου βρεθώ
κι ακολουθώ τα ίχνη που είχα αφήσει
αν με τον ίσκιο μου ξανά συναντηθώ
μέσ’ τη σκιά του αν θα μ’ αναγνωρίσει.
Κι αν απ’ το χέρι πάλι με κρατήσει
να επιστρέψουμε μαζί στα πίσω χρόνια
να βρούμε τη φωλιά που το είχα κρύψει
τ’ όνειρό μου να φυλάνε τα τελώνια.
 
Κι όταν αφήνομαι στις σκέψεις να χαθώ
τ’ ανείπωτα ουρλιάζουν στο μυαλό μου
αναρωτιέμαι αν με ρωτήσουν τι θα πω
χαμένος σα βρεθώ στον εαυτό μου.
Επιστροφές στην τσάντα ταχυδρόμου
που οι παραλήπτες χάθηκαν στα χιόνια
μα εγώ θα βρω στην άκρια του δρόμου
τ’ όνειρό μου να φυλάνε τα τελώνια.
 
Κι όταν στ’ απόκρυφα του νου μου αφεθώ
να ταξιδέψω στις πιο μύχιες μου τις σκέψεις
σε ένα ξέφωτο της μνήμης θα σταθώ
να βρεις τον δρόμο να έρθεις να με κλέψεις.
Τα μάγια μου να λύσεις με τις λέξεις
και να κινήσεις στην σκακιέρα μας τα πιόνια
και τότε θα σε κάνω να πιστέψεις
στ’ όνειρό μου που φυλάνε τα τελώνια.
 
Ω σκιά μου εσύ του νου φυλακισμένη
που μου κρατάς τα γκέμια απ’ τα δαιμόνια
απάντησέ μου και μη μένεις φοβισμένη
φυλάνε τ’ όνειρό μου τα τελώνια;


Από την ενότητα:
«Pilotina»




Από τη συλλογή «Σπασμένο βέλος», ΑΩ Εκδόσεις, 2023.