Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019

Τάσος Λειβαδίτης, "Σκοτεινή πράξη"




ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΠΡΑΞΗ
(Χορικό)


ΑΙΩΝΙΑ κυνηγημένοι, διωγμένοι από παντού, και μόνο το τραγούδι μας, καμιά φορά, θλιμμένο
μαρτυρούσε το δρόμο, ή άλλοτε για να ξεφύγουμε, σε θρύλους, όπως σε σιωπηλή γυναίκα,
γερνάμε, ή γινόμαστε απλοί, τόσο που μας έχαναν.
Κι αλήθεια, κατά πού πέφτει η βασιλεία,
και μόνος ο καθένας μας θ’ ακούσει το ράγισμα ενός άστρου,
αργά, τη νύχτα.





~*~


ΑΙΩΝΙΑ, σκοτεινή αποδημία, λαοί που πλανιούνται από όνειρο σε όνειρο,
πουλιά που διασταυρώνονται με το ποτέ ή το πουθενά.
Κι ίσως τα δέντρα στάθηκαν μαντεύοντας το άσκοπο του δρόμου.





~*~


ΠΑΝΑΡΧΑΙΟ, σκοτεινό παιχνίδι, όπου ο ποιητής ξέρει να χάνει με μιαν απρόβλεπτη κίνηση.





~*~


Ο ΑΤΕΛΕΙΩΤΟΣ πυρετός των δρόμων, οι μεγάλες απόπνοιες απ’ τις πυρκαγιές,
και πάλι παλιές διηγήσεις, ενώ το ήρεμο αδράχτι των γυναικών
οδηγούσε μυστικά τις ώρες. Κανείς δεν μας αναγνώρισε όταν γυρίσαμε,
καθίσαμε κι εμείς μες την ανωνυμία μας, σαν τον ξυλοκόπο
μες στη συγγνώμη των δένδρων, ώσπου σιγά σιγά μας ξέχασαν,
δεν είχαμε ούτε όνομα, ούτε προσδοκία. Όπως τ’ αγάλματα είναι αθάνατα,
συντηρώντας μια θνητή μας ώρα.





~*~


ΟΛΗ ΜΑΣ τη ζωή ούτε μια νύχτα δε μείναμε χωρίς αυτόν, έτσι που ν’ αναρωτιέται κανείς αν έχει κάποια θέση μες στη ζωή του, κι όταν μιλούσαμε σ’  ένα άδειο πανέρι ή με μια περαστική σκιά, ήταν, ίσως, ένας αιώνιος υπαινιγμός που δεν μας απαντούσαν, αφού όσο ελπίζουμε, τόσο πιο ανέτοιμους μας βρίσκει, κι ύστερα, καθώς πλησιάζαμε στα μαύρα δένδρα, θυμήθηκα τις παλιές κλειστές κάμαρες, την ώρα που το κερί στάζει αργά, ώσπου άξαφνα σβήνει μες το ανεπανόρθωτο,
το βλέμμα μου γαντζώθηκε τότε στην κουρτίνα με τέτοια επιμονή, που η κουρτίνα κινήθηκε, αφήνοντας να φανεί η μικρή επιτάφια πλάκα, που παιδιά την είχαμε κάποτε ανύποπτα αγκαλιάσει, και κατοικούσε από τότε με άλλα ακατανόητα πράγματα μες στη σιωπή της καρδιάς μας.





~*~


Σ’ ΟΛΟ το μάκρος της Ιστορίας πρόσωπα πέτρινα, δίχως μάτια, μας έχουν κοιτάξει,
κι ω, χαμένο μας όνειρο, που μας βοήθησες να πεθάνουμε.





~*~


Η ΙΣΤΟΡΙΑ μας είναι αιώνια, μα εμείς ένα ελάχιστο κρατάμε,
εφήμερες εικόνες του ύπνου μες στην αγρύπνια του Θεού.
Κι όποιος γυρίζει σπίτι του, είναι νικημένος.





~*~


ΕΝΩ ο γερο-ραψωδός, που θάψαμε χτες, και το παιδί που ακούμπα-
γε δισταχτικά
τα δάχτυλα στη λύρα ήταν κιόλας συνομήλικοι
όσο προχωρούσε το βράδυ.






Από τη συλλογή «Σκοτεινή πράξη», (1974).
Πηγή: «Τάσος Λειβαδίτης - Ποίηση, (Τόμος δεύτερος 1972 - 1977)», εκδ. Κέδρος 2003, 8η έκδοση.

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2019

Αφροδίτη Φραγκιαδουλάκη, "Το Πορτραίτο" (απόσπασμα)





I

Κρήτη, 28 Οκτώβρη 1940


Τα μικρά παιδιά όλου του κόσμου όταν κοιμούνται είναι τόσο ήρεμα ειδικά στον πρωινό ύπνο. Καμιά δύναμη δεν είναι ικανή να τους χαλάσει τη γλύκα του. Εκείνο το πρωί ήταν τελείως διαφορετικό για μένα, Καλλιόπη, που ήμουν μόνο πέντε χρόνων. Ένα τρομακτικό βουητό ακούγεται στον ουρανό του χωριού μας που με ξυπνά. Φοβούμαι. Τι είναι αυτό που μουγκρίζει κι απομακρύνεται για λίγο για να ξανάρθει πιο δυνατό λες και θέλει να πέσει στο σπίτι μας; Τότε δεν υπήρχαν μηχανήματα ή άλλου είδους εργαλεία όπως σήμερα ώστε να έχουν συνηθίσει τ’ αφτιά μας σε τέτοιους θορύβους, και τούτο το άγνωστο μουγκρητό στο ήσυχο χωριό μας ήταν πρωτόγνωρο για όλους μας. Οι γονείς μας ανήσυχοι πηγαινοέρχονται μέσα έξω στα σπίτια και κουβεντιάζουν αναμεταξύ τους μεγαλόφωνα. Εμείς τα παιδιά, θες από τον ύπνο, θες που ακούγαμε για πρώτη φορά λέξεις που δεν καταλαβαίναμε, εκείνο το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου ξυπνήσαμε θέλοντας και μη.
Ο μεγαλύτερος αδερφός μου ο Μιχάλης, που ήταν εννιά ετών, κάτι μισόλογα μου λέει, ότι αυτό το αφύσικο βουητό είναι αεροπλάνο. Άλλο πάλι και τούτο, ένα σιδερένιο πουλί να πετά στον αέρα με τόσο θόρυβο. Οι μεγάλοι να λένε και να ξαναλένε: «Πόλεμος! Πόλεμος!» Δε θα ξεχάσω ποτέ, Καλλιόπη, τη βαβούρα του κόσμου και την επανάληψη της λέξης «πόλεμος». Είναι μια λέξη που δεν ήξερα τι θα πει, αλλά η αναστάτωση κι η συμπεριφορά των μεγάλων δημιουργούσε σε μας τους μικρούς δέος και μεγάλη τρομάρα. Δε γνωρίζαμε, βλέπεις, από πολεμικά παιγνίδια, γιατί παίζαμε μόνο με ό,τι είχε να μας προσφέρει η φύση: μύλους, αμάδες, ντελή* κι άλλα τέτοια πολλά.
Ύστερα από λίγη ώρα έρχεται στο σπίτι ο πατέρας κι έχει στον κάδο του κάτι στενόμακρα χαρτιά που τα λένε «προκηρύξεις». Τα έριχνε, λέει, το σιδερικό πουλί απ’ τον ουρανό. Οι προκηρύξεις γράφουν ότι η Ιταλία μάς κάνει πόλεμο. Ποια είναι πάλι αυτή η Ιταλία, καμιά αγριογυναίκα; Και τι πόλεμο θα μας κάμει μια γυναίκα με τόσους άντρες που έχει το χωριό μας;
«Όχι μωρέ, χώρα είναι» προσπαθεί να με διαφωτίσει ο πατέρας μου, βάζοντάς με προστατευτικά στην ποδιά του. Η μυρωδιά του, που άλλες φορές αρκούσε να με καθησυχάσει, τώρα δεν μπορεί να με βοηθήσει ν’ αντιληφθώ τι είναι αυτή η «χώρα» και θέλει να μας την πάρει μια άλλη. Άντε να καταλάβω εγώ τόσο μπερδεμένα λόγια πρωί πρωί κι αγουροξυπνημένος.
Ο πατέρας μού εξηγεί: «Η Ιταλία είναι χώρα σαν την Ελλάδα μας, έχει έναν αρχηγό που τον λένε Μουσολίνι και θέλει να μας κάμει πόλεμο, Γιωργιό».
«Μπαμπά, εμείς δεν έχομε έναν αρχηγό να τον λένε κι αυτόν Μουσολίνι, να κάμει μαζί του πόλεμο όπως κάνουν τα μεγάλα παιδιά κάθε βράδυ στις γειτονιές που παίζουν;» ρωτούσα με αγωνία. Ο πατέρας χαμογελούσε και μιλούσε με τους γειτόνους που είχαν κοπιάσει στο σπίτι. Διάβαζαν και ξαναδιάβαζαν τις λέξεις στα χαρτάκια – τις προκηρύξεις. Ήταν ακαταλαβίστικες καθώς φαίνεται και γι’ αρκετούς μεγάλους. Ο πατέρας εξηγούσε και σε κείνους. Μουρμούριζαν γι’ ανηφόρες, κατηφόρες, φώναζαν: «Θα τον διώξουμε τον εισβολέα» κι άλλα παρόμοια. Μιλούσαν για επιστράτευση, για τροφές, για καταφύγια, για όπλα. Όλα φύρδην μίγδην· πού να βρει κανείς άκρη;
«Τι ’ναι πάλι αυτή η επιστράτευση;»
«Επιστράτευση» εξηγεί για πολλοστή φορά ο πατέρας με ψύχραιμη φωνή, «σημαίνει ότι πρέπει όλοι οι νέοι του χωριού να πάνε και να γίνουν φαντάροι». «Πού θα πάνε; Τι θα κάνουν εκεί;». Άντε πάλι απορίες μικροί και μεγάλοι.
Οι τελευταίοι μάς βάζουν κάτι αγριοφωνάρες να μην μπλέκομε στα πόδια τους. Άλλοι δε μας δίνουν καθόλου σημασία. Ποιον να ρωτήσομε και τι να ρωτήσομε, τι να μας πουν και τι να καταλάβομε εμείς απ’ όλα αυτά; Τα μεγαλύτερα παιδιά κάτι πρέπει να καταλαβαίνουν, αλλά σε μας δε λένε τίποτε. Κάνουν και κείνα όπως οι μεγάλοι, μας βάζουν καμιά άγρια φωνή να καθίσομε ήρεμα.
Οι νέοι ρωτούν αναμεταξύ τους: «Εσύ ποιας κλάσεως είσαι; Εγώ είμαι του 38, πού πρέπει να παρουσιαστώ;». Οι ακαταλαβίστικες κουβέντες συνεχίζονται. «Φεύγει για το μέτωπο ο τάδε. Ο δείνα πάει για τα έμπεδα**». «Τον άλλον δεν τον παίρνουν, τι να τον κάμουν; Αυτός δεν είναι άξιος ούτε για να καθαρίζει κρεμμύδια». «Μωρέ όλοι τους χρειάζονται» λέει άλλος πιο γνώστης των πολεμικών που είχε ήδη πάει φαντάρος.
Οι πιο αντρειωμένοι γελούσαν: «Μωρέ τον Μουσολίνι θα τον πετάξομε γρήγορα στη θάλασσα μετά βεβαιότητος».
Οι γυναίκες προβληματισμένες δώστου να σταυροκοπιούνται, μα και πολλοί από τους άντρες. Ειδικά οι νιόπαντρες έκλαιγαν τη μοίρα τους που θα έφευγαν οι άντρες τους, όπως κι οι περισσότερες μανάδες ότι θα χάναν τα παιδιά τους σ’ αυτόν τον πόλεμο «και τι να κάνομε, συμφορά». Δε συμμετείχαν σε αστεία και πειράγματα, τις έκαιγε πικρός καημός στα στήθια. Τα τύμπανα του πολέμου χτυπούσαν στ’ αφτιά τους πολύ άσχημα και το μαχαίρι του πόνου όλο και πιο βαθιά καρφωνόταν μέσα τους. Τα δάκρυα δε σταματούσαν να κυλούν στα αυλακωμένα τους μάγουλα, που ούτε το μαύρο τσεμπέρι δεν μπορούσε να τους τα κρύψει.
Στο καφενείο του μπαρμπα-Νικολή έχει ένα κουτί κι είναι πολλοί γύρω του και το ακούν. Απέξω στην πόρτα οι μικροί πατούν ο ένας τον άλλον για να το δουν το κουτί που μιλεί. Απαγορεύεται να μπουν πριν βγάλουν μουστάκια και φορέσουν μακριά παντελόνια. Το κουτί τραγουδά κιόλας πότε πότε εθνικά τραγούδια. Μωρέ, πώς χωρούν άραγε τόσοι άνθρωποι μέσα να μιλούν και να τραγουδούν επίσης;
Όμως η φωνή ακούγεται πολύ βραχνιασμένα ή χάνεται τελείως. Αυτοί που στέκουν τριγύρω, επειδή δεν αντιλαμβάνονται και πολλά, τα βάζουν με μας τα παιδιά. «Σκάσετε, μωρέ, να καταλάβομε τι λέει το ράδιο». Να που μάθαμε ότι το κουτί που μιλεί και τραγουδά το λένε ράδιο. Κολλούν το αφτί τους πάνω κι όταν δεν ξεκαθαρίζουν τι λέει, του πετούν στα γρήγορα και μια δυο παλαμιές για ν’ ακουστεί καλύτερα. Μπαινοβγαίνουν και στ’ άλλα καφενεία. Κι εκεί η ίδια κατάσταση. Αυτά όμως δεν έχουν κουτιά που να μιλούν και να τραγουδούν, αλλά η φασαρία των θαμώνων είναι εντονότερη και οι συζητήσεις δεν έχουν σταματημό αναμεταξύ των, ώστε δεν καταλαβαίνει κανένας τι λένε όλοι τους.
Τι μέρα είναι κι αυτή η σημερινή, Θεέ μου. Θα συνεχιστεί άραγε η αναταραχή πολλές μέρες έτσι ή θα ξεχαστεί σε λίγο όπως τόσα και τόσα ξεχνιούνται με τον καιρό; Για πρώτη φορά τα παιδιά δεν ασχοληθήκαμε με παιγνίδια, μόνο ήμασταν κοντά με τους μεγάλους, βήμα βήμα, ν’ ακούομε τι συμβαίνει.
Πήγαμε νωρίς στα κρεβάτια μας μετά το φαγητό, αφού τα βράδια δεν επιτρεπόταν να καθίσομε μαζί τους για πολλή ώρα. Εκείνοι ειδικά απόψε δε θα κοιμηθούν καθόλου. Όλη τη νύχτα θα συζητούν για τον μεγάλο πόλεμο και τι μέτρα προστασίας θα πάρουν. Το σπουδαιότερο πώς θα αντιμετωπίσουν την έρημη πείνα που συνήθως δημιουργεί ένας πόλεμος σ’ όλο τον κόσμο.
Για μας τα παιδιά η παράξενη, όλο ένταση, μέρα της 28ης Οκτωβρίου 1940, έλαβε τέλος. Μας πήρε αμέσως ο ύπνος.



Αφροδίτη Φραγκιαδουλάκη



Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Το πορτραίτο», εκδ. Πνοή, 2019.



* Παραδοσιακά κρητικά παιχνίδια.
** Στρατιωτικό τμήμα, που ακόμα και σε περίοδο εκστρατείας, παραμένει στην έδρα του για να αναλάβει την εκπαίδευση των νεοσυλλέκτων και άλλες υπηρεσίες των μετόπισθεν.


Στην εικόνα, σύνθεση αποτελούμενη από το εξώφυλλο του βιβλίου και τη φωτογραφία της Β. Παπαϊωάννου: "Παιδιά που διαβάζουν σε παιδόπολη", (1950).

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

Αλκιβιάδης Μαλλίδης, "Το σώμα σου"




Ωδή Πρώτη


Είμαι όλος το σώμα σου
Το κοραλλένιο φιλί σου όλος
Είμαι το στόμα που φίλησες
Κι έγινε στόμα σου

Είμαι τα πόδια που άνοιξα
Με ένα φύλο που πια άλλαξε
Κι έγινε μια ρωγμάτωση σάρκινη

Είμαι η πένθιμη καρδιά που άνοιξες
Και πια δεν γνωρίζει
Για ποιον χτυπάει

Είμαι το σκοτάδι των ματιών σου
Που στην άβυσσο με έριξαν
Και με κατέσπειραν ρίζα
Που φυτρώνει στο αίμα σου

Είμαι όλος το σώμα σου
Ένας λάγνος καταραμένος ήλιος
Που εκπνέει
Την ώρα της δόξας του





Ωδή Δέκατη Έβδομη


Είμαι όλος τα μάτια σου
Η σκοτεινότητα και το ανίσκιωτο

Είμαι το απόμακρο βλέμμα
Που καθώς έχει αποκοπεί από την καρδιά σου
Δεν μπορώ να εξακριβώσω
Αν έχει σώσει εντός του λίγη αγάπη
Ή αν έχει μόνο την ανειρήνευτη περιφρόνηση
Ενός λαβωμένου θηρίου

Είμαι όλος τα μάτια σου
Η εμμονική όραση προς το πρόσωπό σου
Που στέκεται εμπρός μου σαν τείχος απελπιστικό
Για να μη μάθω ποτέ
Αν έχει δάκρυα αυτό το θανατερό κοίταγμα
Αν αυτή η πάμψυχρη ομορφιά έχει καλοσύνη





Ωδή Δέκατη Ογδόη


Όλα τα νοήματα εξαλείφονται
Εμπρός στην ενατένιση
Του μελαγχολικού απείρου
Που απαυγάζει το άδειασμα του ματιού σου

Όλα τα βήματα δεν οδηγούν πουθενά
Όταν με το αιωνόβιο άγγιγμά σου
Ξεθάβεις τα πιο βαθιά και βαριά δάκρυά μου
Που ποτέ δεν λυτρώθηκαν με λυγμούς





Ωδή Εικοστή Ένατη


Τι βρήκα στην κοιλάδα της παλάμης σου;
Τι βρήκα στην κοιλάδα της κοιλιάς σου;
Τι βρήκα στην κοιλάδα των μηρών σου;

Βρήκα το τριανταφυλλένιο σώμα σου λυπημένο
Σε ένα ατακτοποίητο κρεβάτι
Ημιάγρυπνο σε μια αγκαλιά γυμνή

Βρήκα το ξεθωριασμένο ρολόι της καρδιάς σου
Να δείχνει μία ώρα πίσω
Κάτι θαυματουργό που δεν πρόλαβε να συμβεί

Βρήκα τους τρεμάμενους ίσκιους μιας παλαιάς αγάπης
Σαν αράχνη να πλέκει
Έναν μακρύ ιστό προσόμοιο με αγχόνη

Σε βρήκα κατάχλομη με μάτια κατακόκκινα
Να τρέχεις μέσα στα άναστρα δάση
Στα νυχτερινά χώματα που έσμιξαν οι σάρκες

Σε βρήκα να ξεκαρδίζεσαι πίσω από ένα ηλιοτρόπιο
Σε μια φωτογραφία που τραβήχτηκε πριν από καιρό
Ξεχασμένη πια χαρά και ηδονή

Σε βρήκα να μου κρύβεσαι μουτρωμένη
Γεμάτη θυμό που σε αγάπησα χωρίς σύμπνοια
Ήδη απούσα και αποσυρμένη από τη ζωή μου





Ωδή Τριακοστή


Είμαι όλος η απουσία σου
Ο μείζων χρόνος της απουσίας σου
Είμαι η απώλεια και το σχίσμα της αγάπης σου
Το επίλοιπο του θανάτου
Που ανθεί στη σιωπή σου και στη λύπη μου

Είμαι όλος η απουσία σου
Η απούσα διάνοιά σου
Τα λόγια σου και οι ψιθυρισμοί που με μάγεψαν
Και ακόμη η χαμένη αίσθηση του προσώπου σου
Το ίδιο το απόν πρόσωπό σου
Το άφθαρτο από τη λήθη

Το ασύντριπτο από τη λήθη
Το αδιατρύπητο από τη λήθη
Διότι όπου λείπεις εσύ
Υπάρχω εγώ
Με τη μέγιστη ένταση
Και τον πιο δυσβάσταχτο πόνο





Από τη συλλογή «Το σώμα σου», εκδ. Γαβριηλίδης, 2019.

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

Τόλης Νικηφόρου, "Κόκκινες πηχτές σταγόνες"




αναμέτρηση


τολμάς
ν’ αφήσεις την πόρτα σου ανοιχτή
και όταν νιώσεις το καυτό του χνώτο
τολμάς και πάλι
να κοιτάξεις το θηρίο στα μάτια

συχνά αδιάφορο εκείνο φεύγει
άλλοτε όμως ξαφνικά
σ’ αρπάζει
με νύχια κοφτερά και δόντια
πίνει αχόρταγα
για να σ’ αφήσει λίγο μετά
εκστατικό και εξουθενωμένο

ποίημα ονομάζονται
οι κόκκινες πηχτές σταγόνες
που κάποτε γλιστράνε
και πέφτουν στο χαρτί





το πιο βαθύ μου κόκκινο


όπως μέσα στα σύννεφα το ηλιοβασίλεμα
το πιο βαθύ μου κόκκινο είναι τώρα

με φως να χαιρετίσω το σκοτάδι
από την παραλία ως τα κάστρα
γνώση ταξίδια και ουρανό
όλη την περιπέτεια της ζωής μου
με κόκκινο βαθύ το πάθος του έρωτα

σαν το πουλί ας φτερουγίζει
μέσα σ’ αυτό το κόκκινο η ψυχή μου
μέσα στο φως που τόσο απελπισμένα
αγάπησε





τώρα και αύριο και παντοτινά


να λούζεται στο φεγγαρόφωτο ο κήπος
με το θαλασσινό αεράκι
ανάλαφρα να ψιθυρίζουν τα φυτά

να ’ναι έκπληκτα τα χρώματα, βουβά
κι οι ευωδιές μεθυστικές τριγύρω
στο χώμα ένα ρίγος σαν από ψηλά

κι εκεί στη μέση εσύ να λάμπεις μαγικά
ένα όνειρο εκθαμβωτικό μια μελωδία
εκεί στη μέση εσύ να είσαι ο έρωτας

όλα όσα λαχταράει η καρδιά





στιγμές χαράς


όπως όταν ο ήλιος τρυπάει τα σύννεφα
κι αστράφτει
και θαμπώνει τα μελαγχολικά της μάτια

όπως όταν η δίψα εκείνη
ξάφνου από μέσα σου αναδύεται
κι είναι δικός σου
είναι ωραίος πάλι ο κόσμος

όπως όταν ένα χέρι τρυφερά
αγγίζει το δικό σου χέρι
και σε μεθάει για λίγο
για λίγο σε ξαναγυρίζει
στα εφηβικά σου χρόνια

κάποιες στιγμές χαράς
που σου θυμίζουν
πόσο απρόσιτη είναι η ευτυχία





γιατί ήρθες τόσο αργά;


δεν ήξερες πως σε περίμεναν
τα χελιδόνια
τα φωτεινά χαράματα
όλα τα ερωτικά ποιήματα του κόσμου;

γιατί ήρθες τόσο αργά
αιώνες τώρα χάθηκα στην έρημο
γυμνός
χωρίς ένα χαμόγελό σου

γιατί άφησες ν’ ασπρίσουν τα μαλλιά μου
ενώ φτερούγιζες στα μάτια μου
για πάντα στα δεκάξι

στο σκοτεινό δωμάτιο
δειλά προβάλλει απ’ τον φεγγίτη
η ξεχασμένη άνοιξη





Από τη συλλογή «Κόκκινες πηχτές σταγόνες», εκδ. Μανδραγόρας, 2019.

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019

Αλέξης Τραϊανός, "Οι μικρές μέρες"




ΟΙ ΜΙΚΡΕΣ ΜΕΡΕΣ


Μια ζωή γέμισα


Μια ζωή γέμισα μια ζωή γεμάτη ινδάλματα
Βιαστικό πέρασμα της ορφανής μουσικής
Ανάμεσα στα πιο λευκά οστά
Εκεί που πάγωναν τα κρύσταλλα
Κι αρχίζανε τα μάτια να θυμούνται
Τυχαία πρόσωπα ολότελα τυχαία
Εκεί που κλείστηκαν οι πεθαμένοι
Βαλμένοι σε μια πέτρα σε μια κίνηση
Αποκοιμίζοντας τον έρωτα σε άλλα γόνατα
Σάρκα στυφή κομμένη από σώματα που έγερναν
Σε χρώματα ηλιακά μέρες και δρόμους
ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΡΟΣΤΑΝ
Χρώματα μέρες δρόμοι που έζησα

Κλείνουν οι δρόμοι ένας ένας
Κλείνουνε πίσω
Πίσω απ’ τα κουρασμένα πόδια μας
Με τα χλωμά παράθυρα με τα φτωχά ινδάλματα
Λόγχη του χρόνου ικρίωμα του καιρού
Κλείνουν τα πρόσωπα τα μάτια μέσα μου
Βαραίνω

Πώς χώρεσαν
Πώς χώρεσαν όλα μέσα μου μ’ αγάπη





Οι μικρές μέρες


Καλοκαίρι στεγνό κίτρινο
Φωλιασμένο στις ρυτίδες των πεύκων
Φωλιασμένο πάλι και πάλι φορώντας το χρόνο
Απουσία και νύχτα
Προσωπείο χλωμό σαν κερί μες στη σκυμμένη αγάπη
Προσωπείο κλεισμένο σε μελανές κάμαρες
Βλέποντας τα δέντρα του λωτού να ψηλώνουν
Σε μελανές κάμαρες τους λωτούς να πληθαίνουν
Ανάστημα από σιωπή
Δάπεδο φυτεμένο την απομόνωση

Έπειτα τόσες φορές πέρασε
Εκείνος ο δυνατός άνεμος
Γκρέμισε αρκετά δέντρα άλλα μαράθηκαν
Ήρθε η μνήμη γυναίκα γυμνή
Ξεσκεπάζοντας ένα χώρο από καθρέφτες
Αρχίζοντας το παιχνίδι
Που προσπαθούμε να συγκολλήσουμε
Μικρά μικρά κομματάκια τις χαμένες μας μέρες
Όλο σκόνη και στάχτη

Παίζουμε πάντα το ίδιο παιχνίδι
Χρώματα φωτεινά χρώματα θαμπωμένα
Κερδίζοντας ακίνητοι ανέκφραστοι
Το βαρύ νόημα να υπάρχουμε
Μέρες ματωμένες από ράμφη πουλιών
Ριγώνοντας τη ζωή μας

Οι μικρές μέρες χωράν μεγάλες λύπες






ΘΑΝΑΤΟΨΙΣ


Αυτά τα ερείπια


Αυτά τα ερείπια τα καμένα φτερά
Αυτόν τον μισόν άνθρωπο άφησε ο σεισμός σου ψυχή μου
Η πυρκαγιά σου αναμμένη από χιλιάδες μοναχικά άστρα

Αν τώρα τούτη η πέτρα είναι το ποίημα η ζωή σου
Αν τώρα τούτη η πέτρα είναι
Η σκονισμένη κλειστή κάμαρα
Τα χαλασμένα σου χρόνια
Αν τώρα τούτη η πέτρα είναι
Το σώμα όπου είδες να πέφτουν
Ένα ένα όλα τα φύλλα η άλλη σου γύμνια
Τότε ξέρεις πως ό,τι έδωσες σε σένα δόθηκε
Ό,τι χάθηκε μέσα σου χάθηκε
Ό,τι είναι να φύγει από σένα θα φύγει
Τότε ξέρεις την περιπέτεια του αίματος
Το δυσοίωνο μέτρημα των σφυγμών
Το μάτι σου που μεγαλώνει να χωρέσει τον κόσμο
Ο κόσμος μίκρυνε χάθηκε

Όχι μόνον εσύ μίκρυνες
Μόνον εσύ αδυνάτισες
Μόνον εσύ χάθηκες
Και δεν μπορείς να σηκώσεις τίποτα
Κι έγινε η καρδιά σου κουρέλι κόκκινο
Ανεμισμένο απ’ τα σκοτάδια
Κι έγινε πλάνη εξαίσια στη φωλιά των κοκάλων
Αθωότητα αποσπασμένη και πεταμένη
Στη σκληρή θάλασσα και τα σκληρά λιθάρια
Φωνή της θλίψης καλώντας για μεταμόρφωση
Καλώντας μ’ ένα χέρι μικρού παιδιού
Να αποτραβήξουν από ’δω αυτό το μουντό φως
Να το πάρουν να το σηκώσουν
Για να μπορέσεις να ξεπεταχτείς
Ν’ αλλάζεις να δειχτείς





Δεν έμεινε κανείς


Θα τη θυμάμαι αυτή την πολιτεία
Με τα τελειωμένα πρόσωπα στη σειρά
Εκεί που και το δικό σου πρόσωπο τέλειωνε
Ανάμεσα σε παραλλαγές σπιτιών σύνολα λουλουδιών
Καθώς χτυπούσε δυο κίτρινα φτερά το καλοκαίρι
Πάνω απ τη βρεμένη εξουσία άλλων χρωμάτων
Το φθινόπωρο ύστερα από κάθε καλοκαίρι
Νεκρά έντομα και συλημένες ήσυχες ακρογιαλιές
Σκύβοντας κι ακούγοντας μόνον την καρδιά τους
Δίχως κανέναν
Δεν έμεινε κανείς μέσα στην πέτρινη καρδιά
Αυτής της αδέσποτης πολιτείας που τόσο περπάτησα
Τις αναμνήσεις της τα άσπρα της άδεια της σπίτια
Με τις παλιές κάμαρες γεμάτες ανθισμένα γυαλιά
Με τις παλιές κάμαρες γυρισμένες κατά το νοτιά
Μέσα στον πυρετό που ολοένα ανεβαίνει
Γυμνώνοντας τα πουλιά
Στην πιο έντονη μουσική των χρωμάτων
Χέρια άδεια σα λυμένα μαλλιά
Δικά σου
Ορθωμένα σαν προαιώνια θλίψη μες στο άφεγγο ψύχος
Που περιμένουν το τίποτα
Την αυγή ή τη νύχτα τόσα χρόνια
Δεν έμεινε κανείς
Όλοι παίζουν το ρόλο τους
Χωμένοι πίσω από μιαν εφημερίδα γυαλιά
Άδεια επαγγέλματα ασχολίες ελεεινές
Δεν έμεινε κανείς μέσα σ’ αυτή την πολιτεία
Μόνοι εσύ κι εγώ εγώ κι εσύ
Θα ’μαστε τ’ αγάλματα μες στον ακίνητο χρόνο
Που τρώνε το κενό και υφίστανται





ΥΔΡΙΑ


Δεν έχω ήλιο να σε κρατήσω


Δεν έχω ήλιο να σε κρατήσω
Φόρεμα να σε ντύσω

Μένει μόνο ο ύπνος μου να σε δέχεται
Στις μυστικές του κρύπτες
Στις ανεκπλήρωτες διαθέσεις του
Να σε μαζεύει λίγο λίγο
Σταγόνα σταγόνα μέσα στις φούχτες μου
Τόσο θρυμματισμένα τόσο επώδυνα
Σαν ένα καθρέφτη ραγίζοντας στο πρόσωπό μου

Έτσι ράγισες έτσι νυχτώνεις
Σβήνοντας ένα ένα όλα τα φώτα
Να γίνει η μεγάλη σιωπή
Να γίνει η μεγάλη στέρηση
Τίμημα της πολλής αγάπης
Τίμημα της πολλής στοργής





Από την συλλογή «Οι μικρές μέρες» (1973).
Πηγή: «Αλέξης Τραϊανός, Φύλακας ερειπίων - Τα ποιήματα», εκδ. Πλέθρον, 1991.