Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

Δέσποινα Καϊτατζή Χουλιούμη, "Τέσσερα ποιήματα"





Ήρθαμε πάλι στα βορινά


ήρθαμε πάλι στα βορινά
απέλπιδες επαίτες ήλιου
χιόνι πολύ εφέτος
το γάλα κρύσταλλο
στα χείλη νηστικού παιδιού
βάρκες πανιά σχισμένα
χλωμά κρίνα της πάχνης
χρώμα ελπίδας ανεπαίσθητης
ζεσταίνουμε με χνώτα
τα παγωμένα χέρια μας
κρύσταλλα φυσητό γυαλί
καταγράφουν
κίτρινες και μαβιές ανταύγειες
στου χιονιού το άσπρο





Ακορντεονίστας του δρόμου


Στο δρόμο κάθομαι μονάχος
με την Καλίνκα στ’ ακορντεόν
κόσμος με προσπερνά
γάτος αδέσποτος στο φράχτη
Κρεμασμένος
Ποιος άνεμος μ’ έριξ’ εδώ
− άι, ξαπλώστε με μεσ’ στο πευκόδασο
ύπνο σμαραγδένιο να κοιμηθώ*−
Δελφίνια αγέλη κυνηγημένα στοίβα
στεγνά φιλιά απορημένα
σ’ ακτή του πουθενά
Αναριγώ
Ρείκι σε πεζοδρόμιο ριγμένο
δελφίνια πεθαμένα στ’ ακρογιάλι
− Καλίνκα, ζωή μου ζωή ξένη
έι, βατόμουρο και ρόιδο ζωή μου τρελή −



* Καλίνκα (ρωσ. «χιονάτη») ρωσικό παραδοσιακό
στίχοι-μελωδία Ιβάν Πέτροβιτς Λαριοόνωφ,
απόδοση Γιάννης Ρίτσος




Υπάρχουν σπίτια


Υπάρχουν σπίτια που αν και κολόνες είχαν σταθερές
ξεδοντιασμένα ξόανα αλλοτινών καιρών ορθώνονται
Πόρτες δεν απόκτησαν ποτές ούτε παράθυρα
Στους νοερούς τους τοίχους γελάκια κι αναστεναγμοί
δεν καταγράφτηκαν ποτέ δεν βράχηκαν με δάκρυα
Καμιά ανάσα δε τα ζέστανε χαμόγελα δεν ντύθηκαν ποτέ
απ’ τα θεμέλια ακόμα είχαν παραβιαστεί ανεπανόρθωτα
Αγριόχορτα κι άστεγα περαστικά οι τοίχοι τους κι οι κάτοικοι
Μόνο κάποιες φορές δάκρυ στεγνό κι ιδρώτα στάζουν έρημες
οι φθαρμένες κολόνες τους
Υπάρχουν σπίτια που πριν ακόμα γεννηθούν ολόκληρα
σμπαραλιασμένα και γυμνά οδεύουν προς στο θάνατο





Λίγο νερό


Αθώο αίμα παφλάζει
σε μετρό και σε πλατείες
Τυφλός ο μακελάρης
φούλι δε φίλησε
Αυγή δεν άνθισε ποτέ
κελάρι σκοτεινό

Φως λίγο φως να ψάξουμε τα έρημα κορμιά
Λίγο νερό να πλένουμε διαμελισμένα σώματα
Χώμα στεγνό να βρέξουμε στο δάκρυ μας





Προδημοσίευση από την προς έκδοση συλλογή «Λιγοστεύουν οι λέξεις», που αναμένεται να κυκλοφορήσει εντός του 2017 από τις εκδόσεις Μελάνι.

Η φωτογραφία είναι από το αρχείο της ποιήτριας.


Βιογραφικό
Η Καϊτατζή Χουλιούμη Δέσποινα, είναι κλινικός ψυχολόγος - ψυχοθεραπεύτρια, κάτοχος (MSc) της Σχολής Εφαρμοσμένης Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Ουψάλα Σουηδίας. Είναι μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης (ΕΛΘ).
Έχει δημοσιεύσει τις ακόλουθες ποιητικές συλλογές:
-«Διαδρομές», εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015
-«Συναισθηματικό αλφαβητάρι», εκδόσεις UNIVERSITY STUDIO PRESS, 2009
-«Ο δρόμος», έκδοση Δήμου Σερρών 2006.
Μεταφράζει σουηδική ποίηση, έχει δημοσιεύσει σε απόδοσή της ποιήματα της Karin Boye στο τεύχος 53 του «Μανδραγόρας και στο τεύχος 4 του «Θευθ».
Ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί στις ηλεκτρονικές ποιητικές ανθολογίες:
Ποιητική ανθολογία: Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα», της Βίκυ Παπαπροδρόμου &
Ποιητική ανθολογία Τόλη Νικηφόρου_ Χρόνος και μνήμη
Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί στα λογοτεχνικά περιοδικά «ΘΕΥΘ» & «ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ» καθώς και σε ηλεκτρονικές λογοτεχνικές σελίδες και περιοδικά όπως τα: www.poiein.gr
http://fractalart.gr.  
http://www.bibliotheque.gr/article/52921
http://ifigeneiasiafaka.com
meanoihtavivlia.blogspot.com
staxtes.com/2003/?p=7168

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017

Μάρκος Μέσκος, "Πριν από τον θάνατο"




Ο ΦΑΝΤΑΡΟΣ ΣΤΟΝ ΚΑΤΑΡΡΑΧΤΗ


Έπρεπε να κατέβει στα πόδια του καταρράχτη
να πλένει τα ματωμένα του χέρια,
τα σκονισμένα αρβύλια του να πλένει
με τις γαρδένιες του νερού, να δροσίσει
το μέτωπό του ή, αν ήταν βολετό,
να κυλήσει το βρώμικο κορμί του
μετά το ντουφέκισμα, εκεί στο ύψος του καταρράχτη,
απ’ τη φλογέρα του πουλιού...

(Δώστε μου μια σάλπιγγα
να κλάψω αυτόν τον άνθρωπο
με τη χακί στολή!...)





ΟΥΡΑΝΟΣ


Με τα κλαδιά του δέντρου κάνω σχέδια στον ουρανό
ζωγραφίζω ένα λυπημένο Θεό, την
οπλή του αλόγου που δε φαίνεται −
φταίνε τα σύννεφα που τα κουβάλησε ο τρελός βοριάς
μα πώς αλλιώς θα ζωγράφιζα
ένα καράβι με τα τέσσερα χαμόγελα του κόσμου;

Κάνω σχέδια με τα χέρια του ανέμου
σχέδια παράξενα, μάτια και πρόσωπα αγαπημένα,
σχέδια παράξενα, νεκροί που πίστεψα
αίμα και κόκαλα και χαρά και δρόμοι,
σχέδια ίσως τρελά: μια πηγή γαλάζιο,
μια πηγή γαλάζιο νερό για τη δίψα της προσευχής μου
κι έναν άγγελο να μου δίνει το χέρι
ν’ ανέβω ψηλά...

(Μάνα, δεν έπρεπε να βάψεις γαλάζια τα μάτια μου
δεν έπρεπε, μάνα, να με ποτίσεις
τόσο βουρκωμένο ουρανό...)





ΑΝΘΟΔΟΧΕΙΟ


Ίσως η κάμαρα η κενή, ίσως ο ήλιος που απίθωνε
             τις κραυγές του πάνω στην πλάτη μου
έγιναν αιτία να φαντασθώ
πως τ’ άδειο ανθοδοχείο πάνω στο τραπέζι
είχε μάτια που με κοιτούσαν επίμονα,
είχε φωνή που με νανούριζε και με ξυπνούσε
μ έναν Έρωτα γεμάτο παπαρούνες στο αδειανό του στόμα.





ΧΩΡΙΚΑ ΟΝΕΙΡΑ


I

Έσφιξα τα χέρια των συγχωριανών μου
− τη μοίρα οργωμένη από τ’ αλέτρι
τον ήλιο και τ’ αγκάθια από τα χερσοχώραφα
και την οργή τους.


II

Ο ουρανός θρυμματισμένος όνειρα
κάπα στην αγρύπνια του βοσκού κι αμίλητη φλογέρα.
Τη νύχτα αυτή όσα τα μάτια τ’ ουρανού
τόσα τα πρόβατα στη γη.


III

Ζέψαν τα βόδια από τις τέσσερις χαράματα
αφού τον αδερφό του ήλιο με την πλούσια κόμη
ξαπλώσανε στον κύκλο του αλωνιού
σπυρί σπυρί κουρσεύοντας το στάρι.


IV

Βάλτους δεν έχουμε δω να κρώζουνε τα νεροπούλια
τα καλοκαίρια δω άνεμος δε βογκάει, τ’ αρνιά
σκαρίζουνε, τα καριοφίλια κοιμούνται.
Πούθε έρχεται κάθε μεσάνυχτα η παιδική φωνή
τρέλα γεμάτη και παράπονο;





ΠΟΙΗΤΗΣ


Τέλειωνε το ποίημα όταν πλησίασα.
(Ήταν αθάνατος ή όχι;)
Του μιλούσα κι αυτός έβλεπε πώς πίνουν νερό τα πουλιά
του μιλούσα κι αυτός έπαιρνε τη σάλπιγγα
             να τραγουδήσει νεκρούς...
Του ’δειχνα τ’ άσπρα μου μαλλιά μ’ αυτός δε φοβόταν
             τον θάνατο,
του ’λεγα να ’ρθει μαζί μου να γελάσει
να χορέψει ή να κλάψει κάτω απ’ τη θλιμμένη βροχή
μ’ αυτός βρήκε βάναυσα τα λόγια μου
κι έφυγε κρύβοντας την παρουσία του στο πλήθος
όπως το λαβωμένο ζώο στο δάσος.





Από τη συλλογή «Πριν από τον θάνατο» (1958), που περιλαμβάνεται στην συγκεντρωτική έκδοση, «Μάρκος Μέσκος - Ποιήματα, Μαύρο δάσος Ι»,
εκδ. Γαβριηλίδης 2011.

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

Ειρήνη Μπόμπολη, "Εκεί που ο κύκλος"




Ανοιξιάτικο ξύπνημα


Πάλι το ποτάμι
ξύπνησε πρωί.
Κι οι παπαρούνες
στις όχθες του
γκρινιάζουν για φως.
Πάλι το νερό
πενθεί την άνοιξη.
Κατακόκκινο.





Το ξένο Σώμα


Είναι βαρύ. Μολύβι.
Κι ας το κράτησες κάποτε
ψηλά
με το ένα σου δάχτυλο.
Είναι βαρύ σαν το σκοτάδι
πηχτό πικρό και άπονο
το ξένο σώμα.
Σαν το κρατάς λυγίζεις
και κρυώνεις
από τον πάγο της σιωπής.
Κι ας λούστηκες γυμνός
στο φως του, κι ας ζεστάθηκες
στον ήλιο του.
Τώρα σκληρό είναι σαν την πέτρα
κι αρράγιστο
στη θέα των λουλουδιών,
Δεν αγγίζει
Δεν μυρίζει
Δεν βλέπει ούτε ακούει.
Ούτε γεύεται τη σάρκα σου.
Μόνο την ποδοπατεί.

Και δεν σε γνωρίζει.
Ούτε το γνωρίζεις.





Στον κήπο


Το γιασεμί, το αγιόκλημα.
Και το φιλί σου ανέσπερο,
ανάμεσά τους.


                                             21-5-2015





Ανάποδα


Αν κουρδίσω ανάποδα το χρόνο
μπορεί και να σε συναντήσω.
Μπορεί,
τυλίγοντας ξανά το νήμα στο αδράχτι,
και να πέσω πάνω
σε εκείνο το ιδιότροπο, λάγνο
χαμόγελό σου.


                                             21-6-2016




Από τη συλλογή «Εκεί που ο κύκλος», εκδ. Το Δόντι, 2016

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2017

Τατιάνα Παπά, "Δύο ποιήματα"




Χίλιοι τρόποι


Γκρίζα σύννεφα, γκρίζα μάτια
βουτηγμένα στη θλίψη
Κεραυνοί, καταιγίδες
κι ύστερα ήλιος
και μετά ψιλόβροχο
Αρχές φθινοπώρου
ένα ουράνιο τόξο να σπάει τη σιωπή
και να χαμογελάει με χίλια χρώματα.

Χίλιοι τρόποι να υπάρχουμε.
Χίλιοι τρόποι να αγαπάμε.





Νέα Γη


Με ό,τι έχω ήδη κερδισμένο
στα μονοπάτια του ήλιου και της αβύσσου
προχωρώ ακόμη πιο πέρα ασταμάτητα

Το θέμα δεν είναι αν θα επιλέξεις να δεις
το ποτήρι μισοάδειο ή μισογεμάτο
Όταν φτάνεις στ’ απροχώρητο, στο άγνωστο
Εκεί που οι λέξεις ξεθωριάζουν
Εκεί που οι ήχοι και τα χρώματα φτάνουν στα όριά τους
Εκεί που δεν μπορείς να κρυφτείς πουθενά
Εκεί που τα πράγματα είναι γυμνά, κοφτερά κι ολοκαίνουρια
Μπορείς ν’ αντέξεις τόσο φως σκοτεινό κι αγγελικό;
Μπορείς ν’ αντέξεις τόση αιχμηρή ομορφιά;




Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

Χάρης Βλαβιανός, "Διακοπές στην πραγματικότητα"




ΓΑΛΑΖΙΟ

                                                    … πάνω σε μια απόχρωση του Αλμπέρτι


1.

Ξαφνικά η παλέτα του γέμισε
με το πιο μυστικό γαλάζιο τ’ ουρανού.
Έσκυψε πάνω στον καμβά του
κι άρχισε να ζωγραφίζει πυκνά σύννεφα.
Στο εργαστήριο αντηχούσαν οι φωνές των αγγέλων
που επαναλάμβαναν δυνατά τ’ όνομά του:
Beato Blue Angelico.


2.

Ο Ραφαήλ είχε μεγάλα φτερά.
Ο δάσκαλός του Περουτζίνο επίσης.
Μ’ αυτά άπλωσε το δικό του γαλάζιο στην οροφή της Καπέλα
       Σιστίνα.
Στο μέρος του Παραδείσου που του αναλογούσε, ο ήλιος δεν δύει
       ποτέ.


3.

Η Βενετία αναπαύεται τώρα
στο αστραφτερό γαλάζιο του Τισιανού·
η Ρώμη στο μελαγχολικό του Πουσέν
που λαμπυρίζει ανάμεσα στις ορτανσίες της Πιάτσα Γκλόρια.
(Εκεί μικρός μύρισα για πρώτη φορά την Άνοιξη.)


4.

Το γαλάζιο του Τιντορέτο με πληγώνει·
του Τιέπολο (θυμάσαι τα φατνώματα στη Villa Serbeloni;)
με κάνει να χαμογελώ ανέμελα·
του Γκρέκο με δοκιμάζει
− μπορώ άραγε να συνεχίσω να πιστεύω σ’ αυτό το εκτυφλωτικό
       σκοτάδι;


5.

Στο εργαστήριο του Βελάσκεθ
το γαλάζιο συστήνεται ως Ινφάντα Μαργκαρίτα.


6.

Πάρε αυτή την ωραία γαλάζια κορδέλα
και δέσε την γύρω από τα χρυσαφένια σου μαλλιά.
Σου την προσφέρει ο φιλήδονος Γκόγια.


7.

Εκρήξεις γαλάζιου μέσα στις αλληγορίες της Μεσογείου.
Ο Βαν Γκογκ μία απ’ αυτές.
(Η πιο έναστρη.)


8.

Τα δάκρυα του Μονέ
ήταν γκριζογάλανα.
Ο Καντίνσνκι για να τον τιμήσει
έδωσε στον καβαλάρη του το άρωμα της λεβάντας.


9.

Μια μέρα το πινέλο θα μιλήσει.
Τότε θ’ αποκαλύψει αυτό που τα χρώματα ήδη γνωρίζουν:
πως ο Ματίς ήταν πράγματι γαλαζοαίματος.
(Όπως και ο Σαγκάλ εξάλλου.)


10.

Είμαι η γαλάζια σου σκιά.
Το καθαρό περίγραμμα τού σώματός σου.
Για τα γερασμένα μάτια
μια διαρκής παρεκτροπή.





ΝΟΣΤΑΛΓΩΝΤΑΣ ΤΟ ΑΥΡΙΟ


Το ένα χέρι αγγίζει απαλά το άλλο.

Θέλεις να μιλήσεις για το ταξίδι
(έχεις ήδη αρχίσει ν’ αναχωρείς)
αλλά το θρόισμα των φύλλων
(επιστροφή σε παλαιότερες εποχές −
νύχτες νωχελικές, άπληστες)
δεν αφήνει περιθώρια για απολογισμούς.

Οι λέξεις σωπαίνουν διακριτικά.
Οφείλουν να σωπάσουν για να κρατήσουν τα προσχήματα.
Χαμογελάς αμήχανα.
«Τα πάθη δημιουργούνται για να σβήσουν».
Ποιος το έγραψε αυτό;
Η Χάου; Η Κάρσον;
Αδιάφορο πια.
Σημασία έχει πως έσβησαν
και ότι ξέρεις πως έσβησαν.
Ο πόνος όμως σ’ εμποδίζει να συγκεντρωθείς.
Ενώ θα έπρεπε να σταθείς στα δεδομένα της στιγμής
Εσύ αναλογίζεσαι τις ηθικές προεκτάσεις του ζητήματος.
Ποιου ζητήματος ακριβώς;
(Τι νόημα έχουν οι νύξεις όταν δεν έχει καν τεθεί το ερώτημα;)
Θα μπορούσες να της είχες πει
(τότε που οι συνθήκες το επέτρεπαν ακόμη):
«έρωτας είναι αυτός που φέρει το μήνυμα,
όχι το μήνυμα το ίδιο».
Δεν το έκανες.
Από λεπτότητα; Ντροπή;
Ποιος ξέρει;

Εσύ ασφαλώς όχι…

Έλα ας κλείσουμε για λίγο τα μάτια·
ας αφήσουμε τον αγαπημένο σου Καετάνο Βελόσο
να μας νανουρίσει με την απαλή φωνή του.
Να ονειρευτούμε μαζί το όνειρο που δεν θα ζήσουμε.





Από τη συλλογή «Διακοπές στην πραγματικότητα», εκδ. Πατάκη, 2009




Π Ρ Ο Σ Κ Λ Η Σ Η

Η Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Βέροιας,
ο Ποιητικός Πυρήνας,
το βιβλιοπωλείο Ηλιοτρόπιο και οι Εκδόσεις Πατάκη
σας προσκαλούν
την Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2017 στις 6:00 µ.µ.
σε μία συνάντηση με τον
Χάρη Βλαβιανό
με αφορμή την έκδοση του νέου του βιβλίου

Το κρυφό ημερολόγιο του Χίτλερ

Θα μιλήσουν οι ποιητές
Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου,
Δημήτρης Ιορδ. Καρασάββας
και ο συγγραφέας

Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί
στην Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Βέροιας
Έλλης 8




Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017

Η πρωτοχρονιάτικη πίτα του Ποιητικού Πυρήνα




Η πρωτοχρονιάτικη πίτα του Ποιητικού Πυρήνα


Την πρωτοχρονιάτικη πίτα της έκοψε η συντροφιά του Ποιητικού Πυρήνα, το βράδυ της Κυριακής 8/1/2017, στον όροφο του café McOza, το φιλότεχνο στέκι της Βέροιας. Τα μέλη και οι φίλοι της λογοτεχνικής συντροφιάς αντάλλαξαν ευχές για ένα δημιουργικό 2017 .
Πριν την κοπή της πίτας, ο κύριος Σωτηράκ Καράντζα ανέγνωσε την κριτική του για την ποιητική συλλογή του Σούλη Λιάκου, «Λογαριασμός Όψεως», εκδ. Καλντερίμι 2014.
Έχοντας ως κεντρικό άξονα στον κορμό του έργου, ο κύριος Καράντζα, χρησιμοποίησε ως συνδέσμους, στίχους της συλλογής, για να ξεδιπλώσει ένα πόνημα πλούσιο σε αναφορές τόσο στους θρύλους και μύθους της Ελλάδας και της Αλβανίας όσο και σε έργα σταθμούς της ξένης λογοτεχνίας («Κόλαση» του Δάντη, «Το κοράκι», του Ε. Α. Πόε κ.ά.). Ακολούθως ο Σούλης Λιάκος αναφέρθηκε στους αρμούς που συνδέουν την Τέχνη με την ζωή, δίνοντας την ευκαιρία για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση.











Φωτογραφίες: Μάριος Δασκαλάκης.

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2017

Καίτη Παπαδάκη, "Νέο έτος"




Νέο έτος


Σήμερα ας μη διαβάσουμε ποιήματα.
Σπάνια θα βρεις κάποιο αισιόδοξο.
Σήμερα ας μη διηγηθούμε όνειρα.
Σκοτεινό μέσα τους
το δάσος των παιδικών παραμυθιών.
Σήμερα, νομίζω, δεν χρειάζονται τραγούδια.
Κούρασαν οι νότες απ’ τα κάλαντα.

Μπορούμε λίγο να καθίσουμε;
Λίγο, έτσι, δίχως να μιλάμε.
Εγώ τη γάτα θα κοιτάζω που κοιμάται.
Εσύ έξω απ’ το παράθυρο το χιόνι.
Στον καναπέ θα περιμένει μια κουβέρτα.
Εκεί να καταστρώσουμε σχέδια ήσυχα…
Ας μείνουμε όλη μέρα τυλιγμένοι
ο ένας με τον άλλο.

Σήμερα ας μην κοιταχτούμε στα μάτια.
Τυφλοί ας μείνουμε,
νεογέννητοι.





Χωρίς


Κι άλλη μέρα χωρίς λόγια.
Γαβγίσματα μόνο
ενός σκυλιού νωχελικού
σαν χώμα βρεγμένο.
Κι άλλη μέρα χωρίς φωνή.
Θόρυβοι, θόρυβοι αταυτοποίητοι.
Ψάχνεις πίσω απ’ τα έπιπλα
να δεις τι κινήθηκε.
Όλα ακούγονται
βήματα κύκλωπα
σπίτι άδειο
αντίλαλος
ιδέα σου θα ’ναι.
Άλλη μια μέρα
χωρίς
χωριστά
χωρίστρα είχες  λίγο στραβή,
γελούσα.
Χωρίς θέμα αυτό το ποίημα.
Λέξεις μου ’ρχονται βροχή.
Η σιωπή τις θρέφει.
Το γάβγισμα επαληθεύει
την ανάγκη τους.
Σταγόνες χοντρές
οι ήχοι χαστουκίζουν
χωρίς να σε λυπούνται
ή να σε…
κι εγώ δεν ξέρω…





Μαζί


Όπως καθόμαστε αντίκρυ
στις δυο κόψεις
της ελπίδας
τραβάμε ο ένας τον άλλο
απ’ τα χέρια
με δύναμη.
Προσπαθώντας πιο κοντά
να ’ρθούμε,
τεμαχιζόμαστε.
Το μισό σώμα σου
έλκεται απ’ το μισό μου.
Η ένωση ισχυρή, μα όχι τέλεια.
Εσύ ήσουν πάντα πιο παχύς
και αρκετά ψηλότερος.
Η πληγή δεν επουλώνεται εντελώς.
Κάπου-κάπου στάζει
αίμα ανάμεικτο.

Μια μέρα ας ήτανε να φύγω μακριά σου…



Καίτη Παπαδάκη



Τα ποιήματα της Καίτης Παπαδάκη δημοσιεύονται για πρώτη φορά.
Στην εικόνα: Γιώργος Ιακωβίδης, "Ρόδια"

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2017

Δημήτρης Ι. Μπρούχος, "Λουλούδια του δρόμου"




ΛΙΣΤΟΝ


Φανάρι η ζωή κρεμασμένο από τα βόλτα
Ξοδεύεται παρατηρώντας τη Νιότη
Να διαγράφει τους αιώνιους κύκλους της
Στο πεπερασμένο των περιπάτων
Οι πολλοί και οι λίγοι άλλοτε
Οι κάποιοι και οι λιγότεροι κάποτε
Και τώρα βιαστικά λαίμαργα περιστέρια
Έχοντας προ πολλού παραβιάσει τη λίστα
Δικαιώνουν την πιο αδέσποτη χίμαιρα
Διεκδικώντας ευδαίμονες πτήσεις

Από τα δωμάτια τού άλλοτε Saint George
Και της πανσιόν Suisse
Ανάσες βαριές διαχέονται θωπεύοντας
Τον έρωτα σε λείες επιδερμίδες ακηδέστατων
Στάσεων στο ημίφως
Των παραθύρων
Αποδημώντας οριστικά στα μονοπάτια του χθες.

Σήμερα
Βόμβος διαρκής συνευρέσεων
Επικαθηλώσεις χρόνου
Μ’ έναν εσπρέσσο στην ασωτία
Λυρικών βλεμμάτων στο πηγαινέλα
Και στις διασταυρώσεις.

Δεν υπάρχει φορά να μη δω κλεφτά
Το γωνιακό τραπέζι που δεν τα βρήκαμε.
Χρόνια τώρα περνώ και ξαναπερνώ
Μήπως κι’ ακυρώσω το ψέμα μου
Χρόνια τώρα περνώ και ξαναπερνώ
Μήπως κι άλλαξες γνώμη.

Στο ίδιο σημείο δυο περιστέρια
Ερίζουν πάντα
Για το ίδιο ψίχουλο…





ΠΥΛΗ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ


Ερήμωσαν
Όλα
Τα χρόνια, οι γειτονιές, οι καρδιές,
Οι δρόμοι,
Οι άνθρωποι
Το αβάσταχτο είναι τους πολεμούν
Καθημερινά ξεχνώντας, διαγράφοντας
Μονοκονδυλιά
Τα παλιά, τα μη συμφέροντα, τα φέροντα
Μνήμη και μνήμες από τον καιρό
Των αισθημάτων και των αισθήσεων
Απείθαρχες βλέψεις συγκατατέθηκαν
Όνειρα απεδήμησαν ανεκπλήρωτα
Παιδικές φιγούρες κυκλώνουν το γύρω μου
Με περιπαικτικές γκριμάτσες ύστερα
Με χαμόγελο φθίνον
Κουνάνε το χέρι μακραίνοντας σαν
Ν’ αποχαιρετάνε τ’ αλύτρωτα
Παιδικά χρόνια.

Λιγόστεψαν. Όλα.
Οι αποστάσεις, οι διαστάσεις, τα περιθώρια
Οι αμαρτίες, τα λάθη, οι παρορμήσεις, οι αναστολές.
Κατηφορίζω προς τα Μουράγια
Δεξιά το παλάτι δεσπόζει όπως η φαντασία
Αριστερά το βόλτο του Κοκκίνη παραπέμπει
Σ’ άλλες εποχές κι η Αναγνωστική
Πιο κάτω σταθερή αξία,
Όλα μας υποθηκεύουν για το καλύτερο
Των αυριανών αναμνήσεων,
Κοιτάζω απέναντι το Βίδο
Και η ψυχή μου αναζητά
Φυγόδικους, υπόδικους, λαθρόνες εαυτούς που
Ασέλγησαν πάνω της κι εξαφανίστηκαν.

Αυτοί οι ένοχοι
Καταζητούνται
Ακόμα.





ΚΑΒΑΛΙΕΡΙ

Οι πλαγιές του ύπνου φωτισμένες
Από τη θάλασσα που αντιφεγγίζει την πανσέληνο
Το φως του δρόμου εισβάλλει απ’ το παράθυρο
Μα καμιά ενοχή δεν αγγίζει.
Στο τζάμι σκαρφαλώνει η σκιά μου γλιστρώντας
Απ’ έξω οι αγάπες μου όλες: Μαίτλαντ,
Παλιό φρούριο, Αη-Γιώργης, Σπιανάδα,
Γαρίτσα δεξιά στο βάθος ακίνητες.
Κινείται μόνο η σιωπή
Και τα πουλιά φλυαρούν με τις ψυχές
Σε μια γλώσσα που δεν
Γνωρίζω σαν να θέλουν
Ν’ αφυπνίσουν το άγνωστο μέσα μου.
Ψηλαφίζω τις επιφάνειές μου αναδεύοντας
Οσμές σωμάτων εκτονωμένων
Ίχνη χειλέων που κάποτε
Ανίχνευσαν το απροσπέλαστο
Μια υποψία πόθου καραδοκεί σπασμό.

Πετώντας χαμηλά στη ζωή μου
Γράφω κύκλους μαζί με τα πουλιά, τα βράδια
Γύρω απ’ το δωμάτιο που μέσα

Κοιμάται ανυποψίαστος ο εαυτός μου.





Από τη συλλογή, «Λουλούδια του δρόμου», εκδ. α’πόστροφος, Κέρκυρα 2007