Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2019

Βασίλης Κοκκώνης, "Δύο ποιήματα"




ΠΩΛΗΣΗ ΕΑΥΤΟΥ


Τόση η άνοιξη,
που σαν έφτασε το θέρος δεν βρήκα σκιά να κρυφτώ.
Με τα μάτια πεταλούδας πλανήθηκα στον κάμπο
και είδα τόσο μικρή τη ζωή μου,
που λύτρωση βρήκα στην ομορφιά και κοκκίνισα.
Το πρώτο φιλί έδωσα ξανά
κάτω απ’ τα λεπτοφυή φύλλα μιας παπαρούνας
και είπα “Θεέ μου… ας κρατήσει για πάντα”.
Μα δεν μου έφτασε.
Έτσι γύρισα το βλέμμα σε μια χούφτα ουρανό και γαλήνεψα.
Πραγματικά, εκεί που φτάνει ο ουρανός πουλήθηκα.
Κι αφορμή μεγαλύτερη… δεν ξαναβρήκα.





Ο ΠΟΤΑΜΟΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


Την έσφιξα την ομορφιά στο στήθος,
όπως το σύννεφο σφίγγει στην χούφτα τον ορίζοντα
κι απ’ την άκρα συγκίνηση ποτίζεται ο κάμπος.
Την τίμησα στο βλέμμα, στην ανάσα,
ώς τη θάλασσα κι ανέβηκα,
ως ο Χριστός εβάδισα στο κύμα,
για να πειστεί το σώμα πως το άφταστο,
ζήτημα είναι θάρρους και τιμής
και πως τα μάτια, σε μάτια άλλα επάνω πάντα ταξιδεύουν.
Καθισμένος σε δέντρα βορεινά, τη δύση ατένισα
και στη γλυκύτητα των χρωμάτων σαν έπεσε το φως,
το δάκρυ μου απέθεσα.
Απ’ το ελάχιστο έχτισα σπιτικό
και με το ελάχιστο, στον κόσμο όλο ταξίδεψα.
Σε τοπίο κενό το χαμόγελο λευτέρωσα
και με τρόπο απλό τον παράδεισο έστησα.
Κι έτσι έζησα επάνω στης ωραιότητας το φως
και στου τίποτα την ελευθερία
μέσα σε σώμα που βαφτίστηκε κάποτε βροτό
και που μα την πίστη μου,
σαν το απαρνήθηκα,
γίνηκε αθάνατο.


Βασίλης Κοκκώνης




Πρώτη δημοσίευση.

Στην εικόνα: Claude Monet, ''Femme à l'ombrelle tournée vers la gauche'', (1886).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2019

Γιώργης Παυλόπουλος, "Που είναι τα πουλιά;"




ΠΑΡΙΣ

            ο γάρ πώ ποτέ μ’ δέ γ’ ρως φρένας μφεκάλυψεν
                                                                       ΙΛΙΑΔΑ, Γ 442


Τους πήρε ο ύπνος γυμνούς
και ήταν όλη μες στην αγκαλιά του.

Ποτέ άλλοτε δεν την πόθησε τόσο πολύ.
Μόνον όταν τον άγγιξε ο Θάνατος.

Χάμω στο πάτωμα τα διάφανα πέπλα της
και δίπλα η τρυπημένη ασπίδα του.

Απ’ τα καράβια των Αχαιών ανέβαινε τώρα
η σκοτεινή βοή που θ’ αφάνιζε την Τροία.

Και μέσα στην καταχνιά της κάμαρης
η Αφροδίτη, γριά σκεφτική, να τους κοιτάζει.





ΤΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ


Η σκάλα που ανεβήκαμε μια νύχτα στο σκοτάδι
ο έρημος διάδρομος κι η σιωπή
το άγνωστο διαμέρισμα που μπαίναμε πρώτη φορά
− μας είχαν δώσει το κλειδί −
κι ο έρωτας κρυφά για λίγες ώρες.

Μετά από τόσα χρόνια, τόσες κατεδαφίσεις
ακόμη ψάχνω να βρώ
πού ήταν εκείνο το σπίτι.





ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ;

                                                       Στον Μιχάλη Πιερή


Πού είναι τα πουλιά;

Ατσάραντοι και λιάροι κι αητομάχια
συκοφάγοι και κατσουλιέρες και κοτσύφια
τσουτσουλιάνοι και τσαλαπετεινοί και τσόνοι
καλημάνες και καλατζάκια και τσιμιάλια
τσιπιριάνοι και τσικουλήθρες και σπέντζοι
τετεντίτσες και τουρλουμπούκια και κίσσες
καλοκερήθρες και σηκονούρες κι ασπροκώλια
μπεκανότα και δοδόνες και κωλοτριβιδόνες
ξυλοτρούπηδες και σπίγγοι και τρουποφράχτες
κοκκινονούρες και τρυγονόλιαροι και μυγουσάκια
γαϊταρίθια κα σβουρίτζια κα σγουρδούλια
θεοπούλια και μυγούδια και σπίνοι;

Πού είναι ο Κοκκινολαίμης;

Πού είναι τα παπιά;

Κρινέλια και γερμάνια και ψαλίδες
ξυλόκοτες και μπάλιζες και σουγλοκώλια
γερατζούλια και ντελίδες και μαυρόπαπα
ψαροφάγοι και τουρλίδες και ζαγόρνα
λαγοτουρλίδες και τσιλιβίδια και βουτουλάδες;

Πού είναι ο Μολοχτός κι ο Πάπουζας;
Η Αβοκέτα κι ο Καλαμοκανάς;

Πού είναι
οι συκοπούλες, οι βουλγάρες κι οι σιταρήθρες
τα βατοπούλια, τα κουφαηδόνια κι οι αερογάμηδες
οι φάσες και οι σπαθομύτες
τα κιρκινέζια κι οι χαλκοκουρούνες;

Πού είναι
ο μπούφος, ο χουχουλόγιωργας κι ο κούκος
ο νυχτοκόρακας, ο γκιώνης κι ο καράπαπας;

Πού είναι
τα ξεφτέρια, τα γεράκια και οι αετοί;

Πού είναι ο Ντρένιος, ο Καλογιάννης και ο Μπέτος;

Πού είναι οι Μαυροσκούφηδες;





Η ΛΑΜΠΑ


Το μικρό μου ακαθόριστο δωμάτιο
μετατοπιζόταν μέσα στη νύχτα
καθώς φύσαγε δαιμονισμένα
κι από το ανοιχτό παράθυρο
έβλεπα κάτω από τον ουρανό
μια κρεμαστή πελώρια λάμπα
να τη σαλεύει ο άνεμος στο χάος.

Φωτίζοντας ξαφνικά λησμονημένα τοπία
το σπίτι μας που δεν υπάρχει πια
το γιασεμί στο σκοτάδι του κήπου
τον τοίχο που τους εκτελέσανε
το άλογο στο λόφο να χλιμιντρίζει κατά τη θάλασσα
το κοιμητήριο στην πλαγιά
την πόρτα που δεν μπόρεσα ποτέ να την ανοίξω
και γωνία Ροδεσίας και Αλφειού
την Άνθεια να περιμένει μέσα στη βροχή.





ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΑΝΤΑ Ο ΕΡΩΤΑΣ

                                                      je suis l’ autre
                                             GÉRARD DE NERVAL


Υπάρχει ο έρωτας πάντα στα ποιήματα.
Και μονάχα στον έρωτα
ακούς τη φωνή σου μέσα στου άλλου τη φωνή
ακούς του άλλου τη φωνή μέσα στη φωνή σου.
Γι’ αυτό στα ποιήματα δεν είσαι εσύ.
Εσύ είσαι ο άλλος και ο άλλος είσαι εσύ.
Και η φωνή μία.
Είσαι εσύ και ο άλλος σε μια φωνή
που θ’ ακούγεται πάντα στα ποιήματα.
Αυτά που έγραψες και τ’ άλλα
που δε θα γράψεις ποτέ και θα μένουν για σένα
μια δυνατότητα του έρωτα
μέσα στη φρίκη και στη θλίψη
και στο μηδέν του κόσμου.





Από τη συλλογή «Πού είναι τα πουλιά;» (2004).
Πηγή: «Γιώργης Παυλόπουλος, Ποιήματα (1943-2008)», εκδ. Κίχλη, 2017.

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2019

Κυριάκος Συφιλτζόγλου, "Δραμάιλο"





Στο Σαρίκαβακ είχαμε δέκα στρέμματα. Δεξιά δέντρα, ζερβά ξηροπόταμο. Κάπου εκεί κάναμε τη λάκκα. Ρίξαμε χώμα, άχυρο, νερό και δώσ’ του ανακάτεμα. Πήραμε το καλούπι, γεμίσαμε δεκάδες, καμιά κατοσταριά. Δυο βδομάδες στον ήλιο, ξέραμα σφιχτό κι έτοιμα τα κερπίτσια. Έτσι χτίσαμε το στάβλο. Το ’να ’πά στ’ άλλο και στη μέση λάσπη. Η στέγη καλαμωτή, σάλιο καδρονάκι και πάνω κεραμίδι απ’ το Εσκήκιοϊ. Κρεμάσαμε και μια πλεξούδα σκόρδα. Βάλαμε τ’ άλογο, τα βόδια και τις κότες. Το πρώτο βράδυ ούτε φωνή τα ζωντανά. Ζαλίστηκαν στην κοπριά τους. Όνειρα βλέπανε, γελούσε η μουσούδα. Οι κότες καμάρωναν στ’ αυγά τους. Κάνω να βγάλω το πρωί τα βόδια, χουζουρεμένα αυτά, παραπατάν. Τρεις κότες λιώμα, οι άλλες να πετάν στη μούρη του αλόγου. Σηκώνεται αυτό, κάτω ο ένας τοίχος. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, γκρέμισαν όλα. Τα ’σφαξα σε μια μέρα. Την επομένη ήρθαν οι Έλληνες. Κατατάχτηκα.


∙ ∙ ∙

Κερπίτσι
Κιρπίτς
Πλίθος
Πλίθα
Πλιθί
Πλιθάρι
Πλίθρα
Σπλίθρα
Σπλιθάρι

− τούβλο πήγαινες, κερπίτσι γύριζες.





∙ ∙ ∙


Γεννήθηκα στη Γούζουλου το ’13, στα χαρτιά μ’ είχαν το ’15, μη ρωτάς γιατί. Το ’22 φτάσαμε μισοί στη Ραβίκα, δίπλα μια πόλη Δράμα τηνε λέγανε, δεν ρωτήσαμε πολλά. Δυο βόδια είχαμε χαράμι, τσαλαβουτούσαμε στην κοπριά. Παντρεύτηκα το ’31, κάναμε κει ένα παλιόσπιτο, βάλαμε και καλάμι, γεννοβολούσε η κυρά, δεν ρωτούσε κι αυτή. Τις κότες τις είχαμε στο δωμάτιο, κατάπιε το στερνοπαίδι πούπουλο, πνίγηκε, το θάψαμε στον κήπο.
Στο καφενείο δεν πήγαινα συχνά. Πρέφα δεν έπαιζα ούτε χαρμάνιαζα εγώ. Εκκλησία δεν, να μεταλάβω ούτε. Και να ρωτήσεις, δεν ξέρω θα σου πω. Στην Αλβανία έβγαλα τ’ άχτι μου. Το χιόνι το ’ξερα καλά, όπως τα πουρνάρια. Δεν είχα πρόβλημα, σκότωνα με τον οκά. Σαν πίσω γύρισα, να σου κι οι Βούλγαροι. Ξεράθηκε η υπομονή, παίρνω μπαλτά, τρεις έφαγα στην πόρτα. Τι το ’θελα, μου ’κάψαν την κυρά μαζί και τα παιδιά.
Νύχτα ανέβηκα Παγγαίο, με ντύσανε παπά. Τράβηξα για το Όρος, πέντε χειμώνες έβγαλα εκεί. Δεν με ρωτούσαν κι εγώ δεν έβγαζα μιλιά. Όταν βαρέθηκα, πήρα κει κάτι χρυσά, για προίκα, είπα, του Θεού, μ’ αυτά πέρασα στην Κρήτη. Λιγομεριάζω τώρα, γι’ αυτό ήρθα εδώ. Τα κόκαλα να πάρω απ’ τον κήπο, της μικρής.


∙ ∙ ∙

−κόκαλο με κόκαλο,
συγγενόπιστη
ραχοκοκαλιά.





Κυριάκος Συφιλτζόγλου, «Δραμάιλο», Αντίποδες, 2018.

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2019

Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου, "REM"




κι ο έρως πάντα τυφλός;


κάτι πρέπει να πρόλαβα να δω στην ένωσή μας
τυφλός τώρα περιφέρομαι
στη νύχτα που μου άφησες για κατοικίδιο
ψαχουλεύω τα ερείπια της πιο ωραίας μας εποχής

κάποτε
βρίσκω μια εκδοχή του σώματός σου
νωχελικά αφημένη σε κενό του καναπέ
όπου σου άρεσε να γαντζώνεσαι με νύχια αιλουροειδούς
εύκολη λεία πάντα ήμουνα
εσύ ανάτρεφες στοργικά τον βρυχηθμό σου
άλλοτε πάλι ανιχνεύω
ανάγλυφη απεικόνιση χειλιών
στο ξύλινο πάτωμα
εκεί που φλέγονταν καταστροφικά οι αντιστάσεις

τόσο σκοτάδι μονάχα περασμένα χρώματα φιλοξενεί
συμβιβάζομαι μ’ ένα μπαστούνι οδηγό
καμωμένο από το τελευταίο τόξο που έφτιαξε το στόμα σου
ρίχνοντάς μου το θανατηφόρο βέλος

οι τυφλοί στα όνειρά τους
επιμηκύνουν τα δάχτυλα
σκάβουν την κολυμβήθρα Σιλωάμ
καταδύονται

στα σκοτάδια του ο βυθός
κρύβει τα χρώματά του





τραγούδια από σχολικές αυλές


πρώτα καθίσαμε οκλαδόν
έτοιμοι για τον μεγάλο κύκλο
από άλλο όνειρο
ακουγότανε μουσική φλογέρας
τα παιδιά στις σχολικές τάξεις
μάθαιναν να ντύνουν με μουσική
λύπες που αναμένονταν
εμείς περιμέναμε υπομονετικά
ένα μαντίλι να καθίσει πίσω μας
σαν πανί να μας σηκώσει για ορίζοντες

κι ύστερα
«δεν σου ’στειλα το μήλο και σ’ έχασα από φίλο»

αναγκαστικά
μεγαλώναμε γονατίζοντας
ψηλαφούσαμε ίχνη στο πάτωμα
ψάχναμε μια δική μας ρίμα
προμετωπίδα για όσα θα έπρεπε να ακολουθήσουν

κάποια στιγμή σηκωνόμασταν απότομα
παρακινημένοι από ανεπαίσθητο χτύπημα στην πλάτη
όρθιοι πια
στο ύψος της ανάγκης μας
αν απλώναμε όσο έπρεπε τα χέρια
θα μπορούσαμε να ακουμπήσουμε
τον ώμο μιας άγνωστης ακόμα ευτυχίας

«δεν σου ’στειλα το μήλο και σ’ έχασα από φίλο
μα μ’ ένα πορτοκάλι
θα σε κερδίσω πάλι»;
αν πεις το ναι
τσίμπα με
μην είναι πάλι ψέμα





αμετανόητοι


αν βλέπω γυρισμένη τη μορφή σου
τι ακριβώς απομακρύνεται από το ωραίο
τι δεν χαρίζεται
μα επιλέγει συνεχή αναχώρηση;
απέναντι ολόρθη μονάχα η θάλασσα
φεύγεις για ταξίδι
ή για πνιγμό
θέλω να ξέρω
αν πρέπει πλέον
να ταξιδέψω σε άλλο πειρασμό
ή
τι θα έχω αντισταθμιστικά να καταβυθίσω
στην κόχη των δακρύων

επιβάλλεται αλμυρή η μεταμέλεια
τρία τέταρτα της θλίψης άνωση
ίσα ίσα να νοστιμίζει
ό,τι δεν φάγαμε
ό,τι δεν ήπιαμε
σώμα και αίμα που δεν μας μετέλαβε

παραμένουμε αγνοί αμαρτωλοί
ευελπιστούμε αμετανόητοι





ανεύρεση επιζώντων


θάλασσα ξενιτεμού ο ύπνος
τα βράδια γίνεται καθρέφτης
σου επιστρέφει αμφιβολίες
Πυθία με υδάτινο πρόσωπο
σε καλεί να σκύψεις
να πιεις στους χρησμούς της
ήξεις, αφήξεις, ουκ εν ονείρω θνήξεις
ήξεις, αφήξεις, ουκ, εν ονείρω θνήξεις
το κόμμα μαχαίρι
ενίοτε κινούμενη γυάλινη γέφυρα
περπατάς στην κόψη
μετεωρίζεσαι στο ενδεχόμενο
στον πρώτο ήλιο
η ανεύρεση επιζώντων
εισιτήριο επαναπατρισμού





στο φρούριο του Ford Cortina


κλείνομαι όλο και πιο μακριά απ’ την ανατροπή
είμαι παιδί
ο πατέρας έχει ακόμα το Ford Cortina
και ξαφνικά πέφτω σαν μετεωρίτης στο παρόν
μια ενήλικη κουκκίδα
μεταμόρφωση μάγισσας νύχτας
χωράω παντού
και στον πιο ανεπαίσθητο φόβο
την ώρα που περνάει η μαύρη λιμουζίνα
με τα αδιάφανα τζάμια
τα διαφανή σώματα
τόσο όσο να αποκαλύπτεται
η δυσλειτουργία της καρδιάς

προλαβαίνω
να κλειδωθώ στο Ford Cortina
μην είναι πάλι εισβολή;
και μήπως καίγονται ξανά οι πορτοκαλιές
που έχτιζαν ευωδιαστά
τα τείχη γύρω από το σπίτι μας;
ρωτάει το εκκρεμές στα μάτια
καθώς πηγαινοέρχεται
ανάμεσα σε χρόνια και στιγμή

πες μου πως είναι οι γελοίες φοβίες ενός ενήλικα
πατέρα
κι υπόσχομαι να συνεχίσω να γερνάω αξιοπρεπώς





Από τη συλλογή «REM», εκδ. Μανδραγόρας, 2019.

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

Νεκτάριος Μπέσης, "Φαντάζομαι το μετά"




Φαντάζομαι το μετά


Η πραγματικότητα έπεσε από πάνω μου,
έφυγε η πραγματικότητα.
Εγώ έμεινα εγκλωβισμένος,
σε τέσσερις διάφανους τοίχους,
βλέπω, ακούω, ονειρεύομαι.
Σχεδόν αγγίζω την φαντασία
και σύννεφα τρέχουν από πάνω μου.
θαυμάζω ένα τεράστιο γκρίζο,
που ολοένα και απλώνεται.
Τα πάντα γύρω μου κινούνται,
και εγώ φαντάζομαι το μετά.
Άλλα ενώνονται, άλλα χωρίζουν,
γκρεμίζονται κτίρια ολόκληρα,
χωρίς να ακουστεί, ούτε μια κραυγή.
Άνθρωποι υψώνονται,
με ανοιγμένα φτερά,
βλέμματα υψώνονται,
και κοιτάζουν με φόβο,
τον ήλιο που σβήνει στα σύννεφα,
και τα χρώματα που φεύγουν με τρόμο.
Εγώ θαυμάζω ένα τεράστιο γκρίζο,
που ολοένα και απλώνεται
και φαντάζομαι το μετά.



Νεκτάριος Μπέσης



Πρώτη δημοσίευση


Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2019

Τάσος Φάλκος, "Πρότυπα και Ομοιώματα"




Οι δεσμώτες


Καμιά φορά γίνεται μια ρωγμή
επάνω στον ουράνιο θόλο,
και στάζει φως καφέ χρυσό
Κουρέλια φωτεινά
φτάνουν ως τους δεσμώτες
Αναρριγούνε οι ψυχές. Θυμούνται
Θυμούνται φως αληθινό
και χρώματα σε μια κοιλάδα
με βαθιά φυλλώματα,
όπου αναπαύεται τ’ αγέρι
Και μια μορφή να φέγγει χαμηλά,
κάτι σαν οπτασία αγγέλου





Ομοιώματα θεών


Πολλές φορές επάνω τους
φιλοτεχνήσαμε το πνεύμα
κάποιων μοναχικών ψυχών
μα τους θεούς ποτέ
Αυτοί ποτέ δεν καταδέχτηκαν
τα πλάσματα του ανθρώπου
Αυτοί σιωπούσαν πάντα και σιωπούν
αφήνοντας τη μοίρα μας να φλυαρεί
με τη θανάσιμη λαλιά της





Μαριονέτες

                           θαύματα όντες το πολύ,
                            σμικρά δε αληθείας άττα μετέχοντες
                                                                        Πλάτων


Καμιά δική μας κίνηση
καμιά δική μας θέληση
Απ’ τον εαυτό μας έξω κατοικούμε
μετέχουμε σε κάποιο μύθο
που δεν μας αφορά − κι όμως υπεύθυνοι −
παρόντες απόντες
απ’ την αλήθεια κάτι μυριζόμαστε

Αν μαριονέτες ήμαστε στα χέρια των θεών
τους σέρνουμε κι εμείς από τα νήματα
και τους τραβάμε στο βυθό μαζί μας





Από τη συλλογή «Πρότυπα και Ομοιώματα», εκδ. Αρμός, 2016.

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2019

Κώστας Θ. Ριζάκης, "Χώμα με χώμα η μάχη"




απόκληρος


το βράδυ βγαίνω τριγυρνώ στους άδειους δρόμους
κάποιο αδέσποτο σκυλί με ακολουθεί
ο χάρος το ’στειλε κοντά; και ξεμακραίνω
γύρω λιμνάζουν οι φωνές κεκοιμημένων
γύρω σκιές που μ’ αλαφιάζουν στις γωνιές
στεγνή κι η στέρνα της πλατείας −να πηδήξω;
τόσα παράθυρα κλειστά κι εγώ πού πάω
σκούρα τα βρίσκω όσο επιστρέφω σ’ εποχές

κ’ ύστερα τρέχοντας κλειδώνομαι στο σπίτι
απ’ όπου βέβαια δεν ξέφυγα παρά
να επισημάνω σ’ έν’ ακόμα ποίημά μου

ότι ο κόσμος σας με αρνήθηκε ξανά!


[περ. η Παρέμβαση]





θ’ ανατείλεις ξανά


μια οθόνη τα μάτια σου θερινού σινεμά
μια αλάνα σπαρμένη με βρώμικους βώλους
(δες ο ψίθυρος στίχος τη φωνή σου πώς άντεξε
λίγη χλόη και φύτρωνες στην ακλόνητη πίστη
− α η ανάσα σου φίλε πολύ με τυράννησε)

μια οθόνη τα μάτια σου να προβάλουν το φόβο
του θανάτου ενδεχόμενα ν’ απειλούν την αλάνα
− το παιδί που υπήρξα μην πιστέψεις πως χάθηκε

μεγαλώνει η απόσταση και πετρώνει ο χρόνος
στην καρδιά μου στηρίχτηκε προαιώνιος εχθρός
παγωμένο το αίμα μου άλλα πάλι σού γράφω

νοτισμένο το χώμα μου
θ’ ανατείλεις ξανά!


[με τον τρόπο του Αινεία, 1986]





ονομάζω τη θλίψη


όλα ήσαν θλιβερά σ’ αυτό το σπίτι
η σκονισμένη δυτική αυλή αρχικά
οι ραχλιασμένες μέσα κάμαρες
ο υποτυπώδης πάντα φωτισμός
τα ποταπά ρηχά τα ξεφτισμένα

και μόνο ο άγγελος ζωγράφιζε
−ιδίως τις δύσκολες τις νύχτες−
μία λάμψη στο τυφλό παράθυρο
σαν ξεχασμένο φέρετρο του λόγου
μια βίαιη σπίθα που συχνά μπορεί

και ποίημα να την πείτε τη ζωή μου!


[περ. Εντευκτήριο]





ονομάτων πληγές (η)


σφηνωμένα στα πόρτα τα πλοία μου
πυρπολούν τις ελπίδες τους
βιδωμένος σε φλόγες αδούλωτες
βλέπω πως:

μένει μόνο η ζωή καραβόπανο
σημαδεύει η αρμύρα της θάλασσας
πόσο λίγο ταξίδεψα −

πόσο μάταια με κρύβει
των χεριών μου το μπάλωμα!


[τα επόμενα πένθη, 1997]





το δάνειο της πέτρας


είχες να μου χτυπήσεις χρόνια Ναζωραίε
πέρασε μέσα το σκαμνί σε περιμένει
τι να σου ειπώ πώς γίνηκεν εδώ; ήδη
καλά τα ξέρεις τρέχουν λοιπόν αχλύ
τα βλέφαρα χαλάλισα στα όνειρά μου
του Χάρου τη χαρά δέσμιος διάγω
δές με πως γονατίζω σου μπροστά
                                                           έλα·
και με χαμόγελο πάρε μου το κεφάλι

(ξυπόλυσεν όλο το έλεός σου εν σιωπή
τη λύπη γλύκανε που πελεκάω στο ποίημα)

σ’ ανήφορου σκυφτή μια ράχη η υποταγή
θα σ’ ακουμπά: όχι γι’ αυτήν Θεάνθρωπε
                                                            − μα κοίταξε
να χτίσεις το ταχύτερον του δούλου σου ναό

τόσα ζεμπίλια ξόφλησα αντεκδικήσεις πέτρες!


[ανέκδοτο]





Πηγή: «Κώστας Θ. Ριζάκης, χώμα με χώμα η μάχη. Επιλεγμένα ποιήματα 1985-2018».
Επιλογή & επίμετρο Πέτρος Γκολίτσης. Εκδ. Ρώμη, 2019.