"ΑΡΧΑΙΕΣ ΓΕΦΥΡΕΣ ΣΤΟ ΧΑΟΣ"
ΜΕΓΑΛΟΠΡΕΠΗ ΕΡΕΙΠΙΑ
Αν ήμουν ταπεινός και
είχα νου
θα έφτιαχνα ένα σπίτι με κήπο
να ’χω ένα πράσινο φύλλο
ένα αυγό
και δυο τρεις κατσίκες
όπως όλος ο κόσμος
Τριάντα χρόνια χτίζω λέει το κάστρο μου
στο φρύδι του γκρεμού
πέτρες πάνω στις πέτρες
σκάλες που δε πάνε πουθενά
πόρτες στο χάος
σχέδια μέσα σε σχέδια
όλα μισοτελειωμένα και τεράστια
τι τα ’θελα τόσο μεγάλα
θα έφτιαχνα ένα σπίτι με κήπο
να ’χω ένα πράσινο φύλλο
ένα αυγό
και δυο τρεις κατσίκες
όπως όλος ο κόσμος
Τριάντα χρόνια χτίζω λέει το κάστρο μου
στο φρύδι του γκρεμού
πέτρες πάνω στις πέτρες
σκάλες που δε πάνε πουθενά
πόρτες στο χάος
σχέδια μέσα σε σχέδια
όλα μισοτελειωμένα και τεράστια
τι τα ’θελα τόσο μεγάλα
τι τα ’θελα τόσο πολλά
ούτε ένα να μη τελειώσει...
– τόσος κόπος –
και γω θανατωμένος
απ’ τους γκρεμούς και τα φεγγάρια
άστεγος
σε τούτα τα μεγαλοπρεπή ερείπια
κι ούτε ένας κήπος
ένα πράσινο φύλλο
σε τούτα τα ερείπια
που ζω τα τελευταία χρόνια
ελεύθερος
σαν τους νεκρούς
ούτε ένα να μη τελειώσει...
– τόσος κόπος –
και γω θανατωμένος
απ’ τους γκρεμούς και τα φεγγάρια
άστεγος
σε τούτα τα μεγαλοπρεπή ερείπια
κι ούτε ένας κήπος
ένα πράσινο φύλλο
σε τούτα τα ερείπια
που ζω τα τελευταία χρόνια
ελεύθερος
σαν τους νεκρούς
ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ - ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ
VENDETTA
Ανάψαμε φωτιές στις
κορφές
να μαθευτεί το φονικό.
Καθίσαμε στην αυλή
και περιμέναμε...
Ήρθαν οι πεθαμένοι
τους ξεσήκωσε το αίμα
καθίσανε στα πεζούλια σειρές σειρές
κοιτάζανε τα καινούργια σπίτια
τα μικρά παιδιά...
ήταν ανήσυχοι
περιμένανε να κάμομε το χρέος μας.
Τους κοιτάζαμε και μείς
ακούγαμε τον άνεμο
που κατέβαινε από τα φαράγγια
το κλάμα των γυναικών
ήρθε κι ο σκοτωμένος
σαστισμένος από το θάνατο
δεν ήξερε με ποιους να πάει.
Φύγαμε
βγήκαμε ψηλά
στης νύχτας τις κορφές
στα μονοπάτια του χρόνου
αρχαίες γέφυρες στο χάος
να βρούμε τη συμπόνια που χρειάζεται
για να σκοτώσομε.
Όταν πέθαινες
είδα στα μάτια σου μια θάλασσα.
Μετά τους δυο αετούς που χανότανε στη κορφή
και το μικρό σου γιό.
Εσύ τι έβλεπες στα μάτια μου
όταν σε σκότωνα;
να μαθευτεί το φονικό.
Καθίσαμε στην αυλή
και περιμέναμε...
Ήρθαν οι πεθαμένοι
τους ξεσήκωσε το αίμα
καθίσανε στα πεζούλια σειρές σειρές
κοιτάζανε τα καινούργια σπίτια
τα μικρά παιδιά...
ήταν ανήσυχοι
περιμένανε να κάμομε το χρέος μας.
Τους κοιτάζαμε και μείς
ακούγαμε τον άνεμο
που κατέβαινε από τα φαράγγια
το κλάμα των γυναικών
ήρθε κι ο σκοτωμένος
σαστισμένος από το θάνατο
δεν ήξερε με ποιους να πάει.
Φύγαμε
βγήκαμε ψηλά
στης νύχτας τις κορφές
στα μονοπάτια του χρόνου
αρχαίες γέφυρες στο χάος
να βρούμε τη συμπόνια που χρειάζεται
για να σκοτώσομε.
Όταν πέθαινες
είδα στα μάτια σου μια θάλασσα.
Μετά τους δυο αετούς που χανότανε στη κορφή
και το μικρό σου γιό.
Εσύ τι έβλεπες στα μάτια μου
όταν σε σκότωνα;
Από την ενότητα: "ΤΟ ΦΩΣ ΩΣ ΙΜΑΤΙΟΝ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΕΞΙ ΠΕΠΛΑ"
ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΠΥΡΗΝΑΣ - ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, Ενδυμίων 2012
γεια σου ποιητή των γκρεμών ..
ΑπάντησηΔιαγραφήΕιρήνη καλώς ήρθες στην παρέα!
ΑπάντησηΔιαγραφή