Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2021

καρυοθραύστις. Τετραμηνιαία περιοδική έκδοση Λόγου και Τέχνης. Τεύχος 6, Δεκέμβριος 2020



καρυοθραύστις
Τετραμηνιαία περιοδική έκδοση Λόγου και Τέχνης
Τεύχος 6
Δεκέμβριος 2020


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

    9   ΒΑΣΩ ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΥ: Πεδίο θραύσεως
  13   ANNE SEXTON: Έντεκα ποιήματα (Εισαγωγή - μετάφραση: Έλσα Κορνέτη)
  25   ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ: Για ένα χαμένο ποίημα
  27   ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΡΟΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ: Τέσσερα ποιήματα
  30   ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΙΟΠΟΥΛΟΣ: Δύο ποιήματα
  33   ΦΩΤΕΙΝΗ ΧΑΜΙΔΙΕΛΗ: Τα πρόβατα και τα ερίφια
  37   ΑΝΝΑ ΚΟΥΣΤΙΝΟΥΔΗ - ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΗΜΚΑΣ: Προσομοιώσεις πραγματικότητας
  43   ΤΑΣΟΣ ΠΟΡΦΥΡΗΣ: Η έσω ένταση και μια πρόσω ένσταση
            Σκέψεις για το βιβλίο της Νατάσας Κεσμέτη,
            IVA Έσοπτρο μυστηριώδους οθόνης

Ο «ΞΕΧΑΣΜΕΝΟΣ» ΑΔΕΛΦΟΣ ΕΚ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ:
σελίδες για τον Παναΐτ Ιστράτι
  49   ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΤΣΗΣ: Ο Παναΐτ Ιστράτι και το έργο του
  67   ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΙΤΟΥ: Ο Παναΐτ Ιστράτι, ένας πλανητικός της λογοτεχνίας
  79   DANA RADLER: Ο Παναΐτ Ιστράτι, εξεταζόμενος από τον Μιχάλη Πάτση

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
  85   Η ποιήτρια, συγγραφέας και δοκιμιογράφος ΙΟΥΛΙΤΑ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ συνομιλεί με τη
            ΧΡΥΣΑ ΒΛΑΧΟΥ
  91   Η ποιήτρια ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ συνομιλεί με τη ΧΡΥΣΑ ΒΛΑΧΟΥ

ΠΟΙΗΣΗ
  99   ΔΗΜΗΤΡΗΣ Γ. ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ: Πέντε ποιήματα
103   ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΔΑΤΟΥ: Τρία ποιήματα
106   ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΘΕΟΧΑΡΗΣ: Για τα ωδικά και μη πτηνά
107   ΛΙΛΙΑ ΤΣΟΥΒΑ: Κράιμχιλντ
108   ΜΑΡΙΑ ΛΑΤΣΑΡΗ: Δύο ποιήματα
110   ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ: Επτά ποιήματα
113   ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ: Τρία ποιήματα
116   ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ: Ατέλεια
117   ΜΑΡΙΑ ΣΥΡΡΟΥ: Δύο ποιήματα
120   ΝΙΚΟΣ ΚΑΤΣΑΛΙΔΑΣ: Τρία πεζοποιήματα
122   ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ: Τρία ποιήματα
124   ΟΥΡΑΝΙΑ Ε. ΚΟΥΝΑΓΙΑ: Δύο ποιήματα
126   ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΒΕΡΥΚΟΚΟΥ: Ο ήλιος στη Σκωτία
128   ΙΩΑΝΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ: Τρία ποιήματα
131   ΚΩΣΤΑΣ Θ. ΡΙΖΑΚΗΣ: ιδιωτεία επικλινής
133   FERNANDO PESSOA: Τρία νεανικά ποιήματα
            (Εισαγωγή – μετάφραση: Βασίλης Πανδής)
135   TOMAS GÖSTA TRANSTRÖMER: Schubertiana
            (Εισαγωγή – μετάφραση: Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη)
141   CRISTINA CAMPO: Τρία ποιήματα της συλλογής Passo d’addio 
            (Εισαγωγή – μετάφραση: Άννα Γρίβα)
144   MICHAEL HARTNETT: Αποχαιρετισμός στην Αγγλική
            (Εισαγωγή – μετάφραση: Σωτήρης Γ. Ραπτόπουλος)
149   JOHN CROWE RANSOM: Πέντε ποιήματα (Εισαγωγή – μετάφραση: Κώστας Λιννός)

ΔΟΚΙΜΙΟ
155   ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΟΥΝΕΛΑΣ: Ο αντικομφορμισμός στην Ορθοδοξία. Η περίπτωση του
            περιοδικού Σύναξη
165   ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΠΑΠΑΚΥΡΙΑΚΟΥ: Η ποίηση του «Ρεμβασμού»

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
173   ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ: Το κοριτσάκι και ο ναύτης
178   ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ Χ. ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ: Παλιές φωτογραφίες
188   ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ: Η καύση
195   ΕΛΕΝΗ ΚΟΦΤΕΡΟΥ: Ο πρώτος μου νεκρός
199   JOSEPH KESSEL: Ο νόμος των βουνών (Εισαγωγή – μετάφραση: Φοίβος Ι. Πιομπίνος)

ΑΥΤΟΣΧΟΛΙΟ
207   ΣΠΥΡΟΣ Λ. ΒΡΕΤΤΟΣ: Ποιος είναι ο ανακριτής και ποιο το γεγονός; Για την ποιητική
            συλλογή Διαπραγματεύσεις
211   ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗ: Με παρακείμενους πολλούς. Για την ποιητική συλλογή
            Παρακειμένων εκείνων
213   ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΙΑΤΖΟΥΡΑ: Το κρεμμύδι, η κρεμμυδαποθήκη και μια περιηγήτρια. Για την
            ποιητική συλλογή Η κρεμμυδαποθήκη
217   ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΕΞΑΡΧΟΥ: Σωματικότητα του πάθους. Για την ποιητική συλλογή
            Τόσο ήθελε το στήθος

ΟΔΟΣ ΕΝΤΥΠΩΝ
219   Ο εκδότης του Μανδραγόρα, ΚΩΣΤΑΣ Α. ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ, συνομιλεί με τον
            ΣΤΑΥΡΟ ΣΤΑΜΠΟΓΛΗ
231   ΚΩΣΤΑΣ Α. ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ: Τυλίγοντας ξηλώνονται και οι λέξεις (πέντε ανέκδοτα
            ποιήματα)
237   ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΜΠΟΓΛΗΣ: Αντήχηση οδύνης. Για την ποιητική συλλογή του
            Κώστα Α. Κρεμμύδα, Κάπα όπως μακάβριο
245   ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ: Απολογισμός και απολογία. Για την ποιητική συλλογή του
            Κώστα Α. Κρεμμύδα, Κάπα όπως μακάβριο
249   ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ: Αχ, τι ωραίο βιβλίο!
251   ΜΑΡΙΑ ΣΚΟΥΡΟΛΙΑΚΟΥ: Κάπα όπως Κώστας Κρεμμύδας

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
257   Ο φωτογράφος ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΜΕΡΑΚΟΣ συνομιλεί με τη ΓΛΥΚΑ ΔΙΟΝΥΣΟΠΟΥΛΟΥ

ΩΣ ΚΟΛΛΑΖ, ΕΝΤΕΛΕΣ
σελίδες για τον Σταύρο Σταμπόγλη
265   ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΩΤΗΣ: Η οδύνη και η έμπνευση των τοπίων
272   ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΙΟΠΟΥΛΟΣ: Ιστορικές συν-υφάνσεις στο έργο του Σταύρου Σταμπόγλη
285   ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ: Σταύρος Σταμπόγλης: Ο στοχαστής της πολιτικής
            και κοινωνικής συνείδησης

ΒΙΒΛΙΟΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
293   ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΟΥΖΗΣ: Τίτλοι αρχής (Σύλβα Γάλβα, Τίτλοι αρχής,
            εκδ. Βακχικόν, 2020)
297   ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΙΟΠΟΥΛΟΣ: Ο ποιητικός ρεαλισμός στην πεζογραφία του
            Θανάση Χατζόπουλου (Θανάσης Χατζόπουλος, Ιστορικός ενεστώς, εκδ. Πόλις, 2020)
303   ΑΝΝΑ ΑΦΕΝΤΟΥΛΙΔΟΥ: «Ό,τι έχει αιτία, δυναμώνει και συντρίβεται»
            (Χρύσα Βλάχου, ΣχεδιΆσματα, εκδ. Θερμαϊκός, 2019)
308   ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ: Η μετα-ποίηση ή ο αφομοιωμένος υπερρεαλισμός (Βαγγέλης
            Αλεξόπουλος, Οδηγίες χρήσης ιπτάμενης ραπτομηχανής, εκδ. Οδός Πανός, 2020)
315   ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΗΤΤΑ: Ο ρόλος του κριτικού (Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου,
            Στους πίσω κήπους μίας λέξης. Δοκίμια κριτικής, εκδ. Ρώμη, 2020)

ΣΤΗΝ ΑΚΜΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΟΛΕΞΙΑΣ
323   ΑΣΗΜΙΝΑ Κ. ΛΑΜΠΡΑΚΟΥ
         Εισαγωγικό σημείωμα: Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου
         Ερανισμός ανέκδοτων ποιημάτων: Κ.Θ.Ρ.
         Κριτική παρουσίαση: Σταύρος Σταμπόγλης
         Κώστας Θ. Ριζάκης: Τα οπίσω

IN MEMORIAM
337   ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ: Σαράντα τρία χρόνια φιλίες, ενθουσιασμοί και απώλειες: για τη
            σύντομη διαδρομή ζωής του ΣΑΜΗ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ
340   ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ: Αποχαιρετισμός στην ΕΛΕΝΑ ΣΤΡΙΓΓΑΡΗ

Το παρόν τεύχος κοσμούν έργα του φωτογράφου Περικλή Μεράκου.
 
 
 

 

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021

Σοφία Πόταρη, "Θελκτήρια Έρωτος"




 
ΔΕΗΣΗ ΕΡΩΤΙΚΗ


Όμορφη του Έρωτα Θεά,
κερί αγνό σου καίω,
μόσχο λευκό
και αρώματα εκλεκτά.

Εσύ, Ουράνια Θεά,
που ηδονή γεννάς γλυκιά,
την δέησή μου δέξου!

Φέρτον στα πόδια μου
τα τορνευτά
σκυλί αφρισμένο
ν’ αλυχτά,
να σέρνεται,
να με παρακαλά…





ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ


Σε κοχύλι ανοιχτό
λιβάνι καίω
στην Σελήνη
για να σε δέσει, όπως με λύνει…

Βοτάνια ερωτικά
καλώ να σε τυλίξουν
μ’ ονειροΐσκιους και σαγήνη.

Στην κλίνη μου
καίγομαι
για να σε ρίξουν!





ΙΕΡΕΙΑ


Γλυκός μηλίτης,
ώριμο βατόμουρο,
ρόδι τραγανό,
τα χείλη σου αρωματίζω.

Στου βωμού σου την φωτιά
ιέρεια ταμένη εγώ,

ανεμοπύρωμα και αγριοκρανιά,
νεροκυπάρισσο και κιτρολεϊμονιά

μοσχομυρίζω!





ΕΡΩΤΟΔΟΥΛΗ


Γλυκέ μου κύριε,
αφέντη και δεσπότη μου,

υπάκουη και ήσυχη κυρά
στα πόδια σου προσπέφτω
απ’ την αυγή
έως το σούρουπο.

Μα την νύχτα
μαινάδα κι αμαζόνα σου,
εξώλης και προώλης…





Από τη συλλογή «Θελκτήρια Έρωτος», εκδ. Κουκούτσι, 2020.

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2021

Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, "Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα"





ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ ΜΕ ΕΛΑΧΙΣΤΑ


Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ’ αυτό που πρώτο λιώνει:
το σώμα.
Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ’ ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει…
Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο·
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω·
να φεύγουν τα περιττά, λέω
να μπω στον ουρανό τού τίποτα
με ελάχιστα.





Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΣΤΗΘΟΥΣ


Το υπερώο του σώματος
απ’ όπου τα χλομά λιβάδια της σάρκας
έλαμπαν ακόμη πιο ελκυστικά
μες στο σκοτάδι
όταν με μισόκλειστα μάτια
ήταν σαν ν’ άκουγες τους αγωγούς του αίματος
ν’ αδειάζουν και να ξαναγεμίζουν·

το θείο μπαλκόνι
που μόνο στον πολύ πόνο
ζάρωνε και κρυβόταν
πίσω από τα σκούρα·
το ανώγειο της καθημερινότητας
όπου άλλος αέρας φυσούσε
κι είχε τότε το φαΐ της ζωής
κάτι απ’ τη γεύση του συμβόλου·

το αίθριο με τη δική του είσοδο
την αυτόνομη σχέση του με την ψυχή
η εικονογράφηση μιας ζωής άλλης
πάντα πιο μπροστά στη μέρα
πάντα πιο θαρραλέα στη μοίρα
το άγαλμα της ελπίδας
με τις δυο εύγλωττες καμπύλες
έπεσε
γκρεμίστηκε
και βλέπω πια τη ζωή
από κάτω προς τα πάνω
βλέπω πως έχω πάντα
την ίδια διαφορά στήθους
με το άπειρο.





ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ


Να ’ταν τα φιλιά τοπία
να τα σκαρφάλωνα
να με ρουφούσαν
ρουφήχτρες τη γης
να κατρακυλούσαν τα λιθάρια χείλια
να τα ’ψαχνα, να τα ’βρισκα δροσερά
στους χάρτες των αναμνήσεων
να τα ’νιωθα ζεστά λαχανιαστά
πίσω από τους θάμνους του αισθήματος
τοπία απόκρημνα
φιλιά γκρεμοί.





Η ΑΛΛΗ ΜΟΝΑΞΙΑ


Η νέα μοναξιά ασήκωτη
κι η λύση της ακόμη πιο βαριά
αφού ο καθένας κουβαλάει τώρα
αμετάκλητη τη χρόνια πολύτιμη
αρρώστια της ύπαρξής του.
Με την ηλικία όλο μεγαλώνουν τα χάσματα
που άνοιξε ό,τι δεν ειπώθηκε ποτέ
κι η παρουσία του άλλου
εξισώνεται με την απουσία του·
ένας σιγανός πόνος σφίγγει
σαν να μην μπορείς να ταΐσεις
τον αγαπημένο σου σκύλο.
Κι όλα μοιάζουν από φιλάργυρο μετρημένα
και μαζί περιττά
αφού είναι πια άχρηστα στη φύση.
Αυτή να εκτελεστεί η συμφωνία μας μόνο θέλει
κι ας μην τη συνυπογράψαμε ποτέ
όπως δε θα γράψουμε ποτέ
με την πένα της ζωής
τη λέξη ΤΕΛΟΣ.





Από τη συλλογή, «Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα», (2005)

Πηγή για την εικόνα: https://www.fractalart.gr/katerina-aggelaki-rouk/

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2021

Αλέξανδρος Σταματίου, "Και η γενναιοδωρία θα έχει απήχηση στις σαΐτες των παιδιών"



Και η γενναιοδωρία θα έχει απήχηση στις σαΐτες των παιδιών


Θα γυρίσει ο άνεμος και θα είσαι ευτυχής στα λιμάνια με το πορτοκαλί σου άρωμα.

Ναι, κροτούν τα παραφύλια το όνομα «Αργυρώ», φεύγουν για να βρουν και να συμφωνήσουν με τους ακατονόμαστους ρεμπεσκέδες, λιμοκοντόρους που λικνίζονται αηδιαστικά στους χορούς με τις καθώς πρέπει κυρίες των ελαφρόπετρων σαλονιών 

Στα καφενεία θα σου χορεύουν ξεδιάντροπα Ινδές ιέρειες προτείνοντάς σου τα χουφτωμένα βυζιά τους, κόρες των αρχόντων που ζουν στα καντούνια, εκεί που κρεμνάνε τα προικιά τους και ευωδιάζουν τα τσιγάρα των αλανιών.

Η ζωή των συζύγων θα γίνει κόλαση με τον ερχομό σου.

Η Κλεοπάτρα θα τρεμοσταλλιάζει στον φθόνο της και η πόλη θα ονειρευτεί την ελευθερία και τον πλούτο της.

Το θηρίο της λευκής ερήμου θα σταθεί ψηλά στον στύλο με τη φωταγωγία των άπληστων νεκρών.

Πλαστά χαρτονομίσματα παντού στο παζάρι.

Πλαστές σκέψεις στους βυθούς που ερευνούν οι γενναίοι των νόμων.

Θα τους μιλήσεις και θα σε κρίνουν.

Θα σε περάσουν από αρκετές γενεές…

Θα σκύψουν και θα φύγουν χωρίς οργάνωση και στοίχιση…

Μόνο οι γάτες θα γεύονται τα χνώτα σου.

Όταν ο ποιητής έγραφε για το θεωρείο πάνω από την σκηνή του βαρετού θεάτρου, μίλαγε για τις φωτοσκιάσεις του προσώπου σου…

Η Αλεξάνδρεια χαζοχάζευε τοτενές το όνομά της…

Με δάκρυα στα μάτια μνημόνευε τα παιδιά των ψυχών της.

Οι κατσαρίδες ήντουσαν μαύρες και σαλιασμένες μέσα στους λαβυρίνθους των στενών σοκακιών, εκεί που γέλαγαν με φτώχεια οι ταπεινοί της πόλης.

Αυτού του ύπουλου κόσμου και θεού.

Η πλημμύρα ήταν βάλσαμο, ο σεισμός καλλίτερος…

Το χρονικό του μεγαλείου της περιόδου των αυτοκρατοριών, που πάντα επιτίθεται με κόκκινα νύχια, θέλοντας να σκοτώσει την απλή όμορφη θεά.

Καθόντουσαν στα μεθυσμένα τους αποστάγματα. Κρυμμένοι από τη βροχή των χαμένων τους εμπειριών στα καζάνια των κενών καραβιών, στην αλμύρα της γλυκιάς ανυπακοής. 

Και τώρα…

Γεμάτοι θάνατο που τους μαλάζει τρυφερά, περιμένουν να κλάψουν για να θυμηθούν  τις ευαισθησίες που πέταξαν και έθαψαν στους άξιους τάφους τους.

Γι΄αυτό θρηνούν και χάνουν την αξιοπρέπειά τους και την ζωή τους…

Ρε κουτό…

Έριξες μια μέρα την τράπουλα και ο Ρήγας σε κυνηγούσε στους αριθμούς των αστεριών σου;

Ένοιωσες κραδασμούς στα μοναστήρια της Αλεξάνδρειας σιχασμένη από τη μπόχα της μουνίλας των άπλυτων καλογριών;

Ο Σέιχ Μπαμπά στον Τεκέ, στην λασπώδη βροχή, μεταμορφώνει την πλάση σε άρρυθμη καρδιά ή μήπως όχι;

Οι καμπάνες τότε ηχούν ζητώντας πιστούς κρεατοφάγους, που κρατούν με ζήλο την καυλωμένη τους ψυχή, μέσα στα στάχυα που ξεπροβάλλει η εκκλησία μόνη της, στην τραγωδία της…

Δεν θες να πιεις το πορφυρό κρασί…

Δεν θες να γίνεις κανίβαλος…

Θέλεις να τρέξεις ουρλιάζοντας πίσω στη μητέρα σου για να βρεις τον πατέρα σου…

Η μικρή Αλεξάνδρειά σου που έχει γίνει οδυρμός από τους ποιητές και τους φανταχτερούς μυστικοπαθείς λογίους, ξεπροβάλλει στα παράλια της Σμύρνης και προσπαθεί να μιλήσει την γλώσσα της Οδυσσού. Ναι την διάλεκτο εκείνη που σου μάθανε άγριοι Σλάβοι βαστάζοι, πίνοντας το δυνατό πνεύμα, αυτό που σε άλλους τόπους το λεν Αψέντι.

Δεν έφυγες, έκατσες με αυστηρότητα, κοροϊδεύοντας τους δαίμονες και τους θεούς του φτηνού Ολύμπου μπροστά στο μεγαλείο της Βαβυλωνίας.

Κατάφερες να υψώσεις τα μαύρα σου μαλλιά στους αράπηδες ναυτικούς, σε χαμένους πειρατές στα αυτοσχέδια σαλόνια των υπονόμων.

Да таму зборат многу...

Μιλούν πολύ και χαίρονται οι…

Ακριβοδίκαιοι κι αλάνθαστοι.

Δεν είναι κρίμα που βρίσκεσαι στα κόκκινα Βαλκάνια πίνοντας Τούρκικο καφέ, στον καφετζή που δεν ξέχασε ποτέ την πυραμίδα του και το Νείλο των ψαράδων…

Παχύς και βρώμικος βγαίνει ο καπνός από τα ρουθούνια σου, το βαρύ σέρτικο που σε κεράσαν θλιβερές καλυμμένες με το μανδύα των προσταγμών στα αιματοκυλισμένα παλάτια της πασίγνωστης φαντασίας που δημιουργεί την πραγματικότητα…

Δε θα έρθει η απροσδιόριστη στιγμή, που θα αγοράσεις τα κόκκινα παπούτσια από το πολύχρωμο «παζάρι του φευγιού» στην Χερτζεκ Νοβι…

Θα παζαρέψεις τις ιδέες σου στο νησί της Κίρκης…

Θα γυρίσεις θεά αράπω με μάτια μαύρα, που θα φέγγουν στα σκοτάδια των μισθοφόρων.

Το δίχτυ των ψαράδων θα γίνει ο ιστός του μυαλού μου που ζωντανεύει ηφαίστεια στα όρη με τα ξένα ζωηρά αερικά που κάποιος, ξέρω ποιος, τα έβαλε σε μια ανώφελη τιμωρία.

Ο προσταγμός σου, όλες οι φωνές και οι ήχοι από τα θροΐσματα των δασών, ζητούν έλεος στα βλέμματα των ανθρώπων που ήζησαν μέσα στον φθόνο…

Ελπίζει στα κύματα.

Ελπίζει στην Τραμουντάνα… Αυτή που βυθίζει καράβια, αυτή που κάνει τους ναυαγούς να είναι περήφανοι για την ρετσίνα που ξεχειλίζει από το Αιδοίο, την αρχή της ζωής.

Εγώ τι ελπίζω… Μάλλον σε εκείνον τον γλυκομίλητο και βαρετό σερβιτόρο που σου περιέγραφε  τη μέρα που λύγισες κι άφησες το σπασμένο κρυστάλλινο ποτήρι να σου κόψει τα χέρια…

Για την αναπνοή σου, που γίνεται ο καπνός των τσιγάρων και καίει τα χείλη…

Δεν έχουν τύχη τα τείχη…

Εγώ βρήκα τον δικό μου βαρετό σερβιτόρο. Μου αλλάζει τα σταχτοδοχεία μου συνέχεια, μέχρι να φέξει το άστρο που παρατηρώ και δεν γνωρίζω αν είναι όντως δικό μου…

Συνάμα, είδα το Τέρας μανιασμένο με αφρούς λευκούς να εκκρίνει από το στόμα του, ουρλιάζοντας στον απέναντι φεγγοβόλο Ψηλορείτη, κλαίγοντας δυνατά, ιαχές που μπερδεύουν τον αντίλαλο.     

Ξυπνούσα τους κοκκινοβαμμένους μαχητές στους κρυμμένους τάφους…

Εκεί στα βουνά του Μαρίοβο, οι ορεσίβιοι τις νύχτες δεν το ακούν. Κοιμούνται βαθιά και το ονειρεύονται.

Ζωντανός νεκρός περπατά και σκαρφαλώνει στα βράχια στις αιχμηρές πλαγιές…

Δακρύζει κόκκινα δάκρυα από το κρασί και τον έρωτα.

Του τρέχουν μύξες από τα ρουθούνια στα λεία βράχια, επίτηδες για να γλιστρά και να πέφτει στο κενό, έχοντας στο μυαλό του μόνο μια ευχή… Να δει το απόλυτο φως.

Το φως που θα του απαλύνει την τσουκνίδα σκέψη του.

Θέλει να τελειώνει με την απόλυτη κατάρα-καύλα του ήρωα…

Δεν θέλει στεφάνια κι ανδριάντες…

Θέλει μονάχα να τον θυμούνται. Να πάρει μια καλή θέση ανάμεσα στους θρύλους, ένα παραμύθι για όλα τα παιδιά που δεν έχουν μέλλον κανένα.

Θέλει το ουρλιαχτό του να γίνει μια ευχάριστη μελωδία και ηχεί τις νύχτες στις κορυφογραμμές. 

Θέλει ο λευκός αφρός και το λαρύγγι του να μεταμορφωθεί σε κύματα κάπου στο Αιγαίο. Στο ζωντανό αυτό πέλαγος.

Εκεί χάμου που οι ψαράδες γερνούν καθημερινά με μεγάλες ψαριές, πίνοντας γελαστά τσίπουρα, τις ιστορίες τους και τα ποτήρια-χούφτες τους.

Θέλει το θέλω του να γίνει η οργή των Αγίων που περιμένουν την στιγμή που θα επιτεθούν στον λιποτάκτη, στον κατακτητή, στον προδότη, στον αυλικό του Μεγάλου Βασιλέως τον Ηλίθιο τον Τρίτο.

Δεν φοβάται τον θεό…

Δεν φοβάται την λύσσα του…

Δεν φοβάται την έκφυλη μανία του…

Φοβάται τα κόκκινα μάτια του…

Φοβάται το κουβάρι που κρύβει βαθιά στο μυαλό του…

Φοβάται το κρυφτό ανάμεσα σε παροπλισμένους ξυπόλυτους μάγους.

Άκουσα τα ουρλιαχτά του, την τραγανή αναπνοή του από τα τσιγάρα, άκουσα το σκοτάδι του, τις εκλάμψεις του, άκουσα το τρέμουλό του, τις θυμισιές του…

Άκουσα και τα μάτια της που κρύβει στις παγωμένες του φλέβες…

Φοβήθηκα.

Ακόμα φοβάμαι…


Αλέξανδρος Σταματίου




Πρώτη δημοσίευση

Η φωτογραφία είναι του Αλέξανδρου Σταματίου.

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2021

Βύρων Λεοντάρης, "Η ομίχλη του μεσημεριού"





ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Ι

Δεν ήρθαμε στην τύχη εδώ, μες στη σπαραχτική
         ακαταστασία του κόσμου.
Άνεμοι σύντροφοι μας άπλωσαν το χέρι
ήλιοι μας προσηλύτισαν
ιδανικά τραντάξανε κι εμάς την πόρτα − όμως αργήσαμε,
η ζωή δε μας περίμενε,
όταν ανοίξαμε, τα χνάρια από αίμα είχαν θολώσει·
πριν ξεκινήσουμε, βουλιάξαμε σ’ αποχαιρετισμούς.

Μείναμε να μας τυραννάει η μεγάλη δίψα
πιστεύοντας, πιστεύοντας, πάντα πιστεύοντας
ψάχνοντας για ποτάμια στις κορφές
σέρνοντας σαν ξερόφυλλα τα βλέφαρα στους τοίχους πουθενά
         δροσιά,
μια μαύρη λάμψη ολόγυρα μονάχα.

Η μέρα που λιντσάραμε μας ακλουθάει παντού,
τα ματωμένα της μαλλιά κολλάν στο πρόσωπό μας,
χιλιάδες νύχια προβολείς χυμούν μεσ’ απ’ το σκέλεθρό της,
ανατριχιάζει ο αγέρας πνέοντας ανάμεσα από πετρωμένα
         βλέφαρα,
τ’ αναστραμμένα μάτια τού αύριο μάς τρελαίνουν.
Θάμπωσε ο κόσμος, θάμπωσε σαν ακτινογραφία
μα της αρρώστιας το αίνιγμα ξεδιάλυνε για πάντα.
Πότε λοιπόν θ’ ανθίσουνε τα χέρια μας ένα χαιρετισμό χαράς
σπάζοντας τα θερμόμετρα της πίκρας και της έγνοιας
σπάζοντας χειροπέδες δεκαπέντε ρουμπινιών
πότε θ’ αλλάξει ο αγέρας μέσα στις ψυχές μας;

Δεν είναι να κρατήσει αυτό − γιατί
ποιος να μερώσει τον καημό του κόσμου
όταν ματώνει ο ήλιος μπούκες τουφεκιών
όταν η νύχτα αποζητάει τη σάρκα που ’γινε όνειρο,
γιατί πού να κρυφτούν των κοριτσιών τα δάχτυλα, σε ποια
         κρυψώνα απαντοχής
ποιες δακρυσμένες φυλλωσιές να τα παρηγορήσουν,
όταν γυρνούν τη νύχτα πίσω
βαριά τα γράμματα της γραφομηχανής και σκίζουνε
         τα νύχια τους
όταν γυρνάνε πίσω και παραπατούν μες στην καρδιά…
− ο έρωτας, ο έρωτας, μια λέξη που δε σχηματίσανε ποτέ
         τούτα τα δάχτυλα
χρόνια και χρόνια αδιάκοπα
ψάχνοντας παγωμένα μέτωπα στα πλήχτρα.

Δεν είναι να κρατήσει αυτό, τούτη η φριχτή ακαταστασία
         του κόσμου,
πονάνε ρίζες από φως μέσα στο χώμα.
Κι όμως εμείς δε θα τελειώσουμε ποτέ καμιά μας πράξη
ψάχνοντας για ποτάμια στις κορφές
πιστεύοντας, πιστεύοντας, μόνο πιστεύοντας,
σκάβοντας μοναχά με την καρδιά
μια γούβα για γλυφό νερό μες στη μεγάλη δίψα.



ΙΙΙ

«Αποχρωματισμοί»

Το δείλι σέρνεται κι αλλάζει πάλι δέρμα
μες στις ψυχές μας, απαρνιέται όλα ξανά
τα χρώματά του – κι απομένουμε στεγνά
τοπία χωρίς αρχή και χωρίς τέρμα.

Γρίφοι λυμένοι και ξανά μπλεγμένοι
χτυπιόμαστε όλη μέρα σαν τυφλοί
για μια καλύτερη θεσούλα στο κλουβί
κι όλο βρισκόμαστε σφιχτότερα δεμένοι.

Στα λόγια σπάταλοι, φιλάργυροι όμως στο αίμα
κάναμε χάος το τοσοδά μας το μυαλό
− ο φόβος είναι θερμοκήπιο καλό,
ανθίζει σ’ όλες του τις ποικιλίες το ψέμα…

Ακούς και δε γνωρίζεις τ’ όνομά σου,
κρυώνει η μοίρα που παλιά σου ’χε δοθεί
− σε ποιες λοιπόν παγίδες έχουμε συρθεί;
Μέγα κακό είναι ν’ αρνηθείς τ’ ανάστημά σου.

Δεν είναι ο κόσμος πείραμα στους τρόμους
του απείρου, όχι, δεν είναι δοκιμή.
Μπορείς να σέρνεσαι μια ολόκληρη ζωή,
υπογραφή δειλή μέσα στους δρόμους;

Θα ’ναι φριχτό να φύγουμε έτσι, δίχως
μια πίστη, έναν αγώνα, μια κραυγή
− άνθρωποι που πεθάναν δίχως μια αμυχή,
άνθρωποι που «διελύθησαν ησύχως…».





ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ

ΙΙ

Ενθύμηση αποχαιρετισμού στ’ αρχαία ερείπια

…Ώσπου να πεις: δεν είναι πια άλλος τρόπος,
ώσπου για τη συναλλαγή να ξεκινήσεις,
ώσπου να μπεις στη ζυγαριά ειν’ ο κόπος·
μετά, νωρίς ή αργά, θα ισορροπήσεις.

Κι αν σου μιλώ με τόση γύμνια
δεν είναι γιατί πια δε θα ξαναϊδωθούμε
είναι γιατί τόσα τσακάλια, τόσα αγρίμια
τριγύρω αυτόν το χωρισμό καραδοκούνε.

Βέβαια, «κανένας με το ζόρι τους ανθρώπους
δεν μπορεί να τους κάνει ν’ αγαπήσουν»
όμως κοιτώ με φρίκη με τι τρόπους
τα καταφέραν και τους κάναν να μισήσουν.

Μυκήνες, τείχη, τάφοι, πανοπλίες,
ήλιος που μας πονάει, αγέρας που τυφλώνει…
− Κάποτε ήταν ζωή όλες τούτες οι ερημίες,
κάποτες ήταν αίμα ετούτη η σκόνη.

Τα δάχτυλά μας στις ασπίδες και τα κράνη
τι δάκρυα, τι φωνές, τι πόνο ψηλαφήσαν…
«Τόση λαχτάρα ζωής» τη στείλαν να πεθάνει,
τόσες περήφανες ψυχές – και τις λυγίσαν…

Γι’ αυτό, δεν είναι ο χωρισμός που με τρομάζει,
το ξύπνημα στην άδεια κάμαρά μου,
όπου δεν έχει ακόμα ξεψυχήσει
η φωνή μου που φώναζε όλη νύχτα τ’ όνομά σου,

όχι δεν είναι η μοναξιά που με τρομάζει,
τις ζυγαριές φοβάμαι που πληθαίνουνε στον κόσμο,
τις ζυγαριές που μέσα μας πληθαίνουν
όταν γι’ αυτό που γεννηθήκαμε δε ζούμε,
τις ζυγαριές, που είπαμε να τις σπάσουμε μια μέρα.

Αχ, είναι να μη μπλέξεις με παλάντζα.
Μην πεις που ένα σου μέρος μοναχά θα εξαργυρώσεις
οι ζυγαριές έχουν σκληρά κι ύπουλα γάντζα,
όσοι μπλεχτήκαν, όλα τα ’χουν δώσει

για θρύψαλα χαράς και για εσπερίδες
και για γαμήλιες βραδιές στο Μπούρτζι
μα η θάλασσα έφρισσε − φτερούγα από λεπίδες−
τους τρέλαναν το πρωί τού ήλιου οι μπρούντζοι.

Άνθρωποι, ελπίδες, όρκοι, πεποιθήσεις,
άνθρωποι τόσο σίγουροι για την ψυχή τους
– κι έρχονται τώρα οι τελευταίες ειδήσεις:
πουλήθηκαν, καθένας στην τιμή του.





ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ

V

Πονώ γιατί πέρασε μέσ’ απ’ την καρδιά μου
ένα μεγάλο αγκάθι
σπρωγμένο με τόση άνεση από δάχτυλα
που αγάπησα δίχως ελπίδα δίχως σύνεση
και τώρα πια δεν έχω λόγια να σκεπάσω τούτη την πληγή
φωνές για να την κρύψω.
Γιατί, δε θέλω, δεν μπορώ, δεν καταδέχομαι,
όσα έζησα
τώρα μονάχα ποίηση να ’ναι.



VI

Έσπασα πια τις σάλπιγγες
έκαψα τις σημαίες.
Τώρα μιλώ με την ανθρώπινη φωνή μου,
αχ, τώρα σας μοιράζω την ψυχή μου
− κι εσείς γυρνάτε αλλού το πρόσωπο…





Η ΟΜΙΧΛΗ ΤΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ

ΙΙ

Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι
κι όσα για σένα είχες ελπίσει
έχουνε τώρα πια όλα σβήσει,
η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι.

Η πίστη σου − που τη σηκώναν άλλοι −
βαραίνει τώρα και συνθλίβει
καμιά σιωπή πια δε σε κρύβει
καμιά καταφορά δεν αναβάλλει.

Σκιά ήταν ό,τι για ζωή αγαπήθη,
ήχος στεγνός μιας άδειας λέξης
− σαν ήρθε η ώρα να διαλέξεις
είπες: ας φράξουν τη φωτιά άλλα στήθη…

Ποτάμι που έχει μείνει ξερή κοίτη
πώς να ’χεις έτσι ξεστρατίσει;
Σου άξιζε εσένα αλλιώς να ζήσεις.
Η ομίχλη μπαίνει από παντού στο σπίτι…





Από τη συλλογή «Η ομίχλη του μεσημεριού» (1959).
Πηγή: «Βύρων Λεοντάρης, Ψυχοστασία [Ποιήματα 1949-2006]»,
εκδ. ύψιλον / βιβλία, 2017.

Στην εικόνα: Stanisław Witkiewicz, «Mgla wiosenna (Springtime fog)».
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2021

Αλήτις Τσαλαχούρη, " ‘Κάθαρμα’ "




Ξενοδοχείο “Αγκαλιάς-Πραγματικό Θαύμα”


Καπνίζω στο διάλειμμά μου στην ταράτσα-Στο Ξενοδοχείο “Αγκαλιάς-Πραγματικό Θαύμα”-Στη Μητρόπολη Των Θαυμάτων Και Της Απελπισίας-Που βρομάει βενζίνη και διοξείδιο του άνθρακα-Είμαι υπεύθυνος για τον κεντρικό υπολογιστή-Που συντονίζει τον Κύκλο των Εποχών στα δωμάτια-Με φύλλα να θροΐζουν σε τεχνητά φθινόπωρα-Βροχές να πέφτουν σε αγριόχορτα και χώματα-Και τεχνητά καλοκαίρια με θάλασσας αφρό να ακούγεται σε βότσαλα-Μεγαλύτερη αδυναμία μου όμως-Το Δωμάτιο της Σιωπής-Όπου πολλοί επιθυμούν να αγκαλιάζονται στη σιωπή με τα διαθέσιμα ανδρόγυνα-Χαζεύω ένα Ανδρόγυνο Αγκαλιάς-Καπνίζει κι αυτό σιωπηλό στην ταράτσα-Αναρωτιέμαι με πόσους ανθρώπους αγκαλιάστηκε και κοιμήθηκε σαν παιδάκι-Πόσοι το τρόμαξαν όταν ξύπνησαν και δικαιολογημένα ήταν ερωτευμένοι μαζί του αφόρητα-Αφού της Κοινωνικής Αποστασιοποίησης ξεπέρασαν τα όρια-Απέξω ο τοίχος γράφει με βιαστικά γράμματα “Ζητείται λίγη τρυφερότητα”-Λίγο πριν χαράξει-Στη Μητρόπολη Των Θαυμάτων Και Της Απελπισίας-Που βρομάει βενζίνη και διοξείδιο του άνθρακα-Καπνίζω στο διάλειμμά μου στην ταράτσα-Στο Ξενοδοχείο “Αγκαλιάς-Πραγματικό Θαύμα




Το διαφορετικό παιδί

 

Το διαφορετικό παιδί-Μετανάστης απ’ τη χώρα του Φιοντόρ-Πριν δολοφονηθεί στις σκάλες μιας πλατείας-Απ’ την παρέα των παιδιών-Που τον φωνάζουν διαφορετικό-Επειδή δεν σκοτώνει στα ηλεκτρονικά και στο κινητό-Επειδή δεν κλοτσάει μαζί τους την μπάλα στα στενό-Αλλά με κορίτσια ζωγραφίζει κόκκινες βάρκες σε θάλασσας αφρό-Εξομολογείται στον δάσκαλό του της μουσικής-Πως τον περισσότερο πάγο και χιόνι της μητρικής του της πατρίς-Στις αρθρώσεις και στην καρδιά-Το λιώνουν οι αχτίδες του ήλιου της νέας του πατρίς-Που θέλουν έντεκα λεπτά να φτάσουν στη γη-Βεβαίως του απέμεινε χιόνι στην ψυχή-Χιόνι πατημένο-Από μορφές και ίσκιους-Που πρωταντίκρισε μωράκι και παιδί-Αλλά ο ήλιος-Ο εκτυφλωτικός της νέας του πατρίς-Του ζέστανε για μια ζωή-Τον Φιοντόρ να λέει του Πούσκιν ποιήματα-Με του πατέρα του φωνή-Τη βότκα-Στο τραπέζι-Τη γεμάτη αινίγματα-Και πρόσωπα σαν βουνοκορφές-Μες σε ομίχλη πυκνή-Το διαφορετικό παιδί που μετανάστης απ’ τη χώρα του Φιοντόρ-Πριν δολοφονηθεί στις σκάλες μιας πλατείας-Απ’ την παρέα των παιδιών-Που τον φωνάζουν διαφορετικό-Επειδή δεν σκοτώνει στα ηλεκτρονικά και στο κινητό-Επειδή δεν κλοτσάει μαζί τους την μπάλα στα στενό-Αλλά με κορίτσια ζωγραφίζει κόκκινες βάρκες σε θάλασσας αφρό




Πρόσφυγας φωνή


Μόνον το ξύσιμο των τροχών-Στου συρμού τη σιωπή-Βασανισμένη μορφή-Φωτογραφία κρατά-Σε ένα σταθμό-Μ’ εκείνη κι άρρωστο παιδί-A capella τραγουδά με τόνο σιγανό-Οι επιβάτες-Ακόμη κι οι πιτσιρικάδες-Σηκώνουν το βλέμμα απ’ τις οθόνες των κινητών-Ρωτούν σε τι γλώσσα τραγουδά-Ψιθυρίζουν “Ωραίο τραγούδι από μακριά”-Η φωνή της τους κάνει να μιλήσουν ξανά-Οι περισσότεροι της δίνουν στο κουτί-Όταν κατεβαίνει-Κάποιος λέει-“Πρόσφυγας φωνή”-Μόνον το ξύσιμο των τροχών-Στου συρμού τη σιωπή-




Χυμός ροδάκινου δεύτερο κουτί

 

Έναν Ιούνιο-Στο Γκρίζο Κτίριο-Που σχολείο λέγανε-Και πήγαινα παιδί-Σαν το πουλί π’ αφήνει άλλα πουλιά απ’ τη σκεπή-Μαθητής σπάζει τη γραμμή-Αρπάζει χυμό ροδάκινου δεύτερο κουτί ενώ έπρεπε να πάρει έναν σύμφωνα με τη δωρεά την κρατική-Τότε ο Καθηγητής με τα Χέρια τα Μακριά-Μπροστά σε όλους τον χτυπά-Απ’ τους χυμούς τρέχουν στα πόδια του ζουμιά--Μα τρεις μαθήτριες-Άλλα πουλιά απ’ τη σκεπή-Με οργή ορμάνε στη σκηνή-Διασώζουν τον συμμαθητή-Που τρέχει μες στον ήλιο να κρυφτεί-Ο Καθηγητής με τα Χέρια τα Μακριά τις σέρνει και τις τρεις στον διευθυντή-Με την κατηγορία πως παρεκωλύθη βιαίως και υβρισθείς στο έργο του το ανήκουστο-Κι η τιμωρία τους από το άκαμπτο συμβούλιο-Σχολικού περιβάλλοντος αλλαγή και χειρίστη διαγωγή-Προσπερνώντας ότι έφαγε ξύλο μαθητής για χυμό ροδάκινου δεύτερο κουτί-Που άρπαξε--Σπάζοντας τη γραμμή-Σαν το πουλί που αφήνει άλλα πουλιά απ’ τη σκεπή-Στο Γκρίζο Κτίριο-Που σχολείο λέγανε-Και πήγαινα παιδί-Έναν Ιούνιο-




Από τη συλλογή “Κάθαρμα”, εκδ. Οδός Πανός, 2020.

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2021

Σταύρος Σταμπόγλης, "Ατελές Κολλάζ"






ΖΩΓΡΑΦΙΑ

                                     Ακούγοντας Boccherini
      
                              Fandango-Castanets, YouTube


Κατηφορίζοντας ανεμίζει ο ελαιώνας. Οι
       περιέργειες
του ήλιου στων φυλλωμάτων το ασημικό.
Κορίτσι αναμμένη ακτίνα τρέχει κάτω απ’ τους
       ίσκιους.
Με θαμπώνει το γέλιο του θαύματος. Άνοιγμα
στο παραπέτασμα τ’ ουρανού. Λεπίδι και
       σχίζει την αφή
από το χώμα ώς το γαλάζιο. Το γαλάζιο που
ματώνει στα μαλλιά της.
Η απόσταση δεν μοιάζει με εγγύτητα,
       η απόσταση
δεν είναι αναστεναγμός· είν’ ένα σύννεφο και
ψιθυρίζει τη βροχή του δυο απλωσιές προς
τον ορίζοντα.
Ζέφυρος κυμάτων πορφυρός κυκλοδίωκτος,
ομηρικός. Καρύκευμα επιθέτων κατακαίει
τη στιγμή.
Στα χείλη, να χαθώ, το φως χυμός αγριεμένος.
Το φως, φιλί στους ίσκιους πάει κι έρχεται·
και με παλεύει αλμυρός πηλός να
φτιάξει έρωτα.





ΕΠΙ ΕΤΕΡΟΦΩΤΟΥ
ΟΥΡΑΝΙΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ


Ο ουρανός ήρθε κι αγκάλιασε την προκυμαία.
Άβυσσος ηπείρων ο κόλπος. Ίσκιοι λιόδεντρων
       ενώπιον
καθέτου βιομηχανίας. Aluminium, το 13ο στοιχειό.
Με διπλωμένα τα πανιά μύρια ηφαίστεια λάμνουν.
Γυαλίζει το λίπος του καιρού στην κόμη
       των κυμάτων.
Σε ρυθμούς αγωνίας οι καταφυγές μας.
Έξω  μυρίζει· φόβο μυρίζει ανέγνωρο, δίκια γιά
       άδικα.
Η εξέλιξη αδιαφορεί για το λεπίδι
της αναγκαιότητάς της.
 
 
 
 
 
ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΔΙΑΛΟΓΟΥ


Το γνωρίζω αγαπητέ φίλε πως μοιάζω με σπιτικό
κατάκλειστο κάτω απ’ τον ήλιο του μεσημεριού.
Φήμες τοξικών εκπαιδεύσεων μ’ έχουν αλώσει.
Υποψίες δολιοφθοράς σχίζουν τα πρόσωπα
της νύχτας μου.
Κάτω απ’ τα πόδια μου νιώθω αστραπιαίο ένα έδαφος
κι εγώ συνθλίβομαι στην ακινησία. Αν τολμούσα
ν’ ακονίσω το κέρατο, την ουρά να εξοπλίσω,
αλλά κατασβήνομαι στην αναπόφευκτη
εξέλιξη.
Με συγκρατεί και η πρόσοδος των επιχώσεων.
Ναι αυτό το σημείο της προόδου επιβάλλεται
προσώρας, όπου των οριζόντων το ουσιώδες
ανάμεσα ασφυκτιά.





ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΛΛΗΣ ΜΕΡΑΣ


Στου κάτω κόσμου τη σιωπή δεν ξέρω πια τι
ν’ απαντήσω. Όμως η εξόντωση ορίζει την αδίστακτη
παρειά του θριάμβου. Κάθε θριάμβου. Όμως το
       γελοίο στιγματίζει την άλλη παρειά
       του θριάμβου· κάθε θριάμβου.
Τι οφείλει να πράξει το μέλλον, δεν διευκολύνει τα
πρωινά μου. Νοιώθω μονάχα πως εγώ θα πρέπει
       να είμαι
η αδύναμη πλευρά του θεού, κι όχι το υπεράνθρωπο
στίγμα του. Πως, μου πρέπει να είμαι ανθοδοχείο
ελπίδων κι όχι ένα ακόνι ιδεών.
Αλλά κι οι εχθροί μου είχαν ημίθεους κατά το
       μαρτύριο,
τη θυσία· κι ο σεβασμός μου για του λόγου τους,
θε να ’ναι το λαδάκι στο αληθές.
Το ξέρω, η άφεση βρίσκεται πάντοτε στο μέλλον.
Πριν απ’ το μέλλον δεν υπάρχει χρόνος
για τόσα λόγια.





Από τη συλλογή «Ατελές Κολλάζ», εκδ. Κουκκίδα, 2020.

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2021

Θερμές ευχές σε όλους για το 2021





 
Τα μέλη και η συντακτική ομάδα
του ΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΠΥΡΗΝΑ
σας εύχονται ολόψυχα
 
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ
 
και
 
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ
 
με Υγεία, Αγάπη, Ειρήνη
 
και ΠΟΙΗΣΗ