Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2024

Ελένη Βακαλό, "Ο τρόπος να κινδυνεύουμε"





Ο ΤΡΟΠΟΣ ΝΑ ΚΙΝΔΥΝΕΥΟΥΜΕ


Ο τρόπος να κινδυνεύομε είναι
ο τρόπος μας σαν ποιητές



*   *   *




Είχε περάσει σε μεγάλες ριπές ο αέρας νύχτες πολλές
Το σκοτάδι κινούσε. Παράφορα κουβαλούσε από παντού μυρωδιές
Στα πλευρά μου άνοιγε κήπους. Έβλεπες άλλες φορές τοπία θαλασσινά
Δροσεροί στις όχθες τους ξάπλωναν όσοι θυμόμαστε
Δεν καίγονται, δε μαραίνονται
Τότε αναβρύζαν πηγές
Από τη μια γλυκό κυλούσε νερό ως μέσα στη θάλασσα προχωρώντας σε ήσυχους δρόμους
Εκεί όταν είναι οι μέρες καλές πιο κρύο σαν κολυμπάς αισθάνεσαι το νερό
Κι όπως σε πλάκα μαρμάρινη αν σταθείς απόγεμα του καλοκαιριού
Όντας εσύ πιο ζεστός, εκείνη στη σκιά και στα χόρτα κρυμμένη
Μιαν άλλη ανάσα θαρρείς πως περνά
Κι ανάπαυση σε τραβά και τρόμος σε διώχνει
Έτσι αισθάνεσαι όταν τα ρεύματα αυτά συναντάς

Καλύτερο για τη δίψα του άγιου τους στόματος το εμποδισμένο νερό



*   *   *




Εγκάρσιο σκοτάδι περνά μία σειρά ημερών
Κι ούτ’ άστρο δε φέγγει της νύχτας
Δεν είναι σκοτάδι της νύχτας αυτό
Τέτοιο πουλί. Ο ουρανός έχω γίνει που μέσα γκρεμίζεται
Θήραμα λάμπει του αφρού. Στην άκρη βάθους μεγάλου νερών
Πριν πέσει το μελετάει μόνος ο βουτηχτής
Ουράνια θάλασσα, και το ένα μεγάλο μάτι του βουτηχτή να είναι η πηγή
Το δέντρο το άδειο κινούσε από κει
Ήταν το δέντρο άγνωστο, σκάλες και σκάλες κατέβαινε
Κλωνιά κλαδιά κορμός, βαθειά
Κι όσοι πεθαίναν καλοί καινούργια σειρά χλωρές φυλλωσιές



*   *   *




Ανάβει φυλάγοντας τους τάφους δεντροστοιχία ο καντηλανάφτης των εποχών
Κι επάνοδο των αισθήσεων φαντάζομαι όταν το δώρο θα γίνεται
Που η αγάπη τότε περισσότερη είναι
Όπως όταν τον πόθο περάσεις τότε κάθε αίσθηση του έρωτα γίνεται έτσι ξεχωριστή
Κι έχει μερίδιο του κόσμου
Το ένα που τρέχει, το άλλο που κελαηδεί
Είναι γεμάτος ο κόσμος
Όπως θα ήθελα χωρίς να τρομάζω που πλέει ο νους
Νομίζω πως ό,τι θαυμάσιο κι αλλόκοτο πια δε θα μοιάζει, μπορεί εκεί να συμβεί



*   *   *




Θυμάται ο άλλος το σώμα που τόση αγάπη προσφέρει
Είναι κι οι μέρες καλές
Σε δροσισμένη σκιά χαμηλή είναι της γης
Κι ανάμεσα περπατούμε όλοι
Βλέπεις παρέες εκδρομή
Και τι σεμνότητα η φύση έχει
Χόρτο μαζεύω μνήμη ανθίζει
Τα λέω έγνοιες, τα λέω αρνιά
Πού ήταν πιο πριν, προφτάνουν βραδάκι
Δεν έγραψα τ’ όνομα βοσκός των νερών;
Και νόστιμη βρίσκουν τροφή
Που τα λιβάδια είναι αρμυρά


Περίβρεχτες του πελάγους οι χώρες μετοίκησαν τότε τους έγινε ουρανός
Κι ούτε το βήμα τους χόρτο θα γνώριζε
Ή περπατώντας μπορούσε να ακουστεί
Τώρα προσέχω περισσότερο, όσα πιο λίγο διαρκούν
Εκείνα κρατάνε, μαγεία γεμίζοντας την ψυχή
Και πως προσφέρονται όλα σε κείνους
Βλέπουν στον τρόπο τους, τέτοιον, ένα σημάδι οι ποιητές
Ευτυχισμένοι που είναι
Δεν έχουν τόπο για να σταθούν κι έχουν ξημέρωμα
Η αγρυπνία τους είναι ύπνος του θεού μεγάλος κοντά τους





«Ο τρόπος να κινδυνεύουμε» (1966).
Πηγή: «Ελένη Βακαλό - Το άλλο του πράγματος [Ποίηση 1954-1994]», εκδ. Νεφέλη, 1995.


Πηγή για την εικόνα: «Ανδρέας Εμπειρίκος:Φωτογραφίες της Ελένης Βακαλό».
Από το αφιέρωμα στην Ελένη Βακαλό του περιοδικού Χάρτης, 25, Ιαν. 2021.

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2024

Κατερίνα Γώγου, "Το ξύλινο παλτό"





Πάνω μου θα περάσουνε
οι μπότες των καταχτητών
με το ρυθμό τους
της ντίσκο.
Μπέρτες θ’ ανεμίζουν ποιητές
και το κεφάλι θα μου λειώνουνε
φώτα χιαστί
σοσιαλφασιστικών αυτοκινήτων.
Φωνές θα με σκυλεύουνε.
Τα μάτια μου βασιλεμένα επάνω θα κοιτάν
ήλιοι θ’ ανεβοκατεβαίνουνε
στις πέρα συνοικίες
στιχάκια που δεν πρόλαβα
να κάνω για ζωή
αιμάτινη κλωστή
θα τρέχουν απ’ το στόμα μου
κι από την τρύπια τσέπη μου
χιλιάδες αποκόμματα της θύρας 13.



* * *




Είναι κάτι
μια σταλιά καραμελίτσες απ’ όλα τα χρώματα
που τις λένε θεάτρου.
Τις βάζουνε σε κάτι γυάλινα άχρηστα βάζα
στο πιο ψηλό το ράφι
γιατί δεν αγοράζονται πια.
Ήτανε κάποτε κάτι
μια σταλιά παιδία που κατεβαίνανε
από μακρινές συνοικίες
να διαγωνιστούνε στο ροκ.
Έκαψε η εποχή
το μυαλό και τη ζωή τους
και τα λεφτά τους σε γυάλινα άχρηστα βάζα
και δεν πουλάγανε πια.
Είναι κάτι
όλες οι νύχτες κι όλες οι στιγμές
έτοιμες
γυάλινα βάζα κι άνθρωποι
που πάνε πίσω πίσω μακριά
παίρνουνε φόρα από μακριά
βουτάν με το κεφάλι
τσακίζουν την απόσταση
τα τζάμια
σκληρό ναρκωτικό η μοναξιά
πηδάν απ’ τα παράθυρα απ’ τον 5ο
ανοίγουνε πανιά
και παν και καρφώνονται
στα καλώδια ψηλά
κι ατελείωτες παιδικές καραμελίτσες θεάτρου βρέχει από ψηλά
κι από κάτω περνάνε τα τρόλεϊ
κι από κάτω ο κόσμος
τα γλυκά
το Γκριν Παρκ
τα σινεμά
ο δρόμος
οι στενοί συγγενείς
στενό μαρκάρισμα η ζωή από κάτω τους
σικέ το παιχνίδι
κι από πάνω πέφτει πέφτει η βροχή
και μόνο τα παιδιά κι οι αλαφροΐσκιωτοι
τη βλέπουν
και σκύβουν και γεμίζουν τις τσέπες τους καραμελένια βροχή
και είναι η πρώτη κίνηση
αδερφική
στενή
που θα τους σηκώσει
που θα τους ανεβάσει
καρφωτούς στα καλώδια
κι από κάτω
τα τρόλεϊ
η στάση
μια σταλιά παιδιά
η προδομένη επανάσταση
και μακρινοί συγγενείς τα ίδια δηλαδή και τα ίδια…



* * *




Άσπρη είναι η αρία φυλή
η σιωπή
τα λευκά κελιά
το ψύχος
το χιόνι
οι άσπρες μπλούζες των γιατρών
τα νεκροσέντονα
η ηρωίνη.
Αυτά λίγο πρόχειρα
για την αποκατάσταση του μαύρου.



* * *




Τώρα
Ο Χίτλερ και ο Στάλιν
κάναν κατάληψη
στο τρίτο μάτι ζωής
τώρα οι άνθρωποι
μόνο στο φόβο ενωνόνταν
Τα όνειρά τους
χιλιάδες χρόνια πέφτανε χωρίς ήχο στο πάτωμα
σε μια χαραμάδα κρυβόντουσαν
γινόντουσαν αράχνες
από κει έβγαινε και μεγάλωνε και τρεφόταν
το μόνο πράγμα που τους ένωνε.
Τώρα οι άνθρωποι
μόνο στο φόβο ενωνόνταν
Τα όνειρά τους
λυπημένες κόλλες απ’ τα παράθυρα φτερούγιζαν
με ζωγραφιές από χιλιάδες καταστραμμένες εικόνες
καμένα δέντρα καμένες εικόνες ολικής καταστροφής
υπερπληθυσμός παραμορφωμένα πρόσωπα
από εικόνες καμένης άχρηστης γνώσης.
Τα όνειρά τους άσπρες κόλλες
ζωγραφισμένα σβησμένα πουλιά χωρίς φτερά
κυκλικές πολυθρόνες ιατρείων
βγαίνανε απ’ το στόμα τους μονάχα σύμφωνα λαρυγγικά
κ γ χ κ γ χ  βαθιά απελπισμένα
μ’ ένα παράπονο παιδικό μέσα στη λύπη σουρνόνταν
τους σκουπιδοτενεκέδες γεμίζανε
θα ξαναγινόντουσαν πολτός
να ξαναγράψουν άνθρωποι σ’ αυτούς
να τραφούνε μ’ αυτούς να τους ανακυκλώσουν
Τώρα οι άνθρωποι
είχανε άσχημο χρώμα πρασινοκίτρινο
και στο μέρος της καρδιάς
αναβόσβηνε συνεχώς
το κόκκινο φως κινδύνου…



* * *




Εδώ που έφτασα Εδώ
Με φριχτούς πόνους παντού
Στα διαμελισμένα και πρόχειρα βαλμένα μέλη μου
Στα τοιχώματα του ραγισμένου κρανίου μου
Στις εξόδους του μυαλού μου
Στην πεταμένη στο βόρβορο
Μέχρι θανάτου λυπημένη ψυχή μου
Ζητώ
Να μου δοθεί η Χάρις
Τα εγκλήματα όλων των δολοφονημένων να επωμιστώ
Το θρησκευτικό φανατισμό των οργισμένων
Την απόφαση για ζωή των θανατοποινιτών
Την απόφαση για θάνατο των αυτοκτονημένων
Των αγγέλων την πύρινη ρομφαία να μου δώσεις τα φτερά
Το εκδικητικό σκήπτρο των δαιμόνων
Να είμαι εκεί
Όπου δεν φτάνει ποτέ του ήλιου το φως
Να εκδικηθώ όλων των φυλακών τ’ ανήλιαγο σκοτάδι
Δαιμόνισσα με τους κακούς
Ταπεινή στους ταπεινούς
Θάνατος στους θανάτους
Γονυπετής, πρίγκιπα
Με φριχτούς πόνους παντού
Στο σώμα στην ψυχή και στο μυαλό
Στο όνομα της ζωής
Έτοιμη για πάντα να εκτοξευτώ
Σού προσφέρω κατάμαυρο ρόδο τη ζωή μου
Και ζητώ
Άτομο εγώ
Υπέρτατα εγωιστικό
Το υπέρτατο όραμα
Ζητώ να μου δοθεί
Της δύναμης του Αδυνάτου.



* * *




Ήχοι τώρα…
…βαλσαμωμένοι αετοί
απολιθωμένα φτερά ξεδιπλώνουνε
μου σπάνε τα τύμπανα τ’ αφτιά μου πονάνε
Ήχοι τώρα
περιστρεφόμενα κεφάλια σ’ άναστρο ουρανό
ψάχνουν αιώνες στη γη το ουράνιο σώμα τους
πίσω από ανεμίζοντα κρέπια έτη φωτός
μέσα από αγαλμάτων παγωμένα βλέφαρα
πετρωμένα δάκρυα τρέχουνε
με βλέπουν… με κοιτάνε…
’Ήχοι τώρα
καρφωμένοι σ’ αλόγων ποδοβολητά
κάμες δόρατα ξίφη σπαθιά σκαλιστά
ξανά
ξανά φτάνουν
ξανά
από τα πέρατα από τα βάθη της Ιστορίας
Ποιος;
Ποιος δεν ακούει;
Ποιος κάνει τώρα πως δεν τους ακούει;…
Φωνές. Παντού. Φωνές. Ψηλές στεντόριες αγκυλωτές
νεκρών παρθένων ιαχές σατανιστές πυρσοί
ρέκβιεμ προφήτες μεσσίες σταυροί
κατηφορίζουνε σηκώνουν αίμα βουνά από σκόνη
ανεμίζουνε αναμμένα κλαδιά τα υψωμένα χέρια τους
δοξαστικά αλληλούια θανάτου
Ήχοι τώρα μεσίστιοι στα επταπύργια ξεδιπλώνονται
βουές κουρελιασμένες διάτρητες δίνες μελανιασμένες
οι γερασμένες στρατιές λυγάνε
πέφτουνε μαζί με τις παντιέρες τους
γκράπα γκρούπ γκράπα γκρούπ με ξυλοπάπουτσα
οι καινούργιες τις παντιέρες σηκώνουνε
πάνω στις γερασμένες πατάνε περνάνε
σ’ ένα τούνελ κλειστό κυκλικό
που όλο και κλείνει
πουθενά προχωράνε…
Ήχοι τώρα λοστών
REX REX REX REX…
Τοπία ψοφιμιών
μολύνουν τα ύδατα
όρνεα καταστολής
ύαινες στην περίπολο
δεν αφήνουν
τα ιερά κόκαλα των νεκρών αδερφών μου
να θάψω
τα μάτια μού ράψανε
δεν βγαίνουν τα όνειρα
δεν μπορώ πια να κλάψω
Ένα πανέμορφο ξανθό κορίτσι λεπρό
γυρνάει τις νύχτες στα όνειρα των επιζώντων φίλων μου
γυμνή τούς δίνει το στόμα της
μολύνει τα τελευταία καθαρά ερωτικά όνειρά τους
μέσα στη νύχτα για να μην τελείως χαθώ
κρατάω στα χέρια μου ένα μικρό βιβλίο με ποιήματα
ένα βρεμένο κουτάκι με σπίρτα
σ’ όσους ακόμα αχνοφέγγουνε
πετάω με όση δύναμη μου απόμεινε
μια χάρτινη σαΐτα σ’ άναστρο ουρανό.






Από τη συλλογή «Το ξύλινο παλτό» (1982).

Φωτογραφία: Πετρουτσόπουλος Διονύσης
Πηγή για την εικόνα: https://www.documentonews.gr/.

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2024

Μαριανίνα Βεντούρη, "Πυρ αείζωoν"





ΠΥΡ ΑΕΙΖΩΟΝ


Φωτιά, αρχή του κόσμου
Και φρικτή κατάρα
Και ευχή –
Φωτιά, και φίλη
Και εχθρά
Μισή καλή, μισή κακιά
Βαθιά στον κόρφο
του Θεού, κλεμμένη
Ή ζηλεμένη
Ή οχιά.



              Μαριανίνα Βεντούρη




Πρώτη δημοσίευση





Η Μαριανίνα Βεντούρη είναι φιλόλογος, συγγραφέας, βιβλιοκριτικός και επιμελήτρια. Είναι αρχισυντάκτρια του λογοτεχνικού περιοδικού «Θρυαλλίδα» και διευθύντρια του «Ποιητικού Εργαστηρίου Θρυαλλίδας» ενώ συνεργάζεται τακτικά με πολλά έντυπα, ιστοτόπους και εφημερίδες. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Κατάδεσμος (Εύμαρος, 2022) και Κυκλαδοσύνη (Δρόμων, 2024) και έχει συμμετάσχει σε πέντε συλλογικά έργα.
Έχει επίσης δημοσιεύσει πέντε ηλεκτρονικά βιβλία δημιουργικής γραφής, ελεύθερα διαθέσιμα στην Ανοικτή Βιβλιοθήκη: Ποιητικό Εργαστήρι, Ποιητικό Εργαστήρι Β΄, Ποιητικό Εργαστήρι Γ΄, Ποιητικό Εργαστήρι Δ΄Ποιητικό Εργαστήρι Ε΄, καθώς και ένα Ποιητικό Ανθολόγιο (Ανθολόγιο των μελών).
Περισσότερα σχετικά με την Μαριανίνα Βεντούρη βλ. Biblionet και Οσδελ_net.



Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2024

Μαρία Σκουρολιάκου, "Ιδού Εμείς"





Άγρια ζάχαρη


Φλούδα νεράντζι θα σε πω,
αλλιώτικη μοσκοβολιά
π’ ανθίζει
και πικραμύγδαλο που κύλισε
άγρια ζάχαρη στην άκρια των χειλιών.
Θα σε ονομάσω ανάσα,
ζεστή ανατολή
ολόγιομο φεγγάρι.

Θάλασσα θα σε πω βαθιά
με το κρυφό σου σώμα να σαλεύει
κοράλλια, βότσαλα στιλπνά
φύκια φυλακισμένα,
ν’ αναρριπίζει πεθυμιές
στον φιλντισένιο κόρφο που ριγά
κι ο παφλασμός σου
ερωτινό τραγούδι.





Η κραυγή

                                        Στων Τεμπών τη μνήμη


Στην πρώτη τη σελίδα, η κραυγή
φρικτά καίει τα σπλάχνα.
Στη δεύτερη, κρούει τις θύρες των ανθρώπων.
Πλήθος συμπάσχοντες έκπληκτοι τάχα,
ρωτούν πούθε η κραυγή να βγαίνει.
Στην τρίτη, αίμα στάζει η κραυγή
−ποτάμι κόκκινο φρουμάζει.
Στην τέταρτη, στην πέμπτη, κάποιοι
τρέχουν μες στη νύχτα,
μπαζώνουν το ποτάμι. Τ’ αλλαξοδρομούν
μη φτάσει στις αυλές τους και τους πνίξει.
Στην έκτη, ένα τσούρμο άνανδρες σκιές
γλείφουν το ψέμα να τους κρύψει.
Φορούνε τ’ άλλο πρόσωπο
ως ν’ αποκάμει η κραυγή· να τη φιμώσουν.
Από την έβδομη και πέρα

λευκές σελίδες ντύνουν την ντροπή.





Αλύτρωτη εποχή


Αλύτρωτη εποχή.
Σέρνει και ξεγυμνώνει
σώματα υποταγής.
Κομπάζει
σε άδειους στίχους.
σε θρυμματισμένες σχέσεις.

Ποιός είσαι;
Ποιοι είμαστε;

Καθρέφτες λασπωμένοι
αγεφύρωτες μορφές
που κολυμπούν στο ψέμα.
με φιέστες
και ηλεκτρονικά κοάσματα.
Με αίμα.

Πες μου ότι δεν είναι αργά
σ’ αυτόν τον κόσμο.
πως είναι
οφθαλμαπάτη ετούτη η άβυσσος.





Γκρι φωνήεντα


Χρωμάτισες
με γκρι απόχρωση το κόκκινο
και με ζητάς
σ’ ασπρόμαυρες στιγμές Ιανουαρίου.
Σ’ έναν χωλό Φλεβάρη.

Μα, με χειμώνα όταν μεθάς,
σύμφωνα και φωνήεντα μπερδεύεις.
Απάτη βλέπεις στην αγάπη
το όμορφο σαν άμορφο
κι ένας βοριάς ρυτιδωμένος
το γέλιο φέρνει χιόνι.

− Η άνοιξη κατά βάθος
ποτέ δεν έχει μοναχά τρεις μήνες!





Φτερά, η αγάπη


Μακρινή ηχώ
κυλά δάφνες και χώματα
θρυμματισμένα φέγγη
και σκιές
πάμφωτης ωραιότητας.

Καθρέφτης το στερέωμα
αντιφεγγίζει τη μοιραία πτώση,
των ημερών τα ολοκαυτώματα,
του Ήφαιστου τη φλόγα
που νυχτώνει
σε σιδερένιους δρόμους.

Στο ημερολόγιο
περπατώ
που έγραφα ταξίδια
κι αίθρια ονόματα
που έγιναν πουλιά.

Άλλα δεν έχω πια φτερά
εκτός απ’ την αγάπη.





ΙΔΟΥ ΕΜΕΙΣ! Το όγδοο ποιητικό βιβλίο της Μαρίας Σκουρολιάκου και το δεύτερο μέσα στο 2024 (Την άνοιξη εκδόθηκαν οι ποιητικοί της στοχασμοί με τον τίτλο ‘’Μικρογραφές’’).
ΙΔΟΥ ΕΜΕΙΣ. Με την εμφατική λέξη Ιδού, σαν σήμα κινδύνου στους χαλεπούς καιρούς και στον γενικευμένο παραλογισμό, παράλληλα δε, προτρεπτική ως ‘δες, πάλεψε, ζήσε. Με την πληθυντική λέξη ΕΜΕΙΣ που ονομάζει την ομορφιά του «μαζί» αλλά και την συνένοχη πτώση αν δεν χτιστεί με τα υλικά της αγάπης και της αντίστασης.
Ποίηση άλικο πουκάμισο, ελάφι που χορεύει στο στήθος, αιώνων άνθη κι εωθινά ποτάμια αναζητώντας το θαύμα στον κήπο των ανθρώπων, ασθμαίνοντας να κερδίσει το φως που πάντα στο πλήρωμα του πόνου έρχεται. Ποίηση κραυγή σε τόπον πληγής και απωλειών, όπου η ποιήτρια ανεμίζει στο άνω διάζωμα κορδέλες κόκκινες, επιμένοντας πως «στο βάθος η άνοιξη ποτέ δεν έχει μονάχα τρεις μήνες».
Ποιήματα για τοπία ανθρώπων και ψυχών, για το ατελές της ύπαρξης, για τους δρόμους της εσωτερικής αποστολής μας. Ποίηση της ζωής καθώς ‘το αίνιγμα πάντα πορεύεται άλυτο’. Μια πλούσια συλλογή, με γλωσσική αρτιότητα, με αποστάγματα τρυφερότητας και βαθιάς πίστης, με δυνατά αναχώματα, υπερασπίζοντας την επιστροφή στις πηγές, στις αξίες, στις αισθήσεις, στις δυνάμεις που συγκροτούν το είναι, κατέναντι του θανάτου και με προορισμό το φως.

(Από την έκδοση)





Από τη συλλογή «Ιδού Εμείς», εκδ. Κέντρο Ευρωπαϊκών Εκδόσεων Χάρη Πάτση, 2024.





Η Μαρία Σκουρολιάκου γεννήθηκε στην Τιθορέα Φθιώτιδας.
   Εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα, απ’ όπου συνταξιοδοτήθηκε ως Διευθύντρια. Σπουδάστρια του Ανοικτού Πανεπιστημίου στον Ελληνικό Πολιτισμό. Παρακολούθησε πρόγραμμα Δημιουργικής γραφής του Πανεπιστημίου της Αθήνας.
   Είναι μέλος του Κύκλου Ποιητών, της UNESCO Τεχνών, Λόγου & Επιστημών Ελλάδος, της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών, της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Ποιήματά της, άρθρα και δοκίμια έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά έντυπα και διαδικτυακά και στην Μεγάλη Λογοτεχνική Εγκυκλοπαίδεια ΧΑΡΗ ΠΑΤΣΗ. Έχει συμμετάσχει σε συλλογικές εκδόσεις και ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά και ιταλικά.
    Το ποιητικό της έργο έχει κριθεί από εξαιρετικούς κριτικούς.
    Έχει βραβευτεί με το βραβείο «Μάρκου Αυγέρη» της Ε.Ε.Λ το 2017, για την ποιητική της συλλογή «Χρώμα Αύριο». Έχει λάβει το Α΄ Πανελλήνιο βραβείο της Π.Ε.Λ. για το ποίημα «Μάνα», καθώς και άλλα πανελλήνια Βραβεία.

Ποιητικό έργο:
«Αντίδωρο καρδιάς», Αυτοέκδοση, εκδ. Λαμιακός Τύπος, 1999, 2005, 2011.
«Δακτυλικά αποτυπώματα», εκδ. Γαβριηλίδης, 2005.
«Ακάθιστος λόγος», Αυτοέκδοση, εκδ. Λαμιακός Τύπος, 2008, Β΄ εκδ. Κέντρο Ευρωπαϊκών Εκδόσεων Χάρη Πάτση, 2020.
«Χρώμα Αύριο», Αυτοέκδοση, Λαμιακός Τύπος, 2015, Β΄ έκδ. 2022.
«Χρώματα του Αναστάση», εκδ. Κέντρο Ευρωπαϊκών Εκδόσεων Χάρη Πάτση, 2020.
«Σώμα του Χρόνου», εκδ. Κέντρο Ευρωπαϊκών Εκδόσεων Χάρη Πάτση, 2021.
«ΜικροΓραφές», εκδ. Κέντρο Ευρωπαϊκών Εκδόσεων Χάρη Πάτση, 2024.
«Ιδού Εμείς», εκδ. Κέντρο Ευρωπαϊκών Εκδόσεων Χάρη Πάτση, 2024.

Παραμύθι:
«Το αστεράκι του Μάριου», εκδ. Κέντρο Ευρωπαϊκών Εκδόσεων Χάρη Πάτση, 2020.

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2024

Νίκος Καρούζος, "Πέντε ποιήματα για την Αθήνα"





ΑΘΗΝΑ, Η ΦΛΟΓΑ ΠΟΥ ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΓΑΛΑΖΙΟ


Ομορφιά στου δειλινού τον πλαγίαυλο
αργά που πάνε οι λυπημένοι μέσ’ στα φυλλώματα του Εθνικού Κήπου
κι όταν κάθονται
στα γαλανά παγκάκια ταξιδεύουν
σε καλύτερες ημέρες του μέλλοντος
ένας τινάζοντας τον ύπνο απ’ τα μαλλιά του
κ’ εκείνος κει στον τζίτζικ’ από κάτω
κι ο πιο πέρα
όλοι μοναχικοί
και συ το ίδιο
μόνος
εναγκαλίζεσαι τα δέντρα από έρωτα.
Ώρα επτά σφυρίζουν οι φύλακες
τελειώνει πια κ’ εδώ ο κόσμος.
Ύστερα στους δρόμους
πάλι κρατούν άδεια κλουβιά
γυρίζουν
χάνονται
οι λυπημένοι.
Στα σύννεφα κρέμονται πουλιά
κι αυτοί βλέπουν το κέρδος:
αμνό και τρόμο.
Ηλεκτροφόρα σύρματα φράζουν τα όνειρα
μα θα ’θελαν –
Κ’ ενώ δε σώνεται η φωνή στο μέσα μάκρος
ακούγονται καμπάνες
απ’ τα εκκλησάκια της ορθοδοξίας αιχμάλωτα.
Μα πώς κυματίζει ο ουρανός
στην ακοή των λυπημένων...
Ώρα επτά κ’ οι σοφέρ
με τα ραδιόφωνα ανοιχτά
για είκοσι λεπτά τραγούδι αθάνατο
«απόψε θα ’ρθει ο θάνατος να πάρει τους καημούς μου».

Πάνω τους η νύχτα παλαιό ρούχο
ο πλάστης
με την άσπρη αγάπη.





ΤΡΟΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΗΛΙΟΣ


Ανέζησε το καλοκαίρι
Ελένη σε μιαν Αττική απροσδόκητη.
Μέσ’ στην ψυχή μου είν’ ακόμη η ώρα
(πέρασαν μήνες ερωτικοί...)
οπού βρεθήκαμε κάτω απ’ τα πεύκα
μετά το μεσημέρι στην Ακρόπολη
ανάμεσα στους κίονες του ναού
κυμάτιζαν
γαλανά κομμάτια τ’ ουρανού απ’ την πύλη
του ναού θα ’λεγες έμπαινε κανείς στα ουράνια!
Ήλιος απάνω αλαλάζων
στη χυμένη πρωτεύουσα
κ’ εμείς βλέποντας τη σκοτεινή πέτρα
εκεί σ’ έν’ άγνωστο πεύκο.
Αλλά στον Υμηττό μάς απειλούσε μαύρη συννεφιά
με κεραυνούς που άνοιγαν τις φλέβες τους
ένας κατήφορος βροχής που χώρισε στα δυο τη φύση.
Μας άλλαζε η βροχή βαθαίνοντας το στήθος
κι αν τύχαμε στον ήλιο προς την καταστροφή
άγγιζαν τα μάτια.
Του κοριτσιού χαρούμενη λαλιά ώς το θέατρο Διονύσου
– λίγο νεράκι του θεού χύθηκε στις κερκίδες
που ο ήλιος το ’παψε γοργά –
σε ακολούθησα με τρόπον ώστε να ονειρεύομαι
εκ γενετής αιχμάλωτος.
Δεν είσαι πια στο παιδικό παράθυρο στον ήλιο προχωρείς
μονάχη με τη μνήμη της θαλάσσης απ’ τον ήλιο.
Κι απ’ την ορμή μου δε βγαίνει άλλη ματιά
μόνον αυτή που σε κοιτάζει φίλη και ρημαγμένη μέσ’ στην ίριδα
καθώς το ανυπόδητο πέλμα σου θαυμάσιο
με βροχή πλένεις
στη μικρή κοιλότητα του χρόνου
στο μαρμάρινο κάθισμα του Ιεροφάντη.
Εκβάλλουν απέναντι την οργή τους οι ξένοι κεραυνοί.





ΒΡΑΔΙΝΗ ΑΘΗΝΑ


Με τον ουράνιο Μπαχ
ερωτεύομαι νύχτες της πικρής Αττικής
ακούω γαλήνια κονσέρτα
που αναστρέφουν τον πόνο
σε χαλασμένα ραδιόφωνα χωρίς κουμπιά
σκονισμένα
συντριμμένα
των λυπημένων –
(βράδια μυρωμένα
η Αττική ανέβαινε ψηλά
κι ανέβαιναν
τα βάσανα κ’ οι έγνοιες...).
Είχα μιαν αγάπη
χάθηκε
την έφραξαν πάθη καιρικά
μα όμως κάποτε
λέω θ’ ανταμώσουμε ψηλά
μέσ’ στη γαλάζια σκόνη του αιθέρα.
Έχει άνθος στα μαλλιά
είναι τα μάτια της εφιαλτικά και σύρουν.
Άλλ’ εγώ με τη δύναμη του αθώου
στους κινδύνους
ανεβαίνω.
Είχαν μιαν αγάπη
τώρα ταξιδεύει μακριά
κ’ η σελήνη γέμισε κίτρινα πουλιά.
Έχει άνθος
και φέρνει
όνειρα στον ερειπωμένο μου
ύπνο.





ΤΟ ΕΑΡ ΜΕ ΘΥΕΙ Κ’ ΕΦΕΤΟΣ


Μέσα στην Άνοιξη ο Λυκαβηττός
άσπρα φώτα του Άι Γιώργη
εδώ που σχίστηκε με μια γαλάζια τύχη ο ουρανός –
και το μικρό κόκκινο φως απάνω απ’ τα δέντρα
εδώ που σχίστηκε με μια γαλάζια τύχη ο ουρανός
ερωτευμένους θα φορώ η Άνοιξη φωνάζει
σα να σχίστηκε
ο ουρανός απ’ τα γαλάζια χέρια των πηγών
και δείχνει ένα λίγο του Παράδεισου.
Μαρία δυσβάσταχτη των αγγέλων καμπύλη
και καρποί κρημνιζόμενοι
σε αναπνέω γυμνή με το πουκάμισο
και τη μαύρη γραβάτα μου ασθμαίνεις
όταν ο αέρας αιφνίδια μεταστάς
αφήνει τα ζεστά σου πόδια σε διάρκεια για μένα.
Κορίτσι του καημού της Αττικής
ουράνια βραδινά πάνω στα χείλη
ανάμεσα μας η ευθεία του θανάτου
τα πεύκα και τ’ αθάνατα σπιθίζουν –
φαρδιά φύλλα.
Έαρ η εποχή των εξουσιών
τη μοίρα διανύει κ’ εφέτος
αυτή την αρωματική δροσιά που συγχωνεύει
λουλούδια με τ’ αστέρια ώς μέσα στις χαρούμενες νύχτες.
Είναι φλόγα και με θυσιάζει
λάμψη Χριστού
και τα ορμητικά μάτια των κορασίδων
όπως ανοίγουν μοναχές τα στήθη.
Στους σπινθήρες των άστρων ολόσωμος εγώ
η ψυχή μου πατούσε το χώμα
κι άρχισα ένα τραγούδι
που με βύθιζε μητέρα στην καρδιά σου.
«Κλαίνε τα πουλιά γι’ αέρα
και τα δέντρα για νερό...».
Τι βαθύ ποτάμι κι ο ήλιος απ’ αιώνες
εκεί καρφωμένος βασανίζεται στον τροχό.
Αυτοθυσία είν’ η Άνοιξη κι ο χρόνος
μέσ’ στο ναό η σταύρωση και τ’ αθώα πετεινά.





ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ


Είμαστε πάντα το χώμα του καλού
έχουμε στην καρδιά μας ένα σήμαντρο.
Να ο Λυκαβηττός με τα ουράνια πράσινα
της χειμωνιάτικης μέρας η γλυκύτητα
του ανεβάζουν δέντρα μέσ’ στην καθαρή γέννησή του.
Εδώ πάλι εξαίσια ουράνια τυλίγουν κάτω απ’ τον Ιερό Βράχο
εμπρός στα μάτια τη γυμνή συκιά
ωσάν ανήσυχο σκελέτωμα
που κόβει την ανάσα –
γκρίζο λευκάζει
και τη θύρα της απελπισίας ανοίγει.
Ταξίδεψε σώμα γοερό μέσα στη μαύρη πόλη.
Οι σκουριασμένοι κίονες το σπήλαιο του Πανός
οράματα
πληγές
αίματα των πατέρων.
Ιδού ο Κήπος πέρα στην κίνηση των δρόμων
κρύβεται στα φυλλώματα της θλίψεως
κι ο ήλιος έμεινε στη μια πλευρά του δέντρου για πάντα
την κεντημένη κίτρινα φύλλα
ο ήλιος πόσων ημερών, αλήθεια, έχει κολλήσει
τις αχτίδες του πάνω στα υπάρχοντα φύλλα
και το νεκρώσιμο φεγγάρι βγάζει άσπρο...
Να θυμηθείς τον κόσμο πάλι
θυμήσου το παρόν
οι ξύλινες σκάλες που προσμένουν άλικα
τα μανταρίνια είναι κίτρινος Χριστός μέσ’ στις αυλές.
Αγνά παραθυρόφυλλα
κόκκινα σα βερνίκι
τα κεραμίδια χλοϊσμένα στις χοές του χρόνου
χωρίς λαλιά με ωχρό κερί ζητώντας τη δική σου
καθώς πίνεις της το μοναξιάς το ηδύποτο.





Από τη συλλογή «Ποιήματα» (1961).
Πηγή: «Νίκος Καρούζος, Τα ποιήματα Α΄ (1961-1978)», εκδ. Ίκαρος, 5η έκδοση, 2013.


Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2024

Δημήτρης Π. Παπαδίτσας, "Η ασώματη"





Η ΑΣΩΜΑΤΗ

1

Εγώ σου μιλάω με δακτυλιές σολ και μι και λα
ματιάς αφής κι ανάμνησης
φωτιάς και δέντρου

Το νέφος εκεί μας τυλίγει
και μας κόβει στη μέση
μας κόβει απ’ την ανατολή στη δύση
κόβει τη νύχτα των ποδιών και των χεριών σε αφανισμό φωτισμένο

Αν δεν είναι φως το χέρι σου στα μαλλιά μου
τι είναι;

Το ερώτημα μισανοιγμένο πλέει νυχτιάτικο νούφαρο
που γεννήθηκε μόλις πέθανε
και δεν το φύτεψε το τίποτα
το τίποτα που φύτεψε το τίποτά του στα λυγερά ανηφόρια της οδύνης

Ο κρατήρας μου καπνίζει
τ’ αναμμένα χέρια σε περπατάνε

Φυτρώνω και φυτρώνεις πέντε και πέντε δέκα δέντρα
κι όλα έχουν γίνει δάσος
που δεν μένει χωρίς φεγγαρόφως
χωρίς πάχνη και μάτια φτερωτών



6
 
Τώρα κάτω απ’ το χέρι μου το σώμα σου κυνηγάει ένα ζαρκάδι
ούτε μπόρεσα κι αν μπόρεσα έμεινα μ’ άγρυπνο μάτι και ταριχευμένη ψυχή
και μόλις μ’ ένα κομματάκι αυγή κι ένα ξημέρωμα φευγάτο να σβήνει τα τελευταία του άστρα
(τα ονειρευτήκατε πώς έρχονται και φεύγουν σε κάθε θάνατο
πώς τ’ αντικαθιστάει η αγέννητη μνήμη
και πώς η μνήμη χωρίς αριθμό
σέο δ’ όστεα πύσει;)

Από ’δω κι από ’κει φεύγει η ψυχή μου όπως όλα τα βουνά κι ο συνδυασμός των αστεριών τους με την ομίχλη
κι όπως η γη φεύγει από το αστέρινο σώμα της
και κρίκος-κρίκος φεύγει η ασύλληπτη άλυσος του ερωτικού ουρανού

Μια ώρα σπίθα τη σπίθα με φωτίζεις χωρίς να ξέρω τι είναι σκοτεινιά,
πάω να ουρλιάσω μα κάτι που το ξαναβλέπω με καταπραΰνει
ώς την αρχή κι ώς το τέλος

Με μαργαριταρένια πόδια πάμε στης θάλασσας τα όστρακα
να κοιμηθούμε και ν’ ακούσουμε

Μα ό,τι κι αν πω είναι ψέμα αληθινό
κι όπως η Άτη ζαλίζει κεφάλια



9

Βαθυστρόβιλο
ποτάμι κι αν είσαι
με μια καλαμιά
και μια χρυσή ακρίδα στα φύλλα της

τι είσαι;

Καθώς θημωνιά εξανεμίζεσαι
στου Αυγούστου τα αράγιστα ουράνια
βαθυστρόβιλη όρχηση
εσύ και τα δέκα σου δάχτυλα

Το μάτι σου εδώ το μάτι σου εκεί
μελιχόρταστο έντομο
στη βραδύπορη εσπέρα
γυρίζει απ’ τον αέρα

Να ’χα τη χλόη σου
που πίνει την αίσθηση
θα μ’ έστρωναν θύελλες
φύλλα κλαδιά σπερμογόνια
έλυτρα σκόνη στεφάνια
εκεί που φυτεύτηκα

και με είδες που σ’ έβλεπα





ΔΙΑΙΡΕΤΕΟΙ


Από ’δω αρχίζω
σε ρωτάω δεν σε ρωτάω, είναι
από εδώ ώς εκεί, σου λέω μείνε
και δεν ακούω τι μου λες

Από ’δω αρχίζω με σπίθες
με ανάμματα και με φωνές
μνήμες λιθάρια ή λήθες
(σου ’λεγα κοίτα και μου ’λεγες πιες)

Από σένα αρχίζω
στο τέλος ή στην αρχή ζω
μετά με φυσάς και σε φυσώ
(με τόσο φως και δεν σε ξεχωρίζω)

Σε κάθε φύλλο σε μυρίζω
κι ως σε μετράω μέχρι τα χίλια
όλο είσαι δυο κι όλο μισό
για την αφή μου και τα χείλια.


                                                        1980





ΓΡΑΦΤΟ ΣΤΗ ΔΗΛΟ

1

Κοίταξε με μισόν
μισοφέγγαρον
κι εγώ το ίδιο: μην έχοντας δει
απ’ το άνοιγμα του κεφαλιού σου τ’ άστρα
μην έχοντας ακούσει
του στόματος σου το μυστικό
και τα μυστικά των μαλλιών που τα δέρνει η άρμη

Αυτό το νησί σου λέω λίγο-λίγο με τρώει και πάω να του μοιάσω
ακόμα και στη συκιά του και στη μινώα του κρήνη
και στο νερόφιδό του
και στο πηγάδι

Κι εδώ τ’ άλλο βήμα πάνω απ’ τη δίψα
πλάι στο ψηφιδωτό μου κορμί
πωρόλιθος φρενιάζω στις δώδεκα
πωρόλιθος από μέσα κι απ’ έξω

Εδώ είμαι πανέξυπνος εμπρός στο αγκάθι
έχω μάτι που θα πολεμήσει με το φίδι όλη τη μέρα
έχω χέρι πάμφωτο απ’ το χορτάρι
έχω φωνή που την ακούνε τα αδιόρατα αυτιά
έχω ποδάρια αραχνιασμένα απ’ τα φαράγγια του Άδη
έχω ορμόνες άγριες
κι ο ουρανός μού απορροφάει την τρέλα και μου δίνει αιθάλη

Και τι δεν έχω
μες στη θαλασσοφάγωτη ζωή μου
όταν συντροφεύω τον ίσκιο
απ’ το πρωί εδώ αιώνες
με καρφωμένα στα μάρμαρα χέρια



2

Μη με ξυπνάτε, πεθαίνω στα ξερόχορτα
τα μάτια μου τροχίζουν γύρω-γύρω μια πέτρα κι ετοιμάζουν τη Νιόβη
έτλη ες άντα ο τάφος της ήταν
και είμαι θαμμένος λέω λάφυρο της καρποδότρας γης
κάτω από ένα λόφο χώμα κοντά στις Μυκήνες
κι όσοι δεν ξέρουν σκάβουν στον Ορχομενό

και φτερουγούσαν οι πράξεις γύρω στο κεφάλι μου, μα εκείνο
όλο και καταντούσε άσπρο κόκαλο
κι άσπρα γινόντουσαν όλα όπως τα δόντια του στην απριλιάτικη φύση

έτλη ες άντα γοργωδυψηλ μαντήια γέλια πάντα
και πολλά άλλα χρώματα και καρποί του νου
του νου που το ψέμα του λάμπει απ’ άκρη σ’ άκρη

μαντήια λοιπόν πάλι
και πάλι τα κομματάκια (μας) πού φυτρώνουν εδώ κι εκεί.
ώς και στη Δήλο (τι ήταν να το πω αυτό το νησί
και με χιλιοδιαβήκαν οι σαύρες
και τα χρυσάφια και τα μουρμουρητά των καθαρμών)
κι έχω στ’ αυτιά μου το κοπάνισμα του σταριού και της κανέλας
και το φτέρνισμα απ’ το τριμμένο πιπέρι
και την τριζοβολιά της φωτιάς του φούρνου
και το βροντερό «έκτανε Λητοϊδην» που ακούστηκε τη νύχτα
κι έβγαιναν ένα-ένα τα κεφάλια απ’ τις πόρτες
όπως αναμμένα λυχνάρια
μη με ξυπνάτε
τώρα με περιδινίζει το απέραντο άσπρο
κι όπως μινωικό λουλούδι
πια δεν μπορώ να μιλήσω.


                                                        Δήλος, 1981





ΔΗΜΩΔΕΣ


Της Αρκαδίας κυκλάμινο
της Μεσσηνίας άστρα
της Μάνης πετροκάμινο

γιατί όλο θέλω
(μνήμη ξεχειμωνιάστρα)
να δύω και ν’ ανατέλλω;





Από τη συλλογή «Η ασώματη» (1983).
Πηγή: «Δ.Π. Παπαδίτσα, Ποίηση», Μέγας Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα, 1997.

Στην εικόνα: Nicolas Poussin, «Et in Arcadia ego» (1628).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2024

Μαργαρίτα Παπαμίχου, "Νυχτερινές μινιατούρες"





ΝΥΧΤΕΡΙΝΕΣ ΜΙΝΙΑΤΟΥΡΕΣ



Την ώρα που κοιτούν το φεγγάρι
οι μοναξιές των ανθρώπων συναντιούνται


*


Η νύχτα κοιτά κατάματα
το αδύνατο


*


Όνειρα ανήμερα
πηγαίνουν χέρι χέρι
δίχως χάρτη


*


Ρίχνει το δίχτυ του ο ψαράς
κάνει να το τραβήξει
δεν μπορεί
σε βυθισμένο όνειρο έχει σκαλώσει


*


Στο βουνό κατρακυλά το φεγγάρι
ένα παιδί το πέρασε για τόπι
Έσπασε η νύχτα σε χίλια κομμάτια


*


Βροχή τ’ αστέρια
πέφτουν σε ανύποπτα κεφάλια


*


Από την κορυφή του εαυτού
ως τα πεδινά της σκέψης
μια νύχτα δρόμος


*


Κάτι γυαλίζει στο μαύρο νερό
αχόρταγη ψυχή


*


Στα πόδια των εραστών
ψάρι ασημένιο
η νύχτα σπαρταράει


*


Ο έρωτας σώζει το σκοτάδι
σε χρώμα ξέφρενο


*


Χρόνια περπατούσε στο σκοτάδι
ήθελε όλα να τα δει καθαρά


*


Σκοτάδι
το καλύτερο αντίδοτο στη λησμονιά



Μαργαρίτα Παπαμίχου





Η Μαργαρίτα Παπαμίχου γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Είναι εκπαιδευτικός, εμψυχώτρια θεατρικού παιχνιδιού. Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, ποιητικές συλλογές, ιστοσελίδες ποίησης και ποιητικά ημερολόγια. Το 2021 εξέδωσε το πρώτο της ποιητικό βιβλίο με τίτλο «Μπλε ξαφνικό» (εκδ. Όστρια).


Πηγή για τα ποιήματα, η σελίδα της Μαργαρίτας Παπαμίχου στο facebook (20/7/2024).

Στην εικόνα: Eugène Louis Boudin, «Twilight on the bassin du Commerce in Le Havre».
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.


Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024

Μαχμούντ Νταρουίς, «Μάθημα Από Το Κάμα Σούτρα (Περίμενέ Την)» (μετάφραση από τ’ αγγλικά - επίμετρο: Σοφία Γιοβάνογλου)






Μαχμούντ Νταρουίς | «Μάθημα Από Το Κάμα Σούτρα (Περίμενέ Την)» | 1999

Μετάφραση από τ’ αγγλικά: Σοφία Γιοβάνογλου


Περίμενέ την με μια κούπα αζουρένια.
Περίμενέ την ένα δειλινό την Άνοιξη, ανάμεσα σε μυρωδάτα ρόδα.
Περίμενέ την με υπομονή αλόγου για βουνά εκπαιδευμένου.
Περίμενέ την με τη διαλεχτή καλαισθησία ενός πρίγκιπα.
Περίμενέ την με εφτά προσκέφαλα από σύννεφο.
Περίμενέ την μ’ ευωδιές από καιόμενο λιβάνι γυναικείο.
Περίμενέ την μ’ αντρικό άρωμα σανταλόξυλου στο άλογο καβάλα.
Περίμενέ την και μην βιάζεσαι.
Αν φτάσει αργά, περίμενέ την.
Αν φτάσει πιο νωρίς, περίμενέ την.
Μην τα φοβίσεις τα πουλιά μες στα πλεγμένα της μαλλιά.
Περίμενέ την να καθίσει σ’ έναν κήπο στ’ αποκορύφωμα της άνθισής του.
Περίμενέ την μην πειράξει ο αέρας του την τόσο άμαθη καρδιά της.
Περίμενέ την, από σύννεφο σε σύννεφο, το ρούχο απ’ τα σκέλια της να στείλει.
Και περίμενέ την.
Οδήγησέ την στο μπαλκόνι για να δει πώς πνίγετ’ η σελήνη μες στο γάλα.
Περίμενέ την και πριν το κρασί, να της προσφέρεις το νερό.
Τις δύο πέρδικες π’ αποκοιμήθηκαν στο στήθος της, μην τις κοιτάξεις.
Περίμενε κι ευγενικά το χέρι πιάσ’ της, όταν στο μάρμαρο την κούπα ακουμπήσει.
Σαν να μαζεύεις τη δροσιά γι’ αυτήν, περίμενε.
Μίλα της σαν το φλάουτο σε μια χορδή βιολιού που ’χει τρομάξει,
Σαν να ’ξερες από πιο πριν τι μέλλεται το αύριο να φέρει.
Περίμενε, και γυάλισε τα δαχτυλίδια της, τη νύχτα, ένα-ένα.
Περίμενέ την μέχρι η Νύχτα να σου πει, με τον δικό της τρόπο:
Κανείς δεν είναι ζωντανός, πέρ’ από σας τους δύο.
Έτσι, ευγενικά στον θάνατο, που τόσο επιθυμείς, οδήγησέ την και περίμενε.




Επίμετρο

Μαχμούντ Νταρουίς (Mahmoud Darwish, 13 Μαρτίου 1941 - 8 Αυγούστου 2008): Παλαιστίνιος ποιητής που γεννήθηκε στο χωριό Αλ Μπάρουα της Γαλιλαίας.[1] Ήταν ο δεύτερος γιος μιας μουσουλμανικής σουνιτικής οικογένειας γαιοκτημόνων, η οποία κατέφυγε με τα οκτώ παιδιά της στον Λίβανο, αμέσως μετά την ίδρυση του Ισραηλινού κράτους, το 1948. Έζησε, πάντα με την αίσθηση του εξόριστου, στο Νταρ Αλ Άσαντ, στο Καρ Γιασίρ, στη Χάιφα, στη Μόσχα, στο Κάιρο, στη Βηρυτό, στον Λίβανο, στο Παρίσι και στη Ραμάλα, όπου και τάφηκε.
    Σε συνέντευξή του[2] σημειώνει: «Μπορώ να περιγράψω όλα όσα έγραψα ως ποίηση ενός εξόριστου. Γεννήθηκα εξόριστος. […] Υπάρχει εξορία στην κοινωνία, εξορία στην οικογένεια, εξορία στην αγάπη, εξορία μέσα σου. Όλη η ποίηση είναι έκφραση εξορίας ή ετερότητας».
    Διακρίθηκε και βραβεύτηκε πολλές φορές. Το έργο του, ποίηση και πρόζα, είναι ευρύ. Σε αυτό συγκαταλέγονται τα εξής: Πουλιά χωρίς Φτερά (1960), Φύλλα Ελιάς (1964), Ένας Εραστής από την Παλαιστίνη (1966), Τα Πουλιά πεθαίνουν στη Γαλιλαία (1970), Ωδή στη Βηρυτό (1982), Λιγότερα Τριαντάφυλλα (1985-86), Το Κρεβάτι Μιας Ξένης (1998), απ’ όπου και το μεταφρασμένο ποίημα, Το Ίχνος της Πεταλούδας (2008), κ.ά.




____________________
1. Περισσότερα για τη βιογραφία και το έργο του σε: Νταρουίς Μαχμούντ (2010). Κατάσταση Πολιορκίας, Μτφρ. από τα Αραβικά - Επίμ: Αγγελική Σιγούρου, Εκδόσεις Μαΐστρος, σσ. 209-223.

2. Στο Διαδικτυακό Περιοδικό Medium, Τ. 42, 2012-13, σε: https://thepalestineproject.medium.com/exile-is-so-strong-within-me-i-may-bring-it-to-the-land-667edf393af6






Το «Περίμενέ την» (Wait For Her) μελοποιήθηκε από τον Roger Waters:








Το ποίημα σταγγλικά

Lesson From The Kama Sutra (Wait For Her)


Wait for her with an azure cup.
Wait for her in the evening at the spring, among perfumed roses.
Wait for her with the patience of a horse trained for mountains.
Wait for her with the distinctive, aesthetic taste of a prince.
Wait for her with the seven pillows of cloud.
Wait for her with strands of womanly incense wafting.
Wait for her with the manly scent of sandalwood on horseback.
Wait for her and do not rush.
If she arrives late, wait for her.
If she arrives early, wait for her.
Do not frighten the birds in her braided hair.
Wait for her to sit in a garden at the peak of its flowering.
Wait for her so that she may breathe this air, so strange to her heart.
Wait for her to lift her garment from her leg, cloud by cloud.
And wait for her.
Take her to the balcony to watch the moon drowning in milk.
Wait for her and offer her water before wine.
Do not glance at the twin partridges sleeping on her chest.
Wait and gently touch her hand as she sets a cup on marble.
As if you are carrying the dew for her, wait.
Speak to her as a flute would to a frightened violin string,
As if you knew what tomorrow would bring.
Wait, and polish the night for her ring by ring.
Wait for her until the night speaks to you thus:
There is no one alive but the two of you.
So take her gently to the death you so desire,
and wait.




Η αγγλική μετάφραση του ποιήματος είναι του Sinan Antoon και η επιμέλεια των Munir Akash και Carolyn Forché και περιλαμβάνεται στο: Mahmoud Darwish (2003). Unfortunately, It Was Paradise, Selected Poems. Translated and Edited by Μunir Akash and Carolyn Forché (with Sinan Antoon and Amira El-Zein), University of California Press.


Πηγή για τις εικόνες:
Medium
Pulse