Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2021

Κική Δημουλά, "Χαίρε ποτέ"




ΜΙΚΡΟΠΩΛΗΤΕΣ ΜΥΡΩΝ


Ακόμα νύχτα λέγεται εκτός εάν
εν λευκώ αισιοδοξείς. Από παντού
με χαιρετούν σκούρα μαντίλια ακυμαντότητας
χαμομηλιών αναπνοές κλεφτοφάναρες καθώς
κατευθύνονται προς την ευωδιά της ενορίας τους.

Ψηλόλιγνες χρυσαφιές βελόνες
μπηγμένες κατακόρυφα
στο τρεμουλιάρικο κορμί της αντανάκλασης
από αναμμένα ακόμα φώτα σπιτιών και καϊκιών
μοιάζουν στραβά κεράκια αναλιωμένα
σε χέρια αμαρτωλά επιφανειακών νερών.

Ταξιδεύω. Συγκρούσεις σταυρών·
παρακάμπτω διασχίζω το Μεγάλο Σάββατο
και τη μικρή μου χρήση ολοταχώς
για να προφτάσει ο πιστός προορισμός μου
κάποιαν ανάσταση ληστών προσδοκώμενων.

Θα σε υποστηρίξω.





ΓΙΑΛΟ ΓΙΑΛΟ


Φεγγάρι ρυμουλκεί κρουαζιερόπλοιο
κάτασπρο φουσκωτό, δαντελωτά παραθυράκια
κεντημένο σα νυφικό φυγής γεροντοκόρης
με ρυμουλκούμενο νυμφίο.

Με την ευκαιρία
ανασηκώνομαι στις μύτες των καιρών
εδώ, στις επιχωματώσεις των κυμάτων
να ανελκύσω όλα εκείνα τα ταξίδια
τα επιβατηγά
που φόρτωσα με θέλω και με κάρβουνο.

Ταξίδια επιβατηγά
με σένα με σένα μαζί σου με σας
ανάλογα πού φύσαγε ούριος αχυρώνας.

Με σένα ευγενέστατε ιππότη, αντικατοπτρισμέ.
Μαζί σου επιθυμία παράνομη − λαθροκυνηγός
του άγριου εαυτού σου.

Αν και θεαματικά εξοπλισμένη
με τα πιο τέλεια περισκόπια αιθρίας
θέλησα να φύγω και μαζί σας σύννεφα
−είσαστε τότε μόνο πειραχτήρια της μορφής σας−
φοβέρες για να τρώνε το φαΐ τους
οι ανόρεχτες ελπίδες −όλο κρυφοτρώνε−
περαστικές φωλιές
για να κλωσάει η βροχή τη μουσική της.

Και με σένα Ευρυδίκη.
Αλλά τι λογικός εκείνος ο Ορφέας.
Ούτε μια φορά δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω
η ανυπομονησία του.

Ω μύθοι, περούκες τόσο φυσικές
για φαλακρούς ανέμους.

Και μαζί σου απόβροχο, αλητάκι της όσφρησης.
Όλο να ετοιμάζει η μυρωδιά τις βαλίτσες μου
κι εσύ να ερωτοτροπείς με την απόσβεσή σου.

Α, τι ταξίδι φόρτωσα
γεμάτο περιπέτεια μαζί σου Ελευθερία.
Θα πηγαίναμε στη ζούγκλα σου, βαθιά
να κυνηγήσουμε άγριες αλυσίδες.
Όμως εσύ μακρύτερα απ’ το θρύλο σου δεν πας.
Μόνο εκδρομούλες μονοήμερες σε πανό και μέθη
− γιαλό γιαλό η υπενθύμισή σου.

Ωραία που θα φεύγαμε φοβιτσιάρες άγκυρες.
Τελικά μαζί σου.
Το πιο ανεμπόδιστο, φιλαπόδημο
αποθησαυριστικό ταξίδι αφοσιωμένο
μαζί σου το αποτόλμησα Ακατόρθωτο
κι ακόμα να τελειώσει.

Δαπανηρή ιδέα ο βίος.
Ναυλώνεις έναν κόσμο
για να κάνεις το γύρο μιας βάρκας.





ΧΑΙΡΕ ΠΟΤ
Ε΄


Τελευταίοι Χαιρετισμοί απόψε
ατελείωτοι οι δικοί μου που σου στέλνω
και χαίρε χαίρε του αποκλείεται
η θεία προθυμία να σ’ τους δώσει.

Λιπόθυμα σωριάζονται οι βιολέτες
από το σφιχταγκάλιασμα του χλιαρού
καιρού το δικαιολογημένο
έχει από πέρσι να τις δει.

Χαίρε συνέπεια λουλουδιών
προς την τακτήν επιστροφή σας
χαίρε συνέπεια του ανεπίστρεπτου
τήρησες κατά γράμμα τους νεκρούς.
Χαίρε του σκοταδιού το σφιχταγκάλιασμα
που δέχεσαι το δικαιολογημένο
έχει να σε δει πριν τη γέννησή σου.
Χαίρε των ματιών σου η ανοιχτοφοβία
χαίρε κεχαριτωμένη υπόσχεση του ανέλπιστου
πως βλέμμα σου θα ξεθαρρέψει πάλι κάποτε
να ξανοιχτεί προς έντρομο δικό μου.
Χαίρε των ματιών σου η ανοιχτοφοβία
− της μνήμης το «ελευθέρας» να πηγαίνει
όποτε θέλει να τα βλέπει
αυγή χαμένης μέρας.

Όσο για σένα κόσμε
που καταδέχεσαι να ζεις
όσο έχει την ανάγκη σου η τύχη
για να καρπούνται τα δεινά
την εύφορη αντοχή σου,
που εξευτελίζεσαι να ζεις
για να σου πει μια καλησπέρα το πολύ
κατά τον διάπλου
ένα εγγαστρίμυθα ολόγιομο φεγγάρι
τι να σου πω
χαίρε κι εσύ.





ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ


Υπαίθριος καιρός.
Κάτι ελιές πάνε να μαζέψουν ανήφορο.
Φορτωμένες.
Ο καρπός εισακούστηκε το παρελθέτω όχι.
Δεν θα εισπράξουν ούτε φέτος πατέρες
οι λιποψυχίες μας.

Ατελής η ελαιογραφία.
Να ξαναδοκιμάσω.

Κάτι ελιές πάνε να μαζέψουν ανήφορο.
Τα αργύρια φύλλα τους εποφθαμιά
η αστραφτερή του τοπίου αγνότητα.
Φύσει καταδότρια η αθωότης.
Αυτή δεν μας παρέδωσε
για ελάχιστα ανεκπλήρωτα αργύρια
στην απώλειά της;

Να τονίσω λίγο Φαρισαίον απέναντι.
Τη θάλασσα.





ΕΝΑ ΜΑΤΣΑΚΙ ΩΧΡΟΤΗΤΑ


Με συνοδεύει φιλικά ένας μοναχικός περίπατος.
Για καλή μου τύχη
πηγαίναμε κι οι δυο μας προς τα εκεί.

Παλαιά σχέση ψυχραμένη.
Αστείες παρεξηγήσεις περί Άλλων
πού διαλύονται.
Κουτσομπολιά των ονείρων οι άλλοι.

Στεκόμαστε στις βιτρίνες μου.
Είναι αλλαγή της εποχής μου.
Θα φορεθώ πολύ. Κανένα σχέδιο. Ίσια γραμμή.
Λαιμόκοψη. Κεφάλι να σκεπάζει το γόνατο.
Χέρια ντραπαρισμένα στο στήθος χαλαρά.
Ανεξίτηλα χρώματα εισαγωγής· από μέσα.

Ψηλά είναι κατακόκκινο το βράδυ.
Αιματοχυσία εμφυλίου στερεώματος.

Τα κίτρινα χρυσάνθεμα υπαίθριου ανθοπώλη
σε διπλή τιμή με πικραίνουν
− ένα ματσάκι ωχρότητά σου.

Είμαι στα ίχνη μιας βροχής
Περίεργης. Σαν να έβρεχε είναι· άλλοτε.
Απόρρητα βρέχει, κρυφά απ’ τη βεβαιότητα
σχεδόν κρυφά κι από την ίδια τη βροχή.
Το ξέρει μόνο η γοητεία του δισταγμού
η τσίγκινη τραγιάσκα κάποιου ήχου
και το συμβούλιο των σταγόνων ψηλά
γύρω από τη στρογγυλή λάμπα του δρόμου.

Απόρρητα βρέχει.
Σα να ’ναι εμπιστευτικό το φανερό.
Όπως και είναι. Πόσες φορές κρυφά από μας
δεν έχουμε συμβεί κρυφά από τις πράξεις μας −
πάντα τελευταίες το μαθαίνουν· από τις συνέπειες
που το γνωρίζουν εξ αρχής.

Ακόμα κι από τη νεότητα σχεδόν κρυφά γερνάμε.
Σα να ’ναι εμπιστευτικό το ολοφάνερο.
Πάντα τελευταία το μαθαίνει − απ’ τη νεότητα
              των άλλων.

Μήπως μαθαίνουμε ποτέ ότι δεν ζούμε;
Κρυφό μάς το κρατάει για πάντα ο θάνατος μας.
Το ξέρει μόνον η ζωή που συνεχίζεται των άλλων.
Κουτσομπολιά ονείρων παρεξήγηση οι άλλοι.





ΚΟΝΙΑΚ ΜΗΔΕΝ ΑΣΤΕΡΩΝ


Χαμένα πάνε εντελώς τα λόγια των δακρύων.
Όταν μιλάει η αταξία η τάξη να σωπαίνει
― έχει μεγάλη πείρα ο χαμός.
Τώρα πρέπει να σταθούμε στο πλευρό
του ανώφελου.
Σιγά σιγά να ξαναβρεί το λέγειν της η μνήμη
να δίνει ωραίες συμβουλές μακροζωίας
σε ό,τι έχει πεθάνει.

Ας σταθούμε στο πλευρό ετούτης της μικρής
φωτογραφίας
που είναι ακόμα στον ανθό του μέλλοντός της:
νέοι ανώφελα λιγάκι αγκαλιασμένοι
ενώπιον ανωνύμως ευθυμούσης παραλίας.
Ναύπλιο Εύβοια Σκόπελος;
Θα πεις
και πού δεν ήταν τότε θάλασσα.





Από τη συλλογή «Χαίρε ποτέ» (1988).
Πηγή: «Κική Δημουλά - Ποιήματα», Ίκαρος, δ΄ έκδοση, 2002.

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2021

Νίκος Καββαδίας, "Βάρδια" (αποσπάσματα)



Βάρδια έκτη


Portrait of a Man

A la Comtesse Ariane de Jacquelin Dulphe


Δε βλέπεις παραπέρα από ένα μέτρο, από μισό, λιγότερο, τίποτα, περισσότερο κι από τίποτα. Το χει από νωρίς κατεβάσει. Το πούσι έχει τη δική του μυρωδιά, όπως η καταιγίδα, ο τυφώνας, η τρικυμία του κάθε καιρού. Πώς μυρίζει! Γιομίζει τα ρουθούνια μου μα δεν μπορώ να σου πω… Ιουδήθ! Είσαι δέκα χιλιάδες μίλια μακριά απ’ το Gomel και πέντε από μένα. Ανασαίνεις τον ιδρώτα του Τάσμαν. Είμαι σίγουρος πως έχεις λησμονήσει κείνη τη νύχτα, πάνω στο κατάστρωμα του “Cyrenia”, δίπλα στο φανάρι του Μινικόι. Φορούσες τη νύχτα. Το πορφυρό φόρεμα σου σερνόταν κουρέλι στα πόδια σου, τα λιανά σου πόδια με τα πέδιλα των Φοινίκων. Το κλώτσησες και χάθηκε στο πράσινο κρουζέτο, πίσω από τη βάρκα. Σαλεύει μονάχα του ματιού σου το πράσινο.

– Φόρεσε το ρούχο σου. Σκεπάσου. Παρακαλώ σε φόρεσέ το.

– Το παίρνει ο μουσώνας. Δε βλέπεις;

– Είσαι σα γυμνή λεπίδα κινέζικη.

– Θέλω τη θήκη μου.
Ιουδήθ!… Όλα τα πράγματα έχουνε τη δική τους μυρωδιά. Οι άνθρωποι δεν έχουν. Την κλέβουν από τα πράγματα. Τα κόκκινα μαλλιά σου μυρίζουν σαν το αμπάρι της Πίντα, όταν γύριζε από το πρώτο ταξίδι. Στενοί δρόμοι του Γκέττο…Streets are not safe at night. Avoid all saloons. Chagall: ο Αρχιραβίνος.

– Ατζαμή! Φίλησέ με.

– Μιαν άλλη φορά. Όταν ξανάβρω τη γεύση μου.

– Την έχασες; Πού;

– Στο Barbados… Στην άμμο. Την ξέχασα στα χείλια μιας μαύρης.

– Καλά. Δάγκασέ με μονάχα. Να πονέσω.

– Δεν έχω δόντια. Τ’ άφησα σ’ ένα μάγκος άγουρο, εδώ πέρα, αντίκρυ στο Cochin.

– Χάιδεψε.

– Ιουδήθ… Με τι χέρια… έχασα την αφή μου πάνω στο ξεβαμμένο μεταξωτό μιας πολυθρόνας, σ’ ένα σπίτι στο Ικίκι… Εκεί ανάμεσα… Μαζί κι ένα ζαφείρι… ένα μεγάλο ζαφείρι.

– Τότε κοίταξέ με στα μάτια. Γιατί τα κρατάς καρφωμένα χάμω; Κοίταξέ με λοιπόν.

– Δεν είναι τα δικά μου. Εκείνα τα φορά ένας γέρος ζητιάνος στο Βόλο. Τ’ αλλάξαμε.

– Κοίταξέ με με τα δικά του.

– Ήταν τυφλός. Τον βαστούσε ένα κορίτσι από το χέρι.

– Άσε με να σε βαστάξω κι εγώ από το χέρι.

– Ναι.

– Πάμε. Κρυώνω.

– Στάσου να σου πω ένα παραμύθι.

– Δε θέλω. Πάμε.

– Κάνει ζέστη μέσα. Ο ανεμιστήρας έχει χαλάσει. Βρωμάει σα φαρμακείο. Είναι κάτι λερωμένα σεντόνια. Μια βρώμικη λεκάνη. Ένας σκορπιός που τρέχει στους τοίχους. Φοβάμαι…

– Το σκορπιό;

– Εσένα.

– Πάμε σου λέω.

– Κάνε πέρα τα χέρια σου. Πες κάτι ακόμα.

[…]

 

«Λατρεύω τους γλάρους — µου ’πε κάποτε ένα ωραίο κορίτσι.

— Περήφανα πουλιά.»

Τι λες, μωρή … Στεριανά σαν και σένα. Τραβούν ανοιχτά για να φάνε. Μόλις νιώσουνε καταιγίδα, κουρνιάζουνε στα λιμάνια. Παίζει το δελφίνι µε τις πλώρες. Τότε, σαλτάρουνε πολλοί μαζί, χυμάνε και του βγάνουν τα µάτια, το κομματιάζουνε και το τρώνε… Πουλιά του προλιμένα.

Ξέρω κάτι πετούμενα ίσα µε το μικρό σου δάχτυλο, που τα βλέπεις στον ωκεανό και δεν καταδέχονται να ξεκουραστούν στο κατάρτι. Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το ’καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια. Έχω ξεράσει πάνω στο Λίβανο, όπως οι στεριανοί σε μελτέμι. Μας λυπάστε γιατί δεν έχουμε σπίτι, γιατί περπατάμε µ’ ανοιχτά πόδια, γιατί φοράμε τσαλακωμένα πουκάμισα κι ασιδέρωτα ρούχα στο πόρτο. Εγώ σας χαίρομαι. Σίγουρο κρεβάτι, ήρεμος ύπνος. Καφέ στο κομοδίνο κι εφημερίδες. Εκδρομή το Σαββατοκύριακο µε κεφτέδες. Όμως δεν αλλάζω τη δουλειά µου µε τη δική σας, ούτε για μια μέρα.

«Πέστε µας κάτι από τα ταξίδια σας…» Πόσες φορές το ’χω ακούσει… Μα γιατί; Για να σπρώχνει ο ένας τον άλλο µέ τον αγκώνα και να γελάτε ;

Σφυρίζει ο γραμματικός. Ναύτης καλός. Κοιτάζει μπροστά, πάντα μπροστά. ∆ε σε βλέπει στα µάτια. Σε ρωτάει κάτι και προσέχει τη θάλασσα. « ∆ε µου λες» µε ρωτά προχτές ξαφνικά. «Που ’ναι θαμμένος ο πατέρας σου; … »

— Ξέρω ’γώ ! Ταξίδευα τότε που πέθανε.

[…]

 
Βοή της σφυρίχτρας, ομίχλη, ζέστη, κούραση, ανακατώνονται.
    Γδύσου. Θα σου δώσω για φόρεμα το πούσι… Θα πιω άλλο ένα, για χάρη της θάλασσας… Για χάρη της γοργόνας πο ’χω στο μπράτσο µου. Που σαλτάρει στη θάλασσα κάθε νύχτα και με κερατώνει με τον Ποσειδώνα. Γυρίζει το πρωί που κοιμάμαι, γιομάτη φύκια και τσουκνίδες της θάλασσας. Όταν πιάνουμε στεριά για καιρό, μαραζώνει και χάνει τα χρώματά της… Ένα σπιτάκι στην εξοχή. Να κοιμάσαι μια βραδιά στα δυο χρόνια. Δίχως γυναίκα στο πλάι σου. Το πρωί να σαλπάρεις… Πάλι το ντάκα ντούκου της μηχανής, η μυρωδιά της λάντζας, ή βαπορίλα, ο μάγερας που κόβει τα νύχια του με το μαχαίρι της κουζίνας. Βάρδια γιερνέ, γιατάκι με κοριούς, επισκευές, μυρωδιά της μοράβιας, πίσσα βρασμένη, απόπατοι δεξαμενής, νερό θολό στο μπουγέλο. Νερό µε τρίχες από λιοντάρια, ποταμίσιο, μαγαρισμένο από κροκόδειλους, βρομόλογα στο τραπέζι, τσικνισμένο ρυζόγαλο, βλαστήμια για καλημέρα, αρρώστια της λαμαρίνας. Σκάτζα βάρδια με τράβηγμα από το χοντρό δάχτυλο του ποδιού. Βίρα. Φούντο. Σταυροδρόμι…
[…]
 

Πού να ’χεις ξεχάσει, πάνω σε ποιο κομοδίνο, το φυλαχτό που σου κάρφωσε η μάνα σου στη φανέλα, κείνο το πρωινό που ’φευγες για πρώτη φορά… Υπάρχουνε δέντρα, κήποι, βουνά. Γλυκά τρεχούμενα νερά, πολυτρίχια, κρεβάτια που δεν κουνιούνται, γυναίκες που δε βάφονται, άντρες που δε βλαστημούνε. Ασπροβαμμένες κάμαρες στην εξοχή, δίχως περτσίνια και σταύρωσες στο ταβάνι. Ν’ αλαργέψεις για λίγο από τούτα τα πράματα που συνήθισες να τα ψάχνεις τη νύχτα προτού κοιμηθείς, να τ’ αγγίζεις, να τα μυρίζεσαι, να τα βλέπεις που κουνιούνται, ώσπου να κλείσεις τα µάτια σου.
    «Beatrice d’Este»... Συλλογίζομαι την πρώτη σου νύχτα, σα βρέθηκες μονάχη µ’ εκείνον τον σιδερόφραχτο που ’χε γυρίσει από μάχη, που βρωμούσε άλογα, κρασί και πόλεμο. Πώς μπορούνε τα κορίτσια που παντρεύονται, να κοιμούνται για πρώτη φορά µ’ έναν άντρα που δεν τον γνωρίζουν, που δεν έχουν μυρίσει τα χνώτα του; …
[...]





Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα «Βάρδια», εκδ. Άγρα (1990).

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2021

Τάκης Βαρβιτσιώτης, "Μικρά ερωτικά εγκώμια"




Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ


                   Ένα φιλί σου μόνο είν’ αρκετό
                   Να εξαφανίσει το ψύχος
                   Ν’ ανάψει ένα ρόδο μες στον καθρέφτη



*  *  *



                   Απόψε όλα τα κρύσταλλα ευωδιάζουν
                   Από το φως της πανσελήνου
                   Και η θύμηση σου ξεπροβάλλει σαν ανθισμένο γιασεμί



*  *  *



                   Ας προσπαθήσω ακόμα μια φορά
                   Με τα χείλη σου με τα χέρια σου
                   Να ξαναρχίσω τη ζωή μου





Ο ΑΦΡΑΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ


                   Όσο ο σφυγμός σου θα ρυθμίζει τους χτύπους της καρδιάς μου
                   Όσο η ίριδα των ματιών σου θα πολλαπλασιάζει την παρουσία σου
                   Όσο θα πλέω επάνω στο μετάξι του κορμιού σου
                   Όσο τα χείλη σου θα θωπεύουν τον ύπνο μου
                   Όσο ο ουρανός θα κατεβαίνει ως τις αιχμές του στήθους σου
                   Όσο το σμάλτο της σελήνης θα στεφανώνει την κόμη σου
                   Δε θα φοβούμαι μήπως κατρακυλήσω στην άβυσσο



*  *  *



                   Μέσα στις σπίθες της θράκας
                   Τα φλογισμένα χείλη της

                   Μέσα στο αίμα των νεφών
                   Ο άφραστος ύμνος της

                   Μέσα στις κόρες των ματιών της
                   Ο κόσμος όλος



*  *  *



                   Φώναξα τ’ όνομά σου στον ύπνο μου
                   Μα τίποτα
                   Μόνο το φως το πελιδνό
                   Απ’ τα φανάρια του δρόμου

                   Φώναξα τ’ όνομά σου στον ύπνο μου
                   Μα τίποτα
                   Μόνο ένα ξίφος που λόγχιζε
                   Την καρδιά μου





ΜΕ ΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΩΡΙΩΝΑ


                   Κάθε μου λέξη πια δεν είναι
                   Παρά μια σκιά της ομορφιάς σου
                   Και στη φωνή σου παραμονεύουν
                   Πολύ παράξενες συλλαβές
                   Ήχοι βιολιού που μαγνητίζουν

                   Κι όταν η κόμη σου μεταμορφώνεται σε μια
                   Νεροποντή από μαύρους κρίνους
                   Κι από φθόγγους ερωτικούς
                   Κανένα φθινόπωρο δεν αναδίνει
                   Τόσους ατμούς μεθυστικούς



*  *  *



                   Μι’ ανάλαφρη πνοή
                   Γλιστράει πάνω στην κόμη σου
                   Ξεγυμνώνει το στήθος σου τον λαιμό σου
                   Και η αυγή κυλάει
                   Μέσ’ απ’ τα χείλη σου
                   Μέσ’ απ’ το ανθόφυλλο
                   Του κορμιού σου



*  *  *



                   Μες στων ματιών σου την απεραντοσύνη
                   Τη νυχτερινή
                   Μια σελήνη μονάχα επιπλέει
                   Φωτεινή
                   Καθώς υπόλειμμα φωσφορικό
                   Ενός ναυαγίου



*  *  *



                   Κυριακή πρωί
                   Κι ανάμεσα στα χείλη σου
                   Εξαφανίζεται ο χρόνος

                   Κυριακή πρωί
                   Κι ανάμεσα στα δόντια σου
                   Λάμπει το μήλο της ηδονής



 

Από τη συλλογή «Μικρά ερωτικά εγκώμια» (2002).

Στην εικόνα: William Blake Richmond «Venus and Anchises».
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.