Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεοχάρης Γιώργος Χ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεοχάρης Γιώργος Χ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2022

Γιώργος Χ. Θεοχάρης, "Πέντε ποιήματα"




ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΟ


Α, τα μαλλιά σου
μοσχοβολάνε, ακόμα,
δυόσμο, στις παλάμες μου

Τις νύχτες βγαίνεις
βρεγμένη από τη θάλασσα
και με θωπεύεις

Απόψε νά ’σουνα κοντά μου ήθελα
ή, όπως λέμε,
σύννεφο να 
ρθεις να μ’ αρπάξεις

να πάμε πίσω απ’ τα βουνά
να γίνουμε βροχούλα...



[Αδημοσίευτο ποίημα, γραμμένο το 1980]






ΣΠΙΤΙΑ


Σπίτια που γκρίζο τύλιξε μαντήλι του χειμώνα
’ποστερημένα από φωνές κι ωσάν κι εμένα μόνα
Σπίτια πνιχτά κι ανήλιαγα και σπίτια ρημαγμένα
με το πικρό της Κυριακής το μούχρωμα βαμμένα

Σπίτια π’ αλλοτινούς καιρούς το φως σάς πλημμυρούσε
κι η θλίψη μέσ’ στις κάμαρες τις άσπρες δε χωρούσε
Σπίτια που τ' αγκωνάρια σας τριφτήκαν σαν ασβέστη
και στην τρελή κακοκαιριά σάς έλειψεν η ζέστη

Σπίτια δίχως παράθυρα π’ ανέμοι σας κουρσεύουν
κι οι ταραγμένοι σας αρμοί σαν σε σεισμό σαλεύουν
Πόσο πολύ μου μοιάζετε εδώ που στέκω απέξω
Μέσα σας έρχομαι να μπω μ’ εσάς να καταρρεύσω



[Ποίημα γραμμένο το 1982, που ώς τώρα δεν έχει ενταχθεί σε καμία συλλογή]





ΑΣΠΡΑ ΣΠΙΤΙΑ


Λιγάκι πριν το σούρουπο
πάν’ απ’ τον ουρανό της εργατούπολης
οι μνήμες των κατοίκων της
γίνονται σύννεφα
και φεύγουν προς τους τόπους της καταγωγής.

Κι αν το γυρίζει σε βροχή
είναι γιατί κι οι μνήμες κλαίνε.



[Αδημοσίευτο ποίημα, γραμμένο το 1985.
Το ποίημα αναφέρεται στην πρώτη γενιά εργαζομένων που εκπατρίστηκε για το μεροκάματο τη δεκαετία 1960. Οι επόμενες γενιές γεννήθηκαν στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας και νιώθουν τον τόπο πατρίδα τους]






ΕΛΑ


Έλα το βράδυ φανερά
                           σαν ίσκα να καούμε

Όλη τη νύχτα στη φωτιά
              να λάμψουν τα κορμιά μας

Κι όταν χαράξει η αυγή
                         ο Χάρος να πενθήσει



[Αδημοσίευτο ποίημα, γραμμένο το 1992]





ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑΤΙΚΕΣ ΤΡΙΛΙΕΣ

ΧΙΙ
Anthyllis hermanniae


Όταν τα σώματα, ξέπνοα,
έπεφταν στο στρώμα
εκείνη έγερνε στο στέρνο του,
κι ως ακουμπούσε τα χείλη της
εκεί που τρεφόταν η επιθυμία
η φυτική της ουσία άνθιζε
σε, φρυγανώδεις θάμνους,
άγριο ρείκι

κι άρχιζαν να βομβούν στο δωμάτιο
τα μελισσάκια του πόθου, και πάλι



[γ.χ.θ. / 2017]





Από τη σελίδα του Γιώργου Χ. Θεοχάρη στο facebook.

Στην εικόνα: Το παλιό μοναστήρι του Ιωάννη Πρόδρομου, στη Δεσφίνα.
Η φωτογραφία καθώς και οι σημειώσεις των ποιημάτων είναι του ποιητή.

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2019

Γιώργος Χ. Θεοχάρης, "Ότι εγκρατής η επικράτεια"




Από την ενότητα
ΑΝΟΙΞΑΝΤΑΡΙΑ
75 εφύμνια απόστιχα εαρινής ανθοφορίας


5

Νεροσυρμές, φιδοσυρμές
και ξεροπόταμοί μου
κροκάλες πέτρες ριζιμιές
χαρακτική της γης μου



23

Λουλούδι της φραγκοσυκιάς
στο σπάσιμο της δημοσιάς,
ανθοί κι αγκάθια εικόνα μία,
καθώς του έρωτα η ουσία.
Θάλλουν στο φρύδι του γκρεμού
και δίνουν νόημα του κενού
αφού τα πάθη πού ’χει ο νους
ισορροπούν στους εγκρεμούς



59

Του κάτου κόσμου ασφοδελοί,
κρινάκια επιταφίου,
χύνετε μύρο θείο
στην ώρα τη δειλή·
μα εκείνοι που κεντρώθηκαν
απ’ της αγάπης την γητειά,
άνθρωποι αποκοιμήθηκαν
και ξύπνησαν πουλιά



73

Συνώνυμα της ομορφιάς
διαβάζω στης τριανταφυλλιάς
το λεξικό ανθισμένο.

Να μελετώ επιμένω·
κι από την αρμπαρόριζα
μαθαίνω τα ομόριζα






Από την ενότητα
ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ ΣΥΛΛΑΒΙΣΜΩΝ
40 + 4  ΧΑΪ ΚΟΥ


Το χέρι ψάχνω
Τα βράδια που φοβάμαι.
Να με κρατήσεις


*


Ελιές μαζεύει
Μ’ ευλαβικές μετάνοιες
Στο δέντρο η μάνα


*


Μεσ’ στο μυαλό της
Δάσος μαύρο που τρέχουν
Απελπισμένοι


*


Είναι κι εκείνος
Που τη σιωπή φοβάται
Και τραγουδάει


*


Λάμπουν τ’ αστέρια.
Ο ουρανός απόψε
Σπασμένο ρόδι


*


Βαθύ πηγάδι.
Η ηχηρή σιωπή σου.
Μέσα του πέφτω





Από τη συλλογή «Ότι εγκρατής η επικράτεια», εκδ. Κουκκίδα, 2019.

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2019

Γιώργος Χ. Θεοχάρης, "Πλησμονή οστών"





ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΠΑΜΕ ΟΠΩΣ ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

                                                                  στον Μάρκο Μέσκο

I

Βουρκωμένος καιρός
κι η μικροφιλημένη δακρυσμένη στο δρόμο, στερεμένη
        πηγούλα.
Τρομαγμένα φωνήεντα, λαβωμένα κοτσύφια.
Μοναξιά που σφυρίζει, οχιά μες στα στάχυα,
και στο τέλος το ποίημα κουτουλάει μουγκανίζοντας
από δέντρο σε δέντρο πληγωμένο γελάδι.



II

Φιλί στη ρώγα του δείκτη. Τ’ ακουμπάει στα χείλη της
        παραπονεμένης.
Η άλλη παλάμη στον τρούλο του βυζιού της. Ανθίζει σιωπή,
        αμάραντη χλόη.



III

Όπως σταχτί γυμνωμένο σκέλεθρο της συκιάς το Γενάρη
έτσι η ψυχή του παραλοϊσμένου, κι εκείνος να τραγουδάει
πάνω απ’ της φαρμακωμένης το σώμα:

        Κακή βροχή μαύρο νερό. Ξύπνα και φίλησέ με
        να κελαηδάς το σούρουπο σε κερασιά ανθισμένη
        να κόβω τα κεράσια σου τα πετροκέρασά σου
        να βάφονται τα χέρια μου στο αίμα της αγάπης.
        Μέγας βυθός ν’ ανοίγεται στη σκοτεινή τη νύχτα
        στα γέλι’ ανάμεσα ο λυγμός ν’ ανθεί να λουλουδίζει
        κι απ’ το πικρό μου το φιλί στις άκρες των χειλιών σου
        να κάνει πίσω ο θάνατος γοργά να ξεστρατίσεις
        να σαι νεκρή και ζωντανή κι ερωταναστημένη.



IV

Αχ, ζωή, τσαλαπατημένο μποστάνι,
με το αίμα της μέρας παπαρούνα ξανθισμένη στην ξερή
        αγριάδα.





ΓΥΝΑΙΚΕΣ - ΔΕΝΤΡΑ


Είναι γυναίκες – δέντρ’ αμυγδαλιάς
που πέφτουνε ασθματικά στον έρωτα,
σαν καταδιψασμένες απ’ τη στέρηση,
κι αν, μέσα στην παραφορά του, δεν καούν
κάνουνε τ’ άνθη τους καρπό, στα γρήγορα,
θέλοντας, λες, να νοικοκυρευτούν,
να δέσουνε τον εραστή, να μη τον χάσουν.

Είν’ και γυναίκες – ακακίες, σεμνές
όπου τον έρωτα τιμούν μονάχα για τον έρωτα
ευφραίνονται, δεν βιάζουν την κατάσταση,
δένουνε τον καρπό πέρα προς το φθινόπωρο
μένουνε, στολισμένες, τ’ άνθη τους καιρό
χαίρονται το κορμί τ’ Απρίλη ολοκληρωτικά,
κάνοντας τα γλυκά τα μάτια και στον Μάη.





ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΜΙΝΩΝ


Έρχεστε μέσ’ απ’ το φρυγμένο
σώμα του καλοκαιριού,
καθώς νοτίζει την ψυχή μου το φθινόπωρο.
Καλοντυμένα στα λιλά φορεματάκια σας,
σαν ντελικάτες débutantes,
σαν κοριτσάκια νιόβγαλτα στο πρώτο ραντεβού,
σαν σκίρτημα ερωτικό βαθιά στη φλογισμένη φλέβα.
Με φύλλα καρδιόσχημα, αρμονικά,
όμορφες μύριες εγγραφές στο λεύκωμα της φύσης.
Κυκλάμινα
ευωδιαστές πανέμορφες της γης πνοές,
λόγια του βράχου ευσπλαχνικά,
ψίθυροι εκμυστήρευσης και χάδια αέρα μυρωμένου.
Με μίαν ανεπαίσθητη αντιμετάθεση:
κυκλάνιμα
ή, γιατί όχι, και cycle-anima
καθώς πανέμορφα κυκλώνετε,
στέφοντας, την ψυχή μου.





EUPHORBIA ACANTHOTHAMNOS


Κάτου από βράχους αυστηρούς
οργάζουνε
πρασινοκίτρινες
της Ευφορβίας ταξιανθίες,

έτσι όπως ανθίζουν οι καρδιές
της νιότης,
ανυπότακτες,
κάτω απ’ το βλέμμα, το στεγνό,
των ηλικιωμένων.





Η ΠΟΡΤΟΚΑΛΕΝΙΑ ΣΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΜΟΥ


Κοιτάξτε την Πορτοκαλένια

κάθε πρωί τα πορτοκάλια της
κελαηδούν στ’ αποδημητικά
όπου φωλιάζουνε στα μάτια της

βάφει πορτοκαλί τον άνεμο που την διαπερνά

οι άντρες ως διαβαίνουν μέσα της
(ώρες που με το σώμα λογαριάζονται)
στην ερημιά τους επιστρέφουν εξανθρωπισμένοι

τη νύχτα οι σιωπές της κρυσταλλώνονται
− διάφανες υποσχέσεις άγριας τρικυμίας

σάρκα πορτοκαλιού τα χείλη της
(ποιος σώζεται ποιος χάνεται
μες στις διχάλες των κλαδιών της)
στάζουν ερωτικούς χυμούς ανθίζοντας
λέξεις εσπεριδοειδείς ματώνουνε
να χαίρεται το στόμα

όταν φιλά
παίρνει φωτιά απ’ τη ρίζα της
κ’ εξαίφνης το δωμάτιο παρανάλωμα

στ’ αποκαΐδια μου του στήθους
φυτρώνει η χλόη της πραγματικότητας.





Από τη συλλογή «Πλησμονή οστών», εκδ. Μελάνι 2018.

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Γιώργος Χ. Θεοχάρης, "Πιστοποιητικά θνητότητας"




PIANO

I
Μέσ’ στα μπαΐρια που ξεχέρσωσες
φυτρώνουν οι καημοί που σπέρνεις.
Γιομίζει το περιβολάκι της ψυχής μου
ποιήματα μικρά και μυρωμένα.

II
Τις νύχτες σ’ ονειρεύομαι
να παίζεις ένα λυπημένο ακορντεόν.
Ξυπνώ και θλίβομαι
που σε κρατάω ακόμα λυπημένη.

III
Στα βουρκωμένα μάτια σου
ένας πορτοκαλένιος ήλιος ανατέλλει.
Στα λυπημένα χείλη σου
μι’ αυγή από δροσερά χαμόγελα ροδίζει.
Μέσ’ απ’ την πικραμένη σου ψυχή
η φλόγα του έρωτα
ζεσταίνει τις ελπίδες των απεγνωσμένων.

IV
Πες μου τι ώρα ανοίγει
το μυροπωλείο του κορμιού σου
να τρέξω ν’ αγοράσω.

V
Μέσα στην ίριδα των ματιών σου
βρέθηκε η παλέτα του Μοντιλιάνι.

VI
Πίσω από την γραμμή των χειλιών σου
ανατέλλουν οι ήλιοι μου.

VII
Αχ! οι ατέλειωτοι στεναγμοί σου!
Ο μετρονόμος της αγωνίας μου.

VIII
Τι κι αν γεννήθηκες την 5η δεκαετία
του 20ου αιώνα.
Ο Ελύτης απ’ το ’40
για σένα έγραψε
το Adagio των «Προσανατολισμών» του.

IX
Τις δύσκολες νύχτες ξορκίζω τη μοναξιά μου
μ’ ένα τριαντάφυλλο
βουτηγμένο στα κόκκινα λόγια
που μου ’πες τη μέρα.

Χ
Δεν σ’ αγαπώ.
Σ’ αγαπάω!
Έτσι όπως τ’ ακούς.
ασυναίρετα.



(Από τη συλλογή «Πτωχόν Μετάλλευμα», Εμβόλιμον 1990)




ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ

Να αγαπάτε τους ποιητές.
Προς όφελός σας διαθέτουν την ψυχή τους·
την ειρηνική αυτή επαρχία εκρηξιγενών πετρωμάτων,
επιδιδόμενοι σε διαρκή εκβραχισμό
ώστε να σας προσφέρουν τις πολύτιμές τους λέξεις.

Αποτελούν, από μιαν άποψη,
ένα είδος θαλάμου ακροάσεων
των επιθυμιών και των καημών σας·
μία διώρυγα προσαγωγής της προσδοκίας σας
για κάτι το ωραίον·
ένα ακάτιο που σας διασώζει
από την αγκυλωτικήν αγκίστρωση
στους παγετώνες της ακαλαισθησίας.
Σας παρέχουν την ευκαιρία να ενωθείτε μαζί τους
με δεσμούς ετεροπολικούς,
αν αξιοποιήσετε τα ψυχικά τους αναβλήματα.

Να αγαπάτε τους ποιητές.
Αντιληφθείτε ότι δεν είναι τίποτε άλλο
από μία δεξαμενή έρματος
για να ισορροπούν οι υπερθαλάσσιοι θάλαμοι
του πλοίου με το οποίο ταξιδεύετε.

Κάθε φορά που τους πληγώνετε
υφίστανται μικρά εγκάρδια ραγίσματα
συχνά μη επισκευάσιμα.



(Από τη συλλογή «Αμειψισπορά», Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λεβαδείας, 1996)




ΜΝΗΜΟΦΥΛΑΚΙΟ ΠΑΡΟΜΟΙΩΣΕΩΝ

στη Φανή Μιχαηλίδη


Όπως ο τυφλός ακούει το ανεπαίσθητο θρόισμα όταν το φως αποσύρεται.

*

Όπως το τυφλό παιδί ζητάει να φωτογραφηθεί με τον ποδοσφαιριστή που θαυμάζει.

*

Όπως οι πληγές επουλώνονται αφήνοντας για πάντα ένα σημάδι.

*

Όπως το τραυματισμένο νύχι ξαναφυτρώνει τραυματισμένο.

*

Όπως ο τσοπάνος διαλέγει τα ευτελή υλικά του: ένα κομμάτι τσίγκο, δυο τρία καδρόνια, πέντε τάβλες, λίγα πέταβρα, μια μισοσπασμένη πόρτα, ένα κομμάτι κοτετσόσυρμα, ένα κάγκελο από παλιό μπαλκόνι, κάμποσες κλάρες πουρναρίσιες − και φτιάχνει ένα μαντρί με οικολογική ευλάβεια.

*

Όπως τα νεοκλασσικά κτίρια των πόλεων. Αστικές κατοικίες στο μεσοπόλεμο. Μπουρδέλα μετά τον πόλεμο. Γραφεία κομματικών οργανώσεων στη μεταπολίτευση. Γκρεμίδια σήμερα. Πολυκατοικίες αύριο.

*

Όπως οι διαπιστώσεις, κοιτάζοντας σαράντα χρόνια αργότερα την ομαδική φωτογραφία της Έκτης Δημοτικού:
Ο δάσκαλος πέθανε.
Ο Σπύρος πέθανε.
Ο Μπάμπης πέθανε.
Η Παναγούλα πέθανε,
και η Ανθούλα, το λιανό κλαράκι με τα κριθαρένια μαλλάκια, αυτό το σπουργιτάκι της τάξης, σκότωσε τον άντρα της με συνεργό τον εραστή της.

*

Όπως η Ανθούλα, της προηγούμενης διαπίστωσης, που τόσο πολύ την ταλαιπώρησε η τρυφερότητά της.



(Από τη συλλογή «Ενθύμιον», Καστανιώτης 2004)




ΣΟΝΕΤΟ
ΤΗΣ ΘΕΡΙΝΗΣ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑΣ

Τι γυρεύεις, τι θέλεις μη κι εσύ το γνωρίζεις;
                      ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

Το καλοκαίρι επιμένει
γεμίζοντας τις νύχτες πάθος,
μα το μυαλό του μαύρο δάσος
που τρέχουν μέσα απελπισμένοι.

Δεν ξέρει τι να περιμένει,
βέβαιος όντας κατά βάθος,
πως ήταν το χαρτί του άσσος,
μα σε παρτίδα ξοφλημένη.

Μοιραίος της ακινησίας,
μέσα στ’ αλάθητο καρτέρι,
κουνάει το θάμνο της δειλίας,

όπως λαγός τη μαύρη φτέρη.
Ας φύγει πια το καλοκαίρι
ισορροπία να βρει μελαγχολίας.



ΑΠΟΨΕ

Όλη τη νύχτα τα σκυλιά λεπτό δεν κρατηθήκαν.
Σαν ν’ άκουγα τη μάνα να μιλάει με κάποιον.
«Τί θες εδώ;» σαν να του ’λεγε. «Πώς ήρθες;».
Σαν να ’κλαιγε.
Σαν ν’ άκουγα, βαθιά βαθιά, το κλάμα του.

Ξύπνησα και κατάλαβα πως είχα ονειρευτεί
ζωντανό τον πατέρα μου.

Πράγματι.
Στη ρίζα της πορτοκαλιάς βρήκα το αποτύπωμα
των παπουτσιών του,
κι ως την αυλόπορτα φλούδες από το πορτοκάλι
που πρέπει να καθάριζε πολύ μονάχος φεύγοντας.



(Από τη συλλογή «Από μνήμης», Μελάνι 2010)


Όλα τα ποιήματα περιλαμβάνονται στη συγκεντρωτική έκδοση «Πιστοποιητικά θνητότητας, Ποιήματα 1970 - 2010», εκδ. Βιβλιοπωλείο Σύγχρονη Έκφραση, 2014. Επίμετρο: Μαρία Ν. Ψάχου.
Το εξώφυλλο και τα έργα στις διαχωριστικές σελίδες των κεφαλαίων φιλοτέχνησε ο ζωγράφος Σπύρος Κουρσάρης.


Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης γεννήθηκε το 1951 στη Δεσφίνα της Φωκίδας. Από το 1965 διαμένει στην Αντίκυρα Βοιωτίας. Συνταξιοδοτήθηκε από τη βιομηχανία παραγωγής αλουμινίου, στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας, όπου εργάστηκε ως τεχνικός μηχανολογικής συντήρησης. Είναι ποιητής. Διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό "Εμβόλιμον" και μετέχει στη σύνταξη της εφημερίδας "Book Press". Ποιήματά του δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά και μεταφράστηκαν στα γαλλικά, αγγλικά και ισπανικά. Δημοσιεύει επίσης δοκιμιακά σημειώματα και κείμενα λογοτεχνικής κριτικής. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Έργα του:
- «Πτωχόν μετάλλευμα», έκδοση του περιοδικού Εμβόλιμον, Άσπρα Σπίτια, 1990
- «Αμειψισπορά», Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λεβαδείας, Λειβαδιά, 1996
- «Ενθύμιον», Καστανιώτης, Αθήνα, 2004
- «Δίστομο, 10 Ιουνίου 1944: το ολοκαύτωμα», Σύγχρονη Έκφραση, Αθήνα, 2010
«Από μνήμης», Μελάνι, Αθήνα, 2010
- «Πιστοποιητικά θνητότητας», Σύγχρονη Έκφραση, 2014
Πηγή: Βιβλιοnet