Τρίτη 28 Απριλίου 2020

Μαρία Πολυδούρη, "Ηχώ στο χάος"




[Μια κρύα πνοή μαρμάρωσε...]


Μια κρύα πνοή μαρμάρωσε
στην όψη μου την άνθηση της νειότης.
Και τ᾿ απαλά της χρώματα
και της χαράς της πρώτης
τη μέθη και τ’ αρώματα
τα σφάλισεν η μνήμη στη ματιά μου.

Στο σκοτεινό φυλάκιο
την περιέργεια ο θησαυρός τραβάει,
που σιωπηλά ιστορεί
κι ανίδεα που πλανάει.
Ποιος να το πει μπορεί
πως έχω μια νεκρή καρδιά βαθιά μου!

Χθες η βραδυά ήταν άγγιγμα
στου Απρίλη την καρδιά, που ’χε μαντέψει
γλυκά το μυστικό.
Ήταν μια ωραία σκέψη,
ήταν ερωτικό
βλέμμα που διαπερνά και μαγνητίζει.

Πώς ήμουν έτσι ανάρμοστα
βαλμένη εγώ στην πλάση σα ριγμένη.
Να μου μιλή ένας νέος μ έρωτα
και το Φεγγάρι ν ανεβαίνει
απ τ’ άδυτα κι απ τ’ αφανέρωτα,
πώς μπόρειε το μηδέν να με κερδίζη!





[Τι θέλει τούτη η Άνοιξη...]


Τι θέλει τούτη η Άνοιξη...
Σαλεύουν
αόρατα, πανάλαφρα
των δέντρων τα κλαδιά.
Τι θέλει η μυρωδιά
που μας χτυπά απαλότατα
με αμυγδαλιάς ανθόκλωνο
την καρδιά...


(Μια νέα περνά ζυγίζοντας
στα δάχτυλα
ένα κορμί, φτερό.
Κι όπως σιεί ρυθμικά
μια κατάλευκη ομπρέλλα,
είναι πουλί.

Ένας νέος αράθυμος
συλλογιέται γλυκά,
σα να πέρασε πλάι του
πεταλούδα μυρόβολη,
το φιλί).


(Τρέμει κάτι το αδύναμο
κι όλο μένει
σαν κουτσό... κοντοφτέρουγο...)
Λυπημένη
τη ματιά μας ρουφά
το ανοιξιάτικο απόγευμα
και χλωμαίνει.
Ξαφνικά, κάποιο σκίρτημα
στη γαλήνη
και σα λυγμός παράφορος.
Ένα πιάνο ξεσπά
το δικό μας εναντίωμα
με κλειστό στόμα.


Τι θέλει πάλιν η Άνοιξη...
Τι να μας φέρει ακόμα...





[Εκείνη που είναι λησμονημένη…]


Εκείνη που είναι λησμονημένη,
εκείνη που ήρθε περαστικά
κ’ έφυγε αγνώριστη κ’ έφυγε ξένη,
τόσο θλιμμένη καρτερικά,

είχε στο βλέμμα κλείσει ένα αστέρι
που όλο ζητούσε τον ουρανό,
που σαν τον έρημο ήταν φανό
μέσα σε νύχτα και σ’ άγρια μέρη.

Αγρίων ανέμων μάχη τιτάνεια,
η μαύρη θύελλα, η τρικυμία
και στου μετώπου της η ηρεμία
την ασημένια την επιφάνεια!

Στ’ ωραίο στόμα η γραμμή γυρνούσε
σαν ένα φίλημα ερωτικό,
μα της σιωπής του δεν ξεπερνούσε
το πικραμένο το μυστικό.

Ανάμεσό μας στάθη θλιμμένη.
Κάτι ζητούσε, ποιος ξέρει τι;
Πώς ήρθε; Κ’ είναι λησμονημένη;
Τι να ζητούσεν η ξένη αυτή;





[Απόψε πώς σιγούν όλα παράξενα…]


Απόψε πώς σιγούν όλα παράξενα,
στη μοναξιά δομένα.
Έχει η γαλήνη κάτι από τα σύννεφα
τα πλανεμένα.

Το σύμπαν κυματίζει έτσι απαλότατα.
Κάποια υμνωδία πλανιέται.
Μεσ’ στην ψυχή μου μια γλυκιά κατάνυξη
σα ν’ αφυπνιέται.

Δεν ξέρω πια τι να ’ναι, τίνος μήνυμα,
τι νοσταλγία πάλι.
(Τα ξέχασα όλα, πρώτα εγώ εγκατέλειψα
τη μάταιη πάλη).

Απόψε όπως σιγούν όλα παράξενα,
μια προσδοκία τα πνίγει.
Αχ, ας μη μάθω τίνος είναι μήνυμα
κι’ ως ήρθε, ας φύγη.





[Ω, χαμηλώστε αυτό το φως!...]


Ω, χαμηλώστε αυτό το φως!
Στη νύχτα τι ωφελάει;
Πέρασε η μέρα. Φτάνει πια.
Ποιος ξέρει ο Ύπνος μου ο κρυφός
αν κάπου εδώ φυλάη,

κι αν του ανακόβεται η στιγμή
να ’ρθή, που τον προσμένω.
Έχω στο στόμα την ψυχή,
μου παρατήσαν οι λυγμοί
το στήθος κουρασμένο.

Πάρτε το φως! Είναι καιρός
να μείνω πια μονάχη.
Φτάνει η απάτη μιας ζωής.
Κάθε προσπάθεια ένας εχθρός
για τη στερνή μου μάχη.

Ας παύσουν πλέον οι σπαραγμοί.
Ας μου απομείνει κάτι
για να πλανέψω τη νυχτιά,
να σκύψη κάπως πιο θερμή
στο ανήσυχό μου μάτι.

Πάρτε το φως! Είναι η στιγμή!
Τη θέλω όλη δική μου.
Είναι η στιγμή να κοιμηθώ.
Πάρτε το φως. Με τυραννεί...
μου αρνιέται την ψυχή μου...






Από τη συλλογή «Ηχώ στο χάος» (1929).
Πηγή: «Μ. Πολυδούρη - Ποιήματα», εκδ. Γ. Οικονόμου.

Σάββατο 25 Απριλίου 2020

Τάκης Σινόπουλος, "Η ποίηση της ποίησης"


 


Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
(επιλογές)


Το ποίημα ποτέ δεν είναι παρόν. Είναι μονάχα παρελθόν και μέλλον. Ανάμνηση και προσμονή. Απουσία από τα πράγματα και προβολή σε μια πραγματικότητα που υπήρξε ή θα υπάρξει κάποτε μέσα σε μια άξαφνη στιγμή που θα ’ναι τότε όλος ο χρόνος.


*


Αν ζει αν υπάρχει ακόμα η ποίηση τούτο το χρωστάμε σε κείνη την ασήμαντη την ταπεινή ρωγμή που λησμόνησαν οι θεοί στο σφαλισμένο παράθυρο της σιγουριάς και της άμυνας των ανθρώπων.


*


Την ώρα που παλεύω μ’ ένα ποίημα κανείς καθρέφτης δεν υπάρχει για να ιδώ τη μεταμόρφωσή μου.


*


Όταν ενύχτωνε τα ποιήματά του μου θυμίζανε δωμάτια φωτισμένα με κεριά όπου οι λέξεις κυκλοφορούσανε σα γέρικες αφηρημένες υπηρέτριες.


*


Καμιά φορά μέσα στ’ όνειρο οι λέξεις φωτίζονται από ένα παράξενο φως αλλάζουνε ρυθμό και σημασία ανοίγουν σα λουλούδια σκοτεινά γίνονται πόρτες για τον ουρανό και για τον κάτου κόσμο.


*


Κανείς δεν ξέρει ποια τρομαχτικήν ανάσταση σχεδιάζουν αυτά τα νέα ποιήματα. Το αίμα τους καίει τα δάχτυλα και στάζει τώρα στα χώματα. Από τις πέτρες βγάζουν το κεφάλι τους ανεξήγητες εκκωφαντικές κραυγές.


*


Παλιό μου ποίημα σκοτεινό κι ασάλευτο πιθάρι θησαυρίζοντας σημασίες από το χρόνο περιέχοντας τώρα ένα ήσυχο φως με τη γαλήνη του προστατεύοντας τ’ όνομά μου απ’ το θάνατο.


*


Έγραφε όλη τη νύχτα. Οι στίχοι πηδούσαν από τα χειρόγραφά του σαν πουλιά κι οι δολοφονημένοι ποιητές ούρλιαζαν μέσα του πεινώντας και γυρεύοντας μερίδιο από τα θαύματα.


*


Οι λέξεις που έμειναν έξω από το ποίημα συνεπαρμένες από μιαν ατελείωτη παραφορά σωστές μαινάδες παίρνανε πέτρες και λιθοβολούσανε βρίζοντας ακατάπαυστα και τον ποιητή και τους διαβάτες.


*


Το αίνιγμα κι η σαγήνη εκείνου του ποιήματος ήταν πως κάθε στίχος του έδινε και μιαν υπόσχεση που ποτέ δεν εκπληρωνόταν.






Τάκης Σινόπουλος, Η ποίηση της ποίησης [1964].
Πηγή: «Τάκης Σινόπουλος, Συλλογή Ι [1951-1964]», εκδ. Ερμής, β΄ ανατύπωση, 1990.

Στην εικόνα: Ο Τάκης Σινόπουλος στον Αλφειό, το 1957.
Πηγή για την εικόνα: Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα.
http://www.greek-language.gr/

Πέμπτη 23 Απριλίου 2020

Κώστας Θ. Ριζάκης, "Με τον τρόπο του Αινεία"




κλειστή φυγή


μικραίνοντας σε θάλασσα φωνή
γονατισμένο στην παλάμη τρόπο
σ’ ένα καλάθι μ’ επικίνδυνα ερπετά

σταγόνα φως
και κυβερνάει ανυποχώρητα
την τρέλα (κλειστή φυγή

με πλήρη επίγνωση δαγκώνω
την ουρά της)





ονομάτων πληγές (α)


σπαθί και περίμενα
να κόψω τον κόσμο
με μια μόνο κίνηση

νωρίς απ’ τη θήκη μου
με τράβηξες μάνα
και πρώτη εσύ γέμισες
μ’ αίματα

στη λάσπη μού γέννησες στίχους
την πέτρα στη ράχη οδηγό
πιο μέσα φωνή

τη φωνή μου στο δρόμο!





ονομάτων πληγές (δ)


δε γράφουνε οι ώρες ποιήματα
δε ζουν στην οργή τους πουλιά
οι νύχτες δεν κρύβουν γδαρσίματα
σα σκάγια με φτάνουν ψηλά

πετρώνουν στο χώμα τα έρημα
της μαύρης μου ελπίδας φτερά
νεκρώνουν στα μάτια τα δίδυμα
λευκά των ματιών μου πουλιά

δε γράφουνε οι ώρες ποιήματα
δε ζουν στην ορμή τους ξανά
δεν κρύβουνε οι νύχτες γδαρσίματα

οι νύχτες μου γίναν τα ποιήματα
λευκά των ματιών μου πουλιά!





με τον τρόπο του Αινεία

                                          ως και η ψυχή μου χώνεψε
                                          στα περιγράμματά τους


μια που επιμένω στη θολή του σχήματος ανάγκη
προετοίμασα τον χώρο μου σε δύσκολες στιγμές

ηλίου προσφιλέστερες εκλάμψεις ν’ αναδίνουν
συχνά αγκάλης μητρικής την άχνα να σκορπούν
ολόκληρα ένα χάδι ανέστησα τα πράγματα
έτσι απαλά ν’ αγγίζετε στην ηδονή ριγώντας
της λείας επιφάνειας υποψιασμένοι ασφαλώς
πως μόνη η επαφή αρκεί να ρίχνει στο βυθό μου
βραχνής φωνής στηρίγματα εγκόσμιες ρυτίδες

να ασελγώ στην τύψη σας
να μη γλυτώνω μόνος!





ό,τι σκοτώνω παρακμάζει


δες το πικρό της φωνής μου αλάτι
χιονίζοντας ραγίζει στο βυθό τους
τα μάτια μου εν ώρα προσευχής

αίμα στην παρουσία του ενός
στην απουσία του άλλου αίμα
δίδυμος τρόμος στην απόφαση πυργώνει
χαμένη ν’ ανεβαίνει ενοχή

α  φέγγος τής ψυχής μου στέρηση
να σε ονομάσω ζήτησα λοιπόν
ας άχνιζε του στήθους κεραυνός

στο παρελθόν μου στήθος βουτηγμένος!





Από τη συλλογή «Με τον τρόπο του Αινεία» [1986].
Πηγή: «Κώστας Θ. Ριζάκης - Επιτάφιος δρόμος, Ποιήματα Α΄ [1985 - 2010]»,
γ΄ επανέκδοση, Κουκκίδα 2020.

Δευτέρα 20 Απριλίου 2020

Δημήτρης Π. Παπαδίτσας, "Εντός παρενθέσεως"




ΒΛΑΔΙΜΗΡΕ *


Εδώ υπάρχουν πολλά πράγματα έτοιμα που μπορείς να δεις
      μέσα τους την ιστορία τους σε πολύ απλή γλώσσα

Ξημερώνει απ’ όλες τις μεριές, Βλαδίμηρε
Όταν με δεις ν’ ανασαίνω κάθε χιλιόμετρο την ανθρώπινη
      προστασία σου
Φαντάσου ένα εκατομμύριο γυναικόπαιδα να φωνάζουν: δι-
      καιοσύνη
Ή ένα εκατομμύριο άστρα που τα ψάχνουν άπιστα δάχτυλα
Ή μια χρυσοκίτρινη κοίτη που τελειώνει μέσα μου

Έφτασα
Να μου δώσεις λίγα χτυποκάρδια που δεν έγιναν έφηβοι
Τώρα το καλοκαίρι μού τα ζητιανεύει μια δροσούλα του
      Ιλισού
Επίσης κι ένα δέντρο που έχασε την καρποφορία του

Όταν κοιμηθεί το φεγγάρι μες στο Ρήνο φαντάσου την ψυχή
      μου
Σα δωμάτιο εξοχικού σπιτιού που περιμένει τον ύπνο σου
      για παραθέρισμα
Αν ήσουν εδώ το πρωί θα ’κουγες τα κοκόρια και τους γα-
      λατάδες μέσα στ’ αγουροξυπνημένα αυτιά της γειτονιάς
Ύστερα τις εφημερίδες και τα χέρια να τις παίρνουν από
      τα μισόκλειστα παράθυρα

Πολλές φορές γελώ με τη συνήθεια π.χ. χτες το πρωί
Είχαμε στο τραπέζι ένα φλιτζάνι τσάι παραπανίσιο
Τότε βούτηξα το ψωμί μου στην απέραντη πίκρα του
Κι έτρωγα χωρίς να μπορώ να χορτάσω. Σκέψου τη ζωή μου
Αυτό το βερύκοκκο στα δόντια της απουσίας.




___________________
* Σημείωση του ποιητή: Εξόριστος αδερφός μου στη Γερμανία





ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΡΙΩΝ ΝΥΧΤΩΝ

                                                                                                του K. Friar

Ι


Όταν ήταν σκοτεινά σαν τότε που η απάντηση
Ήλθε πολύ κρυφά κι ανέβηκε απ’ τη γη στα μάτια
Όπως ανεβαίνει ο υδράργυρος του θερμομέτρου
Ή όπως το ήρεμο τριφύλλι πάει στον ουρανό
Σαν τότε που είχαν βρεθεί χιλιάδες στόματα
Για την εξόριστη φωνή, άλλοι στο δρόμο
Από χέρι σε χέρι κουβαλούσαν τη ζωή τους
Άλλοι κουνούσαν τα χέρια τους και αποχαιρετούσαν
Άσπρα βαπόρια από σύννεφο με γυαλιστερά φινιστρίνια
Σαν κοριτσίστικα μάτια πρωί-πρωί που ανοίγουν

Οι βιαστικοί τρέχαν να προλάβουν κάποιον
Να τον καλωσορίσουν για να κοιμηθούν ήσυχοι.




ΙΙ


Αυτά ήταν τα όστρακα τ’ ασημένια, τα μάζεψα
Ένα-ένα απ’ της πίκρας σου τ’ αυλάκι
Αυτές ήταν οι πεταλούδες με τα μισοκαμένα φτερά
Μια-μια τις μάζεψα
Από το δέρμα σου που −όπως σε προσκλητήριο
Μετά απ’ τη μάχη δε λέει «παρών» ο στρατιώτης
Που έπαιζε οκαρίνα και διασκέδαζε το λόχο−
Το δέρμα σου δε λέει «παρών»

Αυτά τα όστρακα κι αυτές τις πεταλούδες
Σ’ τα δίνω και τα ξαναπαίρνω
Μέχρι να παλιώσουν
Σα χαρτονομίσματα
Που παν από χέρι σε χέρι
Ή από φόνο σε φόνο

Καληνύχτα ώρα να φεύγουμε
Γαυγίζει το θάνατο
Το σκυλί.




ΙΙΙ


Κοιτάζει, κάνει μια τελευταία προσπάθεια
Εν ανάγκη σκουπίζεται με το μαντήλι του
Μέχρι να ξεβάψει
Μετά βγαίνει έξω με το φυσικό του χρώμα
Όπως όταν σε υπόγειο φυτρώνει
Μια τρυφερή φασουλιά που τεντώνεται
Και ξεμυτίζει απ’ τη χαραμάδα που μπάζει φως

Συναντάει ένα γνωστό τον χαιρετά και του λέει
Ότι στον τέταρτο όροφο περιμένει μια κυρία
Που τα μάτια της κλείνουν και ανοίγουν
Κάθε φορά σε άλλη σελίδα
Έτσι που να μαθαίνεις άκρες-μέσες
Το περιεχόμενο του βιβλίου
Παίρνεις το χέρι της το κρύβεις σ’ ένα κουτί
Και το ’χεις πάντα στη διάθεσή σου
Ακόμα κι όταν λείπουν τα τριζόνια
Και το συρτάρι παίρνει φωτιά με τα χειρόγραφα

Αυτά σκεφτόμουν και ήξερα πόσο γρήγορα
Παν τα τηλεγραφήματα με τις ευχές
Ή με την αγγελία θανάτου.




VII


Τώρα δώσ’ μου μια λέξη σου
Να σκάψω το στήθος μου να της βρω
Το πιο φωτεινό μέρος
Κι ας φύγει αργότερα όπως φεύγει η προσευχή

Αλήθεια πώς φυτρώνει πώς μεγαλώνει
Πόσο χορταστική είναι η προσευχή.






ΧΑΜΗΛΟΦΩΝΩΣ


Διότι είσαι το πρώτο εφετινό χελιδόνι που μπήκε απ’ το
      φεγγίτη έκαμε τρεις γύρους στο ταβάνι και ήσουν κα-
      τόπιν όλα μαζί τα χελιδόνια
Διότι είσαι μια μεριά ήρεμη της θάλασσας όπου το κύμα
      Κόβει κομμάτια το φεγγάρι και το ρίχνει στην ψιλή άμμο
      Διότι τα χέρια μου είναι άδεια σαν καρύδια που η ψίχα
      τους φαγώθηκε από παράσιτα
Κι εσύ τα γέμισες με τα μαλλιά σου και το μέτωπό σου
      Διότι στα μαλλιά σου περνώ τα δάχτυλά μου όπως περνάει
      ο αγέρας από φύλλα κυπαρισσιού
Διότι είμαι ένα σπίτι εξοχικό κι έρχεσαι μόνη το καλοκαίρι
      και κοιμάσαι
Και ξυπνάς πότε-πότε τα μεσάνυχτα ανάβεις τη λάμπα και
      θυμάσαι
Διότι θυμάσαι
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ κι ανάμεσα στα τελευταία πουλιά είμα-
      στε μαζί
Κι απέναντί μας η θάλασσα φθείρεται ν’ ανεβοκατεβαίνει
      τα δέντρα
Όπως πηγαίναμε σε μια κατηφοριά της Bάρκιζας
Κι ένα γύρω οι χρωματιστές πέτρες μάς ακολουθούσαν

Γιατί όταν σκύβω πάνω από πηγάδια βλέπω την επιφάνεια
      του νερού και λέω: να το ριζικό κι η ματιά της
Γιατί βλέπαμε μαζί τρεις τσιγγάνες κίτρινες τυλιγμένες
      απ’ το κόκκινο −σαν τα μάτια τού μπεκρή− λυκόφως
      Και είπαμε να το ριζικό να οι αγάπες βγήκαν στους δρό-
      μους για τον επιούσιο

Γιατί βλέπαμε μαζί τις τρεις τσιγγάνες
Να ’ρχονται και να χάνονται
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ
Κι ανάμεσα στα τελευταία πουλιά
Είσαι κείνο που γλύτωσε απ’ τα σκάγια

Γιατί είμαι γεμάτος από σένα και μπρος από κάθε τι από
      σκέψη από αίσθηση κι από φωνή
Είναι κάτι δικό σου που σαν αθλητής τερματίζει πρώτο
Γιατί τα βλέφαρά σου είναι βρύα σε σχισμάδες βράχων
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ.





ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΑ


…αίφνης η ανάγκη της νύχτας σε φέρνει εδώ
Αισθάνομαι το στόμα σου μικρή θαλασσινή σπηλιά
Στον αριστερό μου ώμο
Δεν έχω τίποτα να εκφράσω αφήνομαι στα χέρια μου
Ταχτοποιώ κι ετοιμάζω τις φωτιές του μεσημεριού

Πάνω στην άσπρη ζωή
Η σκέψη μια θολή ευθεία

Σαν μικρά χωριά που τα είδα απ’ το πλοίο
Σαν ξαφνικοί θόρυβοι τη νύχτα στην άκρη της θάλασσας
Που μας τρομάζουν για πολύ λίγο
Ήσουν την τελευταία ημέρα.





Από την ποιητική συλλογή «Εντός παρενθέσεως» (1945).
Πηγή: «Δ.Π. Παπαδίτσα - Ποίηση», Μέγας Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα, 1997.

Παρασκευή 17 Απριλίου 2020

Γιώργος Θέμελης, "Άνθρωποι και πουλιά"




Απλωμένη κηλίδα


Πρόσωπο χαραγμένο στον άνεμο
Μορφή αναμμένη στην όραση
Στόμα πικρό σφραγισμένο
Μ’ ένα κομμάτι πάχνη
Χέρια ξυλένια στο λιθόστρωτο

Σκιά μεγάλη
Αίμα λιωμένο
Που απλώνεις μια λίμνη σκοτεινή
Τριγυρισμένη από φαντάσματα
Επάνω στο χώμα

Ο ήλιος κατέβηκε να σε σκεπάσει
Με την πορφύρα του
Διάτρητη σχισμένη από ρανίδες

Παράθυρα λυγισμένα σαν ένα δάσος
Πόρτες πνιγμένες
Από καπνό και σύγνεφα

Όλα τα μάτια μεταμορφώθηκαν σε αγάλματα
Όλα τα χέρια εξαφανίστηκαν
Κάτω απ’ το δέρμα





Προσευχή


Πέρασαν απ’ την άγια κρύπτη
Τη μυστική ατέλειωτη κυοφορία
Της πέτρας και του γαλάζιου
Και δεν ένιωσαν το ρίγος
Την τρυφερή παλλόμενη χορδή

Δεν ένιωσαν τη φρίκη
Απ’ τα σιωπηλά μουσκεμένα σπήλαια
Όπου κοιμάται ο θάνατος
Σαν ένα χαμένο κοχύλι

Κανένα ζώο στο γυμνό τους τοπίο
Κανένα υδρόχαρο φυτό

Με μια μεγάλη τρύπα μέσα στο βλέμμα
Είχαν ξεχάσει την ανάσταση
Των πουλιών και της σάρκας
Την αιώνια μεταμόρφωση των λουλουδιών
Τη φωτιά που θα γεννήσει τα δάση

***

Ας λυπηθούμε την πικρή τους άγνοια

Ας ευχηθούμε να βρουν την ανάπαυση
Να κοιμηθούν εν ειρήνη


[Από την ενότητα «Κάτω απ’ τους αγγέλους»]






Αναπνέω και κοιτάζω


Αναπνέω και κοιτάζω τους δρόμους
Τ’ ουρανού και τ’ ανέμου
Κοιτάω τα παράθυρα τα βαθουλωμένα πρόσωπα
Το φως που τρυπάει τα ερημικά μου χέρια

Ακούω τους χτύπους του σφυριού της καρδιάς μου

Πότε θ’ ανάψουνε τα βλέφαρά μου ανταύγειες
Σε δειλινή αποθέωση πότε θα στρώσει
Τα βήματά σου ο άνεμος με πρώιμη άνοιξη
Πλημμυρισμένη από χλωρή αγωνία

Έζησα καρτερώντας μέσα στο μαρτύριο
Σαν ανοιχτό παράθυρο σε βαθύ καλοκαίρι

Έζησα μέσα στην ηχώ από κάποια βήματα
Που περπατούν σε κάποιο παγερό ουρανό





Απουσία πικρότερη


Απουσία πικρότερη από νύχτα

Η πτήση σου αντιλάλησε μέσα σ’ όλες τις φλέβες
Σιγά-σιγά σαν ένα θαλάσσιο πουλί

Το φως επάνω μια πελώρια σιωπή
Μια παγερή μετέωρη λύπη

Ακολουθώ τα δάση που σιωπούν
Τα λουλούδια που συνοδεύουν τους πεθαμένους

Ο ουρανός με κοιτάζει με περιέργεια
Με μάτια μικρού παιδιού που φοβάται τα ζώα

***

Ουρανέ γεμάτε βροχή κι αγαθότητα
Που υφαίνεις την ημέρα και ξηλώνεις τη νύχτα

Ρίξε μου ένα κόκκινο χαλάζι
Ένα λευκό αστέρινο δάκρυ
Από την άσπιλη ευφορία της αστραπής

Να περπατήσω κάτω απ’ την άκρα σου επιείκεια

Να ’βρω τα ίχνη των φτερών που φώτισαν τον άνεμο
Τους ορίζοντες που έκλεισαν λυπημένοι





Με βρήκε η νέα ημέρα


Με βρήκε η νέα ημέρα
Μες στ’ ουρανού την ξαστεριά
Με τα πολλά παράθυρα

Όμορφος είναι ο κόσμος
Η βρύση του ματιού

Ένα λαμπρό ρουμπίνι
Από ματόκλαδο

Μες στου νερού τη διάφανη ώρα
Με τα κοχύλια και με τ’ άστρα
Ένα γυμνό καθάριο πρόσωπο

Μάτια βαθιά
Σφιγμένα χείλη
Επάνω σ’ ένα στόμα
Που περιμένει

Μες στ’ ουρανού τη διάφανη ώρα

Έσκυψα και κοίταξα
Κι έγινα όλο μάτια


[Από την ενότητα «Στα ίχνη των πουλιών»]





Από τη συλλογή «Άνθρωποι και πουλιά» (1947).
Πηγή: «Γιώργος Θέμελης, Δενδρόκηπος και άλλα ποιήματα», [(Επιλεγμένα ποιήματα 1923-1975). Εισαγωγή, επιλογή, επιμέλεια: Πέτρος Γκολίτσης. Επίμετρο: Χρήστος Μαλεβίτσης.]
Εκδόσεις Ρώμη, 2019.


Στην εικόνα: John Martin, «The Plains of Heaven» [(Oil on canvas), (1851)]

Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.