Δευτέρα 29 Απριλίου 2019

Μαρία Πολυδούρη, "Οι τρίλλιες που σβήνουν"




Γιατί μ’ αγάπησες…


Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
σε περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι σαν κρίνο ολάνοιχτο
κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.


~*~


Μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζη, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες.

Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες
και μου άπλωσες τα χέρια
κ’ είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα
− μια αγάπη πλέρια,
γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.

Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.


~*~


Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.





Γιατί ονειρεύτηκα


Γιατί δε θέλει η αυγή να μου γελάση
κι’ απόκρυψε τη ρόδινη μορφή;
Γλυκό τ’ όνειρο σήμερα έχω πλάσει
κει που έχει άνανθο τ’ όνειρο ταφή.

Όμως καμμιά δε θα μου δώση ελπίδα
και μένει με το πένθος στη στολή,
με μια μαβιά στην όψη της αχτίδα
που πνίγεται στα δάκρια θολή.

Ω, νά’χε θυμηθή πως κάποια μέρα
στον άνεμο το φθινοπωρινό
είχα ποθήσει το γαλάζιο αιθέρα
του ονείρου, πριν σημάνη εσπερινό.

Και νά’ρθη εκεί στερνά που θά’χη γύρει
πικρή η ζωή μου κι’ άνανθη, γλυκά
να μου χαμογελάση και να σπείρη
τα ρόδινα του ανθού της μυστικά.





«Σωτηρία»


Ας περάσει πια η μέρα με το φως της.
Η νύχτα γιατί τόσο αργοπορεί;
Στων πεύκων τις σκιές μια πολυθρόνα
με καρτερεί.

Των θαλάμων θα σβήσουνε τα φώτα
κι’ ο ύπνος θάρθη σα λιγοθυμιά.
Ένα αδειανό κρεββάτι, εδώ δίνει
εντύπωση καμμιά.

Θα με διπλώση το σκοτάδι κι’ όπως
μέσ’ στις βαθιές σκέψεις θα μπερδεφτώ,
πως είμαι θα πιστέψω πάλι κάτι
από τον κόσμο αυτό.

Μέσα στο φόβο θα βαθαίνη η νύχτα
όταν ο άνεμος θά’ρθη ξαφνικά.
Ο ευκάλυπτος τα μαλλιά του θα τινάξη
και των ονείρων μαζί τα μυστικά.

Το μυστικόν αγώνα θα γροικάω
του φθινοπώρου, ανίκητος εχθρός.
Θα με λικνίζη χαρωπό τραγούδι
ο απελπισμένος θρος.

Κι’ αν δεν την καρτερώ, ξέρω πως θά’ρθη
η γάτα αυτή που νυχτοπερπατεί,
μια γάτα που δεν ξέρει τι είναι χάδι
και δεν το δίνει και δεν το ζητεί.

Στα πόδια μου κοντά κάθεται μόνο,
αδιάφορη στο κρύο το παγερό,
διακριτικά το βλέμμα μου αποφεύγει
κ’ είναι σα να με ξέρη από καιρό.





Γλέντι


Σ’ ένα γλέντι με κάλεσαν οι συντρόφοι.
Δε θ’ αρνηθώ. Θα πάω να λησμονήσω!
Θα φορέσω το κόκκινό μου φόρεμα
και την ίδια ομορφιά μου θα φθονήσω.

Το νεκρό πώχω μέσα μου περήφανα
και στοργικά μαζί μου θα τον πάρω.
Θα’μαι χαρωπή, σα μυστικόπαθη
θα’μαι μια αποσταλμένη από το Χάρο.

Οι μελλοθάνατοι σύντροφοι στο γλέντι τους 
κι’ αν πίνουνε κρασί δε θα μεθούνε.
Μια κατάρα θα στέκεται στο πλάι τους
μα θά’μαι ωραία και δε θα υποψιασθούνε.

Έπειτα ένα τραγούδι θα ζητήσουνε
μήπως σε μια χλωμή χαρά ελπίσουν,
μα τόσο αληθινό θαν’ το τραγούδι μου
που σαστισμένοι θα σωπήσουν.





Από τη συλλογή «Οι τρίλλιες που σβήνουν» (1928).
Πηγή: «Μ. Πολυδούρη - Ποιήματα», εκδ. Γ. Οικονόμου.
Πηγή για την εικόνα: Wikipedia.

Σάββατο 27 Απριλίου 2019

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, "Ποιήματα"




ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΚΑΛΙ


Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μια μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης·
«Τώρα δυο χρόνια πέρασαν που γράφω
κ’ ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Αλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·
κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ’ ανεβώ ο δυστυχισμένος».
Είπ’ ο Θεόκριτος· «Αυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
να ’σαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου να ’σαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα».


[1899]





Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

Ώσπερ ου βασιλεύς, αλλ’ υποκριτής,
μεταμφιέννυται χλαμύδα φαιάν αντί της τραγικής εκείνης,
και διαλαθὼν υπεχώρησεν.

                     Πλούταρχος, Βίος Δημητρίου


Σαν τον παραίτησαν οι Μακεδόνες
κι απέδειξαν πως προτιμούν τον Πύρρο
ο βασιλεύς Δημήτριος (μεγάλην
είχε ψυχή) καθόλου − έτσι είπαν −
δεν φέρθηκε σαν βασιλεύς. Επήγε
κ’ έβγαλε τα χρυσά φορέματά του,
και τα ποδήματά του πέταξε
τα ολοπόρφυρα. Με ρούχ’ απλά
ντύθηκε γρήγορα και ξέφυγε.
Κάμνοντας όμοια σαν ηθοποιός
που όταν η παράστασις τελειώσει,
αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται.


[1906]





Η ΣΑΤΡΑΠΕΙΑ


Τί συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και μεγάλα έργα
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία να σε αρνείται·
να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,
και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.
Και τί φρικτή η μέρα που ενδίδεις,
(η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις),
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πηαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια.
Και συ τα δέχεσαι με απελπισία
αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.
Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει·
τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε·
την Αγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους.
Αυτά πού θα σ’ τα δώσει ο Αρταξέρξης,
αυτά πού θα τα βρεις στη σατραπεία·
και τί ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.


[1910]





ΤΥΑΝΕΥΣ ΓΛΥΠΤΗΣ


Καθώς που θα το ακούσατε, δεν είμ’ αρχάριος.
Κάμποση πέτρα από τα χέρια μου περνά.
Και στην πατρίδα μου, τα Τύανα, καλά
με ξέρουνε· κ’ εδώ αγάλματα πολλά
με παραγγείλανε συγκλητικοί.

                                                    Και να σας δείξω
αμέσως μερικά. Παρατηρείστ’ αυτήν την Ρέα·
σεβάσμια, γεμάτη καρτερία, παναρχαία.
Παρατηρήστε τον Πομπήιον. Ο Μάριος,
ο Αιμίλιος Παύλος, ο Αφρικανός Σκιπίων.
Ομοιώματα, όσο που μπόρεσα, πιστά.
Ο Πάτροκλος (ολίγο θα τον ξαναγγίξω).
Πλησίον στου μαρμάρου του κιτρινωπού
εκείνα τα κομμάτια, είν’ ο Καισαρίων.

Και τώρα καταγίνομαι από καιρό αρκετό
να κάμω έναν Ποσειδώνα. Μελετώ
κυρίως για τ’ άλογά του, πώς να πλάσω αυτά.
Πρέπει ελαφρά έτσι να γίνουν που
τα σώματα, τα πόδια των να δείχνουν φανερά
που δεν πατούν την γη, μόν’ τρέχουν στα νερά.

Μα νά το έργον μου το πιο αγαπητό
που δούλεψα συγκινημένα και το πιο προσεκτικά·
αυτόν, μια μέρα του καλοκαιριού θερμή
που ο νους μου ανέβαινε στα ιδανικά,
αυτόν εδώ ονειρεύομουν τον νέον Ερμή.


[1911]





ΦΙΛΕΛΛΗΝ


Την χάραξι φρόντισε τεχνικά να γίνει.
Έκφρασις σοβαρή και μεγαλοπρεπής.
Το διάδημα καλύτερα μάλλον στενό·
εκείνα τα φαρδιά των Πάρθων δεν με αρέσουν.
Η επιγραφή, ως σύνηθες, ελληνικά·
όχ’ υπερβολική, όχι πομπώδης −
μην τα παρεξηγήσει ο ανθύπατος
που όλο σκαλίζει και μηνά στην Ρώμη −
αλλ’ όμως βέβαια τιμητική.
Κάτι πολύ εκλεκτό απ’ το άλλο μέρος·
κανένας δισκοβόλος έφηβος ωραίος.
Προπάντων σε συστήνω να κυττάξεις
(Σιθάσπη, προς θεού, να μη λησμονηθεί)
μετά το Βασιλεύς και το Σωτήρ,
να χαραχθεί με γράμματα κομψά, Φιλέλλην.
Και τώρα μη με αρχίζεις ευφυολογίες,
τα «Πού οι Έλληνες;» και «Πού τα Ελληνικά
πίσω απ’ τον Ζάγρο εδώ, από τα Φράατα πέρα».
Τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροί μας άλλοι
αφού το γράφουν, θα το γράψουμε κ’ εμείς.
Και τέλος μη ξεχνάς που ενίοτε
μας έρχοντ’ από την Συρία σοφισταί,
και στιχοπλόκοι, κι άλλοι ματαιόσπουδοι.
Ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ.


[1912]





ΕΝ ΤΩ ΜΗΝΙ ΑΘΥΡ


Με δυσκολία διαβάζω       στην πέτρα την αρχαία.
«Κύ[ρι]ε Ιησού Χριστέ».        Ένα «Ψυ[χ]ήν» διακρίνω.
«Εν τω μη[νί] Αθύρ»       «Ο Λεύκιο[ς] ε[κοιμ]ήθη».
Στη μνεία της ηλικίας       «Εβί[ωσ]εν ετών»,
το Κάππα Ζήτα δείχνει       που νέος εκοιμήθη.
Μες στα φθαρμένα βλέπω       «Αυτό[ν]… Αλεξανδρέα».
Μετά έχει τρεις γραμμές       πολύ ακρωτηριασμένες·
μα κάτι λέξεις βγάζω −       σαν «δ[ά]κρυα ημών», «οδύνην»,
κατόπιν πάλι «δάκρυα»,        και «[ημ]ίν τοις [φ]ίλοις πένθος».
Με φαίνεται που ο Λεύκιος      μεγάλως θ’ αγαπήθη.
Εν τω μηνί Αθύρ         ο Λεύκιος εκοιμήθη.


[1917]





Στην εικόνα: Σκίτσο του Κωνσταντίνου Μαλέα με ιδιόχειρη αφιέρωση (1923).
Πηγή για την εικόνα:
http://www.greek-language.gr/Resources/literature/tools/concordance/timeline.html?cnd_id=9

Τετάρτη 24 Απριλίου 2019

Τάκης Σινόπουλος, "Ελένη"




2.


Τότε αναπήδησες από τη χαίνουσα
καρδιά μου πάνοπλη
με σάρκες και με φώτα.
Το αίμα μου ένα σκοτάδι ακίνητο κι ιδού.
Εσύ η χυμώδης άνοιξη.
Εγώ σιαγόνα τρέμουσα
σε πείνα μαύρη.
Και τα όνειρα μου ορμήσανε − σκυλιά και πειρατές.
Και το κορμί μου − η σκόνη.





5.
Η νεότητα της Ελένης


Πόσο νυχτερινή είμαι στη βαθύσκιωτη κατηφοριά
του πρώτου μου έρωτα. Ουρανέ γεμάτε μαύρα
βαριά σταφύλια από την έπαρση του νέου καλοκαιριού!
Ένα ξημέρωμα έξοχο φωνάζει απ’ τους αγρούς. Μια αυγή
που πνέει σπορά χλωμών ονείρων. Και το σώμα μου
σε φωτεινή ξεκούραση βορά του γήινου χρόνου.
Ω δροσερά
φιλιά ολοκάθαρα μες στην ανάμνηση των εποχών
που ζήσαμε στην έρημο. Φωνές φωνές και πρόσωπα γυμνά
πολύν καιρό χαμένα μες στη μνήμη μπερδεμένα
με τάφους και φωτιές. Ο μυστικός ουράνιος πόνος
εκείνου του μοναδικού που μ’ αγαπά κι εγώ
από το ποίημα τούτο το πικρό παλεύοντας ολάκερη
ν’ αναδυθώ. Μονάχα αυτό
με συντηρεί στην αφθαρσία − η χίμαιρα.
Σαν ένα ουράνιο τόξο νιώθω το αίμα μου
και νά με εδώ ξανά μ’ αυτό το κάλεσμα
που ήρθε τη σάρκα μου πολύπειρη να τη βαφτίσει
σε νέο θάνατο. Ω πικρή
πικρότατη ύπαρξή μου από έγνοιες βασιλεύουσες
τρομερές μακρόσυρτες αναμνήσεις.
Κι εσύ που μ’ αγαπάς ασύγκριτε
ω φίλησέ με ακόμα μες στη γήινη προσφορά μου
ω λάτρεψε στον έρωτα τη νέα νεότητά μου.





8.
Ποίημα για την Ελένη


Ωραία εσύ η ανείδωτη
μέσα στον ουρανό του ποιήματος
καυτερή θρησκεία γυναίκα αγέρινη
ντυμένη χαραυγές ένα άστρο σύμβολο
με τ’ όνομά σου δένοντας των εποχών τις γέφυρες.
Ωραία εσύ
νυχτερινή του απείρου εξαίσιο του θανάτου λάφυρο
από τη σκόνη του θανάτου αναγεννώμενη.
Σ’ αναγνωρίζω Ελένη μου μέσα στους μαύρους έρωτες
που κάψανε μ’ οράματα τα χρόνια μου. Ω ποτέ
ποτέ μη φύγεις για τους τόπους του χαμού
στις χώρες τις απάνθρωπες μη σπαταλήσεις
τούτη τη σάρκα σου από σμάλτο κι από κρύσταλλο.
Σε περιμένω.
Κοίταξε, σου ’φερα καπνούς κι αρώματα από τα βουνά
πετράδια από τη θάλασσα
ήλιους και φύλλα σου ’φερα, κατηφοριές κι ανέμους
καλάμια από τις ποταμιές βράχια και πέτρες κι όνειρα
και καταχνιές κι αφρούς για σένα προσφορά.
Με χέρια και με γόνατα σπασμένα παραμόνεψα
γυμνός πλανήθηκα πάνω στη γη σε κάθε στρίψιμο
του κόσμου παραμόνεψα. Σε περιμένω.
Είμαι νεκρός τα βράδια κάτω απ’ το λυχνάρι μου
κι όμως ακόμα ζωντανός αστράφτοντας απ’ τη δική σου δύναμη.
Κοιμάμαι σε κρεβάτι φορτωμένο με γεννήτορες
που μου γυρεύουν να μιλήσω. Κι ανυμνώ τη χώρα μου
κι εσένα και τη βλάστηση
γεύομαι μνήμες όνειρα και βλάστηση
και χώμα αιώνιο απ’ τη δική μας γη,
προπάντων χώμα χώμα Ελένη.


Και τούτο τ’ ονομάζω προσμονή. Η γέννηση του ποιήματος.


Τάχα θα ’ρθείς;
Μια νύχτα Ελένη τάχα θα σε συναντήσω,
όταν ο χρόνος θα ’ναι ακίνητος από τα θαύματα,
στεφανωμένη υποταγή κι ανάσταση τρεμάμενη;
Μες στην πελώρια πόλη του ύπνου θα συναντηθούμε
σάμπως σε μια αυτοκρατορία νεκρών ποιητών
κατάμεστη από σταλαχτίτες - ποιήματα
και τάχα θα μιλήσουμε θα κοιταχτούμε
λουλουδισμένοι κι άφωνοι με τη χωμάτινη καρδιά
να ζωντανεύει και να γίνεται
ξανά ένα ρόδο πορφυρό ξανά μια πυρκαγιά απαράμιλλη
τάχα θα σμίξουμε άλλη μια φορά
μια νύχτα που η σιωπή θα ’ναι μια απέραντη σιωπή
εγώ γεμάτος διάστημα
εσύ γεμάτη μ’ άστρα
πάντα άφθαρτη παρθένα ανέγγιχτη
μεταρσιωμένη;





9.


Καθώς σε γήινο ενυδρείο μες στα αιχμάλωτα νερά
κινούνται ίσκιοι ψαριών
ο ποιητής κινείται.

Η Ελένη εντούτοις δεν υπάρχει πια
μες στην εγκόσμια λύπη.
Υπάρχουν μόνο τα ποιήματα
μια συλλογή από σπαραγμούς
ένα θλιμμένο ουράνιο ρόδο.


1951, 57





Από τη συλλογή «Ελένη» (1957).
Πηγή: «Τάκης Σινόπουλος, Συλλογή Ι [1951-1964]», εκδ. Ερμής, β΄ ανατύπωση, 1990.
Στην εικόναFrederic Leighton, «Helen On The Walls Of Troy», 1865 (detail).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Κυριακή 21 Απριλίου 2019

Δημήτρης Π. Παπαδίτσας, "Το φρέαρ με τις φόρμιγγες"





ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ


Λάμνουν στο αίμα μας νεανικές φρεγάδες
Που φρεσκοπλένουν κάθε αυγή τον άνεμο
Πόσα πλατάνια ονειρευτήκαμε
Με το οξυγόνο της αγάπης
Πόσες κρήνες με αλλόφρονα μηνύματα
Να θρυμματίζονται στην αιχμή του ύπνου

Τα κεντημένα επιφωνήματα στα χέρια μου
Εχέμυθη λιτανεία των άστρων
Τα κλείθρα της γαλάζιας θύρας που άνοιξε
Παντού πουλιά με ανοιχτούς ύπνους
Πετούν τα φτερά τους

Διαλύθηκα σε πουλιά
Με το ένστιχτο του ανέμου
Χάθηκα στο χορό της πλώρης
Που αντιφεγγούσε στα βαθειά νερά

Οι εσπερινοί περίπατοι στ’ αστέρια
Πέφτουν διαμάντια στην παλάμη της αυγής
Αγαπημένο πρόβλημα του στήθους μου
Εαρινό φτερούγισμα της ηλιαχτίδας
Που ράισες την ηρεμία της γης
Κι από τις πορφυρές ραγισματιές
Πετάγονται χίλια ουράνια τόξα.





ΔΙΑΤΤΟΝΤΕΣ


Περίλυπη νωχελική ανάπαυση
Καινούργια πτήση αναμονή και ειρήνη
Εδώ δίπλα σας είδα μια στιγμή
Με τα πυκνά βήματά σας
Σταματημένα σε όχθες λειψάνων

Είχε η καρδιά μου γίνει πυροτέχνημα
Με τη σγουρή κραυγή της
Γεμάτη φως κι επάνοδο

Απ’ τη φωνή από τη λόχμη του καθένα
Προβάλουν διθυραμβικά μαλλιά
Ένα μέτωπο λείο με γαλήνη οστράκου
Δυο μάτια μοιρασμένα παντού

Ομίχλη πέφτει στα νεκροταφεία
Οι σταυροί χάνονται ένας-ένας
Σα μια γριά ετοιμοθάνατη
Είναι η απήχηση του θανάτου.





~*~


Όλα τα φύλλα ανέμισαν το Μάιο
Μια κρήνη μια λεπτοκαμωμένη λεύκα τραγουδάει
Στο κυανό ελληνικό παράθυρο
Άλλαξα τον ήχο των βημάτων μου
Με το ζεστό ανέβασμα του Ικάρου
Κι ένα βραχάκι ομορφιάς κατρακυλάει
Απ’ τα μαλλιά μου ως το γέλιο μου ως τη φτέρνα.





~*~


Έρχονται ασημιά ποτάμια
Μ' ένα σωρό ωχρόφυλλα λησμονημένα
Κι αράζουν δίπλα μου
Ένα νησάκι βυθισμένο στα πρώτα εφτά χρόνια
Μοιράζεται σ’ όλους τους δρόμους
Που με ταξιδεύουν γυμνό από σκόνη

Τι να θυμηθώ σ’ αυτή τη χαραυγή με τον αλυσοδεμένο ήλιο
Που η φωνή τής σκλαβιάς ραΐζει το κρυστάλλινο αεράκι
Να ’χα τουλάχιστον ένα νεύμα πράο
Να κεντούσε στις παλάμες μου μια επιστροφή.





~*~


Σιωπή
Γύρω από μια πληγή
που αναβλύζει συλλαβές

Γύρω από μια πληγή
Λευκή αρμονία
Τι χάος

Στη θάλασσα του ύπνου
Πόσα χρυσόψαρα
Υμνούν την τρικυμία

Στα μάτια μας του ανέμου
Πουλιά με άφτερα ενδόμυχα
Χρησμοί της σιωπής.





Από τη συλλογή «Το φρέαρ με τις φόρμιγγες», (1943).
Πηγή: «Δ.Π. Παπαδίτσα - Ποίηση», Μέγας Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα, 1997.

Πηγή για την εικόνα:
https://mousikovlog.blogspot.com/2016/11/1922-1987.html

Σάββατο 20 Απριλίου 2019

καρυοθραύστις. Τετραμηνιαία περιοδική έκδοση Λόγου και Τέχνης. Τεύχος 1, Απρίλιος 2019



καρυοθραύστις
Τετραμηνιαία περιοδική έκδοση Λόγου και Τέχνης
Τεύχος 1
Απρίλιος 2019


καρυοθραύστις ονομάζεται το νέο, τετραμηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό, του οποίου το πρώτο τεύχος κυκλοφόρησε πριν λίγες ημέρες από τις εκδόσεις Ρώμη και υπό τη διεύθυνση του Κώστα Θ. Ριζάκη.
Στο επιτελείο του νέου περιοδικού συνεργάζονται:
Σύμβουλοι έκδοσης: Γιώργος Δελιόπουλος, Βάσω Οικονομοπούλου.
Συντακτική επιτροπή: Άννα Κουστινούδη, Ούρσουλα Φωσκόλου, Παναγιώτης Βούζης, Μαρία Ζαγκλαρά, Νεφέλη Γκάτσου.
Ειδικοί συνεργάτες: Βασίλης Ιωαννίδης, Διώνη Δημητριάδου.
Η εικαστική επιμέλεια του τεύχους είναι της Γλύκας Διονυσοπούλου.

«…Το περιοδικό καρυοθραύστις, όπως το χρηστικό εργαλείο με το οποίο συνθλίβουμε τον σκληρό φλοιό του καρυδιού, ώστε να απογυμνωθεί το βρώσιμο εσωτερικό του, η ψίχα, αναζητά και προκρίνει κείμενα λόγου, ποιητικού, πεζού, δοκιμιακού, Ελλήνων και ξένων δημιουργών, που προεκτείνουν με τη μορφή και το περιεχόμενό τους την ουσία της γλώσσας. [...] Το ανά χείρας περιοδικό προσδοκά να συμβάλει στην επικοινωνία του αναγνωστικού κοινού με την τέχνη του λόγου και τις διάφορες μορφές της, να διεγείρει τις αναγνωστικές προσδοκίες και να ενισχύσει την αισθητική απόλαυση της ανάγνωσης…» γράφει, μεταξύ άλλων, στο εισαγωγικό σημείωμα του περιοδικού, η Βάσω Οικονομοπούλου.
Στις 204 σελίδες του τεύχους διαβάζουμε:
Το αφιέρωμα στη Γιολάντα Πέγκλη με τον τίτλο «Γιολάντα Πέγκλη, μία ηγεμονική ποιητική φωνή». Γράφουν: Έλενα Πολυγένη, Χριστίνα Καραντώνη, Διώνη Δημητριάδου, Γιολάντα Πέγκλη, Ελένη Κόλλια. (Να σημειώσουμε ότι στο αφιέρωμα περιλαμβάνονται και έξι ανέκδοτα ποιήματα της Γ.Π.).
Ποίηση από τους: Δημήτρη Γ. Παπαστεργίου, Πηνελόπη Γιώσα, Χρήστο Αρμάντο Γκέζο, Κώστα Λιννό, Στέλλα - Λουίζα Κατσαμπή, Δημήτρη Παπακωνσταντίνου, Γεωργία Κολοβελώνη, Φανή Μπαλαμώτη, Νεφέλη Γκάτσου, Κώστα Θ. Ριζάκη, Alphonse de Lamartine (εισαγωγή - μετάφραση: Νεφέλη Γκάτσου), Hilda Doolittle (H.D.) (εισαγωγή - απόδοση: Άννα Κουστινούδη), Claudio Damiani (εισαγωγή - μετάφραση: Έλσα Κορνέτη).
Δοκίμιο από τους: Στυλιανή Παντελιά, Δημήτρη Κόκορη, Γιώργο Δελιόπουλο, Γιώργο Γώτη, Αγάθη Γεωργιάδου και Άννα Κουστινούδη.
Πεζογραφία από τους: Ούρσουλα Φωσκόλου, Φωτεινή Βασιλοπούλου, Alberto Moravia (εισαγωγή - μετάφραση: Άννα Γρίβα), Marguerite Duras (εισαγωγή - μετάφραση: Φοίβος Ι. Πιομπίνος).
Στη στήλη Αυτοσχόλιο, το κείμενο του Παναγιώτη Γούτα, για το βιβλίο του «Μποέμ και Ρικάρντο» (εκδ. Κέδρος 2018).
Τη συνέντευξη του Βασίλη Τσιαμπούση στη Δήμητρα Μήττα.
Τέλος, στη στήλη Βιβλιοσημάνσεις, ο Παναγιώτης Βούζης γράφει για την ποιητική συλλογή της Αντιγόνης Βουτσινά, «Ένα παιδί σκέτο καταμεσήμερο» (εκδ. Κουκκίδα, 2018), η Χριστίνα Καραντώνη για το βιβλίο της Καλλιόπης Εξάρχου, «Η κυρία Χ» (εκδ. Σοκόλη, 2018) και η Μαρία Ν. Ψάχου για την ποιητική συλλογή του Ντίνου Σιώτη, «Μάρθα, Μάρθα» (εκδ. Γαβριηλίδης, 2016).

Ως Ποιητικός Πυρήνας, ευχόμαστε στο νέο περιοδικό, καλή πορεία, μακροημέρευση και να αγαπηθεί από το αναγνωστικό κοινό.



Σημείωση:
Το περιοδικό θα διατίθεται στη Θεσσαλονίκη από τα βιβλιοπωλεία ΙΑΝΟΣ και ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ, καθώς και από τις εκδόσεις Ρώμη (Τσιμισκή 16 Θεσσαλονίκη), στην Αθήνα από το Εναλλακτικό βιβλιοπωλείο (Θεμιστοκλέους 37, Εξάρχεια, 106 77 Αθήνα) και την ΠΟΛΙΤΕΙΑ. Επίσης, το περιοδικό διατίθεται και από τα e-shop των βιβλιοπωλείων ΙΑΝΟΣ, ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ και ΠΟΛΙΤΕΙΑ. Πανελλαδικά, οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο μπορεί να το προμηθευτεί μέσω των εταιρειών διανομής ΣΥΜΜΕΤΡΙΑ Α.Ε., ΤΣΙΓΑΡΙΔΑ Α.Ε. και ΠΟΥΛΟΥΚΤΣΗ Α.Ε. Για συνδρομές μπορείτε να απευθύνεστε στον εκδότη κ. Ιωάννη Κιντάπογλου (Εκδόσεις Ρώμη, τηλ. 2310 227581, http://www.ekdosisromi.blogspot.com).