Κυριακή 25 Απριλίου 2021

Τάκης Σινόπουλος, "Η νύχτα και η αντίστιξη"





ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ*


Κάθε πρωί ξυπνώ με μια πέτρα στο κεφάλι μου.
Μέσα στην πέτρα είναι ένα πουλί
όχι η φωνή του
που ακούγεται μες στα κλαδιά
μα το πουλί που βγαίνει χρωματίζοντας τον ουρανό.
Οι άλλες γυναίκες άξαφνα γεννούσαν σύννεφα
σε σχήματα κενταύρων.
Αυτός ο κένταυρος κρατάει την πέτρα με το χέρι του
με τ’ άλλο αδράχνει τη γυναίκα απ’ τα μαλλιά
γυμνά και μαύρα όπως ο ύπνος.

Κάθε πρωί ξυπνώ με σένα μέσα στο κεφάλι μου.
Το αισθάνομαι την ώρα που ονειρεύομαι
να βγαίνεις από τα νερά του ποταμιού
και το πουλί στα δροσερά σου γόνατα
όχι η φωνή του
μα το τρελό πουλί που υπάρχει πάντοτε στα ποιήματα.
Τα χέρια μου σε ζώνουν από την οσφύ
μα χάνεσαι ψηλά στον ουρανό
που ζωγραφίζει το πουλί
γυρίζεις κι αναπαύεσαι
με το ποδάρι λάμποντας πάνω στην πέτρα.

Κάθε πρωί ξυπνώ μ’ ένα πουλί μες στο κεφάλι μου
κι απ’ τη φωνή του
που ακούγεται μες στα κλαδιά βγαίνεις εσύ.

Ο κένταυρος σε κυνηγάει ακόμα.
Φεύγεις και λάμπεις κάτω από τον ουρανό.
Το αισθάνομαι όπως ονειρεύομαι
ν’ αδράχνω με το χέρι μου σφιχτά
και μαύρα τα μαλλιά σου.

Μα εδώ τελειώνει το πουλί
κι ο κένταυρος
κι ο ύπνος.



______________
        *Το ποίημα αυτό γράφτηκε με συνεργασία του ποιητή Γιώργη Παυλόπουλου έπειτα από μια επίσκεψη στην αρχαία Ολυμπία.





Η ΑΝΟΙΞΗ ΚΑΙ Η ΜΑΡΙΑ


Βεβαιωθείτε Κύριε ότι το χέρι που έσφιγγε
με τόση δύναμη την άμμο ήτανε της Μαρίας.
Δεν ξέρω ωστόσο αν η καρέκλα κάτω από το φως
υπάρχει στη δική μου μνήμη ή στη δική σας.
Απ’ τον εξώστη βλέπαμε μαζί τη θάλασσα.
Άδεια τα σπίτια από ψυχές.
Η άνοιξη ήταν έρημη.
Ακόμα βλέπαμε και τη Μαρία
άσπρη με την ομπρέλα της για να σκεπάζει τη γυμνότητα
23 χρόνια.

Βεβαιωθείτε ακόμα πως το ποίημα που διαβάζετε
το γράφω τώρα που είστε εδώ κοιτάζοντας
απ’ το παράθυρο τον ήλιο. Ανήκει στη Μαρία.
Δεν έχει σημασία αν σεις πρώτος μιλήσατε
σ’ αυτό το πρόσωπο μετά από τη σιωπή
και κατεβήκατε τη σκάλα ανήσυχος.
Η εικόνα δεν αλλάζει.
Απ’ τον εξώστη βλέπαμε μαζί τη θάλασσα.
Εγώ κι εσείς εδώ. Πιο πέρα ήταν το χέρι που έσφιγγε
με τόση δύναμη την άμμο – αυτό
που φως ονόμασα.

Γιατί όσο φως υπάρχει μες το ποίημα
δεν είναι όπως νομίζετε της άνοιξης
μα της ψυχής που τώρα ντύνει τη γυμνή Μαρία.




 
ΕΝΑ ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΤΟΥ 1944


Γιατί πώς θα μπορούσα
να ξεκαρφώσω απ’ την κορνίζα του το παρελθόν
να ξεχωρίσω
τον κλέφτη απ’ το σακάτη απ’ το φονιά
απ’ τον ανύποπτο που η σκιά του προχωρεί
μέσα στο βράδυ;
Ποια ήσουν εσύ πώς έφτασες
με τι φτερά σ’ αυτόν τον κόσμο τον ανάστατο;
Πιο λαμπερή πιο αγέρινη παντού
πιο σκοτεινή παντού πιο κόκκινη
μια πολιτεία φριχτή και κατακόκκινη
σε κάθε σταυροδρόμι κι ένας σκοτωμένος
σε κάθε πόρτα κι ένα δάκρυ
και πόσο χιόνι
χιόνια χαμένα στην αθωότητα
κι ούτε φωνή
ως τα βουνά
ούτε ένα φως
κανένα φως
το παράθυρο κλειστό και πίσω από το πρόσωπο
το σκούρο δέντρο το καμένο βαλς.





ΕΣΥ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ


Έρχεσαι και ξανάρχεσαι σ’ αυτή την αίθουσα
τόσο γυμνή που σε κοιτάζουν όλοι.
Βασανίζεις τα καθίσματα σα να βασανίζεις τον ένοχο.
Σου λέω να πνίξεις μέσα σου αυτά τα άγρια πουλιά
μα εσύ τα λευτερώνεις.
Γίνεσαι μαύρη από τη λύπη σου
κι έρχεσαι εδώ.
Από καιρό έρχεσαι και ξανάρχεσαι.
Τα γόνατά σου αστράφτουν μέσα στην αίθουσα.
Σου πλένω με τα δάκρυά μου τα χέρια και τις μασχάλες.
Σου πλένω τα πόδια ως τα βουνά.
Σου χαρίζω την πιο ζεστή μου φωνή για να ντυθείς.
Μα εσύ φεύγεις
όπως ήρθες
γυμνή
για να υπάρχει πάντα ένα ποίημα
να λέει
για σένα.





Από τη συλλογή «Η νύχτα και η αντίστιξη» (1959).
Πηγή: «Τάκης Σινόπουλος, Συλλογή Ι [1951-1964]», εκδ. Ερμής, β΄ ανατύπωση, 1990.

Στην εικόνα: Édouard Manet, «Sur la plage de Boulogne-sur-mer» (1868).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Πέμπτη 22 Απριλίου 2021

Δημήτρης Π. Παπαδίτσας, "Η περιπέτεια"




Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ

Α΄

Ι


Η επιστροφή από ένα νησί γεμίζει με έννοιες την ησυχία
Γιατί στο νησί μπορεί κανείς τη θάλασσα να τη μετρήσει
Και να τη βρεί εφτά φορές πιο μεγάλη από το κέφι που
     κομίζει ο έρωτας
Και ας μην υπάρχουν χορτάρια ειρήνης, φτάνει μόνο να υπάρχει
Ο ουρανός της αγάπης, λίγα ξεφτίδια προσευχής να κρέμονται
     απ’ το σώμα
Απ’ το κορμί μας το γεμάτο προϊόντα μετανοίας

Μας δαγκώνει ο Φλεβάρης· μόλις πριν λίγες στιγμές
Πότισε τα ερπετά και τα σκουλήκια τρων από μέσα της ελιάς 
     το δέντρο
Κι η ματιά κοπιάζει τσακίζεται στις γρίλιες
Φέρνει απ’ έξω σκίνα
Πλαγιάζει στα κρεβάτια, τρυπώνει στα μεσάνυχτα του σεντουκιού
Βρίσκει παλιές επιστολές και τις διαβάζει, βλέπει τις φωτογραφίες
Βγάζει από μέσα τους πουλιά και καλοκαιριάτικα έντομα
Μα δεν απαντάει σε τίποτα τέτοιες στιγμές είναι προτιμότερο
Να ξαπλώνει στο κρεβάτι και να περιμένει
Μέσα στη νύχτα το Θεό ή να διαβάζει σε μεγάλα βάθη
Την αστροφεγγιά πάνω σε λέπια πέρκας.




ΙΙΙ


Είχα μέσα μου στρώσει –δεν πρόκειται μόνο για τον εαυτό μου
Με στοργή το κρεβάτι, άναψα τη λάμπα ταχτοποίησα τα βιβλία
Τις οπτασίες του ταβανιού και περίμενα στις οχτώ το Μεσολόγγι
Και στις εννιά τον έρωτά μου

Την άλλη μέρα με βρήκαν σε υπόσταση θρησκευτική
Αναπολούσα τις ομιλίες
Το ρόλο της προσευχής τον έπαιζα στα δάχτυλα
Ήξερα πότε πρέπει να σιωπώ
Και πότε τέλος πάντων ν’ ανοίγω στα σπλάχνα μου δυο δωμάτια
Κι εκεί να μαζεύω τους φίλους τα βράδια
Στο ένα δωμάτιο να μην υπάρχουν εικονίσματα στο άλλο να
     υπάρχουν
Ώστε να παρασταίνω το Σωτήρα και την εκστατική αναπόληση
Ή και το άγαλμα με τεντωμένο χέρι
Προς την υφή του νευρικού συστήματος
……………………………………………………………………………………………

Σκέφτηκα τότε να προσέξω τα χέρια μου
Με νεύριασαν, τ’ άρπαξα κι εγώ στα γόνατά μου
Και μ’ ένα σφυρί βάλθηκα να τα τσακίσω
Στο τέλος δεν το κατόρθωσα κι από τότε πιστεύω στα χέρια
Κάθε βράδυ τα χαϊδεύω
Και δεν αφήνω ποτέ τους πρόστυχους να τα πλησιάσουν.




VII

                                                                             στον Μανόλη Αναγνωστάκη


Το ν’ ακούει κανείς το πρωί τη βιασύνη των πουλιών
Το να ψάχνει στα μάτια των άλλων να ’βρει λίγα τοπία
Το να αισθάνεσαι αλλιώτικος μετά από γλέντι όταν μένεις μόνος
Και παίζεις με την έχτρα και τη φιλία του εαυτού σου
Αυτό σημαίνει κίνδυνο
Σημαίνει αναγωγή της λύπης στη μονάδα

Έτσι λοιπόν ξανά σε θυμήθηκα
Ταίριαξα τη γραμμή του ώμου σου με την πιο χαρούμενη μέρα μου
Τα μάτια σου δε μ’ άφηναν να ησυχάσω
Κι από πού δε μου έρχονταν
Απ’ τη βροχή
Απ’ τ’ αμπέλια
Από τα κουρασμένα χέρια της χωριάτισσας
Κι από μένα τον ίδιο

Σε θυμόμουν και σε είχα στη μνήμη μου
Όπως ένα κομμάτι ζάχαρη στο νερό.





Β΄

VII


Συχνά βρέθηκα σε σπηλιές
Που αντηχούσαν το κορμί μου. Άφηνα μετά τις σπηλιές
Κι ήθελα να χυμήξω στα χορτάρια και να εκδικηθώ
Ό,τι έβρισκα
Είναι μια παγίδα για την ωραία και σφριγηλή ψυχή μου
 
Κανείς δεν ξέρει ούτε κι έμαθε το χάσιμο του σώματός του
Τ’ άλλα δεν ωφελούν, μ’ αυτή την ξένη γύμνια του
Εισχωρεί σε όλες τις ύλες και σ’ όλη του τη ζωή θρηνεί
Ήρεμα θρηνεί γιατί βρήκε την αριθμητική των λουλουδιών
Κι η οδύνη τού κοσμεί το πρόσωπο.





ΕΞΟΔΟΣ


Να μη φύγει για το Λορέντζο Μαρκέζ
Να μείνει εδώ δεμένο το πλοίο VASCO
Να του αδειάσουν τα στάρια και τις ρέγγες
Και κείνους τους έξι τόνους φάρμακα της ευρωπαϊκής περιθάλψεως
Και τα μηχανήματα
Τότε το περίεργο τούτο κρανίο θα γίνει θέμα συζητήσεων
     των αστυνομικών
Οι χαμάληδες θα πιουν τη ρετσίνα τους με σκέτες ελιές
Και θα ξεφλουδίζουν ένα κρεμμύδι
Δε θα υπάρχει συμφέρον, γι’ αυτό οι λεμβούχοι
Θα είναι κακόκεφοι και το βράδυ θα τους χτυπάει στα νεύρα η
     σύζυγος και τα παιδιά
Τα παιδιά που δείχνουν πάντα προθυμία να κλάψουν

Πάρε αυτή την απόδειξη και τράβα στο Λιμεναρχείο
Να σου μονογράψουν την εκφόρτωση, μη σε πάρουν μυρωδιά
     οι συνωμότες
Γιατί τότε θα γεννηθεί ζήτημα παραιτήσεως του προέδρου
     Και τότε οι αργόμισθοι που μέχρι σήμερα πήγαιναν στην
     εκκλησία
Κι άναβαν το κερί τους θ’ ανάψουν μια μεγάλη φωτά στο κράτος
Θα το μάθουν οι πυροσβέστες κι οι ανύποπτοι του δρόμου
Θα ρωτάν ποιο μέγαρο να κάηκε
Θα φρενάρουν τα ποδήλατα, τα τραμ θα σταματήσουν τα
     γκλαν γκλαν
Θα αδειάσουν τα ουρητήρια

Και η γριά ακριβώς μπροστά στη ρόδα του λεωφορείου
Θα συνεχίσει το δρόμο τους κρατώντας πάντα στο ένα της χέρι
Τη μαρμελάδα
Ρωτάν μερικοί: μήπως θα ’πρεπε να ξαναφύγει το πλοίο
     VASCO
Για το Λορέντσο Μαρκέζ;
Εγώ από πριν λίγη ώρα ήμουν εκεί
Υπολόγιζα τα χρήματα που θα εισπράξω
Το μισό δρόμο μέχρι το ταμείο
Τον έκανα πάνω στη μια γραμμή του τραίνου
Έπρεπε να μη σκέφτομαι τίποτα και να βλέπω
Κατ’ ευθείαν σ’ ένα μακρινό σημάδι, ήταν
Το μεσιανό παράθυρο της αποθήκης
Ύστερα αισιόδοξος κατέβηκα απ’ τη γραμμή και βάδιζα κανονικά
Σα στράτευμα κατοχής
Και τότε ήμουν ελεύθερος ν’ αποφασίσω για οτιδήποτε

Ένας εισπράχτορας είχε τα φερσίματα της γυναίκας του
Ο καθαρός του γιακάς και το σιδερωμένο του παντελόνι
Δίναν την βεβαιότητα ότι δε θα πεθάνουμε
Είναι κάτι λεπτομέρειες –αυτό λέγαμε χθες και με τον Κοσμά–
Που επιβάλλουν χωρίς αντίρρηση τη μοίρα μας

Το πλοίο VASCO
Το λιμάνι του Λορέντσο Μαρκέζ
Ο μισός του γερανός κι ο μισός του μέσα μας
Θεέ μου οι μικροπωλητές
Ρωσόφιλοι άλλοτε
Αγγλόφιλοι σήμερα

Ίσως αύριο ρουφιάνοι από ωριμότητα
Πουλάν σκόνες που γυαλίζουν όλα τ’ αντικείμενα
Και σταματάν τον οδοντόπονο

Να φύγει το πλοίο VASCO
Όχι να μη φύγει.





Από τη συλλογή «Η περιπέτεια» (1953).
Πηγή: «Δ.Π. Παπαδίτσα - Ποίηση», Μέγας Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα, 1997.

Στην εικόνα: D. Moretti: «In the Port of Genova».
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Σάββατο 10 Απριλίου 2021

Κλείτος Κύρου, "Τα πουλιά και η αφύπνιση"





Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ


ΞΑΦΝΙΚΑ διαπιστώνεις πως απόμεινες μόνος
Απαριθμείς τους φίλους σου πόσοι πεθάναν
Πόσοι αποτραβηγμένοι στα σπίτια τους άλλοι
Χαμένοι στην καθημερινή τύρβη πιασμένοι
Στη μέγγενη σηκώνουν τα χέρια νιώθεις πια
Την ανάγκη να ξαναπροσφύγεις στην ποίηση
Που απαρνήθηκες πριν τόσα χρόνια να σε δονήσει
Πάλι το γνώριμο σπαρτάρισμα των λέξεων μέσα
Στο αίμα σου πριν ξεχυθούν για το παιχνίδι
Των συναρμολογήσεων τώρα που βρίσκεσαι
Πάνω κι έξω απ’ τα πάθη τώρα που οι πόλεις
Γίνονται κάθε μέρα όλο και πιο απάνθρωπες
Άγρια θηρία κυκλοφορούν στους δρόμους ο αέρας
Σάπιος τρέχεις κυνηγημένος για το σπίτι

Εκεί κλείνεις πόρτες κλείνεις παράθυρα κλείνεις
Τ’ αυτιά σου και το στόμα σου φοράς την προβιά
Και στρώνεσαι όλη νύχτα στο παιχνίδι της μνήμης.





ΠΡΙΝ


ΕΙΝΑΙ ΚΙ Η ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ ένα δίκοπο μαχαίρι
Βρίσκουν ευκαιρία οι διώκτες σου και συσπειρώνονται
Δε σε κυνηγούν πια με όπλα μετάλλινα χειροπιαστά
Μετέρχονται λογής λογής τεχνάσματα μιμούνται
Φωνές υπεισέρχονται στα όνειρά σου πλαστο-
Γραφούν στίχους τραγουδούν τραγούδια κάποιας άλλης
Εποχής εκβιάζουν με αναδρομές με αναδρομές αναδρομών
Πίσω μέχρι τα παιδικά σου χρόνια πιο πίσω ακόμη
Στο διάστημα όπου πλανιόσουν σα μια ευχή γονέων
Προσμένουν να ενδώσεις καθώς στρώνεις πάλι
Το κρεβάτι κι ετοιμάζεσαι να ξαγρυπνήσεις

Μόνος μέσα σε μια ερημιά που όλο πληθαίνει.





Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ


ΤΑ ΠΡΩΙΝΑ μεταμφιέζεται
Σε παραγγελιοδόχο
Σ’ εξομολογητή
Σ’ αιλουροειδές

Τα βράδια
Μεταμφιέζει τις λέξεις
Σε βόμβες βυθού
Σ’ αερόλιθους

Κοιμάται ήρεμος
πάνω σ αναμμένα κάρβουνα
Κι ονειρεύεται δέντρα





ΕΞΟΙΚΕΙΩΣΗ


ΔΕΝ ΕΒΓΑΙΝΕ απ’ το ενυδρείο
Κι εξάλλου δεν υπήρχαν προσβάσεις
Να προφταίνει τα τόσα συμβάντα

Ζούσε σε βαθμό αυταπάτης

Χρειάστηκε να βγει ο ατμός
Ξαφνικά μ έναν πάταγο
Από μέσα του
Κι από τότε τον καίει το φως
Κι ακούει μ ευκρίνεια
Τα εγκώμια κάποιου άλλου κόσμου

Είχε φτάσει πλέον στο σημείο βρασμού





Η ΠΟΙΗΣΗ


ΕΝΑΣ ΠΥΡΕΤΟΣ στο αίμα μια θηλιά στο λαιμό μηνίγγια που βροντοχτυπούν φωνές που σε προστάζουν κρύψου σ’ ακούν τα θηλυκά φωνήεντα να στιγκλίζουν στο σκοτάδι διάττοντες ν’ αργοπεθαίνουν χρώματα να στροβιλίζουν κι η διάγνωση κατηγορηματική ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ λέξεις διάφανες να συνωθούνται μέσα σου συνταιριάζονται πλέουν σε μια θάλασσα φωτός φωτιάς ποτισμένες στο αίμα της καρδιάς σου καταγράφουν περιγράφουν κι ο Ποιητής η μόνη αληθινή αυθόρμητη γνήσια φωνή

Σ’ έναν κόσμο συναλλαγών η Ποίηση δε συναλλάσσεται Σ’ έναν κόσμο φθοράς η Ποίηση παραμένει άφθαρτη Είναι μια αρρώστια που σε σιγοκαίει όπως ο έρωτας και η θέρμη Συμπτώματα: συμπεριφορά παιδιού καθαρό μυαλό και μάτι που τρυπάει σκοτάδια και καπνούς Όπου Ποίηση και αλήθεια Φάρμακο για τη μοναξιά και τους πόνους της καρδιάς Δε χρειάζεται φίλτρο Χρήση εσωτερική Και προπαντός υπόθεση προσωπική

Μέσα σε πλήθη τυμβωρύχων φαρισαίων κι επιτήδειων κάτω απ’ τους όγκους μολυσμένου περιβάλλοντος πίσω και πέρα και πάνω απ’ τον ηλιοβόρο χρόνο πάντοτε θα ξεπροβάλλει η Ποίηση για την πιο μεγάλη αναμέτρηση του ανθρώπου





Από τη συλλογή «Τα πουλιά και η αφύπνιση» (1987).
Πηγή: «Κλείτος Κύρου, Εν όλω συγκομιδή [1943-1997]»,
εκδ. Άγρα, α΄ ανατύπωση: Δεκέμβριος 2006.

Στην εικόνα: Jan Lievens, «Sleeping Man».
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.