Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2021

Νίκος Καρούζος, "Φαρέτριον"





ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΕ ΗΛΙΟ


Εμείς τα μυθόβια όντα οι ποιητές
που βλέπουμε τις ράχες
που βλέπουμε τις κορφές και λέμε βουνοκύματα
δεν θα καταλαγιάσουμε.
Από αγάπη στο αδέκαστο κενό
από αλλοφροσύνη για ένα ξέφωτο
θα περιπολούμε.
Τη χαραυγή τις πιο πολλές φορές κοιμόμαστε.
Κι όταν καμιά φορά μάς τύχει
κατηφορίζοντας απ’ τις πολυκατοικίες
να πάμε κάπως μακριά να περπατήσουμε πέρα
και να κοιτάξουμε κανένα ηλιοβασίλεμα
το αποτέλεσμα τζίφος.
Έχουμε πρόχειρο το σκοτάδι
και έχουμε πρόχειρο το φως – ανάλογα.
Πιστεύουμε σ’ εκατομμύρια γητειές
αφιερωνόμαστε στους ίσκιους.
Έχουμε τη μανία να καρποφορήσουμε
κυριεύοντας τις λέξεις.
Τι κουφή ρουλέτα.
Και θέλουμε να ξεφουσκώσουμε τον ουρανό
σα να ’τανε παιχνίδι.
Τι είναι ρίγος;
Άντε να το πεις με λέξεις...
Ωστόσο πρέπει να προσγειωθεί κανείς
στη μεγαλόπρεπη κοινοτοπία του αέρα
να γίνει σαν την επανάληψη του χόρτου
κάτι σαν τα αστάθμητα και έξω κριτικής
δρασκελίσματα του πρώτου τυχόντος γάτου.
Είμαστε ακόμη στην προϊστορία του χιούμορ.
Είμαστε όμως τυχερά απελπισμένοι.
Έχουμε γαλάζιο αντικλείδι.
Έχουμε ξανά την Αττική.
Εκείνος που γράφει ποιήματα
είναι ακριβώς εκείνος
που περνά άφοβος από νεκροταφείο νύχτα.





ΑΡΝΗΣΙΚΑΚΟΣ


Θα πεθάνω ζητώντας έναν ήλιο
στα μεγάλα χρονικά μυστήρια
κομματιάζοντας τη νύχτα μ’ ένα σμήνος από γαλαξίες
αιωρούμενος δίχως τη μητρυιά μας
την αλύγιστη Βαρύτητα
δίχως τα δάκρυα που μας επιβάλλει η Ελλάδα
τούτ’ η χώρα που παιδεύει τα δροσερά ελληνόπουλα
κι ανεμίζει τους αμέτρητους γραικύλους.





ΤΟ ΑΚΤΙΣΤΟΝ


Ευχαριστήρια στους δασώδεις ανέμους.
Διπλοπενιά ο κόσμος της φιλοσοφίας
σκονάκια θεότητας και σίγουρης ευτυχίας
μέριμνα είν’ αυτό το βλέμμα ή οίστρος ακολασίας;
Προς θεού ω Κορίνθιοι παραγίνηκε πια
         η τροπική σας υλοφροσύνη.
Καταφερτζήδες του πνεύματος και των στίχων
         ευκλεώς στοιχηθείτε...





ΚΡΑΣΠΕΔΟΝ


Όποιος λέει πως είναι νικητής
διαπράττει ένα ανιαρό λάθος·
όποιος λέει πως είναι νικημένος
διαπράττει ένα σπαραχτικό λάθος.





ΚΩΜΑΖΟΝΤΑΣ


Θα πάω σήμερα μοιραία πάλι στις ίδιες προελεύσεις·
        με διυλίζει η επ’ άπειρον ερήμωση
− τι να κάνω όμως; να πιάσω να αραδιάζω
αρχαίες λέξεις απ’ το σάπιο λεξικό μου στην τύχη;
Αχ πόσο θυσίασα την ανάσα μου στο κάπνισμα
τι καφέδες ασυλλόγιστοι κι αλκοόλ ανενδοίαστο
δεν έχω καταλάβει ωστόσο /τι ακριβώς/ πώς οδηγιέμαι
        προς το θάνατο...
Μήπως έπρεπε να ’χω γίνει δικηγόρος; να συντάσσω ευχάριστα
        προτάσεις πριν απ’ την τηλεόραση
καληνυχτίζοντας τα παιδιά μου στα κρεβατάκια τους;
Μήπως έπρεπε να αγορεύω στα ποινικά δικαστήρια
        γεμίζοντας την τσέπη μου με φοβερά χιλιάρικα;
Δεν ξέρω
        δεν γίνεται τώρα
                 να ξανανακατέψω την τράπουλα.





ΗΧΟΜΟΝΩΣΗ


Χάραζε τώρα ξάστερα ιερογλυφικά·
βγες και λυτρώσου /να μια γελοία προσταχτική/
        στο Ασύνεχο.
Η μια μου λέξη ας κοροϊδεύει πάντα την άλλη
στο υπόγειο της γλώσσας η λαλέουσα μαύρη αιθάλη.
Τα κύτταρά μου είναι πλασμέν’ από απελπισία.





ΕΧΟΥΜΕ ΚΑΘΕ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΚΟΙΜΟΜΑΣΤΕ


ή μήπως όχι;
για σκέψου να ανήκε στο κράτος
        ο ύπνος
τα πράγματα θα ’τανε δύσκολα
θ’ αγοράζαμε ύπνο με δελτίο; ή ελεύθερα; και πόσο;
κι αν είχε παραχωρηθεί στην ιδιωτική πρωτοβουλία; ποια
        η τιμή του σήμερα;
θα πεθαίναμε από εγρήγορση χωρίς χρήματα;
οι πάσχοντες από αϋπνίες τυχερότεροι λιγάκι
        − δεν είν’ έτσι;

για σκέψου να μη μας ανήκε ο ύπνος.





Από τη συλλογή «Φαρέτριον» (1981).
Πηγή: «Νίκος Καρούζος, Τα ποιήματα Β΄ (1979-1991)», 3η έκδοση, Ίκαρος 2007.

Στην εικόνα: Vincent van Gogh, «Starry Night Over the Rhone» (1888, Arles)
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2021

Μελισσάνθη, "Το φράγμα της σιωπής"





ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ ΕΡΧΕΤΑΙ


Ξεκινάμε ανάλαφροι καθώς η γύρη
που ταξιδεύει στον άνεμο
Γρήγορα πέφτουμε στο χώμα
ρίχνουμε ρίζες, ρίχνουμε κλαδιά
γινόμαστε δέντρα που διψούν ουρανό
κι όλο αρπαζόμαστε με δύναμη απ’ τη γη
Μας βρίσκουν τ’ ατέλειωτα καλοκαίρια
τα μεγάλα κάματα. Οι άνεμοι, τα νερά
παίρνουν τα φύλλα μας. Αργότερα
πλακώνουν οι βαριές συννεφιές
μας τυραννούν οι χειμώνες κι οι καταιγίδες
Μα πάντα αντιστεκόμαστε, ορθωνόμαστε
πάντα ντυνόμαστε με νέο φύλλωμα
Ωσότου, φτάνει ένας άνεμος παράξενος
−κανείς δε ξέρει πότε κι από πού ξεκινά−
μας ρίχνει κάτω μ’ όλες μας τις ρίζες στον αέρα.
Για λίγο ακόμα, μες στη φυλλωσιά μας
κάθεται κρυμμένο −να πει μια τρίλλια του
στη νύχτα που έρχεται− ένα πουλί.





Ο ΜΑΚΡΙΝΟΣ ΔΡΟΜΟΣ


Κάποτε κλείδωσε το άδειο του σπίτι
Με τις στοιχειωμένες του κάμαρες
κι έριξε το κλειδί του μες στο ποτάμι
(σε κάθε παράθυρο υπήρχε
ένα σιωπηλό παράπονο αρρώστου
που τον εγκαταλείπουν ολομόναχον)
Κανείς δεν τονε πρόσεξε όταν έφευγε
πίσω από το παραπέτασμα της φθινοπωρινής βροχής
Τώρα πήρε να φυσά το ξεροβόρι
ένας ξέθωρος ήλιος χειμωνιάτικος τον ζεσταίνει
δεν ξέρει πού θα τον βρει το βράδυ
ούτε ρωτά πού τελειώνει η οδοιπορία του

Καιρούς ανάσανε νοτισμένο χώμα
δεντρίσια μοναξιά και σιωπή
κατάπιε πάχνα και νυχτερινό αγιάζι
άφινε τη βροχή να τον περονιάζει ως το κόκκαλο.
Ύστερα τον έπιανε μι’ αβάσταχτη πείνα
για την ανθρώπινη ομιλία
για τα κοινά ζεστά, ανθρώπινα λόγια
Μια «Καλημέρα» ή μια «Καλησπέρα» στο χωραφόδρομο
είναι σαν μια γενναία φέτα ψωμί
γλυκό, σιταρίσιο, χωριάτικο ψωμί.

Ξαναγύριζε σε μέρη πολυσύχναστα
άνοιγαν πόρτες ξεχύνονταν κύματα από φωνές
τον έπαιρνε η ζέστα στο πρόσωπο
οι γνώριμες σπιτικές μυρουδιές
Τόσα παράθυρα ολοφώτιστα, τόσοι καινούργιοι άνθρωποι
που ξαναζούσαν από την αρχή, όσα έζησε

Κοντοστεκόταν λίγο και ύστερα πάλι
συνέχιζε την περιπλάνηση
μες στη νυχτερινή διαπεραστική παγωνιά.





ΚΥΚΛΙΚΟ


Ρωτάω το νερό – τι είμαι;
Νερό που χάνεται μέσα στη γη και πάει

Ρωτάω το χώμα – τι είμαι;
Χώμα που κρύβει τ’ απογυμνωμένα οστά

Ρωτάω τον αέρα – τι είμαι;
Αέρας, φωνή που μάταια μάχεται
με τη σιωπή και με το χιόνι

Ρωτάω τη φωτιά – τι είμαι;
Φωτιά που κατατρώει με και δεν σβύνει

Ρωτάω τον ουρανό – τι είμαι;
Ουρανός, δροσιά της κόλασής μου.





Ο ΞΕΝΟΣ


Απ’ το παράθυρο που ανοίγεται στη νύχτα
κυλάει μ’ ενάργεια στον καθρέφτη μέσα
το φως του φεγγαριού
ψυχρό κι απτό καθώς υδράργυρος.
Ποιος είναι αυτός που μ’ ατενίζει
μέσα από το κρύσταλλο
με τα δικά μου μάτια;
Καιρούς το πρόσωπό μου είχα αποστρέψει
φεύγοντας τούτο το βλέμμα
Έσκυβα πάνω από νερά βαθιά κι αφώτιστα
θολά από τις βροχές ποτάμια
Έβλεπα πίσω από τζάμια του ύπνου θαμπά
που ράγιζαν χίλια ραγίσματα
Κι ακροαζόμουν τα ίδια βήματά μου
σαν βήματα άλλου, να με καταφτάνουν
πάλι και πάλι
Όταν σ’ ονείρων λαβυρίνθους κυκλοδίωκτη
από νύχτα σε νύχτα κι από ύπνο σε ύπνο
έφερνα αλαφιασμένους γύρους.

Τώρα, το φως του φεγγαριού αναβλύζει
κυλώντας αργυρόηχα στον καθρέφτη μέσα
Καθώς ο ξένος αναδύεται ολοένα
κι ολοένα, μέσα από το κρύσταλλο.





Από τη συλλογή «Το φράγμα της σιωπής» (1965).
 
Στην εικόνα: Carl Rudolph Krafft, «Night Scene».
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2021

Μήτσος Παπανικολάου, "Ποιήματα"





ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΒΟΥΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ


Μέσα στη βουή του δρόμου
ήταν να βρω τ’ όνειρό μου,
να το βρω και να το χάσω
κι ούτε πια που θα το φτάσω.

Μια στιγμή πέρασε μπρος μου
κι ήταν η χαρά του κόσμου,
η χαρά που μας ματώνει
σαν οι πιο μεγάλοι πόνοι.

Πέρασε όπως περνούνε
όσα δε θα ξαναρθούνε –
πουλιά που ’χουν φτερουγίσει
σύννεφα μέσα στη δύση.

Κι άφησε στο πέρασμά του
– πέρασμα ζωής, θανάτου –
στην καρδιά μου σα σφραγίδα
ω… την πεθαμένη ελπίδα.

Μιαν ελπίδα πεθαμένη
που μας ζει και μας πεθαίνει
κι όλο μας τραβάει δω κάτου
ώς την πόρτα του θανάτου.

Όνειρο γλυκό και ξένο
και παντοτινά χαμένο,
σε κρατώ στο νου μου ακόμα
σαν τριαντάφυλλο στο στόμα.

Όταν πέρασες με πήρες
κι όλες μου άνοιξες τις θύρες
με το μαγικό κλειδί σου
του χαμένου παραδείσου.





ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ

                                        Voici que le corbeaux hivernaux,
                                        ont psalmodié parmi nos cloches.
                                                                           J. Laforgue



Σαν πάντα το φθινόπωρο και σήμερα έχει ’ρθεί·
μοιράζει το χρυσάφι του, μοιράζει το μαράζι
και γύρω δέντρο, ούτε κλαρί χλωρό δε θα βρεθεί
για ένα πουλί, για μια ψυχή, λιμάνι που ν’ αράζει.

Και να, το βράδυ κι η βροχή το τζάμι μου χτυπάει
σα μια ερωμένη μου παλιά, μέσα στις τόσες άλλες,
μα είν’ η ψυχή μου αισθαντική και ξέρει ν’ αγαπάει
κάθε που κλαίει μες στη ζωή και της βροχής τις στάλες.

Κουβέντες μες στη σκοτεινιά, του ανέμου μοιρολόι,
ώρες μεγάλες κι αδειανές και νοσταλγία τόση,
μα, στη γωνιά, καθώς χτυπά τ’ αλύπητο ρολόι
θυμίζει τόσα πράματα που τα ’χει πια σκοτώσει.

Σαν πάντα το φθινόπωρο και σήμερα έχει ’ρθεί·
μοιράζει το χρυσάφι του, μοιράζει το μαράζι
Πώς να μπορέσει μια καρδιά κι αυτή να κρατηθεί
ώς τον Απρίλη που θα ’ρθεί, σαν πάγος που δε σπάζει;





ΓΛΑΥΚΟΙ ΔΡΟΜΟΙ


Μπρος στον εξώστη, ο πόντος κι ο ουρανός!
Επιθυμία γλαυκή, πώς θα σε ζήσω;
Ω, ποιο καράβι θα με φέρει πίσω,
εκεί που είν’ ο μεγάλος ωκεανός;

Επιθυμία γλαυκή, χρώμα, καπνός.
Φωνή που λείπει για να τραγουδήσω,
τραγούδι που ποτέ δε θα γρικήσω
και πόθος που δεν είν’ ανθρωπινός!

Οι ναύτες τραγουδάνε στο καράβι
τραγούδια με φωνή θαλασσινή
κι η επιθυμία ανάβει, ανάβει, ανάβει,

σαν τη φωτιά στη γη τη μακρινή…
Αχ, όνειρο μεγάλο και γαλάζιο,
από τη νύχτα που έρχεται σ’ αρπάζω!





ΦΑΥΝΟΙ


Θα χορέψουμε στο φως των άστρων,
θα τρέξουμε ξυπόλητοι στην άσφαλτο του δρόμου,
στα φώτα των αυτοκινήτων που θα ’ρχονται
θα κοιμηθούμε στα ψηλά χόρτα κοντά στους βατράχους.

Θα μείνουμε μόνοι.

Έπειτα θα ’ρθουν τα φιλήματα να κλείσουνε τα μάτια μας,
τα χέρια θα ενώσουμε στον ύπνο
και το πρωί θα ξυπνήσουμε πεθαμένοι.





ΤΟΠΙΟ


Στο θλιμμένο κάμπο βρέχει,
βρέχει στις ελιές τις γκρίζες·
το νερό σα ρίγος τρέχει
από τα κλαδιά στις ρίζες.

Γκρίζα η ώρα, γκρίζα η χώρα
σκοτεινά κάτω κι απάνω:
ξεχωρίζουν μες στη μπόρα
τα τσαντίρια των τσιγγάνων.

Απ’ την άσφαλτο, τα κάρα
κατεβαίνουν, κατεβαίνουν…
Λάμπουν μερικά τσιγάρα
στα παράθυρα του τρένου.

Ένα σκιάχτρο, απελπισμένο,
στη νεροποντή, στο κρύο,
άδικα γνέφει στο τρένο
κι εμψυχώνει το τοπίο.

Ανυπόφορη είναι η θλίψη
των αγρών, αυτό το μήνα!
Η βροχή μάς έχει κρύψει
απ’ το φόντο την Αθήνα.

…Και το βράδυ κατεβαίνει
μες στη νέκρα μες στη γύμνια…
Πού ’ναι οι βάτραχοι κρυμμένοι;
Γιατί σώπασαν τ’ αγρίμια;

Μες στον κάμπο τώρα μόνα
τα βαριά περνούνε τρένα
λες και φέρνουν το χειμώνα
και τη νύχτα από τα ξένα.





Πηγή: «Μήτσος Παπανικολάου, Ποιητικά έργα (Άπαντα τα ευρεθέντα)»,
Επιμέλεια, επίμετρο, σημειώσεις: Μιχαήλ Χ. Ρέμπας
Θεσσαλονίκη 2008.

Στην εικόνα: Jasper Francis Cropsey, «Catskill Creek» (1850).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2021

Πάμπλο Νερούδα, από τα "Είκοσι ερωτικά ποιήματα"





Ποίημα
15

ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙΣ ΣΑΝ ΣΙΩΠΑΣ…


Μου αρέσεις σαν σιωπάς γιατί είσαι σα να λείπεις,
και μ’ ακούς από μακριά, κι η φωνή μου δεν σε αγγίζει.
Και μοιάζεις λες σα να έχουνε τα μάτια σου πετάξει
κι είναι σαν ένα φίλημα να σου ’κλεισε το στόμα.

Όπως όλα τα πράγματα παίρνουν απ’ την ψυχή μου,
βγαίνεις από τα πράγματα γεμάτη εσύ από κείνη.
Πεταλούδα του ύπνου, μοιάζεις με την ψυχή μου,
και μοιάζεις πιο πολύ με την λέξη μελαγχολία.

Μου αρέσεις σαν σιωπάς κι είσαι σα να έχεις φύγει.
Κι είσαι σαν παραπονιάρα πεταλούδα στην κούνια.
Και μ’ ακούς απ’ τα Μάκρη, κι η φωνή μου δε σε φτάνει:
με τη δική σου τη σιωπή άσε με να σωπαίνω.

Να σου μιλάω άφησε πάλι με τη σιωπή σου,
καθάρια σαν μια λάμπα, απλή σαν βέρα γάμου.
Είσαι αστροφώτιστη και σιωπηλή όπως η νύχτα.
Η τόσο απλή και μακρινή σιωπή σου είναι από αστέρια.

Μου αρέσεις σαν σιωπάς γιατί είσαι σα να λείπεις.
Πονεμένη κι απόμακρη σαν να ’σουν πεθαμένη.
Μόνο μια λέξη τότε, ένα χαμόγελο σου
κι αισθάνομαι χαρούμενος που αυτό δεν είναι αλήθεια.






Ποίημα 20

ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΓΡΑΨΩ...


Μπορώ να γράψω τους πιο θλιμμένους στίχους απόψε.

Να γράψω, για παράδειγμα: «Η νύχτα είναι αστροφώτιστη,
και τρεμοπαίζουν, γαλάζια, τ’ αστέρια, στα μάκρη».
Ο άνεμος της νύχτας περιστρέφεται στον ουρανό και τραγουδάει.

Μπορώ να γράψω τους πιο θλιμμένους στίχους απόψε.
Την αγάπησα, κι ήταν φορές που κι εκείνη μ’ αγάπησε.

Σε νύχτες σαν κι αυτή την είχα στην αγκαλιά μου.
Τη φίλησα τόσες φορές κάτω απ’ τον άπειρο ουρανό.

Εκείνη με αγάπησε, κι ήταν φορές που κι εγώ την αγαπούσα.
Πως να μην αγαπήσω τα μεγάλα ορθάνοιχτα μάτια της.

Μπορώ να γράψω τους πιο θλιμμένους στίχους απόψε.
Να σκεφτώ πως δεν την έχω. Να αισθανθώ πως την έχασα.

Ν’ ακούσω την απέραντη νύχτα, πιο απέραντη δίχως εκείνη.
Κι ο στίχος πέφτει στην ψυχή σαν τη δροσιά στα χόρτα.

Τι σημασία έχει που η αγάπη μου δεν μπόρεσε να την κρατήσει.
Η νύχτα είναι αστροφώτιστη κι εκείνη δεν είναι μαζί μου.

Αυτό είναι όλο. Μακριά κάποιος τραγουδάει. Μακριά.
Η ψυχή μου λυπάται που την έχει χάσει.

Σαν για να την πλησιάσω η ματιά μου την ψάχνει.
Η καρδιά μου την ψάχνει, κι εκείνη δεν είναι μαζί μου.

Η ίδια νύχτα που κάνει ν’ ασπρίζουν τα ίδια δέντρα.
Εμείς, εκείνοι του τότε, δεν είμαστε πια οι ίδιοι.

Δεν την αγαπώ πια, είναι βέβαιο, αλλά πόσο την αγάπησα.
Η φωνή μου έψαχνε τον άνεμο για να αγγίξει την ακοή της.

Σε άλλον. Θα ανήκει σε άλλον. Όπως και πριν από τα φιλιά μου.
Η φωνή της, το φωτεινό σώμα της. Τα άπειρα μάτια της.

Δεν την αγαπώ πια, είναι βέβαιο, αλλά μπορεί και να την αγαπώ.
Πόσο λίγο διαρκεί η αγάπη, πόσο πολύ διαρκεί η λησμονιά.

Επειδή σε νύχτες σαν κι αυτή την είχα στην αγκαλιά μου,
η ψυχή μου λυπάται που την έχει χάσει.

Ακόμα κι αν αυτός είναι ο τελευταίος πόνος που μου δίνει,
κι αυτοί είναι οι τελευταίοι στίχοι που γράφω.



Μετάφραση: Ρήγας Καππάτος





Από τη συλλογή «Είκοσι ερωτικά ποιήματα κι ένα τραγούδι απελπισμένο» (Veinte poemas de amor y una canción desesperada) 1924.

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2021

Γιώργος Σεφέρης, "Ημερολόγιο καταστρώματος Α΄"





Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ


—Παλιέ μου φίλε τι γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ’ τον τόπο το δικό σου.

—Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μού έρχουνται ώς τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.

—Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά σιγά θα συνηθίσεις·
θ’ ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ’ το θόλο των πλατάνων
σιγά-σιγά θα ’ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.

—Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ’ αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ’ τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπω σ’ αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.

—Παλιέ μου φίλε δε μ’ ακούς;
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.

—Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τι μου λες
όσο μιλάς τ’ ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι στο χώμα.

—Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σού έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ’ τη γης κι απ’ τους ανθρώπους.

—Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.


                                                          Αθήνα, άνοιξη 38





ΤΟ ΦΥΛΛΟ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΣ


Έτρεμε τόσο που το πήρε ο άνεμος
έτρεμε τόσο πώς να μην το πάρει ο άνεμος
πέρα μακριά
μια θάλασσα
πέρα μακριά
ένα νησί στον ήλιο
και τα χέρια σφίγγοντας τα κουπιά
πεθαίνοντας την ώρα που φάνηκε το λιμάνι
και τα μάτια κλειστά
σε θαλασσινές ανεμώνες.

Έτρεμε τόσο πολύ
το ζήτησα τόσο πολύ
στη στέρνα με τους ευκαλύπτους
την άνοιξη και το φθινόπωρο
σ’ όλα τα δάση γυμνά
θεέ μου το ζήτησα.





ΤΟ ΓΙΑΣΕΜΙ


Είτε βραδιάζει
είτε φέγγει
μένει λευκό
το γιασεμί.





Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΑΣΙΝΗΣ

                                                                  Ἀσίνην τε…
                                                                     ΙΛΙΑΔΑ



Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω γύρω το κάστρο
αρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου εκεί που η θάλασσα
πράσινη και χωρίς αναλαμπή, το στήθος σκοτωμένου παγονιού
μας δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα.
Οι φλέβες του βράχου κατέβαιναν από ψηλά
στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στ’ άγγιγμα του νερού, καθώς το μάτι ακολουθώντας τις
πάλευε να ξεφύγει το κουραστικό λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ολοένα.

Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος
και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανό τ’ αγριοπερίστερα φευγάτα
κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυο χρόνια τώρα
άγνωστος λησμονημένος απ’ όλους κι από τον Όμηρο
μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη
ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.
Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φως
σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα·
κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας.
Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ’ την προσωπίδα
παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:
«Ἀσίνην τε… Ἀσίνην τε…»
                                                  και τα παιδιά του αγάλματα
κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας
στα διαστήματα των στοχασμών του και τα καράβια του
αραγμένα σ’ άφαντο λιμάνι·
κάτω απ’ την προσωπίδα ένα κενό.

Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλια τους βοστρύχους
ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μας
ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι
μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου και το βλέπεις:
ένα κενό παντού μαζί μας.
Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα
με σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωής,
κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει
με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού
κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο
κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει ο χείμαρρος του ήλιου
με τ’ αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.

Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι αναρωτιέται
υπάρχουν άραγε
ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις αιχμές τα κοίλα
     και τις καμπύλες
υπάρχουν άραγε
εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα και της φθοράς
υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με την απεραντοσύνη του
     πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη διάρκεια της απελπισίας
ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα μες στο βούρκο
εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πίκρας παντοτινής.
Ο ποιητής ένα κενό.

Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας
κι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στο φως σαν τη σαΐτα πάνω στο σκουτάρι:
«Ἀσίνην τε Ἀσίνην τε…». Να ’ταν αυτή ο βασιλιάς της Ασίνης
που τον γυρεύουμε τόσο προσεχτικά σε τούτη την ακρόπολη
γγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την αφή του πάνω στις πέτρες.


Ασίνη, καλοκαίρι 1938 - Αθήνα, Γεν. ’40





Ημερολόγιο Καταστρώματος A΄ (1940).
Πηγή: «Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα», εκδ. Ίκαρος, 20η έκδοση, 2000.

Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2021

Ελένη Βακαλό, "Γενεαλογία"





Γενεαλογία


Η γιαγιά μου ήταν ένα κοριτσάκι γριά



Το καπέλο της γιαγιάς μου


Την ρώτησα πώς είχε ερωτευτεί για πρώτη πρώτη φορά,


Φορούσα ένα καπέλο
Στο γύρο του λουλούδια
Και πάνω στην κορφή του ένα πουλί
Απ’ το πουλί κρεμόντανε άλλο κλαδί
Και στο κλαδί λουλούδια
Στην άκρη του φωλιά
Καθόνταν στο λαιμό μου
Κι είχε πουλιά και κει


Πετούσαν τα πουλιά




*  *  *



Η άλλη η γιαγιά η μεγάλη που ήταν απ’ το νησί
Είχε πέντε παιδιά αγόρια
Κάθε χρονιά που γύριζαν τα καράβια κι ένα παιδί


Λένε πως είχε ορκιστεί για να ζήσουνε όλα να χάσει όποιο θα ήταν στερνό
Ξέρω πως γίναν οι άλλοι ογδόντα χρονώ
Κι αυτή η παλιά γιαγιά μου κράτησε το ταγμένο σαν πέθανε αγκαλιά
Πως δεν το έκλαψε είπαν, μα δεν ξανακατέβηκε για τα καράβια πια


Μονάχα μια φορά, κι ήταν που αποχαιρέτησε ένα της γιο
Κι αυτός ήτανε ο πατέρας μου
Μικρότερος πριν από το νεκρό


     Κι η γιαγιά μου ακόμη έχω να πω, στο τραπέζι κάθισε εκείνη τη μέρα και δε μίλησε για κείνο που το ήξερε πεθαμένο ως να τελειώσουν το φαγητό




*  *  *



 
    Ξόρκι των γυναικών


     Το λες από μέσα σου όταν θα νιώσεις, κοιτάζοντας κάτι, αγάπη πολλή,


     Ανάβοντας το καντήλι αψήλωσα
     Χαμήλωσα φυτεύοντας κεριά




*  *  *



Ευχή στην κοπέλα


Αγκαλιασμένη στον ύπνο να είναι


Έλεγα,


Το φεγγάρι ανεβαίνει τη νύχτα
Μα πίσω απ’ τα βλέφαρα πιο σκοτεινή
Ανεβαίνει ακόμη μια νύχτα




*  *  *



     Όταν η μητέρα μου έφτασε στην ηλικία εκείνη που το δέρμα της χωριστά ζούσε ρίγη κι άλλαζε κάθε μέρα −
     Τότε ήταν πιο συγκινητική να τη βλέπεις μόλις ωραία
     Τότε είναι πιο συγκινητικά και τα τριαντάφυλλα που ο Μάιος τους κήπους γεμίζει−
Ο πατέρας μου περισσότερο δεν μπορούσε πια ν’ αγαπήσει κι έτσι άρχισε να υποφέρει



     Το τριαντάφυλλο


     Ένα μόνο τριαντάφυλλο
     Στολίζει όλο το σπίτι
     Και το τριαντάφυλλο αυτό
     Το έκοψε εκείνη




*  *  *



Τα ποδήλατα


     Τα παιδιά που περνούσανε και τον κόσμο κατέβαιναν με ποδήλατα γέμισαν τον αέρα φωνές. Και στο δρόμο μας σύρριζα από όλους ο ένας λίγη σκόνη που άφηνε, από κάτω του το ποδήλατο σταματώντας, εκείνος και αποδήλατος έφευγε απ’ τις κορφές των δέντρων ψηλά, και οι άλλοι τρέχοντας προλαβαίνανε πιο κάτω το ίδιο, στη γειτονιά του καθένας, ώσπου ο αέρας γέμιζε από όλους τους δρόμους εκείνη την ώρα αγόρια που ανέβαιναν αντί για πουλιά






Από τη συλλογή «Γενεαλογία» (1971).
Πηγή: «Ελένη Βακαλό, Το άλλο του πράγματος [Ποίηση 1954-1994]», Νεφέλη 1995.

Πηγή για την εικόνα: https://www.hartismag.gr/

Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2021

Αλέξανδρος Ίσαρης, "Τρεις προσωπογραφίες"





JOHANN SEBASTIAN BACH


Καθισμένος στα χέρια του Θεού
Αφουγκράζεται τους κραδασμούς του στερεώματος
Και χτίζει ναούς καθεδρικούς
Διώχνοντας τη ματαιότητα του κόσμου.

Τόξα περίτεχνα μπαίνουν στο αυτί
Κι αλαβάστρινοι κανόνες στηρίζουν
Τα τόξα της αναμονής.
Πλήθη μαστίζονται από φόβο
Μα όταν τ’ αγγίζει
Στρέφονται προς τα μέσα και χαμογελούν.
Βαδίζουν σε κήπους από κρύσταλλο
Ή πάνω στο βυθό μιας φυτικής γαλήνης.

Άγγελοι αγκαλιάζοντας μικρά παιδιά
Φιλιούνται στη βροχή του Δόξα εν υψίστοις.
Αγάλματα βουλιάζουν στο νερό
Και πολιτείες αναδύονται
Μέσ’ από ορατόρια πολύτιμων βλεμμάτων.
Έγχορδα όνειρα σώματα στιλπνά
Φυτρώνουν έντρομα στο θάμβος του μεσημεριού.

Εκείνος πλέκει μουσική
Συμπλέει με τους ζωντανούς
Καβάλα σε απαστράπτοντα πνευστά
Χτυπώντας με μακρύ σπαθί το χρόνο.





RAINER MARIA RILKE


Άπλωσες τις φτερούγες σου
Και φάρδυνες αλλόκοτα
Εσύ που χρόνια φορούσες προσωπεία
Στα όρια του Τρομερού και του Μοιραίου
Που αγάπησες τις θάλασσες όσο κανείς
Που έκοβες σαν ασημόχαρτο τα πρωινά
Και μάτωνες τις νύχτες με μεγάλες χαρακιές.

Στεφανωμένος από όνειρα
Μισός νερό μισός αερικό
Κρυστάλλινος και μελαγχολικός
Βρέθηκες να περπατάς σε πίνακες του Γκρέκο
Στου Ντουίνο τα κοφτερά λεπίδια
Μέσα στα δάση με το κεφάλι σου
Φουρτουνιασμένο από λόγια ανήκουστα.

Έψαχνες στον έρωτα να βρεις το φως
Μα βρήκες απανθρακωμένα συναισθήματα
Σκάλιζες σαν τον Ροντέν τα πρόσωπα
Κι έβγαζες λύπη, πόνο και λυγμούς.
Γύρεψες στις πόλεις του Βορρά, της Αφρικής,
Της Δύσης και του Νότου
Τους αγγέλους που αλλάζουν χρώματα και σχήμα.
Το χρόνο που γυρνά γυμνός μ' ένα δρεπάνι.

Στην ποίηση βρήκες καράβι πλουμιστό
Κάθισες μαζί με τους ληστές και τους αγίους
Και τις αλαφροΐσκιωτες ψυχές.

Μίλησες μ’ αυτόχειρες και σκοτωμένους
Κι έφυγες προς τον ουρανό
Γλιστρώντας στο ουράνιο τόξο του μεσημεριού.





Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ


Α, να, ήρθες πάλι εσύ με την αόριστη γοητεία
Μέσα στον ύπνο μου ολοζώντανος
Για να ταράξεις αυτή την ξεχασμένη μνήμη.
Το πρόσωπό σου κομμάτι ωχρό
Μέσα στο μωβ της νύχτας
Και τα δάχτυλα πάνω στο πρόσωπό μου.

Στεκόμασταν ανάμεσα σε γη και ουρανό
Κι ήταν τα σύννεφα βαριά
Φοβόμουν πως θα βρέξει
Πως δεν θα δυνηθώ να σε κρατήσω.

Όμως το ρολόι χτύπησε μεσάνυχτα
Και μπήκαμε στο καφενείο που πηγαίναμε μαζί.
Με τύλιξε η ευωδία των σωμάτων
Και με τη θέρμη των για μια στιγμή έρχονταν
Αισθήματα, λέξεις, αγγίγματα στην πλάτη
Στους γοφούς, στα στήθη τα ιδρωμένα
Βλέμματα που έλαμπαν στους καθρέφτες.
«Φαίνεσαι κουρασμένος», παρατήρησα, και έγειρε στο πλάι
«Υπέφερα πολύ», απάντησε. «Αυτό ουδείς το ενθυμείται».

Οι πρώτες σταγόνες τρύπησαν τη μορφή του
Που έλιωσε στην υγρασία.
Ο αέρας τράβηξε τη φωνή του
Κι έμεινε μόνο το ψεύδισμα πάνω από το νερό.

«Επέστρεφε», ψιθύρισα, «επέστρεφε και παίρνε με
Αγαπημένε ποιητή. Δεν ξέρω τι να κάνω
Σ’ αυτή την ερημιά
Όπου μόνο η θάλασσα ακούγεται
Ο άνεμος και τα πουλιά
Που με περιτριγυρίζουν.
Επέστρεφε και παίρνε με
Όταν το σώμα ενθυμείται
Και η ψυχή επιθυμεί
Του μνήματος τη θεία ησυχία.

Ο κόσμος βούλιαξε στο πένθος
Μαύρα κοράκια σπρώχνονται
Στην πόρτα του αιώνα.
Επέστρεφε και παίρνε με
Εσύ που ξέρεις τι θα πει ορφάνια».





Από την συλλογή «Θα επιστρέψω φωτεινός» (ενότητα Προσωπογραφίες), Άγρα 2000.
Πηγή: «Αλέξανδρος Ίσαρης, Εγώ ένας ξένος [Ποιήματα 1967-2011]», Κίχλη 2013.

Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2021

Μυρτιώτισσα, "Ποιήματα"





ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΜΟΥ
VII


Στο παραθύρι
κι αντικρινά μου
το ξερό δέντρο
για συντροφιά μου.

Κι η άγρια μπόρα
που κατεβαίνει
κι όλ’ η μαυρίλα
μέσα μου μπαίνει.

Τα λόγια ηχούνε
σαν κούφια εντός μου,
σκοτεινιασμένος
κι ο λογισμός μου.

Βουβή στου κόσμου
πια την αντάρα,
σα μια σπασμένη
παλιά κιθάρα…





VOLUPTAS


Ελάτε, ο κόσμος όλος είμαι εγώ.
Μεσ’ απ’ τα χρυσοκόκκινα μαλλιά μου
απ’ τη ματιά κι από τα δάχτυλά μου
της Ηδονής πετιέται το στοιχειό.
Ελάτε, ο κόσμος όλος είμαι εγώ.

Με ρόδα ευωδιασμένο έχω το στρώμα
κι επάνω του −μεθυστικό πιοτό−
χυμένο το αλαβάστρινό μου σώμα.

Όμως αγάπη μη γυρεύετε από μένα,
δε θα με ιδείτε εμπρός σας να λυγίσω
και πάνε τα τραγούδια σας χαμένα.

Μέσα μου άγριες νιώθω επιθυμίες
και τις ερωτευμένες σας καρδιές
πώς θα ’θελα να μπόρεια να μασήσω
μες στα λευκά μου δόντια, τα γερά,
σα φρέσκα μυγδαλάκια τραγανά
και τον αιμάτινο χυμό τους να ρουφήξω!

Δάκρυα δε θέλω· δε ζητώ,
παρά φωτιά για τη φωτιά μου,
τα σαρκικά φιλιά μου
στόμα που στάζει φλόγα να γευτεί.

Ω! τι με νοιάζει τότες κι αν κοπεί
το νήμα από της Μοίρας μου τ’ αδράχτι,
αφού θα νιώθω πως θα σκορπιστεί
από ηδονή το είναι μου σε στάχτη.





ΔΕ ΒΑΣΤΑΞΕΣ, ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ


Δε βάσταξες, αγάπη μου, στο δύσκολο ανηφόρι
κουράστηκες, παραπατάς,
παλεύεις με την παγωνιά και με το ξεροβόρι,
ωσότου, τέλος, σταματάς.

Γυναίκα εγώ, και σύρθηκα ψηλότερα από σένα,
κι ακόμα, βλέπεις, προχωρώ,
σαν τα πουλιά που επίμονα τραβάνε για τα ξένα,
και με σπασμένο το φτερό...





ΧΕΙΜΩΝΑΣ


Νάτος και πάλι που έφτασεν ο θλιβερός χειμώνας,
μου ψαχουλεύει την ψυχή το παγερό του χέρι...
Χλώμιασ η μέρα, κι η νυχτιά θα γίνει τώρα αιώνας.
Ώρες θα στέκω ν’ αγρικώ το μανιασμένο αγέρι.

Απόψε όσοι μου πέθαναν, ξανά θε να πεθάνουν,
τη συνοδεία τη νεκρική θ’ ακολουθήσω πάλι,
κι όταν ακόμη μια φορά κάτω απ’ τη γη τους βάνουν,
θα κρύψω μες στα χέρια μου τ’ αλλόφρονο κεφάλι.

Ω! πόσο μόνη θα αιστανθώ στην άδεια κάμαρα μου,
όταν κι ο ίσκιος των νεκρών π’ αγάπησα, μ’ αφήσει...
Με τι λαχτάρα θα το ιδώ το φως Σου ολόγυρά μου,
σα θά ’ρτει, Θε μου, τη ζωή γλυκά να μου θυμίσει!





ΚΑΙ ΛΕΩ ΚΙ ΟΛΗΜΕΡΙΣ ΤΟ ΣΥΛΛΟΓΑΜΑΙ


−Και λέω κι ολημερίς το συλλογάμαι
τ’ ανεξήγητο μυστήριο της ζωής.
Μας πέταξαν στην άκρη εδώ της γης
και στα στραβά δώθε και κείθε πάμε.

Μας δώσαν και μιαν άτιμη καρδιά,
που ν’ αγαπάμε μας εξαναγκάζει,
και τούτο είναι φριχτότερη σκλαβιά
κι απ’ όλες όσες νους ανθρώπου βάζει.

Βρισκόμαστε σε μιαν αιώνια πάλη,
μα είν’ η προσπάθεια τόσο κωμικιά!
Δουλεύουμε τον πόνο σαν σκυλιά
που γέρνουν στον αφέντη το κεφάλι.

−Μη δίνεις σημασία δα και τόση
σε πράμα που έτσι γρήγορα περνά!
Μια περιπέτεια είναι, θα τελειώσει
κι όλα θα ξεχαστούν παντοτινά.

Ίσως κι απόψε ακόμα −ποιος το ξέρει−
να πλέει εδώθε ο τρομερός ληστής,
με το καράβι αυτό που θα μας φέρει
έξω απ’ το στριφογύρισμα της γης!





Από το βιβλίο «Μυρτιώτισσα - Μια παρουσίαση από τον Γιώργο Μπαλούρδο», εκδ. Γαβριηλίδης, 2002.

Μυρτιώτισσα: Λογοτεχνικό ψευδώνυμο της Θεώνης Δρακοπούλου (30/1/1881-5/8/1968)

Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2021

Γιώργος Θέμελης, "Γυμνό παράθυρο"




Κυμοθόη

V


Όταν αισθάνομαι πως είμαι μόνος
Κινδυνεύω μέσα σ’ ένα λυγμό

Υπάρχω για να κοιτάζομαι
Μ’ ένα βλέμμα κλειστό
Ανέκφραστου κοριτσιού

Πόσο σμιχτά υπάρχουμε
Ακριβή μοναξιά μου
Ανάμεσα στα γυμνά μπράτσα

Σ’ έχω κρυφό καρδιοχτύπι
Όπως η ψυχή το σώμα
Όπως η θάλασσα το φεγγάρι

Ποιο είναι το δέντρο
Ποιος ο άνεμος

Να μην πάψω ποτέ να είμαι
Κι όμως δεν είμαι παρά ένας άλλος
Που σκύβει μέσα στα μάτια μου
Μ’ ένα βλέμμα που τρυπάει

Ποιος είναι

Με παραμονεύουν
Διπλές ματιές
Φορεμένα χέρια
Σε κάθε κατώφλι





Κυμοθόη

VI


Εξακολουθεί ο θόρυβος και ο ήλιος
Τα πουλιά μονάχα γλίτωσαν
Ανοίγοντας τρύπες στον ουρανό
Προφτάνοντας την καλή γαλάζια ελπίδα

Ουρλιάζει το λυσσασμένο σκυλί
Τους ίσκιους που απόμειναν
Επάνω στα εγκαταλελειμμένα βήματα

Μια φορά ήταν εδώ κάτι αγάλματα
Που ονειρεύονταν αγγέλους





Κυμοθόη

VIII


Όταν κλειδώνεται το στόμα
Η φωνή κινδυνεύει χωρίς άγγελο

Ένα φτερό παίζει στον ήλιο με το κενό
Πώς ν’ αντικρίσει κανείς τη θάλασσα

Κάθομαι κι αφουγκράζομαι τη βοή

Γεμίζουν οι έρημοι δρόμοι
Άνθρωποι επάνω σε φτερωτά άλογα
Καλπάζοντας τον ετοιμασμένο θάνατο

Τα φτερά μπερδεύονται στα πόδια
Όμως πρέπει ν’ αγρυπνώ

Θα ’ρθει η ευτυχισμένη έκπληξη
Ένα πουλί
Μια σταγόνα





Απογύμνωση


Κανείς δεν το περίμενε
Το κρύο και τη βροχή

Η νύχτα κάνει πιο βαθιές τις χαραμάδες
Μαζεύεται κόσμος και γελά χαζεύοντας απ’ όλες τις μεριές
Ζώα φυλακισμένα
Άδεια καθίσματα παλιά
Ένα κομμένο κεφάλι που ξεφωνίζει

Ο απέραντος τοίχος με το καρφί και το γκρεμισμένο
      παράθυρο

Ψάχνω να βρω ένα ρούχο
Ένα σκέτο πανί
Το σκέπασμα της νύχτας

Περνάει ο άνεμος φορτωμένος μιλήματα περιστέρια και
      μάτια
Έρχεται απ’ την άλλη μεριά
Πέρ’ απ’ τη θάλασσα την πόρτα τ’ ουρανού

Πάνω από κάθε ύψος
Αρχίζει η μοναξιά





Σημάδια


Κανένας ίσκιος μες στη νύχτα

Τα μαλλιά μου ήταν μια φορά γεμάτα ήλιο
Φωνές της θάλασσας

Κανένας ίσκιος μες στη νύχτα

Είναι μέσα κάτι
Που παίζει
Πονεί
Εδώ στο μάτι
Μια πεταλούδα

Ψάχνω να βρω σημάδια

Είχα θαρρώ φυλάξει
Κάτι απομεινάρια
Κάτι ωραία φτερά

Ανασέρνω το πανί
Ένα σκέτο ορθογώνιο πλαίσιο
Πεθαμένα πουλιά και φύλλα

Κανένας ίσκιος μες στη νύχτα





Από τη συλλογή Γυμνό παράθυρο (1945)
Πηγή: «Γιώργος Θέμελης, Δενδρόκηπος και άλλα ποιήματα [Επιλεγμένα ποιήματα 1923-1975]», εκδ. Ρώμη, 2019.

Στην εικόνα:  Joseph Vernet, "Entrance to the Port of Palermo by Moonlight".
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.