Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπαδίτσας Δημήτρης Π.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπαδίτσας Δημήτρης Π.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2024

Δημήτρης Π. Παπαδίτσας, "Η ασώματη"





Η ΑΣΩΜΑΤΗ

1

Εγώ σου μιλάω με δακτυλιές σολ και μι και λα
ματιάς αφής κι ανάμνησης
φωτιάς και δέντρου

Το νέφος εκεί μας τυλίγει
και μας κόβει στη μέση
μας κόβει απ’ την ανατολή στη δύση
κόβει τη νύχτα των ποδιών και των χεριών σε αφανισμό φωτισμένο

Αν δεν είναι φως το χέρι σου στα μαλλιά μου
τι είναι;

Το ερώτημα μισανοιγμένο πλέει νυχτιάτικο νούφαρο
που γεννήθηκε μόλις πέθανε
και δεν το φύτεψε το τίποτα
το τίποτα που φύτεψε το τίποτά του στα λυγερά ανηφόρια της οδύνης

Ο κρατήρας μου καπνίζει
τ’ αναμμένα χέρια σε περπατάνε

Φυτρώνω και φυτρώνεις πέντε και πέντε δέκα δέντρα
κι όλα έχουν γίνει δάσος
που δεν μένει χωρίς φεγγαρόφως
χωρίς πάχνη και μάτια φτερωτών



6
 
Τώρα κάτω απ’ το χέρι μου το σώμα σου κυνηγάει ένα ζαρκάδι
ούτε μπόρεσα κι αν μπόρεσα έμεινα μ’ άγρυπνο μάτι και ταριχευμένη ψυχή
και μόλις μ’ ένα κομματάκι αυγή κι ένα ξημέρωμα φευγάτο να σβήνει τα τελευταία του άστρα
(τα ονειρευτήκατε πώς έρχονται και φεύγουν σε κάθε θάνατο
πώς τ’ αντικαθιστάει η αγέννητη μνήμη
και πώς η μνήμη χωρίς αριθμό
σέο δ’ όστεα πύσει;)

Από ’δω κι από ’κει φεύγει η ψυχή μου όπως όλα τα βουνά κι ο συνδυασμός των αστεριών τους με την ομίχλη
κι όπως η γη φεύγει από το αστέρινο σώμα της
και κρίκος-κρίκος φεύγει η ασύλληπτη άλυσος του ερωτικού ουρανού

Μια ώρα σπίθα τη σπίθα με φωτίζεις χωρίς να ξέρω τι είναι σκοτεινιά,
πάω να ουρλιάσω μα κάτι που το ξαναβλέπω με καταπραΰνει
ώς την αρχή κι ώς το τέλος

Με μαργαριταρένια πόδια πάμε στης θάλασσας τα όστρακα
να κοιμηθούμε και ν’ ακούσουμε

Μα ό,τι κι αν πω είναι ψέμα αληθινό
κι όπως η Άτη ζαλίζει κεφάλια



9

Βαθυστρόβιλο
ποτάμι κι αν είσαι
με μια καλαμιά
και μια χρυσή ακρίδα στα φύλλα της

τι είσαι;

Καθώς θημωνιά εξανεμίζεσαι
στου Αυγούστου τα αράγιστα ουράνια
βαθυστρόβιλη όρχηση
εσύ και τα δέκα σου δάχτυλα

Το μάτι σου εδώ το μάτι σου εκεί
μελιχόρταστο έντομο
στη βραδύπορη εσπέρα
γυρίζει απ’ τον αέρα

Να ’χα τη χλόη σου
που πίνει την αίσθηση
θα μ’ έστρωναν θύελλες
φύλλα κλαδιά σπερμογόνια
έλυτρα σκόνη στεφάνια
εκεί που φυτεύτηκα

και με είδες που σ’ έβλεπα





ΔΙΑΙΡΕΤΕΟΙ


Από ’δω αρχίζω
σε ρωτάω δεν σε ρωτάω, είναι
από εδώ ώς εκεί, σου λέω μείνε
και δεν ακούω τι μου λες

Από ’δω αρχίζω με σπίθες
με ανάμματα και με φωνές
μνήμες λιθάρια ή λήθες
(σου ’λεγα κοίτα και μου ’λεγες πιες)

Από σένα αρχίζω
στο τέλος ή στην αρχή ζω
μετά με φυσάς και σε φυσώ
(με τόσο φως και δεν σε ξεχωρίζω)

Σε κάθε φύλλο σε μυρίζω
κι ως σε μετράω μέχρι τα χίλια
όλο είσαι δυο κι όλο μισό
για την αφή μου και τα χείλια.


                                                        1980





ΓΡΑΦΤΟ ΣΤΗ ΔΗΛΟ

1

Κοίταξε με μισόν
μισοφέγγαρον
κι εγώ το ίδιο: μην έχοντας δει
απ’ το άνοιγμα του κεφαλιού σου τ’ άστρα
μην έχοντας ακούσει
του στόματος σου το μυστικό
και τα μυστικά των μαλλιών που τα δέρνει η άρμη

Αυτό το νησί σου λέω λίγο-λίγο με τρώει και πάω να του μοιάσω
ακόμα και στη συκιά του και στη μινώα του κρήνη
και στο νερόφιδό του
και στο πηγάδι

Κι εδώ τ’ άλλο βήμα πάνω απ’ τη δίψα
πλάι στο ψηφιδωτό μου κορμί
πωρόλιθος φρενιάζω στις δώδεκα
πωρόλιθος από μέσα κι απ’ έξω

Εδώ είμαι πανέξυπνος εμπρός στο αγκάθι
έχω μάτι που θα πολεμήσει με το φίδι όλη τη μέρα
έχω χέρι πάμφωτο απ’ το χορτάρι
έχω φωνή που την ακούνε τα αδιόρατα αυτιά
έχω ποδάρια αραχνιασμένα απ’ τα φαράγγια του Άδη
έχω ορμόνες άγριες
κι ο ουρανός μού απορροφάει την τρέλα και μου δίνει αιθάλη

Και τι δεν έχω
μες στη θαλασσοφάγωτη ζωή μου
όταν συντροφεύω τον ίσκιο
απ’ το πρωί εδώ αιώνες
με καρφωμένα στα μάρμαρα χέρια



2

Μη με ξυπνάτε, πεθαίνω στα ξερόχορτα
τα μάτια μου τροχίζουν γύρω-γύρω μια πέτρα κι ετοιμάζουν τη Νιόβη
έτλη ες άντα ο τάφος της ήταν
και είμαι θαμμένος λέω λάφυρο της καρποδότρας γης
κάτω από ένα λόφο χώμα κοντά στις Μυκήνες
κι όσοι δεν ξέρουν σκάβουν στον Ορχομενό

και φτερουγούσαν οι πράξεις γύρω στο κεφάλι μου, μα εκείνο
όλο και καταντούσε άσπρο κόκαλο
κι άσπρα γινόντουσαν όλα όπως τα δόντια του στην απριλιάτικη φύση

έτλη ες άντα γοργωδυψηλ μαντήια γέλια πάντα
και πολλά άλλα χρώματα και καρποί του νου
του νου που το ψέμα του λάμπει απ’ άκρη σ’ άκρη

μαντήια λοιπόν πάλι
και πάλι τα κομματάκια (μας) πού φυτρώνουν εδώ κι εκεί.
ώς και στη Δήλο (τι ήταν να το πω αυτό το νησί
και με χιλιοδιαβήκαν οι σαύρες
και τα χρυσάφια και τα μουρμουρητά των καθαρμών)
κι έχω στ’ αυτιά μου το κοπάνισμα του σταριού και της κανέλας
και το φτέρνισμα απ’ το τριμμένο πιπέρι
και την τριζοβολιά της φωτιάς του φούρνου
και το βροντερό «έκτανε Λητοϊδην» που ακούστηκε τη νύχτα
κι έβγαιναν ένα-ένα τα κεφάλια απ’ τις πόρτες
όπως αναμμένα λυχνάρια
μη με ξυπνάτε
τώρα με περιδινίζει το απέραντο άσπρο
κι όπως μινωικό λουλούδι
πια δεν μπορώ να μιλήσω.


                                                        Δήλος, 1981





ΔΗΜΩΔΕΣ


Της Αρκαδίας κυκλάμινο
της Μεσσηνίας άστρα
της Μάνης πετροκάμινο

γιατί όλο θέλω
(μνήμη ξεχειμωνιάστρα)
να δύω και ν’ ανατέλλω;





Από τη συλλογή «Η ασώματη» (1983).
Πηγή: «Δ.Π. Παπαδίτσα, Ποίηση», Μέγας Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα, 1997.

Στην εικόνα: Nicolas Poussin, «Et in Arcadia ego» (1628).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2023

Δημήτρης Π. Παπαδίτσας, "Το προεόρτιον"




1


ΤΡΙΟΠΤΡΙΟΝ

1

Το άστρο δεν ήτανε ξένο
είχε προορισμό:

εβλέπετο
όπως λιθάρι παραλίας
στρογγυλό όσο ποτέ
ιονόσφαιρο ίσως
οφθαλμοειδές και ζέον
υπάρχον στις καμπύλες
και στ’ αριθμητικά του

αλλά μη υπάρχον
στα από χρόνους πολλούς
εξαντλημένα επίθετα
και ουσιαστικά του



2

Κι ο λόγος χτες περί φωνής:
δεν είμαι σύννεφο
αδειάζω όλα τα πρόσωπα
και πρώτα απ’ όλα το δικό μου

γι’ αυτό δεν ψάχνω, ούτε κανείς
και μ’ έχει ψάξει, αχανής
ακινητώ στον εαυτό μου.



3

Σπάω πότε πότε με τα μάτια
ένα κλαδί
ή το γυρίζω χρυσό από τ’ άστρα
και το φυτεύω στο μυαλό
να τραγουδεί.

                                 Ρείκια Κυλλήνης, 2.8.1983




ΥΙΟΣ ΟΙΑΓΡΟΥ

                           δίψ αος γώ κα πόλλυμαι
                                                           ΟΡΦΙΚΟ



Στεγνός από τη δίψα σου
στο γυρισμό σου
πλάι στη λευκή κυπάρισσο
ρίψε την ονειρόπετρα στη λίμνη

Αριστερά σου
πιες απ’ την άλλη κρήνη

Τι με καλείς πού με καλείς
σε ποιο σημείο με σκάφτεις;

Μην πλησιάσεις

Ούτε θα μάθεις
ούτε αν ρωτήσεις θ’ απαντήσεις
διότι διψοπρεπώς συγκατανεύεις
δενδροπρεπώς φτάνεις στο σύννεφο
με τον καρπό και το λιβάδι αμφικαλύπτεσαι

Είσαι ή δεν είσαι ζωντανός
βροντάει το πέσιμο της γύρης
κι έχουν σωπάσει
του σκελετού σου οι ψίθυροι.

                                                            11.1.1984




ΑΝΤΙΘΕΤΟ


Αν δεν
η αστροφεγγιά δεν με πυράκτωνε το μεσημέρι
θα ’λεγα πως κανένα δέντρο δεν κρατάει τα φύλλα του
και καμιά πέτρα δεν μπορεί να πέσει
κι απ’ τα νερά κανένα δεν θα μοίραζε
μύριες αισθήσεις.

                                                                    1984






2. ΤΟ ΠΡΟΕΟΡΤΙΟΝ


2

Το πράο σκοτάδι − είπα
σε ιλιγγιώδη αρπίσματα
αύριο εκπνέει

Και ω θεοείκελε άνδρα
καύχημα θείο πανόλβιο
στρέψε με δάκρυα
να ιδείς την Περσεφόνη
πηγή ανθέων και φωνημάτων ευδίας

Να ιδείς δάχτυλα ήπια
που ό,τι αν αγγίξουν άυλη
σκόνη κρημνίζεται, όπως
από φτερό μελίσσης
η πάναγνη αύρα.




3

                     ἤλυθε κα πίεν αμα κελαινεφές· ατίκα δ’ γνω
                                                                             ΟΔΥΣΣΕΙΑ



Και τ’ όνειρό μου ο στέφανος
της Αριάδνης στ’ άστρα
(με θέλει απόψε η Νάξος)
με ξετυλίγει το έαρ
στρόβιλους φύλλων

Γύρνα και πες μου πρόσωπο
πολύφθογγο, πυρφόρε
καρπέ αμπελώνος,
στάχυ ελευσίνιο του άδη
κάτασπρο κρίνο

Χέρι υπογήινο αδράχνει
άνθη στιγμιαία και η κόρη
νυχτολαμπής πλησιάζει
μα εγώ ούτε βλέπω, πες μου
πυρφόρο στόμα
να πιω απ’ την κρήνη ή απ’ το αίμα;

Ο νους μου εδώ θυμάται
κι εκεί ξεχνάει, μου βρίσκει
χαλίκια που μου μοιάζουν
και δέντρα που μ’ αρνιούνται

Να πιω απ’ την κρήνη ή απ’ το αίμα;
Μα εγώ ούτε βλέπω, ουράνια
νήματα με έλκουν.
Εδώ η λευκή κυπάρισσος
ο λευκός ύπνος η λίμνη
ο πάνρυτος λόγος η κρήνη

Ω ας με ιδείς ας μ’ ακούσεις
ας γίνουν τα λόγια μου ο δυόσμος
που θα μυρίσεις

Μα εγώ πού πάω; πες μου
να πιω απ’ την κρήνη ή απ’ το αίμα;





Από τη συλλογή «Το Προεόρτιον» (1986).
Πηγή: «Δ.Π. Παπαδίτσα - Ποίηση», Μέγας Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα, 1997.

Στην εικόνα: Evelyn de Morgan, «City of Light» (1894).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Πέμπτη 20 Απριλίου 2023

Δημήτρης Π. Παπαδίτσας, "Το παράθυρο"

 


Το παράθυρο

ΙΙΙ



Γιατί έχω μέσα μου ένα νεκρό πουλί κι εσύ το λυπάσαι
Γιατί μου κρατάς τα χέρια και τα δικά σου χέρια τα ’χω
       κρυμμένα στον ύπνο μου
Γιατί το σώμα σου μοιάζει με όνειρο που ακολουθεί τις
       πράξεις μου όλη τη μέρα
Και λίγο-λίγο μου έρχεται στη μνήμη
Γιατί μου λες για την αγάπη
Μου λες πώς αποχαιρετιώνται δυο κι αφήνουν την αγάπη
       μόνη
Σαν το μαργαριτάρι έξω απ’ το στρείδι του
Γιατί μου λες πολλές φορές για την αγάπη ότι είναι σύμπτωση
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ

Γιατί σ’ αγκαλιάζω και σε μυρίζω όπως αρνί που οσφραίνεται
       το χόρτο
Γιατί δέχομαι τη φωνή σου σα να ’ναι σπόρος
Κι εγώ σα να ’μαι φρέσκο χώμα
Γιατί σ’ αγκαλιάζω πάντα κι απέναντί μας μια μέρα σημαδεύει
       την αγάπη μας
Όπως εμένα κάποτε που με πυροβολούσε η νύχτα
Γιατί σε βλέπω σαν πηλό και θέλω να σου δώσω το σχήμα
       της αγωνίας μου
Κι ύστερα πάλι να σε ξαναπλάσω
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ
Γιατί είσαι η αγωνία μου

Γιατί μες στον καιρό είσαι η ελπίδα όπως η γλύκα στου
       καρπού τα βάθη
Όπως τα δακρυσμένα μάτια την ώρα που φεύγουμε
Γιατί είσαι το τρένο κι ο δρόμος και το χέρι που σε
       αποχαιρετάει
Γιατί είσαι η καρδιά μου που χτυπάει μουσικά όταν εγγίζω
       και τα νύχια σου
Που είναι το δέρμα μου σαν σκορπισμένα λουλούδια σε νερό
Γιατί είσαι το τραγούδι μου που λέω τ’ απογεύματα
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ.





IV


Το δωμάτιο με το ένα παράθυρο
Με το ’να δέντρο έξω βουλιαγμένο στην αστροφεγγιά
Η αστροφεγγιά με το βάρος της πάνω μου

Η σκληρή προσφυγή σε σένα Κύριε
Η θέληση γονατισμένη στα πόδια σου
Το πρόσωπο που γαληνεύει αργά-αργά
Όπως το πυρωμένο σίδερο στον αέρα

Η ψυχή σα δάσος που πήρε φωτιά
Και τα ζώα ζωσμένα απ’ τις φλόγες
Θρηνωδούν

Κύριε βγάλε από μέσα μου
Τον κακό άνθρωπο, δίνε του κάθε μέρα κάτι να σκοτώνει
Ή άφησέ τον
Σαν ένα πυρωμένο σίδερο να σβήνει
Απ’ τη δροσιά μου

Κάποτε τα χέρια μένουν στο δρόμο
Σα να ξεκολνούν από το βάρος μιας θωπείας
Κάποτε η αγάπη σαν πουλί τρομαγμένο
Από μία τουφεκιά, ξαναπηγαίνει στον ουρανό της
Κύριε ξαναδώσ’ μου τα χέρια
Γιατί έχω να χαιρετίσω τόσους φίλους
Κι ας έλθει πάλι η αγάπη, τόσο πολύ
Θέλει η ψυχή μας κάτι από ψηλά

Οι σκέψεις να ’ναι ακίνητες σαν ακατοίκητα σπίτια
Να ρωτάς το χτες και το παρόν να σε προτρέπει να
       αντιλαμβάνεσαι το σώμα σου αλλαγμένο
Σάμπως να φύσηξε ένα στόμα
Και μοναμιάς να του έσβησε το φως

Κύριε δώσε ξανά το φως στο σώμα
Τόσο πολύ θέλει το σώμα κάτι από ψηλά.





V


Το λέω ξανά είμαι μόνος
Σα μια μόνη πατημασιά ανθρώπου σε δάσος
Είμαι μόνος σα δάχτυλο σε χέρι
Που η μηχανή του πήρε τα άλλα τέσσερα

Αν ήμουν σταγόνα θα ’χα σβήσει στα έγκατα διψασμένης γης
Δεν είμαι όμως σταγόνα
Είμαι μικρή πέτρα ίσως πολύτιμη
Που ο καιρός την κάμνει άμμο
Και βλέπω το σχήμα της και τη λάμψη
Και την σκληρότητά της
Και το βάρος της να γίνονται άμμος

Το λέω ξανά
Στην καρδιά μου είναι μια προσευχή
Όμως μένει μέσα
Ας ήταν τώρα που δεν υπάρχει στόμα να ’χα μια μαχαιριά
       στο πλευρό
Να βγει από εκεί σαν τρυφερό κορίτσι
Η προσευχή.





Το παράθυρο (1955).
Πηγή: «Δ.Π. Παπαδίτσα, Ποίηση», Μέγας Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα, 1997.

Στην εικόνα: Edvard Munch, «The Girl by the Window».
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons. 

Πέμπτη 22 Απριλίου 2021

Δημήτρης Π. Παπαδίτσας, "Η περιπέτεια"




Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ

Α΄

Ι


Η επιστροφή από ένα νησί γεμίζει με έννοιες την ησυχία
Γιατί στο νησί μπορεί κανείς τη θάλασσα να τη μετρήσει
Και να τη βρεί εφτά φορές πιο μεγάλη από το κέφι που
     κομίζει ο έρωτας
Και ας μην υπάρχουν χορτάρια ειρήνης, φτάνει μόνο να υπάρχει
Ο ουρανός της αγάπης, λίγα ξεφτίδια προσευχής να κρέμονται
     απ’ το σώμα
Απ’ το κορμί μας το γεμάτο προϊόντα μετανοίας

Μας δαγκώνει ο Φλεβάρης· μόλις πριν λίγες στιγμές
Πότισε τα ερπετά και τα σκουλήκια τρων από μέσα της ελιάς 
     το δέντρο
Κι η ματιά κοπιάζει τσακίζεται στις γρίλιες
Φέρνει απ’ έξω σκίνα
Πλαγιάζει στα κρεβάτια, τρυπώνει στα μεσάνυχτα του σεντουκιού
Βρίσκει παλιές επιστολές και τις διαβάζει, βλέπει τις φωτογραφίες
Βγάζει από μέσα τους πουλιά και καλοκαιριάτικα έντομα
Μα δεν απαντάει σε τίποτα τέτοιες στιγμές είναι προτιμότερο
Να ξαπλώνει στο κρεβάτι και να περιμένει
Μέσα στη νύχτα το Θεό ή να διαβάζει σε μεγάλα βάθη
Την αστροφεγγιά πάνω σε λέπια πέρκας.




ΙΙΙ


Είχα μέσα μου στρώσει –δεν πρόκειται μόνο για τον εαυτό μου
Με στοργή το κρεβάτι, άναψα τη λάμπα ταχτοποίησα τα βιβλία
Τις οπτασίες του ταβανιού και περίμενα στις οχτώ το Μεσολόγγι
Και στις εννιά τον έρωτά μου

Την άλλη μέρα με βρήκαν σε υπόσταση θρησκευτική
Αναπολούσα τις ομιλίες
Το ρόλο της προσευχής τον έπαιζα στα δάχτυλα
Ήξερα πότε πρέπει να σιωπώ
Και πότε τέλος πάντων ν’ ανοίγω στα σπλάχνα μου δυο δωμάτια
Κι εκεί να μαζεύω τους φίλους τα βράδια
Στο ένα δωμάτιο να μην υπάρχουν εικονίσματα στο άλλο να
     υπάρχουν
Ώστε να παρασταίνω το Σωτήρα και την εκστατική αναπόληση
Ή και το άγαλμα με τεντωμένο χέρι
Προς την υφή του νευρικού συστήματος
……………………………………………………………………………………………

Σκέφτηκα τότε να προσέξω τα χέρια μου
Με νεύριασαν, τ’ άρπαξα κι εγώ στα γόνατά μου
Και μ’ ένα σφυρί βάλθηκα να τα τσακίσω
Στο τέλος δεν το κατόρθωσα κι από τότε πιστεύω στα χέρια
Κάθε βράδυ τα χαϊδεύω
Και δεν αφήνω ποτέ τους πρόστυχους να τα πλησιάσουν.




VII

                                                                             στον Μανόλη Αναγνωστάκη


Το ν’ ακούει κανείς το πρωί τη βιασύνη των πουλιών
Το να ψάχνει στα μάτια των άλλων να ’βρει λίγα τοπία
Το να αισθάνεσαι αλλιώτικος μετά από γλέντι όταν μένεις μόνος
Και παίζεις με την έχτρα και τη φιλία του εαυτού σου
Αυτό σημαίνει κίνδυνο
Σημαίνει αναγωγή της λύπης στη μονάδα

Έτσι λοιπόν ξανά σε θυμήθηκα
Ταίριαξα τη γραμμή του ώμου σου με την πιο χαρούμενη μέρα μου
Τα μάτια σου δε μ’ άφηναν να ησυχάσω
Κι από πού δε μου έρχονταν
Απ’ τη βροχή
Απ’ τ’ αμπέλια
Από τα κουρασμένα χέρια της χωριάτισσας
Κι από μένα τον ίδιο

Σε θυμόμουν και σε είχα στη μνήμη μου
Όπως ένα κομμάτι ζάχαρη στο νερό.





Β΄

VII


Συχνά βρέθηκα σε σπηλιές
Που αντηχούσαν το κορμί μου. Άφηνα μετά τις σπηλιές
Κι ήθελα να χυμήξω στα χορτάρια και να εκδικηθώ
Ό,τι έβρισκα
Είναι μια παγίδα για την ωραία και σφριγηλή ψυχή μου
 
Κανείς δεν ξέρει ούτε κι έμαθε το χάσιμο του σώματός του
Τ’ άλλα δεν ωφελούν, μ’ αυτή την ξένη γύμνια του
Εισχωρεί σε όλες τις ύλες και σ’ όλη του τη ζωή θρηνεί
Ήρεμα θρηνεί γιατί βρήκε την αριθμητική των λουλουδιών
Κι η οδύνη τού κοσμεί το πρόσωπο.





ΕΞΟΔΟΣ


Να μη φύγει για το Λορέντζο Μαρκέζ
Να μείνει εδώ δεμένο το πλοίο VASCO
Να του αδειάσουν τα στάρια και τις ρέγγες
Και κείνους τους έξι τόνους φάρμακα της ευρωπαϊκής περιθάλψεως
Και τα μηχανήματα
Τότε το περίεργο τούτο κρανίο θα γίνει θέμα συζητήσεων
     των αστυνομικών
Οι χαμάληδες θα πιουν τη ρετσίνα τους με σκέτες ελιές
Και θα ξεφλουδίζουν ένα κρεμμύδι
Δε θα υπάρχει συμφέρον, γι’ αυτό οι λεμβούχοι
Θα είναι κακόκεφοι και το βράδυ θα τους χτυπάει στα νεύρα η
     σύζυγος και τα παιδιά
Τα παιδιά που δείχνουν πάντα προθυμία να κλάψουν

Πάρε αυτή την απόδειξη και τράβα στο Λιμεναρχείο
Να σου μονογράψουν την εκφόρτωση, μη σε πάρουν μυρωδιά
     οι συνωμότες
Γιατί τότε θα γεννηθεί ζήτημα παραιτήσεως του προέδρου
     Και τότε οι αργόμισθοι που μέχρι σήμερα πήγαιναν στην
     εκκλησία
Κι άναβαν το κερί τους θ’ ανάψουν μια μεγάλη φωτά στο κράτος
Θα το μάθουν οι πυροσβέστες κι οι ανύποπτοι του δρόμου
Θα ρωτάν ποιο μέγαρο να κάηκε
Θα φρενάρουν τα ποδήλατα, τα τραμ θα σταματήσουν τα
     γκλαν γκλαν
Θα αδειάσουν τα ουρητήρια

Και η γριά ακριβώς μπροστά στη ρόδα του λεωφορείου
Θα συνεχίσει το δρόμο τους κρατώντας πάντα στο ένα της χέρι
Τη μαρμελάδα
Ρωτάν μερικοί: μήπως θα ’πρεπε να ξαναφύγει το πλοίο
     VASCO
Για το Λορέντσο Μαρκέζ;
Εγώ από πριν λίγη ώρα ήμουν εκεί
Υπολόγιζα τα χρήματα που θα εισπράξω
Το μισό δρόμο μέχρι το ταμείο
Τον έκανα πάνω στη μια γραμμή του τραίνου
Έπρεπε να μη σκέφτομαι τίποτα και να βλέπω
Κατ’ ευθείαν σ’ ένα μακρινό σημάδι, ήταν
Το μεσιανό παράθυρο της αποθήκης
Ύστερα αισιόδοξος κατέβηκα απ’ τη γραμμή και βάδιζα κανονικά
Σα στράτευμα κατοχής
Και τότε ήμουν ελεύθερος ν’ αποφασίσω για οτιδήποτε

Ένας εισπράχτορας είχε τα φερσίματα της γυναίκας του
Ο καθαρός του γιακάς και το σιδερωμένο του παντελόνι
Δίναν την βεβαιότητα ότι δε θα πεθάνουμε
Είναι κάτι λεπτομέρειες –αυτό λέγαμε χθες και με τον Κοσμά–
Που επιβάλλουν χωρίς αντίρρηση τη μοίρα μας

Το πλοίο VASCO
Το λιμάνι του Λορέντσο Μαρκέζ
Ο μισός του γερανός κι ο μισός του μέσα μας
Θεέ μου οι μικροπωλητές
Ρωσόφιλοι άλλοτε
Αγγλόφιλοι σήμερα

Ίσως αύριο ρουφιάνοι από ωριμότητα
Πουλάν σκόνες που γυαλίζουν όλα τ’ αντικείμενα
Και σταματάν τον οδοντόπονο

Να φύγει το πλοίο VASCO
Όχι να μη φύγει.





Από τη συλλογή «Η περιπέτεια» (1953).
Πηγή: «Δ.Π. Παπαδίτσα - Ποίηση», Μέγας Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα, 1997.

Στην εικόνα: D. Moretti: «In the Port of Genova».
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Δευτέρα 20 Απριλίου 2020

Δημήτρης Π. Παπαδίτσας, "Εντός παρενθέσεως"




ΒΛΑΔΙΜΗΡΕ *


Εδώ υπάρχουν πολλά πράγματα έτοιμα που μπορείς να δεις
      μέσα τους την ιστορία τους σε πολύ απλή γλώσσα

Ξημερώνει απ’ όλες τις μεριές, Βλαδίμηρε
Όταν με δεις ν’ ανασαίνω κάθε χιλιόμετρο την ανθρώπινη
      προστασία σου
Φαντάσου ένα εκατομμύριο γυναικόπαιδα να φωνάζουν: δι-
      καιοσύνη
Ή ένα εκατομμύριο άστρα που τα ψάχνουν άπιστα δάχτυλα
Ή μια χρυσοκίτρινη κοίτη που τελειώνει μέσα μου

Έφτασα
Να μου δώσεις λίγα χτυποκάρδια που δεν έγιναν έφηβοι
Τώρα το καλοκαίρι μού τα ζητιανεύει μια δροσούλα του
      Ιλισού
Επίσης κι ένα δέντρο που έχασε την καρποφορία του

Όταν κοιμηθεί το φεγγάρι μες στο Ρήνο φαντάσου την ψυχή
      μου
Σα δωμάτιο εξοχικού σπιτιού που περιμένει τον ύπνο σου
      για παραθέρισμα
Αν ήσουν εδώ το πρωί θα ’κουγες τα κοκόρια και τους γα-
      λατάδες μέσα στ’ αγουροξυπνημένα αυτιά της γειτονιάς
Ύστερα τις εφημερίδες και τα χέρια να τις παίρνουν από
      τα μισόκλειστα παράθυρα

Πολλές φορές γελώ με τη συνήθεια π.χ. χτες το πρωί
Είχαμε στο τραπέζι ένα φλιτζάνι τσάι παραπανίσιο
Τότε βούτηξα το ψωμί μου στην απέραντη πίκρα του
Κι έτρωγα χωρίς να μπορώ να χορτάσω. Σκέψου τη ζωή μου
Αυτό το βερύκοκκο στα δόντια της απουσίας.




___________________
* Σημείωση του ποιητή: Εξόριστος αδερφός μου στη Γερμανία





ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΡΙΩΝ ΝΥΧΤΩΝ

                                                                                                του K. Friar

Ι


Όταν ήταν σκοτεινά σαν τότε που η απάντηση
Ήλθε πολύ κρυφά κι ανέβηκε απ’ τη γη στα μάτια
Όπως ανεβαίνει ο υδράργυρος του θερμομέτρου
Ή όπως το ήρεμο τριφύλλι πάει στον ουρανό
Σαν τότε που είχαν βρεθεί χιλιάδες στόματα
Για την εξόριστη φωνή, άλλοι στο δρόμο
Από χέρι σε χέρι κουβαλούσαν τη ζωή τους
Άλλοι κουνούσαν τα χέρια τους και αποχαιρετούσαν
Άσπρα βαπόρια από σύννεφο με γυαλιστερά φινιστρίνια
Σαν κοριτσίστικα μάτια πρωί-πρωί που ανοίγουν

Οι βιαστικοί τρέχαν να προλάβουν κάποιον
Να τον καλωσορίσουν για να κοιμηθούν ήσυχοι.




ΙΙ


Αυτά ήταν τα όστρακα τ’ ασημένια, τα μάζεψα
Ένα-ένα απ’ της πίκρας σου τ’ αυλάκι
Αυτές ήταν οι πεταλούδες με τα μισοκαμένα φτερά
Μια-μια τις μάζεψα
Από το δέρμα σου που −όπως σε προσκλητήριο
Μετά απ’ τη μάχη δε λέει «παρών» ο στρατιώτης
Που έπαιζε οκαρίνα και διασκέδαζε το λόχο−
Το δέρμα σου δε λέει «παρών»

Αυτά τα όστρακα κι αυτές τις πεταλούδες
Σ’ τα δίνω και τα ξαναπαίρνω
Μέχρι να παλιώσουν
Σα χαρτονομίσματα
Που παν από χέρι σε χέρι
Ή από φόνο σε φόνο

Καληνύχτα ώρα να φεύγουμε
Γαυγίζει το θάνατο
Το σκυλί.




ΙΙΙ


Κοιτάζει, κάνει μια τελευταία προσπάθεια
Εν ανάγκη σκουπίζεται με το μαντήλι του
Μέχρι να ξεβάψει
Μετά βγαίνει έξω με το φυσικό του χρώμα
Όπως όταν σε υπόγειο φυτρώνει
Μια τρυφερή φασουλιά που τεντώνεται
Και ξεμυτίζει απ’ τη χαραμάδα που μπάζει φως

Συναντάει ένα γνωστό τον χαιρετά και του λέει
Ότι στον τέταρτο όροφο περιμένει μια κυρία
Που τα μάτια της κλείνουν και ανοίγουν
Κάθε φορά σε άλλη σελίδα
Έτσι που να μαθαίνεις άκρες-μέσες
Το περιεχόμενο του βιβλίου
Παίρνεις το χέρι της το κρύβεις σ’ ένα κουτί
Και το ’χεις πάντα στη διάθεσή σου
Ακόμα κι όταν λείπουν τα τριζόνια
Και το συρτάρι παίρνει φωτιά με τα χειρόγραφα

Αυτά σκεφτόμουν και ήξερα πόσο γρήγορα
Παν τα τηλεγραφήματα με τις ευχές
Ή με την αγγελία θανάτου.




VII


Τώρα δώσ’ μου μια λέξη σου
Να σκάψω το στήθος μου να της βρω
Το πιο φωτεινό μέρος
Κι ας φύγει αργότερα όπως φεύγει η προσευχή

Αλήθεια πώς φυτρώνει πώς μεγαλώνει
Πόσο χορταστική είναι η προσευχή.






ΧΑΜΗΛΟΦΩΝΩΣ


Διότι είσαι το πρώτο εφετινό χελιδόνι που μπήκε απ’ το
      φεγγίτη έκαμε τρεις γύρους στο ταβάνι και ήσουν κα-
      τόπιν όλα μαζί τα χελιδόνια
Διότι είσαι μια μεριά ήρεμη της θάλασσας όπου το κύμα
      Κόβει κομμάτια το φεγγάρι και το ρίχνει στην ψιλή άμμο
      Διότι τα χέρια μου είναι άδεια σαν καρύδια που η ψίχα
      τους φαγώθηκε από παράσιτα
Κι εσύ τα γέμισες με τα μαλλιά σου και το μέτωπό σου
      Διότι στα μαλλιά σου περνώ τα δάχτυλά μου όπως περνάει
      ο αγέρας από φύλλα κυπαρισσιού
Διότι είμαι ένα σπίτι εξοχικό κι έρχεσαι μόνη το καλοκαίρι
      και κοιμάσαι
Και ξυπνάς πότε-πότε τα μεσάνυχτα ανάβεις τη λάμπα και
      θυμάσαι
Διότι θυμάσαι
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ κι ανάμεσα στα τελευταία πουλιά είμα-
      στε μαζί
Κι απέναντί μας η θάλασσα φθείρεται ν’ ανεβοκατεβαίνει
      τα δέντρα
Όπως πηγαίναμε σε μια κατηφοριά της Bάρκιζας
Κι ένα γύρω οι χρωματιστές πέτρες μάς ακολουθούσαν

Γιατί όταν σκύβω πάνω από πηγάδια βλέπω την επιφάνεια
      του νερού και λέω: να το ριζικό κι η ματιά της
Γιατί βλέπαμε μαζί τρεις τσιγγάνες κίτρινες τυλιγμένες
      απ’ το κόκκινο −σαν τα μάτια τού μπεκρή− λυκόφως
      Και είπαμε να το ριζικό να οι αγάπες βγήκαν στους δρό-
      μους για τον επιούσιο

Γιατί βλέπαμε μαζί τις τρεις τσιγγάνες
Να ’ρχονται και να χάνονται
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ
Κι ανάμεσα στα τελευταία πουλιά
Είσαι κείνο που γλύτωσε απ’ τα σκάγια

Γιατί είμαι γεμάτος από σένα και μπρος από κάθε τι από
      σκέψη από αίσθηση κι από φωνή
Είναι κάτι δικό σου που σαν αθλητής τερματίζει πρώτο
Γιατί τα βλέφαρά σου είναι βρύα σε σχισμάδες βράχων
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ.





ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΑ


…αίφνης η ανάγκη της νύχτας σε φέρνει εδώ
Αισθάνομαι το στόμα σου μικρή θαλασσινή σπηλιά
Στον αριστερό μου ώμο
Δεν έχω τίποτα να εκφράσω αφήνομαι στα χέρια μου
Ταχτοποιώ κι ετοιμάζω τις φωτιές του μεσημεριού

Πάνω στην άσπρη ζωή
Η σκέψη μια θολή ευθεία

Σαν μικρά χωριά που τα είδα απ’ το πλοίο
Σαν ξαφνικοί θόρυβοι τη νύχτα στην άκρη της θάλασσας
Που μας τρομάζουν για πολύ λίγο
Ήσουν την τελευταία ημέρα.





Από την ποιητική συλλογή «Εντός παρενθέσεως» (1945).
Πηγή: «Δ.Π. Παπαδίτσα - Ποίηση», Μέγας Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα, 1997.

Κυριακή 21 Απριλίου 2019

Δημήτρης Π. Παπαδίτσας, "Το φρέαρ με τις φόρμιγγες"





ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ


Λάμνουν στο αίμα μας νεανικές φρεγάδες
Που φρεσκοπλένουν κάθε αυγή τον άνεμο
Πόσα πλατάνια ονειρευτήκαμε
Με το οξυγόνο της αγάπης
Πόσες κρήνες με αλλόφρονα μηνύματα
Να θρυμματίζονται στην αιχμή του ύπνου

Τα κεντημένα επιφωνήματα στα χέρια μου
Εχέμυθη λιτανεία των άστρων
Τα κλείθρα της γαλάζιας θύρας που άνοιξε
Παντού πουλιά με ανοιχτούς ύπνους
Πετούν τα φτερά τους

Διαλύθηκα σε πουλιά
Με το ένστιχτο του ανέμου
Χάθηκα στο χορό της πλώρης
Που αντιφεγγούσε στα βαθειά νερά

Οι εσπερινοί περίπατοι στ’ αστέρια
Πέφτουν διαμάντια στην παλάμη της αυγής
Αγαπημένο πρόβλημα του στήθους μου
Εαρινό φτερούγισμα της ηλιαχτίδας
Που ράισες την ηρεμία της γης
Κι από τις πορφυρές ραγισματιές
Πετάγονται χίλια ουράνια τόξα.





ΔΙΑΤΤΟΝΤΕΣ


Περίλυπη νωχελική ανάπαυση
Καινούργια πτήση αναμονή και ειρήνη
Εδώ δίπλα σας είδα μια στιγμή
Με τα πυκνά βήματά σας
Σταματημένα σε όχθες λειψάνων

Είχε η καρδιά μου γίνει πυροτέχνημα
Με τη σγουρή κραυγή της
Γεμάτη φως κι επάνοδο

Απ’ τη φωνή από τη λόχμη του καθένα
Προβάλουν διθυραμβικά μαλλιά
Ένα μέτωπο λείο με γαλήνη οστράκου
Δυο μάτια μοιρασμένα παντού

Ομίχλη πέφτει στα νεκροταφεία
Οι σταυροί χάνονται ένας-ένας
Σα μια γριά ετοιμοθάνατη
Είναι η απήχηση του θανάτου.





~*~


Όλα τα φύλλα ανέμισαν το Μάιο
Μια κρήνη μια λεπτοκαμωμένη λεύκα τραγουδάει
Στο κυανό ελληνικό παράθυρο
Άλλαξα τον ήχο των βημάτων μου
Με το ζεστό ανέβασμα του Ικάρου
Κι ένα βραχάκι ομορφιάς κατρακυλάει
Απ’ τα μαλλιά μου ως το γέλιο μου ως τη φτέρνα.





~*~


Έρχονται ασημιά ποτάμια
Μ' ένα σωρό ωχρόφυλλα λησμονημένα
Κι αράζουν δίπλα μου
Ένα νησάκι βυθισμένο στα πρώτα εφτά χρόνια
Μοιράζεται σ’ όλους τους δρόμους
Που με ταξιδεύουν γυμνό από σκόνη

Τι να θυμηθώ σ’ αυτή τη χαραυγή με τον αλυσοδεμένο ήλιο
Που η φωνή τής σκλαβιάς ραΐζει το κρυστάλλινο αεράκι
Να ’χα τουλάχιστον ένα νεύμα πράο
Να κεντούσε στις παλάμες μου μια επιστροφή.





~*~


Σιωπή
Γύρω από μια πληγή
που αναβλύζει συλλαβές

Γύρω από μια πληγή
Λευκή αρμονία
Τι χάος

Στη θάλασσα του ύπνου
Πόσα χρυσόψαρα
Υμνούν την τρικυμία

Στα μάτια μας του ανέμου
Πουλιά με άφτερα ενδόμυχα
Χρησμοί της σιωπής.





Από τη συλλογή «Το φρέαρ με τις φόρμιγγες», (1943).
Πηγή: «Δ.Π. Παπαδίτσα - Ποίηση», Μέγας Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα, 1997.

Πηγή για την εικόνα:
https://mousikovlog.blogspot.com/2016/11/1922-1987.html