φωτιάς και δέντρου
και μας κόβει στη μέση
μας κόβει απ’ την ανατολή στη δύση
κόβει τη νύχτα των ποδιών και των χεριών σε αφανισμό φωτισμένο
τι είναι;
που γεννήθηκε μόλις πέθανε
και δεν το φύτεψε το τίποτα
το τίποτα που φύτεψε το τίποτά του στα λυγερά ανηφόρια της οδύνης
τ’ αναμμένα χέρια σε περπατάνε
κι όλα έχουν γίνει δάσος
που δεν μένει χωρίς φεγγαρόφως
χωρίς πάχνη και μάτια φτερωτών
και μόλις μ’ ένα κομματάκι αυγή κι ένα ξημέρωμα φευγάτο να σβήνει τα τελευταία του άστρα
(τα ονειρευτήκατε πώς έρχονται και φεύγουν σε κάθε θάνατο
πώς τ’ αντικαθιστάει η αγέννητη μνήμη
και πώς η μνήμη χωρίς αριθμό
σέο δ’ όστεα πύσει;)
κι όπως η γη φεύγει από το αστέρινο σώμα της
και κρίκος-κρίκος φεύγει η ασύλληπτη άλυσος του ερωτικού ουρανού
πάω να ουρλιάσω μα κάτι που το ξαναβλέπω με καταπραΰνει
ώς την αρχή κι ώς το τέλος
να κοιμηθούμε και ν’ ακούσουμε
κι όπως η Άτη ζαλίζει κεφάλια
με μια καλαμιά
και μια χρυσή ακρίδα στα φύλλα της
στου Αυγούστου τα αράγιστα ουράνια
βαθυστρόβιλη όρχηση
εσύ και τα δέκα σου δάχτυλα
μελιχόρταστο έντομο
στη βραδύπορη εσπέρα
γυρίζει απ’ τον αέρα
που πίνει την αίσθηση
θα μ’ έστρωναν θύελλες
φύλλα κλαδιά σπερμογόνια
έλυτρα σκόνη στεφάνια
εκεί που φυτεύτηκα
από εδώ ώς εκεί, σου λέω μείνε
και δεν ακούω τι μου λες
με ανάμματα και με φωνές
μνήμες λιθάρια ή λήθες
(σου ’λεγα κοίτα και μου ’λεγες πιες)
στο τέλος ή στην αρχή ζω
μετά με φυσάς και σε φυσώ
(με τόσο φως και δεν σε ξεχωρίζω)
κι ως σε μετράω μέχρι τα χίλια
όλο είσαι δυο κι όλο μισό
για την αφή μου και τα χείλια.
κι εγώ το ίδιο: μην έχοντας δει
απ’ το άνοιγμα του κεφαλιού σου τ’ άστρα
μην έχοντας ακούσει
του στόματος σου το μυστικό
και τα μυστικά των μαλλιών που τα δέρνει η άρμη
ακόμα και στη συκιά του και στη μινώα του κρήνη
και στο νερόφιδό του
και στο πηγάδι
πλάι στο ψηφιδωτό μου κορμί
πωρόλιθος φρενιάζω στις δώδεκα
πωρόλιθος από μέσα κι απ’ έξω
έχω μάτι που θα πολεμήσει με το φίδι όλη τη μέρα
έχω χέρι πάμφωτο απ’ το χορτάρι
έχω φωνή που την ακούνε τα αδιόρατα αυτιά
έχω ποδάρια αραχνιασμένα απ’ τα φαράγγια του Άδη
έχω ορμόνες άγριες
κι ο ουρανός μού απορροφάει την τρέλα και μου δίνει αιθάλη
μες στη θαλασσοφάγωτη ζωή μου
όταν συντροφεύω τον ίσκιο
απ’ το πρωί εδώ αιώνες
με καρφωμένα στα μάρμαρα χέρια
έτλη ες άντα ο τάφος της ήταν
και είμαι θαμμένος λέω λάφυρο της καρποδότρας γης
κάτω από ένα λόφο χώμα κοντά στις Μυκήνες
κι όσοι δεν ξέρουν σκάβουν στον Ορχομενό
όλο και καταντούσε άσπρο κόκαλο
κι άσπρα γινόντουσαν όλα όπως τα δόντια του στην απριλιάτικη φύση
και πολλά άλλα χρώματα και καρποί του νου
του νου που το ψέμα του λάμπει απ’ άκρη σ’ άκρη
και πάλι τα κομματάκια (μας) πού φυτρώνουν εδώ κι εκεί.
ώς και στη Δήλο (τι ήταν να το πω αυτό το νησί
και με χιλιοδιαβήκαν οι σαύρες
και τα χρυσάφια και τα μουρμουρητά των καθαρμών)
κι έχω στ’ αυτιά μου το κοπάνισμα του σταριού και της κανέλας
και το φτέρνισμα απ’ το τριμμένο πιπέρι
και την τριζοβολιά της φωτιάς του φούρνου
και το βροντερό «έκτανε Λητοϊδην» που ακούστηκε τη νύχτα
κι έβγαιναν ένα-ένα τα κεφάλια απ’ τις πόρτες
όπως αναμμένα λυχνάρια
μη με ξυπνάτε
τώρα με περιδινίζει το απέραντο άσπρο
κι όπως μινωικό λουλούδι
πια δεν μπορώ να μιλήσω.
της Μάνης πετροκάμινο
(μνήμη ξεχειμωνιάστρα)
να δύω και ν’ ανατέλλω;
Πηγή: «Δ.Π. Παπαδίτσα, Ποίηση», Μέγας Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα, 1997.