Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2020

Ιβάν Γκολ, "Πολλαπλή γυναίκα"




ΠΟΛΛΑΠΛΗ ΓΥΝΑΙΚΑ

Ι

Γιατί ποτέ δεν είσαι μόνη μαζί μου
γυναίκα ανεξερεύνητη, πιο ανεξερεύνητη κι από την άβυσσο
όπου αργοπορούν οι πηγές του παρελθόντος

Οι άγνωστες μητέρες σου, με κόκκινες χειρονομίες
αμφισβητούν τον έρωτά μας μες στο μεγάλο δάσος
πάνω στα σκαλοπάτια των γκρεμισμένων πολιτειών τους

Και πίσω από τις πύλες της καρδιάς σου
ακούγονται γίγαντες ν’ ανεβαίνουν
προς την απόλυτη βασιλεία του ανθρώπου

Ακούς τη φωνή μου να τραγουδάει τ’ όνομά σου
σε ένα αυτί
που το κατοικούν ωκεανοί προαιώνιοι;





ΜΑΥΡΗ ΑΓΟΡΑ


Το κίτρινο οινόπνευμα της τρέλλας ξεχειλίζει τους πανάρχαιους
         βάλτους
ο αητός με το ψειριασμένο πούπουλο βασανίζεται από την
         καταισχύνη της πείνας

         Και στην ταπεινωμένη γη
         απομένουν μόνο βαθιά μνήματα

Ποιος ψαράς θα μου πουλήσει το ψάρι της χίμαιρας;
ποιος φούρναρης θα ψήσει το τελευταίο μου ψωμί;

         Τη νύχτα η γυναίκα αφήνει στα χέρια του εραστή της
         το φόβο που κούρνιαζε στον κόρφο της

Είδα την παρέλαση των βασιλιάδων στον Κάτω Δρόμο
τον Αλφόνσο τον Εδουάρδο τον Κάρολο τον Ουμβέρτο και
         τους τέσσερις ρηγάδες της τράπουλας

         να πετάνε το σκουριασμένο στέμμα τους
         στα παλιοσίδερα





ΓΙΑΤΙ ΔΕ ΣΕ ΔΙΑΚΡΙΝΩ


Με όλους τους καθρέφτες μου τα χίλια μάτια μου
γιατί δε σε διακρίνω
παρά μόνο ανάμεσα από τα κάγκελα της γραφής
μέσα στη φυλακή του τριγώνου μες στην παντοτεινότητα
         του κύκλου
ή μες στην έρημο της άσπρης σελίδας;

Τρώω το αυγό και τη φτερούγα του αετού
όμως δεν κατακτώ
παρά μόνο με τη λέξη
αυτό που μου ξεφεύγει
μεσ’ απ’ το φίλτρο των βλεφαρίδων και των χεριών





ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ Τ’ ΑΜΕΤΡΗΤΑ ΜΑΤΙΑ


Τη νύχτα κάτω από τα κλειστά σου βλέφαρα
με κοιτάζουν τα σιντεφένια μάτια σου
μάτια μάγισσας

Ποτέ δεν είμαι σίγουρος για τη μοναξιά μου
τα μάτια σου που τα ’φεραν οι νυχτοπεταλούδες
καρφώνονται επάνω μου και ψάχνουν τα όνειρά μου

Γυναίκα μου ολοφώτεινη
αστραφτερή σαν χαλαζίας
καταμεσής του ύπνου μου





ΔΑΜΑΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ


Μάταια η θύελλα σε καταδιώκει
εξαπολύοντας πίσω σου τα ηλεκτρικά λιοντάρια της

Μάταια ο φόβος του βουνού
αναδεύει τ’ αραχνοΰφαντα πέπλα σου

Εκατό χιλιάδες τριαντάφυλλα ζημιά
ο μεγάλος βράχος αποκεφαλισμένος
το σπίτι όλο ζημιές ώς το παραγώνι

Μα όταν η θύελλα πήγε να σ’ αγγίξει
Ω Κλαίρη του ξάγναντου
δαμάστρια της αστραπής

Το διαμάντι της καρδιάς σου
την κυνήγησε με το πάναγνο πρίσμα του



Μετάφραση: Ε.Χ. Γονατάς




Από τη συλλογή «Πολλαπλή γυναίκα» (1956).
Πηγή: «Ιβάν Γκολ - Ποιήματα [1920-1950] - Επιλογή, μετάφραση, επίμετρο, σημειώσεις, Ε.Χ. Γονατάς», εκδ. Στιγμή, 2003.

Στην εικόνα: Stéphane Mallarmé, “Hecate, Greek goddess of the crossroads” (1880).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2020

Γιώργος Χειμωνάς, "Πεισίστρατος" (απόσπασμα)




Ο βασιλιάς της καρθαγένης


Τάχα περπατούσα καταμεσίς στην κοίτη ενός ξεροπόταμου και βρήκα λέει έναν θώρακα χελώνας κι έσκυψα να τον περιεργαστώ. Όμως αντί την σταχτιά μούρη και τα χοντρά ποδάρια με τα σκληρά λέπια της χελώνας είδα ένα άσπρο φιδάκι αταίριαστα μικρό μέσα στο ευρύχωρο θολωτό καύκαλο και φαινότανε πεθαμένο. Τότε φοβήθηκα και ρίγησα από σιχασιά κι έσπασα με το πόδι μου το χελωνίσιο καύκαλο το πάτησα με δύναμη για να χώσω το φίδι μέσα στην άμμο και να μην με τρομάζει πια όμως το ένιωσα κάτω απ’ τη φτέρνα μου να ζωντανεύει και να σπειρώνεται κι έτρεμε και το πατούσα παρόλη μου τη σιχασιά και με πείσμα. Σιγά σιγά το πόδι μου χωνόταν στην άμμο χώθηκα όλος μέσα στην άμμο όλα σκοτείνιασαν και το φίδι δε σπάραζε πια και χάθηκε. Αν ήταν παραμύθι το φίδι θα μιλούσε ανθρωπινά και θα ’λεγε πιάσε με είμαι το κλειδί που ανοίγει την άλλη πόρτα. Θα ήταν κάποια αφή − έτσι έλεγε ένα βιβλίο πως τα ερεθίσματα παίζουν καμμιά φορά ρόλο στα όνειρα μάλιστα κάποιος που κοιμόταν και του χάιδεψαν με φτερό τα χείλια και την μύτη μόλις που τ’ ακουμπήσανε ονειρεύτηκε πως τον βασάνιζαν πως του έβαζαν πίσσα στο πρόσωπο κι ύστερα την τραβούσαν μαζί με το δέρμα. Ύστερα ήμουν στην κορυφή του πιο ψηλού βουνού και δίπλα μου ήταν ένας άρχοντας μεγαλοπρεπής και συμπορευόμασταν αρμονικά σ’ έναν δρόμο με επίσημα ορθωμένο κεφάλι και τριγύρω παντού ένα πλήθος αόρατο κι άφωνο επευφημούσε ενθουσιασμένα εμάς τους δυο τους ξεχωριστούς. Ο δρόμος τέλειωνε και βρεθήκαμε μπρος σ’ ένα χάος κι έσκυψα να δω. Είδα την γη χαμηλά πολύ μακρυά κάτω τόσο που έβλεπα την στρογγυλότητά της κι όσο κι αν έγειρα δεν έβλεπα τίποτε που να ενώνει εκείνο τον υπερκόσμιο εξώστη όπου ήμουν ανεβασμένος με την γη. Όταν κοίταξα τα πλαϊνά μου είδα πως ήμουν πάνω σ’ έναν βράχο που έμοιαζε με πολύτιμο λιθάρι και τα ακανόνιστα μικρά επίπεδα της επιφανείας του αστραφτοκοπούσαν στο φως κάποιου αθέατου ήλιου κι αγνάντευα πάντα την μακρυνή γη. Ήταν ένα απερίγραπτο αίσθημα ελευθερίας μια φωτεινή αίσθηση αποδέσμευσης και λυτρωμού ήμουν σε πλήρη έξαρση ήμουν ένας τεράστιος πνεύμονας γυμνός που αχόρταγα ανέπνεε τον καθαρό αέρα και μεγάλωνε μεγάλωνε άπλωνα ανεμπόδιστα την ύπαρξή μου πάνω στον ουράνιο βράχο μιαν ασύνορη αστρικήν ύπαρξη συνέχεια διαστελλόμενη. Το βάραθρο που έχαινε κάτω μου δεν με φοβέριζε δεν μου έφερνε ίλιγγο ίσα ίσα τόνιζε την εξωγήινη μεταρσίωσή μου. Ύστερα ηχήσαν πολλές μακρυνές χαρούμενες σάλπιγγες κι ο άρχοντας στο πλάι μου είπε μ’ ευγενική φωνή καιρός ν’ ετοιμαστείς για την στέψη θα σε κάνουμε βασιλιά της Καρθαγένης. Στο τέλος τ’ όνειρο ξέφτισε έσβησε μπερδεύτηκε με σκηνές φτηνές κι ανόητες καθώς συχνά γίνεται στα όνειρα που έχουν κάποια ασυνήθιστη διάρκεια. Ήτανε μια δροσιά που ήρθε με τρόπο που δεν περίμενα καθόλου και μου πράυνε το μυαλό και την ψυχή και την άλλη μέρα ένιωθα ευφορία κι ευεξία πρωτόγνωρη κέφι και αισιοδοξία. Εκείνη η έστω στ’ όνειρο μεγαλειώδης ανάταση η κορυφωμένη στο ανώτατο ευτυχισμένη αποθέωση ήταν μια μετάγγιση ζωής που έκανε η ψυχή μου στον ίδιο της τον εαυτό και δεν έψαξα ν’ αναλύσω αυτή την απρόοπτη ενύπνια ψυχική στροφή και να δικαιολογήσω αυτό τ’ ορμητικό ξέσπασμα της μεγαλομανίας και μονάχα χαιρόμουν η χαρά μου ήταν πλατειά και σταθερή σαν την σίγουρη χαρά που καταλείπει σαν περάσει ένας ενθουσιασμός. Το μυαλό μου ξαναγύρισε στον Πεισίστρατο ξαναμμένο. Γιατί ο Πεισίστρατος είναι το μεγάλο μου βήμα το μεγάλο και το πρώτο. Θα τον ξαναγράψω από την αρχή και θα τον απλώσω θα τον κάνω καλλίτερο και φοβερώτερο γιατί έτσι πρέπει να γίνει γιατί αλλοιώς θα πεθάνω. Θα τον αλλάξω





Από το βιβλίο «Πεισίστρατος» (1960).

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2020

Κική Δημουλά, "Το λίγο του κόσμου"




ΠΕΡΑΣΑ

                           Because these wings are no longer wings to fly
                                                                                       T.S. Eliot


Περπατώ και νυχτώνει.
Αποφασίζω και νυχτώνει.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Υπήρξα περίεργη και μελετηρή.
Ξέρω απ’ όλα. Λίγο απ’ όλα.
Τα ονόματα των λουλουδιών όταν μαραίνονται,
πότε πρασινίζουν οι λέξεις και πότε κρυώνουμε.
Πόσο εύκολα γυρίζει η κλειδαριά των αισθημάτων
μ’ ένα οποιοδήποτε κλειδί της λησμονιάς.
Όχι δεν είμαι λυπημένη.

Πέρασα μέρες με βροχή,
εντάθηκα πίσω απ’ αυτό
το συρματόπλεγμα το υδάτινο
υπομονετικά κι απαρατήρητα,
όπως ο πόνος των δέντρων
όταν το ύστατο φύλλο τους φεύγει
κι όπως ο φόβος των γενναίων.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Πέρασα από κήπους, στάθηκα σε συντριβάνια
και είδα πολλά αγαλματίδια να γελούν
σε αθέατα αίτια χαράς.
Και μικρούς ερωτιδείς, καυχησιάρηδες.
Τα τεντωμένα τόξα τους
βγήκανε μισοφέγγαρο σε νύχτες μου και ρέμβασα.
Είδα πολλά και ωραία όνειρα
και είδα να ξεχνιέμαι.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Περπάτησα πολύ στα αισθήματα,
τα δικά μου και των άλλων,
κι έμενε πάντα χώρος ανάμεσά τους
να περάσει ο πλατύς χρόνος.
Πέρασα από ταχυδρομεία και ξαναπέρασα.
Έγραψα γράμματα και ξαναέγραψα
και στο θεό της απαντήσεως προσευχήθηκα άκοπα.
Έλαβα κάρτες σύντομες:
εγκάρδιο αποχαιρετιστήριο από την Πάτρα
και κάτι χαιρετίσματα
από τον Πύργο της Πίζας που γέρνει.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη που γέρνει η μέρα.

Μίλησα πολύ. Στους ανθρώπους,
στους φανοστάτες, στις φωτογραφίες.
Και πολύ στις αλυσίδες.
Έμαθα να διαβάζω χέρια
και να χάνω χέρια.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Ταξίδεψα μάλιστα.
Πήγα κι από δω, πήγα κι από κει…
Παντού έτοιμος να γεράσει ο κόσμος.
Έχασα κι από δω, έχασα κι από κει.
Κι από την προσοχή μου μέσα έχασα
κι απ’ την απροσεξία μου.
Πήγα και στη θάλασσα.
Μου οφειλόταν ένα πλάτος. Πες πως το πήρα.
Φοβήθηκα τη μοναξιά
και φαντάστηκα ανθρώπους.
Τους είδα να πέφτουν
απ’ το χέρι μιας ήσυχης σκόνης,
που διέτρεχε μιαν ηλιαχτίδα
κι άλλους από τον ήχο μιας καμπάνας ελάχιστης.
Και ηχήθηκα σε κωδωνοκρουσίες
ορθόδοξης ερημίας.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Έπιασα και φωτιά και σιγοκάηκα.
Και δεν μου ’λειψε ούτε των φεγγαριών η πείρα.
Η χάση τους πάνω από θάλασσες κι από μάτια,
σκοτεινή, με ακόνισε.
Όχι, δεν είμαι λυπημένη.

Όσο μπόρεσα έφερ’ αντίσταση σ’ αυτό το ποτάμι
όταν είχε νερό πολύ, να μη με πάρει,
κι όσο ήταν δυνατόν φαντάστηκα νερό
στα ξεροπόταμα
και παρασύρθηκα.

Όχι, δεν είμαι λυπημένη
Σε σωστή ώρα νυχτώνει.





Ο ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ


Ο έρωτας,
όνομα ουσιαστικόν,
πολύ ουσιαστικόν,
ενικού αριθμού,
γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,
γένους ανυπεράσπιστου.
Πληθυντικός αριθμός
οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.

Ο φόβος,
όνομα ουσιαστικόν,
στην αρχή ενικός αριθμός
και μετά πληθυντικός:
οι φόβοι.
Οι φόβοι
για όλα από δω και πέρα.

Η μνήμη,
κύριο όνομα των θλίψεων,
ενικού αριθμού,
μόνον ενικού αριθμού
και άκλιτη.
Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.

Η νύχτα,
όνομα ουσιαστικόν,
γένους θηλυκού,
ενικός αριθμός.
Πληθυντικός αριθμός
οι νύχτες.
Οι νύχτες από δω και πέρα.





ΟΙ ΛΥΠΗΜΕΝΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ


Με ημέρα αρχίζει ή εβδομάδα,
με ημέρα τελειώνει,
Κι η Κυριακή, κόμπος σφιχτός
να μη λυθούν οι εβδομάδες.
Έρχεται πάντα από το ίδιο Σαββατόβραδο
και φέρνει λίγο ύπνο παραπάνω το πρωί
και το θεό, όσο τον δίνουν οι ορθρινές καμπάνες.
Λίγο να σταθείς στ’ ανοιχτά παράθυρα
και να κοντοσταθείς σ’ αυτά πού δε συμβαίνουν,
περνάει η ώρα.
Δημοτικά τραγούδια απ’ τα παράθυρα
ποια γυναί-  ποια γυναί-  ποια γυναίκα θα σε πάρει,
σιγά σιγά η Κυριακή μεσουρανεί
σαν τρομαγμένη απορία.

Στις γειτονιές
περνάνε γύφτισσες να πω το ριζικό σου,
ποια γυναί-  ποια γυναί-  ποια γυναίκα θα σε πάρει,
δημοτικά τραγούδια απ’ τα παράθυρα, ριζικά.
Πιο πέρα κάποιο ντέφι, εν’ αρκουδάκι
δείξε πώς βάζουν πούδρα τα κορίτσια
στον καθρέφτη, πώς γδύνεται η Μονρόε…

Μη γελάς. Βρέθηκε κάποτε νεκρή η Μονρόε.
Με πράγματα πού δεν αντέχουν μη γελάς.
Αχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
πώς μοιάζουν στους τυφλούς οργανοπαίχτες
στους δρόμους τους εμπορικούς, τις Κυριακές.

Να είχαμε μιαν άνοιξη.
Μη γελάς.
Με πράγματα που δεν υπάρχουν μη γελάς.
Ας λένε τα πουλιά κι οι μυρωδιές στα πλάγια
πως είναι Απρίλης.
Το λένε τα πουλιά κι οι έρωτες των άλλων.
Εμένα μ’ εξαπατούνε οι θεοί
κάθε που αλλάζει ο καιρός,
κάθε που δεν αλλάζει.
Μη γελάς.
Έαρ δε γίνεται
με ρίμες
ήλιοι - Απρίλιοι,
ήλιοι - Απρίλιοι,
ομοιοκατάληκτες στιγμές,
χρόνος χρωμάτων,
στρέμματα φωτός,
χαμομηλιών ανυπομονησία να μυρίσουν.
Δημοτικά τραγούδια απ’ τα παράθυρα
ποια γυναί-  ποια γυναί-  ποια γυναίκα θα σε πάρει,
και όλα τ’ άλλα τρόποι
για να πεθαίνουνε ανώδυνα τα ημερολόγια.

Την Κυριακή τραβάει σε μάκρος
των τραγουδιών η αγωνία
ποια γυναί-  ποια γυναί-

Αχ, οι λυπημένες φράσεις, οι λυπημένες λέξεις,
στους δρόμους τους εμπορικούς,
τις Κυριακές τις ανοιξιάτικες.





ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 1948


Κρατώ λουλούδι μάλλον.
Παράξενο.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
πέρασε κήπος κάποτε.

Στο άλλο χέρι
κρατώ πέτρα.
Με χάρη και έπαρση.
Υπόνοια καμιά
ό,τι προειδοποιούμαι γι’ αλλοιώσεις,
προγεύομαι άμυνες.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
πέρασε άγνοια κάποτε.

Χαμογελώ.
Η καμπύλη του χαμόγελου,
το κοίλο αυτής της διαθέσεως,
μοιάζει με τόξο καλά τεντωμένο,
έτοιμο.
Φαίνετ’ άπ’ τη ζωή μου
πέρασε στόχος κάποτε.
Και προδιάθεση νίκης.

Το βλέμμα βυθισμένο
στο προπατορικό αμάρτημα:
τον απαγορευμένο καρπό
της προσδοκίας γεύεται.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
πέρασε πίστη κάποτε.

Η σκιά μου, παιχνίδι του ήλιου μόνο.
Φοράει στολή δισταγμού.
Δεν έχει ακόμα προφθάσει να είναι
σύντροφος μου ή καταδότης.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
πέρασ’ επάρκεια κάποτε.

Συ δε φαίνεσαι.
Όμως για να υπάρχει γκρεμός στο τοπίο,
για να ’χω σταθεί στην άκρη του
κρατώντας λουλούδι
και χαμογελώντας,
θα πει πως όπου να ’ναι έρχεσαι.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
ζωή πέρασε κάποτε.





ΒΑΘΕΙΑ ΑΥΛΑΞ


Καληνύχτα...

Με κούρασε πολύ η Κυριακή.
Πολλή Κυριακή για έναν άνθρωπο.
Με κούρασε κι αυτός ο γάμος «στις οκτώ»,
ο λόγος ο αμετάφραστος έσονται εις σάρκα μίαν
κορίτσι πάλι η σκέψη, και ταξίδευε
μ άσπρα ανοιχτά σεντόνια.

Κι ύστερα όλ’ αυτά τα Κολωνάκια που κατέληξα
μεγάλωσαν την κούραση.
Μπορεί να έφταιγε ο καιρός,
κάτι σαν φθινοπωρινός
και λίγο σαν χαμένος.
Μπορεί να φταίξανε
οι νέες και οι έφηβοι.
Ως σημαιούλες υπερχρόνου εορτάζοντος
περνούσαν, όπως περνούσα κάποτε,
και με κούρασαν.
Αλλά κι αυτά των κυριών τ’ άρρωστα μάτια
τα μάτια αρρωσταίνουνε βαριά
όταν θέλουν να δουν τι είναι πίσω από άλλα μάτια.
Είδα να ’χουν πιαστεί σε κάποιο δίχτυ νοσταλγίας
που το τραβούσαν σκοτεινοί στην πρόθεση ψαράδες
− καιροί αλιείς.
Αδιέξοδες κυρίες...
Είδα, όπου πηγαίνει η ώρα τους, να βρέχει.

Εκείνο το εις σάρκα μίαν
ακόμα δεν μου επέστρεψε τη σκέψη
κορίτσι ακόμα η σκέψη, ταξιδεύει
μ’ άσπρα ανοιχτά σεντόνια.
Αλλού εγώ κι αλλού η σκέψη,
μεγάλη πάντα κούραση.
Με κούρασε πολύ αυτό το «πάντα».

Κάποιος μιλάει δίπλα μου για ασκήσεις, θαρρώ
«βαθεία αύλαξ» λέει.
Ναι. Βαθεία αύλαξ.
Καληνύχτα.

Πικρίζει ο Λυκαβηττός μέσα στο βλέμμα.
Με κούρασε πολύ αυτή η γεύση,
κι αυτά τα δέντρα που βαδίζουν μόνα τους
κάτω από φυλλορροημένες συναντήσεις.

Καληνύχτα.
Πολλή Κυριακή για έναν άνθρωπο.
Ένα σκληρό χαμόγελο στο πρόσωπο του κόσμου.
Με κούρασε πολύ το πρόσωπο του κόσμου.
Κι εσύ να είσαι ένα ποτήρι
στο πάνω πάνω ράφι
που δεν φτάνω.





ΑΦΗΣΑ ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΡΩ


Από τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα:
δεν έλυσα κανένα.
Ούτε κι αυτά που θέλαν να πεθάνουν
πλάι στα παιδικά μου χρόνια:
έχω ένα βαρελάκι που ’χει δυο λογιών κρασάκι.
Το κράτησα ώς τώρα
αχάλαστο ανεξήγητο,
γιατί ώς τώρα
δυο λογιών κρασάκι
έχουν λυμένα κι άλυτα που μου τυχαίνουν.
Συμβίωσα σκληρά
μ’ έναν ψηλό καλόγερο που κόκαλα δεν έχει
και δεν τον ρώτησα ποτέ
ποιας φωτιάς γιος είναι,
σε ποιο θεό ανεβαίνει και μου φεύγει.

Δεν του λιγόστεψα του κόσμου
τα προσωπιδοφόρα πλάσματά του,
του ανάθρεψα του κόσμου το μυστήριο
με θυσία και με στέρηση.
Με το αίμα που μου δόθηκε
για να τον εξηγήσω.
Ό,τι ήρθε με δεμένα μάτια
και σκεπασμένη πρόθεση
έτσι το δέχτηκα
κι έτσι τ' αποχωρίστηκα:
με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση.
Αίνιγμα δανείστηκα,
αίνιγμα επέστρεψα.
Άφησα να μην ξέρω
πώς λύνεται ένα χθες,
ένα εξαρτάται,
το αίνιγμα των ασυμπτώτων.
Άφησα να μην ξέρω τι αγγίζω,
ένα πρόσωπο ή ένα βιάζομαι.

Ούτε κι εσένα σε παρέσυρα στο φως
να σε διακρίνω.
Στάθηκα Πηνελόπη
στη σκοτεινή ολιγωρία σου.
Κι αν ρώτησα καμιά φορά πώς λύνεσαι,
πηγή αν είσαι ή κρήνη,
θα ’ταν κάποια καλοκαιριάτικη ημέρα
που, Πηνελόπες και όχι,
μας κυριεύει αυτός ο δαίμων του νερού
για να δοξάζεται το αίνιγμα
πώς μένουμε αξεδίψαστοι.

Από τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
Αναμάρτητη:
αξεδίψαστη.
Στο αίνιγμα του θανάτου
πάω ψυχωμένη.





Από τη συλλογή «Το λίγο του κόσμου», (1971).
Πηγή: «Κική Δημουλά - Ποιήματα», Ίκαρος, δ΄ έκδοση, 2002.
Πηγή για την εικόνα: real.gr

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020

Περιοδικό Δίοδος 66100, τεύχος 17




Δίοδος 66100
Εξάμηνη περιοδική έκδοση Λόγου και Τέχνης
Περίοδος Α΄, τεύχος 17, Ιανουάριος 2020

ΠEPIEXOMENA

    4   Έλλη Παγκάλου:  Γυμνάσιο Δράμας. Η εκπαιδευτική διάσταση του τοπίου
  16   Δημήτρης Βλάχος:  Όμηρος - Μιγκέλ ντε Θερβάντες: Τα δυο ακρογιάλια.
         Μια τοπολογία του ποιητικού sub specie aeternitatis
  28   Γεωργία Μπακάλη:  Τα ’20s και τα ’30s της Δράμας. Μια περιδιάβαση
         στη ζωή της -όχι και τόσο- ανέμελης δραμινής «belle epoque»
  44   Δήμητρα Πατρωνίδου:  Ο εορτασμός των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου
         στην πλατεία της Δράμας, την 24η Μαΐου 1944
  51   Νίκος Εμμανουηλίδης:  Εκτέλεση στην Πλατεία: Οι βουλγαρικές ωμότητες
         στα Κύργια, μετά την καταστολή της εξέγερσης του 1941
  54   Γεωργία Μπακάλη - Δημήτρης Ι. Σφακιανάκης:  Η Δράμα υποδέχεται τους
         πρόσφυγες του εθνικού ξεριζωμού (1922-1924): Προβλήματα και προκλήσεις

         ΠΟΙΗΣΗ
  67   Χρήστος Τζίκας
  68   Μαρία Κουγιουμτζή
  69   Χρυσούλα Σπυρέλη
  70   Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης
  71   Χριστίνα Καραντώνη
  72   Πηνελόπη Γιώσα
  73   Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου
  74   Ανδρέας Καρακόκκινος
  76   Κώστας Θ. Ριζάκης

         ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ
  78   Ἄρτεμις Μουρατίδου*:  Χαράζω πορεία

         ΔΡΑΜΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
  92   Κώστας Παπαθανασίου:  Συνέντευξη στον Βασίλη Τσιαμπούση
107   Γιάννης Μενεσίδης:  Αισθητικές προσεγγίσεις στη ζωγραφική επιφάνεια
112   Κώστας Βιδάκης:  Αβερλία της Ροδόπης. Haberlea rhodopensis.
         Ένα τροπικό φυτό στα βουνά της Δράμας

         ΠΟΙΗΣΗ
114   Τασούλα Κιοσέ
115   Δημήτρης Τσινικόπουλος
116   Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη
117   Γιώργος Γάββαρης
118   Δημήτρης Α. Δημητριάδης
120   Κώστας Σαμαρτζίδης
122   Ιωάννα Μ. Αθανασιάδου
124   Τάσος Πορφύρης
125   Νίκος Κοσμίδης

         ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
126   Έλσα Κορνέτη:  Μελάνι πικρό
128   Γιώργος Μυλωνάς:  Η γριά Βδοκιώ
136   Νίκος Ι. Καρμοίρης:  Το Μνήμα

         ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
143   Δημήτρης Ουζούνης:  Καθημερινές Ιστορίες
         της Γεωργίας Ιμσιρίδου

157   Ειρήνη Δομακίνη:  Αποτυπώσεις της Μαρίας Μαγδαληνής στη ζωγραφική
         του 17ου αιώνα
170   Γιάννης Πολυβώτης:  Αγρύπνια
171   Περικλής Σφυρίδης:  Σωτηρία Σταυρακοπούλου, Τα εσώψυχα του Ντίνου
         Χριστιανόπουλου. Μια εκ βαθέων δεκαετής συνομιλία 2004-2012
179   Γιώργος Δελιόπουλος:  Η ποιητική μεταστοιχείωση της ελληνικής κρίσης
         (Για την ποιητική ανθολογία Θησαυροί της άμμου)
183  Θεοπούλα Τσαπάνη:  Όχημα μεταφοράς ιδεών και αντιλήψεων

186  ΠΟΙΗΣΗ - Λιχνεύματα (Επιλογή ποιημάτων από πρόσφατες εκδόσεις)

        ΑΡΧΕΙΟ
192  Διαμαντής Λαζαρίδης. Του Βασίλη Γ. Χατζηθεοδωρίδη



Το περιοδικό Δίοδος εκδίδει η Δημοτική Κοινωφελής Επιχείρηση Κοινωνκής Πολιτιστικής και Τουριστικής Ανάπτυξης Δήμου Δράμας και τα έξοδα έκδοσης καλύπτει η εταιρία Raycap.
Διευθυντής σύνταξης:  Βασίλης Τσιαμπούσης
Συντακτική επιτροπή:  Αλέξανδρος Αραμπατζής, Καλλιόπη Εξάρχου,
         Αθανάσιος Κάζης, Γιώργος Κασαπίδης, Δημήτρης Σφακιανάκης
Σχεδιασμός, layout, εικονογράφηση:  Αλέξανδρος Ν. Κόντης
Φωτογραφίες - επεξεργασία φωτογραφιών:  Κώστας Βιδάκης
Επιμέλεια κειμένων:  Δημήτρης Σφακιανάκης, Γεωργία Μπακάλη

Τηλέφωνο για συνδρομές: 2521055700 (κα Μαρία Λιθοξοπούλου).
e-mail:  diodos66100@gmail.com 


* Έργο εξωφύλλου:  Ἄρτεμις Μουρατίδου: Ἕναν μῦθο θὰ σᾶς πῶ, (λάδι καὶ ἀνεξίτηλος μαρκαδόρος σὲ καμβᾶ ἀπὸ ὑαλόνημα, 120×160 ἑκ.)


Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2020

Κώστας Ριτσώνης, "Η βραχνή φωνή"




***

Χάνομαι εκεί που αρχίζουν τα τραγούδια

στα μπακαλικάκια
εκεί που οι μπεκρήδες τραγουδούν





***

Ήρθα στο ξενυχτάδικο
μόνο για ένα ποτό
και για ν’ ακούσω τραγούδια

δε γυρεύω γυναικεία συντροφιά
έχω προχωρημένη μοναξιά





***

Μεράκλωσα με το τραγούδι
που έλεγε για κλειδαριές
και για καρδιές

(του ’χε πέσει το κλειδί στο πηγάδι
πώς θα ξεκλείδωνε την καρδιά της;)

Αν θελήσει η καρδιά
λυγίζει η κλειδαριά
δε χρειάζονται βουτιές





***

Γεμάτος μοναξιά καπνίζω
μπροστά στα καπνοχώραφα
χωρίς να νοιάζομαι για τους χωριάτες
που με κόπο μαζεύουν τα καπνά





***

Ένα τηλεφωνικό καλώδιο
ριγμένο στο χωράφι
μεταφέρει κρυφές συνομιλίες

αν κοπεί τα μυστικά
θα ξεχυθούν στα χόρτα
και θα πρασινίσουν

Ένα άλλο θαμμένο
σε βαθύ χαντάκι

όταν κάποιος ποντικός
μασάει το σύρμα
τα λόγια που ξεφεύγουν
πνίγονται στο στόμα του





Η ΓΙΑΛΑΝΤΡΑ


Καλύτερα περνούσε
φυλακισμένη στο χωριό
σε ευρύχωρο κλουβί
κελαηδούσε πιο άνετα
έβλεπε μακριά πρασινάδες

τώρα στην Αθήνα
το πολύ πολύ ν’ ακούσει το κελάηδισμα
μιας άλλης γιαλάντρας
φυλακισμένη κι αυτή
σε μακρινό μπαλκόνι





***

Γιατί κατηγορείτε τον αλήτη
που κατουρά στο ντουβαράκι
κοντά στην είσοδο του Υπουργείου;
Ο προστάτης του τον βασανίζει

κι εσείς με τόσους προστάτες
βουλευτές, μπαρμπάδες
που σας διορίζουν σε γραφεία
με καμπινέδες καθαρούς
τα βάζετε με ένα φουκαρά





***

Βάδιζε μες στην Αθήνα
και γράφε ποιήματα
για σκονισμένα παπούτσια





Από τη συλλογή «Η βραχνή φωνή (ποιήματα 1969-2001)» Ποιήματα των Φίλων, 2003.

Πηγή: το λογοτεχνικό ιστολόγιο Στο τραίνο της ποίησης :