Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ, "Το σώμα είναι..."


(Augyst Ρodin, "Le penseur")


ΤΟ ΣΩΜΑ ΕΙΝΑΙ Η ΝΙΚΗ ΚΑΙ Η ΗΤΤΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ


Το σώμα είναι η Νίκη των ονείρων
όταν ασύστολο σαν το νερό
σηκώνετ’ απ’ τον ύπνο
με κοιμισμέν’ ακόμα τις βούλες
τις ουλές, τα τόσα τα σημάδια
τους σκούρους ελαιώνες του
ερωτευμένους
δροσερούς μέσα στη χούφτα.

Το σώμα είναι η Ήττα των ονείρων
σαν κείται μακρύ κι αδειανό
–να φωνάξεις μέσα ακούς την ηχώ–
με τις αναιμικές τριχίτσες του
ανέραστο απ’ το χρόνο
βογκάει, πλήγεται
μισεί την κίνησή του
ξεθωριάζει σταθερά
το αρχικό του μαύρο
ξυπνώντας ζεύεται την τσάντα
από δαύτη κρέμεται μαρτυρικά
ώρες μέσα στη σκόνη.

Το σώμα είναι η Νίκη των ονείρων
όταν βάζει το ένα πόδι μπρος στο άλλο
και κερδίζει τον συγκεκριμένο χώρο.
Ένα τόπο.
Με τράνταγμα βαρύ.
Θάνατο.
Όταν το σώμα κερδίζει τον τόπο του
με θάνατο
στην πλατεία
σαν λύκος με ρύγχος καυτό
ουρλιάζει το «θέλω»
«δεν αντέχω»
«φοβερίζω - ανατρέπω»
«πεινάει το μωρό μου».

Το σώμα γεννάει το δίκιο του
και το υπερασπίζεται.
Το σώμα φτιάχνει το λουλούδι
φτύνει το κουκούτσι-θάνατο
κατρακυλάει πετάει
ακίνητο στροβιλίζεται γύρω απ’ την καταβόθρα
–κίνηση του κόσμου–
στ’ όνειρο το σώμα θριαμβεύει
ή βρίσκεται γυμνό στους δρόμους
κι υποφέρει·
χάνει τα δόντια του
τρέμει από έρωτα
σκάει η γη του σαν καρπούζι
και τελειώνει.





Από τη συλλογή «Μαγδαληνή το μεγάλο θηλαστικό» (1974).
Πηγή: «Κατερίνα Αγγελάκη Ρούκ - Ποίηση [1963-2011]», εκδ. Καστανιώτης 2014.

Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

Παύλος Παρασκευαΐδης, "Ο μικρόκοσμος των ποιητών"




Ο μικρόκοσμος των ποιητών

του Παύλου Παρασκευαΐδη

O φιλόσοφος Hans-Georg Gadamer (2008, σελ. 283) στο έργο του Η απαρχή της γνώσης τόνιζε πως: «Η ίδια η φύση μάς έχει αναγκάσει να δημιουργήσουμε πολιτισμό. Συνεπώς εξακολουθεί να ισχύει η θέση ότι χωρίς πολιτισμό δεν μπορούμε να επιβιώσουμε».
Αναμφίβολα η τέχνη της ποίησης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ανθρώπινου πολιτισμού, αν και στην προκειμένη περίπτωση θα πρέπει να ιδωθεί ο πολιτισμός υπό την ευρύτερη έννοιά του, στην οποία εγκολπώνονται όλες οι τέχνες, αλλά και θεσμοί όπως η εκπαίδευση ή ακόμα και τα ήθη, τα έθιμα και ασφαλώς οι πολιτιστικές αξίες μιας κοινωνίας. Εκείνο το οποίο δύναται ωστόσο να αμφισβητηθεί και μάλιστα εγείροντας πληθώρα αιτιάσεων, είναι το αν στερείται των δυνατοτήτων επιβίωσης ο άνθρωπος χωρίς την ποίηση. Το ερώτημα αυτό δεν θα πρέπει να απαντηθεί βιαστικά, καθόσον οφείλουμε πρωτίστως να αναρωτηθούμε πόσους αφορά η ποίηση; Μα σαφώς μια ελάχιστη μειοψηφία αφορά η τέχνη της ποιήσεως, με την εξής ιδιομορφία: όσοι διαβάζουν ποίηση γράφουν κιόλας και συνάμα όσοι γράφουν ποίηση είναι και οι μοναδικοί που την διαβάζουν. Η θέση αυτή αφορά όσους ασχολούνται συστηματικά με την ποίηση κι επομένως η συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας δύναται κάλλιστα να επιβιώσει χωρίς την ποίηση. Αντίθετα οι ποιητές φαίνεται πως αναπτύσσουν μια μοιραία σχέση με την τέχνη τους αφού αυτή τείνει να καταστεί το ψυχοθεραπευτικό τους καταφύγιο. Κι εδώ ακριβώς εισερχόμαστε σ’ έναν πολιτιστικό μικρόκοσμο περίκλειστα αποκομμένο σε όρους νοηματοδότησής του, καθώς οι ποιητές τη σήμερον άγονται και φέρονται σαν να είναι το επίκεντρο της σύγχρονης νεοελληνικής κοινωνίας. Ένας μικρόκοσμος δημιουργών όπου παρατηρούνται ιδεοληπτικές συμπεριφορές που εκκινούν από την μεγαλομανία και την εγωπάθεια σε πολλές των περιπτώσεων.
Αδιαμφισβήτητα η ενασχόληση με την τέχνη χαρίζει στον καλλιτέχνη ορισμένες αρετές (αυτό βέβαια δεν αποτελεί κανόνα) κι ας ανατρέξουμε στον Bourdieu κατά τον οποίο το πολιτιστικό κεφάλαιο χαρίζει στον άνθρωπο τη μοναδικότητά του (Smith, 2006). Επίσης είναι νοητό και σεβαστό πως κάθε καλλιτέχνης-ποιητής κρύβει μέσα του έναν μικρό νάρκισσο κι από τη στιγμή που δημοσιοποιεί τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες επιθυμεί να εισακουστεί στο ευρύτερο κοινό. Ως εδώ ουδέν μεμπτόν. Τα παραπάνω ωστόσο δεν έχουν καμία σχέση με πολλούς σημερινούς ποιητές εν Ελλάδι, όπου αργά η γρήγορα – αν γνωριστείς με κάποιον από αυτούς – αποκομίζεις την αίσθηση πως συνδιαλέγεσαι με υποψήφιο νομπελίστα. Νεόκοποι δημιουργοί με δυο-τρεις συλλογές στο ενεργητικό τους αυτοπαρουσιάζονται ως ιερά τέρατα της τέχνης που η κοινωνία – κι όχι μόνο ο μικρόκοσμος των ποιητών – τους οφείλει αναγνώριση, τιμές και δόξα. Είναι ευνόητο να φανταστεί κανείς τι συμβαίνει με τον εγωκεντρισμό ενός δημιουργού που μετράει επί παραδείγματι πέντε συλλογές και άνω. Η ματαιοδοξία ως κυρίαρχο στοιχείο του ποιητικού μικρόκοσμου ενισχύεται όταν συγχρωτίζονται ομοϊδεάτες με αποτέλεσμα κλειστές παρέες με αιρετικά χαρακτηριστικά. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά οι εκτός παρέας αντιμετωπίζονται ως παιδιά ενός κατώτερου θεού, τόσο ως ποιητές όσο κι ως άνθρωποι. Πρόσφατα φίλος ποιητής βρέθηκε δις σε παρέες με τον ίδιο αξιόλογο καλλιτέχνη στην ομήγυρη και ουδείς είχε την ευγένεια να τον συστήσει στον έτερο καταξιωμένο «συνάδελφο». Προφανώς για λόγους μικροπρέπειας και ακολουθώντας τον σιωπηρό κανόνα: πως όποιος δεν ανήκει στην αδελφότητα δεν «αναγνωρίζεται» και δεν «ακούγεται». Δεν τίθεται ζήτημα αποδοχής ή μη του ποιητικού έργου κάποιου ποιητή στα πρώτα του βήματα, αυτό ίσως να μην το καταφέρει κανείς ποτέ, όσο καταξιωμένος κι αν γίνει στην μετέπειτα πορεία του. Κι ως προς τούτο ας ανατρέξουμε σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του Ηρακλείτου (fr. 42): «τον Όμηρο αξίζει να τον διώξουν απ’ τους αγώνες και να τον ραπίσουν (το ίδιο και τον) Αρχίλοχο» για να θυμηθούμε και τα ήθη που επικρατούσαν κατά το απώτατο ιστορικό παρελθόν. Το ζήτημα είναι ηθικό, διότι θα περίμενε κανείς από τους ποιητές να εκφράζουν τις καλλιτεχνικές τους ανησυχίες υποκινούμενοι από ένα άλλο απόσπασμα του Ηρακλείτου (fr. 101): «αναζήτησα τον εαυτό μου». Υποτίθεται πως ένας άνθρωπος ο οποίος τολμάει να εξωτερικεύσει τις ανησυχίες, τις ευαισθησίες και τις αδυναμίες του μέσω της λογοτεχνίας, διέπεται και από μια αντίστοιχη ηθική στάση απέναντι στη ζωή, αλλά και τους συνανθρώπους του, πόσο μάλλον απέναντι στους λοιπούς «αδελφούς» ποιητές. Αντ’ αυτού κυριάρχησε ως νοοτροπία ο παθολογικός ναρκισσισμός και η μισαλλοδοξία κι αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό αν αρχίσει κάποιος να συγχρωτίζεται με ποιητικές παρέες στο ευρύτερο πλαίσιο δραστηριότητάς τους (εκδοτικοί οίκοι, περιοδικά, συμπόσια και διαγωνισμοί). Οι εκτός αδελφότητας (της οιασδήποτε) ποιητές αποκλείονται αριστοτεχνικά, συνήθως δια της αποσιώπησης και ουκ ολίγες φορές με υποτιμητικές συμπεριφορές. Αν συμπεριλάβει κανείς και τη φτώχεια της σημερινής ποιητικής γραφής εν γένει, δεν είναι άξιο απορίας που η ποίηση αφορά αποκλειστικά και μόνον όσους γράφουν και τα όσα τεκταίνονται εντός του μικρόκοσμου αυτού παραμένουν εσαεί εσώκλειστα. Γι’ αυτό είναι να απορεί κανείς για τον θόρυβο που προσπαθούν να προκαλέσουν διάφοροι με ακατάπαυστες αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στα περιοδικά (ηλεκτρονικά ως επί το πλείστον) καθώς και με τη συνεχή τάση αυτοπροβολής και προβολής του έργου τους. Ας όψονται πως όσο κι αν διατυμπανίζουν τη σπουδαιότητα του έργου τους, τούτο είναι καταδικασμένο να ανακυκλώνεται στο πλαίσιο της κάθε αδελφότητας και οπωσδήποτε εντός των ορίων του ποιητικού μικρόκοσμου.



Πηγές
Gadamer, Hans-Georg (2008). Η απαρχή της γνώσης. Αθήνα: Πατάκη.
Smith, Philip (2006). Πολιτισμική θεωρία: Μια εισαγωγή. Αθήνα: Κριτική.
Ηράκλειτος (1999). Άπαντα (μτφρ. Τάσος Φάλκος-Αρβανιτάκης). Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Στην εικόνα: Λεπτομέρεια από το έργο του Rafael: «Η Σχολή των Αθηνών»

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

Γιώργος Χειμωνάς, "Ο εχθρός του ποιητή"




Ο ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ (απόσπασμα)


Η Κυβέλη ψιθυρίζει σφυρίζοντας αλλά εγώ έψαξα και μελέτησα. Βρήκα την άλλη σημασία της λέξης Diougan. Δεν θα πει Προφητεία θα πει Διπλός Λόγος. Βρήκα τον δεύτερο τον άλλο λόγο της μπαλλάντας κι αυτός είναι το νόημά της. Το νόημά της ξαφνικά πύκνωσε και σκοτείνιασε. Ήρθε και στάθηκε πάνω από την σχέση του Ποιητή με τον Εχθρό. Πουθενά δεν υπάρχει χριστιανός και καμμιά εισβολή. Καμμιά σύγκρουση χριστιανών και βαρβάρων δεν υπάρχει. Η μπαλλάντα αυτή πρωτακούστηκε πολύ πριν τον Χριστό. Από καιρό από χρόνια πολλά ακολουθεί τον ποιητή ένας μυστηριώδης πρίγκηπας του πολέμου. Κανένας δεν γνωρίζει ποιος είναι. Την γενιά του το όνομά του τον σκοπό του. Είναι πάντα μονάχος με σιωπή και σαν από ένα καθήκον ακολουθεί τον Γκουένκ Χλάν. Στο τέλος τον υποτάσσει. Την ανύπαρκτη σχέση του μ’ αυτόν τώρα την κάνει σχέση. Αλλά μια σχέση τρομερή άδικη. Ανεξήγητη ως το τέλος. Με μιαν ανεξιχνίαστη κακία βασανίζει ταπεινώνει αναίτια τον ποιητή του βγάζει τα μάτια. Τον κλείνει στην φυλακή κι ο ποιητής πεθαίνει όμως αυτό δεν έχει σημασία. Γιατί εχθρός του ποιητή δεν μπορεί να είναι ο θάνατος. Ο ποιητής δεν φοβάται τον θάνατο το λέει. Ο θάνατος είναι φυσικός η ποίηση υπερφυσική. Ποιος μπορεί να είναι τι είναι αυτός ο άγνωστος εχθρός του ποιητή. Ο προαιώνιος κακούργος των ποιητών. Τότε άκουσα τον οιωνό με το κλειστό το στόμα. Μοίρα του ποιητή είναι η τιμωρία. Χωρίς κανένα έλεος χωρίς αιτία χωρίς να υπάρχει έγκλημα. Ο χριστιανός είναι ένα άγνωστο αδυσώπητο πλάσμα κακό. Έχει αποστολή κι υπόσταση να ταπεινώσει να τρομάξει. Να βασανίσει ν’ αφανίσει τον ποιητή. Γιατί ο ποιητής έχει πάντα έναν εχθρό. Η ποίησή του κι η ζωή του η ίδια κρέμονται από την αναμέτρησή του μ’ αυτόν. Ποίημα είναι ό,τι δια της βίας σώζεται από τον πόλεμο του ποιητή μ’ αυτόν τον πανίσχυρο φυσικό του εχθρό. Έτσι ζει πάντα ο ποιητής. Απειλημένος καταπατημένος δικασμένος. Μέσα στο σκοτάδι γιατί άγρια τον τυφλώσαν. Με θανάσιμη αγωνία με μεγάλες κινήσεις στον αέρα. Φυλάγεται αλλά έρχεται πάντα η ώρα που θα τρομάξει και θα νικηθεί. Αυτό είναι το νόημα της μπαλλάντας του Γκουένκ Χλαν λέει η Κυβέλη και χαμηλώνει περισσότερο την φωνή της κι αυτός είναι. Τον ήξερα από πάντα αυτόν τον πρώτο νόμο της ποίησης κι εγώ ξέρω το νόημα της αναίτιας τιμωρίας της. Ότι η ποίηση είναι το μοναδικό πράγμα στον κόσμο που έχει αιτία και γι’ αυτό αφανίζεται ρημαγμένη από κάτι που δεν έχει αιτία. Τέτοιο είναι πάντα το τέλος των ποιητών να καταστρέφονται χωρίς αιτία. Η κραυγή του πεθαμένου ποιητή Χτύπα! Χτύπα! που αντηχεί σ’ ολόκληρο το ποίημα δίνει το μέτρο του αναίτιου όχι της εκδίκησης.




Από το βιβλίο «Ο εχθρός του ποιητή», Κέδρος 2008

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

Αλεξάνδρα Μπακονίκα, "Φωτοσκιάσεις"




ΦΩΤΟΣΚΙΑΣΕΙΣ

Όταν έμπαινε στην κάμαρά του
έφερνε την ομορφιά όλης της πλάσης η παρουσία της,
άλλαζε ο αέρας,
ουράνιες μελωδίες συνέρρεαν.
Πύρινα τα πράσινα μάτια της.
Την φωτογράφιζε στη μέση της κάμαρας
ρίχνοντας φως και πολλά αντικείμενα τριγύρω,
το καθένα στη σωστή απόσταση
για τις φωτοσκιάσεις που μεγάλωναν
καθώς κατέβαινε ο ήλιος.
Για τα πύρινα πράσινα μάτια της
ερωτοπαθής ικέτης, γονυπετής ικέτης.




Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Γιώργος Χ. Θεοχάρης, "Πιστοποιητικά θνητότητας"




PIANO

I
Μέσ’ στα μπαΐρια που ξεχέρσωσες
φυτρώνουν οι καημοί που σπέρνεις.
Γιομίζει το περιβολάκι της ψυχής μου
ποιήματα μικρά και μυρωμένα.

II
Τις νύχτες σ’ ονειρεύομαι
να παίζεις ένα λυπημένο ακορντεόν.
Ξυπνώ και θλίβομαι
που σε κρατάω ακόμα λυπημένη.

III
Στα βουρκωμένα μάτια σου
ένας πορτοκαλένιος ήλιος ανατέλλει.
Στα λυπημένα χείλη σου
μι’ αυγή από δροσερά χαμόγελα ροδίζει.
Μέσ’ απ’ την πικραμένη σου ψυχή
η φλόγα του έρωτα
ζεσταίνει τις ελπίδες των απεγνωσμένων.

IV
Πες μου τι ώρα ανοίγει
το μυροπωλείο του κορμιού σου
να τρέξω ν’ αγοράσω.

V
Μέσα στην ίριδα των ματιών σου
βρέθηκε η παλέτα του Μοντιλιάνι.

VI
Πίσω από την γραμμή των χειλιών σου
ανατέλλουν οι ήλιοι μου.

VII
Αχ! οι ατέλειωτοι στεναγμοί σου!
Ο μετρονόμος της αγωνίας μου.

VIII
Τι κι αν γεννήθηκες την 5η δεκαετία
του 20ου αιώνα.
Ο Ελύτης απ’ το ’40
για σένα έγραψε
το Adagio των «Προσανατολισμών» του.

IX
Τις δύσκολες νύχτες ξορκίζω τη μοναξιά μου
μ’ ένα τριαντάφυλλο
βουτηγμένο στα κόκκινα λόγια
που μου ’πες τη μέρα.

Χ
Δεν σ’ αγαπώ.
Σ’ αγαπάω!
Έτσι όπως τ’ ακούς.
ασυναίρετα.



(Από τη συλλογή «Πτωχόν Μετάλλευμα», Εμβόλιμον 1990)




ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ

Να αγαπάτε τους ποιητές.
Προς όφελός σας διαθέτουν την ψυχή τους·
την ειρηνική αυτή επαρχία εκρηξιγενών πετρωμάτων,
επιδιδόμενοι σε διαρκή εκβραχισμό
ώστε να σας προσφέρουν τις πολύτιμές τους λέξεις.

Αποτελούν, από μιαν άποψη,
ένα είδος θαλάμου ακροάσεων
των επιθυμιών και των καημών σας·
μία διώρυγα προσαγωγής της προσδοκίας σας
για κάτι το ωραίον·
ένα ακάτιο που σας διασώζει
από την αγκυλωτικήν αγκίστρωση
στους παγετώνες της ακαλαισθησίας.
Σας παρέχουν την ευκαιρία να ενωθείτε μαζί τους
με δεσμούς ετεροπολικούς,
αν αξιοποιήσετε τα ψυχικά τους αναβλήματα.

Να αγαπάτε τους ποιητές.
Αντιληφθείτε ότι δεν είναι τίποτε άλλο
από μία δεξαμενή έρματος
για να ισορροπούν οι υπερθαλάσσιοι θάλαμοι
του πλοίου με το οποίο ταξιδεύετε.

Κάθε φορά που τους πληγώνετε
υφίστανται μικρά εγκάρδια ραγίσματα
συχνά μη επισκευάσιμα.



(Από τη συλλογή «Αμειψισπορά», Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λεβαδείας, 1996)




ΜΝΗΜΟΦΥΛΑΚΙΟ ΠΑΡΟΜΟΙΩΣΕΩΝ

στη Φανή Μιχαηλίδη


Όπως ο τυφλός ακούει το ανεπαίσθητο θρόισμα όταν το φως αποσύρεται.

*

Όπως το τυφλό παιδί ζητάει να φωτογραφηθεί με τον ποδοσφαιριστή που θαυμάζει.

*

Όπως οι πληγές επουλώνονται αφήνοντας για πάντα ένα σημάδι.

*

Όπως το τραυματισμένο νύχι ξαναφυτρώνει τραυματισμένο.

*

Όπως ο τσοπάνος διαλέγει τα ευτελή υλικά του: ένα κομμάτι τσίγκο, δυο τρία καδρόνια, πέντε τάβλες, λίγα πέταβρα, μια μισοσπασμένη πόρτα, ένα κομμάτι κοτετσόσυρμα, ένα κάγκελο από παλιό μπαλκόνι, κάμποσες κλάρες πουρναρίσιες − και φτιάχνει ένα μαντρί με οικολογική ευλάβεια.

*

Όπως τα νεοκλασσικά κτίρια των πόλεων. Αστικές κατοικίες στο μεσοπόλεμο. Μπουρδέλα μετά τον πόλεμο. Γραφεία κομματικών οργανώσεων στη μεταπολίτευση. Γκρεμίδια σήμερα. Πολυκατοικίες αύριο.

*

Όπως οι διαπιστώσεις, κοιτάζοντας σαράντα χρόνια αργότερα την ομαδική φωτογραφία της Έκτης Δημοτικού:
Ο δάσκαλος πέθανε.
Ο Σπύρος πέθανε.
Ο Μπάμπης πέθανε.
Η Παναγούλα πέθανε,
και η Ανθούλα, το λιανό κλαράκι με τα κριθαρένια μαλλάκια, αυτό το σπουργιτάκι της τάξης, σκότωσε τον άντρα της με συνεργό τον εραστή της.

*

Όπως η Ανθούλα, της προηγούμενης διαπίστωσης, που τόσο πολύ την ταλαιπώρησε η τρυφερότητά της.



(Από τη συλλογή «Ενθύμιον», Καστανιώτης 2004)




ΣΟΝΕΤΟ
ΤΗΣ ΘΕΡΙΝΗΣ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑΣ

Τι γυρεύεις, τι θέλεις μη κι εσύ το γνωρίζεις;
                      ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

Το καλοκαίρι επιμένει
γεμίζοντας τις νύχτες πάθος,
μα το μυαλό του μαύρο δάσος
που τρέχουν μέσα απελπισμένοι.

Δεν ξέρει τι να περιμένει,
βέβαιος όντας κατά βάθος,
πως ήταν το χαρτί του άσσος,
μα σε παρτίδα ξοφλημένη.

Μοιραίος της ακινησίας,
μέσα στ’ αλάθητο καρτέρι,
κουνάει το θάμνο της δειλίας,

όπως λαγός τη μαύρη φτέρη.
Ας φύγει πια το καλοκαίρι
ισορροπία να βρει μελαγχολίας.



ΑΠΟΨΕ

Όλη τη νύχτα τα σκυλιά λεπτό δεν κρατηθήκαν.
Σαν ν’ άκουγα τη μάνα να μιλάει με κάποιον.
«Τί θες εδώ;» σαν να του ’λεγε. «Πώς ήρθες;».
Σαν να ’κλαιγε.
Σαν ν’ άκουγα, βαθιά βαθιά, το κλάμα του.

Ξύπνησα και κατάλαβα πως είχα ονειρευτεί
ζωντανό τον πατέρα μου.

Πράγματι.
Στη ρίζα της πορτοκαλιάς βρήκα το αποτύπωμα
των παπουτσιών του,
κι ως την αυλόπορτα φλούδες από το πορτοκάλι
που πρέπει να καθάριζε πολύ μονάχος φεύγοντας.



(Από τη συλλογή «Από μνήμης», Μελάνι 2010)


Όλα τα ποιήματα περιλαμβάνονται στη συγκεντρωτική έκδοση «Πιστοποιητικά θνητότητας, Ποιήματα 1970 - 2010», εκδ. Βιβλιοπωλείο Σύγχρονη Έκφραση, 2014. Επίμετρο: Μαρία Ν. Ψάχου.
Το εξώφυλλο και τα έργα στις διαχωριστικές σελίδες των κεφαλαίων φιλοτέχνησε ο ζωγράφος Σπύρος Κουρσάρης.


Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης γεννήθηκε το 1951 στη Δεσφίνα της Φωκίδας. Από το 1965 διαμένει στην Αντίκυρα Βοιωτίας. Συνταξιοδοτήθηκε από τη βιομηχανία παραγωγής αλουμινίου, στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας, όπου εργάστηκε ως τεχνικός μηχανολογικής συντήρησης. Είναι ποιητής. Διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό "Εμβόλιμον" και μετέχει στη σύνταξη της εφημερίδας "Book Press". Ποιήματά του δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά και μεταφράστηκαν στα γαλλικά, αγγλικά και ισπανικά. Δημοσιεύει επίσης δοκιμιακά σημειώματα και κείμενα λογοτεχνικής κριτικής. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Έργα του:
- «Πτωχόν μετάλλευμα», έκδοση του περιοδικού Εμβόλιμον, Άσπρα Σπίτια, 1990
- «Αμειψισπορά», Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λεβαδείας, Λειβαδιά, 1996
- «Ενθύμιον», Καστανιώτης, Αθήνα, 2004
- «Δίστομο, 10 Ιουνίου 1944: το ολοκαύτωμα», Σύγχρονη Έκφραση, Αθήνα, 2010
«Από μνήμης», Μελάνι, Αθήνα, 2010
- «Πιστοποιητικά θνητότητας», Σύγχρονη Έκφραση, 2014
Πηγή: Βιβλιοnet

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

Σπύρος Θεριανός, "Ad hominem"




Ad hominem


Η ποίηση, όπως και η μουσική, έχει τους δρόμους της.



Η μανιέρα της πρωτοτυπίας.



Οι ανθολογίες είναι αντεστραμμένα κρεματόρια.
Όσοι μένουν απ’ έξω αφανίζονται.



Ένα έθνος χρειάζεται τους ποιητές του. (Όχι πια).



Πολλοί αγάπησαν τον λαϊκό άνθρωπο. Εξ’ αποστάσεως.



Η αλήθεια του ποιήματος δεν βρίσκεται στο μήνυμά του, αλλά στην τεχνική με την οποία εκφέρεται το μήνυμα.



Όταν οξύνεις υπερβολικά την ευαισθησία σου καταλήγεις να ζεις σε ένα περιβάλλον βιαιοτήτων και βαναυσοτήτων.



Νίτσε: «Ένα επάγγελμα είναι η ραχοκοκαλιά της ζωής». Αρκεί να μη σου σπάει τη ραχοκοκαλιά.



Μιλούν για την αξία του «ανοίκειου» στη μουσική, στην ποίηση, στην ζωγραφική. Θεωρούν ότι το «οικείο» δεν απαιτεί διερεύνηση.



Δεν διαβάζουμε όλα τα είδη ποίησης.



Σε κάθε ποίημα λανθάνει ένας ορισμός της ποίησης.



Ο τίτλος του ποιητή είναι πλέον άνευ αξίας. Είναι σα να σε προσφωνούν, στις μέρες μας, "κόντε" στα Επτάνησα.



Όταν γράφω ένα ποίημα απορώ με αυτόν που το γράφει.





Πρώτη δημοσίευση από την ανέκδοτη συλλογή, «Ad hominem» του Σπύρου Θεριανού.

Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

Νίκος Καρούζος, "Τα πουλιά δέλεαρ του Θεού"





ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΔΕΛΕΑΡ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
(αποσπάσματα «Διαλόγων»)

   1

Να γυρίζεις — αυτό είναι το θαύμα —
με κουρελιασμένα μάτια
με φλογωμένους κροτάφους απ’ την πτώση
να γυρίζεις
στην καλή πλευρά σου.
Πεσμένος αισθάνεσαι
την κόλαση που είναι η αιτιότητα
το στήθος ωσάν συστατικό του αέρα
τα βήματα χωρίς προοπτική.
Κι όμως στη χειμωνιάτικη γωνία ο καστανάς
περιβάλλεται από σένα.
Κόψε ένα τραγούδι απ’ τ’ άνθη
με δάχτυλα νοσταλγικά.
Να γυρίζεις — αυτό είναι το θαύμα.


   2

Θα περάσουν από πάνω μας όλοι οι τροχοί
στο τέλος
τα ίδια τα όνειρα μας θα μας σώσουν.
Αγάπη μείνε στην καρδιά —
αυτός ας είναι ο κανών του τραγουδιού σου.
Με την αγάπη
Θα σηκώσουμε την απελπισία μας
απ’ το αμπάρι του κορμιού.
Δεν είναι φορτίο για τη χώρα των αγγέλων
η απελπισία.
Και προπαντός
ας μην αφήσουμε την αγάπη
να συνωστίζεται με τόσα αισθήματα…


   3

Άπλωσε η γαλήνη τα φτερά της
ωσάν αλησμόνητος κύκνος ονείρου
σ’ αυτά τα έρημα νερά.
Κάτι νιώθω σήμερα
βλέποντας τα πουλιά.


   4

Η αγωνία μου υψώνεται,
ως τα εδελβάις άνθη.


   5

Τα όνειρα βλαστοί στο στήθος
κλήματα μέσ’ στην καρδιά
διαγώνια εκδικούνται το χώμα
σκοτώνοντας εμάς.




Από τη συλλογή «Ποιήματα» [1961] που περιλαμβάνεται στην συγκεντρωτική έκδοση «ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Α΄ (1961-1978)», ε΄ έκδοση, Ίκαρος 2013

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, "Ο δημιουργός"




Σκάκι

Ι

Συγκεντρωμένοι οι παίχτες νύχτα μέρα
καθοδηγούν τα αδιάφορα πιόνια.
Ως το πρωί θα κλείνει η σκακιέρα
δυο χρώματα που αντιμάχονται αιώνια.

Μέσα, τα πιόνια αναδίνουν μια προσήλωση
μαγευτική: ευκίνητα άλογα, πύργοι ομηρικοί,
βασιλιάς στα μετόπισθεν, διαγώνιοι αξιωματικοί.

Μα κι όταν αποσύρονται οι παίχτες,
από το χρόνο πια εξαντλημένοι,
η δράση εξακολουθεί να επιμένει.

Απ’ την Ανατολή έχει ο πόλεμος αυτός ανάψει∙
το δίχτυ του σ’ ολόκληρη τη γη απλώνει.
Μα ούτε η μια παρτίδα ούτε η άλλη δεν τελειώνει.



ΙΙ

Φρενιασμένη βασίλισσα, πύργος ευθύς, αξιωματικός
λοξός, στρατιώτης πολυμήχανος, βασιλιάς ασθενικός
ψάχνονται στο ασπρόμαυρο πεδίο του αοράτου
να συγκρουστούν σιωπηλά μέχρι θανάτου.

Δεν ξέρουν πως το αποφασισμένο χέρι
του παίχτη τούς ρυθμίζει την πορεία τέλεια,
δεν ξέρουν καν πως μια ασύλληπτη νομοτέλεια
τις αποφάσεις και τη διαδρομή τους περιφέρει.

Αλλά κι ο παίχτης είναι επίσης ένας αιχμάλωτος
μιας άλλης σκακιέρας με νύχτες μαύρες
(η έκφραση είναι του Ομάρ) και άσπρες μέρες.

Ο Θεός ελέγχει τον παίχτη κι ο παίχτης τα πιόνια.
Μα τάχα ποιος θεός πίσω από τον Θεό, κινεί αιώνια
τα νήματα του χρόνου, του ονείρου και της αγωνίας;




Η βροχή

Το πρόσωπο της μέρας χαρακώνει
η αργυρή λεπίδα της βροχής.
Όμως η λάμψη αυτή που σε κυκλώνει
είναι η βροχή μιας άλλης εποχής.

Και σε χρονιές σε παίρνει που η μοίρα
σε μοίρανε να δεις μέσ’ απ’ το χώμα
του ρόδου του εκατόφυλλου τη σπείρα
το άλικο παράξενό του χρώμα.

Αυτή η βροχή που τα τζάμια θολώνει
στην ξεχασμένη αυλή μιας γειτονιάς
αλλοτινής τα σταφύλια χρυσώνει.

Κι όσο γέρνει η μέρα το υγρό της στεφάνι
μια φωνή ξανακούω, έναν αχό λησμονιάς:
τον πατέρα μου, λες και δεν έχει πεθάνει.




Σ’ έναν παλιό ποιητή

Την πεδιάδα διασχίζεις της Καστίλης
και σχεδόν δεν τη βλέπεις. Σε παιδεύει
ένα δύσκολο εδάφιο του Ιωάννη και της ύλης
Δεν προσέχεις τον ήλιο που βασιλεύει.

Το φως σκορπίζεται σπαρταρώντας∙ διαυγής
στα βάθη του ήλιου ανοίγει εκείνη
η πορφυρένια σκωπτική σελήνη
που είναι ίσως ο καθρέφτης της Οργής.

Γυρνάς το πρόσωπό σου και την κοιτάζεις.
Κάποια σου μνήμη ξεπετάγεται χωρίς ήχο.
Χαμηλώνεις το λευκόμαλλο κεφάλι

και προχωράς βαθιά στης λύπης το χορτάρι
χωρίς να θυμηθείς εκείνον τον παλιό σου στίχο:
Και είχε επιτύμβιο το ματωμένο φεγγάρι.




Αναφορά σ’ έναν ίσκιο του 189…

Τίποτα. Μόνο το μαχαίρι του Μουράνια.
Στο γκρίζο απόβραδο πλανιέται μια ιστορία.
Καθώς νυχτώνει νιώθω πίσω απ’ τα πλατάνια
εκείνο τον απρόσωπο φονιά να ψάχνει ευκαιρία.

Το Παλέρμο έφτανε τότε ως τα μέρη
που σκίαζε ο ωχρός περίβολος της φυλακής
στο υγρό προάστιο μιας άλλης εποχής
όπου είχε πέραση μόνο η φρίκη, το μαχαίρι.

Ένα μαχαίρι. Ένα πρόσωπο σβησμένο.
Απ’ το χέρι αυτό το πληρωμένο
που για μοναδική του τέχνη είχε το θάρρος

απόμεινε μια λάμψη ατσαλιού, σαν ίσκιος δίχως βάρος.
Ο χρόνος που σκουριάζει τα καράβια στα λιμάνια
ας ήταν να κρατήσει τούτο τ’ όνομα: Χουάν Μουράνια.




Από το βιβλίο «Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ΠΟΙΗΜΑΤΑ» (συλλογή «Ο δημιουργός, “EL HACEDOR”, 1960»), Μετάφραση, Εισαγωγή, Σχόλια: Δημήτρης Καλοκύρης. Εκδ. Ελληνικά Γράμματα 2006

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Γιάννης Κοντός, "Τα οστά"




6
Πολλοί άνθρωποι άσπρισαν
γύρω μου. Γίνανε ασβέστης.
– Με την κιμωλία τους
γράφω ποιήματα –



8
Τα ρούχα μας μπερδεμένα
στην καρέκλα, μοιάζουν
φίδια σε οργασμό.



9
Αυτές οι βυζαντινές κοπέλες
που βλέπω κάθε μέρα
επαληθεύουν τους εσπερινούς
και τα κυπαρίσσια.



21
Πρωί πρωί χιλιάδες μικρά κορίτσια
με ποδήλατα τρέχουν σε κατηφόρες
ανεμίζοντας ποιήματα του Ανδρέα Εμπειρίκου



40
Τυλιγμένη στην εσάρπα σου
μοιάζεις με ψάρι σε δίχτυ.
– Από τα τελευταία της αποξηραμένης
λίμνης, με τα πράσινα νερά –



51
                                              στον Γιώργο Χειμωνά

Τρέχεις, σε κυνηγάνε εικόνες πήλινες.
Σπάζεις τον καλαμένιο φράχτη
και βρίσκεσαι σε άλλη χώρα.
Όπου άλλοι άνθρωποι, άλλα
ονόματα, άλλη γραφή –χάλκινη.



66
Θα κόψω αρχαίο νόμισμα
με το κεφάλι σου, Μετά
στα εργαστήρια θα ψάχνουν
για δυναστείες, χρονολογίες και τα συναφή.
Φαγωμένες όλες οι ενδείξεις από το χώμα,
από το θειάφι – μόνο το ένα μάτι
κάτι θα θυμίζει από τα παλιά –
Εγώ δε θα ζω για να δώσω εξηγήσεις.
Έτσι στη βιτρίνα θα μείνεις μεταλλική
κραυγή αναπάντητη.



93
Ξύπνησα με κοντά παντελονάκια.
Κρατούσα με σπάγκο τον ουρανό
και πήγαινα και έκλαιγα.



121
Τα λόγια μου αρνιά
που γίνονται πέτρες
βόσκοντας το χόρτο
της επιθυμίας σου.





Από τη συλλογή «Τα οστά» (1982).
Πηγή: «Γιάννης Κοντός, Τα ποιήματα (1970-2010)», εκδ. Τόπος 2013.
Στην εικόνα: πορτραίτο του Γιάννη Κοντού από τον Γιάννη Ψυχαπαίδη.