Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

Περιοδικό Εμβόλιμον, τεύχος 91-92




Εμβόλιμον
τεύχος 91-92

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ


    5.   Το γράμμα της σύνταξης

    7.   ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΜΠΟΓΛΗΣ
    9.   Σταύρος Σταμπόγλης: Τρία ανέκδοτα ποιήματα
  11.   Αγαθοκλής Αζέλης: Όψεις της ποιητικής του Σταύρου Σταμπόγλη
  17.   Μαρία Ζαγκλαρά: Η υπαρξιακή διάσταση της ευθύνης στην διαλεκτική του
                Σταύρου Σταμπόγλη
  21.   Γιώργος X. Θεοχάρης: Σταύρος Σταμπόγλης: ένας ποιητής που ζει και
                δημιουργεί στην Αντίκυρα
  24.   Δ. I. Καραμβάλης: Η ποίηση του Σταύρου Σταμπόγλη
  27.   Χριστίνα Καραντώνη: Περί ευθύνης
  32.   Κωνσταντίνος Α. Κρεμμύδας: Πτήσεις λέξεων
  35.   Ειρήνη Μαργαρίτη - [Σταύρος Σταμπόγλης]: Απαντήσεις σε ζητήματα περί του
                ατελούς
  43.   Αλεξάνδρα Μπακονίκα: Σταύρος Σταμπόγλης, Διαλεκτική Βυθού
  46.   Φανή Μπαλαμώτη: Η εύγλωττος ομιλία
  50.   Κωνσταντίνος Μπούρας: Σταύρος Σταμπόγλης, ένας ζωγράφος αρχιτεκτονεί
                 ποιητικώς φωτογραφίζοντας το Άφατον
  52.   Τζίνα Ξυνογιαννακοπούλου: Σταύρου Σταμπόγλη: Διηγήσεις πόλεων
  54.   Αγνή Παπακώστα: Η αρχιτεκτονική των λέξεων ως προς την υπαρξιακή και
                 αυτοαναφορική διάσταση στην ποίηση του Σταύρου Σταμπόγλη
  60.   Κώστας Θ. Ριζάκης: Τ’ αντικρυστά
  61.   Έρη Ρίτσου: «Με την πλάτη στο παρόν», λοιπόν
  63.   Γιώργος Ρούσκας: Ο αναγνώστης στο ψαλτήρι του Όρθρου
  69.   Ελένη Σιγαλού: Διηγήσεις πόλεων

  73.   ΚΩΣΤΑΣ ΛΑΝΤΑΒΟΣ
  75.   Κώστας Λάνταβος: Δραπέτης γόνιμης σιωπής
  77.   Ορέστης Αλεξάκης: Κώστα Λάνταβου «Η τρυφερότητα του φόβου»
  79.   Νάσος Βαγενάς: Μία ανάγνωση της ποίησης του Κώστα Λάνταβου
  84.   Νίκος Βαραλής: Κώστας Λάνταβος: ένας νυκτόβιος συλλέκτης
  90.   Δημήτρης Δημηρούλης: Το «λάθως» της ποίησης
  93.   Ευσταθία Δήμου: Πτυχές της μνήμης στο ποιητικό έργο του Κώστα Λάνταβου
  96.   Βασίλης Ζηλάκος: Το ψηλό βλέμμα του Κώστα Λάνταβου
100.   Γιώργος Ζιάκας: Ο φίλος μου Κώστας Λάνταβος
103.   Γιώργος X. Θεοχάρης: Το περιοδικό ΓΡΑΦΗ και η διεύθυνσή του από τον
                Κώστα Λάνταβο
105.   Άγγελος Καλογερόπουλος: Πραγματεία για τη θνητότητα
107.   Θάνος Κανδύλας: Ένα ματσάκι ανεμώνες (τσιτσέκια) θεσσαλικού κάμπου
110.   Λίνα Καράμπα: Κώστας Λάνταβος: Ο ποιητής
111.   Ηλίας Κεφάλας: Ο ποιητής Κώστας Λάνταβος μάς «Καλημερίζει»
116.   Βασίλης Λαλιώτης: Ένας λυρικός
117.   Μάκης Λαχανάς: Κώστας Λάνταβος
118.   Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου: Κώστας Λάνταβος - Ο ποιητής της περιδίνησης
126.   Αλεξάνδρα Μπακονίκα: Κώστας Λάνταβος
129.   Γιώργος Μπλάνας: Ο μεταφραστικός δαίμονας του Κώστα Λάνταβου
132.   Κώστας Θ. Ριζάκης: Πατριδαιπόλου
133.   Κώστας Ε. Τσιρόπουλος: Μικρά κείμενα για τον Κώστα Λάνταβο
135.   Δήμητρα X. Χριστοδούλου: Κώστας Λάνταβος: Η δύναμη του απλού
136.   Ελένη Χωρεάνθη: Από την Πορεία ίσαμε την Καλημέρα Κώστας Λάνταβος
                Ο ποιητής του μέτρου και της αρμονίας   
142.   Θωμάς Ψύρρας: Η ποίηση του Κώστα Λάνταβου: «ήθος ανθρώπω δαίμων»

147.   ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ
149.   Έλσα Κορνέτη: Τρία ανέκδοτα ποιήματα
151.   Patricia Felisa Barbeito: Τα ζωντανά ποιήματα της Έλσας Κορνέτη ή αλλιώς
                ποιήματα για να ζεις μαζί τους
153.   Παναγιώτης Γούτας: Η ανθρώπινη αλλοτρίωση και η υπέρβασή της, μέσω της
                ποίησης, στο έργο της Έλσας Κορνέτη
156.   Γιώργος Δελιόπουλος: Σύγχρονη παραμυθοποίηση ακατάλληλη για πεζούς: μια
                επισκόπηση του ποιητικού έργου της Έλσας Κορνέτη
169.   Διώνη Δημητριάδου: Ο σύμφυτος με την ποίηση κίνδυνος: διαβάζοντας την
                Έλσα Κορνέτη - μια ποίηση ανατροπών
173.   Ξανθίππη Ζαχοπούλου: Το ποίημα ικανό να φωτίσει μια μικρή ή μεγάλη αλήθεια
176.   Γιώργος X. Θεοχάρης: Η γυναίκα με τ’ ανυπότακτα όνειρα
177.   Γιώτα Καρκάνη: Το παραμύθι της ετερότητας
184.   Μαρία Κουγιουμτζή: Για την Έλσα Κορνέτη
185.   Βασίλης Λαμπρόπουλος: Μια επιστολή στην Έλσα Κορνέτη
186.   Ασημίνα Ξηρογιάννη: Ημερολόγιο φιλοσοφικής ήττας
189.   Δημήτρης Παπακωνσταντίνου: Όταν η ποίηση συνάντησε τα παραμύθια
195.   Δημήτρης Παπακωνσταντίνου: Η κανονικότητα της αποσύνθεσης
201.   Κώστας Θ. Ριζάκης: Πας αιών και κανών
202.   Ολυμπία Τσικαρδάνη: Ψηλαφίζοντας την ποίηση της Έλσας Κορνέτη
208.   Δήμος Χλωπτσιούδης: Η παρωδία στην υπερρεαλιστική ποίηση της
                 Έλσας Κορνέτη
214.   Ιγνάτης Χουβαρδάς: Σκηνικά σε κίνηση

217.   Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου: Ποιήματα
218.   Ευαγγελία I. Δαμουλή: Ποίημα
219.   Hernando Tellez: Espuma y nada mas = Αφρός και τίποτα άλλο
223.   Χριστίνα Καραντώνη: Ψίθυρος και ν’ αντέχει ανάμεσα στις ανοίξεις, το μείζον
231.   Όσιαν Βόνγκ: Ποίημα
233.   Λίλια Τσούβα: Κούλα Αδαλόγλου Γνωριμία με το έργο της
240.   Βιβλίων Επίσκεψις



Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

Μάρκος Μέσκος, "Άνθη στο καταραμένο φίδι"






ΑΝΘΗ ΣΤΟ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ΦΙΔΙ


1. Πού να σε φιλήσω να ’ναι μόνο για μένα!


7. Γενναίο λουλούδι λέει το σ’ αγαπώ με λόγια που τρεκλίζουν!


19. Όνειρο, αν όνειρο είσαι, μην ανοίγεις τα βλέφαρά σου!


20. Στην άκρη των χειλιών το μυστικό. Πού να το πω;
           Τρέμω. Το φεγγάρι και το κρασί θα με προδώσουν.


21. Στον Έρωτα πάω όπως και στο Θάνατο: καθαρός,
                 σώμα που το σκούπισε σύννεφο και βροχή.


25. Ποτέ μη λησμονήσεις: υπάρχεις και υπάρχω.
Σε ομίχλες σύννεφα και καταχνιά να λάμπει ο ήλιος!


29. Από τη μια φωνή ώς την άλλη καρτερώ και συλλογίζομαι το διάστημα: Γεμίζει, φουσκώνει από χίλια δυο, οι γάτες του αδιέξοδου κι ο εγκαταλειμμένος σκύλος στην πρώην γειτονιά, κορναρίσματα αυτοκινήτων, σκέψεις από μέσα, τι φορώ και πώς τρώω το ψωμί, η μουσική πάλι από το ραδιόφωνο, η κατάρα σα νύφη τυφλή, το τίποτε και το σύμπαν – θα τα εννοήσεις αγάπη;

 

35. Από πού μπάζω ξέρεις: κακή βροχή μαύρο νερό. Φίλησέ με.
Και κλείσε το ρήγμα που βγάζει τον καπνό της ψυχής μου!

 

40. Όποιο και να ’ναι το άσχημο μέλλον ευλογημένη να ’σαι!
Στον κατάλευκό σου κόρφο κελάηδησα σούρουπο και πρωί.

 

41. Τη νύχτα ασπρίζει η κερασιά ανθισμένη – τρελή, τρελή!
αρκεί να ’χει λίγο φεγγάρι, λίγο αεράκι, λίγη αγάπη!

 

60. Δυο άνθρωποι κλείνουν το σύμπαν: μεγάλη αγκαλιά
(τον ήλιο μέσα, το φεγγάρι, τα ποτάμια και τα πουλιά).

 

81. Όπου κι αν πάμε οικείο τ’ αγέρι φίλιος ήλιος και σκοτάδι γνωστό. Στον πάνω κόσμο και στον κάτω δυο σκιές: ποτέ μόνοι, ποτέ ξένοι!

 

82. Γλυκιά μου αγάπη, Μαρία αναπνοή στα στήθια
σκληρό το ψέμα της ζωής να μοιάζει αλήθεια.


83. Θε μου τι δόξα, τι ηδονή! Το σώμα μου μέσα στο σώμα σου γλυκά δάγκωμα ρώγας, φωνίτσα δροσερή στην πυρωμένη τρέλα του ήλιου!


84. Αγάπη τρελή, πολύχρονη δύο μηνών και, ζεστή, μεγάλη, αντιφατική, γελοία, ωραία σαν κυνηγημένο σύννεφο, κλαίουσα στον ποταμό, χαρούμενη με δυο παλαμάκια, αγωνιούσα, ταξιδεύουσα συχνά, επιστρέφουσα πάντα, το τελευταίο αντίο πάλι, τον ουρανό τρυπώντας και τη γη καταρώμενη, φυλακισμένη σε τέσσερις μικρούς τοίχους, πανελεύθερη, μια κίνηση πουλιών για το Βορρά, χιόνια που λιώνουν, φιλιά που αχνίζουν τρέμοντας, παλιόπαιδο του δρόμου, νύχτα με σεντόνια λευκά, τέλος γνωστό, ανονόμαστο άνθος σε κρυμμένο λιβάδι, νύχι της πέρδικας φοβισμένο, μωρό κοιμισμένο στο βυζί, υγρασία στα σκέλια, ποτάμι βαθύ, κόκκινη κατάσαρκη μπλούζα, κουρέλι αγαπημένο, καρφί στο μυαλό, βουνό αγέρωχο, κατεβασιά λύκων, αμνοί βελάζουν, φωτιά μεγάλη, δάκρυα που δεν σβήνουν τίποτε, λεύκες ψυχούλες, γκρεμός με αγριοπερίστερα, πουκάμισο φιδιού δεν βρέθηκε, δαχτυλίδι αρχαίο, φωνή τώρα στο κάστρο, στάρι που λυγάει στον κάμπο, κρασί σταφυλίσιο, μια πενιά από ούτι, τα πάνω κάτω του κόσμου, τρελή Αγάπη, Εσύ.


 
88. Στην απέραντη γλώσσα των αισθημάτων
τι να σου κάνει ένα φιλί από μακριά;


91. Θάλασσα είσαι – χάθηκες μακριά κύμα το κύμα.
Τι μένει από μένα; Όστρακο στεγνό στην άκρη.


101. Σ’ αγαπώ γιατί δεν μπορώ να φανταστώ τα γηρατειά σου
– τη χαμένη μου ζωή θέλω να πάρω πίσω.


103. Σημείο αποχαιρετισμού τρέλα της δαμασκηνιάς ανθισμένη
– σαν μόνος στο δωμάτιο με τη νεκρή μου μάνα.


106. Όνειρο και ζωή, ζωή και θάνατος – τίποτε νέο παλιό τίποτε.
Έλα να σε δω πάλι στα μάτια, να σε φιλήσω.


107. Γρήγορα σκοτεινιάζει γιατί δεν έχω το πρόσωπό σου.





Από τη συλλογή «Άνθη στο καταραμένο φίδι», 1983.
Πηγή: «Μάρκος Μέσκος - Ποιήματα, Μαύρο δάσος Ι», εκδ. Γαβριηλίδης 2011.


Στην εικόνα: «Forest still life with flowers, butterflies and snake» (Attributed to Otto Marseus van Schrieck)
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

Βασίλης Δασκαλάκης, "Ζωή δεν είναι οι λέξεις"





         Ζωή δεν είναι οι λέξεις

                                  του καπετάν Δημήτρη,
                                  του Νικόλα,
                                  του Γιάννη


η νύχτα έπεφτε αργά, καλοκαίρι
ολόφωτο κινούσε το καΐκι
η θάλασσα, εμείς και το σκοτάδι
τα εργαλεία μας

ο καπετάνιος έστριβε τσιγάρο
πελαγωμένοι, με τις πετονιές μας
δολώματα οι παγωμένες γόπες
μα όχι οι ψυχές μας

με τι χαρά ανασύρουμε από τα βαθιά
κατάμαυρα νερά της θάλασσας
τα ωραία έπαθλα μας
να η ελευθερία που ανατέλλει
παλλόμενη, μέσω φανών
απ’ τις μικρές τις βάρκες
που είναι διάσπαρτες
στον αχανή καμβά της



Βασίλης Δασκαλάκης





Πρώτη δημοσίευση

Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του Βασίλη Δασκαλάκη.

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

Μαρία Θεοφιλάκου, "Σπίτι για τον χειμώνα"





Σπίτι για τον χειμώνα


Η πόλη δε δίνει μια δεκάρα αν ίσως
δεν την περπατούν.
Κι εγώ νομάς σε ένα χαμόγελο
που ήταν και δεν είναι

και θα είναι, όπως
ο κόσμος συνεχίζει απαράλλαχτος
μ’ ελπίδες και με άρνηση
τον χαβά του,

λέω σε τούτο τον χειμώνα, δε βαρέθηκες
εσύ μεγάλος εκδορέας να βολεύεσαι
σ’ έρημους δρόμους,
ανέστιος και ρέστος;

Του λέω, το έξω 
φέτος ξέχνα το.
Μέσα μου θα σου στρώσω
να επιβλέπεις
τη μεγαλύτερη σφαγή.

Έτσι κι αλλιώς,
δεν είναι η άνοιξη που μ’ ενδιαφέρει.

Ένα κλαδί στο δέντρο χωρίς όνομα,
όχι πολύ μακριά από δω,
στολίζεται τη γύμνια
και ομορφαίνει.



Μαρία Θεοφιλάκου




Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: 
Eva Besnyö, "Self-portrait", Amsterdam, 1952.

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

Ελένη Ηλιοπούλου-Ζαχαροπούλου, "Ποιήματα"




Καρναβάλι διαρκείας


Τώρα ξέρουμε πώς αλλάζετε πρόσωπα,
πώς μεταμφιέζεστε:
υποκλίνεστε, όταν… πρέπει,
στέκεστε αλύγιστοι, όταν δεν πρέπει·
κατά περίσταση…

Ανοίγετε με ευκολία τις κερκόπορτες,
όταν οι άλλοι προσεύχονται
και πολεμούν·
θυσιάζετε τους ανδρείους
προδίδοντας τα περάσματα·
σκοτίζετε το φως της αλήθειας.
Τώρα, σας ξέρουμε…

Εμπιστευτήκαμε αργυρώνητους,
πιστέψαμε κιβδηλοποιούς.
Θαυμάσαμε μάσκες περίτεχνες
που περνούσαν για πρόσωπα
και ήταν προσωπεία…


Αμοιβαία μετάθεση, 1999 (20072)





Νυχτερινό


Όμως θα σου μιλήσω
για κείνους τους υγρούς καιρούς,
για τη βροχή που ήρθε με τον κεραυνό,
για τους μοναχικούς θανάτους.

Μια τύψη φθινοπωρινή
έσταζε ξάγρυπνη σιωπή
από τη νύχτια στέγη.
Ώρες πολλές, χρόνους πολλούς−
αιώνες πολικούς−
επίμονος ήχος ενοχής·
σαν φυλακή, που σε αναιρεί…

Κάποτε, σε ξέφωτο νυχτερινό
είδε το δρόμο των μυστικών βημάτων−
είναι αυτά τα βήματα
που έρχονται
από βαθιά σκοτάδια…
Βήματα από μαύρο φως
στις ερημιές του κόσμου.


Υφαίνοντας άνεμο, 2004 (20082)





Ο Σχοινοβάτης


Μετέωρος πάλι
στις βραχώδεις ρωγμές
του στίχου.
Ν’ αφουγκραστείς απ’ τα έγκατα
τα ελάχιστα και τα μέγιστα·
τα νοητά κι απερινόητα του κόσμου.

Θα συναντηθείς
με τον εαυτό σου·
με την δική σου ματαιότητα
και μοναχός θα ματώσεις.
Εδώ στην ατσάλινη πόλη-
εξόριστος στον χρόνο-
δειλός κι αδιάφορος για μια χειραψία,
για το αισθαντικό κάλλος μιας προσέγγισης.

Κι εσύ ποίημα λειψό
απόψε καρκινοβατείς.
Στην δεσποτεία του άρρητου λόγου
πεισματικά μ’ αντιπαλεύεις.

Κι η δυσαρέσκεια της γης
κι η δυσαρέσκεια τ’ ουρανού
κι ο θάνατος πλάι μου.


Βεβαιότητες που λιγοστεύουν, 2016





Πηγή: Περιοδικό Ακτή, τχ. 123, καλοκαίρι 2020.
(Ανθολόγηση για το Ελληνομουσείον: Γιώργος Κ. Μύαρης)

Στην εικόνα: Léonard Defrance, «The Rope Dance».
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020

Βάλια Γκέντσου, "Παραμύθια ανάποδα"




Ο ΗΧΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΦΙΟΥ


Σκέφτομαι συχνά
ξύλινα τραπέζια πλάι στο κύμα
καρέκλες άσπρη φορμάικα
κι ένα τασάκι στρογγυλό
νικέλινο
μισά τσιγάρα σβησμένα με μανία
τιμωρημένα για αταξίες ολόκληρες

μπροστά το απέραντο να καρφώνει

Το τραγούδι του πατέρα έρχεται τότε
εξαίσια αίσθηση νιότης παλιάς
με τη μάνα να κάνει τις δεύτερες
οι μουσικές που με μεγάλωσαν
μπόγοι που κουβαλώ
φτάνουν κοντά μου
ανάποδα





ΩΣ ΑΓΑΠΗΤΑ ΤΑ ΣΚΗΝΩΜΑΤΑ ΣΟΥ *


Τα μεσημέρια στο σπίτι κυλούσαν αργά
σαν μεγάλα ποτάμια
ο βυθός παγίδευε τις βεβαιότητες

Πήγαινα και καθόμουν
στο πίσω μέρος μιας άδειας εκκλησίας
σ’ ένα μονό στασίδι
δεν είχε κάτι άλλο να δω
δεν είχα λύπη

Στο τραπέζι φαγητά αμίλητα
βιαζόμουν να σηκωθώ
ήθελα τις παλιές δυνάμεις μου ακέραιες
καλλιεργούσα τρυφερό σκοτάδι χωριστά
σε κάποιον μικρό Καιάδα

Από την άλλη
αυτές οι σεμνές τελετές του μεσημεριού
μάζευαν ήλιο πάνω μου

Στη βραδινή προσευχή η τελευταία μπουκιά
μεγάλωνε επικίνδυνα


______
 * Ψαλμός 83 (πγ΄)





ΑΠΟΚΡΙΕΣ


Στις Απόκριες μ’ έντυναν αμαζόνα ή σπανιόλα
στολές για κορίτσια
αξιοπρεπείς

κούμπωναν άχαρα στο σώμα
ρόλοι μακρόταλοι

Αντί να κυματίσω στα μαλλιά της Μέδουσας
να γίνω μαινάδα να ουρλιάξω
ν’ αγκαλιάσω με ηδονή παχιά σώματα

αντί για μια βραδιά
στα ψέματα
να ενωθώ
με το σκοτάδι


Από την ενότητα
Εποχή των κοριτσιών






ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΤΡΕΣ ΣΤΟΝ ΒΥΘΟ ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΙ

                                                                  συνοδεία τις πήραν
                                                                  γυναίκες πολλές


Κίτρινο θολό της όχθης φάντασμα
η λίμνη σκεπτική
κουβαλάει στην κοιλιά της χιλιάδες Ροντέν
λευκό το χέρι αγγίζει
ιτιές που κλαίνε χωρίς να ξέρουν γιατί

το υπόλοιπο σώμα πλέει στο κόκκινο
τα νερά παγωμένα
πήζουν σε τρίγωνα

Τα βαθιά χρώματα πια με στενεύουν
Αν βάλεις το αυτί σου στον τοίχο
ο βυθός ακούγεται





ΜΙΚΡΟΙ ΙΟΥΛΙΟΙ


Η θάλασσα με διώχνει αργά τη νύχτα
βαδίζω γέρνοντας σταθερά
κι ας τρέμει το νερό
ξαπλωμένο

Η θάλασσα θα έρθει ξανά
με τρομερή επιμονή
ασπρόμαυρη
μοιραία

Η θάλασσα φτιάχτηκε έτσι
για να ’μαι εγώ περιττή


Από την ενότητα
Το τέλος μια ψευδαίσθηση κι αυτό






Από τη συλλογή «Παραμύθια ανάποδα», εκδ. Θεμέλιο, 2020.

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

Γ. Θ. Βαφόπουλος, "Τα ρόδα της Μυρτάλης"




Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ…


Η γοητεία της μουσικής φωνής σου πάλι μου ξυπνά,
Μυρτάλη, κάποια ηχώ, πόχει για πάντα πια σιγήσει,
αγαπητής φωνής κι’ ούτε πως θάρθει απ’ τ’ όνειρο ξανά
μιας αυταπάτης υποβλητικής να με ξυπνήσει.

Κι ούτε πως στο παράθυρο, σαν ανοιξιάτικο πουλί,
που ξέφυγε περίτρομο μια θύελλα αγριεμμένη,
θ’ ακούσει για μια αγάπη αστόχαστη ξανά να μου μιλεί,
μια αγάπη, που έμεινε κι αυτή, όπως όλες, ξεχασμένη.





ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ


Νερό, φωτιά, δεντρί, θεριό, κι’ −αλίμονο!− άλλο ό,τι μπορεί
τη φαντασία παράξενο και νέο να μου ταράξει,
γίνομαι ευθύς, σαν τον Πρωτέα, τόσο, η ψυχή μου που απορεί
σε ποιαν αλάθευτη κορφή του νου να πρωταράξει.

Θάλασσα της αμφιβολίας, στα ταραγμένα σου νερά
άθλιο με σέρνει ναυαγό του ανθρώπου ο μέγας πόνος.
Τι τάχα; Ας γίνει ό,τι μπορεί! Άπραγα θα ’ναι τα φτερά,
όταν βρεθώ κάτω απ’ το βάρος της αλήθειας μόνος.





ΤΡΑΓΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ


Ω ενθύμηση, το πνεύμα μου σαν Ερινύα που ακολουθείς,
ίσκιε ενός ίσκιου, μάταια που γυρεύει τη γαλήνη·
εχθρέ της ησυχίας μου φθονερέ, κι αν φαίνομαι απαθής
στην αναπόλησή σου, όμως κάτι η ψυχή μου κλείνει

από τη θύελλα των μαχών, κάτι απ’ του ζοφερού ωκεανού
την τρικυμία, κάτι απ’ τη συντριμμένη Καρχηδόνα,
όταν του πάθους μου τη θάλασσα μ’ ενός σου σκοτεινού
την τρίαινα βλέμματος, σκληρέ, ταράζεις, Ποσειδώνα!


[ενότητα: Τα ρόδα της Μυρτάλης]
 



ΑΠΟΦΑΣΗ


Ό,τι είχανε να πούνε το είπανε.
Δεν είχαν άλλο τίποτε να πούνε.
Καθένας όμως μ’ επιμέλειαν έκρυψε
κάποιες σκηνές και κάποια γεγονότα,
που ίσως να ματαιώναν την απόφαση.

Εδώσανε τα χέρια τους μ’ αδιαφορία
– έτσι τουλάχιστο η όψη τους το έδειχνε –
και χωριστήκανε. Όμως καταβαίνοντας
τη σκάλα Εκείνη δάκρυσε άθελα,
κ’ Εκείνος, μόνος πια σαν έμεινε,
ανάλυσε τον πόνο που έκρυβε
σ’ ωραία δακρύων μαργαριτάρια.


[ενότητα: Δεκαοχτώ άλλα ποιήματα]




Από τη συλλογή «Τα ρόδα της Μυρτάλης» (1931).
Πηγή: «Γ. Θ. Βαφόπουλος - Άπαντα τα ποιητικά», εκδ. Παρατηρητής 1990.
 
Στην εικόνα: Henri de Toulouse-Lautrec, «La Blanchisseuse».
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020

Γιώργος Χ. Θεοχάρης, "Όσα ο αφρός φλοισβίζει"




Δημήτρης Αγγελής

30.


Πιο ηττημένος κι από έναν Αύγουστο που φεύγει
γύριζα τα πανηγύρια στα χωριά και μπόλιαζα στο στήθος μου
τραγούδια ραγισμένα.

Κι ήταν η πλατεία του χωριού αρχαίου θεάτρου κοίλο.
Έσταζε αίμα το μαντήλι μου κι οι ταύροι με μουγκρίζαν
που χτύπησα την πόρτα σου και πάλι δεν σε βρήκα
μόνο συρτάρια ανοιχτά και έπιπλα σπασμένα

παλιές εφημερίδες έσερνε ο βοριάς στο χωματόδρομο
τα γράμματά σου

άδεια επιστρέφανε τα κάρα

κυπαρισσόμηλα έφερναν
για χαιρετίσματά σου.


[από τη συλλογή «Ένα ελάφι δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου», Πόλις 2015]





Μυρσίνη Γκανά

[ΟΛΟ ΤΟ ΠΡΩΙΝΟ ΧΑΖΕΥΟΝΤΑΣ]


Όλο το πρωινό χαζεύοντας
αυτό το σκοτεινό πανί
που όλο φουσκώνει και τεντώνεται
και σκίζεται εδώ κι εκεί
κι αστράφτουν τ άσπρα ξέφτια του
και χάνονται.

Κι ύστερα το νησί.
Βουίζει και τρέμει απαλά
χαρταετός μέσα σε μπλε πυκνό
με όλα του τα κρόσια ν’ ανεμίζουν.

Κι όπως αργά αργά μας κλείνει
η νύχτα στις κουρτίνες της
κρατάμε την ανάσα μας να μη μας βρουν
κι ακούμε το μοτέρ της φύσης να δουλεύει.


[από τη συλλογή «Τα πέρα μέρη», Μελάνι 2017]





Σοφία Κολοτούρου

ΔΥΟ ΣΤΙΧΟΙ - ΠΡΟΣΕΥΧΗ


Ό,τι κι αν κάνω, ό,τι έκανα είναι λάθος·
κάθε προσπάθεια καταλήγει στο κενό.
Μετέωρη πάντα, σ’ άγνωστο ουρανό
την μέσα άβυσσο, π’ ανοίγεται, φθονώ –
να την κατρακυλήσω ως το βάθος.

Ό,τι κι αν είπα ή έγραψα δεν μένει
μήτε κρυφό – ούτε δυο στίχοι-προσευχή.
Στο χώμα φεύγουν και κυλούν με τη βροχή
μες τον αέρα αντιλαλούνε, σαν κραυγή
και με διαλύει πάντα η Ειμαρμένη.

Ό,τι κι αν σκέφτηκα, κομμάτια έχει γίνει
που διασκορπίστηκαν σ’ εκτάσεις αχανείς
κι όσο κι αν ούρλιαξα δεν μ’ άκουσε κανείς
και συνεχίζω από τότε, ημιθανής
μόλις να σέρνομαι, απ’ το πάτωμα ως την κλίνη.

Ό,τι κι αν πόθησα, λαχτάρισα, του ανέμου
ύστατο σκόρπισμα στην τελευταία βραδιά.
Ο χρόνος τέλειωσε – σημάδι στην καρδιά.
Οι πόρτες έκλεισαν. Παρέδωσα κλειδιά
κι ας υποθέσουμε δεν έζησα ποτέ μου.


[από τη συλλογή «Η τρίτη γενιά», Τυπωθήτω 2015]





Λένα Παππά

ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ


Άϊ σκοτεινό φως
τρεμάμενο αίμα του Έρωτα
μες στη γητειά σου απολησμόνησα
τους φονιάδες καιρούς
γέννησα ρόδινα μωρά
σε αστερωμένο μέλλον·

Άϊ της αγάπης μαχαιριά
στης νιότης το κρουστό κορμί
πληγή που ανάβλυζε ευωδιές φιλιών
και μουσική
ντύνοντας το γυμνό έρημο κόσμο.

Απόψε
μέσα στης μνήμης τα βαθιά βελούδα
κυλιέμαι και σε καλώ
με τη φωνή την απερίγραπτη
των απαρηγόρητων
τη γυάλινη, χλωμή φωνή
των διψασμένων που αγαπούν τη δίψα τους
κι ας ξέρουν πως
όλες τις θάλασσες και τα ποτάμια κι αν θα πιουν
ποτέ τους δε θα ξεδιψάσουν.


[από τη συλλογή «Αρτεσιανά», Οι εκδόσεις των φίλων, 1988]





Εύα Στεφανή

Α4


Πάω να ξαναδώ το σχολείο μου. Δεν
υπάρχει ψυχή. Κουβαλάω γλυκό αμυ-
γδαλωτό για τη δασκάλα μου κυρία
Ζαχαρίου. Σκοντάφτω στις σκάλες και
το βαζάκι πέφτει από την τσάντα και
σπάει. Ένα τεράστιο ζαχαρί κύμα που
μυρίζει παπαρούνα πλημμυρίζει τις
σκάλες. Κολυμπάω μέσα στο γλυκό
προς την Α4. Η αίθουσα είναι άδεια.
Μόνο μια ξεχασμένη φόρμα γυμναστι-
κής. Απ έξω ακούγονται φωνές από
το διάλειμμα.


[από το βιβλίο «Τα μαλλιά του Φιν», Πόλις 2014]





Κώστας Ε. Τσιρόπουλος (1930-2017)

Α' ΟΜΗΡΟΥ


Τους είχαν προσπεράσει τα μεσάνυχτα.
Σώματα γλαφυρά να μη πνιγούν
σε αθανασία εκρατήθηκαν γυμνά.
Φλόγα μυστηρίου εκυμάτιζε πάνω τους
ως οίκτος αψαύστων η γλώσσα
και από το βαθύ των σπλάχνων τους
τάρταρο
ξυπνούσε πόθος αλιεύοντας
αστρώα όνειρα
μες στην υγρότητα των σωμάτων
κραυγάσματα φέροντας
λέξεις θραύσματα θεών νοήσεις.
Έτρεμε η σάρκα τους τρίζοντας
την σκιερή τους ύλη
κι εσπάραζαν τα βλέφαρά τους
να μην δουν
μες στη θυμέλη της κλίνης τους
ιερό τον χρόνο μυθοποιό
θεό μέγα
ποίημα να τεχνουργεί πλοίο
από τις στάχτες τους.


[από τη συλλογή «Μυστήριο», Αστρολάβος / Ευθύνη 1988]





Η παρούσα Ανθολογία είναι αποτέλεσμα της διαδικτυακής επαφής και «φιλίας» κάποιων ανθρώπων που, στην ηλεκτρονική εποχή του διαδικτύου, επιμένουν να υπερασπίζονται την ποιητική δημιουργία και να μεταφέρουν ποιήματα από το τυπωμένο χαρτί στην άυλη αυλή των θαυμάτων· στο διαδίκτυο. Πρόκειται για Ανθολογία Ποιημάτων και όχι ποιητών. Αναντιρρήτως δεν ανταποκρίνεται καθόλου στη λογική της γραμματολογίας. Θα λέγαμε με παρρησία ότι δεν είναι καν Ανθολογία, αλλά μία τεράστια ανθοδέσμη φτιαγμένη από εκατοντάδες ξεχωριστά άνθη που μάζεψε με ευαισθησία ο ανθολόγος για να στολίζει καθημερινά το βλέμμα του και το βλέμμα των διαδικτυακών του «φίλων». Δεν χωρίζεται σε θεματικές ενότητες, ούτε σε ποιητικές γενιές. Η έκδοση αφιερώνεται σε όλους τους δημιουργούς που τα ποιήματά τους την συγκροτούν καθώς και στους αναγνώστες της ποίησης. Γιατί, θα λέγαμε, παραφράζοντας ένα στίχο του Τάσου Λειβαδίτη, η ποίηση είναι σαν μια εξομολόγηση, νωρίς το πρωί, σε πρόσωπα που δεν ξέρουμε αν μας ακούνε − κι εμείς συνεχίζουμε να μιλάμε, γιατί δεν έχουμε άλλον τρόπο να αναπνέουμε...
(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)





Από την ανθολογία ποιημάτων «Όσα ο αφρός φλοισβίζει», εκδ. Ρώμη, 2020.
Ανθολόγος: Γιώργος Χ. Θεοχάρης.


Σημείωση: Για την παρούσα ανάρτηση επιλέχθησαν ποιήματα ποιητριών και ποιητών που έως τώρα δεν είχαμε ανθολογήσει στο ιστολόγιό μας.

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2020

Ειρήνη Μπόμπολη, "Ποιητής και Ποίημα"



Ποιητής και Ποίημα


Γράφει η Ειρήνη Μπόμπολη, Φιλόλογος


Η πιο λαμπρή ποίηση που δόθηκε ποτέ στον κόσμο,

δεν είναι παρά μια αδύναμη σκιά της αρχικής σύλληψης.

Σέλλεϋ


Μια ιδιάζουσα και αρκετά δύσκολη να αποδοθεί, σχέση. Ωστόσο, άκρως γοητευτική.

Η ιδέα έρχεται αιφνίδια, αστραπιαία («Είναι η αστραπή που κρατάει σπαθί», θα πει ο Σέλλεϋ). Έρχεται και μετεωρίζεται γύρω από το κεφάλι του ποιητή, επίμονα. Ξέρει ότι όπου και να πάει, ό,τι και να κάνει, είναι εκεί, δίπλα του και πολλές φορές κρούει πάνω του ενοχλητικά. Ακόμα και τότε που φαίνεται ότι μάλλον τον ξέχασε, αυτή επιμένει να ασχοληθεί μαζί της.

Πώς ο γλύπτης επιλέγει το λαμπρότερο μάρμαρο για το έργο του; Έτσι και ο ποιητής επιλέγει την πιο φωτεινή ιδέα του και την καμαρώνει σαν ατόφιο μάρμαρο. Την κοιτάει, την ξανακοιτάει και προσπαθεί να ανακαλύψει τα μυστικά της. Η εξόρυξη, η γέννα του ποιήματος πρέπει να γίνει τελετουργικά και επιδέξια. Άρτια. Ο ποιητής είναι ο διαμεσολαβητής μεταξύ δυνάμεως και ενέργειας. Μέσα στην ιδέα εγκυμονεί έτοιμη η εντελέχεια του μέλλοντος ποιήματος, όπως μέσα στο μάρμαρο εγκυμονεί η δυνατή προοπτική  του αγάλματος.

Εκεί όμως που ο ποιητής καταφαίνεται μέγας ή όχι είναι ο βαθμός μαεστρίας του να εξορύξει τον κρυμμένο πόνο της ιδέας και να ποτίσει με αυτόν όλο το ποίημα. Ο πόνος ενδέχεται να είναι σκοτεινός και αδυσώπητα μαύρος, να έχει στοιχεία ροκ ή μέταλ, αλλά κάλλιστα μπορεί να κρύβεται και στη διάθλαση του φωτός. Κάλλιστα θα μπορούσε να μεταπλαστεί σε ένα υπέροχο ποιμενικό άσμα ή σε έναν αξεπέραστο δεκαπεντασύλλαβο.

Ο ποιητής πρέπει να αφουγκραστεί τη μουσική των στίχων και των λέξεων, να αποκωδικοποιήσει τον ρυθμό και εν ανάγκη να τον χορέψει σε ξέφωτα αρχαίων ιερών πριν ξεκινήσει τον μεγάλο τοκετό. («Θα πρέπει ο ρυθμός και η αρμονία των στίχων να διασώζει την ηχώ μιας ατέρμονης μουσικής», Σέλλεϋ, Υπεράσπιση της ποίησης). Χορεύοντας στην μουσική μέθη, θα ανοίξει τη ραγισματιά, για να εισέλθει το φως, να φωταγωγήσει περίλαμπρα την ιδέα και να της δώσει φτερά.

Όπως η ψυχή, για να φτερωθεί, χρειάζεται τον έρωτα (Πλάτων), έτσι και η ποιητική ιδέα για να μετασχηματιστεί σε τραγούδι, χρειάζεται το πάθος και το ταλέντο του δημιουργού της. Ο ποιητής θα στοχαστεί ακόμα και για το χρώμα ή τα χρώματα που είναι φυλακισμένα μέσα στην ιδέα. Πρέπει να αποφυλακίσει όλα τα συστατικά. Να συλλάβει την τέλεια μορφή του περιεχομένου.

Όταν γίνει αυτό, το ποίημα εξέρχεται θριαμβικά, ακροβατώντας στις πιο ανάλαφρες λέξεις του. Σκοπός του ποιητή είναι ακριβώς αυτό το αλαφροπάτημα. Να μην βαρύνει η ύλη, να μην καθηλωθεί η ιδέα. Σκοπός του ποιητή είναι να το απαλλάξει από την ύλη λέξεων και περιεχομένου, να του δώσει όραμα και στόχο υψηλό. Να το απαλλάξει από βάρβαρους συναισθηματισμούς και μονομέρεια. Όπως το άγαλμα εξαϋλώνεται μέσω της ομορφιάς του, έτσι και το ποίημα μέσω της αβάσταχτης φωτεινότητάς του.

Ο μεγάλος ποιητής αρνείται το ίδιο του το ποίημα, το ακυρώνει. («Ό,τι κι αν είναι αυτό, εγώ είμαι εναντίον του!»Γκράουτσο). Μέσω αυτής της ακύρωσης το νομιμοποιεί στη σφαίρα της αιώνιας τέχνης. Όταν το ποίημα φτάσει στον τελικό προορισμό του, δεν υφίσταται ως ποίημα. Γίνεται ιδέα. Γιατί ο όρος ποίημα δηλώνει κάτι εν τη γενέσει του. Το ποίημα εν τη γενέσει του φιλοσοφεί εαυτό και εράται το τέλειο. Όταν φτάσει στον προορισμό του, αυτοκαθηλώνεται και οδηγείται στην άρση της γήινης περιπέτειάς του.

Τα μεγάλα έργα είναι αυτά που γίνονται σύμβολα και αρχέτυπα αιωνιότητας, όταν καταφέρουν να απαλλαγούν από το γήινο πάθος τους. Αν ήταν η ποίηση μόνο επιδέξιο αράδιασμα από λέξεις και ευφυολογήματα, θα ήταν εφήμερη και θνητή. Η ποίηση είναι η ιδέα, που μετά την ποιητική της ή καλλιτεχνική περιπέτεια θα λάμπει διαρκώς όλο και πιο πολύ. Η Αφροδίτη της Μήλου θα ζει και όταν το άγαλμα καταστραφεί, η «Ενάτη» του Μπετόβεν θα δονεί τα σωθικά μας κάθε φορά που θα γινόμαστε παιδιά, χωρίς ακουστική επανάληψη, η φεγγαροντυμένη του Σολωμού θα λάμπει στο δροσάτο φως σε κάθε προσέγγιση της αληθινής ομορφιάς.

«Έλεγα πως την είχα δει πολύν καιρόν οπίσω

Καν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο

Κάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μου

Καν τ όνειρό μου  όταν μ’ έθρεφε το γάλα της μητρός μου!

Ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι αστοχισμένη

Που  ομπρός μου τώρα μ’ όλη της τη δύναμη προβαίνει»

Δ. Σολωμός, Κρητικός

Ο ποιητής μετριέται με τον βαθμό εξαΰλωσης και αναίρεσης που πέτυχε στο δημιούργημά του. Ο ρόλος του τελειώνει όταν κατανοήσει ότι το ποίημα δεν του ανήκει. Ήταν απλά ο μέγας αρχιερέας της ιερής γέννας του. Σαφώς τραγικός, αφού ο ρόλος του προσδιορίζεται και επιτάσσεται από το ένστικτο, τη μαεστρία και το ταλέντο που υπάρχουν μέσα του. («Η πιο λαμπρή ποίηση που δόθηκε ποτέ στον κόσμο, δεν είναι παρά μια αδύναμη σκιά της αρχικής σύλληψης», Σέλλεϋ).

Ο Ποιητής θα πορεύεται μοναχικός έως ότου κληθεί ξανά σε κάποια άλλη ποιητική ιερουργία. Η σχέση ποιητή και ποιήματος είναι σχέση ζωής και θανάτου. Είναι σχέση θανάσιμα διαλεκτική σε ένα συμπαντικό σύστημα ανοιχτό και άπειρο...




Στην εικόνα: Joseph Severn, «Posthumous Portrait of Shelley Writing Prometheus Unbound» (1845).

Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2020

Ντέμης Κωνσταντινίδης, "Τέσσερα ποιήματα"




Το μονόξυλο


Είμαι ο ιθαγενής που πήρε το δρόμο του
βαθιά μέσα στο δάσος
με την ακονισμένη του μάχαιρα και τη φωτιά
με το ρυάκι του και με τον χρόνο του
με τα παρθένα ξέφωτα και με τα δέντρα τ’ αψηλά
να κόψω και να πελεκήσω
−είναι δουλειά που κάνεις μόνος−
να φτιάσω το μονόξυλο
να ξανοιχτώ στις θάλασσες.





Βρίσκεις χόρτα


Γυρίζεις και βρίσκεις χόρτα
να ’χουν πνίξει το μονοπάτι σου.
(Ούτε νερό ούτε σκιά,
χόρτα ψηλά και ερημιά..)
Στρώνεις θειάφι για τα φίδια.
Για τους ανθρώπους,
κάτι θα σκεφτείς.





Πουλήστε το


Το πήραν απόφαση.
Κι αποφάσισαν να το πουλήσουν.
Γκρέμιζε λέει έτσι απεριποίητο.
Ύστερα ήταν και το δάνειο.
Κι εγώ θυμόμουν
που τάιζα τη Μπλάκυ στο στόμα.
Και που έβαζα τις κοτούλες δυο δυο
λιπόθυμες κάτω απ’ τη βρύση
όταν έπιασε εκείνος ο λίβας.
Και θυμόμουν τις λεμονιές
με τις πράσινές τους βελόνες
και τις αμυγδαλιές
με τα άγουρα ακόμη αμύγδαλα.
Τις Πασχαλιές τις Κυριακάτικες εκδρομές
το γόνατό μου ανοιγμένο
και τη γιαγιά να το πασπαλίζει σουλφαμιδόσκονη.
Και θυμόμουν τον παππού
να πίνει το ουζάκι του στον ίσκιο
και να του φέρνω δροσερό νερό.
Και μας θυμόμουν όλους
μαζεμένους στη βεράντα
τη μέρα των γενεθλίων μου.
Κι είπα: «πουλήστε το»





Το περιστέρι


Δίπλα στην είσοδο της τράπεζας
πέταξε κιόλας
χωρίς το σώμα του.

Κάποιος υπάλληλος
το βρήκε το πρωί.

Όλες οι καταθέσεις του κόσμου
δεν ξανακάνουν
ένα περιστέρι.



Ντέμης Κωνσταντινίδης




Πηγές:
- Περιοδικό Ονειρο+πόλος # 5 (ελεύθερη ανάγνωση στον ακόλουθο σύνδεσμο)
- Ανοιχτή Βιβλιοθήκη:  https://www.openbook.gr/oneiro-polos/
- σκόρπιες λέξεις:  https://skorpieslekseis.blogspot.com/
 
Στην εικόνα: Fritz Syberg,
«The painter's daughter is watching the pigeons in the windowsill»
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020

Κατερίνα Καριζώνη, "Αρχαία δίψα"




ΟΙ ΓΕΡΑΣΜΕΝΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ


Βλέπω καμιά φορά
τις γερασμένες γυναίκες
να στέκονται στις πόρτες των πολυκατοικιών.
Φορούν θλιμμένες μάσκες και μιλούν
για εκείνους που γηροκομούν στο σπίτι
και για τους άλλους που πέθαναν πριν από χρόνια
γνωρίζουν σπάνιες αρρώστιες και συνταγές
φάρμακα με δυσκολοπρόφερτα ονόματα.

Λεν πως τα πόδια τους βαδίζουν μόνο προς τα πίσω
λεν πως τα μάτια τους βλέπουν μόνο τα χειρότερα
μοιάζουν με παράξενες μέλισσες συμπονετικές
τρυγούνε άγνωστα λουλούδια
που φυτρώνουν στις πληγές τους
τρυγούνε τα χαμένα χρόνια τους
βγάζουν μέλι πικρό και το μοιράζονται
βγάζουν δηλητήρια από τα δάκρυά τους και τα πίνουν
έχουν γκρίζα κοντά μαλλιά, δεν είναι πια ωραίες
κάτω απ’ τη γλώσσα κρύβουνε ένα κεντρί
κάτω απ’ τα ρούχα τους ένα κλουβί με καρδερίνα.

Κάτω απ’ τις μάσκες τους κρύβονται τα πρόσωπά μας.





ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΛΥΝΟΥΝ ΣΤΑΥΡΟΛΕΞΑ


Να λύνετε σταυρόλεξα
για να αποφύγετε μελλοντικά το αλτσχάιμερ

Στη λέξη έρωτας να ξέρετε ότι
πάντα κάποιο γράμμα περισσεύει
και κάποιο δεν σου φτάνει
γι’ αυτό να δείχνετε μεγαλοψυχία και υπομονή·
στη λέξη αλήθεια
τα γράμματα είναι πιο πολλά
απ’ όσα φαίνονται
και προπαντός απ’ όσα σας ζητούνται·
στη λέξη εγώ υπάρχει ένας αριθμός γραμμάτων
αυστηρά προσωπικός που δεν χωράει πουθενά·
η λέξη θάνατος γράφεται στα μαύρα τετράγωνα
με μια μελάνη που σβήνει ό,τι γράφει
στα άσπρα κρύβονται πολύ συχνά παγίδες
με σημασίες για τις οποίες δεν υπάρχουν λέξεις
παρά μονάχα το κυνήγι των γραμμάτων
που δεν οδηγεί όμως πουθενά.

όσο για την λέξη αγάπη
πάρτε καλύτερα μικρό καλάθι
με λίγο ψωμί και κρέας για να ταΐσετε το λύκο
που ελλοχεύει στο βάθος του σταυρόλεξου.





Από τη συλλογή «Αρχαία δίψα», εκδ. Καστανιώτη 2020.