Σάββατο 30 Μαΐου 2020

Σοφία Ταναΐνη, "Ονειροπαγίδες"




ΟΝΕΙΡΟΠΑΓΙΔΕΣ

         Βαλσαμωμένου χρόνου μια αναλαμπή


Άνοιξα το ντουλάπι με τα ρούχα
Πήρα στα χέρια το λευκό της νιότης μου φουστάνι
Το αγαπημένο από βαμβάκι πανωφόρι
Κι ένα καπέλο με ροζ κορδέλα
(τώρα που έξω δεν κυκλοφορεί κανείς
και μέσα σωρεύονται καρποί)

Άνοιξα το συρτάρι με τις παλιές φωτογραφίες
Και φύλαξα το γάμο της γιαγιάς

Αυτά κράτησα μόνο

Ύστερα
Μάζεψα όλα μου τα όνειρα
άσπρα
          μπλε
                 κίτρινα
                            γαλάζια
                                        βιολετιά

Και τ’ άφησα ελεύθερα
                                      στον ήλιο να φυτρώσουν.



Σοφία Ταναΐνη




Πρώτη δημοσίευση.


Σύντομο βιογραφικό.
Η Σοφία Ταναΐνη γεννήθηκε στη Χίο. Υπηρέτησε στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση Χίου επί 32 χρόνια ως δασκάλα, ως Υπεύθυνη στον Τομέα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης και, στη συνέχεια, στον Τομέα Αγωγής Υγείας. Είναι ιδρυτικό μέλος του συλλόγου «Αξίες ζωής στην Εκπαίδευση». Σήμερα ασχολείται με τη συμβουλευτική και την εκπαίδευση γονέων. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στο διαδίκτυο.

Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

Παρέμβαση, Περιοδικό Λόγου και Τέχνης, τεύχος 196-197, Άνοιξη 2020


 


Παρέμβαση
Περιοδικό Λόγου και Τέχνης
τεύχος 196-197, Άνοιξη 2020

    1.   Γιώργος Χουλιάρας: Πουλί και κλουβί    ποίημα
    2.   Χλόη Κουτσουμπέλη: Μικρές κυρίες της Λουίζα Μέυ Άλκοττ Τζο    ποίημα
    3.   Βασίλης Π. Καραγιάννης: Ενδόδημα και αποικιακά…
  12.   Π. Β. Πάσχος: Δύο ποιήματα
  13.   Κώστας Θ. Ριζάκης: Έξι ποιήματα
  15.   Αναστασία Γκίτση: Θεσσαλονίκη από μακριά όμως    ποίημα
  16.   Georg Trakl: Δύο ποιήματα (Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής)
  17.   Aλμπέρ Καμύ: Θραύσματα από την Πανούκλα (Επιλογή: Αναστασία Βατάλη)
  20.   Μάκης Καραγιάννης: Η εύφορη λύπη του Μιχάλη Γκανά
  22.   Συνέντευξη του Γιώργου Χουλιάρα στη Μαρία Αδελφουλάκου
  26.   Ελένη Κοφτερού: Δύο ποιήματα
  27.   Σίμος Οφλίδης: Ομίχλη έρπουσα    διήγημα
  31.   Γιάννης Ιωαννίδης: Αντίλαλος    ποίημα
  31.   Κατερίνα Σημηντήρα: Τέσσερα ποιήματα
  35.   Νίκος Παπάνας: Δύο ποιήματα
  36.   Max Dauthendey: Δύο ποιήματα (Μετάφραση: Παρασκίβα Ζώγου)
  37.   Γιώργος Δελιόπουλος: Δύο ποιήματα
  38.   William Carlos Williams: Πέντε ποιήματα (Μετάφραση: Μαρίκα Συμεωνίδου)
  40.   Ανδρομάχη Βασιλειάδου: Βγαίνει ψωμί με το γράψιμο;
  42.   Αρχοντούλα Διαβάτη: Δύο μικρά πεζά
  43.   Γεωργία Βεληβασάκη: Το χιόνι θ’ ανθίσει μετά    διήγημα
  47.   Μιχάλης Μάσκας: Το στοίχημα (Μετάφραση: Νίκος Κατσαλίδας)
  52.   Αντώνης Ν. Παπαβασιλείου: Φτιάχνεις ένα καλοκαίρι όταν το χρειάζεσαι
  54.   Δημήτρης Κονιδάρης: Δύο ποιήματα
  55.   Κωνσταντίνος Α. Κρεμμύδας: «Αύριο. Έχεις πολύ καιρό»    διήγημα
  57.   Δημήτρης Κανελλόπουλος: Ο μύλος του Τζίμη    διήγημα
  66.   Γιώργος Χ. Θεοχάρης: Αρνητικά προς εμφάνιση    αφήγηση
  70.   Σωτήρης Σαράκης: Ποίηση 2018    ποίημα
  71.   Ευάγγελος Παπαθανασίου - Σωτήριος Ραπτόπουλος: Δύο επιτύμβιες ισλαμικές
          στήλες από το χωριό Αγάπη (Ράτσι) Γρεβενών
  80.   Δημήτρης Παπακωνσταντίνου: Δύο ποιήματα
  81.   Αστέρης Μαυρουδής: Η Μαρίνα Τσβετάγεβα στα αφηγήματα: «Ο πατέρας και το
          μουσείο του-Σαρλότενμπουργκ» και «η μητέρα μου και η μουσική».
          Μια ενδοσκόπηση στο πεζογραφικό έργο της.
  86.   Μελίτα Τόκα Καραχάλιου: Περιχαρακωμένος    ποίημα
  87.   Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου: Τέσσερα ποιήματα
  89.   Παγκόσμια ημέρα ποίησης 2020 … από το σπίτι.
          Ποιήματα 26 δημιουργών. Επιμέλεια: Δήμητρα Β. Καραγιάννη.
  99.   Νίκη Ωττα: Πανσέληνος μ’ αστέρια    ποίημα
100.   Σοφία Τριανταφυλλίδου: Τρία ποιήματα
101.   Η Φανή Γ. Μπαλαμώτη γράφει για το μυθιστόρημα «Οδός Οφθαλμιατρείου» του
          Ευάγγελου Αυδίκου
104.   Η Άννα Κουστινούδη γράφει για την ποιητική συλλογή «Αχερουσία η Θάλασσα»
          του Βαγέλη Τασιόπουλου
106.   Ο Συμεών Σταμπουλού γράφει για το βιβλίο «Πετώντας μ’ ένα drone» της
          Νατάσας Ζαχαροπούλου
109.   Εκδηλώσεις συμμετοχές της «Π»
111.   Οδός Βιβλίων - Πάροδος περιοδικών
112.   Οι αλησμονημένοι… (Β.Π.Κ)


Δευτέρα 25 Μαΐου 2020

Γιάννης Βαρβέρης, "Πεταμένα λεφτά"





ΣΑΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ


Έχει ο καθένας μας, πέρα απ’ το φθόνο
έναν άνθρωπο, για τον εαυτό του και μόνο
άυλον άνθρωπο − που του απλώνει φυλλωσιά
χωρίς να ’ναι δένδρο ή ομπρέλα, μονάχα δροσιά.

Τον κρατάει κρυφόν από τον κόσμο, αλλά
ο ίδιος τις νύχτες τον αγγίζει απαλά
κι ας είναι άυλος· όμως μεσουρανεί
στα χαρούμενα όνειρα, σε χρώμα ουρανί.

Γιατί ο άυλος στ’ όνειρο γίνεται υπαρκτός
πιάνεις το σώμα του, τα στήθη, εκτός
αν χάσεις ποτέ το αόρατο νήμα·
θα μείνεις μόνος, με τα δάκρυα και τη ρίμα.





Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΔΕΝ ΠΙΝΕΙ ΣΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ

Στον Γιώργο Μαρκόπουλο


Χθες είδα πάλι στον ύπνο τον πατέρα. Καθόμασταν οι δυο μας σ’ ένα τραπέζι με καρό τραπεζομάντιλο. Κάποιος μας έφερε δυο ποτηράκια και κρασί. − Είσαι καλά; του λέω. − Καλά, καλά, και μου ’πιασε το χέρι. − Άντε στην υγειά σου, είπε. Σήκωσε το ποτήρι, τσούγκρισε και το άφησε πάνω στο τραπέζι. − Δεν πίνεις; ρώτησα. − Εσύ να πιεις, απάντησε. Εγώ δε θέλω να ξεχάσω.





Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΒΑΦΗΣ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΑΙΓΥΠΤΟΥ


Από το 1932, Κωνσταντίνε,
υγιής γύρισες στην Αθήνα
μόλις πρόσφατα. Στέρεος πια,
στο σφρίγος τού μαρμάρου.
Η πολιτεία μερίμνησε: Πλατεία Αιγύπτου.
Από τη θέση αυτή, όπως παλιά, θεάσαι αθέατος
με συντροφιά όλο κι όλο ένα παγκάκι.
Στο ρόλο της στοργής
λίγο η περίοπτη θέση που κανείς δεν υποπτεύεται
και λίγο η αφελής συνωμοσία
των γύρω φυλλωμάτων.

− Νεαροί μου άγνωστοι φίλοι
αν τύχει και σταθείτε
μείνετε κάτι περισσότερον επίτηδες.
Μ’ όλην την φαντασία, και με το μάγο πρόσωπο,
πρόκειται γι’ άγαλμα·
χρειάζεται να βλέπει και τα χείλη σας
τα σώματά σας χρειάζεται
να ’ναι κοντά.





ΠΑΡΑΙΝΕΣΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΝΘΟΔΕΣΜΗ


Ξεφτίζουμε
σαν υγρασία πάνω σε κάγκελο, το θέρος.
Τι παρδαλός καιρός
πότε ήλιος πότε αφρός
τι βαρετός μοχλός
για να φουντώνουνε παράκτιες χαρές
πριονίζοντας των μισθωτών την κατάνυξη.

Ζηλεύουν·
τους τόκους που θα πάρουμε απ’ το λύκο
δανείζοντάς του πρόβατα
τον κόκκο εκεί πληροφορίας
που μας μπαρκάρει πια στα λιπαρά
και στα καφέ λουλούδια και στα μοβ πουλιά.

Όχι, δεν θα κωφεύσουμε ποτέ
σε τέτοια κελαηδίσματα
σε τέτοιο αναβρασμό των λουλουδιών, ποτέ.

Ω ιδιοκτησία, γοερή ανθοδέσμη.





ΑΓΟΡΑΠΩΛΗΣΙΕΣ ΤΗΣ ΒΑΤΟΥ


Το αγροτεμάχιο που επωλήθη για να ενοικιαστεί
βιαία πνοή
οι μετοχές των πλοίων αμετάβλητες
στον όρμο τού αχανούς
ένα πανάκι που αγοράστηκε να περιμένει
τον κρίσιμο ούριο
κι όμως ετύλιξε το ιστίο του ναυαγού
παλιό κρασί που το πλαγιάσαμε σε κάβα
στου καπηλειού την πτώχευση
ο μεθυσμένος πόθος μας για παλαβό καρφίτσωμα
των σταφυλιών σε δάσος δέντρων με κλαδιά

και περαιτέρω
αγορασμένοι συγγενείς σαν πουλημένοι φίλοι
χαλιά χειρός κεντήματα που αθλούνται στο ξεθώριασμα
μαζί κι οι ανακαινίσεις τους (restaurations)
− ανακαινίσεις είπα; χρυσές δουλειές της καλλονής
σε βάρος της μελέτης
πούδρες εταίρες θέλγητρα καμώματα του δόλου
στα καταγώγια της αισθητικής
σε βάρος της αγάπης
και μια γυναίκα όλο τρελή
στον ύπνο λογικεύεται
χαλάλι όλα τα χρήματα −

οι άνθρωποί τους
πεταμένα λεφτά.





Από τη συλλογή «Πεταμένα λεφτά» (2005).
Πηγή: «Γιάννης Βαρβέρης, Ποιήματα, Τόμος Β΄ [2001-2013]», εκδ. Κέδρος, 2013.

Παρασκευή 22 Μαΐου 2020

Αγγελική Ελευθερίου, "Αργά τ’ απόγευμα"




~*~


Χάιδευε η τρέλα την υπομονή της
Και η υπομονή της χάιδευε την τρέλα
Πάνω στις κόρες των ματιών της.
Δεν είχε αποφασίσει πότε
Τα άσπρα στίγματα
Θα σημαδεύαν το κορμί μας.
Πότε θα το πονούσαν.
Έμενε εκεί
Στην επιφάνεια
Και κάτω απ’ αυτήν
Να δίνει και να παίρνει
Σήματα φωτεινά.





~*~


Τα σώματα σου
Που θυσίασες
Τα πήρες πίσω.
Τώρα που φλούδες ξεκολλούν
Απ’ τη ζωή
Τα χρόνια σου.
Και που τις καρτ-ποστάλ
Απ’ τα ταξίδια σου
Χαρίζεις.
Και άλλα
Πιο πολύτιμα ενθύμια
Πετάς
Γιατί δε βρίσκεις
Να τα δώσεις.
Έφτασες ώς εκεί που ’χες προβλέψει
Και θάλασσα δε φαίνεται
Και πουθενά τ’ αρχαίο θέατρο





~*~


Αγριεύτηκα
Κυνηγημένη από τα όνειρα της νύχτας.
Δώσε μου το μαύρο μου μαντίλι
−ας έχει ήλιο−
Τα μάτια μου.
Στάσου μπροστά μου − πιο κοντά
Και κρύψε με.
Εκείνος o μαυριδερός παλαιοπώλης
Με παρακολουθεί και μ’ εκβιάζει
Για έναν μια σταλιά
Πορσελάνινον Έρωτα
Που λέει ότι του ράισε το βλέμμα μου
Όπως εκοίταζα στον πάγκο.
Πού είμαι.
Πώς βρέθηκα σ’ αυτή τη γειτονιά.
Εγώ μόλις εγύριζα απ’ τη θάλασσα





~*~


Το βράδυ που σε περίμενα
−δε θα μπορούσε να ’χεις έρθει το βράδυ εκείνο−
Το σπίτι άχνιζε.
Μύριζε γέννα και ζεματιστά νερά.
Με διάφορες τελετουργίες απ’ τους χορούς
Και της Ανατολής το θέατρο
Με μύθους κι αρπαγές σε τοίχους και σπηλιές
Με μουσικές μονόχορδες από ψαλμούς και αμανέδες
Σε φευγαλέα βλέμματα ανθρώπων
Που έχουν πάψει να ονειρεύονται
Τα ξημερώματα φύσηξε.
Τώρα που πάλι σε περιμένω
−τώρα που θα ’ρθεις− μ’ ένα τσιγάρο στάχτη
Μπρος στο παράθυρο σκέφτομαι
Γρήγορα που κρυώνει ο καφές





~*~


Άλλοι όγκοι
Μεγέθη μυθικά
Κατατομές αμετάβλητες
Περιφρουρούν
Το σώμα σου.
Αυλή μοναστηριού
Το πρόσωπό σου
Αναπαύει την αμαρτία.
Πάντως
Εγώ όταν σε σκέφτομαι
Πέφτω ξαφνικά
Σα χιλιάδες ποτήρια
Που σπάνε.





~*~


Ψιλοβρέχει φωτιά.
Τη νιώθω μεσ’ απ’ το μνήμα των σεντονιών μου.
Σκέφτομαι εκείνη τη φωνή
Που έκρυψα κάτω απ’ τις πέτρες
Όταν απαγορεύτηκε από το σώμα σου το σώμα μου.
Το πρόσωπό μου.
Όταν γεμάτος άνεμο
Εφύσηξες τα μάτια μου
Και τα ’σβησες.





Από τη συλλογή «Αργά τ’ απόγευμα» (1990).
Πηγή: «Αγγελική Ελευθερίου, Τα ποιήματα [1978-2011]», εκδ. Γαβριηλίδης, 2015.

Στην εικόνα: Georges de La Tour, «The Repentant Magdalen».
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Τρίτη 19 Μαΐου 2020

Ρία Φελεκίδου, "Η Ιστορία Ίδια"




ΔΑΚΡΥΑ


Περίμεναν τόση ώρα να κατηφορίσουν.
Χθεσινές δουλειές να τελειώσουν
Ανούσιες ανταλλαγές λέξεων
Δολοφονικές βεβαιότητες
Να ταξινομούνται πάνω στο τραπέζι.
Τα βαρίδια μιας δομημένης ρουτίνας
Ένα άδειο βλέμμα
Κι άλλο ένα
Η απουσία γλείφει
Ό,τι ξέμεινε σφριγηλό.
Ύστερα λοιπόν η σειρά τους.
Το κορμί σε συναγερμό
Πλημμυρίδα άμπωτη
Ασυγχρόνιστα στην περιοχή της καρδιάς.
Κάτι που άρχισε να τρίζει
Πάει να ανοίξει
Μια παλιά υπόσχεση, μια ξεχασμένη πόρτα.
Τίποτα δεν ολοκληρώθηκε
Μαζεύτηκαν προς τα πίσω
Τα ρέοντα ερωτηματικά
Οι υγρές απώλειες
Οι δρόμοι του νερού
Άτακτη υποχώρηση
Στα όρια του κενού.
Για τα περαιτέρω
Χάθηκε το κλειδί
Ή έφταιξαν τα προαπαιτούμενα χρέη.
Τα μάτια έμειναν απότιστοι βολβοί.





ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ


Μικρή φιλική κουκουβάγια
Με κόμπους ιδρώτα
Στα χοντραγυαλιά
Όταν πετάει πάνω κάτω
Σκουντουφλά στα δέντρα
Και το δάσος βουίζει αρχαία μυστικά.
Το πρωί φοβάται τα θρύψαλα του σκοταδιού
Στο ασπράδι των ματιών της.
Καθαρίζει τη φωλιά της
Με τα αγχωμένα χνότα της
Και μαζεύεται σ’ ένα σοφό ύπνο
Γεμάτο ερωτηματικά.
Φοβάμαι να τη ρωτήσω
Για όσα δεν απορώ.





ΤΙ ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ…


Παράξενος έρωτας
Απροσδιόριστης υφής
Ντυμένος λέπια
Απλωμένος σε σανίδες
Τελευταίας σωτηρίας
Ελίσσεται ωσαννά
Χορεύοντας
Κατρακυλά κίτρινες μέθες
Φαλτσάροντας
Χαρίζεται σε ουραγούς
Φωλιάζει σε απόκληρες ανάσες
Παράξενος έρωτας
Μεγάλωσε σε φυλακή
Ξέρει από θυσίες της σάρκας
Τα ταγγισμένα απόβραδα
Πριν σκίσω τα ομορφότερα ποιήματα
Πριν δεθώ καλλίπυγους εφιάλτες
Πριν ερωτευτώ ξανά πλουμιστές απώλειες
Πριν απελάσω τον οίκτο
Θρονιάζεται στα γόνατα της θλίψης
Βουρκώνοντας εξαερώνεται στους μεγάλους ουρανούς
Υπόσχεται ροδαλά, παχουλά μηδέν
Υποκλίνεται δουλικά στους ακύμαντους δρόμους
Άφτερος δοκιμάζει ουράνιες πτήσεις
Παραμιλά, σου λέω, ανύπαρκτες λέξεις
Ονειρεύεται λιωμένες χιονοστιβάδες
Μέχρι τις ρίζες των μαλλιών βυθίζεται
Σε ληγμένα σκοτάδια
Παράξενος έρωτας
Τι παράξενος έρωτας…





ΤΑ ΦΩΤΕΙΝΑ ΚΟΥΡΕΛΙΑ


Δε φοβάμαι να σου πω
Ποια ώρα κύλησε ο ήλιος απ’ τον ώμο σου
Και πριν σμίξει με τα λασπόνερα στα ρείθρα
Έγραψε φωτεινά ποιήματα για εξασκημένα μάτια
Στους περπατημένους δρόμους
Εκεί άφησες τα βήματά σου μια φορά
Κι εγώ στις χούφτες σου
Στα ματόκλαδα
Στα χείλη
Με έλεγες «μάννα»
Σου υποσχόμουν θαύματα
Έτσι είναι τα ζευγάρια
Όταν ξεκινούν τους μεγάλους δρόμους της ματαίωσης
Το σημείο εκκίνησης σπαρταρά θαύματα
Στη λήξη φωτεινά κουρέλια για τρελούς.





ΤΟ ΕΡΓΟ


Θα παρελάσω πρώτη στην πομπή των χελιδονιών
Σε αιώνες άδειους απ’ τα βήματά σου
Ούτε μία μικρή υπόσχεση
Αυτό είναι το έργο απ’ την αρχή
Ένα δωμάτιο με αόρατες αντηχήσεις.





Από τη συλλογή «Η Ιστορία Ίδια», εκδ. Γαβριηλίδης, 2019.

Σάββατο 16 Μαΐου 2020

Ορέστης Αλεξάκης, "Μου γνέφουν"




ΕΞΑΡΧΕΙΑ


Κοιτώ μέσα στα μάτια σου βροχές
Διακρίνω φώτα και σκιές να τρέχουν
Υπνοβατώ χωρίς να με προσέχουν
καθώς κυλούν στα βάραθρα εποχές

Δεν έμαθε κανείς για τον νεκρό
Βρέθηκαν ίχνη κήπου στ’ όνειρό του
Πυρομανείς διασχίζουν τη Διδότου
Τα παραμύθια γέμισαν νερό

Χάνομαι σ’ ένα βάθος προσμονής
Κρύβομαι σ’ ένα σώμα δανεισμένο
Φέγγει μπροστά μου βλέμμα δακρυσμένο
μα πίσω από το δάκρυ του κανείς

Η πόλη; Σαν σταθμός του Ηλεκτρικού
Μισόφωτη – με μάτια νυσταγμένα
Σ’ αναζητώ σε βήματα σβησμένα
Στα σχήματα ενός άλλου σκηνικού

Ο χρόνος; Κάτι σαν υποτροπή
Σαν μια παλιά θαμπή φωτογραφία
Γράμματα χαραγμένα στα θρανία
Λόγια που τα σταμάτησε η σιωπή

Κι ο ποιητής; Σ’ ένα τοπίο γυμνό
μεταμφιεσμένος σε κρανιοσκόπο
Πάλι ξυπνώ σ’ αυτόν τον ξένο τόπο
ψάχνοντας δρόμο σπίτι κι ουρανό





ΤΑΡΑΤΑΤΑΜ ή ΤΟ ΞΟΡΚΙ

(Ξόρκι κατά της αϋπνίας. Απαγγέλλεται νοερά σε ρυθμό εμβατηρίου.
Επαναλαμβάνεται συνεχώς μέχρι τελικού αποτελέσματος.)


Χρόνια τώρα στο σκοτάδι περιμένω
Και τα μάτια μου γεμίσανε νερό
Περιμένω τον θεράποντα γιατρό
Τον κλειδούχο που τον ρούφηξε το τρένο

Περιμένω τον ασώματο ιερέα
Τον κουτσό μεταφορέα υαλικών
Τον τραυλό καθηγητή των αγγλικών
Το παιδί με το λιοντάρι στη Νεμέα

Το βαρκάρη που ’χει χάσει τ’ όνομά του
Τη μικρή παραδουλεύτρα Πασχαλιά
Τη Λουντμίλα με τα κίτρινα μαλλιά
Τον πλανόδιο βιολιστή με τα φτερά του

Τον καμπούρη δικαστή με την περούκα
Το χειρούργο με το μαύρο φυλαχτό
Την Οντίν που πια δε βγήκε απ’ το κρυφτό
Το κορίτσι που θρηνεί στην Μπάνια Λούκα

Περιμένω το φαντάρο που κρυώνει
Τη γυναίκα που κοιμάται μοναχή
Την τροτέζα που την έλιωσε η βροχή
Το ζητιάνο που τον σκέπασε το χιόνι

Περιμένω τον τυφλό λαχειοπώλη
Περιμένω τον κουλό θεραπευτή
Περιμένω τον φιλάνθρωπο ληστή
και το δήμαρχο που γκρέμισε την πόλη

Περιμένω την κυρτή πεντικιουρίστα
Τη γριά που θα μου ανάψει το κερί
Τη μητέρα που μου μίλησε νεκρή
Τη Μυρτώ που εξαϋλώθηκε στην πίστα

Περιμένω τον επίγειο ταξιδιώτη
Τον προφήτη που ’χει χάσει το κλειδί
Περιμένω το μονόδοντο παιδί
και το δάσκαλο που ξέμεινε στην πρώτη

Περιμένω το μουγκό θαλαμηπόλο
Περιμένω τον κουφό μπαλωματή
Τον νεκρό στους πάγους εξερευνητή
που επιστρέφει μ’ άλλο σώμα από τον Πόλο

Περιμένω το χαμένο χρυσοθήρα
Περιμένω τον πνιγμένο θερμαστή
Περιμένω τον ανύποπτο εραστή
Περιμένω τον πολύπαθο μνηστήρα

Περιμένω την αθέατη χορωδία
Περιμένω σκοτεινούς εξορκιστές
Περιμένω θυσιαστήριες τελετές
και το πτώμα που ’χει αργήσει στην κηδεία

Περιμένω το Βαρδή και τον Αντώνη
Τη Μαρίνα την Αλκμήνη την Αυγή
Τον Ερμόλαο που αναδύθηκε απ’ τη γη
Τον Νικήτα που βυθίστηκε στη σκόνη

Περιμένω να ’ρθει κάποιος να με σώσει
να μου δώσει κάποιο στίγμα στο κενό
για ν’ αντέξω τον αντίπαλο ουρανό
και τη γυάλινη σιωπή που μ’ έχει ζώσει

Ταρατάμ ταρατατάμ ταράτα τάμταμ
Ταρατάμ ταρατατάμ ταρατατάμ
Ταρατάμ ταρατατάμ ταρατατάμ
Ταρατάμ ταρατατάμ ταράτα τάμταμ
κ. ο. κ.





Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΑΘΩΟΣ


Ο ποιητής υποφέρει           Ο ποιητής υποφέρει
γιατί έχει χάσει το δρόμο και πού πηγαίνει δεν ξέρει
και περπατά δίχως μνήμη σ’ αυτή τη χώρα του νότου
ενώ ένα μαύρο ποτάμι μπαίνει συχνά στ’ όνειρό του

Ο ποιητής δε γνωρίζει μόνο αγρυπνά και δακρύζει
σαν να τον κράζουν οι ρίζες υπόγειους κήπους σκαλίζει
και μέρα νύχτα τα ερείπια της ύπαρξής του ανασκάβει
κι ένα σκυλί σκοτωμένο μέσα στα τρόχαλα θάβει

Κι άλλοτε πάλι μονάχος κωπηλατεί σε μια λίμνη
και λυπημένος κοιτάζει την άδεια θέση στην πρύμνη
Κι ενώ απ’ τα βάθη των χρόνων ένα παιδί τον φωνάζει
νιώθει που η βάρκα του γέρνει κι αγάλι αγάλι βουλιάζει

Κι ακούει μια μάνα να λέει την ίδια πάντα ιστορία
Κρυμμένη πίσω από ράφια και σκονισμένα βιβλία
Κι όπως η νύχτα ζυγώνει και το σκοτάδι πυκνώνει
Βλέπει −απ’ αλλού− το κορμί του να το σκεπάζει το χιόνι





ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ


Το σώμα σου είναι από κερί
τα μάτια σου σβηστά καντήλια
φοράς στεφάνι από ασφοδίλια
κι είσαι ανεξήγητα νεκρή

Σ’ αναζητώ στις προσευχές
στα πρόσωπα τα ραγισμένα
Τη νύχτα κάρφωναν κι εμένα
δυο μασκοφόρες μοναχές

Σε σκοτεινές καταπακτές
μάτια πνιγμένων βλεφαρίζουν
ανάπηροι άγγελοι ποτίζουν
περιδεείς προσκυνητές

Κι εγώ σαν να ’χω προδοθεί
γυμνός σε πέτρινο κρεβάτι
και με φωτίζει το άδειο μάτι
που από παιδί με ακολουθεί





NOTTURNO


Κάποιος έχει φύγει από το σπίτι
Κάποιος άλλος περπατάει στο δώμα
Νύχτα και δεν φάνηκεν ακόμα
το παιδί που μπαίνει απ’ το φεγγίτη

Εμπνοές σαλεύουν τις κουρτίνες
Όνειρα κι αράχνες με μουδιάζουν
Τα φεγγάρια ασίγαστα κοάζουν
Γέμισε το δέρμα μου λειχήνες

Ίσκιοι του ανυπόστατου επιστρέφουν
Κύλησαν νομίσματα στο χώμα
Νούφαρα σου σκέπασαν το σώμα
Δυο τρελοί απ’ το ξέφωτο μου γνέφουν

Σαν να ψάχνω κάποιο μονοπάτι
Σαν ν’ αναγνωρίζω τα σημάδια
Προχωρώ στ’ αδιάλυτα σκοτάδια
μ’ ανοιχτό το μέσα μόνο μάτι





Από τη συλλογή «Μου γνέφουν» (2000).
Πηγή: «Ορέστης Αλεξάκης - Ποίηση [1960 - 2009]», εκδ. Γαβριηλίδης 2011.

Στην εικόνα: Georges de La Tour: «Joseph the Carpenter».
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.