Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021

Τάσος Λειβαδίτης, "Συμφωνία αρ. 1"




Συμφωνία αρ. 1

 

(αποσπάσματα)

 

 

Ι



Η μέρα πέθανε πάνω στις ραχητικές βρώμικες στέγες.

Πίσω απ’ τα τζάμια, θολά στριμωγμένα πρόσωπα κοιτάζουνε τον κόσμο να βουλιάζει

Ύστερα είδαμε πως δεν ήταν πρόσωπα

μα οι σιωπηλές χειρονομίες του ηλιοβασιλέματος

που σχεδιάζανε πάνω στα τζάμια της πολιτείας

λίγη ζωή. Κι ύστερα

τίποτα.

Τα τελευταία κάρα χάθηκαν στο βάθος του δρόμου

κουβαλώντας πέτρα κι ασβέστη. Μα όλες τώρα οι πέτρες της γης

δε θα μπορούσαν ν’ αναστήσουν πια αυτήν την πόλη

που κάθε βράδι γκρεμίζεται μες στις παλιές μεγάλες αναμνήσεις της.




Μια γρηά σήκωσε τ’ αδράχτι της κι έδειξε μακριά την πυρκαγιά

ο καπνός ανέβαινε φιμώνοντας τ’ ουρανού το στόμα

κάποιος σε μια πλατεία φώναξε: αργήσαμε, αργήσαμε

μα δεν ακουγόταν καλά, γιατί φυσούσε.




Ένα σκυλί ολομόναχο στον βραδιασμένο κάμπο. Βρέχει.

Ακούστηκε μακριά ο εσπερινός

σαν ένας θεός που τον ξέχασαν κι απ’ το βάθος του χρόνου

καλούσε βοήθεια.

Κι οι οργανοπαίχτες στις γωνιές των καπηλιών

με τις φτωχές ωχρές κιθάρες σταυρωμένες πάνω στα λιγνά τους χέρια

παρηγορούσανε τη θλίψη και την καταφρόνια και τη λησμονιά.






Ένα ζευγάρι τουρτουρίζει κάτω απ’ το υπόστεγο

κοιτάζονται στα μάτια, γεράσανε

δεν πρόφτασαν ν’ αγαπηθούν νωρίτερα

πόλεμοι, φτώχια, δισταγμοί,

η δυστυχία σε κάνει πάντα ν’ αναβάλλεις −έφυγε η ζωή.

Τώρα κοιτάζονται στα μάτια και κλαίνε, τουρτουρίζοντας κάτω απ’ το υπόστεγο

και το νερό κυλάει κυλάει

κι οι σπόροι φουσκώνουν κι αναδεύονται και τρίζουν και σκάζουν μονομιάς

πνίγοντας σε μια πράσινη πλημμύρα και τα ζευγάρια και τα υπόστεγα και τα δάκρυα και τους δισταγμούς

και τις θυσίες και τα εγκλήματα και τις εποχές

αδιάφορο, αγέραστο, ασύγκριτο

κυλάει κυλάει…



 



ΙΙ



Ήταν ένα μεγάλο, αξέχαστο φθινόπωρο.

Δεν αγάπησα ποτέ άλλη γυναίκα τόσο πολύ.



Τραίνα, γεγονότα, χρόνια τρέχανε καταπάνω μας

παραμερίζαμε τρομαγμένοι

τρυπώνοντας στις παρόδους για να γλυτώσουμε

μπαίνοντας σε κείνα τα φτηνά, χιλιοτραγουδημένα συνοικιακά ξενοδοχεία

καταφύγια στους πλανόδιους έρωτες κι εύκολη έμπνευση στους ποιητές.




Χρόνια τώρα πηγαίνουν κι έρχονται τα ζευγάρια. Τα πόμολα στις πόρτες

φθαρμένα από ανήσυχα ταραγμένα χέρια

ξεφλουδισμένα τα κάγκελα των κρεββατιών από ερεθισμένα νύχια που σπάζαν

μια μυρουδιά θαμπή από πολλές περαστικές ζωές και παλιά ανήμπορα έπιπλα

απελπισμένες γυναίκες που δόθηκαν μονάχα για να ξεφύγουν τη μοναξιά

κι άλλες για να ξεχάσουν εκείνον, ή από εκδίκηση

ή για να μπορούνε ύστερα στη συντριβή και τη μετάνοια να βρίσκουν επιτέλους κάποιο προορισμό

κι άλλες, έτσι, γιατί η ζωή είναι λίγη και πρέπει να τη γλεντάει κανείς.

Κι άντρες, που όσο κι αν προσπάθησαν να δοθούν, δεν κατορθώσανε

παρά να συνεχίζουν την πανάρχαιη αρσενική τρέλλα τής απόχτησης.






Και πάντα ο χρόνος

από δυο ανθρώπους που αγαπιόντουσαν παράφορα

κάνοντας σε λίγο δυο αδιάφορους ξένους

που σ’ άλλα τώρα βαθειά κρεβάτια πάνε να πλαγιάσουν

και σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι

και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον. Γιατί ο έρωτας

είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν.






Μα όταν βραδιάζει πια και σκοτεινιάζει ο ουρανός και μακριά σφυρίζουν τα τραίνα

και μένουμε ανυπεράσπιστοι ξαφνικά, σαν ένα νικητή μπροστά στο θάνατο

ή ένα νικημένον αντίκρυ στην αιωνιότητα

και μέσα στη σιωπή, σαν ένα σιγανό τρίξιμο, ακούγεται το παράπονο των πραγμάτων

που πεθαίνουνε σιγά σιγά

αναζητάμε τότε ο ένας τον άλλον λαχανιάζοντας

όρκοι, αγκαλιάσματα, παροξυσμοί, φιλιά

δάκρυα πιο γλυκά απ όλες τις ευτυχίες

ρίγη, λόγια απίθανα, τρέλλες, πάναγνη προστυχιά

κι ερωτικοί εξευτελισμοί κατάστεροι σα δόξες.

Κι άλλα πιο φοβερά κι ακατανόμαστα που όλοι τα ζούμε

και κανένας δεν τολμάει να τα εξομολογηθεί.






Συμφωνία αρ. 1 (1957).

Πηγή: «Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση [Τόμος 1]»,

εκδ. Κέδρος, 14η έκδοση 2003.


Στην εικόνα: Carl Spitzweg «Old tavern near Starnberger See», 1865.

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2021

Μαρία Σύρρου, "λογότυπα"




I
αντιλογίες


ενδοσκόπηση


η βεβαιότητά μου
αγνοεί ότι στερεί και στερείται
– άσφαλτος νοτισμένη, την περπατώ
και ολισθαίνω στην ευδαιμονία.
η άγνοιά μου
σφαίρα περιστρεφόμενη στον άμβωνά της
σκοτώνει ό,τι ολισθαίνει
στην αβεβαιότητα.
ρήματα μεταβατικά του υποκειμένου
κυοφορούν την αμφισβήτηση, γεννούν
στίγματα μίας και μόνης μοίρας
στο δυσανάγνωστο όλον του αντικειμένου.
οι δευτερεύουσες προτάσεις της ευθυκρισίας μου
ρήγματα φόβου με πασπαρτού ταυτότητα
διαβρώνουν την ουσία του συμβιβασμού.
μόνο στο βάθος βάθος του εαυτού μου
με αναπαύει μια στιλπνή ανωνυμία.





flashback


δίσεχτη η ψυχή μου απόψε
ιχνηλατεί στη χίμαιρα
τις ηδονές που την κομμάτιασαν
θρηνεί ξεθωριασμένα πάθη
στο σύθαμπο αβύσσου και απόγνωσης.
αν και ορίστηκε δικάσιμος
μαθεύτηκε
αναγορεύτηκε απούσα η συνείδηση.
τι να σου κάνουν μία χούφτα απαντοχές.
δείλιασαν μέχρι αμνησικακίας
και προδόθηκαν.
έμεινε εκεί να χάσκει
η ετυμηγορία
κερκόπορτα ανένδοτη.





ΙΙ
αποτυπώσεις


μετάλλαξη


σα να μην έχει προηγούμενο
του φετινού νοέμβρη η κοσμοχαλασιά.
μάταιη χαραμίζεται η βροχή
σκούριασε η επικράτεια
ματαιωμένη θα την παραδώσουμε
στου μαρασμού τη χειμερία επέλαση.
μάταιοι οι καιροί που πορευόμαστε
αποσιώπησαν τη φτώχεια τους
κι η φτώχεια, για αντιπερισπασμό
αποποιήθηκε τα όριά της.
δίπλα μου ο φτωχός, πιο δίπλα ο φτωχότερος
λίγο πιο κει ο πιο φτωχός κι απ’ το φτωχότερο.
σαθροί, ξεγελασμένοι και ξεγύμνωτοι
στοιχειώσαμε τις γειτονιές
και στοιχηθήκαμε
– πορεία σπαραχτική μιας αναβάπτισης.
δονεί τη φρίκη τούτος ο κατακλυσμός
μα ο φόβος μας, που πειθαρχεί τα άχραντα
μετουσιώνει την κραυγή σε ψίθυρο.






esperanto


της ανεμώνης
πώς να τη μεταφράσεις
την απόγνωση.





refresh


μετρώ το χρόνο απ’ την αρχή
καθώς περιπλανιέμαι αμήχανη
στο λεύκωμα με τις παλιές φωτογραφίες.
παρατηρώ με επιείκεια
τα αλλεπάλληλα χαμένα εγώ
σαν ξένα πια.
τα άλλοθι κι οι μαρτυρίες τους ανεπαρκείς.
δε μου θυμίζει τίποτε από μένα
αυτό το κοριτσάκι το ασπρόμαυρο
με τα πελώρια μάτια και τις μπούκλες.
και τούτη ’δώ η έφηβη
μέσα στην μπλε ποδιά της
με το κολλαριστό το άσπρο γιακαδάκι
σαν τι να σκέφτεται άραγε
όπως ρεμβάζει αμέριμνη
στο φθινοπωρινό προαύλιο.
τόσες ζωές μες στη ζωή που έζησα
– τι κι αν υπολογίζεται για μία.
θολά καρέ, αχνές, μακάριες φιγούρες
με επισκέπτονται διστακτικά
και συναρμολογούν αυθαίρετα τα περασμένα.
φρεσκαρισμένες αναμνήσεις
που ξαναδένουν κάθε τόσο την αλήθεια
κομπάζουν ότι κύλησε
ακαριαίο όνειρο μισός αιώνας.





Από τη συλλογή «λογότυπα», β΄ έκδοση, 2021.

Η πρώτη έκδοση της ποιητικής συλλογής λογότυπα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ηριδανός, τον Ιανουάριο του 2019. Στην παρούσα δεύτερη έκδοση της συλλογής προστέθηκε Επίμετρο με κείμενο της Μαρίας Σύρρου που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της ΕΡΤ, με την ευκαιρία τής Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης (21 Μαρτίου του 2019).

Πηγή:
https://www.openbook.gr/logotypa/

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2021

Θωμάς Γκόρπας, "Πανόραμα"





ΤΡΑΓΩΔΙΑ


Κανείς δε σκέφτηκε να κλείσει φεύγοντας την πόρτα
κανείς δε σκέφτηκε τον άνεμο που θα ’ρχονταν σε λίγο
κανείς δε σκέφτηκε τι άφηνε και τι έπαιρνε κοντά του
φύλλα μαχαίρια βλέμματα ή τα τελευταία λόγια
που θα ’διναν στην παρεξήγηση ένα τέλος.
Θέλω να σ’ αγαπήσω μα δε γίνεται έχω αργήσει
θέλω να σ’ αγαπήσω όσο δε μ’ αγάπησε κανένας
να σκιστώ για σένα ν’ αλλάξω γειτονιά ν’ αλλάξω στέκια.
Τώρα πελώρια άγνωστα χέρια ασυνείδητα με δέρνουν
τώρα ξαφνικά νερά μου έκλεισαν όλους τους δρόμους
τώρα παλιά τραγούδια λαϊκά βαραίνουν τον αέρα…
Αν θα σε ξαναβρώ δεν ξέρω πού θα σε τρακάρω πάλι
σε πόλη ολοκαίνουργια με εναέριους δρόμους
ή σε μοντέρνα ερημιά ή μες το τελευταίο σκοτάδι…
Και θα ’χω άραγε ακόμα την παλιά καρδιά;





ΕΦΕΥΡΕΣΕΙΣ


Συνεχώς βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή
ενώ εν τω μεταξύ πήζουμε μέσα μας πεθαμένους
και σαν πεθαμένους που είναι χειρότεροι κι από τους πεθαμένους.
Μεταξύ δυνατοτήτων και ονείρων τρέμει ένα φύλλο
μεταξύ δυνατοτήτων και πραγματοποιήσεως άλλο ένα
μεταξύ δυο καλοκαιριών υπάρχει ένα βαθύ κόκινο χυμένο
     κι αζήτητο
μεταξύ δυο γυναικών υπάρχει μια τρίτη που δεν ξέρει πού
     να κρυφτεί
μεταξύ δυο ιδεολογιών υπάρχει ένας διάδρομος έρημος και
     φωτεινός
αλλά και πάμπολλες είσοδοι υπηρεσίας που τις μπανοβγαίνουν
     αγεληδόν
οι διάφοροι πρώην λεβέντες μεταξύ των οποίων κι ορισμένοι
     αγαπημένοι
μεταξύ δυο πουλιών υπάρχει νερό
μεταξύ δυο χωριών δυο μάτια κλειστά που θυμούνται
μεταξύ δυο ληστών υπάρχει πάντα ένας Χριστός
αλλά ποτέ ένας ληστής μεταξύ δυο Χριστών.
Κάθε τόσο εφευρίσκονται διάφορες λησμονιές
η πλέον πρόσφατος είναι η τηλεόρασις
η πλέον παλαιά ο έρως!





ΠΟΙΟΙ ΜΑΣ ΑΓΑΠΑΝΕ;


Αυτό το καλοκαίρι ποιος θα το πάρει;
Ποιοι μας αγαπάνε;
Κλειστό μαγαζί
κλειστό μαγαζί της αγάπης.
Κι αυτό το καλοκαίρι φέρνει για μένα μπάνια
σ’ αχρησιμοποίητες ακρογιαλιές
θαλασσινά ναπολιτάνικα φαγιά μπύρες ουίσκια
αγρία εκμετάλλευση εχθρών και φίλων
αποκρουστικά ξενύχτια σε ντεκόρ ποιητικά κ’ ευχάριστα.
Είμαι κουρασμένος πολύ κουρασμένος μέσα
πώς θέλετε να το δείτε ανοίξτε με να το δείτε
έχω όμως κουράγιο
αδυνατώ να επενδύσω με πνεύμα επιχειρησιακό την ηλικία μου
αδυνατώ να πιστέψω πως μ’ αγάπησε έστω και ένας έως τώρα
αδυνατώ να βρω μια σκοπιμότητα στην τέχνη
εκτός της σκοπιμότητος πως πρέπει να ζήσει κι αυτή
όπως τόσα άλλα ωραία ή χαμερπή αδιάφορο…
Σου λέω:
Θέλω να γείρω… να ξεκουραστώ… να γείρω…
να μάθω πάλι να μετράω τ’ άστρα χωρίς να χάνω και τον ουρανό
να ξαναγίνω θαυμαστής του ηλιοβασιλέματος
να λαχταράω το τσιγάρο ενώ δεν το έχω μάθει ακόμα.
Σου λέω:
Εγώ που αγάπησα τα πάντα πριν να τα γνωρίσω θέλω
ν’ αγαπήσω κάτι επιτέλους που το ξέρω!…





ΑΝΑΠΟΛΗΣΗ


Θα καταργήσω τον ουρανό θα καταργήσω τη γη
και θ’ αφήσω μόνο ένα ουζερί
για ένα πιοτό για ένα τραγούδι για ένα χορό
κ’ εσύ
να περνάς απ’ έξω.





Πανόραμα (1975).
Πηγή: «Θωμάς Γκόρπας, Τα ποιήματα [1957-1983] Στάσεις στο μέλλον, Περνάει ο στρατός… Τα θεάματα», εκδ. Ποταμός, 2015.
 
Πηγή για την εικόνα: https://diskoryxeion.blogspot.com/
 

Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2021

Μαρία Λαϊνά, "Ρόδινος φόβος"





Ρόδινος φόβος



Σιγά ανθίζει, σιγανά
το μελαγχολικό αστείο δέντρο.
Έχει κι αυτό κνήμες.
Ναι, υπάρχει ένα τριαντάφυλλο στο χέρι του.

Αργότερα θα μάθω
πως η Ασίγια-χάν ήταν μαιτρέσα του
και πως μαζί οι δυο τους άναβαν
τ’ αστέρια το χειμώνα.





[Νότος]


Από τη βροχή εκείνης της ημέρας κι έπειτα
άλλαξε ο καιρός.
Τα μονοπάτια στριμωχτήκανε
ανάμεσα σε ύπουλα κομμάτια βράχου
κι ο ελαφρύς ιριδισμός των πρωινών
στεγάστηκε κάτω από επίβουλα φτερά.
Στη βόρεια ακτή, εκεί που φώναζα
η μυρωδιά της θάλασσας και τ’ άρωμα των λουλουδιών
κόπηκαν ξαφνικά, και ξαναχτίστηκε το σπίτι
μόνο του.

Α, η χαρά του κήπου την αυγή
εκεί που μ’ έθαψε ο σκληρός αφέντης μου·
αυτή η ομορφιά σαν θερισμός ακούγεται.


                                            *

Φυσικά η φωνή είναι πολλές φωνές.
Κάποιες κατάφεραν να γίνουν ευδιάκριτες
λίγες πιο δυνατά
οι πιο πολλές θα γίνουνε στο χρώμα
− βαλές ή ντάμα −

και θα ξεριζωθούν με τρόπο σχετικά ιδιωτικό.

Οι εραστές που πρέπει να χωρίσουν θα χωρίσουν
εύκολα το γεφύρι γίνεται ποτάμι.


Από την ενότητα
Ο χρόνος
 




[Σοτοβέντο]


Κι ανοίγει η τράπουλα της νύχτας
μ’ ένα κομμάτι απ’ το στήθος της
ένα τρελό κομμάτι.

Ακόμα μια φορά την παίρνει ο αέρας
ή μάλλον γλιστρά
οι φτέρνες δεν σηκώνονται.





[Μικρός Πόρος]


Νύχτα στη μέση του νησιού
ο σκελετός μου φαγωμένος απ’ το χέρι της
ενώ οι μέλισσες και τα μερμήγκια οδηγούνται
απ’ τον ήλιο.

Εκείνη όπου να ’ναι θα γυρίζει σπίτι
περνάει στο αριστερό της χέρι τις αγριοφράουλες
σκύβει ελαφρά προς τη φωνή του, ήσυχα τον βλέπει
τα κόκκινα μάτια της φέγγουν.

Η πιο αδιάντροπη η ομορφότερη
κάτω απ’ τον μαύρο θόλο και την οξυδέρκεια των άστρων
θα μιμηθεί ξανά τη χάρη και τη δύναμη ενός σπαθιού.


Από την ενότητα
Οι μάγισσες





                                                  της Αλεξάνδρας

Μικρά μπιλιέτα
γραμμένα στις αρχές του περασμένου αιώνα
ταιριάζουν απολύτως υποθέτω
στη συντομία και την αυστηρότητα μιας είδησης
απ’ όσο μακριά κι αν φτάνει
με τ’ άλογα που σταματήσαν μόνο για να πιουν νερό·
αυτό το χρώμα κι η ποιότητα χαρτιού
ευγενικά εξιστορούν την έκβαση της ιστορίας
χωρίς το βλέμμα ν’ αποστρέφεται
και ν’ αποφεύγει τις εικόνες
ή το γλυκό χαμόγελο που δεν θα γίνει
μάταιος θρήνος αλλά ψάθινο κουτί
− δεν είναι και πολλά τα πράγματα για κάποιον που
           γελώντας μες στα άνθη
θα περιπλανηθεί χωρίς αλλοτινές χαρές
κι αυτό τ’ ομολογώ γιατί αν και δεν θα ’πρεπε να φέρομαι
           μ’ αυτό τον τρόπο
ζηλεύω τρομερά το μέρος που διαλέξατε να ζείτε
κι όπου αθόρυβα και μεταξένια ηρανθή
ανοίγουν μ’ όλο που δεν είν’ ακόμη
νύχτα
πάνω στη λίμνη του σπιτιού.





[Βροχή]


Κατέβηκε από την υδρορροή
φορώντας τα αλαφριά της ξυλοπάπουτσα.





[Σιγανή βροχή]


Από τότε ζω μόνος·
καμιά ευγενική γυναίκα δεν με φροντίζει.
Ζεσταίνω το τσάι μου μόνος·
σηκώνω το κερί και διαβάζω
όχι ποιήματα όχι
τον πράσινο αχνό των δένδρων έξω απ’ το παράθυρό μου.
Θυμάμαι ωστόσο δύο στίχους από μια συλλογή του
           Σουντό Μόρι:
«Ζέστη από τον κόρφο θαυμάσιου κοριτσιού».


                                            *

αλλά προσεύχομαι ακόμα
σε άσπρα σύννεφα
σε κοντινές
ήσυχες απειλές

και επιτέλους
αυτό το νερό που κυλά
είναι ο θάνατος
το δάσος του παιδιού.


Από την ενότητα
Τα ταξίδια





Ρόδινος φόβος (1992).

Στην εικόνα: Leopold Carl Müller, «Profile Head of a Young Woman».
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2021

Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, "Μεγεθύνσεις"





Μεγεθύνσεις


I


Το ποίημα που γεννιέται τη νύχτα
Είναι το φως πού βγαίνει απ’ το σκοτάδι
Το φως το ιλαρό
Που στα κλεισμένα βλέφαρα των κοιμωμένων
Λάμπει
Στα όνειρα τους μέσα παίζει
Με τον καθρέφτη του

Το ποίημα που γεννιέται τη νύχτα
Τα σπλάχνα μου σπαθίζει
Και με πονά





IV


Τις νύχτες πονούμε ανείπωτα
Πεθαίνουν οι αγαπημένοι μας
Γκρεμίζουν τα σπίτια μας
Χάνουμε τους δρόμους
Εχθροί μας κυνηγούν

Δεν μπορούμε να τρέξουμε
Να σωθούμε

Στον ύπνο μας βασανιζόμαστε
Από άγνωστες αίτιες
Προδοσίες αιμομιξίες
Συνειδήσεις μας τρομοκρατούν

Στον ύπνο μας δε γράφουμε ποιήματα





XI


Όταν ακούς τρομαχτικό ήχο βημάτων
Μες στη βαθιά νύχτα
Τρέξε μακριά όσο μπορείς
Κρύψου εξαφανίσου
Γιατί θα ’ρθεί ο περιπατητής εκείνος
Με τ’ ακριβά του ρούχα ξεσκισμένα
Τα χέρια θα κοιμίζει στη νεκρή αγκαλιά του
Τ’ ακριβά παιχνίδια τ’ απανθρακωμένα
Και μ’ ένα κάρβουνο
Στην πόρτα σου θα γράψει τ’ όνομά του





XIII


Κάθε μέρα νυχτώνει σ’ αυτή την πόλη
Κι εγώ ψάχνω να βρω τα σπίτια
Με τις γκρεμισμένες πόρτες
Με τα σβησμένα νούμερα
Στους τοίχους
Από πίστη βαθιά σε όσα έζησα
Και σε όσα δεν είπα
Από πίστη βαθιά
Σε όσα είδαν τα μάτια μου





XVI


Μαζεύω θρύψαλα ειρήνης
Της δύσκολης ημέρας

Τώρα μπορώ να έρθω στο σπίτι
Να κλείσω αθόρυβα την πόρτα
Ήσυχα να βγάλω τα σκονισμένα
Υποδήματά μου
Τα μοναχικά ενδύματα
Αρωματισμένα
Απ’ την οσμή του σώματος

Ό,τι μας σκεπάζει

Μας φανερώνει

Το χτύπημα
Το κρυφό σημάδι

Ουλές τού έρωτα

Τα μάτια και τα χείλη
Δεν έχουν κρύπτη
Και προστασία





Από τη συλλογή «Μεγεθύνσεις» (1971).
Πηγή: «Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, Επιλογές και σύνολα [Ποιήματα 1965-1995]», εκδ. Νησίδες, 2001.

Στην εικόνα: James Carroll Beckwith, «The Letter» (1910).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2021

Ρογήρος Δέξτερ, Από "Τα Χορικά Τού Δάσους των Ξωτικών"





                                    Από
                                     Τα 
                                 Χορικά
                                    Τού
                     Δάσους των Ξωτικών


• βράχια που δεν κυλάνε 
Και βατράχια που κοάζουν ασάλευτα
Στο νερόλακκο• οξύνουν όμως αιχμές
Οι φωνές τους• και ύστερα πάλι εκείνη
Των εντόμων η σάλπιγγα
Που κάποτε γκρέμισε μέσα μας τα τείχη•
Αλλά και η τύχη
Ν' ακουστείς πέρα όταν τραγουδάς
Μήπως σ' ακούσουν στα πελώρια
Κύματα τής θάλασσας
Με τις Σειρήνες να ουρλιάζουν
Και άλλες να κάνουν πανδαιμόνιο
Σα να περνούν βιαστικά
Τη γέφυρα τού Αχέροντα
Πάνω σε ασθενοφόρα περιπολικά και•
Τελικά τί απομένει
Μόνο η ψευδαίσθηση ότι υπήρξαμε κάπως
Ένα φυλλαράκι στα δέντρα τής φυλλωσιάς [ερώτηση]
Ή ακόμη πιο μακριά
Εκεί όπου τα βουνά [απάντηση]
Αρχέγονους ήχους βαστούν όπως
Τραγούδια γλυκά των κοριτσιών
Που βελονιάζουν τα καπνά γελώντας
Και τις κραυγές αντρών
Που θανατώνουν
Στις όχθες τού Αξιού με τα δικέλλια τους
Έναν πράσινο δράκοντα μες στην ομίχλη•



                                         
                                             

Μια αφρισμένη κιθάρα το ποτά-
Το μικρό ποτά-
Μι [μου]
Που θα ήταν δικό μου και υπάκουο
Και πιο μουσικό
Σα στήθος Νύμφης ή Νεράιδας
Χωριού χαμένου στην ομίχλη των βουνών•θα 
Ήταν
Αν έριχνα βότσαλα
Όπως άλλοι ξέρουν
Να ρίχνουν τα βάσανά τους
Να τα πάρει μαζί του το νερό
Κυλώντας και μουρμουρίζοντας διάφορα
Μέχρι που ξαφνικά
Όλα μαζεύονται γύρω μας
Και γίνονται
Τραγούδια ανήκουστα• 



                                           


Και τί έγραψε - θα πουν•
Ό,τι είδε και άκουσε και
Ό,τι τού είπαν
Από την άλλη άκρη τής γραμμής
Που δένει και τριγυρίζει τον κόσμο
Σαν κλωστή• γι' αυτό
Σούταρέ μου τώρα μια δόση από τζαζ
Χτύπησέ με βαθιά μες στο μυαλό
Με τα πιο ξεχασμένα ατλαντικά μπλουζ
Ή τα άλλα που αφρίζουν ακόμη
Στο δέλτα τού Μισισιπή• ακούσματα
Για λίγους
Που ν' αντηχούν μέχρι να ξημερώσει• ενώ τώρα
Ένα τριζόνι επιμένει να τζαμάρει εκεί έξω
Μόνο του μέσα στη χλόη• γιατί είναι
[Το τριζόνι αλλά κι εκείνος χωρίς να το ξέρει]
Τ' απομεινάρια μιας χαλασμένης χορδής
Που άλλοτε αντηχούσε ψηλά στα σύννεφα• το
Ίδιο
Και η ψιλή βροχή•
Φτάνουν λίγες σταγόνες πέφτοντας
[ πλοπ - πλοπ - πλοπ ] κι ένα θρόισμα
Από το δάσος των πουλιών
[Ορθή επανάληψη] Από το δάσος
Των ξωτικών και των αισθήσεων
Σα σφύριγμα [ φςςςςςςς ] τού ανέμου που φυσάει
Ανάμεσα στα καλάμια
Για να σκεφτεί και να πιστέψει τελικά
Ότι / • 


                                         ◇◇◇


Ρογήρος Δέξτερ



Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: Gustave Doré, «A Midsummer Night's Dream» (1870).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2021

Γιλά Μοσάεντ, "Μου δίνεις την ελευθερία να μην ανήκω". Εισαγωγή - Μετάφραση από τα σουηδικά: Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη (Προδημοσίευση)





Γιλά Μοσάεντ, Μου δίνεις την ελευθερία να μην ανήκω
Ποιήματα
Εισαγωγή - Μετάφραση από τα σουηδικά, Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη
Προλογίζει ο Κωνσταντίνος Μπούρας,
Εκδόσεις Βακχικόν


Η Γιλά Μοσάεντ, είναι ποιήτρια, δραματουργός και πεζογράφος, μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας από το 2018. Τα τελευταία 35 χρόνια ζει στη Σουηδία, γράφει στα σουηδικά αλλά είναι Ιρανή εξόριστη. Γεννήθηκε στην Τεχεράνη στις 4 Απριλίου του 1948. Ο πατέρας της ήταν δικαστικός και γνωστικιστής ποιητής. Η Μοσάεντ δημοσίευσε τα πρώτα της ποιήματα σε ηλικία 17 ετών. Μετά τις σπουδές της στο Ιράν και στις ΗΠΑ, εργαζόταν στη χώρα της ως κειμενογράφος στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση, ενώ είχαν κυκλοφορήσει στα περσικά πέντε ποιητικές συλλογές της και δύο μυθιστορήματα. Ήταν ήδη αναγνωρισμένη ποιήτρια, όταν το 1986 οι αγιατολάχ και το στυγερό καθεστώς τους την εκδίωξαν και την ανάγκασαν να διαφύγει από την πατρίδα της με τον σύζυγο και τα δυο παιδιά της και να βρεθεί στη Σουηδία...
     Το 1997 μετά από ένδεκα χρόνια κατόρθωσε να εκδώσει την πρώτη ποιητική συλλογή της στη σουηδική γλώσσα, ενώ δήλωσε: «Το να ζεις στην εξορία συνιστά μια διαρκή πάλη ενάντια σε όλα αυτά που αρνούνται σε κάποιον τη μνήμη του. Το να γράφεις στη γλώσσα της εξορίας είναι το ίδιο με το να δημιουργείς έναν χώρο στη μνήμη αυτής της χώρας. Είναι ένας μεγάλος θρίαμβος ν’ αποτελέσεις μέρος της ιστορίας της λογοτεχνίας μιας ξένης γλώσσας.»
1. Μέχρι το 2020 έχει εκδώσει οκτώ ποιητικά βιβλία2 και ετοιμάζεται για το ένατο. Τα βιβλία της είναι ευπώλητα και τα περισσότερα έχουν εξαντληθεί ή επανεκδοθεί.
     Βραβεύτηκε επανειλημμένα από σημαντικούς φορείς και θεσμούς της τέχνης του λόγου στη Σουηδία, ώσπου στις 20 Δεκεμβρίου του 2018 της απονεμήθηκε η τιμή να εκλεγεί μέλος της Σουηδικής Ακαδημίας για την 15η θέση την οποία κατείχε η προκάτοχός της πεζογράφος Σέρστιν Έκμαν. Η Γιλά Μοσάεντ αποτελεί τη μοναδική περίπτωση μέλους της Σουηδικής Ακαδημίας δίχως σουηδική εντοπιότητα στα εκατό και πλέον χρόνια λειτουργίας της ως φορέα απονομής του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας.
     Στην ομιλία εγγραφής της στη Σουηδική Ακαδημία δήλωσε: «Μου πήρε δέκα χρόνια για να συνειδητοποιήσω ότι εγκατέλειψα το λίκνο μου για πάντα και ξεκίνησα το ταξίδι προς τον τάφο μου. Ότι θα ζήσω και θα πεθάνω εδώ στη γη της Σκανδιναβίας. Ότι τα αγκάθια του ποιητικού κόσμου μου πρέπει να μετατραπούν σε λουλούδια και η έρημος να ντυθεί στο δάσος. Ήταν τότε που αποφάσισα να αλλάξω γλώσσα, να καταθέσω την ιστορική μου κατάσταση και να μιλήσω για εκατομμύρια ανθρώπους που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα πάντα και να αναζητήσουν προστασία... Πήρε δέκα χρόνια μέχρι να ανταμώσουμε εγώ, η νέα γλώσσα και η φύση... Με ανοιχτό μυαλό και αγάπη για τη γλώσσα, παρουσίασα τον Νέκεν (Näcken) στη θεά της αρχαίας αγάπης και του νερού, Αναχίτα (Anahita).»...

     Αρχικά το 2018 είχα ανθολογήσει και εντάξει ποιήματά της στο βιβλίο «Δέρμα από πεταλούδες επιλογές σουηδικής ποίησης» και φτάσαμε πλέον στην ευχάριστη στιγμή να εκδοθεί το παρόν βιβλίο αποκλειστικά με δικά της ποιήματα, όπου έχω ανθολογήσει και μεταφράσει πενήντα δύο ποιήματα από τις πέντε τελευταίες ποιητικές συλλογές της, όλες από τις εκδόσεις Bokförlaget Lejd.




1. Γιλά Μοσάεντ, Svensnsk Bokhandel 1997.
2. Γιλά Μοσάεντ, ποιητικές συλλογές στα σουηδικά: Η όγδοη χώρα, Lejd (2020), Αλφαβητάρι του φωτός, Lejd (2019), Πόσο σας έλειψα εδώ, Lejd (2018), Γεννώ το ελάφι, Lejd (2015), Έναν ήχο που μόνο εγώ μπορώ, Lejd (2012), Κάθε βράδυ φιλώ τα πόδια του εδάφους, Lejd (2009), Κάτω απ’ το ποτάμι υπάρχει ένα μαξιλάρι, Tranan (2005), Επτά άγριοι ωκεανοί: Ποιήματα 1997-2000, (2000), Η σελήνη και η αιώνια αγελάδα, Ordfront (1997).



___ . ___



Ο δρόμος είναι δικός μου
φέρω το δικό μου σαρκίο
η ψυχή έχει τη δική της διαδρομή

Ανταμώνουμε και χωρίζουμε
επανειλημμένα




                             * * *


Πρόσεχε τη θλίψη σου
Είναι ένα πουλί που κελαηδάει
Μόνο για σένα
Κι απέξω όλος ο κόσμος είναι κωφός




                             * * *


Αυτοί που στις σπηλιές
αναζητούν την ποίηση
κάθονται εμπρός στη φωτιά
Και γράφουν στο μέτωπο του ελαφιού

Περιμένουν
περιμένουν πολύ

Κάθε συλλαβή μεταμορφώνεται σε χαμένες πεταλούδες
Χωρίς να συνειδητοποιούν πως το σκοτάδι είναι το ρούχο της σπηλιάς
αναζητούν το κλεμμένο φως





Απόσπασμα από την εισαγωγή και τα μεταφρασμένα ποιήματα που ανθολογήθηκαν από τις πέντε τελευταίες ποιητικές συλλογές της Γιλά Μοσάεντ, όλα από τις εκδόσεις Lejd.
(υπό έκδοση)



Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη είναι κλινικός ψυχολόγος (Msc) και μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης (ΕΛΘ). Γράφει ποιήματα και διηγήματα, καθώς επίσης μεταφράζει από τα σουηδικά και δημοσιεύει κριτικές αναγνώσεις. Τελευταίο της βιβλίο είναι η ποιητική συλλογή «Όλα σιγούν εκκωφαντικά ηχούν ακατάληπτα», εκδόσεις Ρώμη, 2020.


Πηγή για την εικόνα:
https://www.poesiochprosa.se/tidigare-medverkande/jila-mossaed/

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2021

Αλέξανδρος Μαυρογένης, "Τρία ποιήματα"





Η γαλανόλευκη σκάλα


Νηνεμία, τα μάτια καρφώνονται στον ακύμαντο γιαλό.
Το βέλος κατευθύνει τον επισκέπτη προς το ναυτικό μουσείο.
Στη γαλανόλευκη σκάλα δεσπόζει η φιγούρα του ναύτη, του αφανούς
     στυλοβάτη της πόλης.
Αγόρι που γεννήθηκε για να εκπληρώσει την προκαθορισμένη αποστολή.
Ούτε καν έφηβος, μαθητής της θάλασσας στα ψαροκάικα.
Πρόβα πριν το παρθενικό μπαρκάρισμα.
Η άγκυρα του πεπρωμένου!
Ταξίδεψε σε μέρη εξωτικά και ταυτόχρονα αφιλόξενα.
Θύμα των αρπακτικών των δρόμων, των πεινασμένων για οποιοδήποτε
     αντικείμενο.
Τα δύο άκρα της ζωής!
Πόσο χαμηλά πέφτει ο άνθρωπος και τι απύθμενη υπομονή κατέχει,
ώστε να αντέξει τη νοσταλγία, τις στερήσεις, τον αδιάκοπο μόχθο!
Ανέβηκε για χάρη της οικογένειας, της πόλης, αναρίθμητα σκαλιά
     με περισσή αξιοπρέπεια.





Το βαρύτιμο μετάλλιο


Νοιαζόταν για τα αδέλφια του, επιδίωκε προσωπική εκδίκηση.
Του άρεσε να τον κατατάσσουν πρώτο μεταξύ των πρώτων.
Ο βασιλιάς της πρόκλησης διεκδικούσε τη στέψη αδιάλειπτα.
Ενοχλούσε με το ταλέντο του, ενοχλούσε με την υπεροψία του.
Χόρευε με τα πόδια στο ριγκ, με λεκτικά χτυπήματα σφυροκοπούσε
     το μυαλό του αντιπάλου.


Κάποτε ενόχλησε περισσότερο από ποτέ!
Τον πρόσταξαν να αφήσει τα γάντια και να πιάσει όπλο,
να καταδιώκει και να περιπολεί σε ανοίκεια εδάφη.
«Δεν έχω τίποτα να μοιραστώ με τους Βιετκόγκ
Αυτοί ποτέ δεν με κοίταξαν αφ’ υψηλού,
Αυτοί ποτέ δεν με στιγμάτισαν για το δέρμα μου.» αποκρίθηκε ενστικτωδώς


Έριξε την πιο καθαρή και εύστοχη γροθιά του.
Του έκλεψαν τον τίτλο, του άρπαξαν τα γάντια.
Το μέτρημα του διαιτητή βασανιστικά μακρόσυρτο.
Επέστρεψε στο ρινγκ μετά την εκδικητική τιμωρία,
ούτε στιγμή δεν μετάνιωσε για το χορό της ανυπακοής.
Απέκρουσε τα χτυπήματα, έμεινε μακριά από τον βούρκο.
Είχε κατακτήσει το πιο βαρύτιμο μετάλλιο!





Νέα πόλη


Στη νέα πόλη οι πόρτες είναι ξεκλείδωτες
Τα παράθυρα έχουν θέα στα άστρα
Τα καναρίνια κελαηδούν εκτός κλουβιών
Η αστερόσκονη του μαγικού ραβδιού αιωρείται στις αλάνες
Οι μαθητές με τη ζωντάνια τους σκορπούν την ανία
Οι ώριμοι οδοιπόροι απολαμβάνουν τη σχόλη
Ο ήχος των ζαριών ανακόπτει τη βιασύνη
Η κλεψύδρα καθίσταται παρωχημένη
Τα ποδήλατα, οι ρόδες της αθόρυβης στροφής
Η θάλασσα ταΐζει τους εργάτες της, δεν γυρνούν ποτέ σπίτι με άδεια χέρια
Οι πληγωμένοι στηρίζονται σε στιβαρούς ώμους
Οι χώροι ανάρρωσης κέντρα επούλωσης
Ουδείς στερείται το βάλσαμο της αρωγής
Τα αποθέματα εμπιστοσύνης ανεξάντλητα,
η νέα πόλη θεμελιώνεται στο κοινό μας σεργιάνι.





Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: Henry Scott Tuke, «Sleeping Sailor» (1905).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.