ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
α)
Οι νύχτες του θέρους αναδεικνύουν ένα διαφορετικό ολόγραμμα της πόλης. Η
γεωγραφία στη ρυμοτομία των δρόμων, των πάρκων, των σπιτιών, μοιάζει να
ρευστοποιείται και να παίρνει ένα άλλο σχήμα.Tο δέρμα του μισόφωτου το
διαπερνάει ένα αδιόρατο ρίγος. Στο σκοτάδι αιωρείται η λέξη που άκουσες και
προς στιγμή κατάλαβες το κρυφό της νόημα αλλά σου ξανάφυγε πάλι σαν πεταλούδα.
Κάποια έντονα φώτα μοιάζουν οξύμωρα, αταίριαστα, σα να διακωμωδούνται όλες οι
επίσημες διακηρύξεις των θεσμών, οι γκριμάτσες των καλών οικογενειών, οι
βδελυρότητες των γραφείων. Στα σκαλοπάτια ενός μαγαζιού βυθισμένου στο σκοτάδι,
κάθονται ένα αγόρι κι ένα κορίτσι και μιλάν χαμηλόφωνα ή μάλλον λέξεις-ψήγματα εκείνων
των κινήσεων που αιωρούνται σα φαντάσματα. Στο στέγαστρο ενός παιδικού πάρκου
ένα ζευγάρι εφήβων σε ερωτικές περιπτύξεις. Στην εσοχή ενός εγκατελειμμένου περίπτερου
είναι ένα παγκάκι αθόρυβο κι εκεί μονίμως βρίσκεται μια θεσπέσια χαμηλόφωνη
ύπαρξη με φουστάνι (μόνο το πρόσωπό της αλλάζει) κι ένα αγόρι σκυμμένο δίπλα
της. Στην αυλή ενός δημοτικού σχολείου έχω την αίσθηση πως το σχολικό πρόγραμμα
των θερινών μεταμεσονύχτιων ωρών είναι το πιο γοητευτικό και αναπάντεχο, γεμάτο
σιωπές υπαινικτικές, παιχνίδια μυστικά που πρέπει κάποιος ποιητής να τα ερευνήσει,
κλεφτοπόλεμοι, αρπαγές, προδοσίες, το μπουκάλι που γυρίζει και ορίζει το φιλί,
κάποια ρούχα πεταμένα, ηδονές από κήπους που αμφισβητούν τη λέξη σεξ, όρκοι
όπου το μαχαίρι ελαφρά αγγίζει το αίμα, εμπνεύσεις της στιγμής σαν πρωτότυπες
τελετουργίες, η υποψία κάποιων φόνων.
ε) Να μια απλή εικόνα: ένα
έφηβο κορίτσι έξω από το γκισέ του περίπτερου, την ώρα που αγοράζει τσιγάρα και
αναψυκτικά, ξανθό, με φλατ διχαλωτές σαγιονάρες από καουτσούκ. Η απλότητα στα
δάχτυλα των ποδιών του. Μια απλή απλότητα. Μια φυσική φυσικότητα. Μια γύμνια
που δεν είναι γύμνια.
Τα δέντρα, οι βιτρίνες των
μαγαζιών, τα άδεια μπαλκόνια, το νυχτερινό κατακάθι της ζέστης που σαν αόρατη
ομίχλη σέρνεται στο τσιμέντο, ο περαστικός διαβάτης, όλοι συμφωνούν για το
κοινότυπο αυτής της επίπεδης εικόνας. Κι όλοι παράλληλα με την παραδοχή αυτή
που δε διστάζουν να επαναλαμβάνουν, δονούνται από ρίγος.
ζ) Μια αποσπασματική,
φευγαλέα εικόνα
μερικές φορές είναι πιο
δυνατή
από μια στάσιμη που σου δίνει
την ευχέρεια
να την ανιχνεύσεις,
να την αποστηθίσεις.
Ίσως γιατί το φευγαλέο
αφήνει ανοιχτές τις
δυνατότητες
για να ορίσεις
το ιδεατό
που κουβαλάς μέσα σου.
Η φευγαλέα εικόνα είναι το
ερέθισμα
(το ξανθό κορίτσι στο φαστ
φουντ
αρκετά παλιομοδίτικο, με φλατ
διχαλωτές
παντόφλες, δάχτυλα ποδιών
χαμηλόφωνα)
και στα αποσιωπητικά που
ακολουθούν
έρχονται και κάθονται
αηδόνια,
γλυκά νερά από ποτάμια του
βουνού,
ένα απόμερο σπίτι,
μια αλλόκοτη ζεστή οικογένεια
που σου λέει μυστικά από
παλιά,
ένα μονοπάτι από μεθυσμένα
λουλούδια
που οδηγεί στο έγχρωμο βλέμμα
σου.
Από την ενότητα:
"Οι αυλές των σχολείων τις καλοκαιρινές
νύχτες
και άλλα θερινά στιγμιότυπα
(σημειώσεις Μαΐου-Ιουνίου 2011)"
Ποιητικός
Πυρήνας - Ανθολογία, Ενδυμίων 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου