Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019

Παρασκευάς Καρασούλος, "Polaroid"




Από την ενότητα
ΕΚΠΟΙΗΣΗ


                                     ΤΟ ΣΠΙΤΙ


                                     Ι.

                                     Εδώ ήτανε
                                     κάποτε το πατρικό
                                     της Απουσίας.



                                     ΙΙ.

                                     Πόλεμοι, μάχες
                                     ανακωχές στο ίδιο
                                     τραπέζι πάντα.



                                     ΙΙΙ.

                                     Στο υπόγειο
                                     έκρυβαν τους καθρέφτες
                                     και τους φόβους τους.



                                     IV.

                                     Θ’ αλλάξουν πόρτες
                                     και παράθυρα να δουν
                                     αλλιώς τον κόσμο.





Από την ενότητα
POLAROID



                                     Καμένο δάσος.
                                     Πρόσφυγες τώρα, πουλιά
                                     κι ερωτευμένοι.





Από την ενότητα
ΙΜΕΡΟΣ



                                     Τα δάχτυλά σου
                                     περνούν κόκκινη κλωστή
                                     στα όνειρά μου.




                                     Με το φιλί σου
                                     αλλάζουν εποχές
                                     όλοι οι κόσμοι.





Από τη συλλογή «Polaroid - Ποιήματα χαϊκού», εκδ. Μικρή Άρκτος, 2018.
Φωτογραφία εξωφύλλου: Λίλα Σωτηρίου.

Πρόταση βιβλίου - επιμέλεια ανάρτησης: Ευτυχία Παναγούλα.

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

Τάσος Φάλκος, "Η Λιτανεία"





Το παράθυρο


Η μνήμη είναι κλειστό παράθυρο

Τυφλά πουλιά πετιούνται μες στο δώμα
Χτυπάνε στα τοιχώματα και πέφτουν

Πώς να σταθείς ακέριος μες στη μνήμη;





Το δικό σου;


Πατέρα
τι κουβαλούσες δίχως να το ξέρεις;
Και τι μετάδωσες σ εμένα;
Τι τάχα είναι αποκλειστικά δικό μου
όταν τα κομματάκια της καρδιάς μου
ανήκουν ήδη σε παλιούς ανθρώπους
που δεν τους γνώρισα ποτέ
επιφανείς κι ασήμαντους
έρωτες και πληγές για κάποιους,
ψυχές χαμένες τώρα στο σκοτάδι;





Σαν ένα τέλος


Κάποιος μέσα μου ψάχνει
Ανοίγει τα παλιά συρτάρια
κοιτάζει τις ψυχές που ξεχαστήκαν
επάνω στις παλιές φωτογραφίες
Σκαλίζει τα ντουλάπια
με τα παλιά τα φάρμακα
που μας συντήρησαν στην μοναξιά
Διαβάζει σχέδια παλιά
φράσεις που δεν ολοκληρώθηκαν
γράμματα που δεν έστειλε ποτέ
χέρια που απλώθηκαν χωρίς ελπίδα
Ανοίγει τα τεφτέρια καταιγίδων
και χρονικά θανατικού και θλίψης
Μετακινεί παιχνίδια που σταμάτησαν
σε στάση απελπισίας
Κάποιος μέσα μου αγωνιά
Ψάχνει το νόημα των φτερών
και των ψυχών που λύγισαν
Ακούει την αγωνία των καιρών
του πληγωμένου χρόνου
Στέκεται κι αφουγκράζεται
εκείνη την απόκοσμη βοή
που ανεβαίνει από μεγάλα βάθη
και φτάνει ως εμάς σαν μια πανάρχαια κραυγή
σαν ένα τέλος που αντιστέκεται





Λιτανεία


Στέκομαι εδώ ταιριάζοντας αταίριαστα κομμάτια
Μες στην απελπισία μου
παίρνω τον δρόμο για τον λόφο
απ’ όπου πρωτοαντίκρισα τη λιτανεία
Την βλέπω μπρος μου σα να ήταν χθες
Κινούσε από μεγάλα βάθη
και προχωρούσε αργά μέσα σε φως θλιμμένο
μια λιτανεία ανθρώπων και ψυχών
Και ξαφνικά
σαν κάποιος να ’δωσε το σύνθημα
υψώθηκαν φωνές δοξαστικές
σαν έκρηξη χιλίων μουσικών οργάνων
τα χρώματα φωτίστηκαν και δέσαν με τη μουσική
κι η γη φάνηκε ως μέρος του ουρανού
τα πάντα ενώθηκαν και γίναν
κρύσταλλο μουσικό
Για μια στιγμή −μόνο μια στιγμή−
φαντάστηκα πως όλα δέναν μεταξύ τους
πως είχαν κάποιο νόημα
πως θα ’βρισκα το μυστικό τους
Πάνω σ’ αυτό πήρε να σκοτεινιάζει
θαμπώσανε τα χρώματα
και κάποιος πήρε να φωνάζει
με μια τρομαχτική φωνή
κλονίστηκε η πορεία
σκόρπισαν οι ψυχές σαν τα πουλιά
κι ο κόσμος έγινε ξανά παράταιρα κομμάτια





Από τη συλλογή «Η Λιτανεία», Δίγλωσση έκδοση, εκδ. Αρμός, 2018.

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019

Χριστίνα Καραντώνη, "Ακόμα Χρόνος"





ΔΕΝ ΗΡΘΕ


Η καλύτερη που περιμέναμε
δεν ήρθε τιμή
παρά τις εκπτώσεις
η αξία κρατήθηκε
σταθερά υψηλή
απρόσιτη
για τη δική μας μίζερη
επιφάνεια εργασίας
με φόντο
ένα σκούρο
μονόχρωμο γκρι.





ΣΩΑ


Κανένα δεν έμεινε ανέπαφο
λεπτό αναμονής
από την πρόσκρουση
με το βαρύ όχημα
της λογικής.
Εκείνη, πάντως, επέζησε.
Σώα
πιο επιμήκης
και περισσότερο
τω όντι
επιβλαβής.





ΠΡΟΕΡΓΑΣΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ


Προεργασία Χριστουγέννων
χωρίς φάτνη, πάχνη
και ζάχαρη να χύνεται άχνη παντού
στο στάδιο ακόμη του καθαρμού
χώρου πλήρους χαρτιού
πεπιεσμένου απ’ άκρη σ’ άκρη
που σκίζεται
με τη λευκή σελίδα μαζί
του μυαλού.

Επεξεργασία προσδοκωμένων
σε σφραγισμένη καλά πήλινη γάστρα
να μη βγαίνει άχνα
να μη θαμπώνει η επιφάνεια
γυάλινου τραπεζιού
φορτωμένη σε μήκη και πλάτη
ασύμμετρου
−πονά−
κορμού.

Πάντα εδώ
τέτοιες μέρες δεν πάμε αλλού
χιονίζει μέσα
σκόνης νιφάδες
ενώ αναμένεται το θαύμα
εν ονόματι πάντα
κάποιου χαμού.





ΞΕΡΩ


Ξέρω πώς είναι
σ’ εκείνη τη χώρα
ν’ ανοίγεις πληγές
να βάφεις με αίμα
το σήμερα
το αύριο
το ήδη προχθές.





ΑΚΟΜΑ ΧΡΟΝΟΣ


Λίγος διατίθεται
ακόμα χρόνος
για να σε βρει
σε αποβάθρα επάνω από χαρτί
όσο συντηρείται εν ζωή
με μηχανική υποστήριξη
δανεικού μολυβιού
ευγενική χορηγία λαμπρού, εξέχοντος μυαλού
ακατέργαστος
πρωτόλειος ο πόνος
παντού.





ΑΣ ΦΥΓΟΥΝ


Ναι, μάλλον έτσι
μ’ αυτή τη διάταξη
ας φύγουν εντέλει μακριά
τα έπεα πτερόεντα,
ας είναι γραπτά,
κατάκοπα ας φτάσουν
σε ώτα σφραγισμένα, κλειστά
ή μάτια που φοβούνται να διαβάσουν
τα όσα σβησμένα επέστρεψαν
φαντάσματα ντυμένα
λευκά.





Από τη συλλογή «Ακόμα Χρόνος», ΑΩ Εκδόσεις, 2011.

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2019

Γιάννης Κοντός, "Το χρονόμετρο"





ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ


Μεταχειρίστηκα το κορμί σου
σαν τεφτέρι, για να κάνω
τους λογαριασμούς μου.
Σ’ ένα σπίτι
χωρίς πάτωμα, χωρίς ταβάνι.
Γυμνή, μόνο μ’ ένα δαχτυλίδι στον παράμεσο,
μου τραγουδούσες επίμονα το ίδιο τραγούδι:
«Σ’ αναζητώ κάθε πρωί στο περιβόλι».

(Εκτός αν εννοείς
τους πανσέδες που οργιάζουν
στην καμπύλη του λαιμού σου.)





ΜΙΚΡΟΣ ΖΩΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ


Τα δυο μικρά σου στήθη
χαμογελούν τ’ απόγευμα.
Τη νύχτα ανάβω σπίρτα
για να δω πώς κοιμούνται.

Τα δυο μικρά σου τρωκτικά
μου τρώνε τα δάχτυλα
μες στο σκοτάδι.

Το πρωί, φτερά πουλιών
στα χέρια μου.





ΤΟ ΧΡΟΝΟΜΕΤΡΟ

                                                     Της Ελπίδας μου

Όπως γυρίζει η νύχτα μέσα μου
φέρνει πνιγμένους στην επιφάνεια.
−Το στήθος κλείνει για να κρατήσει
ό,τι προλάβει−

Έρχεται η μέρα.
Αλλά τι μέρα − τυλιγμένη σαν μπαμπάκι
γύρω στα δένδρα, σε μια γη
κρεμασμένη από κλωστή που είναι
έτοιμη να σπάσει.





Ο ΜΙΤΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΑΔΝΗΣ


Χιλιάδες πεινασμένοι μινώταυροι
περάσανε μπροστά μας με φωτιές
γυρεύοντας έναν λαβύρινθο να ξαποστάσουν.

(Όσο για την Αριάδνη κοιμάται
πλάι στο τηλέφωνο και περιμένει.)





ΔΙΑΚΟΠΗ ΡΕΥΜΑΤΟΣ


− Το μεγάλο ποίημα είναι
σαν το σκοινί του κρεμασμένου.
Το μικρό ποίημα είναι σαν κομμάτι
χειροβομβίδας που σου παίρνει χέρι ή πόδι.
Είτε έτσι είτε αλλιώς δεν γλιτώνεις.

(Σλάβικα τραγούδια οι ώμοι μου
όταν σε σκεπάζουν.)

− Υπάρχουν βέβαια και τα πεθαμένα
ποιήματα που διψάνε σαν σκυλιά
το μεσημέρι.

− Γύρνα το διακόπτη να σε δω.
Τίποτα. Σκοτάδι.
Έχουμε λοιπόν διακοπή ρεύματος;

(Δάσος κομμένο οι λέξεις μου.)





Από τη συλλογή «Το χρονόμετρο», εκδ. Κέδρος, 1972.

Πηγή για την εικόνα: https://www.tanea.gr/

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2019

Χρήστος Μπράβος, "Ορεινό καταφύγιο"





ΓΕΝΕΘΛΙΟΣ ΤΟΠΟΣ


Πατρίδα των απόντων.

Οι φράχτες
κι οι φωλιές των βράχων
κρατούν ακόμα βογκητά.

Ο χρόνος μετριέται
με Ψυχοσάββατα.





ΑΝΕΠΙΔΟΤΟ
                                                                            Ε.Τ.


Πραματευτής κατέβαινε πάν’ από την Αυλώνα
και συ λιώνεις στη Λάρισα με ταραγμένο νου
άγριο πουλί τα δόντια του τροχίζει σε κυκλώνα
και καρτεράει το μήνυμα στην πόρτα τ’ ουρανού.

Σέρνει και μια καλόμουλα να περπατεί καβάλα
θα σ’ έχει πισωκάπουλα σε δημοσιά ανοιχτή.
Μαστόροι που σ’ αγάπησαν στεριώνουνε τη σκάλα
κι αράχνες σου υφαίνουνε νυφιάτικο σταχτί.

Το λόγο δεν απόσωσε κι ούτε τον αποσώνει
και συ τα μάτια εκάρφωσες απάνω μου και κλαις.
Φάντασμα το τραγούδι σου να ’ρχεται μες στο χιόνι
και να φυσάει το γέλιο σου στου κήπου τις μηλιές.

                                                                               21.5.81





ΜΗΚΟΣ ΧΡΟΝΟΥ

                                                  στον Μιχάλη Γκανά


Θα είναι νύχτα και θα ουρλιάζουν τα βατράχια
και τα σκυλιά θα σεργιανούν στην αγορά
και συ μ’ ένα μαχαίρι στα νεφρά
θα συντροφεύεις τα φαντάσματα στα βράχια.

Εκείνος θα ’ρχεται απ’ τ’ ανέμου τον κρυψώνα
−ξύλινα πόδια που κοντεύουν την οργιά−
και συ με τον ανάπηρο σουγιά
θα σκάβεις πάλι τ’ όνομά του στον αιώνα.

Σε κούφια μέρα θα γλιστράς τυφλός σακάτης
θα ’ν’ όλος αίμα του σκυλιού σου ο ζουρνάς
κι αν φύγεις όλο πίσω θα γυρνάς
στα μαυρολίθαρα δεμένος απελάτης.





ΘΑΝΑΤΟΣ ΜΙΣΘΩΤΟΥ


Στη νεκροψία θα βρουν
σφηνωμένη στο λαρύγγι του
τη λέξη που κατάπιε.





ΑΣΤΡΑ
Οικολογική αποκάλυψη του μικρού Ιωάννη


Καπνίζουν κι οι άγγελοι, είπε.
Άμα σηκώσετε τη νύχτα
το κεφάλι σας θα τις ιδείτε
τις καύτρες των τσιγάρων τους.

Τι καφενείο τι ουρανός
ντουμάνι και φτυσιές
κι αέρας σάπιος

(κι ο κάτω κόσμος
στάχτες κι αποτσίγαρα).





Από τη συλλογή «Ορεινό καταφύγιο», (1983).
Πηγή: «Χρήστος Μπράβος - Βραχνός προφήτης
(Ποιήματα & Κριτικά κείμενα, 1981 - 1987)», εκδ. Μελάνι, 2018.
Επίμετρο-Βιβλιογραφία-Εργογραφία: Χρήστος Δανιήλ.

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2019

Γιώργος Δελιόπουλος, "Επιβάτης στο ποίημα της ανάγκης"




Γιώργος Δελιόπουλος

ΕΠΙΒΑΤΗΣ ΣΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ

Για την ποιητική συλλογή του Δημήτρη Γ. Παπαστεργίου, Έλαβον,
εκδ. Σαιξπηρικόν, 2017

(Αναδημοσίευση από το λογοτεχνικό περιοδικό Θευθ, τχ. 8)


Ο Δημήτρης Παπαστεργίου με την ως τώρα παρουσία του στον χώρο της ποίησης έχει αποδείξει ότι αναμετράται συνεχώς με την τέχνη του, επιδεικνύοντας επιμονή, υπομονή και άοκνη εργατικότητα. Αν και η καλαίσθητη συλλογή Έλαβον αποτελεί την τέταρτη ολοκληρωμένη ποιητική του κατάθεση, εντούτοις συνεχίζει να πειραματίζεται –όπως και στις προηγούμενες συλλογές– με την ποιητική του γραφή, επιχειρώντας διάφορους συνδυασμούς στοιχείων της ποιητικής μας παράδοσης, στα πλαίσια όμως μιας διαμορφωμένης και αναγνωρίσιμης ταυτότητας.
Σε ορισμένα ποιήματα της συλλογής, όπως στα ανομοιοκατάληκτα σονέτα του, γίνεται πιο νοσταλγικός, λυρικός και ελεγειακός, θυμίζοντάς μας τα ερωτικά ποιήματα της προηγούμενης συλλογής του, Ο άστεγος της οδού Χαμογέλων (εκδ. Σαιξπηρικόν, 2015). Ωστόσο, η ποίησή του είναι κατά βάση ρεαλιστική, χωρίς να καλλωπίζει τα κακώς κείμενα ή να κρύβει τις βαθιές πληγές. Αντιθέτως, ανατέμνει πράγματα, ανθρώπους και μνήμες με χειρουργική ακρίβεια, μέσα από μια μετρημένη και εγκεφαλική χρήση της γλώσσας, με το ύφος του άλλοτε (αυτό)σαρκαστικό και άλλοτε καταγγελτικό.

Θα ψηφίσω μικρό κόμμα
Επαναστατικό
Άλλοθι στην αγωνιστική μου ανυπαρξία
Ανασφαλής, ασήμαντος
Μια Κυριακή
Στον ουρανό των ψευδαισθήσεων
Θα τρυπώσω
(«Εκλογών φάσμα», σελ. 50)

Η ποίηση του Παπαστεργίου αξιοποιεί πολλά μοτίβα από την Ιστορία και την αρχαιοελληνική γραμματεία. Στα ιστορικά του ποιήματα, όπως στο ποίημα «Ίασις (Βέροια 51 μ.Χ.)» (σελ. 26), λειτουργεί καβαφικά, δημιουργώντας ένα σκηνικό, όπου δρουν και στοχάζονται οι ήρωές του. Αυτή η δομή θυμίζει τα δώδεκα σύντομα ποιητικά πεζά από τη συλλογή του Furor Scribendi (εκδ. Ars Poetica, 2013). Αντιθέτως, τα αρχαιοελληνικά και μυθολογικά του μοτίβα συναιρούνται με το παρόν σε μια ιδιότυπη συνομιλία. Παράλληλα, ο ποιητικός του στοχασμός μετατοπίζεται μέσω συνειρμών και συμβολισμών από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο και αντίστροφα, επιτρέποντας στον αναγνώστη εύληπτες αναγωγές.

Ζούμε σε μινωικά πιθάρια
όμορφα διακοσμημένα
δε βλέπουμε ουρανό,
ακούμε από πάνω
τους αρχαιολόγους.
Έχουν φτάσει στη βυζαντινή περίοδο.
Θέλουν πολύ ακόμη για μας εδώ κάτω.
Ασφυκτιούμε
τους φωνάζουμε απελπισμένοι
να κάνουν πιο γρήγορα
να μας βγάλουν στο φως
και χτυπάμε τα τοιχώματά μας.
Μια μέρα τα πιθάρια σπάνε
και γεμίζουμε χώματα.

Πεθαίνουμε με τη θλίψη
πως δε γίναμε κάτι
παραπάνω από χωμάτινοι αντίλαλοι.
(«Ανασκαφή», σελ. 32)

Στα περισσότερα ποιήματα της συλλογής το ποιητικό υποκείμενο έρχεται αντιμέτωπο με την πνιγηρή καθημερινότητα, την πίεση της επιβίωσης, τις ευθύνες, τις ενοχές και τους αναγκαίους συμβιβασμούς. Πρόκειται για την υπαρξιακή του περιπέτεια, καθώς προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην ποιητική του ιδιότητα και τη σκληρή όψη της ζωής. Η ανάγκη της επιβίωσης οδηγεί το ποιητικό υποκείμενο στην αποξένωσή του από τον κόσμο και τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο Κωστής Παλαμάς στο σονέτο του «Αγορά» από την Ασάλευτη Ζωή, γράφει πολύ εύστοχα για την ψυχική εξουθένωση και τη διαρκή ματαίωση που βιώνει ο ποιητής, όταν αναγκάζεται να συμβιβαστεί για βιοποριστικούς λόγους και να εγκαταλείψει την τέχνη του. Σύμφωνα με το παλαμικό σονέτο, στο τέλος ο ποιητής καταλήγει «ξένος και για τους ξένους και για τους δικούς του».
Η αλλοτρίωση, ο θρυμματισμένος εαυτός και τα συνεπακόλουθα αισθήματα πίκρας και μοναξιάς κυριαρχούν σε πολλά ποιήματα του Έλαβον. Σ’ αυτόν τον κόσμο που σιδεροφράζει την ποιητική ψυχή στα στενά όρια ενός υλιστικού πραγματισμού, που καταργεί τον Άνθρωπο ως σκοπούμενο και τον υποβιβάζει σε μέσο πλουτισμού, σ’ αυτόν τον κόσμο ο ποιητής δηλώνει πρόσφυγας και ξένος.

Να πώς περνούν τα χρόνια:
Βαστάζος του ενός
Εμψυχωτής του άλλου
Ενισχυτής κάποιου τρίτου...

Οικοδόμος ξένων μύθων
χωρίς ένσημα και δώρα

Στο τέλος
μόνος
λίγος
ελαφρύς
(«Συνδικαλιστικό», σελ. 35)

Στην αναμέτρηση του ποιητή με την καθημερινότητα το ερειπωμένο παρελθόν και το παλίμψηστο των αναμνήσεων λειτουργούν ως πύλες διαφυγής προς μια χαμένη ουτοπία, όπου το ποιητικό υποκείμενο διατηρούσε ακόμη την ακεραιότητά του χωρίς εκπτώσεις. Πρόκειται για ένα παρελθόν ωραιοποιημένο από τη νοσταλγική πατίνα της μνήμης. Η ανάκλησή του δε αποτελεί σχεδόν αναγκαιότητα και προκαλείται με πολύ απλά ερεθίσματα. Σ’ αυτό το παρελθόν κυρίαρχη και αφετηριακή μορφή είναι η μάνα, σύμβολο της αιώνιας και απαράμιλλης αφοσίωσης, η οποία όμως στοιχειώνει τα όνειρα σαν ανοιχτή πληγή.

Το όνειρο χρησμός βγαλμένος
από της κάθε νύχτας
τα σκοτεινά εντόσθια:
Εγώ ασπρόρουχο στης μάνας μου τα χέρια
μια στον πάτο της χλωρίνης
μια στο τοίχωμα της σκάφης
και μια να τρίβομαι στην ίδια μου τη σάρκα.

Κι έπειτα διάπλατα απλωμένος
μπαλωμένος
στο φως
στα τέσσερα στοιχεία
στα τέσσερα στοιχεία
στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα

ν’ ασπρίζω σαν τα κόκαλα της μάνας μου.
(«Το όνειρο», σελ. 43)

Μολαταύτα, η ποίηση του Παπαστεργίου δεν είναι πλήρως παραδομένη στο αναπόδραστο της μοίρας, παραιτημένη από κάθε ελπίδα ανάτασης. Αν και δεν αισιοδοξεί φωναχτά, σε καμιά περίπτωση δεν αποδέχεται αδιαμαρτύρητα μια τετελεσμένη πορεία. Βρίσκεται σε πνευματική εγρήγορση, ενώ προτείνει την απόδραση από τη μοναξιά μέσω της ποιητικής τέχνης και της διαρκούς έμπνευσης. Η Ποίηση για τον Παπαστεργίου είναι το έσχατο φυλάκιο της ζωής, το αλεξίθραυστο κέλυφος που ξεχνά την ασχήμια του κόσμου, ίσως και το μοναδικό όπλο απέναντι στην ευτέλεια.

Τη μηχανή κοπής ποιημάτων
Στο υπόγειο να την έχετε
Σαν πολύγραφο της Κατοχής

Ανάγκη να μην έχετε
Όταν ο θεός φυσάει
Και ο διάβολος σκορπάει
(«Μηχανή κοπής ποιημάτων», σελ. 22)

Το Έλαβον αποτελεί μια τίμια ποιητική κατάθεση, η οποία δε θρηνολογεί πεισιθάνατα, δεν εξαντλείται σε πομπώδεις διακηρύξεις, δεν κατηγορεί αδιάκριτα, δε μασκαρεύεται τη χαρά. Πρώτα και πάνω απ’ όλα, αναδεικνύει τη χρεία της αισιοδοξίας ως λυτρωτικής του καρυωτακικού πόνου των ανθρώπων και των πραγμάτων. Αυτή η ανάγκη της απόδρασης πραγματώνεται μέσω ενός επίμονου, εσωτερικού αγώνα. Άλλωστε, αυτό είναι η Ποίηση. Γι’ αυτό και στο πρώτο ποίημα της συλλογής ο ποιητής διατρανώνει την ανάγκη:

Πρέπει σκληρά
να εξασκηθώ να ελκύω το Ωραίο.
(«Απόδραση», σελ. 11)

Όμως, στο τελευταίο ποίημα οι παραπάνω στίχοι παραφράζονται, για να δηλώσουν την κοινωνική διάσταση της ποιητικής αποστολής. Ανάμεσα στους πολυποίκιλους ιριδισμούς της ζωής ο ποιητής δεν ιδιοποιείται την κατακτημένη ωραιότητα, αλλά οφείλει να λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής της και να την προσφέρει αφειδώλευτα στους άλλους, με τον ίδιο τρόπο που η ελάχιστη φυσική ομορφιά ενός κυκλάμινου χαρίζεται ως απροϋπόθετο θαύμα. Γι αυτό κι οι παρακάτω στίχοι από το τελευταίο ποίημα της συλλογής:

Πρέπει σκληρά
Να εξασκηθώ να εκλύω το Ωραίο
Κι αυτό είναι ενός κυκλάμινου
Στερνή επιθυμία
(«Τα χρώματα του τέλους», σελ. 53)





Πηγή: Το εξαμηνιαίο περιοδικό λογοτεχνίας και λογοτεχνικής κριτικής «Θευθ - Οι δύο όψεις της γραφής», Τεύχος 8, Δεκέμβριος 2018, εκδ. Ρώμη.




Ο Γιώργος Δελιόπουλος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας. Σπούδασε Αρχαιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και σήμερα ζει μόνιμα με την οικογένεια του στην Κοζάνη, όπου εργάζεται ως φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Παράλληλα, συμμετέχει σε πανεπιστημιακές ανασκαφές ως διδάκτορας Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου.
Το 2009 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή, ο "Μικρός Οδυσσέας" από τις εκδόσεις Ιωλκός και το 2015 η δεύτερη ποιητική του συλλογή, ο "Επισκέπτης άγγελος" από τις εκδόσεις της Κοβεντάρειου Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης. Ποιήματά του έχουν βραβευθεί σε διάφορους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, ενώ έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα περιοδικά και συλλογικούς τόμους. Το 2013 ανέβηκε από το Θεατροδρόμιο Κοζάνης το θεατρικό του έργο "Επέστρεφε..." με θέμα την ποίηση του Καβάφη, ενώ το 2015 η θεατρική ομάδα "Οχληροί" Κοζάνης ανέβασαν το θεατρικό του έργο "Τα ίχνη της μνήμης".