Κυριακή 28 Μαΐου 2023

Μαρία Κουγιουμτζή, "Ο χορευτής" (από τη συλλογή διηγημάτων "Forever")




Ο χορευτής


Όταν ο δημοσιογράφος Ρόουζ συνάντησε τον διάσημο χορευτή Γκένιους σκύβοντας με κάποιο θράσος πολύ κοντά στην ολόξανθη κεφαλή του, τον ρώτησε αν είναι αλήθεια πως είναι αρραβωνιασμένος με την αμφιλεγόμενης αξίας χορεύτρια Νεκρίνα που διέπρεπε στο θέατρο Άβατον ερμηνεύοντας την Σαλώμη. Ο Γκένιους χωρίς να γυρίσει προς το μέρος του σήκωσε με χάρη τους ώμους  ρωτώντας, από πού προέκυψε αυτό. Ο Ρόουζ κάπως απειλητικά και ταυτόχρονα δουλικά του είπε πως τον αναγνώρισαν να κάθεται στο θεωρείο που κρατούσε εκείνη για τους προσωπικούς φίλους της, προσηλωμένος στον χορό της τόσο, που δεν αντιλήφθηκε πως το θεωρείο είχε γεμίσει ασφυκτικά από τους θαυμαστές του που σπρώχνονταν, με υποκλίσεις και βγάλσιμο του καπέλου, ποιος θα του συστηθεί πρώτος.
       Ο χορευτής είπε τότε ήσυχα πως ήταν γνωστό ότι πολλοί μιμητές της εμφάνισής του κι όχι της τέχνης του απολάμβαναν ένα ψεύτικο θαυμασμό και μερικές ερωτικές νύχτες με αφελείς γυναίκες, πλαστογραφώντας το παρουσιαστικό, το ντύσιμο και μερικές απ’ τις ατάκες του. Απ’ όλους αυτούς έλειπε ο αέρας που δίνει η αυθεντικότητα, ενώ το πρόσωπο και οι κινήσεις τους είχαν κάτι το υπερβολικό και ταυτόχρονα κενό, όπως κάθε τι το ψεύτικο. Η ομιλία τους εκτός της ελαφρότητας των λόγων τους είχε ένα αξάν απωθητικό, καθώς άφηνε το ίχνος μιας εσωτερικής τσιρίδας. Ένα έμπειρο μάτι δεν χρειάζεται παρά μερικά λεπτά για να ξεχωρίσει την απάτη, ενώ για την τέχνη του και της χορεύτριας την οποία αγνοούσε, ίσως χρειαζόταν χρόνια για να εδραιωθεί ή να αποκατασταθεί ή να καταποντιστεί η αξία τους.
      Η τέχνη έχει τον χρόνο με το μέρος της ή εναντίον της. Όμως ο ίδιος ο χρόνος φαίνεται να αδιαφορεί παντελώς, στην καλύτερη δε περίπτωση κτίζει ένα μαυσωλείο και τους τοποθετεί εκεί ακίνητους και θαμπούς από τη σκόνη.
       Παρόλο που ο δημοσιογράφος έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω, παρατηρώντας εκ νέου την κορμοστασιά και το πρόσωπο του χορευτή, δεν ήταν σίγουρος αν μιλούσε με τον ίδιο τον Γκένιους ή με κάποιον από τους μιμητές του. Ένιωσε μια τρομώδη απέχθεια σκεπτόμενος ότι κρατούσε το διπλό κλειδί, του σημαντικού και του ασήμαντου, άχρηστο και ταυτόχρονα απαραίτητο, για την προστασία που πιθανόν παρείχε στη θνητότητα και των τριών τους.


Τα λόγια, η ευφυής ασάφεια των προθέσεων, το λαμπρό περιτύλιγμα των ενδυμάτων του Γκένιους, η κομψότητα και η χάρη του, η πληθώρα των κουστουμιών της Νεκρίνας που η φαντασία των ειδικών μόδιστρων της παρείχε, ως προς τον χρωματισμό, τον όγκο των φορεμάτων που σάρωναν τη σκηνή, και των κοσμημάτων που στόλιζαν τα γυμνά μέρη του σώματός της, κάτι που εξωθούσε τους θαυμαστές της σε παραλήρημα, όλη αυτή η ζωντάνια, το πάθος, η ευεξία της συναναστροφής, η λάμψη που εξέπεμπε η ίδια η ανθρώπινη παρουσία, οι σαμπάνιες και τα πούρα που ακολουθούσαν μετά την παράσταση, οι δυνατές φωνές, ο σίφουνας του χορού πάνω στην πίστα με τις εκρήξεις των φώτων και της μουσικής, η επαφή των σωμάτων, έμοιαζε σαν ένα θέαμα και μια δημιουργία έργου, που έτσι κι αλλιώς έσβηνε, χανόταν, υποχωρούσε σε μια ανευθυνότητα του χρόνου που ακάματος την επαναλάμβανε αενάως με νέους πρωταγωνιστές και κομπάρσους.


Εντούτοις ο Ρόουζ παρηγορήθηκε σύντομα όταν στρίβοντας τη γωνία, είδε να πλησιάζει ένας νέος μιμητής, γεμάτος κομψότητα και χάρη, ή ο ίδιος ο υπέροχος Γκένιους διασχίζοντας με θάρρος και ορμή τον δρόμο και ήταν σαν να του πρόσφερε ένα πικρό καφέ που η πίκρα του κατέληγε σε απόλαυση, ή ίδια η ζωή του έβαζε στα χείλη ένα δυνατό ποτό που του έφερε ηδονική ζάλη.


Μαρία Κουγιουμτζή




Από τη συλλογή διηγημάτων «Forever», Εκδόσεις Καστανιώτη, 2023.

Παρασκευή 26 Μαΐου 2023

Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, "Κάτοψη"





ΤΑ ΤΥΦΛΑ ΠΟΥΛΙΑ

                                μνήμη Ε. Χ. Γονατά


Τα λυπάται
ο θεός
και τα φροντίζει,
τα διακονεί στον κόρφο του,
στο στόμα τα ταΐζει.

Τις νύχτες
βγαίνουν απ’ την κρύπτη τους
με τις φτερούγες ανοιχτές
για ισορροπία

παραπατώντας
άπληστα μυρίζουν τον αέρα

τα υγρά τους ράμφη
λαχταρούν
το αίμα μου.





ΚΟΚΚΙΝΟΛΑΙΜΗΔΕΣ


Χώμα ο πηλός του με κρασί
και έπλαθε μικρά πουλιά
ο εξάχρονος Διόνυσος.

Κείνη τη μέρα αντίκρισε
τους τρομερούς Τιτάνες.

«Φύγετε, φύγετε μακριά,
πετάξτε να σωθείτε»,
φώναξε στα προπλάσματα
κουνώντας τα χεράκια.

Εκείνα εζωντάνεψαν
κι απ’ τα ψηλά γύρω κλαδιά
−πρώτες εικόνες τραγικές−
τ’ ανόσιο είδαν θέαμα.

Κι είν’ οι κοκκινολαίμηδες,
που απ’ τη γενέθλια ημέρα,
εφόρεσαν κατάστηθα
το αίμα των αθώων.


Από την ενότητα
«Τυφλά πουλιά»





ΣΕΡΓΙΑΝΙ

                                            (για σένα)


Τις νύχτες τα φιλιά σου σεργιανούν
στους κήπους του κορμιού μου.
Παίζουν κρυφτό στις φυλλωσιές,
στα δέντρα σκαρφαλώνουνε
και κλέβουνε τα φρούτα.

Κάθε πρωί το σώμα μου μυρίζει γιασεμί
και δαγκωμένο ροδάκινο.





ΡΕΜΒΗ

                                               στην Ευσταθία Δήμου


Να σκαρφαλώσουν ας μπορούσανε τα «αχ»,
όπως της τριανταφυλλιάς τα μυρωμένα άνθη,
το κωνοφόρο, εξώστη τους, να κάνουν σμαραγδένιο
και να χαζεύουνε τον δρόμο όλη μέρα −
τη γριούλα που πρωί πρωί σκουπίζει την αυλή της,
το κάρο με το άλογο και τη σημαία κουρέλι,
παλιά τρακτέρ που, ασθμαίνοντας,
                                                      πάνε για να ραντίσουν,
αντίκρυ, τους αργόσχολους στην καφετέριά τους,
και κάτι εργάτες σιωπηλούς στο αργοσχόλασμά τους.

Τότες, οι αναστεναγμοί,
θα ’χαν κι εκείνοι άρωμα,

θα ’χαν κι εκείνοι χρώμα.


Από την ενότητα
«Δυο λεπτά απ’ την Πατρίδα»





«ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ ΑΜΕΣΩΣ»


Πλαγίως διαβάζω: «Είμαι δίπλα - Επιστρέφω αμέσως».
Μονίμως την επιγραφή ν’ αλλάξει λησμονούσε
(όχι μονάχα όταν «Κλειστόν» είχεν το μαγαζί
αλλά και όποτε «Ανοικτόν» −
κι εντός τού καταστήματος αυτός, αφηρημένος).

Αλλά τι λέμε τώρα; απών, πλειστάκις ο άνθρωπός μας
ήταν, για την ακρίβεια, «Δίπλα»: εις τον βαρβέρην,
ενός πλανόδιου συντροφιά υπό βροχήν, συχνά δε
εις την «Επιδιορθώσεις ενδυμάτων» ζωντοχήραν
κι άλλες εις τα «Λαχεία» φορές, πελάτες τον ευρίσκαν.

Όταν, αίφνης, εις Κύριον μετέβη ο βαρβέρης,
όλοι, πως ήταν άνθρωπος, είπανε, νοικοκύρης·
μα σαν τον ακολούθησεν ο μαγαζάτοράς μας
μειδιούσαν, ενθυμούμενοι το «Επιστρέφω αμέσως».

Διά το «αμετάκλητον», γοερά, θρηνούσεν μόνο η χήρα.


Από την ενότητα
«Αλγόριθμοι θανάτου»





27 ποιήματα. 27 αφηγήσεις, φαινομενικά ασύνδετες μεταξύ τους. Και όμως, έχουν κάτι κοινό: ένα τουλάχιστον μ έ σ ο, έμβιο είτε άψυχο, σε κάθε ιστορία, κάτι που έχει τη δυνατότητα να ίπταται ή να σκαρφαλώνει, είναι επιφορτισμένο από το ποιητικό υποκείμενο να του μεταφέρει, ως άβαταρ (ή προέκτασή του), ιδωμένη από ψηλά, μία εικόνα.

27 εικόνες. 27 ψηφίδες· συναρμοσμένες, προοικονομούν την κάτοψη της φθοράς που συντελείται.

(από την έκδοση)





Από τη συλλογή «Κάτοψη», εκδ. Ρώμη, 2023.

Τετάρτη 24 Μαΐου 2023

Γιάννης Βαρβέρης, "Ζώα στα σύννεφα"

 



Τότε νωρίς το απόγευμα
στον Εθνικό Κήπο πηγαίναμε
στις άσπρες πάπιες στα νερά.
Τις αγναντεύαμε από τις καρέκλες
και καμιά φορά
κουλούρι έπαιρνα
κι έτριβα τα σουσάμια του επάνω σου
γελώντας.

Φουριόζες στο λεπτό βγαίνανε οι πάπιες
από το νερό
και σε τρελαίναν στα τσιμπήματα.
Ήμουν ερωτευμένος τότε
κι ήθελα το σώμα σου
χωρίς να θέλω ακόμα να τ’ αγγίξω.



               *  *  *


Κανένα ζώο δε γέλασε ποτέ.
Όχι ότι δεν ξέρουνε
να λεν ανέκδοτα
ή πως δεν άκουσαν ποτέ ανθρώπους
να λεν ανέκδοτα για ζώα.

Όμως, με τεντωμένα αυτιά
κάθε στιγμή
το νιώθουν
πως για έν’ αστείο
χάσαν
ή χαθήκανε.



               *  *  *



Αποσυνάγωγος στη ζούγκλα
είναι μονάχα ο ασβός.
Έστω κι από μακριά να τον μυρίσουν
όπου φύγει φύγει.
Κατά μια έννοια όλ’ η ζούγκλα
ανήκει στον ασβό.



               *  *  *


Δεν είμαστε αποδημητικά πουλιά
αφήστε τους ρομαντισμούς
δε θα ξαναγυρίσουμε ποτέ
για μας δεν έχει εδώ ούτε ψίχουλο
είμαστε απλώς ιπτάμενοι
οικονομικοί μετανάστες.



               *  *  *



Ο σκύλος μάς μαθαίνει τη φιλία
αλλά η γάτα
μας μαθαίνει τον κόσμο



               *  *  *



Η μόνη μουσική
που ενθαρρύνει τα μυρμήγκια
στο μόχθο του καλοκαιριού
είναι των τζιτζικιών
το τραγούδι.





Από τη συλλογή «Ζώα στα σύννεφα», Κέδρος 2013.
Πηγή: «Γιάννης Βαρβέρης, Ποιήματα, Τόμος Β΄ [2001-2013]», εκδ. Κέδρος, 2013.

Σάββατο 20 Μαΐου 2023

Κώστας Θ. Ριζάκης, "τα νικηφόρα"






τα νικηφόρα

                                                 στην Αλεξανδρούλα Βερύκοκου,
                                                 επίλεκτον ποιήτριά τε και κόρην


κουτσόν κουτάβι εβάβιζεν λαθροζητούν βοήθειαν ‒
πέρασαν τότες τρεις περνούνε πέντε ώς δέκα ένας των
καν ωσεί γιατρός ν’ αφουγκραστεί μέσω φευ γόων του σφο-
δρών το δράμα εδώ του ζωντανού κι αλλάζων όψιν ή εν-
δίδων τής αντιστροφής τολμώ και κλαίω το ζωντανόν του
δράμα ο και οργίλος σκηνικού ελάσσονος ότι άστοχος συγ-
κερασμός ναν ρίπτω μ’ εξωθείς σουτ αύθις κατά ρείθρου
ευθυτενές ορθώθηκε σκυλί(ν) πρεσβεύον γαβ με αυτούσιον το
                                                                                                   γαβ του

ενώ το ποίημα πλέον πέζευε στο ανηλεές εκάστοτε πες φ-
                                                     ίλιον ζωώδες τών ανθρώπων



                                                                      Κώστας Θ. Ριζάκης




Ο ποιητής Κώστας Θ. Ριζάκης (Λαμία, 1960) εξέδωσε δώδεκα συλλογές, τη μία συγκεντρωτική (των εξ πρώτων ‒ γ΄ επαν. Κουκκίδα 2020). Διηύθυνε ή και συνδιηύθυνε επτά έως τώρα (σε εννέα εν συνόλω περ.) λογ. περιοδικά. Επίσης, επιμελήθηκε περί τα 200 βιβλία (ιδία ποιητικά), αρκετά αφιερώματα σε έντυπα άλλων, καθώς και τιμητικούς τόμους σε μορφές (Κ.Ε. Τσιρόπουλο, Γ. Πέγκλη, Μ. Μέσκο, Ο. Αλεξάκη, Σ. Σαράκη, Ζ. Σαμαρά, Β.Π. Καραγιάννη, Γ.Χ. Θεοχάρη, Δ. Αγγελή ‒ τα τελευταία 2 υπό έκδοσιν) τής λογοτεχνίας μας. Ενασχολείται δε και συνεχίζει, με τη σύγχρονη γυναικεία γραφή (Ζ. Δαράκη, Λ. Παππά, Μ. Καραγιάννη, Κ. Κούσουλα, Χ. Κουτσουμπέλη, Έ. Λάγκε, Έ. Κορνέτη, Ν. Κεσμέτη, Κ. Ρουκ, Μ. Κουγιουμτζή, Α. Μπακονίκα, Ά. Γρίβα, Δ. Δημητριάδου, Ν. Χαλκιαδάκη). Πρόσεξε πολύ όσους νεώτερους άξιους, ιδρύων σχετικήν (με την Μ. Ζαγκλαρά) σειρά. Τελευταία του συλλογή (με τον Σταύρο Σταμπόγλη) η, πυξίδα ουρανομήκης, εκδ. Παρέμβαση 2023. Έχουν γραφεί και εκδοθεί πολυάριθμα μελετήματα για το ποιητικό του έργο.



Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: David Cox, «Beach Scene - Sunrise», 1820.
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Τετάρτη 17 Μαΐου 2023

Γιώργος Ν. Σιώμος, "Όμορφα χωριά"





Τα καυσόξυλα


Μια στοίβα καυσοξύλων, σαν σαρακατσάνικο καλύβι ή σαν πυραμίδα μικρή των αρχαίων Αιγυπτίων φθαρμένη από βροχές κι αστροπελέκια, ή σαν αλβανικό πολυβολείο επί Χότζα, με στραμμένες τις κάννες προς όλες τις κατευθύνσεις -στη βάση της συκομουριάς, μοιάζει με σμήνος μελισσών που το ’σκασε απ’ την κυψέλη και τρυγάει με βουλιμία τη γύρη των ανθών ή μ’ ένα κοπάδι πρόβατα στον ίσκιο του μεσημεριού καθώς και με συνέλευση στοχαστικών ανθρώπων.


Από την ενότητα
«Ερημία»





Οι μπουσλίκες


      Τώρα πια που δεν μου μένει παρά να γυρίζω πίσω, βάζω τα χέρια μου στις τσέπες και βρίσκω παλιά απομεινάρια μνήμης. Σε κάθε τσέπη απ’ το σακάκι ή το αμάνικο που έχει και πολλές, πιάνω μια και δυο και τρεις μπουσλίκες. Έχουν σχήμα σφαιρικό μικρού οχήματος εξωγήινων πολιτισμών με μια λωρίδα εξογκώματα μικρά στη μέση που σκίζει, όπως η νοητή γραμμή του Ισημερινού τη γη. Μοιάζουν και με γράφημα ψηφιακό του κορονοϊού, αν του αφαιρέσουμε πολλές ακτίνες απ’ τους πόλους. Καρποί είναι των θάμνων της βελανιδιάς σαν στρόγγυλα μικρά καρύδια.
    Αντί για μπίλιες που δεν είχαμε, παίζαμε τις μπουσλίκες στα διαλείμματα των μαθημάτων. Ένας, ο πιο μάγκας, ο πιο έξυπνος, ο πιο πανούργος κι επιδέξιος, την είχε καψαλίσει τη μπουσλίκα του απ’ τη μια πλευρά, σημάδευε του αντίπαλου τη μπίλια και κέρδιζε συνέχεια. Είχε αποκτήσει δυνάμεις μαγικές, υπερφυσικές, γιατί και τα κορίτσια, πάνω στα πρώτα μας σκιρτήματα, τον έβλεπαν μ’ άλλο μάτι κι αυτόν και την μπουσλίκα του. Ακόμα κι εκείνη η πιο όμορφη, η πιο θελκτική, η πιο ελκυστική που όλοι επιζητούσαμε την εύνοιά της, εκείνη η κοπελιά η αμυγδαλομάτα που τώρα από κλινική σε κλινική γυρνάει και υποφέρει, μου την θυμίζει η μπουσλίκα που κρατάω στην απαλάμη μου και τη χαϊδεύω, όπως δεν χάιδεψα ποτέ εκείνη.


17/12/’21

_________________________________________
* μπουσλίκα= ο καρπός του θάμνου της βελανιδιάς


Από την ενότητα
«Ερημιά»





Το φύλλο


«Μακάρι να ήμουν φύλλο, να πετούσα.
Κι εσύ παππού, να ήσουν φύλλο
να πετούσαμε μαζί…»
είπε ο πεντάχρονος εγγονός μου,
καθώς έβλεπε τα φύλλα της βελανιδιάς
να τα παίρνει ο άνεμος.





Τα δέντρα ανθίζουν ερήμην μας


Πρώτα οι αμυγδαλιές και οι κορομηλιές.
Έπειτα, οι κερασιές και οι αχλαδιές.
Κατόπιν, οι κυδωνιές και οι μηλιές.
Α και οι πασχαλιές… οι πασχαλιές!
Από κοντά, οι συκιές και οι καρυδιές
σκάνε πράσινα μπουμπούκια.
Εμείς μπορεί να είμαστε εδώ
ή να λείπουμε μακριά
-στη Γερμανία, στην Αυστραλία-
ή μπορεί ακόμα να είμαστε και μακαρίτες.
Μπορεί τα σπίτια μας να έχουνε ρημάξει,
όμως τα δέντρα στις αυλές μας ανθίζουν.
Ερήμην μας ανθίζουν.




Από την ενότητα
«Το κέλυφος της πλήξης»





Από το βιβλίο «Όμορφα χωριά» (27 Πεζά | 38 Ποιήματα), εκδ. Παρέμβαση, 2023.

Κυριακή 14 Μαΐου 2023

Νίκος Σφαμένος, "Λυγμός"





Λυγμός


το αφιέρωμα
των παιδιών του σχολείου
στον Τσιτσάνη
είχε τελειώσει
τώρα χειροκροτήματα, χαμόγελα
ευχές και συναντήσεις
μεταξύ γνωστών
ήταν πια η ώρα
που θα επιστρέφαμε
στα σπίτια μας
οι περισσότεροι γελώντας
με την παρέα τους
μονάχα εκεί
στις άδειες πια καρέκλες
της αίθουσας
κάτι μυστήριες παρουσίες
−ξεχασμένοι καλλιτέχνες των αιώνων−
έκλαιγαν με παράπονο



                                                     Νίκος Σφαμένος



Πρώτη δημοσίευση

Η φωτογραφία είναι του Νίκου Σφαμένου.
 

Παρασκευή 12 Μαΐου 2023

Κυριακή Αν. Λυμπέρη, "Τα καθημερινά βάραθρα"





ΤΟ ΞΕΝΟ ΣΩΜΑ


Το ξένο σώμα έμπαινε ανάμεσά μας
πότε φυσώντας τον καπνό του καταπρόσωπο
και πότε επιμένοντας σε φόρους και λογαριασμούς
και ούτε μια στάλα σκοτάδι δε μας έμενε
για να πιαστούμε στο φιλί
να ανασάνουμε κανονικά σαν άνθρωποι
το ξένο σώμα ολοένα έβρισκε καινούριες προφάσεις
να μην αφήνει να πλησιάζουν τα σπλάχνα μας
να σε βλέπω στον καθρέφτη και να μη σ’ αναγνωρίζω
το ξένο σώμα τέλειωνε τη μέρα του
με βήχα και χασμουρητά
μέχρι να ξανανοίξουμε τα μάτια μας
το ξένο σώμα στα σεντόνια απλώνονταν βαρύ
και χώρο πια καθόλου δεν άφηνε για όνειρα.





ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΠΟΥ ΜΟΥ ΔΑΝΕΙΖΕΙΣ


Έλα λοιπόν, ας αγαπηθούμε
στην κόλαση που μου δανείζεις
μάταιες οι υποχωρήσεις
αφού το ξέρω, πάλι και πάλι
τελικά θα σου παραδοθώ.
Όλα κοντά σου τα δοκίμασα
ξέρεις να με κατέχεις
κι εφευρίσκεις συνεχώς αφορμές
για βαρύτερες καινούριες ποινές.
Α, ευκτικές μου ανάπηρες
ύψη μου χαμηλωμένα
χυμένα λιώμα στο πάτωμα
πεινασμένα μου οστά!
Θα σου το πω όμως
− δεν ταιριάζει να ψεύδεται το αίμα −
παλιά συνήθιζα να κλαίω πολύ
τώρα σχεδόν αντέχω
φοράω λέπια κάθε μέρα αντί για δέρμα
μεγαλώνουν τα νύχια μου τ’ αρπακτικά.
Κι ο θάνατος στο μεταξύ
μας σιδερώνει τα σεντόνια.





ΜΗΓΑΡΙΣ ΕΧΩ ΑΛΛΟ ΣΤΟ ΝΟΥ ΜΟΥ;


Η γλώσσα μου είναι η ελευθερία μου.
Με βγάζει από το σπίτι στις ρούγες
στις πλατείες συναντιέμαι με τα δροσερά κορίτσια
σκαρφαλώνω στις ανθισμένες πλαγιές
περνάω απέναντι στο Μεσολόγγι.
Πιάνει τουφέκι η γλώσσα μου.
Στα φτωχά κανονάκια ανακατεύομαι
διψάω το λιγοστό νερό
πεινάω το ανύπαρκτο ψωμί
βυθίζομαι στην κόψη της λαβωματιάς
κυλάω μες τα δάκρυα του πόνου και της αγάπης.
Πότε τουφέκι η γλώσσα μου και πότε λύρα
οργίζεται, στοχάζεται, υποφέρει, λατρεύει
στις φτερούγες τέλος
του αόρατου πτηνού κουρνιάζει, πετάω.
Η γλώσσα μου η ελευθερία μου
ο αέρας μου, ο ουρανός μου
η ανάσα μου, το αίμα μου, τα σωθικά μου
η ελευθερία η γλώσσα μου.





ΤΟ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΟ ΣΩΜΑ


Τον άρτο θα μοιράσω, μέλη κομμάτια
που σκόρπισαν οι θύελλες της αγάπης
αρθρώσεις πρησμένες μα οι χυμοί ανεβαίνουν
ο καιρός γυρίζει ήδη σε άνοιξη, δεν το βλέπεις;
Χελιδόνια μεθυσμένα διασχίζουν χώρες
κοιλάδες γεμάτες με σκουπίδια του χρόνου
ανατέλλει λάμποντας όμως τώρα
η νέα ημέρα με στεφάνι στα μαλλιά της
γαρύφαλλα ανοίγουν τα χείλη, νερά μυστικά
στα δάχτυλα κλώθεται με λαχτάρα το νήμα
σεντόνι επί τέλους χαράς να ετοιμάσει
ακέριο να φεγγοβολήσει πάλι το λησμονημένο σώμα.







ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
ΕΧΩ ΦΥΛΑΓΜΕΝΑ ΤΑ ΧΑΔΙΑ


Λοιπόν μια νύχτα θα επιστρέψω πατώντας
πάνω στις νάρκες της κοιλιάς
και πάνω στα πολυβολεία του στήθους
τα ύδατα θα τρέχουν απ’ τους πόρους σου
κι από τα μάτια σου
κι οι λυγμοί σου θα σκεπάζουν τη μάχη της αγάπης
θα σ’ έχω στερηθεί πολύ
θα σ’ έχω νοσταλγήσει
θα ξετυλίξεις τις γάζες απ’ το σώμα μου
θα λάμψουν των τυφλών ματιών οι σκοτεινοί βυθοί
και θα ’ναι το φιλί αρμυρό
τα τσακισμένα χάδια μας η τελευταία μας πατρίδα.





Από τη συλλογή «Τα καθημερινά βάραθρα», εκδ. Κοράλλι, 2023.

Δευτέρα 8 Μαΐου 2023

Ρένα Αθανασοπούλου, "Τάσεις φυγής σε παράλληλο σύμπαν"





Αντιδρώντα


Εξαντλούμαι σε αργά αποτυπώματα ανδρείκελου.
Κάθε αγώνας μάταιη λησμονιά, μάταιη θέληση.
Γραπώνομαι από την αναίτια παγίδα του ίσως.
Επανάληψη, επανάληψη, επανάληψη…
Διαφωνίες εσώψυχες, παραφωνίες αδιέξοδες.
Σύντροφος στη γωνία ο ίσκιος μου.
Ακροατής στην κραυγή μου τα κάγκελα της εθελούσιας φυλακής.
Θεατής ο μελλοντικός μου εαυτός που φτύνει ραγισμένα ρολόγια.
Εκρήγνυμαι βουβά βουτώντας στη ρουτίνα.
Ένα λωτό, παρακαλώ, να πάρω μιαν ανάσα κι επιστρέφω.





Ξενύχτι


Σήμερα τραγούδησα ξανά για να διασχίσω τη θλίψη μου.
Κλείσε τα αφτιά σου, σειρήνα πόρνη δεν γίνομαι στα θέλω σου.
Σου επιτρέπω κλοπές ατελεύτητων στιγμών από τη σκέψη.
Ανήκει πάραυτα σε μένα το ερείπιο παράπονο.
Τις απορίες σου αθέτησα γι’ απόψε, μικρέ ταξιδευτή.
Δεν έχω απάντηση στα αμήχανα αινίγματα που ρίχνεις στο μονοπάτι μου.
Μεθώ στο ενδεχόμενο και παραπατώντας ρίχνομαι στο στημένο παιχνίδι σου.
Δεν με κρατάς να μη χαθώ, με αγγίζεις να λιώσω σε ψεγάδια προσμονής.
Αλητεύω σε κάθε ξημέρωμα μετρώντας τις jazz διαστρεβλώσεις του παρόντος.
Μια μόνιμη ζάλη διαλύει τους τρόμους μου κι εσένα.
Ξενυχτώ μονάχη και μέσα στις νότες σου μεταμορφώνομαι σε ίχνος.
Αδιέξοδη φυγή σ’ ένα  πεντάγραμμο και οχυρώνομαι φιλήδονα σε παύση.





Στιγμές


Μετρώντας λεπτά που στάζουν στο μυαλό μου λυτρωτικά
αφήνομαι στην καταδίωξη των αναμνήσεων και ανασαίνω προσμονή.
Δεν ονειροβατώ σε αόρατα σκοινιά, δένομαι μαζί τους και σιωπώ.
Μοιράζομαι ήχους που με φυγαδεύουν στη δική σου μονοτονία
και αγκιστρώνομαι στα μικρά αστεία της ύπαρξής μας.
Μιλάω με προσευχές και ορίζω διάφανα σύνορα για να διασχίσω τυχαία.
Συγκρούομαι πάνω σου και νιώθω παιδί που το λαβώνουν τα πρέπει.
Σκίζεις τα φύλλα του ημερολογίου αμείλικτα και συλλέγω ευλαβικά αναρίθμητα
        κομμάτια.
Κατρακυλώ σε ουτοπικά σκαλοπάτια  για να ξεγελάσω το μαρτύριο του χρόνου
και λαβωμένη κρατώ το λάβαρο της προσοχής σου… μία στιγμή.



Ρένα Αθανασοπούλου



Από τη συλλογή «Τάσεις φυγής σε παράλληλο σύμπαν» (Θεσσαλονίκη, 2022).



Βιογραφικό:

Η Ρένα Αθανασοπούλου είναι απόφοιτος του Τμήματος Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ. με μεταπτυχιακές σπουδές στην παιδαγωγική του θεάτρου και αριστούχος διπλωματούχος λυρικού τραγουδιού και ανώτερων θεωρητικών της μουσικής. Επίσης έχει σπουδάσει θέατρο στο Πανεπιστήμιο Freie του Βερολίνου και στην Ακαδημία του Εθνικού Θεάτρου. Επιπλέον έχει κάνει σπουδές δημιουργικής γραφής και εικαστικών τεχνών (ζωγραφική, κόμικ, σκηνογραφία, ενδυματολογία, φωτογραφία, βίντεο).
   Ξεκίνησε να ασχολείται με τη συγγραφή σε ηλικία 6 ετών. Έχει διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Έχουν δημοσιευθεί ποιήματά της και θεατρολογικές μελέτες και έχουν αναρτηθεί ηλεκτρονικά εικονογραφημένα λογοτεχνικά βιντεοπρότζεκτ και μελοποιημένοι στίχοι. Παράλληλα έχει εικονογραφήσει βιβλία και παραμύθια. Ανά διαστήματα έχει αρθρογραφήσει σε εφημερίδες καλύπτοντας μεγάλα καλλιτεχνικά φεστιβάλ.
   Ακόμα έχει παρουσιάσει ατομικά ρεσιτάλ και έχει συμμετάσχει σε μουσικές και θεατρικές παραστάσεις. Έχει συνθέσει μουσική για τον κινηματογράφο και το θέατρο, καθώς και για το 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ερασιτεχνικής Αστρονομίας. Τέλος έχει διδάξει θέατρο σε σχολεία και εργαστήρια και έχει πραγματοποιήσει επιμορφώσεις και εισηγήσεις σε συνέδρια και ημερίδες. Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στην επίσημη ιστοσελίδα www.renavox.gr.

Promo video: https://www.youtube.com/watch?v=W2lOidIxGwA

Παρασκευή 5 Μαΐου 2023

Σάρα Τίσντεϊλ, "Ποιήματα" (μετάφραση: Ασημίνα Λαμπράκου)





Νέα Σελήνη


ΗΜΕΡΑ, μ’ έχεις ζουλήξει και νικήσει,
Όπως η βροχή τη λαμπερή, περήφανη θάλασσα,
              κτυπά,
Το σώμα μου κτυπώντας, την ψυχή μου
              μαύρισες,
Τίποτε ωραίο ή ακέραιο δεν μου άφησες—
Και όμως, ένα δώρο απέσπασα από σε,
Ημέρα που σε σκοτεινό τελειώνει μπλε:
Διότι πάνω από εργοστάσια ξαφνικά
Ένα φεγγάρι είδα σε σκοτεινά νερά—
Ένα δεμάτι ομορφιάς εντελώς μόνο
Σ’ ένα σκληρό και γκρίζο σαν πέτρα, κόσμο—
Ω, ποιος θα μπορούσε πικρός να είναι και να
              θέλει να πεθάνει
Όταν ένα παρθενικό φεγγάρι στον ουρανό
              προβάλει;





Τα Όνειρα Της Καρδιάς Μου


Της καρδιάς μου τα όνειρα και του νου περνούν,
Τίποτε δε μένει μαζί μου για καιρό,
Μα έχω από ένα παιδί
Τη βαθιά παρηγοριά του τραγουδιού·

Αν ποτέ αυτό μ’ εγκαταλείψει,
Άσε με τον θάνατο να συναντήσω και να μείνω
Με πράγματα που οι μελωδίες τους παίχτηκαν
              κι έχουν ξεχαστεί
Σαν τη χθεσινή βροχή.





Η Καταιγίδα


Σε σκέφτηκα όταν ξύπνησα από άνεμο
Που μ’ έκανε να χαίρομαι και να φοβάμαι
Τον βιαστικό, αβίαστο της θάλασσας ήχο
Που τα μεγαλόπρεπα δέντρα γεννούσαν.

Μια σκέψη το μυαλό μου τυραννούσε
              ξανά και ξανά
Καθώς το σκοτάδι αναδεύτηκε και
              τα φύλλα αραίωσαν
Νόμισα ότι εσύ ήσουν που να με βρείς,
              είχες έρθει,
Ο άνεμος ήσουν εσύ.





Λίγο Ακόμα


Όταν θα ’χω φύγει, για λίγο ακόμα
Η ζωή μου, μετά από μένα, θα ζει στη μουσική
Όπως περιστρεφόμενος αφρός που έχει υψωθεί
              και κινείται,
Αφότου το κύμα στη φουσκωμένη θάλασσα
              χαθεί.

Οι νύχτες αυτές κι οι μέρες για λίγο θα καούν
Σε τραγούδι από την ζωηρή του αφρού αδυναμία
Ζώντας στο φως προτού αναστραφούν
Πίσω στο δικό τους σπίτι που ’ναι η ανυπαρξία.





Δώρα


Στην πρώτη μου αγάπη έδωσα γέλιο,
Στη δεύτερη αγάπη έδωσα δάκρυα,
Στην τρίτη αγάπη μου έδωσα σιωπή,
              Μέσα σ’ όλα τα χρόνια.

Η πρώτη αγάπη μού έδωσε τραγούδια,
Η δεύτερη, μάτια να βλέπω,
Αλλά ω, ήταν η τρίτη μου αγάπη,
              Που έδωσε σε μένα τη δική μου ψυχή



                                                      Μετάφραση: Ασημίνα Λαμπράκου




Από το βιβλίο «Σάρα Τίσντεϊλ, Ποιήματα», Αθήνα 2023.
Μετάφραση, επίμετρο: Ασημίνα Λαμπράκου



Sara Trevor Teasdale, (1884-1933) Αμερικανίδα λυρική ποιήτρια, γεννημένη στο Σαιντ Λούις του Μισούρι.
     Η Teasdale, εξ αιτίας της ευαίσθητης, από παιδί, υγείας της, εκπαιδεύτηκε ιδιωτικά. Ωστόσο, έκανε συχνά ταξίδια στο Σικάγο, όπου γνωρίστηκε κι έγινε τελικά μέλος τού κύκλου τού περιοδικού Poetry της Harriet Monroe. Το πρώτο της ποίημα δημοσιεύτηκε στην εβδομαδιαία εφημερίδα της γενέτειράς της, Reedy’s Mirror, τον Μάιο του 1907. Αργότερα το ίδιο έτος δημοσίευσε τον πρώτο της τόμο με ποιήματα, Sonnets to Duse, and Other Poems. Ακολούθησαν τα: Helen of Troy, and Other Poems, 1911 και Rivers to the Sea, 1914. Το 1918 κέρδισε το βραβείο Poetry Society του Πανεπιστημίου της Κολούμπια (πρόδρομος του βραβείου Πούλιτζερ για την ποίηση) και το ετήσιο βραβείο της Ποιητικής Εταιρείας της Αμερικής για το Love Songs (1917). Eπιμελήθηκε επίσης δύο ανθολογίες, το The Answering Voice: One Hundred Love Lyrics by Women (1917) και το Rainbow Gold for Children (1922).

Τα ποιήματα της Teasdale υπακούουν με συνέπεια το κλασικό, παραδοσιακό στυλ: τετράστιχα και σονέτα. Έγραψε εξαιρετικούς τεχνικά, καθαρούς, ανοιχτόκαρδους στίχους. Η εξέλιξή της ως ποιήτρια γίνεται ωστόσο φανερή στα Flame and Shadow (1920), Dark of the Moon (1926) και Stars To-night (1930). Τα ποιήματα σε αυτές τις συλλογές καταδεικνύουν μιαν αυξανόμενη λεπτότητα και οικονομία έκφρασης.
     Η τελευταία και ίσως η καλύτερη συλλογή στίχων της, Strange Victory, εκδόθηκε μετά τον θάνατό της, το 1933. Η συλλογή: “Selected Poems” της Σάρα Τίσντεϊλ εμφανίστηκε το 1937.

Τo 1914 παντρεύτηκε τον ποιητή Vachel Lindsay με τον οποίο έζησε έως το 1929 οπότε ο γάμος τους κατέληξε σε διαζύγιο. Έκτοτε έζησε μοναχική ζωή έως το 1933 όπου, με αδύναμη υγεία μετά από μια πρόσφατη κρίση πνευμονίας, αυτοκτόνησε με υπερβολική δόση βαρβιτουρικών.

Δευτέρα 1 Μαΐου 2023

Ειρήνη Ιωαννίδου, "Τα ρόδα κόβονται στα 2/3"





ΤΑ ΟΜΟΡΦΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ


Τα κορίτσια δεν λένε ποτέ την αλήθεια, κυρίως τα όμορφα. Φοράνε αϊλάινερ, κάνουν κοψίματα στα ζυγωματικά, μια ηλιοφάνεια είναι θεμιτή – και πώς αστράφτουν οι κυνόδοντες, όταν ορέγονται το δέρμα. Ετοιμόγεννες καβαλάνε άγρια άτια, σε αγρούς με άροτρα και οπιούχες παπαρούνες. Κάθε πρωί, τότε που είναι ευάλωτο το φύλο, λογχίζουν το πλευρό του ποιητή. Άλλοτε πάλι τον θρηνούν με μάτια γλαφυρά και ευανάγνωστα, τρέφονται μάλιστα με την ευδαιμονία του τις νύχτες.
Μετά από χρόνια, με κομμένα τα μαλλιά, για να λυθούν τα μάγια, πηδάν κάτι φωτιές μεσοκαλόκαιρο (που αρπάξαν τα ξερόκλαδα) και κύματα που έρχονται απ’ το πέλαγος –

κάποιοι τις λένε μέδουσες, κάποιοι τις λεν’ γοργόνες
όμως εκείνες π’ αγαπούν δεν ξέρουν πως τις λένε.

Τα όμορφα κορίτσια δεν έχουν στόμα όταν μεγαλώσουν, μόνο φωνήεντα και κάτι χέρια, κάτι χέρια.





ΕΥΓΛΩΤΤΟ ΣΩΜΑ


Για την αγάπη ποτέ δεν χτίστηκε μια κόρη σε γεφύρι.
Πώς να στεριώσει ο ουρανός μόνο με υποσχέσεις, μ’ ένα καΐκι σάπιο απέναντι πώς να βγω;

Ζητάω θεούς για τα μελλούμενα, έναν τυφλό να μ’ οδηγήσει. Με τον  φακό στο χέρι τις αποστάσεις να μετρήσω.

Σαν ψάρι σπαρταρώ μετά. Εύγλωττο σώμα.

Στα μάτια σου είδα όλα τα δάση μου να φλέγονται, να κυματίζουν για την ξενιτιά οι βαρκούλες.
Μέσα στο μήλο πώς τρυπώνει το σκουλήκι είδα.





ΤΑ ΡΟΔΑ ΚΟΒΟΝΤΑΙ ΣΤΑ 2/3


Φοβόταν τον καθρέφτη – το χέρι που έβγαινε από μέσα και την τραβούσε. Τον ρώτησε μια δυο φορές. Μα εκείνος μόνο κοίταζε.

«Τα ρόδα κόβονται στα 2/3 για να δώσουν» της είπε μια νύχτα «ούτε πιο χαμηλά ούτε και πιο ψηλά. Τα αραιώνεις να αναπνέουν τα κλαδιά, να τα μυρίζει ο αέρας, να γλείφει τον βλαστό μετά την παγωνιά. Μήνα Φλεβάρη να το κάνεις, να ’ρθει η άνοιξη να σε φιλέψει χρώμα κι άρωμα».





ΣΤΟ ΦΩΣ


Όταν ξυπνάει η σάρκα, η μνήμη πώς επαίρεται. Πώς την κουνάει την ουρά, στα μπροστινά σηκώνεται, το πάθος να μερώσεις μ’ ένα χάδι. Ανάμεσα σε αιχμηρούς κοπτήρες, για δες πώς λάμπει το σκοτάδι. Κι ούτε ένα “αχ”. Στεγνά σε παίρνει ο λυγμός.
 
*
 
Στεκόταν όρθια μπρος στο κλειστό παράθυρο. Έστηνε ξόβεργες το φως παντού μέσα στο χάραμα.
«Για δες πώς τώρα όλα εξαγνίζονται» ψιθύρισε στ’ αυτί της.

Έσπασε ο μίσχος και ακούστηκε ο κρότος, μια πρώιμη άνοιξη χύθηκε παντού.

«Στον βυθό πάντα γυαλίζει ο χρυσός» του αντιγύρισε.





Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΜΠΑΡΚΟ


Όταν ομίχλη δένει στο λιμάνι, μες στον βυθό φυτεύω τριαντάφυλλα. Να αναδύεσαι αιμόφυρτος μετά, κι εγώ στην κουπαστή, ετούτα τα πουλιά (που λαίμαργα σ’ αρπάζουν απ’ την χούφτα μου) έκπληκτη να κοιτάζω.






Από τη συλλογή «Τα ρόδα κόβονται στα 2/3», εκδ. Σαιξπηρικόν, 2023.