Τρίτη 29 Ιουνίου 2021

Εύη Γκάλαβου, "Τα Χέρια"





2.  Κάτι πήγα να γράψω
σήμερα, ανήμερα της διάρκειας
και δεν μπορούσα να θυμηθώ
τι χρώμα είχαν τα χέρια
σου. Έτρεμαν;
Ξανά συστήνομαι εμπρός τους,
παριστάνω την αθωότητα
μήπως και κερδίσω μια
ανάμνηση παραπάνω στο
έτος κατασκευής ονείρων και
με βοηθήσει με εκείνο το
ρημαγμένο ποίημα για τα
χέρια που ακόμα δεν θυμάμαι
τι χρώμα είχαν.





3.  Άλλαξε ο χρόνος της
προσφοράς και επέστρεψε στα
βήματα του. Πάλι θα ζήσουμε
τα ίδια, μια επανάληψη των
χρονικών διαστημάτων στη
μέση της ζωής. Μου φωνάζεις
να γράφω για τα χέρια
σου, μα τα χέρια
μου χαϊδεύουν λέξεις για τα
χείλη σου. Τι τους ετοίμασες
σήμερα; Ποια νύμφη θα
θυσιάσεις σ’ εκείνα τα χείλη
που μιλάνε για έρωτα;





6.  Έτσι θα είναι το μέλλον
μας ένα κομμάτι δάσους στο
ένα χέρι και κάποιες
δυσνόητες λέξεις ασύνδετες
με την καρδιά στο άλλο.
Κι όταν θα ανοίγεις το κουτί
που θα με έχεις
φυλακίσει πρώτη στην
απόδραση θα είναι η
ομίχλη και εκείνο το κομμάτι
γης που δεν θα μικραίνει μα
ούτε
θα μεγαλώνει θα βλασταίνει
καρπούς απ’ τα δάκρυα της
φυλακισμένης.





Από τη συλλογή «Τα Χέρια», 2021.

Να σημειώσουμε ότι η συλλογή είναι χειροποίητη.
Τη βιβλιοδεσία έχει επιμεληθεί η Εύη Γκάλαβου.

Κυριακή 27 Ιουνίου 2021

Ευσταθία Δήμου, "Στη σπορά των αστεριών"





2.

Δε φταίει η θλίψη
του δειλινού, μα οι στίχοι
που γι’ αυτή μιλούν.


~*~


4.

Βροχή σιγανή,
αόρατη υφάδι
της μοναξιάς μου.


~*~


6.

Μια νύχτα πήρες
το φιλί μου. Κι ακόμα
να ξημερώσει...


~*~


9.

Κλουβί είν’ το ποίημα
κι οι λέξεις μέσα − πουλιά
που κελαηδάνε.


~*~


15.

Τέλος Αυγούστου
την ανηφόρα παίρνω
του Φθινοπώρου.


~*~


25.

Στις αγκαλιές σου
απόθεσα τις νύχτες
της αγρύπνιας μου.


~*~


38.

Στις ανηφόρες
του κορμιού σου κούρασα
βλέμμα και αφή.





Από τη συλλογή «Στη σπορά των αστεριών / Πενήντα πέντε Χαϊκού»,
Νέος Αστρολάβος / Ευθύνη, 2011.

Δευτέρα 21 Ιουνίου 2021

Θοδωρής Βοριάς, "Ανιλίνες"





Καταρρίχηση

[ε΄]


Άφησε τη μέρα για το δρόμο,
για τον κόσμο
όμως τη νύχτα
κράτα τη για σένα.

Όταν βραδιάζει
μην κοιτάς απ’ το παράθυρο,
μέσα σου κοίταζε και σκάβε.

Το αίμα στερεύει στο σκοτάδι
-να γιατί τα ποιήματα
που γράφονται τη νύχτα είναι όνειρα
και μέρα μεσημέρι δεν διαβάζονται.





Στ’ αμπάρια γαύγιζε ο Κέρβερος

[β΄]


Πέρασε το καράβι του θανάτου.
Από την πλώρη
σκιές μάς χαιρετούσαν με μαντήλια
κι οι Άρπυιες πάνω στα κατάρτια
μας αγριοκοιτούσαν.

Στ’ αμπάρια γαύγιζε ο Κέρβερος.





Οι στίχοι είναι σφαίρες

[β΄]


Τη μέρα μικραίνεις μες στο πλήθος,
μαραίνεσαι και χάνεσαι στο δρόμο
με βλέμμα χαμηλό.
Τη νύχτα πυρώνει το μολύβι-
ντύνεσαι μαχητής, ανήμερος αγέρας,
που ’χει ραμμένη στη σημαία του
ολάκερη πατρίδα από ποιήματα.





Κρύφτηκε η μέρα στο κρυφτό μας

[δ΄]


Στων ερειπίων τα δωμάτια γυρίζεις
ψάχνεις ανάσες φαντασμάτων
μες στις σκόνες
οι άδειοι τοίχοι πλημμυρίζουν με εικόνες
κοιτάς κι αγγίζεις τη ραγισματιά του χρόνου.





Το βιβλίο «Ανιλίνες», είναι η 6η ποιητική συλλογή τού Θοδωρή Βοριά, και κυκλοφόρησε τον Ιούνιο 2021, σε 16 σελίδες, από τη σειρά "Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου" των εκδόσεων Μπιλιέτο.
Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τον Βασίλη Δημητράκο.
Το σχέδιο του εξωφύλλου είναι έργο του Γιάννη Δημητράκη.
Το βιβλίο αποτελείται από 29 ποιήματα, καταμερισμένα σε τέσσερις ενότητες, απ’ όπου επιλέγουμε από ένα αντιπροσωπευτικό ποίημα.

Οι ανιλίνες είναι πρώτες ύλες για την παραγωγή χρωμάτων.

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2021

Κώστας Θ. Ριζάκης - Γιώργος Δελιόπουλος, "κατά ανεφίκτου γλυφές, 1"


 


Κώστας Θ. Ριζάκης
Γιώργος Δελιόπουλος
 
κατά ανεφίκτου γλυφές, 1
 
της γυναικός τριάντα παγιδεύσεις
 


 ~

Ποίηση σε δύο πράξεις

της
Ευσταθίας Δήμου

(αποσπάσματα)


[…]
Οι ποιητές Κώστας Ριζάκης και Γιώργος Δελιόπουλος, με όχημα την ποίηση και την ποιητική τους, προσήλθαν σε μία άκρως ενδιαφέρουσα συνύπαρξη μέσα στις σελίδες του παρόντος βιβλίου. Το όλο εγχείρημα, πέρα από το ενδιαφέρον που παρουσιάζει αυτό καθεαυτό, ως περίπτωση δηλαδή συγκεκριμένη, εκδήλωση της προθυμίας δύο εκπροσώπων του νεοελληνικού ποιητικού λόγου να ενώσουν τις δημιουργικές τους δυνάμεις και να φέρουν το έργο τους κάτω από την ίδια στέγη, αποτελεί και μία πρόταση για έναν εναλλακτικό τρόπο λειτουργίας της ίδιας της τέχνης, της ποίησης εν προκειμένω. Γιατί, στην πραγματικότητα, αυτό που προτείνεται εδώ είναι, όχι απλώς και μόνο η άρση και η κατάργηση του αυτοπεριορισμού, της αυτομόνωσης, του εγκλεισμού του καλλιτέχνη, ως φυσικού προσώπου, αλλά το άνοιγμα και η έκθεση του ίδιου του ποιητικού έργου σε ένα περιβάλλον επικοινωνίας που πόρρω απέχει από τη λογική της περιχαράκωσής του μέσα σε ένα πλαίσιο αυστηρά προσδιορισμένο από την ιδιοπροσωπία κάθε ποιητή. Αυτό, βεβαίως, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει, ούτε σηματοδοτεί το θόλωμα ή τη νόθευση της προσωπικής σφραγίδας, της ιδιαιτερότητας και της μοναδικότητας του ποιητικού λόγου καθενός από τους δύο εμπλεκόμενους. Ίσα ίσα που αυτή, προβάλλει με μεγαλύτερη καθαρότητα, ευκρίνεια και ένταση από τη στιγμή που το έργο υπόκειται, αναπόφευκτα, στην άμεση σύγκριση και αντιπαραβολή, επομένως, και στην ανάδειξή της. […]

Η ποίηση του Κώστα Ριζάκη είναι λαβυρινθώδης. Μοιάζει με υφαντό, πλεγμένο, κυριολεκτικά, στο χέρι, με τα νήματα της μελάνης να διατρέχουν δρόμους πρωτοείδωτους και πρωτοανοιγμένους. Δεν είναι μόνο ότι κατέχει τη δική του φωνή – και την κατέχει καλά, σίγουρα – τον δικό του τρόπο, την δική του ποιητική, είναι πολύ περισσότερο ότι όλα αυτά εκβάλλουν, αποτυπώνονται και μπορούν να αναγνωρισθούν ακόμα και στο πιο μικρό δίστιχο όπως, για παράδειγμα, αυτό που προτάσσεται στη συλλογή: καρδιά τι βλέμμ’ αλάτιζες / και σου παστώνει αλήθειες; Αν για τον Εμμανουήλ Ροΐδη ίσχυε ότι η ταυτοποίηση της γραφής του θα μπορούσε να γίνει ακόμα και σε μία μονάχα φράση, γραμμένη οπουδήποτε, το ίδιο θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς και για την ποίηση του Ριζάκη. Είναι τόσο χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο τεχνουργεί τις ποιητικές του συνθέσεις, ώστε η άπαξ γνωριμία με την ποίησή του να είναι και παντοτινή. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι η τέχνη του δεν είναι γερά θεμελιωμένη πάνω στην προγενέστερη ποιητική και, γενικότερα, πνευματική παράδοση. Ίσα ίσα που, από την πρώτη κιόλας ανάγνωση των ποιημάτων του, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η δύναμη και η δυναμική της ποιητικής του φωνής κρύβει και, ταυτόχρονα, αποκαλύπτει ένα υπόβαθρο πλούσιο και αρραγές, τόσο καλά χωνεμένο όμως, που δύσκολα μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια η γραμμή που οδηγεί, απευθείας, σε συγκεκριμένους, προγενέστερους σταθμούς και ποιητικές μορφές. Η πιο εμφανής, ίσως, συγγένεια ή, καλύτερα, εγγύτητα είναι αυτή με το δημοτικό τραγούδι στο επίπεδο, κυρίως, του ρυθμού, νοούμενου όχι ως απόρροια της χρήσης κάποιου συγκεκριμένου μέτρου ή της συγκρότησης του στίχου πάνω σε έναν ορισμένο αριθμό συλλαβών, αλλά ως κυμάτισμά του, ως διάθεση και τρόπος έκφρασης της εσωτερικότητας και μιας θυμοσοφίας στέρεα θεμελιωμένης πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη. […]

Η ποίηση του Γιώργου Δελιόπουλου τεχνουργείται πάνω σε ένα ιδιαίτερο ύφος και ήθος. Το στοιχείο εκείνο που τη διαφοροποιεί και τη συνέχει είναι η ιδιότητά της να συλλαμβάνει τον παλμό του σύγχρονου ανθρώπου και την αμφιθυμία της εποχής. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μία ποίηση απολύτως σύγχρονη, μία ποίηση που ανατέμνει το παρόν, που εισδύει, μέσα από την παρατήρηση των εξωτερικών εκδηλώσεων του ανθρώπου, στον εσωτερικό του κόσμο για να διερευνήσει τις συνθήκες και τον τρόπο δόμησης και λειτουργίας του. Από αυτήν την άποψη, θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί, ότι η ποίησή του προσιδιάζει ή προσεγγίζει την τέχνη του θεάτρου στο μέτρο που αυτή εναγκαλίζεται τη συγχρονία, πλάθει την αναπαράστασή της και προβαίνει, με τον τρόπο αυτό, στην διερεύνησή της και στην διαμόρφωση μιας νέας πρότασης για τον άνθρωπο και τον κόσμο του. Ποίηση επεμβατική και διορθωτική, λοιπόν, αλλά και ποίηση βαθιά ανθρωποκεντρική και ανθρωπογνωστική. Γιατί, στην πραγματικότητα, αυτό που επιδιώκει ο Δελιόπουλος είναι η γνωριμία του με τον άνθρωπο και η βαθιά γνώση της «ποιητικής» του, νοούμενης ως του τρόπου με τον οποίο δομείται, υφίσταται και υπάρχει. Αυτή η απόπειρα αποκτά ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην συγκεκριμένη περίπτωση από τη στιγμή που στο ποιητικό του εργαστήρι μπαίνει, ως πρώτη ύλη, η γυναίκα με την πολύπτυχη και πολύπλευρη ψυχοσύνθεσή της. Ο τίτλος δεν είναι τυχαίος, «γυναίκα θάλασσα γυμνή». Ανακαλεί τη γνωστή φράση «πυρ, γυνή και θάλασσα», που παραπέμπει ευθέως και ασυναίσθητα στην μορφή της θεάς Αφροδίτης και που περικλείει και υποδηλώνει την πρόθεση και την στόχευση του ποιητή, την προσέγγιση δηλαδή και την καταβύθιση στην γυναίκα με τον ίδιο τρόπο που βυθίζεται κανείς στη θάλασσα, απόλυτα ελεύθερος και απαλλαγμένος από τα βαρίδια του κορμιού και της ψυχής. Στο σημείο αυτό φαίνεται πως αναδύεται και ένα αίσθημα ερωτισμού που κινεί τη γραφίδα του ποιητή και υποβάλλει τη διάθεση και τον τόνο. Το αίσθημα αυτό δεν μετριάζεται, αντίθετα ενισχύεται από την επιλογή του ποιητή να συνθέσει τα ποιήματά του επιφυλάσσοντας για τον ίδιο τον ρόλο και τη «φωνή» της γυναίκας. Πρόκειται για μία ακόμα ένδειξη της θεατρικότητας που διαπνέει τα ποιήματά του, μία καθαρά θεατρική τεχνική που συνίσταται στην «ηθοποιία» του ποιητικού υποκειμένου. […]



~


στο τσακ
των αμυγδάλων

του
Κώστα Θ. Ριζάκη


ο νόμος του έρωτα

                                  στην ποιήτρια Ευσταθία Δήμου − ότι
                         έγκυρος η «μαρτυρία» της κι άρα ευσταθεί


να κατευθύνσεις το κορμί πάντα προς το παράθυρον
κ’ ίδια να εξαρτάς την ούγια σου από φως − να ’ναι
χτιστός ο καθ’ εμπρός ανήφορος που να κοντανασαίνεις
(καμία πράξη αναίτιος λες όταν ξηλών’ η ανάγκη)
ρίχνει δροσιάς ο διάπυρος διάσελ’ αφροξενύχτια

κι όπως μπαλώνονται καιροί να σου ξανά
το χιόνι να την η αμείλικτη καημών ζητάει αν
σε στεγάσει να μην κλωτσήσεις αγκαλιάς βαρύ
ποτάμι κρίμα κι άμα πηγαίνεις βροχερός πώς

ο μαγκίτης κι άοπλος σου χρειμαρρώνει κλάμα;




επίγειος μαγγελάνος


– πώς παροπλίστηκε η θεά στα χώματα σε λάσπες;

ψέμμα τριανταέξ μηνών γκάστρωσες την γκορτσιά
αλλά τ’ αχλάδια όλα στυφά σκληρότατα διαβόλου
κέρατα τρισκατάρατα το πάθος σού αφαιρέσαν
μεζέ το αίσθημα σούβλισες φτύνοντας το κατάπιες

να φύγεις θέλω; τι να πω; πάλι όμως θα το αντέξω;
νυχτώνει κάποτε ο καιρός μαύρα κρεμώντας κρόσσια
κι ένα προς έν’ αν τα τραβώ το δίλημμα απευθύνω

πένθους ριπάς καθέλκυσα· πού ξώφαλτση μι’ αλήθεια;



~


γυναίκα θάλασσα γυμνή

του
Γιώργου Δελιόπουλου


ως έλαφος διψώσα


Δεν κατοικώ ψηλά στα ρετιρέ ασπάραχτη
ούτε η ζωή μου είναι φουλ επιπλωμένη
σε δάση μέσα κρύβομαι σε φυλλοβόλα ψέματα
και μηρυκάζοντας το χώμα περιμένω

ντυμένη χρυσοκέρατη στα ρούχα της βιτρίνας
όλο αρώματα βαριά μήπως μυρίσει ο φόβος
καθώς μασώντας μοναξιά με φέρνουν γύρω βόλτα
οι πεινασμένοι κυνηγοί, τα σαρκοβόρα βλέμματα

κι ακούω δίπλα μου τα κρακ! να σπάνε τα κλαδιά
όμως δεν τρέχω πουθενά, με πρόλαβαν οι σφαίρες
δε φώναξα βοήθεια, δεν άνοιγαν οι πόρτες
το ματωμένο τρίχωμα δεν είδατε ποτέ;

σκούπισα −φαίνεται καλά− το δάκρυ στον καθρέφτη
έντυσα με χαμόγελα στα ράφια τις κορνίζες
κι όταν με τρύπαγαν τα βέλη τους βαθιά
τα βογγητά μου έγραφα κάτω απ’ το μαξιλάρι

στάλα δεν έχυσα ντροπή στην ανθισμένη άνοιξη
απ’ τις κραυγές δεν τσαλακώθηκε η σιωπή
κι εσύ μανούλα που γεννάς ακόμη ελαφίνες
θύματα δίχως κέρατα σε δάση κυνηγών

τι μου ζητάς να ξεδιψάσω, πνίγομαι.




μεθόρια


Τα βλέμματά μας κυλιόμενα μπαλόνια
συναντηθήκαμε πριν χωριστούν

καθώς ανέβαινες την τύχη σου
για την εξέδρα με τις παρελάσεις
το πεπρωμένο μου ξεφούσκωνε
σ’ ένα υπόγειο κελί

μα και οι δύο ακροβατήσαμε
πάνω στα σύνορα του Ανθρώπου
ένα λεπτό κενό αέρος

πριν επιλέξουμε για την καρδιά μας
στρατόπεδο προς το παρόν.





Από το βιβλίο των Κώστα Θ. Ριζάκη και Γιώργου Δελιόπουλου,
«κατά ανεφίκτου γλυφές, 1 - της γυναικός τριάντα παγιδεύσεις», Εκδόσεις Α Ω, 2021.
Με εκτενή προλεγόμενα της Ευσταθίας Δήμου
και εικαστική παρέμβαση της Γλύκας Διονυσοπούλου.

Τρίτη 15 Ιουνίου 2021

Σωτήρης Σαράκης, "Ηλιοβασίλεμα στη Σαντορίνη"




ΠΡΟΣ ΤΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ


Θρηνούσε ο σκύλος μες στον ύπνο μου
τη μοίρα του, θρηνούσε
σκύλος ποιμενικός χωρίς βοσκό, χωρίς
κοπάδι, ο τελευταίος
της γενιάς του, χρόνια
στ’ ανήλιαγα της μνήμης
παραδέρνει, χρόνια
ουρλιάζει απελπισμένα, ποιος
να τον ακούσει, χάθηκε
νιώθει προδομένος, τίποτε
δεν καταλαβαίνει, προσπαθώ
να του εξηγήσω

χάθηκε ο σκύλος μας σε χρόνια
παιδικά, τίποτε
δεν καταλαβαίνει, όπως κανείς μας
τίποτε δεν καταλαβαίνει, προσπαθώ
να του εξηγήσω, τ’ ανεξήγητα
να του εξηγήσω, ώσπου
καταλαβαίνω που θρηνούσε
ο σκύλος μες στον ύπνο μου
τη μοίρα μας

θρηνούσε.




 
Η ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ


Τρεις τοίχοι για μιαν άνοιξη
βαθιά στη Σαντορίνη
κοιτάζεις με κατάνυξη
που ανθίζουνε οι κρίνοι
πετούν τα χελιδόνια
τώρα χιλιάδες χρόνια

μέσα από θρήνους, οδυρμούς
των ηφαιστείων παροξυσμούς
να βλέπεις με κατάνυξη
ανέγγιχτη την Άνοιξη!





ΚΥΠΡΟΣ 1955
            ή
Η ΕΞΗΓΗΣΗ

                                  Στον Νίκο Ορφανίδη


Φύγατε από παντού, ξέσπασε ο Έλληνας
της Κύπρου, φύγατε
απ’ τον πλανήτη, φύγατε
κι απ’ τη γειτονιά μας, μόνο
σ’ εμάς εδώ τα έχετε στυλώσει
μα τι ’ναι αυτό που σας κρατάει
με τόσο αρρωστημένο πείσμα, δεν ακούτε
που ελληνικά χτυπάει η καρδιά μας
με το ζόρι αδύνατο
να μας κρατήσετε άλλο, πότε
επιτέλους το βαρύ σας χέρι
θα πάρετε από πάνω μας; ποτέ
ήρθε κοφτή η απάντηση
ποτέ και μην τα μπλέκεις, μην ξεχνάς
πληρώσαμε για ετούτο το νησί
για κοίταξε καλά τη Συμφωνία
χρήμα ζεστό στο χέρι τού Σουλτάνου

πήγαμε αλλού με στόλο και στρατό
χάσαμε ναύτες και στρατιώτες, όμως
για ετούτο το νησί δώσαμε λίρες, χρήμα
ζεστό στο χέρι τού Σουλτάνου, αλίμονο
πονάνε τα λεφτά, ποιος δεν το ξέρει, και απορώ
τέτοια ιδέα πώς σου πέρασε απ’ τον νου
τέτοια ιδέα ν’ αφήσουμε νησί
ακριβοπληρωμένο!




 
ΔΥΣΚΟΛΟΙ ΚΑΙΡΟΙ


Παιδί που χάθηκε στο δάσος
τρέχει χαρούμενο κάτω απ᾿ τα πεύκα
δεν ξέρει παίζοντας που έχει χαθεί

ή μήπως ξέρει και γι᾿ αυτό
τρέχει χαρούμενο κάτω απ᾿ τα πεύκα
γλιστράει, σκοντάφτει, δεν σταματάει
βγαίνει στα ξέφωτα, το χέρι απλώνει
φτάνει, αγγίζει τον ουρανό

ξέρει να κρύβεται, δεν θα το βρούνε
ξέρει να κρύβεται, δεν θα το μάθουν
που έχει χαθεί, καθώς απλώνει
το χέρι αγγίζει τον ουρανό

τον βλέπουν χρόνια σ᾿ ένα γραφείο
σ᾿ ένα κατάστημα, στις δεξιώσεις
κανείς δεν ξέρει που είναι παιδί
σ᾿ εκείνο το δάσος σχολικής εκδρομής
σ᾿ εκείνα τα ξέφωτα, το χέρι του απλώνει
αγγίζει, ανοίγει τον ουρανό.




 
Από τη συλλογή «Ηλιοβασίλεμα στη Σαντορίνη», Κουκκίδα 2021.

Σάββατο 12 Ιουνίου 2021

Τόλης Νικηφόρου, "ανώνυμοι"





ανώνυμοι


είμαστε όλοι ανώνυμοι
άμμος που σκορπίζει ο χρόνος
στην έρημο του κόσμου

στιγμιαίες λάμψεις
φτερουγίσματα
προσωρινή απόδραση
από το τίποτα στην αυταπάτη

ζούμε τα δευτερόλεπτά μας
σ’ ένα περίπλοκο οικοδόμημα
επινοούμε θρησκείες και θεούς
μήπως και παρηγορηθούμε
για την αφόρητη αλήθεια του πεπρωμένου

είμαστε όλοι ανώνυμοι
εναλλασσόμενες σκιές της ύπαρξης
φαντάσματα σε θέατρο του παραλόγου





αισιόδοξος


όπως εκείνος που σφυρίζει
έναν χαρούμενο σκοπό μες στο σκοτάδι
που απλώνει ένα χέρι
σ’ έρημους δρόμους
ή ανάβει ένα φως
σε λάμπα καμένη από καιρό

κι όπως εκείνος που επιμένει
να γράφει πάνω στο νερό
που παραπατάει συχνά
αλλά δεν πέφτει στον γκρεμό

αισιόδοξος όπως εκείνος που φοβάται
μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα
αλλά σηκώνει το κεφάλι
και αντικρίζει πίσω απ’ τις κάννες
ένα πουλί να φτερουγίζει στον ουρανό





έστω σαν όνειρο


θέλω να γράψω επιτέλους
ένα ποίημα μελωδικό κι ανώδυνο
χαρούμενο ένα ποίημα
τη μαγική αθωότητα ν’ αναζητήσω
της παιδικής μου ηλικίας

έστω για λίγο
να είμαι πάλι ένα παιδί της γειτονιάς
κι ο κόσμος μου όλος
να είναι το σπίτι κι η πλατεία
και τα παιχνίδια μας στο χώμα

για τη στιγμή να ζήσω μόνο
να απολαύσω το ελάχιστο
και με το τίποτα
να είμαι ευτυχισμένος

κι ας είναι ακόμη αυτό το ποίημα
σαν δίπλα μου ένα χέρι πατρικό
που διώχνει κάθε εφιάλτη στο σκοτάδι





δακρύζει η γνώση


είναι αδιέξοδη
είναι καταθλιπτική
κι όμως όλοι αγωνίζονται να την κατακτήσουν

όσο όμως πιο πολύ κανείς βυθίζεται
στον ωκεανό της γνώσης
τόσο πιο έντονα νοσταλγεί την αθωότητα
εκστατικά κοιτάζει τα παιδιά
που τόσο απλά, τόσο φυσιολογικά
απολαμβάνουν το ανεκτίμητο αγαθό
που εκείνος έχει στερηθεί για πάντα

η γνώση όλου του κόσμου
δακρύζει
μπροστά σ’ ένα παιδικό χαμόγελο





η μηχανή του χρόνου


το άγγιγμά σου καταργεί τη μνήμη
κάθε χαρά και κάθε θλίψη
κι αποκαλύπτει έναν απέραντο ουρανό

είσαι η μηχανή του χρόνου
που μαυρίζει τα μαλλιά πυρώνει το αίμα
και με ξαναγυρίζει στα δεκαοχτώ μου χρόνια

πυροδοτεί έναν εκρηκτικό μηχανισμό
κατεδαφίζει τις συμβάσεις
για να ανθίσει στα συντρίμμια τους
ένα κόκκινο μεθυστικό λουλούδι





Από τη συλλογή «ανώνυμοι», εκδ. Μανδραγόρας 2021.

Τετάρτη 9 Ιουνίου 2021

Μαρία Σκουρολιάκου, "Σώμα του χρόνου"



 

Βαθιά νερά


Αναρχικούς ψαλμούς ανέμισα
στα βάραθρα της μοίρας,
των φυλλοβόλων χρόνων το έρμα
και τα μάταια πετώντας όνειρα.

Είμαι γκρεμός κι είμαι γεφύρι πέτρινο.
Βρύχια νερά διαπλέουν το σώμα μου.
Ρέω στο θάμπος που χαράζει, της αυγής.
Στο σύγκρυο κάθε νύχτας που έρχεται,
γυμνές αιτίες κυλώντας,
ως το δέλτα των γρίφων.

Των αλγεινών στιγμών εξόφλησα τις οφειλές.
Φορώ το μαγικό των στίχων έλυτρο
και πια σωπαίνοντας,
ακούω της γης μονάχα τους αρχαίους ήχους.





Ψέμα διαρκείας


Το ξέρεις πια.
Οι ώρες θρέφουνε το έρεβος.
Αναγελά ο φόβος καθώς τρέμεις.
Παρηγορείς
τα διαλείμματα του ύπνου με ευχές,
με προσευχές και με φτηνές δικαιολογίες
αθωότητας.

Κι αν περπατάει
το φως του φεγγαριού μαζί σου
κι αν σε μια χούφτα θάλασσα
το θαύμα κοινωνάς
κι αν μια κιθάρα
τις στιγμές σου ζωγραφίζει,

όλος ο κόσμος ανοιχτή πληγή
που υποσχέσεις και συνθήκες, τάχα,
θα την κλείσουν.

Ψέμα διαρκείας ντυμένο αρετή
και δεν αντέχω πια τη φορεσιά του.





Ίσκιος ονείρου*


Φρουμάζει το σκοτάδι,
ώρα τρεις.
Στου ρολογιού τους δείχτες
κρεμασμένες οι σκιές
σε όνειρο βαθύ χορεύουν.
Κυκλοβολούν στο σπήλαιο,
το πλάνο φέγγος τού «εγώ» θωρώντας
στων λόγων τα χαλάσματα.

Το φως μακριά,
σ’ αλλότρια χέρια κατοικεί.
Σε ηφαίστεια σώματα
και σε ψυχές που ανθίζουν.

Βρυχάται του ανθρώπου η νύχτα.
Κι ανάμεσα,
λύκοι που διώχνουν τη ζωή
κι αηδόνια που μιλούν τη λύπη.


_____________
*Πίνδαρος, Πυθιονίκαις, επωδ.ε,8. 95





Όλα χώμα


Θα ’ρθει στιγμή που όλα θα γίνουν χώμα. Που θα μυρίζουν χώμα και νερό. Τα χρώματα θα ’χουν μισέψει στο ηλιοβασίλεμα. Το μαύρο θα δοξάζουν τα ρολόγια. Θα προσδεθείς σ’ έναν Ερμή με αναγκαστική απογείωση.
Η «Ασκητική» στο μάρμαρο πεσμένη, να τη διαβάζει ο αγέρας δυνατά κι ένα σκαθάρι, με την κερασιά θα την μπερδέψει. Πονάς για τα βιβλία που δεν τέλειωσες, τους στίχους που παλιώσαν στο συρτάρι, τις χειραψίες που σήπονται στη γη.
Οι άλλοι με τα μάτια ζωντανά βλέπουνε την ανατολή. Ο ήλιος ζωγραφίζει την εξώπορτα. Μεστώνει τους καρπούς τού δένδρου. Φλόγες χορεύουνε στις αγκαλιές.
Μέσ’ από μια φωτογραφία θωρείς την απουσία σου. Τις λέξεις που δεν είπες όσο θα ’θελες:
Αστροσπορά, χιλιοδώρητο, πεντάλευκος, παντοθώρητη, ηλιόψαρο, αλατινό, βυθοπατώ, γιασεμόκορφη, ηλιοκράτημα, πελαγοθώρητος, μελισόγλωσση, ποθόπλεκτος, αποκαρπίζω, γαλαζένιος, πολυδιάβατες, αλεξίκακος, ερωτινή, χιλέρημος, βαθύπονο, αχτιδένια…

Μα πιο πολύ το σ’ αγαπώ. Κυρίως ασυναίρετο.





Ένα σκισμένο ποίημα


Πύρινους λόγους ομιλούν οι ασεβείς
περί θολών υδάτων.

Στις έρημες ψυχές
κείτεται πένθιμη άνοιξη.

Η ποίηση αγρυπνά,
τη λέξη της για να κρατήσει
μακριά απ’ τις προθέσεις.
Ν’ αντιπαλέψει
την προσ-ποίηση, την παρα-ποίηση,
την αντι-ποίηση και την εκ-ποίηση.

Στο πεζοδρόμιο αιμορραγεί
ένα σκισμένο ποίημα.
 




Από τη συλλογή «Σώμα του χρόνου»,
Κέντρο Ευρωπαϊκών Εκδόσεων Χάρη Τζο Πάτση, 2021.

Κυριακή 6 Ιουνίου 2021

Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, "Δρόμοι στη σκόνη"




Ο δρόμος μου


Δεν ήταν πάντα εδώ αυτός ο δρόμος
μόνος ξερίζωνα χρόνια και χρόνια
                                                τ’ αγριοχόρταρα
ρίζες παλιές βαθιές μού πλήγωναν τα χέρια
πέτρες ασήκωτες στους ώμους και γονάτιζα.

Δεν ήταν εύκολος ο ήλιος, μη θαρρείς
δεν ήρθαν μόνα τους πουλιά να κελαηδήσουν:

Πρώτα ανατέλλει μέσα μας κι αργότερα
ανοίγουνε τα μάτια μας στον κόσμο.





Θίασοι


Ποιος τάχα θα ’ναι αύριο ο δρόμος σου
ποια μάσκα θα φοράς, πώς θα σε λένε
θίασοι γύρω πάνε κι έρχονται αλλόκοτοι
με τις ολόλαμπρες στολές οι θεατρίνοι
–πώς ψευτοκλαίνε δες και πώς χειρονομούν–

σ’ άδεια σκηνή, δίχως κοινό, για πάντα μόνοι.

Γελούν και σέρνονται με χάχανα στα γόνατα
κι έπειτα κράζουν τους Θεούς τους και τη Μοίρα
με ουρλιαχτά ολονυχτίς με τόσα δάκρυα
μ’ ιδρώτα κι αίμα στα μαλλιά τους και στα χέρια.
Κι έπειτα πάλι ηρεμούν σιωπούν και χάνονται.
Τι να ’ναι απ’ όλα αληθινό κανείς δεν ξέρει.

Ποιος θα ’ναι –αλήθεια– αύριο ο δρόμος σου;
Πες μου· κι ας είμαι απ’ άλλο παραμύθι.





Μασκες
(ΙΙ)


Ήταν ωραία χθες το βράδυ στη γιορτή
αφηνιασμένη μουσική χοροί και γέλια
χρυσόσκονη στους δρόμους στα κεφάλια μας
παραμυθένιες κι οι στολές μας μες στα φώτα.

Τι κρίμα που τελείωσε και πρέπει πια
τις σερπαντίνες να σωριάσουμε σκουπίδια
να καθαρίσουμε ξοπίσω ό,τι απόμεινε
ό,τι την τάξη μάς χαλά και πώς να βρούμε
τ’ αληθινά μας πρόσωπα στα αζήτητα
ποιο να ταιριάζει και σε ποιον μην μπερδευτούμε.

Ήτανε τόσο ωραία χθες το βράδυ στη γιορτή
όμως βουβοί ψυχροί τριγύρω απόμειναν
οι χορευτές δίχως τους ήχους που τους ζέσταιναν.

Λείπουν οι μάσκες που γελούσαν χωρίς λόγο.





Η μοναξιά


Η μοναξιά δεν είναι μαύρη, μα κατάλευκη
σκληρή ψυχρή σαν τον απέναντί μου τοίχο
ή σαν τον στίχο που δε γράφτηκε ποτέ
λευκό αμίλητο χαρτί, δρόμος στο χιόνι
κενή οθόνη, το τρανό ατόφιο “τίποτα”
που το κοιτούσα και με κοίταζε τις νύχτες.

Η μοναξιά δεν είναι μαύρη μα κατάλευκη
είναι μια τρύπα μες στο φως ένα πηγάδι
η γη που χάνεται απ’ τα πόδια στην αιώρηση
το βλέμμα που παγώνει μ’ απορία.

Η μοναξιά δεν είναι μαύρη μα κατάλευκη
η πάχνη πάνω στην καρδιά η απουσία
θολή λευκή σαν την ομίχλη που σερνότανε
που υψωνόταν και κατάπινε την πόλη.





Κλεμμένο σύννεφο


Έχω στις τσέπες μου δυο βώλους καταγάλανους
κι ένα άσπρο σύννεφο που άγγιξε τα δέντρα.
Μα τι απρόσεκτο αλήθεια, πώς ξηλώθηκε
κι έμεινε η φόδρα στα κλαδιά λευκή παντιέρα.
Ολημερίς από τα γύρω χαρακώματα
μεσ’ απ’ τη σκόνη ξεμυτίζαν οι γειτόνοι
με τα δυο χέρια τους ψηλά, με άγρια χάχανα
για την ανέλπιστη ουράνια εκεχειρία.

Έχω στις τσέπες μου ένα κλεμμένο σύννεφο
σαν μαντιλάκι κεντημένο με δαντέλα
μήπως τα γόνατα πληγώσω στο παιχνίδι μου
μήπως ξεχάσω ν’ αγαπώ σαν μεγαλώσω.





Από τη συλλογή «Δρόμοι στη σκόνη», εκδ. Κουκκίδα 2021.

Τετάρτη 2 Ιουνίου 2021

Κωνσταντίνος Ιωαννίδης, "Δύο ποιήματα"





Νικηφόρο σπαθί


Στην στέπα της σιωπής,
στην καρδιά της σελίδας
αραδιάζω τις λέξεις
σιωπηλό ένα σύνταγμα.

Τα σύνορά μου έχουν ευθείες
τεθλασμένες και καμπύλες.
Και λίγο-λίγο σχηματίζεται
το πρόσωπό μου στο χαρτί της πολαρόιντ.

Λύκοι λογισμοί
πηδάν το φράχτη της μάντρας
και πνίγουν
τα πρόβατα της ψυχής.

Χέρια σαν φλόγες υψωμένες
που ο αγέρας προσπαθεί να κρύψει.
Μία δακρύων προσευχή
που νικηφόρο γίνεται σπαθί.


Κάτω Θόλος, 14-15 Μαΐου 2021




Ξεσφράγισμα


Ο σατανάς καρφί καρφώνει στο μυαλό του και
σαν ελατήριο ξεπετιέται ημικρανία απιστίας.

Σαν αστραπή τον ουρανό του σχίζει ο φόβος
και το μυαλό του χάνεται σ’ άγνωστη πολιτεία.

Κάνει βουτιά για τον βυθό της πίστης του
με προσευχή που ξεπερνάει τ’ αδιέξοδα.

Συγκίνηση που εκτινάσσεται με δάκρυα ,
της ματαιότητας την σκόνη ξεσφραγίζει.


Δράμα, Μ. Δευτ.25 - Μ. Πέμπ. 28 Απρ. 2021


Κωνσταντίνος Ιωαννίδης




Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: Peter Paul Rubens, «Praying Hands» (1600).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.