Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

Ηλίας Λ. Παπαμόσχος, "Ο γέρο - Λέμας"




Ο γερο-Λέμας


Ο ΓΕΡΟ-ΛΕΜΑΣ ΣΤΕΓΝΩΣΕ απ’ τη φιλαργυρία. Ξενιτεύτηκε στην Αμερική, έκανε περιουσία, παντρεύτηκε, δεν χάρηκε παιδιά. Γύρισε πίσω, για να πραγματοποιήσει το όνειρό του: να επισκευάσει το σπίτι του το πατρικό. Άμα εγκαταστάθηκαν εκεί με τη γυναίκα του, πήγαιναν κι έπαιρναν φαΐ από μια ταβέρνα, λίγα πράματα, δυο κεσεδάκια, μια μερίδα μοιράζονταν και σαλάτα. Πιάνονταν χέρι χέρι, εκείνη περπατούσε τόσο προσεχτικά λες κι ήταν από γυαλί − έσπασε πρώτη. Αφότου χήρεψε ο γερο-Λέμας, άρχισε να μαζεύει, να διπλώνει, το κεφάλι του σαν να χωνόταν μέρα τη μέρα ανάμεσα στις κλείδες και στα πλευρά. Φορούσε ένα παμπάλαιο κοντό μπουφάν, το λάστιχό του είχε χαλαρώσει εντελώς και το τελείωμά του, ξεχειλωμένο κι άκαμπτο, στεκόταν λες κι είχε μέσα βαρελιού τσέρκι. Κάποιος είπε πως ως και το σώμα του τσιγκουνευόταν να δώσει στον θάνατο κι ότι σωνόταν για να αποφύγει το πιο περιττό απ’ όλα έξοδο, πως έκανε το σκατό του παξιμάδι, και τώρα θα γινόταν ο ίδιος παξιμάδι, να τον θρυμματίσουν πάνω απ’ τη σκαμμένη γη.
Οι επισκέψεις των συγγενών πλήθυναν προς το τέλος, ο γερο-Λέμας τούς υποδεχόταν −τρόπος τού λέγειν− ξαπλωμένος στον καναπέ, διπλωμένος σαν γερασμένο έμβρυο, σουφρωμένος ξερός καρπός, να τον βαστάει απ’ το κλαρί μια τρίχα. Εκείνοι μιλούσαν σ’ έναν τόνο προσποιητά μειλίχιο, γλυκερό, ψεύτικο.
Ο γερο-Λέμας πέθανε Μεγάλη Εβδομάδα. Το βράδυ της Ανάστασης, στον δρόμο άναψαν τα λαμπιόνια. Στο σπίτι του γερο-Λέμα όλα ήταν κλειστά· η πρόσοψή του εντελώς λιτή, σαν σπίτι ζωγραφισμένο από παιδί, λυπημένο παιδί όμως, να έχει δυο παράθυρα για μάτια και μια πόρτα για στόμα, κλειστά, σαν παιδί που ήρθε στα γεράματα κι ορφάνεψε γρήγορα.
Τα κοράκια πύκνωσαν τις επισκέψεις τους στο σπίτι του γερο-Λέμα· κάποια περπατούν πάνω στη στέγη του σαν συλλογισμένα, μοιάζουν σαν να αναζητούν τρόπους να πείσουν, να δελεάσουν· άλλα σαν ζωντανά ακροκέραμα· κι είναι κι ένα μεγάλο, όλο πετάει πάνω απ’ τη στέγη, περίλυπος ψυχοπομπός.




Από το βιβλίο «Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες», εκδ. Κίχλη, 2015


Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

Ειρήνη Παραδεισανού, "Τα γυάλινα μάτια των ψαριών"




ΤΑ ΓΥΑΛΙΝΑ ΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΨΑΡΙΩΝ


Ήταν στιγμές
που περπατούσα ανάποδα στην όψη μου.
Χέρια χαράζαν το δέρμα από μέσα.
Νύχια γαμψά
απ’ τη λαχτάρα μου να δω.
Χαράδρες σκάβαν βαθιά τα δυο μου μάτια.

Εσείς
ανυποψίαστοι
κομψοί
σχοινοβάτες του ύπνου.

Κι εγώ
μια λέαινα
δίχως δέρμα
με το αίμα πηχτό ποτάμι στα μετέωρα μάτια
και τα χέρια ξέπλεκα δίχτυα
σε θάλασσα δίχως ψάρια.
Τα σκότωσε όλα το αλάτι που δεν ήταν αλάτι
μα σκόνη.
Τα έστειλε στα βουνά να γυρεύουν ανάσα.

Ψάρια δίχως βράγχια
εκλιπαρούσαν γι’ αέρα απ’ τα μάτια.

Έχεις δει ψάρια με μάτια ανθρώπου;
Εγώ τα είδα
στην απόκρημνη πλαγιά

Ήταν εκεί.
Μου μίλησαν με ανθρώπινη λαλιά.
Μου λέγανε πως στέρεψε η αρμύρα από τις θάλασσες
το νερό τους στυφό
κι ο αέρας φαρμάκι.

Με κοιτάζαν με μάτια ανθρώπου
κι εγώ
ένιωσα ξαφνικά τον αέρα να εισβάλλει μέσα μου με πόνο
και δε  βαστούσα να κοιτάξω στα μάτια σας.

Άνθρωποι
Συνεπιβάτες μου
Δίχως ντροπή κλέψατε τα γυάλινα μάτια των ψαριών
Τα φοράτε με καμάρι
Κι αυτάρεσκα υψώνετε το δάχτυλο
Να με δικάσει.




ΘΕΕ


Θεέ,
έλα και πάρε από πάνω μου τούτο το καρφί.
Είμαι μικρή πολύ για να το σηκώσω.
Αν θέλεις πάλι να γελάσεις με τη γύμνια μου
μάθε πως το χατίρι δε σου το κάνω
να με δεις να κλαίω σα χαζό κουτάβι.

Βρήκα μπογιά που δεν ξεβάφει με τα δάκρυα.
Μ’ αυτήν το μούτρο μου άλειψα
και σε προσμένω.

Μάθε πως  τώρα κατάλαβα
τι σημαίνει
να ’ρχεται κατά πάνω σου η Μοίρα
κι εσύ να στέκεσαι αγριεμένος απ’ τα μέσα σου νερά
και να τινάσσεις θύελλες απ’ τα μάτια.

Μάθε πως έβγαλα απ’ το μηρό μου άλλο παιδί
με γέλιο το τύλιξα μετάξι
με πίκρα ανθρώπου με έγνοια το μοίρανα
και το κρατώ στην αγκάλη του βλέμματος

το κανακεύω με ψέμα.

Κι ολόρθη μπροστά σου θα με δεις
σαν έρθεις πάλι να γελάσεις με την τύφλα μου.

«Ναι είμαι εγώ.
Κι έμαθα να κοιτώ τη θάλασσα
και να μην πονώ πια
απ’ την αβάσταχτη ομορφιά της»




Από τη συλλογή «Τα γυάλινα μάτια των ψαριών», εκδ. Βακχικόν, 2016

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

Γιώργος Σαραντάρης, "Τρία ποιήματα"




HΤΑΝ ΓΥΝΑΙΚΑ, HΤΑΝ ΟΝΕΙΡΟ...

                                                   Jai cueilli ce brin de bruyère
                                                                        G. APOLLINAIRE

Ήταν γυναίκα ήταν όνειρο ήτανε και τα δυο
Ο ύπνος μ’ εμπόδιζε να τη δω στα μάτια
Αλλά της φιλούσα το στόμα την κράταγα
Σαν να ήταν άνεμος και να ήταν σάρκα
Μου ’λεγε πως μ’ αγαπούσε αλλά δεν το άκουγα καθαρά
Μου ’λεγε πως πονούσε να μη ζει μαζί μου
Ήταν ωχρή και κάποτε έτρεμα για το χρώμα της
Κάποτε απορούσα νιώθοντας την υγεία της σαν δική μου υγεία
Όταν χωρίζαμε ήτανε πάντοτε νύχτα
Τ’ αηδόνια σκέπαζαν το περπάτημά της
έφευγε και ξεχνούσα πάντοτε τον τρόπο της φυγής της
Η καινούρια μέρα άναβε μέσα μου προτού ξημερώσει
Ήταν ήλιος ήταν πρωί όταν τραγουδούσα
Όταν μόνος μου έσκαβα ένα δικό μου χώμα
Και δεν τη σκεφτόμουνα πια εκείνη


                                                                        6.11.1938




Ο ΑΝΕΜΟΣ Κ’ Η ΑΝΟΙΞΗ

Ο άνεμος ρέει μέσα στην καρδιά μας
Σαν ουρανός που έχασε τον δρόμο
Δέντρα προσπαθούν να του δέσουν τα χέρια
Αλλά μάταια κοπιάζουν

Ο άνεμος αναπνέει μέσα στην καρδιά μας
Σαν στρατός που ορμάει στον αγώνα
Τον καλωσορίζει η άνοιξη στην κοιλάδα
Τον χαιρετάνε τ’ αρώματα της γης

Η άνοιξη είναι μια παρθένα που δεν την ξέραμε
Και όλους μας φίλησε με θάρρος προτού το ζητήσουμε
Τώρα αγκαλιάζει τον άνεμο και κάνει σαν τρελλή
Κι αναγκάζει κ’ εμάς να τον αγαπήσουμε


                                                               7-10-25-26.12.1938




ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

Είναι μία γυναίκα, και τραγουδά·

Θα γίνω σαν τη θάλασσα, που βρέχει τη ζωή μας
Θα γίνω περιστέρι
Θα γίνω σαν τη θάλασσα, που είναι πάντα μπροστά μου
Και μ ακλουθά όταν περπατώ
Και μ ακλουθά όταν κλαίω

Και με παρηγορεί την ώρα που δεν φταίω

Την ώρα που την πατρίδα νείρομαι
Τον έρωτα ή τη χαμένη αγάπη


                                                                        9.6.1939




Από το βιβλίο «ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ,
Γιατί τον είχαμε λησμονήσει…
Μια ανθολόγηση από το σύνολο του έργου του»,
Εισαγωγή-Επιμέλεια: Μ. Γ. ΜΕΡΑΚΛΗΣ
παραφερνάλια τυπωθήτω, Αθήνα 2002

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

Γεωργία Τρούλη, "Ποίηση σε ένα οβάλ περιβάλλον"




                    ΤΕΡΑΤΟΣ - ΓΕΝΕΣΗ 2


Στην αρχή και στο τέλος του έρωτα
Ερωτεύεσαι με τον ίδιο τρόπο
Με ίδια αυταρέσκεια
Στην αρχή για το άγνωστο
Στο τέλος για το οικείο που απομακρύνει
Στη διάρκεια για το παραλήρημα
Με τον ίδιο ορμητικό στοχασμό αρχίζεις
Την ίδια γοητεία για τη γοητεία
Την ίδια γοητεία για το ξεφλούδισμά της
Έτσι με πληρότητα για το συγγενές και το ανόμοιο
Φεύγεις
Με ένα κενό να χάσκει σαν γέλωτας σατυρικός
Που δείχνει τα δόντια
Μετρημένα φιλιά του χρόνου
Που υπήρξαμε και δεν υπήρξε
Ένοχοι της ηδονής της αυταπάτης
Για διάρκεια




(ΜΙΑ ΣΑΡΚΑ ΦΩΤΕΙΝΗ ΠΟΥ ΑΝΕΒΑΙΝΕΙ
                    ΩΣ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ)


                  Πόσες φορές ακόμη
                  Μουσική λιωμένη
                  Από χιόνι παγωμένο
                  Στο στόμα θα γευόσουν;


                  Έχω γεμίσει ύπνο




(ΣΕ ΚΑΘΕ ΜΙΚΡΟ ΨΕΜΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ
                     ΣΤΙΣ ΑΚΡΕΣ ΤΟΥ
  ΔΥΟ ΤΕΡΑΣΤΙΕΣ ΜΙΣΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ)


        Δημιουργεί χώρο το ελάχιστο
        Αλλά σε αυτήν την έκταση
        Όλο συνοψίζω φυγή
        Και αυτή όλο επικολλάται
        Στο δέρμα


        [Δημιουργούνται σημεία και στίξη.]




                  (ΚΟΥΑΡΚ ΚΟΥΑΡΚ)


Η κάθε ματαιοδοξία μέσα στην τραγικότητά της
Είναι πολύ αισιόδοξη
Και νιώθεις πως το μόνο
Που έχει συνέχεια
Είναι η φράουλα από το κοντόλαιμο κοτσάνι
Η σαύρα από την ουρά της
Ο κομήτης από το δευτερόλεπτο
Η εικόνα από τον τοίχο
Το βαμβάκι από τα σύννεφα
Η κατσαρίδα από την μεταμόρφωση
Η φυγή από την πραγματικότητα
Η μαϊμού από το έλλογο
Το άλογο από το χαλινάρι
Η κενότητα από το φως
Η πατούσα από το Βάρος
Το χαρτί από το Δέντρο
Το μελάνι από την Μοναξιά
Το πιρούνι από την Δημιουργία
Η χαρά από το Τραγικό
Μόνο
Και Αδιάσειστο
Είμαστε όλοι ένα Ον/είδος Μούχλας
Και
Ούτω καθεξής
Η φυγή
Επαναλαμβάνεται
Κουάρκ Κουάρκ
Φωνάζουν οι βάτραχοι
Στην Άκρη του
Πάντοτε




         Η ΚΑΜΠΥΛΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΤΟΥ


Η απολυτότητα του απόλυτου χάσκει σαν πληγή
Πάνω σε φυλλώματα αλυκών
Αν η σιωπή μου ήταν η απάντηση σου στα ερωτήματα
Θα έγνεφα
Ακόμη και το πιρούνι και όλα δημιουργήθηκαν
Από μια βαθιά θλίψη
Ακόμη και η χαρά γι’ αυτό εφευρέθηκε
Σαν χελώνες του Αμαζονίου θα βαδίζαμε
Κάτω από έναν ήλιο τελείως κρυμμένο
Από τις κορυφές που φτιάχνει το πράσινο
Τόσο αδιαπέραστο να μοιάζει το φως, που να αναπα-
      ράγεται σαν δυνατότητα
Βλέπεις τα χρώματα
Πάνω σε μια πεταλούδα
Στο γυαλισμένο μάτι του κροκόδειλου
Στο ανάγλυφο δέρμα μιας πέτρας

Μια συνεχή μετατόπιση του ποτέ είναι ο έρωτας

Η σταγόνα μυρίζει αρωματισμένη σιωπή και ονείρωξη

Ήθελε όλη την τραγικότητα για το εαυτό του
Να την καταπιεί
Να ροκανίσει αργά αργά και ανυπόφορα όλο
Το μέσα της δέρμα

Μια μικρή εμβάθυνση τέλους είναι ο έρωτας

Οι μετατοπίσεις αλλάζουν γραμμή
Να ξεφλουδίζονται όλα τα στρώματά της
Όλες οι έμμηνες ρήσεις τότε που −ακόμη αχοιβάδα−
Δεν είχε δείξει κανένα προμήνυμα και προοικονομία
Για το μέγεθος που θα έπαιρνε μέσα στον κόσμο
Τις διαστάσεις γίγαντα μέσα στο πιο μικρό κύτταρο
Που το ξεφλουδίζει και το βάζει σε διάταξη άλλη
Και από την ανάποδη
Τώρα που καταλαβαίνει το γήρας να έρχεται
Σκονισμένο πάνω σε άρμα με τέσσερα άλογα
Και τέσσερις πιθανές διαδρομές για πρόωρο θάνατο
Εκεί την αγάπησε ο κόσμος την Ροδινία
Εκείνη του δόθηκε
Και εκεί την αγάπησε γιατί δεν θέλησε να του δοθεί
      ξανά
Αλλά εκείνη τραγική και πεισματάρα
Σαν έρπητας ζωστήρας του δόθηκε ξανά ένα πρωινό
Που είχε χρώμα ξινόγαλου
Και σαπισμένου κυδωνιού
Πάνω στο χώμα ενός αλαζονικού αμαζόνιου δάσους
Ταλαντεύτηκε σαν ασημένια αλυσίδα κούνιας
Που γυαλίζει στον ήλιο
Και από το όχι εγώ προήλθε το εγώ της





Από τη συλλογή «Ποίηση σε ένα οβάλ περιβάλλον», εκδόσεις Σαιξπηρικόν 2015

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

Νικολέτα Κούτη, "Στον Πλάτωνα"




Στον Πλάτωνα


Αυτό που φοβόμουν
εγίνηκα,
Αυτό που θέλησα
Με ξεγέλασε
Μπλέχτηκα
Στις κλωστές της μαριονέτας
Και από παιδί ξύπνησα γέρος
Σ’ ένα βράδυ μόνο
Κάπου ξεχάστηκε
Η νεότητα μου.
Το απόγευμα
Που γεννήθηκε
Δεν άντεξε την ομορφιά της
Δείλιασε μπροστά
Στον ήλιο
Και έτρεξε
Πίσω στο σκοτάδι
Γιατί τα είδωλα
Στάθηκαν πιο αληθινά
Από τις ιδέες
Αυτό που φοβόμουν
Εγίνηκε
Και τώρα πια
Θα φάμε τις σκιές μας




Το ποίημα της Νικολέτας Κούτη δημοσιεύεται για πρώτη φορά.

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

Ερωτικό Ραντεβού στην Βέροια




ΕΡΩΤΙΚΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ ήταν ο τίτλος της ποιητικής βραδιάς που συνδιοργάνωσαν η γκαλερί Παπατζίκου και ο Ποιητικός Πυρήνας στις 14 Φεβρουαρίου 2016 και ώρα 7 το απόγευμα, στον χώρο της γκαλερί στην Βέροια.

Την εκδήλωση προλόγισε η κυρία Βίκυ Παπατζίκου καλωσορίζοντας τους παρευρισκόμενους. Έχοντας αφιερώσει ολόκληρο τον μήνα Φεβρουάριο στην υποστήριξη της καμπάνιας: «Μαζί θα ανάψουμε τα φώτα»για την ανακαίνιση της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Βέροιας, με bazaar βιβλίων, ανοιχτό κουμπαρά και ποικίλες άλλες δράσεις, εκδήλωσε τη χαρά της για την ανταπόκριση του κόσμου καθώς και για το ότι ο στόχος της καμπάνιας κοντεύει να επιτευχθεί.
Στη συνέχεια, οι λογοτέχνες: Δημήτρης Ιορδ. Καρασάββας, Σούλης Λιάκος, Γιώργος Σιώμος, Βασίλης Δασκαλάκης, Παύλος Παρασκευαΐδης και Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, ανάγνωσαν ερωτικά ποιήματα δικά τους αλλά και αγαπημένων τους ποιητών, μεταξύ των οποίων οι Βύρων Λεοντάρης, Ανδρέας Εμπειρίκος, Νίκος Εγγονόπουλος, Νίκος Λάζαρης, Ιγνάτης Χουβαρδάς, Αντώνης Αντωνάκος κ.ά.
Τις μουσικές γέφυρες ανάμεσα στα ποιήματα έχτισε με την φυσαρμόνικά του ο Στέργιος Μποζίνης ταξιδεύοντας το ακροατήριο στα μελωδικά σύμπαντα των Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Λεοντή και άλλων συνθετών.
Την εκδήλωση συντόνισε η κυρία Κατερίνα Ζιαμπούλη, η οποία έδωσε την ευκαιρία και στο κοινό να διαβάσει ποιήματά του. Έτσι διαβάστηκαν επιπλέον, ποιήματα του Παναγιώτη Χαϊτίδη (και στα ισπανικά), του Δημήτρη Καπετανάκη του Γιάννη Σαββαΐδη καθώς και του 83χρονου γιατρού Κώστα Ζαρκάδα, ο οποίος ήταν μία από τις εκπλήξεις της βραδιάς, τον επίλογο της οποίας έντυσαν μελωδικά οι Φώτης Σιμόπουλος, Στέργιος Μποζίνης και Σούλης Λιάκος.
Δεν υπήρχε τίποτα το προσχηματικό, καμιά επιτήδευση, μήτε καν πρόβες. Η βραδιά κύλισε όμορφα βασιζόμενη στο παρεΐστικο κλίμα, που είναι άλλωστε και ένα από τα μότο του Ποιητικού Πυρήνα. Και όλα τα παραπάνω συνέβησαν περιτριγυρισμένα από έργα τέχνης και πολλά πολλά αξιόλογα βιβλία (αρκετά εξ αυτών ενυπόγραφα από τους δημιουργούς τους), τα οποία, προς το τέλος της εκδήλωσης, οι εκλεκτοί φίλοι της βραδιάς, με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, ξεφύλλισαν, σχολίασαν και πρόσθεσαν στις βιβλιοθήκες τους επειδή

Αγαπάμε τη Βέροια και την Βιβλιοθήκη της
και επειδή

«Μαζί μπορούμε»

«Μαζί θα ανάψουμε τα φώτα»






Φωτογραφίες: Δήμητρα Σμυρνή και Βασίλης Δασκαλάκης
Μπορείτε επίσης να διαβάσετε το σχετικό με την εκδήλωση άρθρο της κυρίας Σμυρνή στην Φαρέτρα: http://faretra.info/2016/02/15/sti-dimosia-vivliothiki-tis-veroias-afieromeni-i-vradia-erotikis-poiisis-apo-ton-poiitiko-pirina-kai-ti-gkaleri-papatzikou/

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

Κώστας Μόντης, "Κύπρος εν Αυλίδι"





~*~

Συνειδητοποιήσατε τι κινδύνους συνεπάγεται η ελπίδα;




~*~

Πέστε μου, είδατε καμιά κορφή να σκύβει;




~*~

Ελπίζουμε πάντα στην απελπισία,
στηρίζουμε πάντα πολλές ελπίδες στην απελπισία.




~*~

Ξέρετε κανένα άλλο
πού να μπορεί να πληρώσει το λογαριασμό σας;




~*~

Αμυνθείτε κατά του ύψους
αρπαχτείτε με τα τέσσερα απ’ τη γη!




~*~

Ναι, ναι, ένας παρατατικός
μπορεί να κάνει όλη τη διαφορά,
ένας ασήμαντος παρατατικός.




~*~

Το πιο αγαπητό στον Ιησού είναι η αφέλειά Του,
το πιο συγκινητικό στον Ιησού είναι η αφέλειά Του.
Και μονάχα γι αυτή  δεν έπρεπε να Τον σταυρώσουν.




~*~

Πολύ στενός κορσές μας έγιναν τα "δεδομένα" σας, κύριοι το ξέρετε;




~*~

Πρέπει να βιαστούμε να εκδώσουμε κι αυτή τη συλλογή
πριν καταργήσουν τις λέξεις.




~*~

Αν φοβάστε τις συνέπειες μη γράφετε!
Είναι πολύ απλό το πράγμα.




~*~

Δεν ξέρω ποιο είναι το πιο επικίνδυνο:
να πούμε στα μυρμήγκια ότι δεν είναι μυρμήγκια
ή ότι είναι.




~*~

Ποιος να μου τόλεγε
πως μια μέρα θα περνούσα απ’ την ανάμνησή σου
και δε θα γύριζα να κυτάξω,
ούτε καν από περιέργεια.




Από τη συλλογή «Κύπρος εν Αυλίδι», 1976, Η οποία περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση «Κώστας Μόντης - Άπαντα Α΄», Λευκωσία 1987.

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

Λίνα Φυτιλή, "Τρία ποιήματα"




Καθ’ οδόν


Την ώρα
Που βασίλευε η μουσική
Έφεγγε το αιώνιο σκοτάδι.
Περπατώντας
Σαν τιμωρία
Στον ταπεινό λόφο,

Είδα κάτω στα παράθυρα
όπως σε όνειρο
Τρεις γενιές πίσω,
Οικογένειες αγνώστων
Να τσουγκρίζουν
Μέσα στη νύχτα
Τα ποτήρια τους.

Σε μια διάλεκτο άγνωστη
Έλεγαν εις υγείαν
Κι εκείνη η κλειστή ψυχή
Του νοήματος
Δεν άνοιγε με τίποτα
Την πόρτα,
Κάτω απ’ τα φώτα
Του κεφιού
Να δω τα πρόσωπά τους,
Μήπως μάθω,
Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι
Από πού ήρθαν




Φυγή


Είναι μια ύπουλη γροθιά
Το πρωί
Ένα ημερολόγιο
που καταγράφει απουσίες.

Κι η ομοιομορφία των τοίχων,
Η τύψη της φωνής
Στον ώμο σου τον πένητα.

Δε θα δω πια τίποτα
Από της εβδομάδας
Τα συμβάντα,
Τα ίχνη των βημάτων,
Κι απ’ τους αγίους που
εξημερώνουν
περιπλανώμενα σκυλιά.




Ώρα οχτώ και μισή,


επιστρέφουν
καβάλα με τον έφορο
η θεία Καίτη,
οι ανθισμένες νεραντζιές,
το φεγγάρι
στον ακάλυπτο −

τα χρόνια μου που πιο
βαθιά από ρυτίδες
κόβουν −

Παίζουν την ιστορία
στα δάχτυλα,
ορμούν στο αλώνι με
τις μαργαρίτες

και θάλλει − η εκτός τόπου
παρουσία σου −

ψηλώνουν τα χορτάρια





Τα ποιήματα της Λίνας Φυτιλή δημοσιεύονται για πρώτη φορά.

Ο πίνακας είναι της Νατάσας Μεταξά και φέρει τον τίτλο «Κυριακάτικο τραπέζι».

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Νίκος Λάζαρης, "Ερωτογράφημα"




ΕΡΩΤΟΓΡΑΦΗΜΑ


γ΄


Ανέλπιστα δυναμώνεις πλάι μου
σαν μουσική.
Μικρά κομμάτια σου
φυτρώνουν στο κενό.
Και σε βλέπω τώρα να μουδιάζεις
τη σκέψη μου.
Σε βλέπω να εξαντλείς
τη νοητή γραμμή του σώματός μου.




ι΄


Στον έρημο πλανήτη μου
απλώνεται στυφή
η μυρωδιά της μέντας σου.
Και άπληστος εγώ,
πρωτόπλαστος,
συλλέγω τους καρπούς σου.




ια΄


Οι κραυγές μας
ξυπνούν
τους ανύποπτους ένοικους
αυτού του κόσμου.




ιε΄


Σε κοιτώ από το πλάι — φυσάει.
Η νύχτα μάς μετατοπίζει
σε άλλα σχήματα, σε άλλες εποχές,
με διαφορετικά υλικά
εγγράφεται τώρα ο ήχος μας.
Κυλιόμαστε σε μια σκοτεινή
ακρογιαλιά — χώρα θανάτου.
Μέσα από τα ρούχα μας περνούν
οι παγεροί διαβάτες.




ιστ΄


Αγγίζω τη φωνή σου
με τα δάχτυλά μου·
πλένω τις λέξεις, στεγνώνω
τις σιωπές,
δίνω διάρκεια σε ό,τι από μόνο του
δεν διαρκεί.
Ένα μικρό ποτάμι περνάει
ανάμεσα στα πόδια μας.
Φοβάμαι μη φουσκώσει
και μας καταπιεί.




Από τη συλλογή «Ερωτογράφημα», 1981, που περιλαμβάνεται στην συγκεντρωτική έκδοση: «Νίκος Λάζαρης - Η ένταση είναι διαρκής, Ποιήματα 1975 - 2002», εκδ. Τυπωθήτω - λάλον ύδωρ, Α΄ έκδοση 2007.

Στην εικόνα: ένα από τα τέσσερα σχέδια τού Πάνου Ζαχαρόπουλου που κοσμούν την έκδοση του 1981 (εκδ. "Τραμ" Εγνατία, Θεσσαλονίκη).