Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2021

Λορέντζος Μαβίλης, "Τρία σονέτα"





Λήθη


Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
Την πίκρια της ζωής. Όντας βυθήση
Ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήση,
Μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να ’ναι.

Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
Στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση·
Μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίση,
Α στάξη γι’ αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε.

Κι αν πιούν θολό νερό ξαναθυμούνται,
Διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι,
Πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται…

A δε μπορής παρά να κλαις το δείλι,
Τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν:
Θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν.


                                                          Μάης 1896





Καλλιπάτειρα


«Αρχόντισσα Ροδίτισσα, πώς μπήκες;
Γυναίκες διώχνει μια συνήθεια αρχαία
Εδώθε». – «Έχω ένα ανίψι, τον Ευκλέα,
Τρία αδέρφια, γιο, πατέρα Ολυμπιονίκες·

Να με αφήσετε πρέπει, Ελλανοδίκες,
Και εγώ να καμαρώσω μέσ’ στα ωραία
Κορμιά, που για το αγρίλι του Ηρακλέα
Παλεύουν, θιαμαστές ψυχές αντρίκειες.

Με τες άλλες γυναίκες δεν είμαι όμοια·
Στον αιώνα το σόι μου θα φαντάζη
Με της αντρειάς τα αμάραντα προνόμια.

Με μάλαμα γραμμένος το δοξάζει
Σε αστραφτερό κατεβατό μαρμάρου
Ύμνος χρυσός του αθάνατου Πινδάρου».


                                                          Νοέμβρης 1896





Φάληρο


Είχε όλα της τα μάγια η νύχτα, μόνη
Εσύ έλειπες. Aργά κινάω να φύγω,
Μα ξάφνου στη μπασιά του μπαρ ξανοίγω
Αυτοκίνητο να γοργοζυγόνη.

M’ ελπίδα σταματάω. Nά το, πλακόνει·
Παραμερίζουν οι άλλοι. Άσειστος μπήγω
Τη ματιά μου στα μάτια σου. Άλλο λίγο
Ακόμα, και ο σοφέρ σου με σκοτόνει.

Αρχοντοπούλα μ’ άφταστα πρωτάτα,
Mε των Eφτά νησιών τες χίλιες χάρες,
Τετράξανθη ομορφιά γαλανομάτα,

Του θανάτου δε μ’ έπιασαν τρομάρες ―
Γλυκύτατες μ’ ελυώσανε λαχτάρες
Να συντριφτώ κάτω από εσέ στη στράτα.


                                                          Αθήνα, Ιούνιος 1911




Πηγή: «Λορέντζος Μαβίλης, Τα έργα»,
Γράμματα, Αλεξάνδρεια, β΄ έκδοση 1923.
(Από τον ιστότοπο https://www.openbook.gr/)



Ο Λορέντζος Μαβίλης γεννήθηκε στην Ιθάκη το 1860, όπου υπηρετούσε τότε ο δικαστικός πατέρας του Παύλος με καταγωγή από την Ισπανία. Η μητέρα του, που καταγόταν από την αρχοντική οικογένεια Δούσμανη, είχε περάσει μέρος της ζωής της κοντά στον αγροτικό πληθυσμό της Κέρκυρας και αγάπησε τη λαϊκή γλώσσα και τέχνη και την αγάπη αυτή μετέδωσε στον γιο της. Μεγάλη επίδραση στην προσωπικότητα του Μαβίλη άσκησε ο Ιάκωβος Πολυλάς, του οποίου υπήρξε φίλος και μαθητής. Μαθήτευσε στο εκπαιδευτήριο Καποδίστριας της Κέρκυρας και κατόπιν στο κερκυραϊκό γυμνάσιο, με καθηγητή τον Ιωάννη Ρωμανό, ο οποίος τον έκανε μέλος της Αναγνωστικής Εταιρείας. Μετά το γυμνάσιο έφυγε για την Αθήνα για πανεπιστημιακές σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή. Στην Αθήνα πραγματοποιήθηκε και η γνωριμία του με τον Χαρίλαο Τρικούπη, μέσω του Πολυλά. Το 1879 έφυγε για τη Γερμανία, όπου έμεινε για δεκατέσσερα χρόνια. Εκεί μελέτησε τους αρχαίους κλασικούς και έμαθε Ιταλικά, Αγγλικά, Γαλλικά και Ισπανικά, καθώς επίσης Σανσκριτικά. Στη Γερμανία ο Μαβίλης ολοκλήρωσε τις σπουδές του και το 1890 πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα από το πανεπιστήμιο του Erlangen. Το 1893 επέστρεψε στην Κέρκυρα όπου εντάχτηκε στην Κερκυραϊκή Σχολή, συνδέθηκε δε ιδιαιτέρως με τον Κων/νο Θεοτόκη. Κατόπιν στρατεύτηκε και το 1896 έγινε μέλος της Εθνικής Εταιρείας. Το 1897 έφυγε για την Κρήτη προς ενίσχυση του εκεί επαναστατικού κινήματος και κατέληξε στην Ήπειρο επικεφαλής σώματος ανταρτών. Στις εκλογές του 1910 απέκτησε βουλευτικό αξίωμα με το κόμμα των Φιλελευθέρων και από αυτή τη θέση αγωνίστηκε για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Σημειώνεται επίσης ο ερωτικός δεσμός του Λορέντζου Μαβίλη με την ποιήτρια Μυρτιώτισσα (Θεώνη Δρακοπούλου). Το 1912 σε ηλικία πενήντα τριών ετών πήρε μέρος στην εκστρατεία της Ηπείρου και σκοτώθηκε στη μάχη του Δρίσκου (28/11/1912). Στο έργο του Μαβίλη έντονη παρουσιάζεται η σολωμική επίδραση, κυρίως στη δημοτική γλώσσα του και στο κυρίαρχο πατριωτικό συναίσθημα. Επίδραση δέχτηκε επίσης από τις παραδόσεις του Φίχτε, τις οποίες παρακολούθησε στη Γερμανία, και από τη φιλοσοφία του Καντ. Από το πρωτότυπο έργο του γνωστότερα είναι τα σονέτα του, τα οποία χαρακτηρίζονται από πληρότητα μορφής, ενώ έγραψε και πολλές μεταφράσεις. Τα πιο γνωστά σονέτα του: Λήθη, Καλλιπάτειρα, Ελιά, Μούχρωμα. Στην ποίηση του Μαβίλη συναντώνται τα ρεύματα του γερμανικού συμβολισμού με το επίσης γερμανικής προέλευσης σοσιαλιστικό πνεύμα του και τη μεγάλη αγάπη του για την πατρίδα. (Πηγή: http://www.ekebi.gr/).

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Λορέντζος Μαβίλης ήταν εξαίρετος σκακιστής και συνθέτης σκακιστικών προβλημάτων, με σημαντικές διεθνείς διακρίσεις.

Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2021

Ρογήρος Δέξτερ, "Gesta in Eutopia"





                                 Gesta in Eutopia
                                           VIII


Δε θέλω άλλο να τους βλέπω
Να τύχει να τους ξαναδώ
Και να ακούσω
Για τα νεότερα να μιλούν
Ανταποκρίσεις από το μέτωπο τού Fuckingham•
Για την μπάλα που βρήκε δοκάρι
Και γύρισε πίσω
Αντί να μπει στα δίχτυα
Σαν μπούμερανγκ στις εξέδρες των ζητωκραυγών•
Για πόσους αιώνες θα βαστάξει το ψευτορωμαίικο•
Για εκείνον τον καυλομαγνήτη made in Russia
Που σέρνει τον κυρ-τάδε από τη μύτη
Των 110 κιλών λαχανιασμένης σάρκας
Ίσως μέχρι να τινάξει τα πέταλα μια νύχτα
Πάνω στην ερωτική πράξη
Και φύγει ευτυχισμένος
Μ' ένα παγωμένο χαμόγελο
Μέσα σ' ένα σύννεφο γλυκών στεναγμών•
Για το πόσο ωραία θα ήταν αλλού
Αρκεί να μην έρχονταν οι άλλοι
Οι ξένοι-οι διαφορετικοί-οι περίεργοι
Στον άγνωστο μακρινό παράδεισο
Κουβαλώντας μαζί τη μικρή τους κόλαση•
Για το γεγονός πως τους φαίνεται
Αστείο και αλλόκοτο
Και συνάμα αταίριαστο σε άντρες
Και φυσικά αδερφίστικο
Το να κάθομαι να διαβάζω με τις ώρες
[Ή να γράφω στιχάκια]
Αντί να τρέχω μέρα νύχτα
Πίσω από τον ποδόγυρο
Τη γλύκα που έχει το μουντζό
Τη γλύκα που έχει το άτιμο
Χρήμα και τα τριάκοντα αργύρια•
Να καταπίνω τόση βλακεία
Τόση σαπίλα
Τόση πίκρα
Και να μη λέω ακόμη να πεθάνω•


                                               



                                Gesta in Eutopia
                                              
IX


Το μάτι αφομοιώνει το χώρο
Και όσα τεκταίνονται μέσα του
Σαν ανάλαφρα μικρογεγονότα ή
Άλλοτε Gesta και κάποτε
Dicta memorabilia• λ.χ. εκείνος ο γλάρος
Που κρώζοντας στο θερισμένο χωράφι
Κατάπιε με ορμή
- Για να ξεράσει αργότερα -
Μια μικρή οχιά• η νεαρή καλλονή από το Cork
Καθώς επέμενε - και το στήθος της 
Ξεπρόβαλλε βγάζοντας μάτι
Σφιχτό μέσα από τα ρούχα - 
Μεταξύ τυρός και αχλαδίου στην μπάρα
Ότι η Βεσσαραβία βρίσκεται εκεί κάτω
Στην Αραπιά
Όπου οι κάτοικοι φορούν κελεμπίες
Και μιλούν μόνο γιαχαμπίμπι
"Αλλάχου Ακμπάρ"
Και λοιπά δαιμόνια λόγια
Στήνοντας σκηνές στην καυτή έρημο
Κάτω από τ' αστέρια τ' ουρανού• αλλά
Κι εσένα που ακόμη χτενίζεις
Αφού έτσι το θέλει η θύμηση
Τα μαλλιά σου μπροστά στον καθρέφτη
Όμοια νεράιδα στην ποταμιά
Με το χρυσό σου χτένι
Που αν μπορούσες - αν σε άφηνα
Θα μ' έπαιρνες στον αγύριστο
Μέσα σε γέλια και σε χάχανα• κάτι
Τέτοιες εικόνες από όνειρα 
Με ξυπνούν τα χαράματα
Και φτιάχνουν το σκελετό
Από τη μνήμη μιας νύχτας•



Ρογήρος Δέξτερ



Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: William Merritt Chase, «The Mirror» (1900).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2021

Κ. Θ. Ριζάκης - Σ. Γρ. Σταμπουλού, "Εφ’ ενός γίγνεσθαι; 2"

 

 
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
 
του Συμεών Γρ. Σταμπουλου

[απόσπασμα από την εισαγωγή της έκδοσης]


Διακόσια χρόνια από την έκρηξη της ελληνικής Επανάστασης, ή διακόσια χρόνια Επανάστασης. Αν το τελευταίο ακούγεται υπερβολικό, αν η επανάσταση, οι επαναστάτες πρέπει να ξεκουράζονται κάθε τόσο, αυτό μπορούμε να το πούμε ασφαλώς για την ποίηση που δεν ξεκουράζεται ποτέ. Ποίηση δεν έχει πάψει να γράφεται ούτε μια μέρα, είπε ο Οδυσσέας Ελύτης. Ας περιοριστούμε στα χρόνια του ηρωικού ιωβηλαίου. Όσα κι αν γραφτούν, κι αν ειπωθούν για το 1821, αυτό θα στενεύεται πάντοτε στη λογική των επετείων και των δοξαστικών λόγων.
    Σκέφτηκα να ξεκινήσω κατ’ αυτόν τον τρόπο το εφετινό Προλογικό Σημείωμα στο Ανθολόγιο 2021 των εκδόσεων Ρώμη και του Κώστα Ριζάκη, σαν περίληψη προηγουμένων, δηλαδή οφειλομένων στην αειθαλή γραφή που βρίσκεται πάντοτε μέσα στα γεγονότα, δείχνει την αθέατη όψη τους και κάποτε τα δημιουργεί. Με την πρώτη σύσταση του ελληνικού κράτους, φαίνεται πως και η ποίηση επισημοποιήθηκε κι αυτή, βγήκε για τα καλά από την ανωνυμία, απέκτησε ταυτότητα, χρονολογία (αν όχι ημερομηνία) γέννησης και καταλέχθηκε σε κατηγορίες. Πριν δοξαστεί από τους επιγόνους και τους ιστορικούς, το Εικοσιένα δοξάστηκε από τους ποιητές, μικρούς και μεγάλους, σαν στρατευμένους στην υπηρεσία του. Δείτε πώς περπάτησαν μαζί ο Ουγκώ και η Φριντερίκε Μπρουν, ο Μπάυρον και η Αμάλιε Χέλφιχ, ο Πούσκιν και ο Άμπραχαμ Λέμπερτ, ο Σέλλεϋ και ο Τέοντορ Μπραντ. Συνοδοιπόροι και δεκάδες Έλληνες. Αρκετοί έγιναν ποιητές για την περίσταση. Ένας, τουλάχιστον, ονομαστός ήδη στη χώρα του, αφιέρωσε το υπόλοιπο της σύντομης ζωής του στην υπόθεση του Αγώνα. Ο Έλληνας-Μύλλερ, ο Wilhelm Müller.
    Απόδειξη ότι γίνεται κι αυτό, η εποχή να γεννά τους ποιητές της. Με τον δικό του τρόπο το παρόν Ανθολόγιο αποτυπώνει την εποχή μας. Το ίχνος της θα το αναζητήσουμε κάποτε κι εδώ, στον Πρόδρομο Μάρκογλου που ηγείται της «εφιππείας», και στις φωνές που ακολουθούν. [...]





Θεώνη Αναστασοπούλου

ΕΠΑΝΟΔΟΣ


Σώματα ωραία
που τα κατοίκησε η φωτιά
και τα ανάλωσε
τήξη εκθαμβωτική.
Αναλήφθηκαν.

Βροχή των ορφανεμένων
λιβαδιών
τα μνημονεύει
κάθε που λυγίζει ο ήλιος.
Όταν σ’ εποχή χειμέρια
οι ώρες νεοσσό φωτός
στις χούφτες τους κρατούν
κι αναπτερώνονται
από μια ακαθόριστη
προσμονή.

Μορφές από σύννεφο
χυμένες σε πηλό.
Κάποιον απρόβλεπτο Απρίλη
θα λουλουδίσει η γη
το μυστικό τους.





Στέλλα Δούμου

PERFORMANCE


Όταν πέφτει το μαχαίρι στα δάχτυλα της νύχτας
Ενόσω αυτή παίζει στο πιάνο τα ορατόρια των ασημιών
Τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει
Το αιματοκύλισμα των στιγμών. Συμβαίνει τότε:
Ανώνυμη Κοκκινοσκουφίτσα
Σκουπίζει τα δάση από τους λύκους,
Καρφιτσώνει καινούργιες σκιές στις παρτιτούρες
Γυρίζει το μάνταλο του φεγγαριού στο σολ
Και κάθεται στο πιάνο. Στα δάχτυλά της
Κομψές δαχτυλήθρες Φαμπερζέ, κρύβουν τα γαμψά της νύχια.
Η μουσική είναι εξαίσια όσο και μαθηματικώς άλυτη.
Η μονωδία των λύκων είναι πάντοτε
Μια καλά στημένη παράσταση.





Βασίλης Πανδής

ΔΑΚΡΥΔΟΧΟΣ (5)


Πολύφυλλα δάκρυα
γέμισαν τούτο το πηγάδι
μέχρι τα έγκατα
της έντασης

Μην ψάχνεις εδώ
για βεβαιότητες
ευάλωτό μου αγρίμι

στη λέξη
η λέξη
κρύβεται
η ταραχή
στην ταραχή

πολλές φωνές
μες στα νερά
πολλή σιωπή
στις μουσικές χιλιετηρίδες





Ελένη Σιγαλού

ΕΠΟΧΗ ΚΥΝΗΓΙΟΥ


Αθόρυβα βυθίζομαι
στο δάσος όταν
του κυνηγού περπατησιά
διπλώνει ίδια σίδερο
τη μέρα

άλλωστε δίχως τσάκιση
πού θα κρυβόμουν
να μη με βρίσκω κάθε που
ως θήραμα θρασεύοντας
ουρλιάζω;





Διονύσης Στεργιούλας

ΔΙΑΣΚΕΨΗ


Μετά από μέρες συζητήσεων
ιδιαιτέρως εποικοδομητικών
αποφάσισαν να διαθέτουν επ’ αμοιβή
σταγόνα-σταγόνα το νερό της βροχής
να ζητούν ενοίκιο για τον αέρα
να διαπραγματεύονται στο χρηματιστήριο
το φως του ήλιου και των αστεριών.
Και δεν ξέρουν τι θα πει καλοκαίρι
δεν ξέρουν τι θα πει φθινόπωρο.
Κάθε βράδυ επιστρέφουν στο σπίτι
και το σπίτι δεν τους αναγνωρίζει.
Βγάζουν προσεκτικά τα ρούχα
φορούν βιαστικά το σώμα τους
και βλέπουν όνειρα με αριθμούς.





Αλέκος Φλωράκης

Ο ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ


Ο τάφος είναι ασύλητος,
μεγάλη επιτυχία,
τόσα χρόνια ανασκαφές
και τώρα νά τον!
εδώ στο πρανές, στο άνδηρο,
τάφος λακκοειδής,
γεμάτος κτερίσματα,
κύλικες, σφραγιδόλιθους, πλαγγόνες,
μόνο που δεν βλέπει οστά,
περίεργο,
φαίνεται δεν υπήρξε νεκρός,
κτερίσματα μόνο
μιας αναμενόμενης ταφής,
θα κάνει πάταγο η ανακοίνωσή του,
ο τάφος μετατοπίζεται,
κινείται προς την πόλη,
χάνει το πάτωμα του δωματίου του·
ανάμεσα στα κτερίσματα
το παιδικό του τραινάκι.






Πηγή:
«Εφ’ ενός γίγνεσθαι; 2, ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ 2021. Άλλως
με τη ματιάν υποκείμενη στο δεσπόζον δυναμικό
της σύγχρονης ποιητικής μας παραγωγής [218
ανέκδοτα ποιήματα τη συναινέσει 63 δημιουργών]»
Εκδόσεις Ρώμη, 2021.
Επιμέλεια: Κώστας Θ. Ριζάκης - Συμεών Γρ. Σταμπουλού
Προλεγόμενα: Συμεών Γρ. Σταμπουλού
Ανθολόγος: Κώστας Θ. Ριζάκης
Έργα εξωφύλλου και ενοτήτων: Γιάννης Δημητράκης
Τυπογραφική φροντίδα, επιμέλεια εξωφύλλου: Θοδωρής Κιντάπογλου


Σημείωση: Για την παρούσα ανάρτηση επιλέχθησαν ποιήματα ποιητριών και ποιητών που έως τώρα δεν είχαμε ανθολογήσει στο ιστολόγιό μας.

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2021

Αλέξανδρος Βαναργιώτης, [Επιγράμματα από την Παλατινή Ανθολογία]




ΗΡΙΝΝΑ

Η Ήριννα (ή Ήρινα) ήταν μια λυρική ποιήτρια της αρχαίας Ελλάδας, της οποίας το έργο έχει σχεδόν εξ ολοκλήρου χαθεί. Θεωρούταν στην Αρχαιότητα ισάξια της Σαπφώς. Το όνομα Ήριννα είναι υποκοριστικό του έαρ (άνοιξη) και σημαίνει «ανοιξιάτικη». Το λεξικό Σούδα αναφέρει ότι ήταν σύγχρονη με τη Σαπφώ, της οποίας φέρεται να υπήρξε φίλη και μαθήτρια, και ότι έζησε τον 6ο π.Χ. αιώνα. Από την άλλη πλευρά, ο γνωστός εκκλησιαστικός συγγραφέας Ευσέβιος της Καισάρειας την τοποθετεί στον 4ο αιώνα π.Χ., άποψη που στις μέρες μας θεωρείται ορθότερη από τους ειδικούς. Πιθανότατα να καταγόταν από τη νήσο Τήλο.
      Ελάχιστα είναι γνωστά για τη ζωή και το έργο της. Το μόνο που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα για τη ζωή της είναι ότι πέθανε πολύ νέα, στα δεκαεννέα της, από μαρασμό, επειδή η μητέρα της δεν την άφηνε να ασχολείται με την ποίηση, αλλά την ανάγκαζε να γνέθει και να υφαίνει. Η Ήριννα τα κατάφερνε όμως και έγραφε κρυφά.
    Τραυματική εμπειρία στη σύντομη ζωή της Ήριννας και αφορμή για την ενασχόλησή της με την ποίηση φέρεται να ήταν ο θάνατος της Βαυκίδας, μιας παιδικής της φίλης που πέθανε λίγο μετά το γάμο της. Η ποιήτρια τη μνημονεύει στο έπος της «Ηλακάτη» και σε δύο της επιγράμματα.


Στᾶλαι, καὶ Σειρῆνες ἐμαί, καὶ πένθιμε κρωσσέ,
ὅστις ἔχεις Ἀίδα τὰν ὀλίγαν σποδιάν,
τοῖς ἐμὸν ἐρχομένοισι παρ᾽ ἠρίον εἴπατε χαίρειν,
αἴτ᾽ ἀστοὶ τελέθωντ᾽, αἴθ᾽ ἑτέρας πόλιος·
χὤτι με νύμφαν εὖσαν ἔχει τάφος, εἴπατε καὶ τό·
χὤτι πατήρ μ᾽ ἐκάλει Βαυκίδα, χὤτι γένος
Τηλία, ὡς εἰδῶντι· καὶ ὅττι μοι ἁ συνεταιρὶς
Ἤρινν᾽ ἐν τύμβῳ γράμμ᾽ ἐχάραξε τόδε.
                                                                      Π.Α.7.710


Απόδοση

Στήλες του τάφου και Σειρήνες λατρευτές,
υδρία πένθιμη που μέσα σου κρατάς
τις λιγοστές τις στάχτες μου εκεί στον άλλο κόσμο
να χαιρετάτε όσους περνούν κοντά από το μνήμα
είτ᾽ είναι απ τα μέρη μας είτε απ άλλα μέρη.
Νυφούλα, πείτε, μ έβαλαν εμένα μες στον τάφο
και ότι ο πατέρας μου με φώναζε Βαυκίδα.
Και αν να μάθουν θέλουνε, κατάγομ απ᾽ την Τήλο
κι η Ήριννα, η φίλη μου η πολυαγαπημένη,
πάνω στον τάφο έγραψε για μένα αυτά τα λόγια.





ΑΝΑΚΡΕΩΝ

Ο Ανακρέων ο Τήιος (περίπου 572 π.Χ. - 485 π.Χ.) είναι ο γνωστός αρχαίος Έλληνας λυρικός ποιητής. Του αποδόθηκαν και κάποια επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας που όμως τα αμφισβήτησαν πολλοί.


Καὶ σέ, Κλεηνορίδη, πόθος ὤλεσε πατρίδος αἴης
θαρσήσαντα Νότου λαίλαπι χειμερίῃ.
Ὥρη γάρ σε πέδησεν ἀνέγγυος· ὑγρὰ δὲ τὴν σὴν
κύματ᾽ ἀφ᾽ ἱμερτὴν ἔκλυσεν ἡλικίην.
                                                                      Π.Α.7.263


Απόδοση

Σε σκότωσε κι εσένα, Κλεηνορίδη,
της πατρικής της γης ο πόθος,
γιατί στο καταχείμωνο
δεν δείλιασες μπροστά
στον άγριο ζοφερό καιρό
και στου νοτιά τη λύσσα.
Κι ήρθε η ώρα η κακιά
και σου κοψε τον δρόμο·
φούσκωσ η θάλασσα και όρμησε
στη ζηλευτή σου νιότη.





ΚΡΑΤΗΣ

Ο Κράτης γεννήθηκε περίπου το 365 π.Χ. στη Θήβα, ήταν κυνικός φιλόσοφος. Κληρονόμησε τεράστια περιουσία, την οποία απαρνήθηκε για να ζήσει μια ζωή «εντίμου πενίας» στην Αθήνα. Πέθανε το 285 π.Χ. Έμεινε γνωστός ως ο δάσκαλος του Ζήνωνα του Κιτιέα, του δημιουργού του Στωικισμού.


Ταῦτ ἔχω ὅσσ ἔμαθον καὶ ἐφρόντισα καὶ μετὰ Μουσῶν
σέμν ἐδάην· τὰ δὲ πολλὰ καὶ ὄλβια τῦφος ἔμαρψεν.
                                                                      Π.Α.7.326


Απόδοση

Όσα έμαθα κι απασχόλησαν τη σκέψη μου
και τα σπουδαία που με δίδαξαν οι Μούσες, αυτά κρατώ.
Όλα τα άλλα και τα πλούτη σαν τον καπνό σκορπίσαν.


_________________
Σ.τ.Μ. Αξίζει να σημειωθεί ότι το επίγραμμα αυτό ήταν απάντηση στο περίφημο επιτύμβιο του βασιλιά των Ασσυρίων Σαρδανάπαλου (7ος αι. π.Χ.), στο οποίο προβάλλεται ένας τρόπος ζωής γεμάτος απολαύσεις και φιληδονία. Με το επίγραμμά του ο Κράτης αντιπροτείνει την ομορφιά και την ηδονή των πνευματικών αναζητήσεων.

         Το επίγραμμα για τον Σαρδανάπαλο:
         ΑΝΩΝΥΜΟΣ

         εἰς τὸν Σαρδανάπαλλον
         Τόσσ᾽ ἔχω ὅσσ ἔφαγον καὶ ἔπιον, καὶ μετ᾽ ἐρώτων
         τέρπν᾽ ἐδάην τὰ δὲ πολλὰ καὶ ὄλβια πάντα λέλειπται.
                                                                                 Π.Α.7.325

         Απόδοση
         Τόσα μου έμειναν, όσα έφαγα και ήπια
         και οι απολαύσεις που απ τους έρωτες γεύτηκα.
         Τα άλλα όλα και τα πλούτη έχουν χαθεί.





ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΤΑΡΑΝΤΙΝΟΣ

Ο Λεωνίδας ο Ταραντίνος ήταν αρχαίος Έλληνας ποιητής επιγραμμάτων από τον Τάραντα, που άκμασε μεταξύ του 300 και του 250 π.Χ. Σώθηκαν πολλά επιγράμματά του· πάνω από εκατό στην Παλατινή Ανθολογία. Μιμείται την Ανύτη από την Τεγέα. Τα έργα του αναφέρονται στο μεγαλύτερο μέρος τους στον εργαζόμενο λαό.


Μαρωνὶς ἡ φίλοινος, ἡ πίθων σποδός,
ἐνταῦθα κεῖται γρῆϋς, ἧς ὑπὲρ τάφου
γνωστὸν πρόκειται πᾶσιν Ἀττικὴ κύλιξ.
στένει δὲ καὶ γᾶς νέρθεν, οὐχ ὑπὲρ τέκνων,
οὐδ᾽ ἀνδρός, οὓς λέλοιπεν ἐνδεεῖς βίου·
ἓν δ᾽ ἀντὶ πάντων, οὕνεχ᾽ ἡ κύλιξ κενή.
                                                                      Π.Α.7.455


Απόδοση

Η Μαρωνίδα, η γρια μπεκρού,
που στράγγιζε απ το κρασί τους πίθους
είναι θαμμένη εδώ.
Στον τάφο της επάνω έχει μπει
−κι αυτό το ξέρουν όλοι−
ένα μεγάλο κρασοπότηρο αττικό.
Βογγάει και κάτω από τη γη αυτή
όχι για τα παιδιά
ούτε και για τον άντρα της
που ζουν μέσα στη φτώχεια·
ένα μονάχα την πονά·
που ν το ποτήρι άδειο.


_________________
Σ.τ.Μ: Αττική κύλιξ: το αττικό κρασοπότηρο.

Εσωτερικό λευκής κύλικας με παράσταση Απόλλωνα, 5ος αι. π.Χ.
Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών




ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ

Ο Θεαίτητος ο Κυρηναίος ήταν Έλληνας ποιητής, φίλος και συμπατριώτης του Καλλίμαχου. Περιλαμβανόταν στον Στέφανο του Μελεάγρου και στην Παλατινή Ανθολογία διασώθηκαν τέσσερα τουλάχιστον επιγράμματά του. Η επιγραμματική του ποίηση είχε μεγαλύτερη επιτυχία στην εποχή του, από τα δραματικά του έργα. Έζησε περίπου το 270 π.Χ.


Nαυτίλοι ὦ πλώοντες, ὁ Κυμηναῖος Ἀρίστων
πάντας ὑπὲρ Ξενίου λίσσεται ὔμμε Διός,
εἰπεῖν πατρὶ Μένωνι, παρ᾽ Ἰκαρίαις ὅτι πέτραις
κεῖται, ἐν Αἰγαίῳ θυμὸν ἀφεὶς πελάγει.
                                                                      Π.Α.7.499


Απόδοση

Ναύτες που ταξιδεύετε,
ο Κυρηναίος Αρίστων
όλους εσάς παρακαλεί,
χάριν του Δία του Ξένιου,
στον Μένωνα πατέρα του
πως κείτεται να πείτε
στους βράχους τους Ικάριους,
αφού στο Αιγαίο Πέλαγος
έχασε τη ζωή του.





ΑΔΑΙΟΣ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ

Ο Αδαίος ή Αδδαίος ο Μυτιληναίος (3ος αι. π.Χ.) ήταν συγγραφέας δύο συγγραμμάτων σχετικών με την τέχνη, τα οποία μνημονεύει ο Αθήναιος. Στο πρώτο από αυτά, στο Περί διαθέσεων, ο Αδαίος πραγματευόταν μάλλον το θέμα του χώρου στην αρχιτεκτονική, ενώ το δεύτερο, το Περί αγαλματοποιών, το επέκρινε έντονα ο Πολέμων ο Ιλιεύς (στο Πρός Αδαίον και Αντίγονον πολεμικό του έργο). Κανένα από τα έργα του Αδαίου δεν έχει διασωθεί. Διασώζεται όμως ένα επίγραμμα στο 7ο βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας που φέρει το όνομά του.


ὁ γριπεὺς Διότιμος, ὁ κύμασιν ὁλκάδα πιστὴν
κἠν χθονὶ τὴν αὐτὴν οἶκον ἔχων πενίης,
νήγρετον ὑπνώσας Ἀΐδαν τὸν ἀμείλιχον ἷκτο
αὐτερέτης, ἰδίῃ νηὶ κομιζόμενος·
ἣν γὰρ ἔχε ζωῆς παραμύθιον, ἔσχεν ὁ πρέσβυς
καὶ φθίμενος πύματον πυρκαϊῆς ὄφελος.
                                                                      Π.Α.7.305


Απόδοση

Το ίδιο το πλοιάριο στην πάλη με τα κύματα
σύντροφο αξιόπιστο είχε ο ψαράς Διότιμος
και στη στεριά σαν το σερνε ήταν το φτωχικό του.
Όταν αποκοιμήθηκε τον ύπνο τον αιώνιο
έφτασε με τη βάρκα του, μόνος κωπηλατώντας,
στον Άδη τον αμείλικτο.
Η βάρκα ήταν παρηγοριά στον γέροντα όσο ζούσε
μα και βοήθεια έσχατη σαν έκλεισε τα μάτια,
γιατί πάνω στα ξύλα της έκαψαν τη σορό του.





ΔΑΜΑΓΗΤΟΣ

Με το όνομα Δαμάγητος επιγράφονται δεκατρία (Smith, 1870) ή έντεκα επιγράμματα. Δέκα βρίσκονται στη ΠΑ (VI 277, VII 9, 231, 355, 432, 438, 497, 540, 541, 735) και ένα στην Ανθολογία Πλανούδη. Από το περιεχόμενό τους εκτιμάται ότι γραφτήκανε προς το τέλος του 3ου αι. π.Χ. Τα επιγράμματα αυτά ήταν μέρος του Στεφάνου του Μελεάγρου. Δεν είναι γνωστό αν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο που αναφέρει ο Στέφανος ο Βυζάντιος. Τ όνομά δίνεται κι από τον Σχολιαστή στον Απολλώνιο τον Ρόδιο με τη μορφή Δημάγητος.


Ὑστάτιον, Φώκαια, κλυτὴ πόλι, τοῦτο Θεανὼ
εἶπεν ἐς ἀτρύγετον νύκτα κατερχομένη:
οἴμοι ἐγὼ δύστηνος· Ἀπέλλιχε, ποῖον, ὅμευνε,
ποῖον ἐπ᾽ ὠκείῃ νηὶ περᾷς πέλαγος;
Αὐτὰρ ἐμεῦ σχεδόθεν μόρος ἵσταται. Ὡς ὄφελόν γε
χειρὶ φίλην τὴν σὴν χεῖρα λαβοῦσα θανεῖν.
                                                                      Π.Α. 7.735


Απόδοση

Φώκαια, πόλη ξακουστή,
αυτά εδώ της Θεανώς,
καθώς κατέβαινε στο σκότος των νεκρών,
είναι τα τελευταία της τα λόγια:
«Αλίμονο σ εμένα τη φτωχή·
ποιο, σύζυγέ μου Απέλλιχε,
πάνω σε πλοίο γρήγορο,
ποιο πέλαγος περνάς;
Πλάι μου στέκει ο θάνατος.
Κι εγώ πολύ θα ήθελα,
φεύγοντας να κρατώ
στο χέρι μου το αγαπημένο σου
το χέρι.





ΖΩΝΑ ΣΑΡΔΙΑΝΟΥ, τοῦ καὶ ΔΙΟΔΩΡΟΥ

Ο Διόδωρος Ζωνάς (ή Διόδωρος ο Σάρδιος ή Ζωνάς ο Σαρδιανός όπως εμφανίζεται στην Παλατινή Ανθολογία) υπήρξε επιφανής ρήτορας από τις Σάρδεις την εποχή των Μιθριδατικών πολέμων (84-64 π.Χ.).


Ἀίδῃ ὃς ταύτης καλαμώδεος ὕδατι λίμνης
κωπεύεις νεκύων βᾶριν ἐλαυνόδυνον,
τῷ Κινύρου τὴν χεῖρα βατηρίδος ἐκβαίνοντι
κλίμακος ἐκτείνας δέξο, κελαινὲ Χάρον·
πλάζει γὰρ τὸν παῖδα τὰ σάνδαλα, γυμνὰ δὲ θεῖναι
ἴχνια δειμαίνει ψάμμον ἐπ ᾐονίην.
                                                                      Π.Α.7.365


Απόδοση
 
Χάροντα μαύρε, που μπροστά
με τα κουπιά σπρώχνεις τη βάρκα,
τη φορτωμένη με τη θλίψη των νεκρών,
ανάμεσα στις καλαμιές
μες στα νερά αυτής της λίμνης,
σκύψε απ τη σκάλα που ψηλά
στον Άδη ανεβάζει τις ψυχές
κι από το χέρι πιάσε του Κινύρα το παιδί,
γιατί γλιστρά με τα σανδάλια ο μικρός
και νιώθει φόβο με τα πόδια του γυμνά
πάνω στην όχθη την αμμώδη να πατήσει.





ΚΡΙΝΑΓΟΡΑΣ

Γεννήθηκε στη Μυτιλήνη και έζησε στη Ρώμη (70 ή 65 π.Χ. - 10 μ.Χ.). Προσκολλήθηκε στην οικογένεια του Αυγούστου και αφιέρωσε πολλά του επιγράμματα σε μέλη της. Θεωρείται από ορισμένους ως ένας από τους καλύτερους ποιητές της Παλατινής Ανθολογίας, ενώ ο Ελύτης τον θεωρεί ελάσσονα ποιητή, στον οποίο πάτρωνες ανέθεταν τη συγγραφή επιγραμμάτων, από τα οποία λιγοστά μόνον φέρουν ίχνη αυθεντικής ποιητικής φωνής. Σώζονται 52 του επιγράμματα, από τον Στέφανο του Φιλίππου.


Εἰ καὶ τὸ σῆμα λυγδίνης ἀπὸ πλακὸς
καὶ ξεστὸν ὀρθῇ λαοτέκτονος στάθμῃ,
οὐκ ἀνδρὸς ἐσθλοῦ. Μὴ λίθῳ τεκμαίρεο,
ὦ λῷστε, τὸν θανόντα. Κωφὸν ἡ λίθος,
τῇ καὶ ζοφώδης ἀμφιέννυται νέκυς.
Κεῖται δὲ τῇδε τὠλιγηπελὲς ῥάκος
Εὐνικίδαο, σήπεται δ᾽ ὑπὸ σποδῷ.
                                                                      Π.Α.7.380


Απόδοση

Το μνήμα είναι από μάρμαρο λευκό
φτιαγμένο με ακρίβεια κι αλφάδι λιθοξόου,
μ ανήκει σ έναν άθλιο.
Μην κρίνεις απ’ την πέτρα τον νεκρό,
φίλε καλέ. Βουβή η πέτρα·
ένδυμα μόνο των νεκρών
στου Άδη τα σκοτάδια.
Κείτεται εδώ τ ανίσχυρο
λείψανο του Ευνικίδη
παραδομένο στη φθορά
κάτω από το χώμα.





ΑΠΟΛΛΩΝΙΔΗΣ

Ο Απολλωνίδης γεννήθηκε στη Σμύρνη και έζησε τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Στην Παλατινή Ανθολογία επιγραμμάτων διασώζονται τριάντα ένα επιγράμματα με αυτό το όνομα.


Σύρου καὶ Δήλοιο κλύδων μέσος υἷα Μενοίτην
σὺν φόρτῳ Σαμίου κρύψε Διαφανέος,
εἰς ὅσιον σπεύδοντα πλόου τάχος· ἀλλὰ θάλασσα
ἐχθρὴ καὶ νούσῳ πατρὸς ἐπειγομένοις.
                                                                      Π.Α.7.642


Απόδοση

Ανάμεσα σε Σύρο και σε Δήλο
θαλασσοταραχή βύθισε τον Μενοίτη,
μ όλο του το εμπόρευμα μαζί.
Ήταν ο γιος του Διοφάνη.
Έπλεε με ταχύτητα μεγάλη
και είχε πρόθεση καλή·
όμως η θάλασσα χάρες δεν κάνει
ακόμη και σ εκείνους
που η βιασύνη,
είναι γιατ᾽ έχουν άρρωστο πατέρα.



Αλέξανδρος Βαναργιώτης

 


Ο Αλέξανδρος Βαναργιώτης γεννήθηκε στα Τρίκαλα Θεσσαλίας το 1966. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων και εργάζεται ως εκπαιδευτικός στη Μέση Δημόσια Εκπαίδευση. Διηγήματα ή ποιήματά του δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά «Πλανόδιον», «Μπιλιέτο», «Εντευκτήριο», «Οροπέδιο», «Πανδώρα», «Κηρήθρες», «Εμβόλιμον» και «Ραπόρτο». Δημοσίευσε το πρώτο του βιβλίο το 2009 με τίτλο «Διηγήματα για το τέλος της μέρας», εκδόσεις Λογείον.



Μπορείτε ακόμη να διαβάσετε:

Αλέξανδρος Βαναργιώτης |  ΧΙ Επιγράμματα από την Παλατινή Ανθολογία
https://exitirion.wordpress.com/2021/09/16/alexandros-vanargiotis-xi-epigrammata-apo-tin-palatini-anthologia/

[ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ] Του Αλέξανδρου Βαναργιώτη
https://www.bibliotheque.gr/article/82033



Στην πάνω εικόνα: Ο «κιθαρωδός» Απόλλωνας, νωπογραφία στην οικία του Αυγούστου, 
Ρώμη, περ. 20 π.Χ.
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2021

Κατερίνα Κούσουλα, "θαυματουργή πλην έρημος"





στο ακροταίναρο


του ακροταίναρου σε περιμένει θάλασσα
φοβούνται οι ασφόδελοι τα τέλειά της ρίγη
του μαύρου πέλαγου πιο κίτρινοι
γίνονται τώρα ένα με το φως
το διαλυμένο τέθριππο
τις πύλες του θανάτου

(λιβάδι δίχως άνθη σκοτεινά
νερά. προετοιμάσου)





η πρόβα


κάθε φορά ετοιμαζόσουν: καρφίτσες στα χείλη
θα ράψουμε, έλεγες· το βλέμμα πυρώνεις
για να ισιώσεις σίδερο
τα άτακτα υφάσματα

γύρω στο σπίτι παντού ξέφτια σου
όχι, δεν είναι ξέφτια, έλεγες
είναι τα υλικά μου για να ζήσω
μ’ αυτά δημιουργώ αριστουργήματα
πράγματι, δικό σου ήταν έργο
ο ιδιότυπος βασιλικός χιτώνας στην παράσταση
και συζητήθηκε πολύ κι εκείνο
το για τη νύφη διάφανο
−που σαν κουρέλι έμοιαζε υφάσματος πολύτιμο−
κατάσαρκο μαντήλι

τα υλικά μου για να ζήσω.
πρόβα ζωής με χίλια βελονιάσματα
ύφασμα πάνω από το ύφασμα πετάς
το ξόμπλι θάμπωσε το βλέμμα σου
όμως εγώ μέσα στην αγωνία
το σώμα, φώναξα
το σώμα μην το κρύβεις


πρόβα ζωής χωρίς ποτέ πειστήριο
το σώμα μου
ενός εγκλήματος θανάτου σώμα






βήμα παιδικό


πήρα τη θάλασσα. μα ήτανε κάμπος
έτρεχε έτρεχε σα φως πάνω σε σχήματα
χρώματα απόπνοιες της γης φεγγοβολούσαν φανερά
στεφάνι ο ουρανός πλατύς τρυπάει το πρόσωπό μου

στα οργωμένα τα χωράφια του χειμώνα περπατώ
με ασυνήθιστο το βήμα παιδικό
σκοντάφτω χάνομαι στους χωματένιους βώλους
τις απαλές ετούτες φτέρνες μου σκληρά πατώ
στα προπετή παπούτσια υποκύπτω σταθερά
μα η γιαγιά μου η γη δε με ξεχνάει
γνωρίζει εξ επαφής τα βήματά μου





μικρό τραγούδι της αλεξάνδρας


κρύψε μικρή αλεξάνδρα τις φωτιές σου
χλωμή μορφή παλιά ψυχή δαρμένα μάτια
το παραμύθι ήταν η κάπα σου η κόκκινη στο αίμα
φράχτης τα λόγια σιωπηλά με πείσμα να υπερβαίνεις

σε ξένα δάση και με δέντρα μυτερά
να τον τρυπούν τον χιονισμένο σου ουρανό να στάξει
χάνεσαι ηθελημένα κι από περιέργεια
για τον τριγμό των παπουτσιών στο φρέσκο χιόνι

κι έτσι μακριά θα κατοικείς μαύρα παλάτια του βορρά
θ' αμφισβητείς σαν ξωτικό το αυταπόδεικτο καζάνι
κι όσο λευκά τα μάγια σιδερένια σπας
μαύρα παπούτσια θα φοράς
πάντοτε ανάποδα θα τρέχεις





παράδεισος


σημάδεψα τις πέτρες και τα χρώματα
πάλι τον κήπο σου περιέγραφα να ξέρεις
κι ήταν τα ξημερώματα στις τέσσερις
ώρα βαθιάς περίσκεψης σαν
σεργιανούν όνειρα τα ακάθεκτα πυκνά
ανοιγοκλείνουν αρχαίες πόρτες

σε βρήκα εκεί πάλιν εκεί
στο κέντρο παραδείσου ακραιφνούς όπου
πουλιά ευφάνταστα σύραν φωνή
μες στα πυκνά φυλλώματα πλαγίων δέντρων

κρυμμένη στης αυγής το ψήλωμα
ψιθύρισα στ’ αυτί σου την αλήθεια

ένα πολύχρωμο γιοφύρι ολόρθο αναδύθηκε
(τα ερείσματά του άδηλα όπως πρέπει)

έπειτ’ ανέβηκε ένας ήλιος μάταιος
έλιωσε το γιοφύρι κι απ’ ανάμεσα
πικρά βουνά με όλα τα αγρίμια τους
μεσοστρατίς μού πάγωσαν το αίμα

μένω τυφλό παιδί σε δανεικό παράδεισο
κι ούτε φοβάμαι πια μην ξημερώσει





Από τη συλλογή «θαυματουργή πλην έρημος», εκδ. Κουκκίδα, 2018.

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2021

Παναγιώτης Στάθης, "Έξι ποιήματα"





Λάθη μικρά


Τα λάθη μου ήταν λίγα
μικρά και άτολμα·
λάθη μισά.

Τα λάθη μου ήταν δειλά
χωρίς φαντασία·
ανάξια της ψυχής μας
εντελώς συγκεκριμένα,
υπολογισμένα·
λάθη για ισχνή καρδιά
και πόδια παγωμένα.

Τα λάθη μου ήταν λειψά,
δυσανάλογα των ευκαιριών
και των δυνατοτήτων μου·
και των προσδοκιών σου·
λάθη γελοίως σεμνά.

Ξέρω αγάπη μου
ήταν λάθος λάθη·
λάθη ασυγχώρητα.





Τίποτα δεν άλλαξε

(στις Νέες Βρυσούλες Κορινθίας)


Της σκέψης τα άγρια ποδοβολητά
τραντάζουνε του υακίνθου τ’ άνθη
και τα ακορφολόγητα κλωνιά των λωτών
τα κατακόρυφα.

Τι κι αν αχάραγα κολλήσαμε
εφτά ευχές σε επιτοίχιες κορδέλες,
και ελπίδες αποθέσαμε
σε πράγματα που είπαμε θεούς,
και τις παλάμες μας ενώσαμε
σε προσευχή;

Ο άσπρος σκύλος στην αγάλακτη συκιά
που τρέφεται με σιτεμένα οστά εκπλήκτων
και οιμωγές κορασίδων,
όρτσα στο Γραίγο
ακόμα γαυγίζει.

Όλα φρεναπάτη, κοιμήσου καλή μου.
Τίποτα δεν άλλαξε·
ευτυχώς.





Κυκλικός Χορός


Μερικές φορές
το σύμπαν γεννιέται
κάθε μέρα της ζωής μας
στις έξι το πρωί
έτοιμο να σύρει
τον κυκλικό χορό·
έτοιμο πάντα
να μας πει
το ίδιο ψέμα.





Τρόποι Δύστροποι


Σήμαντρα αμφίβολοι τρόποι το σούρουπο
χίλιες κίτρινες στιγμές ανάσες θρηνούν
ρούσα δύστροπη
ασυγχώρητη
σαν του πόθου το κρεβάτι στρώνεις βιαστικά.
Και λειώνεις.




* * *



Αμφιλύκη στη Μούντρα


Την ώρα που οι μέλισσες πιπίλιζαν
των γιασεμιών τα πρώτα άνθη
−και των σκίνων−

και οίνος θαμπός Σαββατιανός
τρίκλιζε σε άγιες ρωγμές
στο κάτω σκαλοπάτι

ντυμένος στα καλά
ονειρεύτηκα να με κοιτάς να βαδίζω
στην άκρη μιας κοιλάδας ήχων πλαγιών
και συναισθημάτων αναξιοπρεπών
όπου χοντρή πάχνη δρόσιζε
φλεγόμενες ανεμώνες,
σπασμένα πρόσωπα,
χαλασμένους γλουτούς.

Και καθώς μειδιούσα
κοιτώντας το φεγγάρι να τρέχει
στα μεγάλα νερά
και τα ζαλισμένα ελαιόδεντρα

εκεί στην αμφιλύκη
στην άκρη της αγάπης
γενναίοι, έτοιμοι
τον φόβο της ασχήμιας αψηφώντας
σμίξαμε στα βάθη της σιωπής
λεπτό αέρα να πιούμε

και σκοτάδι.





Αύγουστος του ’13


Ο ήλιος της πρωίας του Αυγούστου
έχει εξαιρετικά ασθενείς απολήξεις
που τρεμοπαίζουν όσο εσύ
αργείς να ξυπνήσεις·
αργείς να φέρεις
τις μεταπτώσεις των ενοχών
που θάλλουν στις τσέπες των ενιαυτών,
που πάλουν στις ρίζες των ονείρων μας.

Κατά τα άλλα
σε λίγο θα καθεύδουν για πρωινό
στον αβέβαιο ίσκιο της αμπόλιαστης μουριάς
μέσα σε ευρύχωρα μαγιό
βαλκάνιοι τουρίστες
με μάγουλα άλικα πρησμένα
πρησμένα σαν τις προσδοκίες τους
τις άκρως υποκειμενικές
τις άκρως επιφανειακές
τις άκρως ουσιώδεις.

Έφυγε η μέρα.
Λεπτή αδύναμη σιωπή
και ευγενικό σκοτάδι
και ένα κύμα μαβί
πίσω από τα σκίνα
χυμάει πάνω
στα τσιμεντένια σκαλοπάτια μου.





Ο Παναγιώτης Στάθης γεννήθηκε στη Δόμβραινα Βοιωτίας και κατοικεί στον δήμο Διονύσου Αττικής. Έχει σπουδάσει Φιλοσοφία της Τέχνης και κατέχει μάστερ Χημικού Μηχανικού (MSChE) με ειδικότητα στην θερμοδυναμική.
Η επερχόμενη ποιητική συλλογή του είναι έκφραση μιας πραγματικότητας πολλαπλών και εύπλαστων πιθανοτήτων και ομολογία μιας αντίληψης της φύσης και της συνείδησης όπως αναδύεται μέσα από την ελεύθερη παρατήρηση άυλων ψανθρώπων και πραγμάτων και εμβάθυνση στη σύγχρονη εμπειρική φιλοσοφία. Ο τίτλος της συλλογής, έρχεται από τη κυματοσυνάρτηση Ψ στην εξίσωση του Έρβιν Σρέντιγκερ.
Ψάνθρωποι, κατά τον συγγραφέα, είναι οι άνθρωποι της νέας, της άυλης και άχρονης πραγματικότητας που − αν και ακατανόητη − είναι αυτή.  Οι ψάνθρωποι, ελεύθεροι από την ψευδαίσθηση της ύλης, του χρόνου και της ελεύθερης βούλησης μπορούν και απολαμβάνουν στο έπακρο τα δώρα αυτής της ανυπαρξίας που είναι κυρίως η ομορφιά, η αγάπη και το ενδιαφέρον για την ζωή.

Του ιδίου:
Βαβυλώνιοι, ποιητική συλλογή, 2014, εκδ. Ιωλκός. σ. 80.



_____________
Τα ποιήματα «Λάθη μικρά», «Τίποτα δεν άλλαξε», «Κυκλικός Χορός» και «Τρόποι Δύστροποι», δημοσιεύονται για πρώτη φορά.


Στην εικόνα: William Blake, «Oberon, Titania and Puck with Fairies Dancing» (1786).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2021

Θεοδώρα Βαγιώτη, "Ποιήματα"





[Νόσος]


Βήχω
και φτύνω
τον πνιγμό μου στον νεροχύτη
Χριστός
μου λες
και εγώ τον έχω
γύρω απ’ τον λαιμό μου

σαν παιδί
που κρεμάστηκε αδέξια
από φόβο
πιέζοντας την ύστατη
ανάσα





[Διακόνημα]


Κι ο μοναστής
κάτω από το γκρίζο σύννεφο
επιστατεί
τους κήπους της
Εδέμ·

στην ορμήνεψη
του ηγούμενου
δε γυρίζει
παρά μαζεύει ένα κρινάκι
στη χούφτα του

το μυρίζει
σαν να θυμάται
ο ουτιδανός και όφις
τη μυρωδιά
του στήθους
τη γεύση του φιλιού της παλλακίδας





[Σοφία]


Η γιαγιά μου φύτευε
τις γαρδένιες στους τενεκέδες
του λαδιού
γιατί είναι ευαίσθητες
-έλεγε-
και θέλουν σίδερο
στο χώμα·
μα ούτε μια γαρδένια
δε μπόρεσε να σώσει
στη ζωή της·
όταν αρρώστησε
γευόταν το μέταλλο στη γλώσσα
κι όλο ζητούσε τον ανθό
της γαρδένιας
να φιλήσει
να του δώσει το μόσχευμα
της τελευταίας της πνοής.-



Θεοδώρα Βαγιώτη



Πρώτη δημοσίευση


Στην εικόνα: Claude Monet «Monet’s garden at Vétheuil» (1880).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2021

Γιάννης Ρίτσος, "Η Ελένη"

 


Η Ελένη

(αποσπάσματα)


(Από μακριά κιόλας φαινόταν η φθορά − ασοβάντιστοι τοίχοι, πεσμένοι· ξεθωριασμένα παραθυρόφυλλα· τα κάγκελα του μπαλκονιού σκουριασμένα. Μια κουρτίνα σάλευε έξω απ’ το παράθυρο του πάνω πατώματος, κιτρινισμένη, κουρελιασμένη στο κάτω μέρος. Όταν πλησίασε, −δισταχτικός πάντα,− η ίδια εγκατάλειψη στον κήπο: θρασεμένα φυτά, σαρκώδη φύλλα, ακλάδευτα δέντρα· τα σπάνια λουλούδια πνιγμένα στις τσουκνίδες· τα σιντριβάνια χωρίς νερό, μουχλιασμένα· στα ωραία αγάλματα λειχήνες. Μια σαύρα ακινητούσε ανάμεσα στο στήθος μιας νεαρής Αφροδίτης, ζεσταμένη απ’ τις τελευταίες ακτίνες του ηλιογέρματος. Πόσα χρόνια πριν. Ήταν πολύ νέος τότε· − είκοσι δύο; εικοσιτριώ; Κι εκείνη; Ποτέ δεν μπορούσες να ξέρεις, − ήταν τόσο το φέγγος που ανάδινε, − σε τύφλωνε· σε διαπερνούσε·− δεν ήξερες πια τι ήταν, αν ήταν, αν ήσουν. Χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. [...] Όχι, όχι, − δεν είναι δυνατόν. Γριά − γριά − εκατό, διακόσω χρονώ. Πριν από πέντε ακόμη χρόνια − Όχι, όχι, Το σεντόνι τρύπιο. Εκεί, ασάλευτη· καθιστή στο κρεβάτι· καμπουριασμένη. Μόνο τα μάτια της − ακόμη πιο μεγάλα, αυταρχικά, διεισδυτικά, άδεια).



Ναι, ναι, − εγώ είμαι. Κάτσε λίγο. Κανένας πια δεν έρχεται. Κοντεύω να ξεχάσω τα λόγια. Κι ούτε χρειάζονται. Πλησιάζει θαρρώ το καλοκαίρι·

σαλεύουν αλλιώς οι κουρτίνες − κάτι θέλουν να πουν, − ανοησίες. Η μια τους

έχει βγει κιόλας έξω απ’ το παράθυρο, τραβιέται, να σπάσει τους κρίκους,

να φύγει πάνω απ’ τα δέντρα, −ίσως κιόλας να ζητάει να τραβήξει

ολόκληρο το σπίτι κάπου αλλού − μα το σπίτι αντιστέκεται μ’ όλες τις γωνιές του

και μαζί του κι εγώ, παρότι νιώθω, εδώ και μήνες, ελευθερωμένη

απ’ τους νεκρούς μου κι απ’ τον ίδιο τον εαυτό μου· κι αυτή μου η αντίσταση,

ακατανόητη, αθέλητη, ξένη, είναι το μόνο δικό μου − ο δεσμός μου

με τούτο το κρεβάτι, με τούτη την κουρτίνα· − είναι κι ο φόβος μου, σα να κρατιέμαι

ολόσωμη απ’ αυτό το δαχτυλίδι με τη μαύρη πέτρα πού φοράω στο δείχτη.

[…]


Εγώ, όπως ξέρεις, διατηρούσα ακόμη την παλιά ομορφιά μου

σαν από θαύμα (αλλά και με βαφές, με βότανα και με πομάδες,

χυμούς λεμονιών κι αγγουρόνερο). Τρόμαζα μόνο να βλέπω στη μορφή τους

το πέρασμα και των δικών μου χρόνων. Έσφιγγα τότε τους μυώνες της κοιλιάς μου,

έσφιγγα μ’ ένα ψεύτικο χαμόγελο τα μάγουλά μου, σάμπως

να στέριωνα μ’ ένα φτενό δοκάρι δυο ετοιμόρροπους τοίχους.


Έτσι περίκλειστη, σφιγμένη, τεντωμένη −τι κούραση, θε μου,−

κάθε στιγμή σφιγμένη (και στον ύπνο ακόμη) σαν μέσα

σε μια παγερή πανοπλία ή σ’ έναν ξύλινο ολόσωμο κορσέ, σαν μέσα

σ’ έναν δικό μου Δούρειο Ίππο, απατηλό, στενό, ξέροντας κιόλας

το άσκοπο της απάτης και της αυταπάτης, το άσκοπο της φήμης,

το άσκοπο και το πρόσκαιρο της κάθε νίκης.

Πριν από λίγους μήνες,

με το χαμό του αντρός μου, (μήνες τάχα ή χρόνια;) παράτησα για πάντα

τον Δούρειο Ίππο μου, κάτω στο στάβλο, μαζί με τα γέρικα άλογά του,

να σεργιανάνε μέσα του οι αράχνες κ’ οι σκορπιοί. Δε βάφω πια τα μαλλιά μου.

 

Μεγάλες κρεατοελιές φυτρώσανε στο πρόσωπό μου. Χοντρές τρίχες

μου ζώσανε το στόμα − τις πιάνω· δεν κοιτιέμαι στον καθρέφτη −

άγριες τρίχες, μακριές, − σαν κάποιος άλλος να θρονιάστηκε εντός μου,

ένας αδιάντροπος, κακόβουλος άντρας, και τα δικά του γένια

βγαίνουν απ’ το δικό μου δέρμα. Τον αφήνω· − τι να κάνω;−

φοβάμαι μήπως αν τον έδιωχνα, θα ’σερνε πίσω του και μένα.

[…]


Όχι πως δε θυμάμαι πια, − θυμάμαι ακόμα· μονάχα που οι αναμνήσεις

δεν είναι πια συγκινημένες, − δε μας συγκινούν− απρόσωπες, γαλήνιες,

καθαρές ώς τις πιο ματωμένες γωνιές τους. Μόνον μία

κρατάει ακόμη έναν αγέρα γύρω της, ανασαίνει.

                                                                                         Κείνο το δείλι,

τριγυρισμένη απ’ τις ατελείωτες κραυγές των πληγωμένων,

απ’ τις ψιθυριστές κατάρες των γερόντων και το θαυμασμό τους, μέσα

στη μυρωδιά ενός γενικού θανάτου που, στιγμές - στιγμές, λαμπύριζε

πάνω σε μιαν ασπίδα ή στην αιχμή ενός δόρατος ή στη μετόπη

ενός αμελημένου ναού η στον τροχό ενός άρματος, − ανέβηκα μόνη

στα ψηλά τείχη και σεργιάνισα,

                                                            μόνη, ολομόναχη, ανάμεσα

σε Τρώες και Αχαιούς, νιώθοντας τον αγέρα να κολλάει επάνω μου

τα λεπτά πέπλα μου, να ψαύει τις θηλές μου, να κρατάει το σώμα μου ακέριο

ντυμένο κι ολόγυμνο, μόνο με μια φαρδιά, ασημένια ζώνη

που ανέβαζε τα στήθη μου ψηλά −

                                                                έτσι ωραία, ανέγγιχτη, δοκιμασμένη,

την ώρα που μονομαχούσαν οι δυο αντεραστές μου και κρινόταν η τύχη

του πολυχρόνιου πολέμου· −

                                                      μήτε που είδα να κόβεται ο ιμάντας

από την περικεφαλαία του Πάρη, − μάλλον μια λάμψη απ’ το χαλκό της
είδα,

μια λάμψη κυκλική, καθώς ο άλλος την περιέστρεφε οργισμένος

επάνω απ το κεφάλι του − ένα ολόφωτο μηδέν.

Δεν άξιζε διόλου να κοιτάξεις· −

την έκβαση την είχαν απ’ τα πριν ρυθμίσει οι θεϊκές βουλές· κι ο Πάρις,

δίχως τα σκονισμένα του σαντάλια, θα βρισκόταν σε λίγο στην κλίνη,

λουσμένος απ’ τα χέρια της θεάς, να με προσμένει μειδιώντας,

κρύβοντας τάχα μ’ ένα ρόδινο τσιρότο μια ψεύτικη ουλή στο πλευρό του.

 

Δεν κοίταξα άλλο· ούτε άκουγα σχεδόν τις πολεμόχαρες κραυγές τους −

εγώ, ψηλά, στα τείχη, πάνω απ’ τα κεφάλια των θνητών, αέρινη, σάρκινη,

χωρίς ν’ ανήκω σε κανένα, χωρίς να ’χω κανενός την ανάγκη,

σα να ’μουν (ανεξάρτητη εγώ) ολόκληρος ο έρωτας, − ελεύθερη

από το φόβο του θανάτου και του χρόνου, μ’ ένα άσπρο λουλούδι στα μαλλιά μου,

μ’ ένα λουλούδι ανάμεσα στα στήθη μου, κι ένα άλλο στα χείλη να μου κρύβει

το χαμόγελο της ελευθερίας.

                                                    Μπορούσαν

κι από τις δυο πλευρές να με τοξεύσουν.

                                                                         Έδινα στόχο

βαδίζοντας αργά πάνω στα τείχη, σχεδιασμένη ακέρια

στον χρυσοπόρφυρο ουρανό της εσπέρας.

                                                                             Κρατούσα τα μάτια κλεισμένα

για να ευκολύνω μια εχθρική χειρονομία τους − γνωρίζοντας στο βάθος

ότι κανείς δεν θα τολμούσε. Τα χέρια τους τρέμαν απ’ το θάμβος

της ομορφιάς και της αθανασίας μου −

                                                                        (ίσως τώρα μπορώ να προσθέσω:

δεν τον φοβόμουν το θάνατο, γιατί τον ένιωθα πολύ μακριά μου).

                                                                                                                         Τότε

πέταξα απ’ τα μαλλιά μου κι απ’ τα στήθη μου τα δυο λουλούδια· − το τρίτο

το κρατούσα στο στόμα μου − τα πέταξα απ’ τις δυο πλευρές του τείχους

με μια κίνηση ολότελα ανεξίθρησκη.

Και τότε οι άντρες, μέσα κι έξω,

ριχτήκαν ο ένας του άλλου, αντίπαλοι και φίλοι, για ν’ αρπάξουν

εκείνα τα λουλούδια, να μου τα προσφέρουν − τα δικά μου λουλούδια. Δεν είδα

τίποτ’ άλλο μετά, − μονάχα πλάτες σκυμμένες, σάμπως όλοι

να ’ταν γονατιστοί στη γης, όπου στέγνωνε το αίμα απ’ τον ήλιο· − ίσως κιόλας

να ποδοπάτησαν εκείνα τα λουλούδια.

                                                                      Δεν είδα.

                                                                                           Είχα κινήσει τα χέρια,

είχα υψωθεί στα νύχια των ποδιών, κι αναλήφθηκα

αφήνοντας να πέσει απ’ τα χείλη μου και το τρίτο λουλούδι.


Αυτό μου μένει ακόμη − κάτι σαν ανταμοιβή, σαν απόμακρη δικαίωση,
κ’ ίσως

αυτό να μείνει, λέω, κάπου, στον κόσμο − μια στιγμιαία ελευθερία,

φανταστική, βέβαια, κι αυτή − παιχνίδι της τύχης και της άγνοιάς μας.
Οι γλύπτες,

σ’ αυτή τη στάση ακριβώς (όσο θυμόμουν), δοκίμασαν να φτιάξουν

τα τελευταία αγάλματά μου· − και βρίσκονται ακόμη στον κήπο·

θα τα ’δες μπαίνοντας. Καμιά φορά, κι εγώ (σαν είναι οι δούλες στις καλές τους

και με κρατούν απ’ τις μασκάλες να με πάνε ώς εκείνη την καρέκλα

μπροστά στο παράθυρο), τα βλέπω. Λάμπουν στον ήλιο. Μια άσπρη ζέστα

ανεβαίνει απ’ τα μάρμαρα ώς εδώ. Δε συλλογιέμαι πιο πέρα. Σε λίγο

με κουράζει κι αυτό. Προτιμώ να κοιτάζω ένα κομμάτι δρόμο

όπου δυο - τρία παιδιά παίζουν με μια πανένια μπάλα, ή κάποιο κορίτσι

που κατεβάζει ένα καλάθι, δεμένο με σκοινί, απ’ τ’ αντικρινό μπαλκόνι.

[…]


Ο σύζυγός μου δεν ταξίδευε πια. Δεν άνοιγε βιβλίο. Τα τελευταία του
χρόνια

είχε γίνει πολύ νευρικός. Κάπνιζε ατέλειωτα. Τις νύχτες σεργιανούσε

στο μεγάλο σαλόνι, με κείνες τις ξέφτιες καφετιές του παντόφλες

και τη μακριά νυχτικιά του. Κάθε μεσημέρι, στο τραπέζι, επανερχόταν

στην απιστία της Κλυταιμνήστρας ή στη δίκαιη πράξη του Ορέστη

σα να απειλούσε κάποιον. Ποιος νοιαζόταν; Δεν τον άκουγα καν. Ωστόσο

σαν πέθανε, μου ’λειψε πολύ, − μου λείψαν προπαντός εκείνες οι κουτές απειλές του,

σάμπως αυτές ακριβώς να μου ορίζαν μια θέση αμετάθετη στο χρόνο,

σάμπως αυτές να μ’ εμπόδιζαν να γεράσω.

                                                                              Ονειρευόμουν τότε

τον Οδυσσέα, το ίδιο αγέραστον κι αυτόν, με το έξυπνο, τριγωνικό σκουφί του,

ν’ αργοπορεί το γυρισμό του, ο πολυμήχανος, − με τι προφάσεις
ευφάνταστων κινδύνων,

ενώ αφηνόταν (τάχα ναυαγός) πότε στα χέρια μιας Κίρκης, πότε στα χέρια

μιας Ναυσικάς, να του βγάζουν τα στρείδια απ’ το στήθος, να τον λούζουν

με μικρά ρόδινα σαπούνια, να φιλούν την ουλή στο γόνατό του, να τον αλείβουν λάδι.


Θαρρώ πως έφτασε κι αυτός στην Ιθάκη· − θα τον κουκούλωσε, λέω, με τα φαντά της

η άχαρη χοντρή Πηνελόπη. Δεν πήρα από τότε μήνυμά του −

μπορεί και να τα σκίζουν οι δούλες, − τι χρειάζονται πια; Οι Συμπληγάδες

μεταφερθήκαν κάπου αλλού, σ’ ένα χώρο πιο μέσα − τις νιώθεις

ασάλευτες, μαλακωμένες − πιο τρομερές από πριν, − δε συνθλίβουν,

πνίγουν σ’ ένα πηχτό, μαύρο ρευστό − δε γλιτώνει κανένας.


Μπορείς να φύγεις τώρα. Νύχτωσε. Νυστάζω, − να κλείσω τα μάτια,

να κοιμηθώ, να μη βλέπω ούτε έξω ούτε μέσα, να ξεχάσω

το φόβο του ύπνου και το φόβο του ξύπνου. Δεν μπορώ. Πετάγομαι πάνω −

φοβάμαι μήπως δεν ξαναξυπνήσω. Μένω άγρυπνη, ν’ ακούω

απ’ το σαλόνι το ροχαλητό των υπηρετριών, τις αράχνες στους τοίχους,

τις κατσαρίδες μέσα στην κουζίνα, ή τους νεκρούς να ρουθουνίζουν

με βαθιές εισπνοές, σα να κοιμούνται τάχα, σα να ’χουν ησυχάσει.

Χάνω και τους νεκρούς μου τώρα. Τους έχασα. Πάνε.


Καμιά φορά, περασμένα μεσάνυχτα, ακούγονται κάτω στο δρόμο

οι ρυθμικές οπλές απ’ τ’ άλογα μιας καθυστερημένης άμαξας, σα να
επιστρέφει

από μια πένθιμη παράσταση κάποιου ετοιμόρροπου, συνοικιακού θεάτρου

με πεσμένους τους γύψους της οροφής, με ξεγδαρμένους τοίχους,

με μια τεράστια κόκκινη, ξεθωριασμένη αυλαία, κλεισμένη,

που ’χει μαζέψει απ’ τα πολλά πλυσίματα, και στο κενό που αφήνει κάτω

διακρίνονται ξυπόλυτα τα πόδια του μεγάλου φροντιστή ή του
ηλεκτρολόγου

που ίσως τυλίγει σε ρολό ένα χάρτινο δάσος για να σβήσει τα φώτα.


Εκείνη η χαραμάδα μένει ακόμη φωτισμένη, ενώ στην πλατεία

έχουν απ’ ώρα σβήσει οι πολυέλαιοι και τα χειροκροτήματα. Στον αέρα

μένει βαριά η ανάσα της σιωπής, κι ο βόμβος της σιωπής κάτω

απ’ τ’ άδεια καθίσματα, μαζί με φλούδες από ηλιόσπορους και στριμμένα εισιτήρια,

με κάτι κουμπιά, ένα μαντίλι δαντελένιο, ένα κομμάτι κόκκινο σπάγγο.


… Κι εκείνη η σκηνή, πάνω στα τείχη της Τροίας, − να αναλήφθηκα τάχα στ’ αλήθεια

αφήνοντας να πέσει απ’ τα χείλη μου − ; Καμιά φορά δοκιμάζω και τώρα,

εδώ πλαγιασμένη στο κρεβάτι, ν’ ανοίξω τα χέρια, να πατήσω

στις μύτες των ποδιών − να πατήσω στον αέρα, − το τρίτο λουλούδι −



(Σώπασε. Έγειρε το κεφάλι πίσω. Ίσως κοιμήθηκε. Ο άλλος σηκώθηκε. Δεν είπε καληνύχτα. Είχε πια σκοτεινιάσει. […] Κάποιος τηλεφωνούσε στο διάδρομο. Κατάφτασαν κ' οι γειτόνισσες. «Αχ, αχ», κάναν, και κάτι κρύβαν κάτω απ’ τα φουστάνια τους. Και πάλι το τηλέφωνο. Ανέβαιναν κιόλας οι αστυφύλακες. Διώξαν τις δούλες και τις γειτόνισσες. Εκείνες πρόφτασαν κι αρπάξαν τα κλουβιά με το καναρίνια, κάτι γλάστρες μ’ εξωτικά φυτά, ένα τρανζίστορ, κάποια ηλεκτρική θερμάστρα. Η μια κρατούσε ένα μεγάλο χρυσό κάδρο. Βάλαν τη νεκρή σ’  ένα φορείο. Ο επικεφαλής σφράγισε το σπίτι −«ως να βρεθούν οι κληρονόμοι», είπε,− αν και ήξερε πως κληρονόμοι δεν υπάρχουν. Θα ’μενε έτσι σφραγισμένο το σπίτι σαράντα μέρες, κι ύστερα τα υπάρχοντά του − όσα γλιτώσαν − θα βγαίνανε στον πλειστηριασμό προς όφελος του δημοσίου. «Για το Νεκροτομείο», είπε στον οδηγό. Το σκεπασμένο αυτοκίνητο ξεμάκρυνε. Μεμιάς εξαφανίστηκαν όλα. Απόλυτη σιωπή. Αυτός μόνος. Στράφηκε και κοίταξε. Είχε βγει το φεγγάρι. Φωτίζονταν αχνά τα αγάλματα του κήπου − τα αγάλματά της, μόνα, δίπλα στα δέντρα, έξω απ’ το σφραγισμένο σπίτι. Κι ένα ήσυχο, παραπλανητικό φεγγάρι. Πού θα πήγαινε τώρα;)


ΚΑΡΛΟΒΑΣΙ, ΣΑΜΟΣ, Μάιος - Αύγουστος 1970




Η Ελένη (1972).
Πηγή: Τέταρτη διάσταση (1956 -1972), εκδόσεις Κέδρος, 28η έκδοση.

Στην εικόνα: Dante Gabriel Rossetti, «Helen of Troy» (1863).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.