Παρασκευή 29 Ιουνίου 2018

Έλσα Κορνέτη, "Ημερολόγιο φιλοσοφικής ήττας"




1
Η Ποίηση: σαν ακριβό γαλλικό άρωμα
φοριέται σε σταγόνες. Μία πίσω από κάθε αυτί.


2
Ο φθόνος: ένα παγκόσμιο αγαθό.


6
Αυτόματος μηχανισμός επιβίωσης σε τοξικό περιβάλλον: η Ποίηση…


23
Δεν αναρωτιέμαι πια. Το αποφάσισα: ο καλλιτέχνης όταν δημιουργεί είναι ταυτόχρονα καλός και κακός, Θεός και Διάβολος, δυνατός και αδύναμος, πιστός και άπιστος. Αιχμάλωτος στο φως, ελεύθερος στο σκοτάδι.


30
Ο ανεμοστρόβιλος της ζωής σαρώνει πρώτα το σώμα ή το πνεύμα;


45
Η Σούζαν Σόνταγκ εύστοχα είχε πει:
«Ποτέ δεν ξέρεις τι φύλο είναι κάθε μέρα που έρχεται
όπως δεν ξέρεις τι ηλικία έχεις κάθε μέρα που περνάει».
Επιτέλους κάποιος κάποτε προώθησε την απενεχοποίηση της ζωής.


53
Το σώμα όπως ακριβώς και η γλώσσα ξέρει να παίζει καλά το παιχνίδι των λέξεων. Όταν ένα και μόνο γράμμα χωρίζει με μια δρασκελιά μια χαράδρα από έναν αιθέρα την οδύνη από την ηδονή.


70
Οι αμετανόητοι ονειροπόλοι είναι καταδικασμένοι να ψήνονται στην κόλαση των ονείρων τους.


72
Τα όνειρα του ύπνου είναι ό,τι δεν μπορείς να θυμηθείς, αλλά τα όνειρα του ξύπνου ό,τι δεν μπορείς να ξεχάσεις.


77
Η ευαισθησία είναι ένα έντομο εργατικό που υφαίνει επάνω σου μεθοδικά δέρμα αραχνοΰφαντο.


90
Η ελπίδα είναι η μοναχοκόρη του δράματος.


95
Για πρώτη φορά ένας λαός είναι φοβισμένος περισσότερο απέναντι στη ζωή παρά στο θάνατο.


112
Η οξεία όραση προκαλεί αναπόφευκτα οξεία απληστία.


125
Όλη αυτή η κοσμική τακτοποίηση να καταλήγει τόσο άδοξα στο χάος…


127
Το μεταφυσικό επίτευγμα της Ποίησης είναι η μετατόπιση του ονείρου στην πραγματική ζωή.


130
Το πραγματικό αποζημιώνει τον ορθολογιστή με την ύπαρξή του. Το ιδανικό προδίδει τον ονειροπόλο με την ανυπαρξία του.


143
Το όνειρο κυοφορεί μυστικά τη ματαίωσή του.


151
Στις πύλες της αιωνιότητας επικρατεί ο μεγαλύτερος συνωστισμός από υπερεκτιμημένους συγγραφείς κυρίως.


168
Η Τέχνη είναι ένας θηριοδαμαστής. Εξημερώνει τις άγριες ψυχές των ανθρώπων.


173
Ο καλλιτέχνης είναι καταδικασμένος να ζει σ’ έναν άξεστο κόσμο. Και να τον καταγράφει.


194
Σχήμα οξύμωρο: η απληστία ενός ξεδοντιασμένου κόσμου.


199
Η μοναξιά των μοιραίων εραστών εκπέμπει το πιο παράξενο φως.


201
Αν θέλεις να κρατάς την επιθυμία ζωντανή, κράτα την πεινασμένη.


270
Το άρωμα που εκλύεται από το εύθραυστο άνθος:
ο αόρατος φόβος του θανάτου.


314
Τραγικό σημείο των καιρών: η τρομακτική αίσθηση ότι γεννήθηκες για να υπηρετείς μια σκοτεινή οικονομική δύναμη, κι ότι η ζωή πλέον δεν σου ανήκει.


335
Δεν είναι ο ποιητής μάγος μα είναι η λέξη μαγική.


348
Ζήλεια και κτητικότητα: τα κοινωφελή ζιζάνια του έρωτα.


373
Ό,τι και να κάνει κανείς, το χάος του υποσυνειδήτου πάντα υποδόρια θα κοχλάζει.


388
Ο ταυρομάχος δεν άντεξε
ξέσπασε σε λυγμούς
όταν στο βλέμμα του
ετοιμοθάνατου ταύρου
είδε την δική του χαμένη αθωότητα.


408
Η εξυγίανση έρχεται πάντα μέσα από την εξαθλίωση.


421
Ποίηση και πραγματικότητα. Ζευγάρι αχώριστο. Καταδικασμένο στην αναγκαστική συνύπαρξη.


438
Επειδή κανένας μας δεν είναι ευχαριστημένος με αυτό που είναι, επειδή όλοι θέλουν να είναι ένας Άλλος, κυκλοφορούμε μεταμφιεσμένοι.


453
Η ευτυχία μας είναι πάντα υποκειμενική. Διαμορφώνεται από την ευτυχία των άλλων.


457
Τόση φασαρία
Τόση κούραση
Τόσο τρέξιμο
Για την επιβράβευση
Για την διάκριση
Για τη δόξα
Για να επιβεβαιωθείς
μέσα στο μυαλό των άλλων.


484
Η ομορφιά των λίγων πρέπει διαρκώς να εκπαιδεύεται για να αντισταθεί στην αντιπάθεια των πολλών.


485
Η ειλικρίνεια της τεχνολογίας: όταν ο μόνος που εμπιστεύεσαι είναι ο υπολογιστής σου κι αυτός σου δείχνει την αφοσίωσή του με το να σε κοιτά βαθιά στα μάτια.


489
Έρωτας: ο θρίαμβος της ασυναρτησίας.


498
Η άρνηση της πραγματικότητας είναι παράγωγο της ελαφριάς συνείδησης. Και το αντίστροφο.


518
Για να καταλάβεις τον κόσμο δεν πρέπει να τον κοιτάς κατάματα. Πρέπει να τον κοιτάς λοξά.


526
Ερωτικός ποιητής είναι ο ερωτοκτόνος ποιητής.


529
Ο αισθηματολόγος ποιητής. Ο υποκριτής του έρωτα.


557
Αν αναρωτιέσαι ποιος είναι ο Δικτάτορας της Ζωής: είναι η Βιολογία που προστάζει.


566
Να περπατάς ξεχνώντας την ζωή που πάντα των βημάτων σου προηγείται.


567
Τις επιδημιολογικές μελέτες του μέλλοντος θ’ απασχολήσουν όλες οι καχεκτικές αγάπες.


568
Να μην αργήσεις στο ραντεβού με τον εαυτό σου.


569
Τελικά δεν είναι το παραμύθι που ντύνει τη ζωή αλλά η ζωή το παραμύθι.





Από το βιβλίο «Ημερολόγιο φιλοσοφικής ήττας [σκέψεις και αφορισμοί για κάθε μελλοντική ποίηση]», εκδ. Κουκούτσι, 2013.
Τα κείμενα που ανθολογήθηκαν περιλαμβάνονται στις ενότητες:
«Δεν συμπονούμε τον ασθενή», «Ο χρόνος έξω απ’ τον κόσμο», «Υπερασπίζοντας την Ύπαρξη», «Κάκτοι κι ανεμόμυλοι», «Να ζεις σαν θεατρίνος», «Δέρμα αραχνοΰφαντο», «Πώς να σώσεις ένα κόσμο που δεν θέλει να σωθεί;», «Η πτητική ικανότητα (της Mary Poppins)», «Ένα γιγάντιο υπερηχητικό αυτί», «Η μετατόπιση του ονείρου», «Μυστική κυοφορία», «Μια παράταιρη γεωμετρική σχέση», «Η Τέχνη είναι ένας θηριοδαμαστής», «Τοπία εικονικής πραγματικότητας», «Η εποχή της παραίτησης», «Συμπαντική ελαφρότητα», «Όλα τα υπερτροφικά Εγώ», «Ο εορτασμός της αστάθειας», «Τα όνειρα να τα ξυπνάς», «Σύνδρομο καταστροφής πτερώματος», «Μικρά ψυχογραφήματα», «Για ποιον ρομαντισμό;», «Μισός κήπος», «Στη χωματερή του μύθου», «Μέσα στο μυαλό των Άλλων», «Το αντίτιμο της διάσωσης», «Ο θρίαμβος της ασυναρτησίας», «Ο άτυχος κομπάρσος», «Ανιχνευτές λέξεων», «Ο ερωτοκτόνος ποιητής», «Η απλοϊκότητα του μύκητα», «Οι τσαρλατάνοι της ψυχής», «Η φαγούρα».

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018

Τάκης Σινόπουλος, "Μεταίχμιο"





                                          ΕΛΠΗΝΩΡ


                                                                        Eλπήνορ, πώς ήλθες...
                                                                                 OMHPOΣ


Τοπίο θανάτου. Η πετρωμένη θάλασσα τα μαύρα κυπαρίσσια
το χαμηλό ακρογιάλι ρημαγμένο από τ’ αλάτι και το φως
τα κούφια βράχια ο αδυσώπητος ήλιος απάνω
και μήτε κύλισμα νερού μήτε πουλιού φτερούγα
μονάχα απέραντη αρυτίδωτη πηχτή σιγή.


Ήταν κάποιος από τη συνοδεία που τον αντίκρισε
όχι ο πιο γέροντας: Κοιτάχτε ο Ελπήνωρ πρέπει νά’ναι εκείνος.
Εστρίψαμε τα μάτια γρήγορα. Παράξενο πώς θυμηθήκαμε
αφού είχε η μνήμη ξεραθεί σαν ποταμιά το καλοκαίρι.
Ήταν αυτός ο Ελπήνωρ πράγματι στα μαύρα κυπαρίσσια
τυφλός από τον ήλιο και τους στοχασμούς
σκαλίζοντας την άμμο μ’ ακρωτηριασμένα δάχτυλα.
Και τότε τον εφώναξα με μια χαρούμενη φωνή: Ελπήνορα
Ελπήνορα πώς βρέθηκες ξάφνου σ’ αυτή τη χώρα;
είχες τελειώσει με το μαύρο σίδερο μπηγμένο στα πλευρά
τον περσινό χειμώνα κι είδαμε στα χείλη σου το αίμα πηχτό
καθώς εστέγνωνε η καρδιά σου δίπλα στου σκαρμού το ξύλο.
Μ’ ένα κουπί σπασμένο σε φυτέψανε στην άκρη του γιαλού
ν’ ακούς τ’ ανέμου το μουρμούρισμα το ρόχθο της θαλάσσης.
Τώρα πώς είσαι τόσο ζωντανός; Πώς βρέθηκες σ’ αυτή τη χώρα
τυφλός από την πίκρα και τους στοχασμούς;

Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Kαι τότε πάλι εφώναξα
βαθιά τρομάζοντας: Eλπήνορα που’χες λαγού μαλλί
για φυλαχτάρι κρεμασμένο στο λαιμό σου Eλπήνορα
χαμένε στις απέραντες παράγραφους της ιστορίας
εγώ σε κράζω και σα σπήλαιο αντιλαλούν τα στήθια μου
πώς ήρθες φίλε αλλοτινέ πώς μπόρεσες
να φτάσεις το κατάμαυρο καράβι που μας φέρνει
περιπλανώμενους νεκρούς κάτω απ’ τον ήλιον αποκρίσου
αν η καρδιά σου επιθυμεί μαζί μας νά’ρθεις αποκρίσου.

Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Ξανάδεσε η σιωπή τριγύρω.
Το φως σκάβοντας ακατάπαυστα βαθούλωνε τη γη.
Η θάλασσα τα κυπαρίσσια τ΄ ακρογιάλι πετρωμένα
σ’ ακινησία θανατερή. Και μόνο αυτός ο Ελπήνωρ
που τον γυρεύαμε με τόση επιμονή μες στα παλιά χειρόγραφα
τυραννισμένος απ’ την πίκρα της παντοτινής του μοναξιάς
με τον ήλιο να πέφτει στα κενά των στοχασμών του
σκαλίζοντας τυφλός την άμμο μ’ ακρωτηριασμένα δάχτυλα
σαν όραμα έφευγε και χάνονταν αργά
στον αδειανό χωρίς φτερά χωρίς ηχώ γαλάζιο αιθέρα.





                                          ΕΛΕΝΗ


Οι πυρετοί κι οι παραισθήσεις μ’ έφεραν εδώ
με τούτη την πληγή που δείχνει τη δολοφονία.
Το χαοτικό λαχάνιασμα του χρόνου στο αίμα μου
προμήναγε την αλλαγή μα η αλλαγή δεν ήρθε.
Κι έτσι με τράβαγε η σκοτεινή μου υπόσταση
στη συνοικία που είχε άλλο πρόσωπο στο ημίφως.
Κι η νύχτα η πιο φριχτή που γνώρισα ως τα σήμερα
γιομάτη από ρωγμές που κόβανε τα χέρια μου
σκέπαζε την εφήμερη όψη των πραγμάτων
κι άγγιζε το φανταστικό.
Κι όπως αγωνιζόμουνα για ν’ αποχτήσω εκείνο το Ένα
το Ένα μονάχα Σώμα που με τυραννούσε μες στον πυρετό μου
και μ’ έκαιγε χωρίς να δίνει καν τη γεύση της ακολασίας
ήρθε η ακατονόμαστη βροχή που στάλαζε βαθιά
μέσα στα οστά.
                             Άνοιξε τότε η θύρα
κι εμπήκε εκείνος που δεν τον περίμενα ποτέ τόσο νωρίς
με μούτρο καταδότη ή δολοφόνου. Ο πυροβολισμός
χτύπησε απότομα μες στην κραυγή.
                                                                    Μα εκείνο το Ένα
το Ένα μονάχα Σώμα πώς να τ’ αποχτήσω τώρα
που δε γυρεύει μήτε την πιο αβέβαιη Δικαιοσύνη;





                                          ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ


Φτάσαμε εδώ. Τα μάτια μας
δεν είδανε ποτέ μια θάλασσα τόσο στεγνή.
Κι εκείνοι που τη γνώριζαν και τη χειροκροτούσαν
τώρα την αντικρίζουνε με μια αδιαφορία παράξενη
μήτε νεκροί μήτε και ζωντανοί.

Τα περιστέρια φύγανε δεν άφησαν αχνάρια.
Ωστόσο θυμηθήκαμε το δρόμο που διαβήκανε
γιομάτον πρόσωπα λευκά
μες στα περάσματα τ’ αγέρα.

Τα όνειρα μάς κοιτάνε καθώς τα κοιτάζουμε.
Ξαναγυρνάνε και μας βασανίζουν οι ήχοι.
Πίσω απ’ τα βράχια πάει καιρός που ακούσαμε
την τελευταία κραυγή.

Οι φίλοι μας κι οι φίλοι σας
ξυπνήσανε και μας χαιρέτησαν.
Δεν τους πιστέψαμε ποτέ όσο βάσταγαν
ένα άλλο νόμισμα
κι όλο χαμογελούσαν.





                                          ΤΟΠΙΟ


Βράχια γυμνά χτυπάς δεν αντηχεί νερό.
Ένα χωνί μονάχα ανοίγει από τον άνεμο.
Χώμα πιο χαμηλά και φως σε χρώμα χρυσαφί.
Πιο πάνω το χαμένο δάσος που γυρεύαμε
πιο κάτω οι γέφυρες στεγνές τα κυπαρίσσια
χωμένα μες στον ασβεστόλιθο.
                                                          Άσπρο σε μαύρο.

Πάμε μαζί μονάχα με τη διψασμένη αφή
μέσα στο βαθύ πράσινο πιο πέρα μελανί
γυαλιστερό πηγμένο αλάτι πάμε εκεί
που η βλάστηση φαρμακερή μαυρίζει.
Ο άνεμος τύραννος τη μέρα και τη νύχτα τύραννος
τρίβεται με το φως σκάβει ακατάπαυστα.
Πάμε μαζί. Πιο κάτω θα φωνάξουμε
και θα ξυπνήσουμε γυμνοί και θα’ναι
κύκνοι και αγριοπερίστερα
στην άσπρη μέρα.





Από τη συλλογή «Μεταίχμιο» (1951).
Πηγή: «Τάκης Σινόπουλος, Συλλογή Ι [1951-1964]», εκδ. Ερμής, β΄ ανατύπωση, 1990.

Στην εικόνα: Προσωπογραφία του Τάκη Σινόπουλου από τον Ν.Γ. Πεντζίκη.
[Πηγή: Αλέξανδρος Αργυρίου (επιμ.), Η ελληνική ποίηση. Ανθολογία. Γραμματολογία, τ. 5. Η πρώτη μεταπολεμική γενιά, Αθήνα, Εκδόσεις Σοκόλη 1990, σ. 157.
Η Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα - http://www.greek-language.gr/ ]

Κυριακή 24 Ιουνίου 2018

Μάτση Χατζηλαζάρου, "Mάης, Ιούνης και Νοέμβρης"




                                                                                στον Ανδρέα


                                           ~ * ~


Σε περιβάλλω με μια μεγάλη αναμονή.
Σε περιέχω όπως τ’ αραχωβίτικο κιούπι το λάδι.
Σε ανασαίνω όπως ο θερμαστής του καραβιού ρουφάει
μες στα πλεμόνια του το δειλινό το μπάτη.
Σ’ αγρικώ με την ίδια διάθεση που ο Ερυθρόδερμος
κολλάει το αυτί του χάμω, για ν’ ακούσει
τον καλπασμό του αλόγου.





                                           ~ * ~


Δεν ήτανε ανάγκη βασίλισσα να με κάνεις του Περού.
Ανάγκη ήτανε να σκύψεις από πάνω μου, να δω στα μάτια σου
εκείνα τα δυο φωσάκια. Φωσάκια που λένε ότι είμαι
τ’ ονειρεμένο σου νησί στην Ωκεανία, ξωτικό, πρωτόγονο,
ηλιοπλημμυρισμένο, καθάρια γαλάζια τα νερά του,
κι οι βυθοί του ανθόσπαρτοι σαν το πιο γόνιμο χωράφι.





                                           ~ * ~


Δεν θέλω ανεμώνες κόκκινες, μαβιές και άσπρες, θέλω
να χώσω τη μούρη μου μες στα μαλλιά σου, που ’ναι
σα χόρτα στην άκρη του ποταμού.





                                           ~ * ~


Τα λουλούδια των δέντρων είναι τα πουλιά.
Το σιγανό κελάηδισμα της θάλασσας είναι η πτώση
της βροχής στο τελευταίο τεμπέλικο κύμα του ακρογιαλιού.
Τη μυρουδιά του ήλιου τη χύνει το σφαγμένο πεπόνι.
Η ποίησή μας είναι η ζωή.





                                           ~ * ~


Κάποτε ακουμπάμε τον εαυτό μας σαν ένα κουμπί γυμνό
επάνω σ’ ένα καθρέφτη, και την αυγή βρίσκουμε ένα χαμομήλι
μες στον ανοιξιάτικο κάμπο.
Κάποτε ακουγόμαστε σαν την πιο θριαμβευτική κραυγή ζώου,
κι όταν ξανασταθούμε ν’ ακούσουμε ο ήχος μας είναι
σκληρό γρατσούνισμα φκυαριού πάνω στον άγονο βράχο.





                                           ~ * ~


Η νύχτα έπεσε στο πέλαγος – για μένα πού είναι η μέρα;
Πού ’ναι οι αχτίδες του ήλιου πάνω στα βλέφαρά μου,
πού ’ναι οι καημοί της σάρκας μου πάνω στην άμμο, πού ’ναι
ο γκιώνης, τα τζιτζίκια, κι οι πέντε μου φωνές;
Αύριο θα σμίξω τα δυο σου σκέλη, μήπως γεννηθεί ένα μικρό
λυπητερό παιδάκι, θα το λένε Ιούς, Μανιούς, ίσως και
Aqua Marina.
Φέρτε μου να γεννήσω όλα τα μωρά της πλάσης, δώστε να
πεθάνω όλους τους θανάτους.
Μερικές χορδές μουσικής φθάνουνε για να τρέξουμε
γυμνοπόδαροι μες στη χλόη του Βορρά, για να μετρήσουμε
όλες τις σταγόνες του σώματός μας και για να πλέξουμε
με το ’να μας χέρι όλες τις ψάθες των ρεμβασμών μας.





                                           ~ * ~


Μην είναι γητειά; μην είναι όνειρο; μην είναι θαύμα;
Το πλάνεμα της σκέψης μου, ο πυρετός κι οι νοσταλγίες,
κι ο οίστρος ο τρομερός της σάρκας μου.
Όλα μου σου τα χαρίζω − μες στον ήλιο και μες στο
ερωτικό χρώμα των ματιών σου.
Πώς πέφτει το φύλλο της λεύκας, το φύλλο που μαγεύει
το φως; έτσι θε να πέσω μες στην αγκαλιά σου.
Πώς σβήνουν τα τραγούδια των κοριτσιών το σούρουπο;
έτσι θε να σβήσω μες στην αγκαλιά σου.
Το γυμνό μου σώμα βρίσκεται πια στην εύκρατο ζώνη.
Γητειά είναι; όνειρο; ή θαύμα;
Η παλάμη μου σε περιμένει, η παλάμη μου σ’ αποζητάει,
η παλάμη μου τρέμει και φτερουγίζει μες στα κλαριά − αχ!
μες στη χούφτα μου κούρνιασε ένα πουλί, το πουλί είναι
η τρυφερότης σου.
Ποιος να ’ναι ο έρωτας που περιέχει το κλίμα της αιθρίας;
Γύρωθέ μου βλέπω μονάχα όλες τις λαχτάρες της Μεγάλης
Παρασκευής.
Το κλάμα μου ας είναι το ημερότερο τραγούδι· η θλίψη μου,
πομπή Μαγιού απ’ τη θάλασσα ως τον κάμπο· οι ρεμβασμοί μου,
δέκα καΐκια στολισμένα που αρμενίζουν για το πανηγύρι.
Ποτέ, ποτέ ζωή μου δίχως γητειά.
Κι είναι η γητειά η μυρουδιά του ανοιξιάτικου πόθου
μες στα χαμομήλια.
Κι είναι η γητειά όλος ο έρως ενός ξερού βράχου − με το φως,
με τον ήλιο.
Κι είναι η γητειά, απ’ την κούνια μου ως τον τάφο οι στεναγμοί
μου εκείνοι που γεννάνε το θαύμα.






Από τη συλλογή «Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης», (α' έκδοση, εκδ. Ίκαρος, 1944).
Πηγή: η συγκεντρωτική έκδοση «Μάτση Χατζηλαζάρου, Ποιήματα, 1944-1985», εκδ. Ίκαρος, 1989.

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2018

Δημήτρης Π. Κρανιώτης, "Γραβάτα δημοσίας αιδούς"





Υψικάμινος


Πρώιμη στάχτη
Της υψικαμίνου
Πεταμένη στο πέλαγος
Σαν άλλη ξενιτιά
Της μοίρας μας

Το αβέβαιο
Της θέλησής μας
Και το άβατο
Της ηθικής μας

Κάθε πρωί
Που θρηνούμε όνειρα
Κάθε βράδυ
Που κερνάμε υποσχέσεις





Λευκή μαρμαρυγή


Δεν ήταν η σάτιρα
Του δωδέκατου λεπτού
Που βούτηξε
Τη λογική μου
Σε μειδίαμα
Λευκής μαρμαρυγής

Μα η νηφαλιότητα
Των αθώων
Που με οδήγησε
Σ’ ένοχα μυστικά
Διττά κελεύσματα σιωπής
Επίορκων δωρητών ψυχής





Ενός λεπτού σιγή


Κρυμμένο το λεπτό
Της σιγής
Γυρίζει νυχτωμένο
Κι οι λέξεις του
Σαλπάρουν
Σε αμύθητες ωδές

Στρώσε φύλλα
Χωρίς θυμό
Φύτεψε άνθη
Με θυσία

Κι αν το νερό
Ποτίσει ζωές
Το χώμα
Αν θάψει αιώνες

Σβήσε το λάθος
Μα μην κοιμηθείς
Γράψε τη μοίρα
Μα μην ξυπνήσεις





Η δύση της ίριδας


Η δύση της ίριδας
Φωτεινών οραμάτων
Θολώνει συναλλαγές ζωής
Βάφοντας γκρι τον ουρανό

Χωρίς βροντές κι αστραπές
Με τα σύννεφα
Να περισσεύουν

Πραμάτεια ελπίδας
Σε παζάρια ψυχών
Που ακυρώνουν
Κάθε διαθήκη του χθες

Χαμένοι στην άλγεβρα
Σε αδιέξοδα
Που μόνο η ποίηση
Μπορεί ν’ ανατρέψει





Το άγνωστο ποίημα


Ξένος αθέατος αναγνώστης
Άγνωστου ποιήματός μου
Που ακόμη
Δεν εμπνεύστηκα
Το βλέμμα σου

Με ποτίζει λέξεις
Και σκαλίζει μέσα μου
Κήπους ανθέων και δακρύων
Καίγοντας τις άκρες
Των δακτύλων μου

Αρνούμενος να δεχτώ
Να γράψω τους στίχους
Που ήδη ξέρεις





Από τη συλλογή «Γραβάτα δημοσίας αιδούς», εκδ. Κέδρος, 2018.

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2018

Πελαγία Φυτοπούλου, "Κούκος"





ΣΥΜΠΤΩΣΗ


απόψε κάποιοι δε θα κοιμηθούν
περιμένουν
αδελφό να τους πυροβολήσει
ή έστω
έναν περαστικό ν’ ανάψει το φως
σε χαλεπούς καιρούς ακόμη και αυτό
μπορεί να σκοτώσει
απόψε τοποθετούν στον ουρανό
παιδικά καθίσματα





Ε


ο κόσμος μας δεν υπάρχει
ούτε εμείς είμαστε άνθρωποι
ψάρια είμαστε
οργώνουμε ένα κομμάτι γαλάζιο
ο ουρανός μάς ταΐζει ακρωτηριασμένα πόδια
βιάζεται να μεγαλώσει
η πολιτεία ορθοπόδησε
κοκκίνισε επαίνους
σύντομα όμως θα μας ζητήσουν
τα πόδια πίσω
και η πολιτεία θα πέσει
σαν αδούλευτη αστραπή
πάνω στα γραφούμενά μας
η ποίηση θα συρθεί
σαν φίδι που δεν του δόθηκε
η δέουσα προσοχή
και τότε θα βγάλει χέρια
και τα χέρια όταν θέλουν
χτυπάνε στην καρδιά





ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ


βλέπω προχωρήσαμε όλοι
τους στίχους μας
σ’ ένα πρώιμο απόγευμα
τώρα ας ανοίξουμε
τα παράθυρα
να πάρουμε λίγο
φρέσκο αέρα

Άνοιξε μια τρύπα στον καθένα
Εγώ είχα μεγάλο κούτελο
Άνοιξε δυο





ΓΕΝΙΚΗ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥ


Εδώ στον ουρανό έχουμε απ’ όλα
Κανένα παράπονο
Οι καλόγριες πετάνε
Κανείς δεν κλειδώνει την ομορφιά
Ζούμε χωρίς κεφάλι
Οι αυτοκτονίες λιγόστεψαν
Πεθαίνουμε κανονικά
Με υποχρέωσαν να κάνω διαθήκη
Σου άφησα μια κλωστή απ’ το γέλιο μου
Με απέσυραν βιαστικά





ΕΞΟΔΟΣ


Κάνει ψύχρα
Σκέπασέ με
Χώμα θα βρεις στο ψυγείο





Από τη συλλογή «Κούκος», εκδ. Θράκα, 2016.