Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020

Κατερίνα Καριζώνη, "Αρχαία δίψα"




ΟΙ ΓΕΡΑΣΜΕΝΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ


Βλέπω καμιά φορά
τις γερασμένες γυναίκες
να στέκονται στις πόρτες των πολυκατοικιών.
Φορούν θλιμμένες μάσκες και μιλούν
για εκείνους που γηροκομούν στο σπίτι
και για τους άλλους που πέθαναν πριν από χρόνια
γνωρίζουν σπάνιες αρρώστιες και συνταγές
φάρμακα με δυσκολοπρόφερτα ονόματα.

Λεν πως τα πόδια τους βαδίζουν μόνο προς τα πίσω
λεν πως τα μάτια τους βλέπουν μόνο τα χειρότερα
μοιάζουν με παράξενες μέλισσες συμπονετικές
τρυγούνε άγνωστα λουλούδια
που φυτρώνουν στις πληγές τους
τρυγούνε τα χαμένα χρόνια τους
βγάζουν μέλι πικρό και το μοιράζονται
βγάζουν δηλητήρια από τα δάκρυά τους και τα πίνουν
έχουν γκρίζα κοντά μαλλιά, δεν είναι πια ωραίες
κάτω απ’ τη γλώσσα κρύβουνε ένα κεντρί
κάτω απ’ τα ρούχα τους ένα κλουβί με καρδερίνα.

Κάτω απ’ τις μάσκες τους κρύβονται τα πρόσωπά μας.





ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΛΥΝΟΥΝ ΣΤΑΥΡΟΛΕΞΑ


Να λύνετε σταυρόλεξα
για να αποφύγετε μελλοντικά το αλτσχάιμερ

Στη λέξη έρωτας να ξέρετε ότι
πάντα κάποιο γράμμα περισσεύει
και κάποιο δεν σου φτάνει
γι’ αυτό να δείχνετε μεγαλοψυχία και υπομονή·
στη λέξη αλήθεια
τα γράμματα είναι πιο πολλά
απ’ όσα φαίνονται
και προπαντός απ’ όσα σας ζητούνται·
στη λέξη εγώ υπάρχει ένας αριθμός γραμμάτων
αυστηρά προσωπικός που δεν χωράει πουθενά·
η λέξη θάνατος γράφεται στα μαύρα τετράγωνα
με μια μελάνη που σβήνει ό,τι γράφει
στα άσπρα κρύβονται πολύ συχνά παγίδες
με σημασίες για τις οποίες δεν υπάρχουν λέξεις
παρά μονάχα το κυνήγι των γραμμάτων
που δεν οδηγεί όμως πουθενά.

όσο για την λέξη αγάπη
πάρτε καλύτερα μικρό καλάθι
με λίγο ψωμί και κρέας για να ταΐσετε το λύκο
που ελλοχεύει στο βάθος του σταυρόλεξου.





Από τη συλλογή «Αρχαία δίψα», εκδ. Καστανιώτη 2020.

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2020

Γιώργης Παυλόπουλος, "Το σακί"




ΣΤΙΓΜΗ


Κάποτε κόβοντας ένα τριαντάφυλλο
ευωδιά που θυμίζει σκάλα σε κήπο
κόρφο γυναίκας ή αποχαιρετισμό.
Ύστερα η ξαφνική τουφεκιά
που τον κάνει φωτογραφία.





ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ


Χρόνια κεντούσε με το βελόνι ένα περιστέρι.
Άλλαζε τις κλωστές, δοκίμαζε τα χρώματα
ήθελε τα πούπουλα να φέγγουνε από μέσα
να λάμπουν με το φως να σκοτεινιάζουν με τη συννεφιά.
Ο λαιμός και η τραχηλιά να πηγαίνουν μπροστά
διώχνοντας το φόβο. Και στα νυχάκια του η ανάγκη
να περπατήσει μες στον κόσμο.

Έτσι το είδε να ζωντανεύει ξαφνικά.
βγήκε από το κέντημα και πέταξε στον ουρανό
μετά χαμήλωσε και κάθισε στο φιλιατρό του πηγαδιού
κοιτάζοντας μέσα στο νερό ένα σύννεφο που διάβαινε.
Και είπε το περιστέρι: Θα μαζέψω μπαμπάκι για τη φωλιά μου.
Βούτηξε κατεβαίνοντας στο πηγάδι
και πνίγηκε.

Εκείνη είχε αποκοιμηθεί στο κέντημά της.





ΤΟ ΣΑΚΙ


Ήμουν παιδί ακόμη δεν τους καλοθυμάμαι.
Μπήκανε στο χωριό μου ένα πρωί
μα δε σταθήκανε. Περάσανε
αργά πάνω στο χιόνι. Τα γένια τους
ανάμεσα στα σύννεφα και τις κοτρόνες
καθώς τους χώνευε το βουνό.

Μονάχα ο τελευταίος δε φεύγει απ’ το μυαλό μου.
Κράτα το άλογο, μου είπε
και βάζοντας το σκούφο του στην αμασχάλη
έσκυψε στο νερό να πιει
και το ’να μάτι του με κοίταζε απ’ το πλάι.

Κοίταζε τα κουρέλια μου
τα πόδια μου μες στις λινάτσες
τις ξόβεργες στα ξυλιασμένα χέρια μου
και πώς του χαμογέλαγα
κρατώντας τ’ άλογο με περηφάνια.

Το ίδιο εκείνο μάτι με κοίταζε τον άλλο χρόνο
αχνό βασιλεμένο
όταν αδειάσαν ματωμένο το σακί
και κύλησαν στη μέση της πλατείας
κομμένα τα κεφάλια τους.

Ήταν ο χρόνος που κατέβηκα στην πόλη
και πούλαγα τσιγάρα σε δρόμους και πλατείες.





ΜΟΥ ΚΑΨΑΝΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ


Μου κάψανε τα χέρια. Κι όμως
έρχεται κάποτε η στιγμή.
Ξέρεις, εκείνη που σε κράτησα.
Έλεγες, ναι, θα μπορέσω
και μπορούσες κάθε φορά σαν ένα
σαν το πουλί μέσα στον ήλιο.

Τότε τα χέρια μου φυτρώνουν πάλι.





ΤΟ ΒΑΓΟΝΙ


Κοιμάμαι μεσημέρι με τη Ρέα.

Κάποιος βγαίνει από τις πικροδάφνες
σκύβει και τη φιλεί στα χείλη
τα φύλλα τρέμουνε με τον αέρα
Ρέα, ένα να πάμε στο νερό τής ψιθυρίζει.

Εκείνη μισοξυπνάει χαμογελώντας
διστάζει καθώς κοιτάζουνται στα μάτια.
Ωστόσο ξετυλίγει τον ίσκιο της προσεχτικά
γύρω από το κορμί μου −
το χέρι της αποτραβιέται
κι αφήνει λίγο φως μες στο δικό μου.

Κοιμάται και μας βλέπει
ξέρω του λέει πως μας βλέπει
ενώ με δείχνει πλάι της
ήσυχα πλαγιασμένον στο χορτάρι.

Θέλει να φύγουνε μαζί
να πάνε για παιχνίδια στο νερό
μα δεν αποφασίζει και φοβάται.
Φοβάται σάμπως να έχουν πέσει
κι οι δυο στου ύπνου μου το δίχτυ
και δεν μπορούνε τώρα να ξεφύγουν.

Εγώ δε βλέπω τίποτε απ’ όλα τούτα
μήτε κοιμάμαι με τη Ρέα.
Φαντάζομαι μονάχα πράγματα
που θα μπορούσε να ονειρευτεί εκείνη
ταξιδεύοντας ακόμη στον ύπνο μου
σ’ ένα βαγόνι με φαντάρους
καθώς μας παίρνουν ολοένα για τον πόλεμο.





Από τη συλλογή «Το σακί» (1980).
Πηγή: «Γιώργης Παυλόπουλος, Ποιήματα [1943-2008]», εκδ. Κίχλη, 2017.

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2020

Νίκος Φωκάς, "Σύννεφα"





Πλατεία Ακακιών 1944


Το σύννεφο πιο μαγικό κι απ’ το φιλί
Μ’ έκανε ν’ αποσπαστώ απ’ το στόμα σου
Έτσι που το ’δα με την κόχη του ματιού·
Ήταν μια στιγμιαία προδοσία
Απ’ τις γνωστές των ποιητών.

Γιατί ποιος απ’ τους υπαρκτούς θνητούς ανθρώπους
Αν όχι κάποιος ποιητής
Μα κι απ’ τους άλλους τους πλασματικούς
Που συναντούμε στα βιβλία, ποιος άφησε ποτέ
Ένα φιλί για ένα σύννεφο;





Ομορφιά από την Αιόλου


Είπες: Για κοίτα τι ομορφιά, για κοίτα,
Υψώνοντας τα μάτια στην Ακρόπολη.
Κι εγώ νομίζοντας πως εννοούσες τα μαβιά
Σύννεφα πάνω από το Ερέχθειο
Το δέχτηκα με βλέμμα υγρό.

Και μόνο δέκα χρόνια αργότερα
Κατάλαβα την παρεξήγηση, που αντανακλούσε
Δυο αντίθετα βιώματα του ωραίου.
Κι όμως χάρη σ᾿ αυτήν αγαπηθήκαμε
Με τις γνωστές συνέπειες.





Ομορφιά από την Πλουτάρχου


Γιατί τούτα τα σύννεφα τα λέω ελληνικά
Όπως και τόσα εξάλλου πράματα
Οσμές, μνημεία, μορφές γεροντικές;
Ναι, όμως αυτά δεν ταξιδεύουν.
Μήτε γιατί ’ναι πάνω από τον Υμηττό;

Τον Υμηττό μας που επιμένει
Πως είναι ντόπια (κι άρα πιο όμορφα;)
Μα τα ’χω ξαναδεί και στην Ευρώπη.
Μήπως ήταν ταξιδεμένα από την Αττική;
Μήπως δεν ξέρουν ούτε αυτά πού ανήκουν;





Σωρείτες


Θυμίζουν σύννεφα του Θεοτοκόπουλου·
Με διαγώνιους άξονες μπαρόκ
Σε κίνηση αλληλοεπικάλυψης,
Με μελανούς χρωματισμούς που ξεβάφουν
Πάνω στην πόλη το μελάνι τους,

Πάνω στους ζητιάνους και τους αστούς
Πάνω σε μια διαδήλωση εργατών
Πάνω σε κλινικές και σε πρεσβείες:
Όπως και να το κάνουμε βρισκόμαστε όλοι
Μέσα σε μια σκηνή θρησκευτική!


                                                                              1998-2001





Από τη συλλογή «Το μέτρο της κραυγής μας» (2000).
Πηγή: 
«Νίκος Φωκάς, Ποιητικές συλλογές [1954-2000]», εκδ. Ύψιλον, 2002.
 
Στην εικόνα: Odilon Redon, «Flower Clouds».
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2020

Νάσος Βαγενάς, "Στη νήσο των Μακάρων"




ΚΑΛΒΟΣ
I


Κρύβουν τα σύννεφα το πρόσωπο των άστρων,
το στήθος της Ανδρομέδας και της Παρθένου.
Από το ρήγμα της ψυχής σου βγαίνουν
λευκά φαντάσματα της Αρετής. Και στο άσπρο

χαρτί όπου οργισμένος πελεκάς τον θρόνο
της Δικαιοσύνης, με αδαμάντινο στέμμα,
πέφτουν αχνίζοντας σταγόνες από το αίμα
ωμών τυράννων δολιοφρόνων.

Έτσι χτυπούσες, με πάθος, με μανία,
όλη τη νύχτα, μα τα σκυλιά δεν σωπαίναν
(σαν να σε βλέπω στεφανωμένο εμπρός μου),

για ν’ ακουστεί επιτέλους η αρμονία
− πάνω από ανάκτορα πυρπολημένα −
των ουρανών, η μουσική των κόσμων.





Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ


Κοιτάζοντας στα μάτια την αλήθεια
όταν τη βρήκες, δεν σου φάνηκε αληθινή.
Έμοιαζε πιο πολύ με φαεινή
ιδέα που καταντάει συνήθεια.

Και καθώς δεν μπορούσες να υποφέρεις
το ψεύδος, ένιωθες πως θα έμπαινες στη γη.
Στη θάλασσα πεθαίνουν μόνο οι ναυαγοί,
όταν δεν βρίσκουν, να πιαστούν, μαδέρι.

Εσύ βρήκες, μα δεν σε κράτησε πολύ.
Τώρα στο στήθος σου μια τρύπα, σήραγγα που βγάζει
ψηλαφητά στα υπόγεια του Παραδείσου,

εκεί όπου η οροφή δεν στάζει.
Κι όπου μαζί σου φτερουγίζουν σιωπηλοί
άγγελοι που έχουν γίνει οπαδοί σου.





ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ


Έμενες ώρες, μέρες, μήνες, χρόνια
με το βλέμμα καρφωμένο στην πραγματικότητα,
βέβαιος (ή σχεδόν βέβαιος) ότι τα
εφήμερα περιέχουν και τα αιώνια,

που ψηλαφούσες, όπως κανείς τον τύπο των ήλων.
Αόρατα για το ανθρώπινο μάτι,
όμως, ζεματιστά, σου αφήναν κάτι
σαν κάψιμο στην άκρη των δαχτύλων.

Έτσι, έγραφες με επίδεσμους στα χέρια,
όταν δεν σήκωνες ψηλά σημαίες και λάβαρα.
Όμως μοναχικός και ανάμεσα στο πλήθος,

μέσα σε αλαλαγμούς, ιαχές, λόγια άβαρα,
ζητούσες ακόμη πιο πολύ τα καίρια,
εκείνα που σου καίγαν και το στήθος.





ΜΠΟΡΧΕΣ


Έβλεπες με τα σωθικά, όχι με τα μάτια,
που ήταν σβησμένα πριν ακόμα τ’ ανοίξεις.
Βυθομετρούσες τη ζωή με αφίξεις
σε μυστικούς σταθμούς πέρα απ’ την επικράτεια

του ορατού, ή κατεβαίνοντας σε υπόγεια
χλοερά, μακριά απ’ την έρημο του πλήθους,
εξερευνώντας άλλους λαβυρίνθους,
εκεί όπου ο χρόνος δεν μετριέται με ρολόγια.

(Στο Ρέθυμνο μιλούσες για το θαύμα
− «κάτι σαν αύρα στην καρδιά της ανεμοζάλης» −
κρατώντας το άδειο ποτήρι σαν γεμάτο).

Ζώντας το νόημα έβλεπες καθαρά το πράγμα:
τα χρώματα του δειλινού, τις φλέβες των φύλλων. Οι άλλοι
έβλεπαν μόνο τους ίσκιους των πραγμάτων.





Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ


Μέτρησες τη ζωή σου με το κουταλάκι του καφέ
κοιτάζοντας τα θολά ποτάμια των πόλεων
πίσω από τζάμια γκρίζων προξενείων,
καθώς το βράδυ έπεφτε στο χορτάρι σαν πουλί
με σπασμένη φτερούγα.

Μιλούσες για τους δροσερούς αγάπανθους,
μα ο θόρυβος του χρόνου σε ξυπνούσε
σε σκοτεινά λιβάδια, όπου άνθρωποι γυμνοί,
γονατισμένοι, τρέμοντας στην πυκνή ομίχλη
ψηλαφούσαν ασφοδίλια.

Στις μέρες σου τίποτε δεν έκρυβε
το τίποτε. Το μαύρο έσταζε φως.
Όμως οι νύχτες τώρα είναι γεμάτες τρύπες
που φέρνουν μυρωδιά από σκουπίδια.
Κρύα στάχτη

πέφτει αόρατη απ’ την οροφή.
Σκεπάζει τα έπιπλα. Οι πόρτες τρίζουν
ξεκλείδωτες, ενώ ζεστοί, χορτάτοι, με γυαλιστερά
μαλλιά στα μπαλκόνια

οι ευπλόκαμοι νυχθήμεροι σε βρίσκουν συντηρητικό
μπερδεύοντας την Ιστορία με το νόημα της Ιστορίας.
Ιδρωμένοι πασχίζουν να λυγίσουν τον στίχο σου
σαν τόξο του Οδυσσέα.

Τώρα περνάς τον θάνατό σου κάτω από μια φοινικιά
ανασαίνοντας τη μαύρη γαλήνη των πεθαμένων.
Συλλογίζεσαι εκείνους που έρχονται λάμνοντας
με κουπιά τσακισμένα.






Από τη συλλογή «Στη νήσο των Μακάρων» (2010).
Πηγή: «Νάσος Βαγενάς, Βιογραφία [Ποιήματα 1974 -2014], εκδ. Κέδρος, 2015.

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

Κ. Θ. Ριζάκης - Σ. Γρ. Σταμπουλού, "Εφ’ ενός γίγνεσθαι; 1"

 

Συμεών Γρ. Σταμπουλού
Στατιστικά και συστατικά στοιχεία του παρόντος τόμου
(Απόσπασμα από την εισαγωγή της έκδοσης)


Το παρόν βιβλίο συνιστά περισσότερο ανθολόγιο ποιημάτων παρά ποιητών. Φιλοξενεί το ποίημα και το όνομα του δημιουργού του χωρίς κανένα βιογραφικό στοιχείο ή άλλη πληροφορία. Αφού έχουμε το ποίημα, τί χρείαν έχομεν μαρτύρων; Υποπτευόμαστε τον δημιουργό από το έργο του, αυτό αφορά κυρίως τις νεώτερες, λιγότερο γνωστές ή άγνωστες παρουσίες. Εικάζουμε τα χαρακτηριστικά του, τη συγκρότησή του, την ιδανική του βιβλιοθήκη. Σχηματίζουμε γνώμη για την ποίηση που διαβάζουμε, ανεπηρέαστοι, κατά το δυνατόν, από συνάφειες, κύκλους, κάποτε και φωλεές επώασης ταλέντων.
Ας ξεκινήσουμε από τα σχήματα, τα αριθμητικά δεδομένα. Εξήντα τέσσερεις δημιουργοί (35 ποιητές και 29 ποιήτριες), προερχόμενοι από τα δύο κέντρα, Αθήνα και Θεσσαλονίκη, από πολλά διαμερίσματα της Ελλάδας και την Κύπρο. Συνολικά 215 ποιήματα, όπου αναλογούν κατά μέσον όρο τρία ή τέσσερα ποιήματα σε κάθε ανθολογούμενο. Η κατάταξή τους γίνεται με αλφαβητική σειρά. Αν επιτρέπεται μια ταξινόμηση είναι η ηλικιακή, χωρίς τις ετικέττες διακριτικών ανά Γενιά χαρακτηριστικών που με μεγάλη ευκολία παρέχονται από γραμματολόγους. Πώς στεγάζονται, λόγου χάρη, για να μην πω στοιβάζονται, κάτω από την ίδια ομπρέλλα η Δημουλά, ο Χριστιανόπουλος και ο Ρουμελιωτάκης, ή στους πρώτους μεταπολεμικούς ο Καρούζος και ο Πατρίκιος; Η κατ’ αλφαβητική σειρά ταξινόμησή τους εδώ δείχνει την κατάργηση όχι μόνο των επίπλαστων προσίδιων γνωρισμάτων (Γενιά της ήττας, χαμένη Γενιά, της αμφισβήτησης, των αμέτοχων, αθέατη/αόρατη Γενιά, του χάους και του μηδενός και δίχως τέλος ο κατήφορος), αλλά και του τεμαχισμού της ποιητικής φωνής σε βολικές δεκαετίες. Αναφέρομαι τυπικά στον γραμματολογικό όρο της Γενιάς για τη διευκόλυνση της συνεννόησης σύμφωνα με την κρατούσα ορολογία. Με αυτή την παραχώρηση αναφέρω ότι στην παρούσα ανθολογία οι ποιητές μοιράζονται αναλογικά σε όλες τις Γενιές, από τη Δεύτερη Μεταπολεμική μέχρι τη Γενιά του 2000 (οι παλαιότεροι γεννημένοι το 1931 και οι νεώτεροι τη δεκαετία του ’80). Η καινοτόμος εδώ παρουσίαση των ποιητικών φωνών μέσα στη διαχρονία διευρύνει τον δικό τους δυνητικό ορίζοντα, αλλά και τον ορίζοντα του αναγνώστη. [...]

 




Νίκος Αντωνάτος

ΜΟΝΟΔΙΑΣΤΑΤΗ ΣΙΩΠΗ

                       Τι με χρη σιγάν; τι μη σιγάν;
                                   (Ευρ. Τρωάδες, 110)



Πού να σταθώ δεν έχω −αλίμονο!
να συγκρατήσω τη γραφή

όπως δεν έχουν οι ψυχές
πεδίο σταθερό να επιζήσουν

κι όπως δεν έχει η σιωπή
παρά μιαν ασυμπλήρωτη
διάσταση μονάχα…






Άννα Γρίβα

ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ


Πώς να ήταν τα μάτια σου;
Τα μαλλιά σου που έρρεαν στης ράχης το κύμα
ποιο χρώμα να είχαν;
Γιατί να αγάπησες εκείνον τον ξένο
τον μόνο
τον άπατρι;
Τα κορμιά σας να έσμιξαν;
Οι πνοές σας να έγειραν
η μία επάνω στην άλλη;
Χόρεψες δίχως ρούχα
στου στέρνου του
την απαλή επιφάνεια;
Του χάρισες τα πέπλα
που τύλιγαν
τα ωραία σου στήθη;
Μείνατε απόλυτοι;
Μείνατε φως;
Εκείνο που απλώνεται
σαν φτερούγα στις λύπες του κόσμου;

Τώρα εσύ ένα πλάσμα της αιώνιας νιότης
επιστρέφεις γελώντας
καθώς με βοστρύχους
και κοτσίδες που λάμπουν
τα κορίτσια αρπάζονται
απ’ τα πόδια
αυτού που αγαπούν
να ρουφήξουν αχόρταγα
το νερό που γλιστρά
στ’ ακροδάχτυλα
το ελάχιστο εκείνο νερό
του ανίκητου έρωτα.






Ελένη Κοφτερού

ΤΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΑ


Τα απογεύματα δεν θέλω να βγαίνω
βρίσκω διάφορες δικαιολογίες
η κούραση απ’ την δουλειά, το κρύο, η φασαρία.
Κάποιες φορές σέρνομαι ώς την πόρτα
βαμμένη με πολέμου χρώματα
έτοιμη για τη μάχη
με του απογεύματος το αδηφάγο αγρίμι.

Λίγο πριν φτάσω στο κατώφλι
αίφνης καταποντίζομαι
στης ημέρας τον φρεσκοσκαμμένο τάφο.

Το επόμενο πρωί
ξαναγεννιέμαι
(δίχως τη θέλησή μου φυσικά)
δίπλα σ’ ένα υπόλευκο αυγό κύκνου.
Καθώς χνουδάτος ξεμυτίζει ο νεοσσός
κι απορημένος με κοιτάζει
σε κρώξιμο αναπάντεχο

τι γρήγορα με σπρώχνει
στη θολωμένη λιμνοθάλασσα της χαραυγής.






Σόνια Μασσάρου

ΒΟΥΒΕΣ ΠΤΩΣΕΙΣ


«Αδύναμες κράσεις που προκαλούν δυνατές κρούσεις» αυτή η μικρή μπουκιά σκέψης γλίστρησε από τους κροτάφους στην ολισθηρή επιφάνεια της γλώσσας και έπεσε αθόρυβα στον οισοφάγο προκαλώντας μια παλινδρόμηση λυγμών που ξέσπασε σε δάκρυα καθώς είχε συνηθίσει τόσο όσο πάντα συγκινούνταν από τις βουβές πτώσεις. Δίπλωσε προσεκτικά τα θρύψαλα των ματιών του και τα τοποθέτησε στη θήκη των γυαλιών. Το βλέμμα του τραμπαλιζόταν τώρα πιασμένο από τα σχοινάκια των φύλλων που σαν κίτρινα αλεξίπτωτα το οδηγούσαν κάτω στο δρόμο τη βία αφαιρώντας της προσγείωσης. Μπορούσε από ’κεί κάτω ξαπλωμένο να δέσει τα δάχτυλα πίσω από τον αυχένα και να κοιτάζει τον ουρανό μασουλώντας ένα κλωνάρι άχυρο και παρατηρώντας στο βαρύ βράδυ ετοιμόρροπα τ’ αστέρια να πέφτουν σέρνοντας σαν υπνοβάτες για δυο βλέφαρα του δευτερολέπτου τη χρυσή τους ρόμπα στα σκαλιά της νύχτας και να χάνονται μπροστά στα μάτια του έπειτα μια φύση εύθραυστη κι απρόσεκτη σαν πεταλούδα έπεσε στο νερόλακκο τον κρότο κρατώντας κρυφό.






Τάσος Πορφύρης

ΧΕΡΙΑ


Και πάνω απ’ όλα αγάπησα τα χέρια σου
Που με ταξιδεύουν κι εγώ να τους μετρώ
Να τους φιλώ τα δάχτυλα −αυτά που
Με παραδίδουν στιχοδέσμιο στην αγκαλιά σου−
Ένα-ένα σ’ όλη τη βαθμίδα της λατρείας
Από τον παροξυσμό του πάθους ώς τον
Ήρεμο ανασαμό των πρωινών ονείρων.






Θανάσης Χατζόπουλος

ΗΓΕΜΟΝΙΑ


Δέντρα που γέρνουνε πάνω από τάφο
Θάμνοι που φύτρωσαν πάνω σε τάφο
Πάνω σ’ ένα χωμάτινο αγγείο όλο σκοτάδι

Ο ηγεμόνας είναι παιδί
Με δευτερογενή τα χαρακτηριστικά του γήρατος
Και σαν παιδί βασιλεύει τρεμάμενο
Σε αυτόν τον τάφο

Ο ήσκιος τού ριπίζει το κορμί
Στην ερημιά του αναδεύονται οι μαστόροι






Πηγή:
«Εφ’ ενός γίγνεσθαι; 1, ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ 2020. Άλλως
με τη ματιάν υποκείμενη στο δεσπόζον δυναμικό
της σύγχρονης ποιητικής μας παραγωγής [215
ανέκδοτα ποιήματα τη συναινέσει 64 δημιουργών]»
Εκδόσεις Ρώμη, 2020.
Επιμέλεια: Κώστας Θ. Ριζάκης - Συμεών Γρ. Σταμπουλού
Με εκτεταμένα προλεγόμενα του Συμεών Γρ. Σταμπουλού
Ανθολόγος: Κώστας Θ. Ριζάκης
Έργα εξωφύλλου και ενοτήτων: Σταύρος Σταμπόγλης
Τυπογραφική επιμέλεια, επιμέλεια εξωφύλλου: Θοδωρής Κιντάπογλου

Σημείωση: Για την παρούσα ανάρτηση επιλέχθησαν ποιήματα ποιητριών και ποιητών που έως τώρα δεν είχαμε ανθολογήσει στο ιστολόγιό μας.



Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2020

Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ, "Λυπιού"




ΛΥΠΙΟΥ
(αποσπάσματα)


ΠΡΟΟΙΜΙΟ

Τα ποιήματα αποτυχαίνουν
όταν αποτυχαίνουν οι έρωτες.
Μην ακούτε τι σας λένε·
θέλει ερωτική θαλπωρή
το ποίημα για ν’ αντέξει
στον κρύο χρόνο…




α

Έναν τόπο επινόησα
για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη
λυπημένη ως τους άλιωτους πάγους μέσα μου
ως τα κρυσταλλωμένα δάκρυα
ως να βγουν οι νοσταλγίες, πανθηρούλες λευκές
που δαγκώνουν και τσούζουν οι δαγκωματιές τους.
Λυπιού λέω τον τόπο που επινόησα
για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη
μια κατάσταση που εντείνεται ακατάπαυστα
αφού όλα τα ωραιοποιημένα τοπία του τέλους
αρχίζουν να μυρίζουν μουχλιασμένα νερά
και καρπούς σάπιους.

Στη Λυπιού φτάνεις χωρίς αναστεναγμό
μόνο μ’ ένα σφίξιμο ελαφρό
που θυμίζει τον έρωτα σαν στέκεται
αναποφάσιστος στο κατώφλι του σπιτιού.
Έχει ιεροβάμονες ποιητές εδώ
ποιητές με μεγάλη έφεση για ουρανό
πανύψηλους, που μ’ ένα τίναγμα της κεφαλής
σημαίνουν το «όχι… όχι… λάθος»
ή και το «τι κρίμα, τώρα είναι αργά!»
ενώ ένας επαίτης στη γωνιά συνέχεια μουρμουρίζει:
«Το καλό με τον πόθο
είναι πως όταν χάνεται
χάνεται κι η αξία του αντικειμένου του μαζί».




β

Εδώ όλες οι αποτυχίες της νιότης
γίναν σιωπηλές πλατείες
τα κουτσουρεμένα πάθη, σύδεντρα σκοτεινά
κι οι τελευταίοι κακόμοιροι έρωτες
σκύλοι κακοταϊσμένοι που πλανιούνται στα σοκάκια.
Κάτι χειρότερο από γερατειά,
η χώρα τούτη κατοικείται από νιάτα αμεταχείριστα.




γ

Στη Λυπιού κλαίω συνέχεια
από τότε που μου ’δειξες την αξία της λύπης.
Όχι, δεν είναι το αρνητικό της γονιμότητας
αλλά το θετικό της απουσίας…
Έλεγες και το προφίλ σου με τάραζε
σαν να το ’χαν σκαλίσει στον πιο σκληρό βράχο
τα μάτια σου σαν να ’ταν από θειάφι
αλαφιασμένα, μ’ αλάφιαζαν.
Ας κλαίμε λοιπόν κι ας το λέμε χαρά
χαρά γιατί είμαστε ακόμη εδώ υποφέροντας.
Με το ξημέρωμα θα μπούμε σ’ άλλο λιμάνι
όπως σ’ ένα καινούριο ποίημα
και μες στην πάχνη θα κρατώ
τον τελευταίο στίχο μιας ανείπωτης ερωτικής ιστορίας.
Η φωνή, το ύψος του κορμιού, η γραμμή του αυχένα
αιώνιες επαναλήψεις του ακόρεστου φόβου.
Κοιτάζοντάς σε ανακάλυψα την ενδοχώρα
του αισθήματος.




στ

Ό,τι χάνεις μένει μαζί σου για πάντα
κι η Λυπιού είναι μια χώρα που έφτιαξα
για να ’μαι πάντα ένα μ’ αυτά που ’χω χάσει
όταν πιάνουν εκείνα τ’ αβάσταχτα σούρουπα
κείνα τα άφωνα ξημερώματα
κι είναι σαν να περιμένεις το κουδούνι του σχολείου
να χτυπήσει, το μάθημα πάλι ν’ αρχίσει
μια ακόμη άσκηση πάνω σε άγνωστο θέμα.
Κοιτάς χάμω της αυλής το τσιμέντο, τα χαλίκια
τινάζεις τα ψίχουλα απ’ το κουλούρι στην μπλε ποδιά
και μπαίνεις στην τάξη·
μπαίνεις στη μονοτονία του άγευστου χρόνου
στην αοριστία της ύπαρξης
που ξέρω, λίγο αλλοιωμένη
τη συναντάς πάλι προς το τέλος.





Από την ποιητική σύνθεση «Λυπιού» (1995).
Στην εικόνα: Louis Daguerre, «Effect of Fog and Snow Seen through a Ruined Gothic Colonnade» (1826).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

Γιάννης Ρίτσος, "Ισμήνη"




ΙΣΜΗΝΗ
(αποσπάσματα)


(Ένας νεαρός αξιωματικός της φρουράς είχε ζητήσει να γίνει δεκτός απ’ τη Δέσποινα του αρχοντικού. Ο πατέρας του δούλευε από παιδί στα κτήματά τους κ’ είχε γίνει κάτι σαν άνθρωπος του σπιτιού. Τώρα, γέροντας πια κι άρρωστος, στέλνει το γιο του μ’ ένα καλάθι φρούτα και μια γλάστρα βασιλικό, να φέρει τα σεβάσματά του και τον αποχαιρετισμό του στην τελευταία απόγονο της μεγάλης ξεκληρισμένης φαμίλιας. Η άδεια δόθηκε. Ο νεαρός αξιωματικός, με την εφαρμοστή στολή του, εύρωστος, όμορφος, με την καθάρια ελληνική εγκαρδιότητα της αγροτικής καταγωγής του, αλλά και μ’ έναν εμφανή γενικό αισθησιασμό − ασφαλώς καλλιεργημένον απ’ την επαφή του με τους ανθρώπους της πόλης κι απ’ την αργία των στρατώνων − μοιάζει ιδιαίτερα συγκινημένος, κολακευμένος και ερωτικά σχεδόν ταραγμένος μπροστά στην ευγενική αρχόντισσα την έντονα βαμμένη και σφιγμένη στον κορσέ της, που διατηρεί ωστόσο την αόριστη χάρη μιας μακρινής, σβησμένης ομορφιάς. […] Στιγμές-στιγμές, κάποια ανταύγεια απ’ τα βαριά κοσμήματά της περνάει στα έπιπλα, στο μεγάλο καθρέφτη, στα τζάμια ή στο πρόσωπο του νέου. Άξαφνα, εκείνος σωπαίνει. Βραδιάζει. Μια ανεξήγητη σιγαλιά κι αναμονή, Κ’ ίσως γι’ αυτό αρχίζει να μιλάει τώρα εκείνη σαν για να γεμίσει το κενό ή ν’ αποτρέψει την προσέγγιση κάτι άπρεπου κι αναπότρεπτου ωστόσο):


Να ’ρχεστε πότε πότε· − αυτό μου δίνει ευχαρίστηση. Εδώ πέρα
ο χρόνος είναι αργός· τίποτα πια δεν έρχεται ή δε φεύγει,
εκτός απ’ τη συνηθισμένη αυτή φθορά στο ξύλο των επίπλων,
στα καδρόνια της στέγης, στα πατώματα, στις σκάλες,
στους σοβάδες, στα σκεύη, στις κουρτίνες, στους ρεζέδες −
αργή φθορά, μια σιωπηλή σκουριά, προπάντων στα χέρια και στα πρόσωπα.

Τα μεγάλα ρολόγια στους τοίχους σταμάτησαν − κανείς δεν τα κουρντίζει·
κι αν κάποτε στέκομαι μπροστά τους, δεν είναι για να δω την ώρα,
μα το ίδιο μου το πρόσωπο, καθρεφτισμένο στο γυαλί τους,
περίεργα άσπρο, γύψινο, απαθές, σαν έξω απ’ το χρόνο,
ενώ στο σκοτεινό τους βάθος οι σταματημένοι δείχτες,
πίσω ακριβώς απ’ το είδωλό μου, είναι ένα ασάλευτο νυστέρι
που πια δεν έχει ν’ ανοίξει ένα τραύμα, δεν έχει
να μου αφαιρέσει τίποτα − φόβο ή ελπίδα, αναμονή κι αδημονία.

[…]
                                                    Κ’ είναι μια ωραία ασχολία
να παρακολουθείς αυτή την αθόρυβη κατάρρευση
σ’ ένα κενό τόσο βαθύ (χωρίς βάση και τέλος)
που σου γεννάει μιαν αίσθηση απεραντοσύνης,
κάτι σαν τις μεγάλες έννοιες που ονοματίζουμε περήφανα:
ελευθερία, αθανασία, αιωνιότητα και διάφορες άλλες.

Όχι, λοιπόν, κατάρρευση −μια κι όλα αυτά δεν έχουν από πού και πού
        να πέσουν·−
ένας αδέσμευτος μετεωρισμός, περίπου κάτι φτερωτό, σαν τα πουλιά, π.χ.,
που ανεβοκατεβαίνουν ή και ακινητούν μες στα φτερά τους· θα ’λεγα
μια ακίνητη πτήση μέσα στην απόλυτη, ευγενική ματαιότητα,
μια ύστατη ισορροπία − η ύστατη ελαφρότητα
όλης της ύλης − άρα και του θανάτου.
                                                                      Γι’ αυτό με βλέπετε τόσο χαρούμενη −
αν λέγεται τούτο χαρά: η έλλειψη κάθε σκοπιμότητας,
κάθε φιλοδοξίας − μια εξαίσια νάρκη χειμερία
μ’ ακέρια τη συνείδηση του ψύχους, και μάλιστα μ’ ένα αίσθημα οίκτου
για κείνους που υποφέρουν απ’ το κρύο, που συζητούν για το κρύο,
που κουκουλώνονται μ’ ένα σωρό φανέλες, πανωφόρια, κουβέρτες
για να προφυλαχτούν. Ω, αυτή η αστεία φροντίδα της προφύλαξής μας −
όλο προφύλαξη, προφύλαξη απ’ το κρύο, απ’ τη ζέστη, απ’ την πείνα, τη δίψα,
απ’ την αρρώστια, απ’ το λάθος, απ’ το θάνατο· και μήτε που το βάζει ο νους μας
ότι το κρύο ανεβαίνει από μέσα μας, κι ούτε μπορείς τελικά να το αποφύγεις.

Βεβαίως, λίγη φωτιά στο τζάκι, το χειμώνα, κάτι αξίζει· −
πάντοτε μ’ ενδιέφεραν οι φλόγες με τις εύκαμπτες χορευτικές κινήσεις,
με τους πολύχρωμους, ασώματους αγγέλους, με τις σκιές τους
στο ταβάνι, στους τοίχους· − η σκιά του μεγάλου αργαλειού ή της ανέμης,
η σκιά μιας κιθάρας που κρέμεται στο στύλο· και περισσότερο απ’ όλα,
αν είναι σώματα γυμνά − μεγεθυσμένες οι σκιές των μελών τους
επάνω στο ίδιο τους το σώμα, σαν ένα άλλο σώμα
μελανό κ’ ερυθρό· − η σκιά του στήθους κάτω απ’ το στήθος
με τη θηλή υπογραμμισμένη· η σκιά του στόματος μέσα στο στόμα·
εκείνη η τρομερή σωματική βεβαιότητα, η εξαίσια εχθρότητα,
όπως ορθώνονται τα μέλη, και μετά το ευγενικό τους λύγισμα
μέσα σε μια βαθειά κατάνυξη, κι όχι ταπείνωση. Το λύγισμα
είναι θαρρώ το μέτρο του ύψους. Οι πάντα φοβισμένοι
δεν έχουν τη δύναμη (καθώς, λόγου χάρη, η αδελφή μου) να σκύψουν,
και το ύψος τους είναι μονάχα μια παγωμένη ακαμψία.
Ποια η περηφάνια τους, λοιπόν; Ποια η άνεσή τους;

Ω, η αδελφή μου ρύθμιζε τα πάντα μ’ ένα π ρ έ π ε ι  ή  δ ε ν  π ρ έ π ε ι,
λες κ’ ήταν πρόδρομος εκείνης της μελλοντικής θρησκείας
που χώρισε τον κόσμο στα δυο (στον εδώ και στον πέρα), που χώρισε
το ανθρώπινο σώμα στα δυο, πετώντας το απ’ τη μέση και κάτω.

Πολύ τη λυπόμουν. Παρά λίγο να βλάψει και μένα. Αν την δοξάσανε τόσο
ήταν γιατί τους γλύτωσε απ’ το να πράξουν το ίδιο. Στο πρόσωπό της
τιμήσαν τη δική τους αντίθεση νεκρή· − αυτοσυχωρέθηκαν,
αθωώθηκαν και ησύχασαν.
                                                  Αν είχε ζήσει, ω, σίγουρα,
θα την είχαν μισήσει. Μοναδική της σκέψη
ήταν ο θάνατος. Και τώρα λέω: μια κ’ ήξερε
ότι δεν ήταν τρόπος να τον αποφύγει, αντί να τον προσμένει
αργά, βαριά, γερνώντας ανωφέλευτα, προτίμησε
να τον προλάβει, να τον προκαλέσει μάλιστα, στ’ όνομα
μιας πονηρής κ’ ιταμής γενναιοφροσύνης, αντιστρέφοντας το φόβο
όλης της ζωής και της επιθυμίας της σε ηρωισμό, αντιστρέφοντας
τον ίδιο της αναπότρεπτο θάνατο σε μιαν ευτελή αθανασία,
ναι, ναι, ευτελή, παρόλη της την εκτυφλωτική λαμπρότητα. Πώς το άντεξε, θε μου,
αυτή η αιώνια φοβισμένη ως το θυμό, η αιώνια τρομαγμένη
μπροστά στο φαΐ, μπροστά στο φως, μπροστά στα χρώματα,
μπροστά στο δροσερό, γυμνό νερό;
                                                                 Ποτέ της
δεν άφησε τον Αίμονα να της αγγίξει το χέρι. Πάντα μαζεμένη
σάμπως για να μη χάσει τίποτε, αναδιπλωμένη στον εαυτό της,
με το ’να χέρι της χωμένο στο μανίκι του άλλου,
με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, με τα φρύδια σμιγμένα,
πρόθυμη μόνο να παρασταθεί σ’ όλες τις δυστυχίες,
νιώθοντας ίσως περηφάνεια για την δυστυχία της − ποια δυστυχία;

[…]
Αναρωτιέμαι κάποτε μήπως και γεννηθήκαμε μόνο και μόνο
για να παραδεχτούμε απλώς πως θα πεθάνουμε. Ωστόσο, στα διαλείμματα
αυτής της άδικης ερώτησης κινείται η ζωή μας.
                                                                                      Ο Αίμονας
είχε μακρύνει απ’ όλους· δεν ανήκε πια στην αδελφή μου
μήτε στους φίλους του. Μια μεγάλη ησυχία, σχεδόν μια ικανοποίηση −
αυτή η ανεπανόρθωτη φυσική στέρηση· − μια γαλήνια βεβαιότητα:
κανένας πια δεν μπορεί να μας πάρει αυτό που δεν υπάρχει·
η μνήμη το κρατάει ακέριο σε βαθειά αποκλειστικότητα
και μάλιστα εφαρμόζοντάς το κάποτε στους άλλους. Έχετε κάτι απ’ τον Αίμονα −
αυτή τη συστολή που φέρνει η δύναμη κι η ακεραιότητα· ιδίως το πηγούνι
μ’ αυτή την αυλακιά στη μέση.
                                                        Τα βράδια που κάθομαι δω μέσα,
δεν ξέρω γιατί κελαηδάνε ακόμη τα πουλιά στον κήπο· − ίσως γι’ αυτό −
για την καινούργια αυλακιά του αλετριού −
                                                                                Οι νεκροί, ξέρετε,
πιάνουνε πάντα πολύ τόπο· − όσο μικροί κι ασήμαντοι,
μεγαλώνουν μεμιάς· γεμίζουν ολόκληρο το σπίτι· δε βρίσκεις
μια γωνιά να σταθείς. Ακόμη κ’ η μητέρα,
τόσο σεμνή, συγκρατημένη πάντα της, αθόρυβη,
έχει αποχτήσει τώρα μια εξουσία απαραβίαστη
στ’ ανθοδοχεία, στα σκεύη της μαγειρικής, στ’ ασπρόρουχα,
στα πιο κλειστά παραπετάσματα, στις ώρες του απόβραδου,
όταν αρχίζει να βρέχει, και το μακρύ βελονάκι της
θαμποφέγγει προβαίνοντας απ’ το παλιό κανίσκι της των εργοχείρων −
αυτή ’ναι η θέση της μητέρας, το ύφος της μητέρας,
η στάση της, η σκέψη της − όλα είναι τώρα των νεκρών.

[…]
Ποτέ δε μ’ εγκατέλειψε ο φόβος μη με καθίσουν μια μέρα στο θρόνο.
Μόνον αυτοί που φοβούνται τον εαυτό τους επιδιώκουν τ’ αξιώματα, ή, μάλλον,
αυτοί που μισούν τη ζωή και τους ανθρώπους. Δε θα μ’ άρεσε διόλου
να ’μαι περίβλεπτη, να μην έχω έναν ίσκιο, μια θέση
σε μια δική μου μυστική περιοχή, να βγάλω αργά τα σανδάλια μου,
να παίξω τα κλειδιά των συρταριών μου με ξέγνοιαστο χέρι, αφημένο
έξω από το κρεβάτι μου.
                                             Ο καημένος ο πατέρας −πάντα τον θυμάμαι−
είχε ένα πρόσωπο σα συσπασμένο χέρι, γαντζωμένο
σ’ ένα μεγάλο μαύρο παραπέτασμα, για να το ρίξει· τόσο που κάποτε λέω
ίσως και να ’ταν καλό που τυφλώθηκε − ίσως έτσι τουλάχιστον να μπόρεσε
να δει προς τα μέσα του, να θυμηθεί λίγο-λίγο
εκείνα που δεν είχε δει· κ’ ίσως έτσι, στ’ αλήθεια, να τα είδε· γιατί ως τότε
έβλεπε την αυταρχική μορφή του (φυσικά, κολακευμένη) μες στα βλέμματα
των φοβισμένων υπηκόων του· − κ’ εκείνους κ’ εκείνον
από παιδί πολύ τους λυπόμουν.
                                                           Ασήκωτο βάρος, νομίζω,
να κυβερνάς και να προστάζεις. Και πάντα, στο τέλος, καθένας
κυβερνιέται απ’ αυτό που κυβερνά· − χώρια η απέραντη κείνη υποψία
προς όλους και προς όλα, − ένας ίσκιος πουλιού να περάσει στην αίθουσα
τυχαία την ώρα του λιογέρματος, είναι ένα τιναγμένο μαχαίρι
καμωμένο από αθόρυβο μέταλλο. Για τούτο οι τύραννοι
γίνονται μέρα με τη μέρα όλο πιο τύραννοι. Όταν ο κόσμος
έχει το φόβο σου είτε την ανάγκη σου, ποτέ δεν ξέρει τί σου ετοιμάζει.

Καλύτερα, λοιπόν, μήτε να κυβερνάς μήτε να κυβερνιέσαι (πώς να γίνει;) −
φτάνει η κυβέρνια αυτή που μας σφραγίζει πριν απ’ τη γέννησή μας· φτάνει
ο θάνατος που μας παραμονεύει· − μ’ αυτόν εξοικειώνεσαι κάπως·
τα ενδιάμεσα πια χάνουν την αιχμηρότητά τους. Χαλαρώνει το σώμα,
ξεθωριάζει το χρώμα στα μαλλιά, στα παράθυρα, στα μάτια,
ξεσφίγγει η παλάμη, όπου μέσα της είχαν αποθέσει
ένα μεγάλο, σκληρό, χρυσό νόμισμα, κι όλη η ζωή μας
ήταν μια σύσπαση για να κρατήσουμε τούτο το νόμισμα, ένας φόβος
μη και μας πέσει, μην το χάσουμε· αχρηστευόταν το ’να μας χέρι,
αχρηστευότανε η μισή ζωή μας, ολόκληρη η ζωή μας.

Τώρα ξεσφίχτηκε από μόνο του το χέρι, παραδόθηκε·
το νόμισμα έπεσε· μας το πήραν. Μόνο που μέσα στην παλάμη
μένει βαθύ το χάραγμα από κείνο το ατέλειωτο σφίξιμο. Η σάρκα
μαλάκωσε, γαλήνεψε. Μπορείς πια να σαλεύεις
ελεύθερα και τα δυο σου τα χέρια. Μπορείς να βαδίζεις
κινώντας άφοβα τ’ άδεια σου χέρια μέσα στο άδειο −
μια αργή, ελαφρά κωπηλασία μες στο υπέροχο άσκοπο, ώσπου
ένα άλλο νόμισμα χάλκινο να σου βάλουν ανάμεσα στα δόντια.

Κακά ’ν’ τα ψέματα − που ’λεγε κι ο πατέρας σας. Μες στο μαλακωμένο
        ετούτο σώμα,
μένει παντοτινά σκληρή, αμετάπειστη η επιθυμία· κ’ η αίσθηση εκείνη
μιας αδικαιολόγητης αργοπορίας. Συχνά οι γυναίκες, τέτοιες ώρες,
αγκαλιάζουν τ’ αγάλματα, φιλούν το πέτρινο στόμα τους, ονειρεύονται
πως πλαγιάζουν μαζί τους. Αν έτυχε ποτέ σας να δείτε τα χείλη
των αγαλμάτων βρεγμένα, είναι απ’ το σάλιο ερημωμένων γυναικών.
         Η μνήμη
είναι, βέβαια, ένα κάποιο καταφύγιο. Όμως κι αυτή εξαντλείται,
της χρειάζονται νέες παραστάσεις, έστω τυχαίες, έστω ξένες.

[…]
Έξω απ’ τα τείχη πληθαίναν οι νεκροί. Ήμουνα πάντα περίεργη
για τους νεκρούς· − όχι προσπάθεια εξοικείωσης με το θάνατο
ούτε και συμφιλίωσης. Κάποτε ξέφευγα την επιτήρηση
της μητέρας και των παιδαγωγών· σκαρφάλωνα στο φρούριο· κοίταζα
μες απ’ τις πολεμίστρες· − κουβαλούσαν τους νεκρούς σε χειραμάξια, σε
        φορεία, σε σκάλες·
άλλοι απομέναν πλαγιασμένοι κάτω στην πεδιάδα, σε όμορφες στάσεις,
ήσυχοι, νέοι, ωραίοι, πλάι στα σκοτωμένα άλογά τους. Τους έβλεπα
χωρίς καθόλου θλίψη, − ωραίοι, σαν ταγμένοι στον έρωτα.
Ώσπου ήρθαν οι δικοί μας νεκροί· και μεμιάς μεγαλώσαμε.

Είδα την αδελφή μου στην αυλή τα χαράματα −σημαδεμένη απ’ τη μοίρα−
κατάχλωμη. Τα χέρια της, το φόρεμά της, τα μαλλιά της όλο χώματα.
Τ’ αγιάζι το πρωινό μάς περόνιαζε. Τρέμαμε. Η μέρα κατέβαινε
απέραντα άσπρη, διάτρητη με μαύρα κοράκια.

Τι κατάλαβαν, θε μου, τι κέρδισαν; Τα άλλα τα ξέρετε.
Δεν απόμεινε τίποτα. Μόνο η πέτρινη Σφίγγα πάνω στο βράχο
έξω απ’ τις πύλες των Θηβών, αδιάφορη, απερίσπαστη −
δε θέτει πια ερωτήματα. Κόπασε ο μάταιος θόρυβος. Άδειασε ο χρόνος.
Μια ατέλειωτη Κυριακή με κλεισμένα παράθυρα. Απίστευτο
τα βράδια του καλοκαιριού να ποτίζουν ακόμη τους κήπους.

Μια τάφρος σιωπής − όπως είπατε. Κοιτάχτε, βγήκε το φεγγάρι.
Ακούγεται έξω και το σιντριβάνι. Δεν το ακούτε; Τα χέρια σας
διατηρούν ακόμη τους ωραίους ρόζους της αγροτικής δουλειάς. Ελπίζω
να μη μείνετε μονίμως στο στρατό. Σαν λήξει η θητεία σας
επιστρέψτε στα κτήματα, κοντά στον πατέρα σας. Η πόρτα ετούτη
οδηγεί κατευθείαν στο διαμέρισμά μου. Ο διάδρομος που βγάζει στο νότο
δε φρουρείται ποτέ. Χτυπήστε εφτά φορές. Μεσάνυχτα. Θα σας ανοίξω.
Θα ’θελα να σας δώσω κάτι μικροπράματα για τον πατέρα σας.

Κάτι κοστούμια του Αίμονα −τα ’χω κρατήσει στη ντουλάπα−
θα σας πηγαίνουν μια χαρά φαντάζομαι. Και το καινούργιο του ξίφος,
από χρυσάφι, ελεφαντόδοντο, ρουμπίνια, − δεν πρόφτασε
να το ζώσει στη μέση του. Είναι όμορφη η νύχτα. Προσέχτε τη σκάλα.


(Έχει σκοτεινιάσει. Μπαίνει στο διαμέρισμά της ενώ ακούγονται ακόμη τα βήματα του νεαρού αξιωματικού στη σκάλα. Ζητάει ψηλαφητά τα σπίρτα στο μικρό τραπέζι. Ανάβει και τα τρία κεριά στο κηροπήγιο. Χτυπάει τον κρεμασμένο, μετάλλινο δίσκο. Έρχεται η Τροφός. «Δε θα δειπνήσω απόψε», λέει. «Δε θα σε χρειαστώ. Μπορείς να πλαγιάσεις. Α, ναι, φέρε μου ένα ποτήρι νερό. Και να κουρντίσεις κείνο το εκκρεμές στην αίθουσα. Το ξεχάσαμε. Πάρε και κείνο το καλάθι με τα φρούτα. Τη γλάστρα βάλ’ την στο παράθυρο». Σε λίγο της έφερε το νερό. Έφυγε. Ησυχία. Κλειδώνει και τις δυο πόρτες. Ακούγεται τώρα και το ρολόι από δίπλα. 9. 9 και τέταρτο. 10. 10 και μισή. Μπροστά στον καθρέφτη. Ξεβάφεται. Γδύνεται. Πεσμένα στήθη. Σημάδια απ’ το σφίξιμο του κορσέ στην κοιλιά. Οι δαχτυλιές του χρόνου στους μηρούς. 11. Βγάζει τα περιδέραια. Το δέρμα, κάτω απ’ το σαγόνι, χαλαρό, κρεμασμένο. 11 και τέταρτο. Παίρνει το κηροπήγιο στ’ αριστερό της χέρι. Πλησιάζει στον καθρέφτη. Με τον παράμεσο του δεξιού χεριού τραβάει το δέρμα κάτω απ’ τα μάτια. Ο βολβός θολός μ’ ένα λεπτό δίχτυ κόκκινες φλέβες. Φέρνει τώρα τα δάχτυλά της στα βαμμένα μαλλιά. Οι ρίζες άσπρες. Έκφραση ναυτίας στο ακίνητο πρόσωπο. Τραβηγμένες οι άκρες των χειλιών. 11 και μισή. Αρχίζει να βάφεται. Ντύνεται μ’ ένα κόκκινο φόρεμα. Φοράει πάλι τα κοσμήματα. Ξαπλώνει στην κόκκινη, βελουδένια πολυθρόνα, αντίκρυ στον καθρέφτη. Κλείνει τα μάτια. 12. Εφτά χτυπήματα σιγανά στην πόρτα. Σιωπή. Και πάλι εφτά χτυπήματα, πιο δυνατά. Σιωπή. Και πάλι τα χτυπήματα. Ύστερα, τίποτα. Μεγάλη σιωπή. Το ποτήρι γυαλίζει. Σηκώνεται. Πλησιάζει στον καθρέφτη. Βάφεται πάλι. Άσπρη σα γύψος. Τα μάτια πελώρια, κατάμαυρα. Ένα γύψινο προσωπείο. Αλλάζει. Φοράει ένα φόρεμα της αδελφής της, κλειστό, ριχτό, πτυχωτό, καστανόχρωμο. Βάζει μια ζώνη με φαρδιά πόρπη. Ανοίγει το συρτάρι του κομοδίνου. Κάτι παίρνει. Με τη ράχη γυρισμένη στο κηροπήγιο και στον καθρέφτη, πίνει με μικρές διακεκομμένες γουλιές το νερό, σα να παίρνει ασπιρίνες. Ξαπλώνει στο κρεβάτι ντυμένη και με τα σαντάλια της. Ακίνητη. Ήσυχη. Κλείνει τα μάτια. Χαμογελάει. Κοιμήθηκε; Απ’ την πλαϊνή αίθουσα ακούγεται το ρολόι).
 
ΑΘΗΝΑ, Σεπτέμβρης–Δεκέμβρης 1966, ΣΑΜΟΣ, Δεκέβρης 1971





Από την ποιητική σύνθεση «Ισμήνη» (1972).
Πηγή: «Τέταρτη διάσταση (1956–1972)», 28η έκδ. Κέδρος 1990.

Στην εικόνα: «Antigone and Ismene» by Emil Teschendorff (1892).
Πηγές για την εικόνα: Wikimedia Commons.
[Internet Archive Book Images /
Character sketches of romance, fiction and the drama (1892)” /
(https://www.flickr.com/photos/internetarchivebookimages/14784688512/)

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2020

Ντύλαν Τόμας, "Τρία ποιήματα"




ΚΑΠΟΙΑ ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΟ ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΚΑΡ∆ΙΑΣ


Κάποια αλλαγή στο κλίμα της καρδιάς,
την υγρασία γυρίζει ξηρασία· χρυσάφι
ανεμόδαρτο λυσσάει στον παγωμένο τάφο.
Κάποιος καιρός στην επικράτεια των φλεβών,
κρατάει τη νύχτα μέρα κι ανατέλλει
αιμορραγία το ζωντανό σκουλήκι.

Κάποια αλλαγή στο µάτι δείχνει
το σκελετό της τύφλωσης· κι η μήτρα
οδεύει προς το θάνατο, πηγάζοντας ζωή.

Κάποιο σκοτάδι στο κλίμα του ματιού αρχίζει
να μισοβλέπει· οργιές σωστές
η θάλασσα ξεχύνεται σε γη χωρίς γωνιές.
Ο σπόρος που έπεσε στο δάσος των λαγόνων,
κρατάει το μισό καρπό·
ο άλλος καταρρέει αργά τον ύπνο του ανέμου.

Κάποιος καιρός σε κόκαλα και σάρκα,
είναι υγρασία και ξηρασία· θνητοί-νεκροί
βγαίνουνε σαν φαντάσματα στο μάτι.

Κάποια αλλαγή στο κλίμα αυτού του κόσμου,
κάνει το φάντασμα στοιχειό· κάθε παιδί μητέρας
καθίζει στη διπλή σκιά του.
Κάποια αλλαγή ισχυρίζεται ήλιο στο ολόκληρο φεγγάρι,
κλείνει τις κουρελιασμένες κουρτίνες του σαρκίου
και η καρδιά ξεχνάει τους νεκρούς της.





ΕΙ∆ΙΚΑ ΟΤΑΝ Ο ΑΝΕΜΟΣ ΤΟΥ ΟΚΤΩΒΡΗ


Ειδικά όταν ο άνεμος του Οκτώβρη
µε δάχτυλα ξεπαγιασμένα μαστίζει τα μαλλιά µου,
πιασμένος στη δαγκάνα του ήλιου, ανάβω δρόμο
και αναπτύσσω ίσκιο κάβουρα στη γη.
Πουλιά χαλούν τον κόσμο στην ακτή,
βήχουν κοράκια στα παλούκια του χειμώνα,
κι ανάστατη η καρδιά µου τρομάζει τη λαλιά της,
χύνει το αίμα συλλαβών κι αποξηραίνει λέξεις.

Επιπρόσθετα, κλεισμένος σ’ έναν πύργο λεκτικό,
επισημαίνω, προς το βάθος του ορίζοντα, να φεύγουν
προτάσεις σαν βαθύσκιωτες γυναίκες φυλλωσιές,
σειρές ολόκληρες αστρόφραστα παιδιά στο πάρκο.
Κάποιοι γυρεύουν να σε φτιάξω από φωνήεντες οξιές,
κάποιοι από δρύινες φωνές, µε ρίζες
ποικίλων όσων αγκαθιών να σε υπομνήσω,
κι άλλοι µε λόγια του νερού γυρεύουν να σε πλάσω.

Πίσω απ’ το βάζο µε τις φτέρες αιωρείται το εκκρεμές,
µου λέει τη λέξη απ’ ώρα, το μήνυμα του νεύρου
πετάει στης πλάκας την αιχμή, το πρωινό αναγγέλλει
στον κόκορα ποιος άνεμος φυσάει.
Κάποιοι γυρεύουν να σε φτιάξω απ’ τα σημεία των αγρών·
σηματωρός χορτάρι, που µου δείχνει όσα γνωρίζω,
στο µάτι αποχωρίζεται χειμώνα και σκουλήκι.
Με τις ντροπές του κόρακα άλλοι γυρεύουν να σε πλάσω.

Ειδικά όταν ο άνεμος του Οκτώβρη
(κάποιοι γυρεύουν να σε φτιάξω
απ’ του φθινόπωρου τα µάγια,
µε γλώσσα αράχνη, αντίλαλους λόφων Ουαλικών)
παραδέρνει τα χωράφια µε γροθιές-γροθιές γογγύλια,
κάποιοι γυρεύουν να σε φτιάξω µε απάνθρωπες κουβέντες.
Έτσι μαραίνεται η καρδιά που προμηνούσε ανέμων χαλασμό:
συλλαβίζει της αιμάτινης χημείας τον καλπασμό.
Άκου, πλάι στη θάλασσα, τα σκοτεινά φωνήεντα πουλιά.





ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ


Στην αρχή, ήταν το τρίγραμμο αστέρι.
Ένα χαμόγελο φως σε πρόσωπο κενό.
Ένα κόκαλο κλαδί στον ασάλευτον αέρα, ύλη
διχοτόμος που είχε θρέψει του πρώτου ήλιου το μεδούλι·
καθώς μετρούσε εγκαύματα στου σύμπαντος τη σφαίρα,
ο ουρανός κι η κόλαση σε δίνη αναμίχθηκαν.

Στην αρχή, ήταν η αμυδρή υπογραφή,
τρισύλλαβη, σαν το χαμόγελο αστρική·
ακολούθησαν τα ίχνη στο νερό,
μόρφωμα έκτυπου προσώπου στο φεγγάρι·
το αίμα που άγγιξε το δέντρο του σταυρού και το ποτήρι,
το πρώτο σύννεφο άγγιξε κι έγινε σήμα.

Στην αρχή, ήταν η πυρκαγιά
που έριξε σπίθα κι άναψε τα βαρομετρικά,
τρία µάτια, µάτια κόκκινα η σπίθα, αιχμηρή σαν λουλούδι·
ανέτειλε η ζωή, πετάχτηκε απ’ τη δίνη
των θαλασσών, κυρίευσε τις ρίζες, άντλησε από γη
και βράχο το απόκρυφο λιπαντικό που φέρνει χόρτο.

Στην αρχή, ήταν η λέξη, η λέξη
ο λόγος απ’ τα συμπαγή θεμέλια του φωτός
ο λόγος που απέσπασε τα γράμματα ένα-ένα απ’ το κενό·
κι από τα θεοσκότεινα θεμέλια της αναπνοής
εκπήγασε η λέξη, μετάφραση κατάκαρδη των πρώτων
χαρακτήρων της γέννησης και του θανάτου.

Στην αρχή, ήταν το απόκρυφο μυαλό.
Και το μυαλό κλεισμένο, συνημμένο στη σκέψη,
πριν η πίσσα διχαστεί κατ’ έναν ήλιο·
πριν οι φλέβες ταραχτούν μέσα στο πλέγμα των φλεβών,
αίμα ξεπήδησε και σκόρπισε
στους πέντε ανέμους του φωτός
αρχέτυπη την πλευρική του έρωτα καταγωγή.



Mετάφραση: Γιώργος Μπλάνας




Από τη συλλογή «18 ποιήματα» (1934).
Πηγή: «Ντύλαν Τόμας, Το χρώμα της λαλιάς, Ποιήματα (1934-1953)», μετάφραση Γιώργος Μπλάνας.
Εκδόσεις Ερατώ, 2003
Τίτλος πρωτοτύπου:Selected Poems 1934 - 1953

Στην εικόνα: The Royal Mail stamp commemorating 100 years since the birth of Dylan Thomas.
Πηγή για την εικόνα: The British Postal Museum & Archive blog
https://postalheritage.wordpress.com/tag/dylan-thomas/