Σάββατο 29 Μαΐου 2021

Άντζελα Γεωργοτά, "Της μοναξιάς θαλλόφυτα"





Απατηλή μνήμη

«Όποιο χαρτί και να σκίσω
όποιο βιβλίο και να σβήσω
άρρητα όνειρα θα τριγυρίζουν φαντάσματα τις μέρες και τις νύχτες μου»
(της φυγής, Ά. Φραντζή)


Αν θυμηθώ κάτι ακόμη από σένα θα σπάσω σε μικρά κομμάτια την ύπαρξή μου για να πολλαπλασιαστεί η μνήμη και το σύμπαν να τυλίξει. Αν τύχει και σε δω, ακόμη μια φορά να αναδύεσαι απ’ τις συμπληγάδες του μυαλού μου, θ’ αφήσω τη μορφή σου να με καθοδηγεί με βήματα αργά να με τραβά στην άλλη όχθη. Αν κάποτε μπορέσω να μιλήσω καθαρά θα πω πως φτιάχτηκε ο κόσμος από γιασεμί, δυόσμο, πλατύφυλλο βασιλικό την ώρα που δυο κορμιά ήξεραν να γίνονται ένα. Και ίσως ανακαλύψουμε μαζί τι κρύβεται πίσω απ’ τις χαράδρες της καρδιάς και πάλλεται ηδονικά στο θρόισμα της άνοιξης.





Εθισμός στον φόβο

«Βρέχει
Κι έχω αφήσει απλωμένα όνειρα.
Λογικά τώρα θα στάζουν»
(Η καρδιά ήταν μόνο το πρόσχημα, Μ. Ζαγκλαρά)


Όχι, δεν είναι ότι δεν αντέχω τη βροχή ή τους ανθρώπους· έχω συνηθίσει τα βρεγμένα τους πρόσωπα, τις ξεθωριασμένες ομπρέλες, τα παγωμένα πεζοδρόμια.
Η κίνηση στους δρόμους, ο συνωστισμός κάτω από τα υπόστεγα, η υγρασία στις άκρες των δαχτύλων, το μούδιασμα στο σώμα δε με παραξενεύουν πια. Φοβάμαι μόνο όταν με χάνω στις λεωφόρους της δικής σου πόλης, καθώς το τζάμι θολώνει απειλητικά και κάθε κύτταρό μου γεμίζει νερό. Φοβάμαι εσένα εμένα το χτες το Θεό τη βαναυσότητα των καιρικών φαινομένων· το μέσα που αδειάζει και η βροχή γεμίζει το κενό. Αυτό φοβάμαι.





Αβέβαιη προσμονή

«Μόνο εσύ μπορείς να κάνεις τα λόγια ποίηση
να τα μετατρέψεις σε ήχο κίνηση και φως
για να σημάνουν»
(Μαρία, Ζ. Σαμαρά)


Ετιέν, περιμένω να έρθεις.
Στέκομαι στην άκρη της προβλήτας, ακουμπώ το δάχτυλο στο νερό, κοιτώ τα κύματα − αναμένω. Η ανησυχία μου είναι φανερή. Ισιώνω το φόρεμά μου, κρύβω τις ρυτίδες κάτω από το χαμόγελο. Δεν είμαι σίγουρη ποιός είσαι. Ακούω μέσα μου μια νότα, ήχους που μέχρι χτες δεν γνώριζα. Χτυπούν οι φλέβες· με κρατάει ζωντανή αυτή η προσμονή − το τίποτα με κρατά φυλακισμένη. Ετιέν, πάρε μορφή· γίνε ο μουσικός της νύχτας. Δώσε στα όνειρά μου μια δικαιολογία.





Πού θα πηγαίναμε;

«Αν κάποτε σου πουν πως δεν σε πόνεσα
δειξ’ τους μια θάλασσα ρυτιδωμένη απ’ τον αέρα»
(Αγάπη, Αθηνά Παπαδάκη)


Δεν θα έρθω, Ετιέν.
Δεν μπορώ να έρχομαι πια.
Πίσω μου μια άβυσσος κυλά,
το σπίτι απέκτησε λόγχες ξαφνικά
που με τρυπάν στα χέρια
τα μάτια σου τα τόσο διαπεραστικά
την ψυχή μου ακτινογραφούν.

Δεν θα έρθω.
Μετάνιωσα τις νύχτες που σου αποκάλυψα
τον πύρινο φλοιό μου.
Βρέθηκες εκεί
να σβήνεις τη φωτιά
και να μετράς τα εγκαύματα μετά.
Οι ψίθυροι έφταναν ως την πόρτα
και συ με την κουβέρτα
μ’ έπνιγες
να μη με αποκαλύψεις.
Δεν θα έρθω.

Το πάτωμα
με πίνει λίγο, λίγο
ακροβατώ ανάμεσα
από κομμάτια παζλ
να μη διαλύσω τη ζωή μου.
Δεν έρχομαι, αγάπη μου.

Πάλι θα με ρωτήσεις
κάθε μου σημάδι πού απέκτησα
και τι να σου απαντήσω;
Θα ψηλαφήσεις τους μηρούς, το στήθος, το λαιμό
και κάθε αμυχή θα εξετάσεις.
Πώς να σε αντικρίσω;

Δεν θα έρθω.
Θα προσποιηθώ
πως ξέχασα το δρόμο,
τα φρένα μου ότι έσπασαν στα δυο
και με ταχύτητα αστρονομική
βυθίστηκα στο χάος.





Τσακίζει η αναμονή

«Η ελπίδα μου είσαι, ένα θρύψαλο λύπης για μένα»
(Δελφίνια, Ν. Α. Ασλάνογλου)


Τα χρόνια βαραίνουν το κορμί Ετιέν.

Επικίνδυνα ναρκοπέδια οι ώμοι

αγγίζεις και κρότοι εκσφενδονίζονται παντού, ήχοι από τα
             έσω της ψυχής.

Την αλυσίδα μου την κράτησα σφιχτά δεμένη, χρόνια λυμφατικά, κι εσύ την έσφιγγες όλο και πιο πολύ. Μπέρδεψα την κατάκτηση με την αγάπη Ετιέν. Γιατί εσύ να αλώσεις ήθελες ένα κάστρο − ακόμη και αν έπρεπε να το βομβαρδίσεις. Τι αναχρονισμός! Όλα έγιναν σε λάθος εποχή. Τώρα ποιος να με παρηγορήσει γι’ αυτό που δεν συνέβη; Φεύγεις Ετιέν. Απομακρύνεσαι χωρίς ούτε ένα δάκρυ. Φεύγουν μακριά η θάλασσα, οι ωκεανοί, οι γλάροι. Εσύ. Μένει όμως μια στιγμή −

γιατί οι πράξεις που δεν τελειώσαμε πάντα θα μας απειλούν.






Από τη συλλογή «της μοναξιάς θαλλόφυτα», εκδ. Ρώμη, 2021.

Κυριακή 23 Μαΐου 2021

Αγγελική Ελευθερίου, "Μια άδεια θέση"





Και να ’ναι
Όλη σου η ζωή
Εκείνη η φωτογραφία
Όλη κι όλη
Παραμονή του γάμου σου
Κι εκείνη η άλλη
Που δεν τραβήχτηκε
Ποτέ






Το ’ξερες
Μήπως δεν το ’ξερες
Κι ας είχες ξεκινήσει
Κι ας προχώρησες
Γύρισες πίσω
Με μια χάρη
Με μιαν ευλυγισία ναρκωμένη
Και κάθισες στην ίδια θέση
Σαν και πριν
Κάθισες έτσι
Όπως μπροστά σε μια καινούργια πόλη
Που φτάνεις με καράβι
Ξημέρωμα Γενάρη






Τη χίμαιρα μου
Τη βρήκα
Στα χώματα
Ψάχνοντας
Για κάτι άλλο
Θραύσμα από πηλό
Αρχαίου αμφορέα
Ολάκερη και ολοκάθαρη
Την έχασα
Μέσα στον κόσμο
Πολλά τα λόγια
Εύκολα
Να την ξεχάσω
Να σταματήσω
Να την ψάχνω να
Ωστόσο
Αργά και πού
Μέσα στα χρόνια
— Τελευταία όλο και πιο συχνά
Αισθάνομαι έναν απόηχο βαθύ
Παντού
Μέσα στο σώμα μου
Στο πρόσωπο
Που με χτυπάει
Αλύπητα






Η κλίση σου
Τράβηξε άλλους δρόμους
Μα κάτι ελάχιστο
Και σκοτεινό
Στους ίσκιους των ματιών σου
Που μόνο εσύ εγνώριζες
Κάτι σαν βαθύ νερό
Κάτι που έμοιαζε
Σαν να πεθαίνει κάποιος
Και να μην έχει
Συγχωρέσει






Αυτό το φόρεμα
Ήταν
Νεκρής από χρόνια
Αγαπημένης γυναίκας
Ένας αέρας
Τώρα το φοράω εγώ
Κάθε χειμώνα
Περιμένω τον Αύγουστο
Κάθε Αύγουστο
Μετρώ τα καλοκαίρια της
Και τα δικά μου






Από τη συλλογή «Μια άδεια θέση» (2011).
Πηγή: 
«Αγγελική Ελευθερίου, Τα ποιήματα [1978-2011]», εκδ. Γαβριηλίδης, 2015.

Στην εικόνα: Oreste Pizio, «Träumerei» (1900).
Πηγή για την εικόνα:Wikimedia Commons.

Πέμπτη 20 Μαΐου 2021

Σταύρος Σταμπόγλης, "Τεθλασμένη πόλεως αφή"





ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΑΠΟΣΤΗΜΑ


Το δώμα των τετραγώνων, ανισοϋψής στεριά, πέλαγος
ταραγμένο, όπου σκορπάνε των ψυχών εγκαταλείποντας
κορμί κι αλάτι άνθρακα· της μπόρας λίπασμα· κλειδώσεις
άκανθοι και βρόγχος ξηρασίας οι τριγμοί.
Αμαξοστοιχία υπόγεια τραβάει πίσω της την πόλη απ’ το
ποδάρι· κι αυτή κουτσή βαστά ανάποδα, κρατά
αδιάβαστα τα νέα.
Κι ακούς βήματα πυρρίχιου· νομίζεις.
Έφηβοι μύριοι, στρουθία σε κίνηση ακαθησίας είναι·
ο μυστικός τους πυρετός.
Κι οι επικράτειες των προσφύγων· και οι άκαπνες
ταξιαρχίες μιας νεοανεργίας, καθώς συνθλίβονται
όλα εν μέσω εκβιασμών· ό,τι καλλιεργεί την Επαιτεία·
της αειπαρθένου Αλληλεγγύης θυγατέρα·
μεγάλη η χάρη τους μήτηρ και κόρη.





ΣΥΝΟΙΚHΣΕΙΣ

                                                                του Πάουλ Τσελάν


Η παραλληλία· ένα σύστημα αποκατάστασης πλήθους,
όπου έντομα μηρυκάζουν την αλληλεγγύη, καθώς
η ελεήμων πολιτεία σκηνοθετεί την ανάγκη της.
Οι ελεήμονες· ό,τι υποθάλπει υποσχέσεις του φαίνεσθαι
και η καταστροφή συγκαλύπτεται
στην ασάφεια των εξωραϊσμών.
Η οργάνωση είναι μια ευφυής μετατόπιση χρόνου και
χώρου, ένας κόσμος λαβυρινθώδης, όπου ενισχύεται
η συμμετοχή στην ανισότητα του άυλου.
Θα έλεγα, ακρωτηριάζοντας εκείνο το Ποίημα*,
τον ρυθμό του κλέβοντας, πως: μάστορας
της απόκρυψης είναι ο χειριστής.
Αχ, από καρφί η πληγή· κι είναι
λοξό τo αγκίστρωμα της συντριβής
στα χείλη μου επάνω.
Mε καλοπληρωμένη άφεση
o δρόμος μας για τον παράδεισο έχει στρωθεί.
 
 
 
_________________
* «Η φούγκα του θανάτου»-«Todesfuge», 1944-1945.
Πάουλ Τσελάν.



Από την ενότητα:
A΄. Συνοικήσεις





θ΄
Κυριακή βράδυ.


Ο ήχος των αιώνων έχει φυλακιστεί πίσω από την οθόνη,
το τέταρτο μάτι· αυτήν τη γροθιά επιβολής στο μέτωπο.
Και το τρίτο μάτι απόμεινε χώμα στεγνό· ένα σπήλαιο
από ρίζα ξεριζωμένη, ζωγραφιά ευφάνταστης
πίστης· μια ιδέα έτσι κι αλλιώς.
Αλλά τώρα όλα τα γεύομαι οινοπνεύματα δίχως οίνο και
πνεύμα· καθώς της μέρας επιταχύνεται η εκμετάλλευση·
καθώς εξαντλείται η κίνηση, καθώς εξαντλούμαι
στην αποδοχή των εντολών ευζωίας.
Παγώνουν οι λέξεις αντί να φλέγονται.
Και οι αριθμοί, η άβυσσος της αβύσσου, ελέγχουν
την εξέλιξη· ήχοι αστραπιαίοι να
συνθλίβουν τις έννοιες.
Κάτι σαν σήμανση κινδύνου στις πύλες
των ονείρων τρομοκρατεί τ’ όνειρο.


Από την ενότητα:
B΄. 13 μπαλάντες του bar





ΑΚΙΝΗΣΙΑΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ


Το κόκκινο φεγγάρι ανεβαίνει, άνοιγμα κατευθείαν
στο πάθος της αβύσσου, ώχρα, παλιόκρασο του γάμου
στο εικονοστάσι της παστάδας.
Φλεγόμενο φιλί της μνήμης αναστατώνει τη μοναξιά.
Μία φωτογραφία, στιγμιαία στάση φωτός, ανακουφίζει
την αβεβαιότητα της οπτικής.
Οι ταχύτητες, οχήματα μεθυσμένα· το ένα παραπατάει
πίσω απ’ τ’ άλλο. Ένας επιτυχημένος εμπρησμός κάθε
μεσημέρι· φόρτωμα με νοθευμένους χρόνους· όπου
οι φλεγμονές της πόλης φλέγονται· το σαράκι
του οιωνεί παρόντος.
Ξεγλιστράς κομμάτια· από το κεκαυμένο
των ήλιων, από το απομεσήμερο της κούρασης,
απ’ την συγχώρεση του απόδειπνου.


Από την ενότητα:
Γ΄. Από Λεκανοπεδίου, Εχινάδες





Από τη συλλογή «Τεθλασμένη πόλεως αφή», Κουκκίδα 2021. 

Δευτέρα 17 Μαΐου 2021

Καλλιόπη Εξάρχου, "Τόσο ήθελε το στήθος"




ΣΩΜΑ / ΕΡΩΤΑΣ



III



Και από το σώμα τι;

Τίποτα;

Κι αν απαιτήσει δικαιώματα;

Κι αν μας ρωτήσει

πού ξοδευτήκαμε;

Τι θα απαντήσουμε;

Ερείπια;

Και τότε

εκείνη η νύχτα

με το φεγγάρι

ανάμεσα στις λαγόνες;

Δεν ήταν κυριολεξία;






VII



Δεν θα μάθουμε

ποτέ

με ποιο ένδυμα

θα μας δεξιωνόταν

ο Έρωτας

αν άνοιγε το σπίτι του

Τι θα έσερνε

ξοπίσω του;


Πορφύρα τη βυζαντινή

ή ακάνθινη σινδόνη;

Θα μας ράντιζε αγιασμό

ή όξο;

Κι εμείς

τι;

Παιδιά

ή παραπαίδια;


Τι να λέμε τώρα


Δεν θα μάθουμε

ποτέ

αφού δεν παίξαμε

κορόνα γράμματα

το ανάστημά μας





 

ΣΤΟΜΑ / ΦΩΝΗ



VII



Να συμμεριστώ

μου λες

τους θανάτους

που ράβω σταυροβελονιά

στη θύελλα

της νύχτας

κουκουλωμένη

στα όνειρα

παιδίσκη

άηχη

Να τους καταμετρήσω

επιμένεις

αφού οι αριθμοί

κρατούν τα στατιστικά

του σύμπαντος

γιατί όχι και τα δικά μου

Μήπως να τους κατατάξω

με το βάρος

να δω

ποιος αφήνει τον μεγαλύτερο κουρνιαχτό;


Τελικά

έχει πολλή δουλειά

εκεί κάτω

στο πέτρινο

το προπατορικό αλώνι






ΑΚΡΑ / ΔΕΣΜΟΙ / ΔΕΣΜΑ



VII



Τελευταία

τα βήματα

με οδηγούν

σε δρόμους χαραγμένους

συστολή

και ρίγος

Είναι που κόντυναν

τα πόδια μου;

Απάντηση

δεν έχω

γιατί

εκεί

πατώ

εκεί

συστρέφομαι

όπου ίχνη

απάνεμα

συνένοχα

αρνούνται

να με σβήσουν

απ’ τον χάρτη






ΕΛΕΛΕΥ



ΙΙ



Έτσι, μάλιστα

Να σε κατοικούν

όσοι

δεν θέλουν

να σου αλλάξουν

πόρτες

και

παράθυρα





ΙΙΙ



Είναι κάποιοι άνθρωποι

που δεν λησμονιούνται ποτέ

Αφήνουν το φως ανοιχτό

για να μη χάνουμε τον δρόμο







Από τη συλλογή «Τόσο ήθελε το στήθος», Σοκόλη 2020.