Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2023

Κατερίνα Γκιουλέκα, "Επιλογή μοναξιάς"





ΕΠΙΛΟΓΗ ΜΟΝΑΞΙΑΣ


Εκτός από τη μούρη μετράει, ξέρεις, και η μοναξιά
η αίσθηση της έκθετης
η νοσταλγία της εκτεθειμένης
βασικά συνειδητοποίησα ότι είχα πάθει
επιλογή μοναξιάς
−αν κανείς μπορεί να στρώνει έννοιες όπως
η επιλογή στο τραπέζι−
ξεμπροστιάστηκε η ψευδαίσθηση της τέλειας σύζευξης
την επανέλαβα λοιπόν με όρους πλέον μη συγκάλυψης
αυτομόλησα στην αγκαλιά σου
τα μάτια διάπλατα ανοιχτά
δεν γίνεται ούτε χρειάζεται
να μας αρέσουν οι ίδιες σοκολάτες
αλλά το πρόβλημα δεν επικεντρώνεται σ’ αυτό
ενοικεί στην εγκατεστημένη προδιάθεση της ορφάνιας
το ότι μετά πέφτεις στην παγίδα δε πα να πει
πως ούτε καν το είχες ήδη αντιληφθεί
μη και σου πω με νομοτέλεια προσχεδιάσει
τα πάθη κουκουλώνονται εύκολα με ρουτίνα
ουαί μη και δε σε φτάσει το πάπλωμα
η νύχτα γεννά μετά την γενιά των ονείρων
δεν παίρνει την άδεια κανενός
τη μέρα κρύβεται πονηρά στις παραπραξίες
μετά ζητά τις απολαύσεις της κουμπελίδικες
αν τη ρωτήσεις το γιατί απαντά με στίχο
−χωρίς παράπονο−
Δεύτερη ζωή δεν έχει


                                                        Κατερίνα Γκιουλέκα




(Με πλαγιογράμματη γραφή ο καταληκτικός στίχος από το ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη «Το Παράπονο»).




Βιογραφικό
Η Κατερίνα Γκιουλέκα γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Πολυτεχνείο του Μονάχου και ασκεί την αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, έχοντας την τιμή να έχει τύχει διακρίσεων.
Είναι συντάκτρια και εικαστική επιμελήτρια του ιστολογίου “Μηχανικό Μολύβι – (αμήχανες) ιστορίες και στίχοι διά δικτύου”, όπου αναρτά αποκλειστικά δικά της κείμενα και στίχους. Συμμετοχές της με το ψευδώνυμο Πουπερμίνα (Μηχανικό Μολύβι) έχουν δημοσιευθεί στα ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά και ιστολόγια: Φρέαρ, Bibliotheque, Με ανοιχτά βιβλία, fractal, Diastixo, Ποιητικοί διάλογοι, Μονόκλ, τοβιβλίο.net, Το Κόσκινο, Deyteroς, Ologramma κ.α., καθώς και στα έντυπα περιοδικά ΑΠΙΚΟ και ΑΝΩΝΥΜΩΣ.
Η πρώτη της εκδοτική απόπειρα έχει δρομολογηθεί .




Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: Paul Schad-Rossa, «Dancer» (Irene Sanden zu ihrer Herbstbachanale),
oil on canvas, 1910.
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2023

Κώστας Ταχτσής, "Ποιήματα"





ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ


Το πλοίο μας σαλπάρισε. Σιγά-σιγά
θ’ αφήσουμε τώρα και το λιμάνι. Ο ήλιος
βυθισμένος στον ορίζοντα, χρυσίζει
για στερνή φορά, ποιος ξέρει, τη γη
όπου πρωτόειδαμε το φως του. Σε λίγο
η απόσταση και το σκοτάδι ίσως για πάντα
θα τη σβήσει. Φεύγουμ’ απ’ την ανόητη
κατακραυγή του κόσμου. Σ’ αυτό τον τόπο
οι άνθρωποι δεν ξέρουν να εκτιμήσουν
τους λεπτοτάτους στίχους μας. Τους θίγουν,
ισχυρίζονται, τ’ αθώα μας καμώματα,
δε βλέπουν, δεν το νιώθουν, πως τα καμώματα
αυτά είναι των στίχων μας η αιτία.
Μακριά από την ενοχλητική μας παρουσία
ίσως τους στίχους μας καλύτερα εκτιμήσουν
ίσως μεγάλους ποιητές μάς πούνε κιόλας.
Μα προ παντός, στα ξένα εκεί –οι ξένοι
είναι πάντοτε επιεικείς στους ξένους–
πιο λεύτεροι, πιο ξένοιαστοι
στις μυστικές συνήθειες θα δοθούμε.

Τι γρήγορα που νύχτωσε. Δεν μπορεί πια κανείς,
μ’ αυτή την ψύχρα, στο κατάστρωμα να μένει.
Γη της πατρίδας, γη αγαπημένη, καληνύχτα.





ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ Σ’ ΑΥΤΟΧΕΙΡΑ


Πήρε μια σφαίρα και τη φύτεψε
σε μια γλάστρα άδεια
του ’χανε πει ότι ο θάνατος
βγάζει ωραία λουλούδια.





ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ


Είμ’ ένα άστρο, μια τρίχα στο κεφάλι του θεού, θα πέσω, στο λαιμό φοράω ένα ποίημα, προτού προλάβει να θερμάνει τις καρδιές μας θα σβήσει, αισθάνομαι τα κόκαλά μου να τρίζουν κιόλας από ανεξήγητες επιθυμίες, μα σωπάστε και θυμηθείτε τα μάτια του, να ζήσω μεσ’ τις τούφες των μαλλιών, στα δάχτυλά του ανάμεσα, εκεί που ενώνονταν με τα δικά σας, μέσα στο σκοτάδι, τα μάτια του, τα μάτια του να λάμπουν σαν φανοί αυτοκινήτων που ’ρχονται καταπάνω σου, και τίποτα να μην ακούγεται, ο θόρυβος κι οι διαφημίσεις του κορμιού να μην υπάρχουν –cette rumeur-là vient de la ville– τίποτα παρ’ αυτός κι εγώ, σε μια βεράντα, το καλοκαίρι.





Η ΖΩΗ ΜΟΥ


Μια μπάλα υπήρξε η ζωή μου
κλώτσ’ από δω
κλώτσ’ από κει
γκολ! γκολ!!!
το χάσαμε το παιγνίδι.





ΔΕΝ ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ


Μια μέρα θα με πουν φακίρη
μεσ’ απ’ το στήθος μου έβγαλα κόκκινα περιστέρια
μεσ’ απ’ τα μάτια μου καπνό
πέρασα ξίφη στα όνειρά μου
διέπραξα κλοπές δι’ υποβολής
από αγάπη, σας τ’ ορκίζομαι, από τύψεις ίσως
μια μέρα θα με πουν ομοφυλόφιλο
εκείνον ευγενή κι ομοφυλόφιλο
εμένα πονηρό απλώς
θα με πουν οχιά: έναν κοινό προδότη!
εμπρηστή!
οι τίμιοι συμπολίτες μου
θα ’ρθουν και θα κοπρίσουνε στον τάφο μου (εικονικόν)
μα τα παιδιά τους – α, οι έφηβοι!
αυτοί θα μ’ αναστήσουνε, και θα με πούνε ποιητή
ΔΕΝ ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ





ΣΟΝΕΤΟ


Πολλές φορές την ώρα που νυχτώνει
παίρνουμ’ αργά των ουρανών το δρόμο
ντυμένοι σ’ ένα πάλλευκο σεντόνι
κι αγγελικά φτερά στον ώμο.

Τι ωραία που είχαμε χτες δυο φίλοι τάξει
προορισμό μας τ’ άστρο των ερώτων.
Μα, πριν καν απ’ τη γη έχουμε πετάξει,
μας άφησεν η δύναμη των πόθων μας των πρώτων.

Έτσι συχνά οι στίχοι μας γυρνάνε
απ’ της κορφής τ’ ανέβασμα και πάνε
να ξαποστάσουνε στη ρίζα του βουνού

απ’ τ’ ανεκπλήρωτά μας πάθη διψασμένοι.
Έχει μια κρήνη, μα είναι στερημένη −
και πίνουμε τα δάκρυα ο ένας τ’ αλλουνού.





ΕΛΑΣΣΟΝ


Κανένα σύννεφο δεν πέρασε
καμιά φωνή δεν ζήτησε βοήθεια
η απελπισία του τόπου αυτού εκφράζεται
πιο ζωντανά με τη σιωπή
και το πολύ πολύ τον ψίθυρο
του σκοταδιού που πέφτει πέφτει
(στις ψυχές μας!...)





Από το βιβλίο «Κώστας Ταχτσής, Καφενείο "Το Βυζάντιο"» (Συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων), Εκδόσεις Ψυχογιός, β΄ έκδ. 2021.



Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2023

Θανάσης Κωσταβάρας, "Ποιήματα"





Το τέλος του ποιητή


Πώς πέφτει απόψε ένα άλλο φως
πώς όλα χάνονται στο βράδυ
κι είναι η ζωή μου ένα σκοτάδι
και τα όνειρα μου ένας καπνός.

Ποτάμι που τραβάει αργά στη δύση
φύγαν τα χρόνια μου νερό
μα τίποτα δεν αναιρώ
απ’ όσα «ανάρμοστα» έχω ζήσει.

Και μες στην κόλαση του ΕΔΩ
ακούω βιολιά του Παραδείσου
στο Α της άπατης Αβύσσου
ως μαύρος κύκνος τραγουδώ.

Και είμαι έτοιμος ν’ αποχωρήσω
στέκω στην άκρη του γιαλού
κι έχω να πάω κάπου Αλλού
κάπου όπου δεν υπάρχει πίσω.

Πέρα απ’ τα ωχρά Σημερινά
και πριν απ’ τ’ άγια Περασμένα
εκεί που τ’ άστρα είναι σβησμένα
κι ανθούν τα λόγια σκοτεινά

Κιόλας διακρίνω τον βαρκάρη
βλέπω μπροστά μου το Μετά
και την ψυχή μου να βουτά
σε νύχτωμα χωρίς φεγγάρι.

Ταξίδι δίχως γυρισμό
φεύγω για τ’ άδυτα τ’ Αγνώστου
πνίγοντας το αχ του άγριου νόστου
σ’ έναν γριφώδη λυρισμό.

Σε στίχους μαύρους και πικρούς
στίχους που δεν θα ξανακούσω πάλι
αφού μέσα στο άδειο μου το κεφάλι
δεν θα’ χω εικόνες και ρυθμούς.

Και τα τραγούδια μου χαμένα
σαν φύλλα σκόρπια και ξερά
μα όλα αυτά τα θλιβερά
θα είναι αδιάφορα για μένα.

Θα ’χω απ’ τον κόσμο αποκοπεί
σ’ ένα ύπνο δίχως να κοιμάμαι
θα βλέπω φαντάσματα και θα ’μαι
μία σιωπή μες στη σιωπή.

       (περ. Μανδραγόρας, τεύχος 37, Οκτώβριος 2007)





Λίγο πριν από την αναχώρηση

Ι

Αναζητώντας
την τέλεια ομορφιά
ένιωσα
(νιώθει κανένας μέσα του)
βαθιά
το ρίγος του θανάτου.
Πέρα απ’ το θάμπος του Έρωτα
πριν απ’ το μέγα σκότος
σε ώρα μυστική, αναδύεται
η φοβερή αποκάλυψη.
Είναι όμορφη και είναι σκληρή η ζωή.
Η Αγάπη ακόμα σκληρότερη.





Μέσα σε φύλλα σ’ έφερα πάλι κοντά μου


Μέσα σε φύλλα σ’ έφερα πάλι κοντά μου.
Μέσα από πράσινα κύματα.

Δεν είχες λόγια κι άνθη στ’ αρμυρά σου βλέφαρα.
Δεν είχες νοτιάδες στα μαλλιά.
Βρύσες τα μάτια σου άνοιξαν
γεμίζοντας τις παλάμες μου.

Μέσα σε φύλλα σ’ έφερα πάλι κοντά μου.
Πλάι στη μεγάλη τη θάλασσα.

Ακούγοντας μέσα στο αίμα σου
τα φωτεινά καράβια σου ν’ αρμενίζουν
μ’ ανοιγμένα όλα τους τα πανιά

Μέσα σε φύλλα σ’ έφερα πάλι κοντά μου.





Το ημερολόγιο τής αυριανής εξορίας


Έψαχνα μέσα στις λύπες μου, να βρω τ᾿ αρχαία φτερά μου.
Μα στα όνειρά μου χιόνιζε πάντα.

Κι ήμουνα μόνος στον κόσμο.
Ήμουνα μόνος κι απελπισμένος
σ᾿ έναν κόσμο που περνούσε πλάι μου αδιάφορος.

Όπως όταν περνάει μέσα στη νύχτα ένα πλοίο κατάφωτο.
Με τις ορχήστρες του στα σαλόνια να παίζουν.

Κι έτσι, αργά και σίγουρα κι επιβλητικά
περνάει πλάι σ᾿ έναν ναυαγισμένο και χάνεται.





Πηγές:
- https://www.poeticanet.gr/
- Περιοδικό Μανδραγόρας
- Πολύτροπος Ανήρ - Ανθολογία Ελλήνων ποιητών του 20ού αιώνα, Ζήτρος 2023.
 

Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2023

Κώστας Θ. Ριζάκης, "φάτσα φόρα"





φάτσα φόρα


αν τη στιγμήν εκείνην την από στίγματος
μοιραία παλιοστιγμήν προλάβαινες να
στρίψεις δεν ίσως θαν την έβλεπες σωστά
αλλά την είδες συγκρουστήκατε πρόσωπο
μ’ άλλης πρόσωπον όπως σε παραμύθι δοτόν
το γλυκερά περίπου ετοιματζήδικον άρεσ’
εδώ επί δύο λοιπόν ε ναι τ’ όποιον αποδοχής
ναι (ε)συνέστησεν «κατάσταση» βούλιαζεν όμ-
μα σύνηθες το επαναβιωμένον διήρκεσεν δε
 
ώς την στιγμήν που η γκαζιά ενέδωσεν στο δράμα
                                                                 να στριγγλίσει



                                                Κώστας Θ. Ριζάκης




Ο ποιητής Κώστας Θ. Ριζάκης (Λαμία, 1960) εξέδωσε δεκαπέντε συλλογές, τη μία συγκεντρωτική (των εξ πρώτων ‒ γ΄ επαν. Κουκκίδα 2020). Διηύθυνε ή και συνδιηύθυνε επτά έως τώρα (σε εννέα εν συνόλω περ.) λογ. περιοδικά. Επίσης, επιμελήθηκε περί τα 200 βιβλία (ιδία ποιητικά), αρκετά αφιερώματα σε έντυπα άλλων, καθώς και τιμητικούς τόμους σε μορφές (Κ.Ε. Τσιρόπουλο, Γ. Πέγκλη, Μ. Μέσκο, Ο. Αλεξάκη, Σ. Σαράκη, Ζ. Σαμαρά, Β.Π. Καραγιάννη, Γ.Χ. Θεοχάρη, Δ. Αγγελή ‒ τα τελευταία 2 υπό έκδοσιν) τής λογοτεχνίας μας. Ενασχολείται δε και συνεχίζει, με τη σύγχρονη γυναικεία γραφή (Ζ. Δαράκη, Λ. Παππά, Μ. Καραγιάννη, Κ. Κούσουλα, Χ. Κουτσουμπέλη, Έ. Λάγκε, Έ. Κορνέτη, Ν. Κεσμέτη, Κ. Ρουκ, Μ. Κουγιουμτζή, Α. Μπακονίκα, Ά. Γρίβα, Δ. Δημητριάδου, Ν. Χαλκιαδάκη). Πρόσεξε πολύ όσους νεώτερους άξιους. Τελευταία του συλλογή (με τον Σταύρο Σταμπόγλη) η, πυξίδα ουρανομήκης, εκδ. Παρέμβαση 2023. Έχουν γραφεί και εκδοθεί πολυάριθμα μελετήματα για το ποιητικό του έργο.




Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: Claude Monet, «Waterloo Bridge» (Sunlight Effect), 1903.
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2023

Χριστίνα Καραντώνη, "Εργοστασιακή ρύθμιση"




 
Εργοστασιακή ρύθμιση


Παγκόσμιος ο χάρτης
απορροφητικός λίαν
τράβηξε αιμάτων τις λίμνες
το σύνολο ρούφηξε των ατμών

Υπερασπίζεται ‒γράφει η ούγια‒
το status quo όποιο κι αν είναι
Δεν ψάχνει αν πρώτα η κότα
το φίδι ή το αυγό


                                                           
     07.10.2023
                                               Χριστίνα Καραντώνη




Η Χριστίνα Καραντώνη γεννήθηκε στην Αμαλιάδα το 1959 και ζει στην Πάτρα. Έχουν εκδοθεί οι ποιητικές συλλογές της, Κοινοτυπίες (Πλέθρον, 1989), Ακόμα χρόνος (ΑΩ Εκδόσεις, 2011), Πάθη συμφώνων (Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2014), Σε κλοιό σώματος (Εκδόσεις του Φοίνικα, 2016), Παρακειμένων Εκείνων (Εκδόσεις του Φοίνικα, 2019), Από βροχή σε βροχή (Το Ροδακιό, 2021) και η μελέτη της Νατάσα Κεσμέτη: Ευλόγως η χαρά (Κουκκίδα 2022). Ποιήματα και κριτικά της δοκίμια έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους. Εικονογραφώντας (ζωγραφική - φωτογραφία) επιμελείται εικαστικά, βιβλία ποίησης και λογοτεχνίας καθώς και περιοδικά.



Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόναSeymour Fogel, «Industrial Life (mural study, old Social Security Building, Washington, DC)».
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2023

Ελένη Βακαλό, "Η έννοια των τυφλών"




 
Τις πρώτες ώρες που περνάνε
στο ποίημα οι τυφλοί


–Απ’ το ημερολόγιο του ποιήματος– 
Με τοποθετούνε σ’ ένα δωμάτιο
Τ’ ακούω από τον όγκο της σιωπής πως δεν είναι ακόμη η απέραντη νύχτα
Όταν θα βγω από την πόρτα του σπιτιού χωρίς κανείς αυτό το βήμα μου να το προλάβει
Κάποτε θα βρω ορθάνοιχτη την πόρτα του σπιτιού, θα βρω που είναι, όπως σύρριζα στον τοίχο αγγίζοντας ένα-ένα τα πράγματα κι αλλοιώνοντας τις διαστάσεις τους τα γνωρίζω
Περισσότερο υποθέτω πριν έρθει το πουλί σα ρολόι σημαίνοντας τ’ όνομά τους
          συμπληρωμένο
–το πουλί έχει μείνει σα σχήμα κι εγγράφεται στην ύλη τους, στο σίδερο ή στο ξύλο–
υποθέτω πως θα ’ναι τ’ άνοιγμα για την έξοδο ίσως αυτή τη φορά κάπου κοντά μου
 
Ο φόβος ή ό,τι είχα μάθει να λέγεται υπερηφάνια μ’ απελπισία καλεί τ’ άδειο πουλί
          που τότε έρχεται σαν ησυχάσω;

Θα φύγει πρώτο
και στη νύχτα όταν βρεθεί απλωμένο, θα πάρει σάρκα στις φτερούγες του, τα φτερά
          θα είναι μέσα της ριζωμένα, στο στήθος του θα είναι το πιο ζεστό βάρος,
κι ο λαιμός του τεντωμένος σχηματίζοντας εκείνες τις δυο αληθινές τραβηγμένες πέτσες
ταξιδεύοντας πάλι με τη φωνή των άλλων πουλιών, του γρήγορου αίματος θα γεμίζει
          στην πλημμύρα της νύχτας
Γιατί πριν να βουλιάξει αυτή η τελευταία μας νύχτα
Η άπειρη
Τη λαβή των μεγάλων συγκρίσεων
Όταν πάνω μου φώναζαν τα ωραία πουλιά
Τα ερείπια σκεπάζοντας
Και τα ψάρια νεκρά παρασύροντας
Με το σώμα τους τα πουλιά
Σαν ακέραιο σχήμα οδηγούμενο
Τρωκτικά και ψάρια μαζί
Έγχρωμα ακόμα στων πλευρών τους τα πλάγια
Οδηγούσαν
Ήταν όπως κατάλαβα μόνο αργότερα πουλιά τρομερά
Απ’ τα μάτια μου αρχίζοντας να ραμφίζουν
Τους κρωγμούς των πουλιών ποιοι θυμούνται
Θα μάθουν τι εσήμαιναν τα πουλιά


Κι απ’ των παιδιών τα γόνατα σαν πέτρες στο ποτάμι χώριζε που έτρεχε νερό
Ποια στην καρδιά μου η θέση του μίσους;





Πρέπει οι τυφλοί να λένε συχνά
στα παιδιά παραμύθια


Στο υπόγειο που ανάμεσα στις στοές του από άλλοτε των σπιτιών τα θεμέλια είναι
          ένα χτίριο
Μαζεμένο λαβωμένο στην πιο σκοτεινή γωνιά βρίσκεται κι απ’ τα πόδια του στάζει αίμα
Κι όσο τρέμει απ’ τον πόνο στο κρέας του τα σκληρά του τα λέπια ανοίγοντας
Το πονάν ολοένα
Κι έχουν φυτρώσει γένια στο πρόσωπο του από τότε
Που ένας λαός με θυσίες πηγαίνοντας και με λάβαρα και σε κύματα μουσικής
          πλημμυρίζοντας άγρια
Το κεφάλι του άφησε στο βωμό
Και στη θέση του έβαλε, στους σφαγμένους του ώμους, το κεφάλι ενός άντρα
Μουσκεύει τώρα με δάκρυα αληθινά τα μακριά του τα γένια
Ακούει πάνω απ’ τη γη τον άνεμο και μακριά απ’ το λιμάνι της πόλης το κύμα
Είναι η ρίζα της πυρκαγιάς που φοβήθηκε κάποτε με τα δάχτυλά του καμένα
Κι όπως γέμισαν τα φτερά του σκορπίζοντας τότε τ’ άκουσε που καιγόνταν
 
 
Είναι πουλί φαγωμένο, σαράκι το έφαγε, παλιό παλιό το είδωλο μου
 
 
Κι αν γέμισε αυτό το ποίημά μου φτερουγίσματα
Είναι γιατί τα πουλιά τ’ ακούς
                                                                              Δεν τα βλέπεις μόνο
Θ’ αρχίσω τώρα να στέλνω εγώ
Από μια νύχτα
                           πουλιά
 
 
Ήταν το σκότος κι ο βουβός ο μεγάλος ο θρόμβος του άνεμου που όταν στέκεται
          περιμένοντας είναι ο ίδιος πυκνός βασιλιάς
Κι είχα να πάω στην πρεσβεία των ασύδοτων τότε εγώ εκεί όπου
διαβλέπεις δεν αισθάνεσαι πριν να ’ρθει ο καιρός
Κατεβαίνει στα γόνατα του καθήμενου, του εκτός κεραυνών κι
υπεράνω βροχών, καταφεύγει στον γνώριμο του λευκού και
του μαύρου, το άγριο πουλί
 

          Κατέφυγα στα απρόσιτα όπως λαός εν διωγμώ
 

Μα ήταν
                 ένας
                          καιρός
                                       που τα κόκκαλα, σκελετοί μεγάλοι
των ζώων και των πουλιών, φέγγανε σ’ όλο το μήκος τους απλωμένοι
          ώς την αιχμή των φτερών
                                                         ευσταθείς και μετέωροι
σαν άρματα ευρύχωρα ψηλά ανεβαίνοντας πάνω απ’ τη μάχη των εισβολών
 
Κι ήταν ο αιώνας σε κόπο
Η περιδίνηση στάχτης και σκόνης
Τ’ αλάτι ξερό
Αρθρωμένοι σωροί το καθήμενο βάρος τους
Το βουλιάζαν αργά στον πηλό

Το θυμάμαι,
                       Τα μετέωρα μεγάλα πουλιά
διέσχιζαν τότε το σώμα τους
ταχύτατα φεύγοντας περνούσαν έξοδοι ελαφιών
Οι ενταφιασμοί
                             –πόσοι–
                                              δέντρα και σκοτεινά ζώα
κι όπως τους κυνηγούσαν νεογέννητα στη ρίζα τους αφησμένα

Τινάζονταν όλος ο αέρας
Ώρα σα φυλλωσιά τρέμοντας
Σα φυλλωσιά μυρίζοντας
Κι από κάτω κλείνονταν στο χώμα μαζί του
Φωλιές και ψυχές πολλών μικρών ζώων





Το περιστέρι μου

Τα πούπουλα περιβρέχονται το αίμα ζεστά
Λιγάκι καμιά φορά ανοίγοντας το παράθυρο
                                                                                  Αλαφριά
Τ’ αγέρι που φεύγει ένα το παίρνει
Στα χόρτα ακουμπάει μετά της δροσιάς
                                                                      Και απόπεμπτο
Με κείνη τη ζέστη του φτεροκοπάει ο θάνατος
Κι ακόμη, δεν ξημέρωσε καλά καλά.






Η έννοια των τυφλών


                                                                         – Απʼ το ημερολόγιο των τυφλών –

Απλώθηκε σα σκιά απειλής και ησυχίας μεγάλης, όταν μέσα της βρίσκεσαι
          και δεν έχεις να λες
το «πότε πια θα ’ρθει»
Εφηβεία καινούργια με χλόη που μαύρη, τώρα καθώς το μπορούσα κατάματα
          να βλέπω τον ήλιο, στις παρυφές του φυτρώνει

Κι όπως τότε που έρωτα περιμένοντας την καρδιά μου φοβόμουν
Πολλά γύρω μου κι αόριστα κι ακοές πιο ωραίες
Όπως πάντα πλησιάζοντας τη σιωπή και οι ψίθυροι και τα νεύματα που διακρίνεις

Όλα μοιάζαν πως χάνονταν κι όλα τότε ξανοίγαν
Νοσταλγία αργής μεταμόρφωσης συνοδεύει το ποίημα
Γιατί τάχα πώς να βρεθήκανε οι επιθυμίες στο ποίημα και τα άλλα που τον
          θάνατο ετοιμάζουν;

Αυτά ένας συλλογισμός βαθύς τα αναπαύει


Ζώνες που αστράφτουν έρημες κι απρόσκοπτος ο αέρας τους περνάει από τη γη


Με το γυμνό κεφάλι του και τις μικρές ψιλές φωνές, τις γρήγορες
Του λάρυγγα
Διασχίζοντας –τι γρήγορα– τις ζώνες του καιρού
Όχι με μιας
Με πάλεψε, σ’ όλο το σώμα μου έσκαψε για τα όμοια του φωλιές
Κι έγινα κατοικία άγριων πουλιών
Στη μέση ερημιάς


Τώρα εκεί θα κατοικεί τ’ ωραίο πουλί
Σ’ ένα κουβάρι συνωστίζεται αναπνοής
Το τρωκτικό των θεμελίων




Ποια χάραξε στα χείλη μου η λέξη αμυχή


Ήταν δίχτυ ψυχών τα πουλιά, ήταν παγίδες, δεν άφηναν ανοιχτό ουρανό






Από τη συλλογή «Η έννοια των τυφλών» (1962).
Πηγή: «Ελένη Βακαλό, Το άλλο του πράγματος [Ποίηση 1954-1994]», Νεφέλη 1995.

Πηγή για την εικόνα: Βιβλιονέτ.

Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2023

Άννα Γκασνάκη, "Αγάπη άδολη"




Κούρος


Κουβαλά ιστορίες αιώνων στο στιλπνό κορμί του.
Αγέρωχος, μειλίχιος
θηριοδαμαστής αόρατων διενέξεων.
Ατενίζει το άπειρο.
Αντιστέκεται στου χρόνου τη φθορά
μαρτυρώντας το φαινομενικά αψεγάδιαστο φρόνημα
της εποχής του.
Κούρος της νίκης
της υγιούς άμιλλας
της αδιαφιλονίκητης ομορφιάς.
Παλλόμενη ύπαρξη σιωπηρών αντανακλάσεων.





Πίνακας ανακοινώσεων


Στον πίνακα ανακοινώσεων αναγράφουσες αλήθειες
σε ατελείωτες λίστες ασπρόμαυρων ειδήσεων.
Όχλος σε παράταξη.
Αναμονή.
Πετάρισμα των βλεφάρων.
Αναζήτηση ελπίδας.
Φτερούγισμα.
Παύση.
Κεφάλι σκυμμένο στου κατήφορου την καταχνιά.
Ελπίδα διαγεγραμμένη με σκόνη απογοήτευσης.

Στου δρόμου τη γωνιά.
Σε έναν τοίχο.
Λέξεις, πολύχρωμα χαραγμένες.
ΑΔΙΕΞΟΔΟ.
ΑΛΛΑΓΗ ΠΟΡΕΙΑΣ.
ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΣΥΝΕΧΕΙΑΣ.

Το όνειρο δε χάθηκε.
Άλλαξε οδό.





Αισιοδοξίας σημείωμα


Αισιοδοξίας σημείωμα.
Σε πανό στους δρόμους του μέλλοντος.
Σε πλακάτ στις στρόφιγγες μετεωριτών.
Σε παλάμες ξεδιπλωμένες σε πρόσωπα αγνά.
Στις γειτονιές που σείονται από παιδικά χαχανητά.
Στου ελληνικού καφέ τις φουσκάλες.
Σε ροζιασμένα δάχτυλα ηλικιωμένων
που μπλέκονται στον απογευματινό περίπατο.

Στις αγκαλιές που λαχταρά ο κόσμος τούτος.





Σαν όνειρο


Μου χρωστάς κάτι απομεσήμερα.
Ξαπλωμένα στης κουπαστής τη γαλήνη.

Τα δάχτυλα κόκκινα
απ’ του κερασιού το άγγιγμα.
Η ανάσα καυτή
από του ήλιου τη φλογισμένη λάβα.

Ξαπλωμένοι στην αιώρα.
Μεθυσμένοι από του τζίτζικα το επίμονο τραγούδι.
Ιερή η ώρα της σιωπής.
Να παλεύουν τ’ ανείπωτα να βρουν τις λέξεις.
Να μάχεται η ψυχή να ξεδιπλώσει της αλήθειας το σεντόνι.

Γύρισες απρόσμενα.
Ίσα που τα χείλη σου ακούμπησαν τα δικά μου.
Υποσχέσεις που δόθηκαν.
Άλλες που δεν τηρήθηκαν ποτέ.

Αν ποτέ ξεφύγεις από της ζωής τη ρότα,
τριγυρίσεις σε όνειρα αλλοτινά,
θυμήσου την αιώρα.
Το γλυκό απομεσήμερο.
Το τραγούδι του τζίτζικα.
Το ρυθμό της καρδιάς.

Να ξαποστάσει ο λογισμός.
Αγάπης καταθέσεις.





Τετραδίου χαρακιές


Φωνηέντων παρέλαση
σε σειρά γραμμάτων
παρατεταγμένων ανέμελα
σε γραμμές μουχλιασμένων τετραδίων
σαν νότες του πενταγράμμου
οργιαστικά λικνιζόμενες
σε έναν ρυθμό που μυρίζει ναφθαλίνη.





Από τη συλλογή «Αγάπη άδολη», Εκδόσεις Αρχύτας, 2023.

Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2023

Μαργαρίτα Παπαμίχου, "Η επέμβαση"






Η επέμβαση


Το παρελθόν της
ήταν ασθενής υψηλού κινδύνου
με αιμορραγικά επεισόδια παρατατικών
Χρειαζόταν άμεση επέμβαση
Πρώτα ξεκίνησε από την καρδιά
Έκλεισε τις αρτηρίες
να μην περνάει από κει συναίσθημα
να βράζει το αίμα
να ξεχειλίζει στο πάτωμα και στα σκαλιά
να γλιστρά ο μόχθος στην τελική στροφή
Έπειτα έραψε τα δάχτυλα
να μην σκαλίζουν στάχτες
και να καίγονται στις σέπιες
Στα πόδια βίδωσε μιαν άγκυρα
να μην τσαλαβουτά στα λασπόνερα της μνήμης
Τα αυτιά
τα σφράγισε με άμμο
να μην ακούει τι λέει το παρόν
και να τα ξερνάει στο μέλλον
Ένα κοχύλι σιωπηλό
για στόμα
του άφησε μόνο.
Να βάζουν το αυτί τους οι περαστικοί ν ακούνε μόνο κύμα.



                                                                              Μαργαρίτα Παπαμίχου




Η Μαργαρίτα Παπαμίχου γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Είναι εκπαιδευτικός, εμψυχώτρια θεατρικού παιχνιδιού. Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, ποιητικές συλλογές, ιστοσελίδες ποίησης και ποιητικά ημερολόγια. Το 2021 εξέδωσε το πρώτο της ποιητικό βιβλίο με τίτλο «Μπλε ξαφνικό» (εκδ. Όστρια).




Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: Adriaen Coorte: «Still Life with Two Large and Four Smaller Shells» (1696).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.