Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2019

Νίκος Καρούζος, "Λευκοπλάστης για μικρές και μεγάλες αντινομίες"




ΑΙΦΝΗΣ


Αυτό που λέμε όνειρο δεν ειν’ όνειρο
και η πλατειά πραγματικότητα δεν είναι πραγματική.
Κάπου γελιέμαι μα εκεί κιόλας υπάρχω απόλυτα,
σαν το σύννεφο π’ αλλάζει στα νωθρά δευτερόλεπτα
όντας μονάχα η ακάλεστη μεταμόρφωση.
Κανένα λιοντάρι δεν παραγνώρισε το θήραμα
και η πάπια δεν έπαψε να πιπιλίζει τη λάσπη.
το χταπόδι βγαίνει απ’ το ρηχό θαλάμι του με γαλαζόπετρα
στα ξέφωτα η τίγρη λησμονιέται ανεπίληπτα.
Νυχτώνει και σήμερα. Η αγωνία
λέει πάλι: θα βοσκήσω το μαύρο.





Η ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΠΕΙΛΗΣ


Έχουν αρχίσει να με κυκλώνουν επικίνδυνα οι ώρες.
Ακούω τα φυλλώματα σήμερα
γινήκαν ανήσυχα χορικά.
Πρέπει να ζήσω τις αντίστροφες δυνάμεις.
Ω καρδιά μου − τρομαχτικότερη σελήνη!





ΡΩΜΑΪΚΗ ΟΠΤΑΣΙΑ

                        εν τω τηρείν τον ένδον δαίμονα ανύβριστον και ασινή
                                 ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ, Εις Εαυτόν, βιβλίο Β 17


Ωραιότερος απ’ τα ναυάγια των ήλιων
ο απλός αυτοκράτορας ενώ
τα μάτια του σχεδόν ερωτευμένα
και πρόθυμα στον άσχετο κίνδυνο μιας εκστρατείας
κερνούσαν έξω απ’ τη σκηνή του
τη μοίρα δίχως τάραχο και την αθώα σκέψη
να μην τον εύρει σε μικρότητα ο θάνατος
όπως οι άγγελοι διαγράφονταν παγεροί μεσ’ στον κόσμο
χωρίς άλλο ένδυμα, μονάχα την αυγή φορώντας
− εκείνη τη σοβαρότητα εκείνο το χρώμα!
μιλούσε με τα λίγα δάκρυα του κι όπως
ο ήλιος ανέβαινε στην καμπύλη
σιγά-σιγά τα στέρεψε.
Η Ρώμη γινότανε μέσα του σαν ένα σβωλαράκι
τα χρόνια μάζευαν οδυνηρά
καθώς τα στρείδια στο λεμόνι.
Ποτέ δεν τον ένιωσαν, αλήθεια,
οι λεγεωνάριοι που ’χαν συνηθίσει
τόσον καιρό στη σφαγή και στον πονόδοντο
με σκονισμένα μάτια
με σπασμένα νεύρα.
Αίφνης ένας παλιός αριστοκράτης απ’ του Βρούτου το σόι
μ’ άσπρο κουστούμι και μια κόκκινη βαλίτσα
τον πλησίασε ήρεμα και διαιρώντας
με το χέρι του σηκωμένο ψηλά
την αυγινή σελήνη που ξεθύμαινε
του είπε: «Πώς να γίνει, αγαπητέ μου, διχάζομαι και συ
μου λες πως έχω το παρόν και μόνο.
Μα εκείνος ο γαλάζιος σκαντζόχοιρος
ο ουρανός όταν βρέχει
τα δέντρα που τρομάζουν ολόγυρα
η άκακη χλόη κι αποπάνω τα πτηνά
τούτο το βάρβαρο ρυάκι πλάι μας
τα ξίφη των αγγέλων
η μουγγαμάρα που σχηματίζει τη λάμψη –
κάθε λαχτάρισμα του υπαρκτού με αφυπνίζει
για το μισό που καταπίνει τ’ άλλο του μισό.
Δεν είμαι θάλασσα να λιώσω με νύχτα τη σελήνη
και να την κάνω κομμάτια στα νερά
με νεκρώσιμη γαλήνη περίγυρα
ή με κύματα γοερά
με θρήσκευμα τον πόνο...
Το έαρ είναι άλυτο.
Πώς να διδάξω τη φλόγα στη σταγόνα;
Η αγωνία υπερβαίνει τη ζωή,
γι’ αυτό και αχρηστεύει τις απολαύσεις.
Αχ, τι λάκκος από σκοτάδι που κάποτε
μ’ έναν κόκορα στο κεφάλι για να τρελάνω τη νύχτα
ούρλιασα ξαφνικά σα να μου φύτεψαν βόλι:
− Μια τριανταφυλλιά στο φεγγαρόφωτο!
Τι φρίκη, την τρώνε τα δευτερόλεπτα! –
Πώς να κρατήσουμε απείραχτο το δαίμονα;
Μ’ αν δεν μπορούμε – τότε λέω πως αρκεί
για λίγη βλόγηση κ’ ίσως ίαση
κείνος ο σκύλος όνειρος, κείνος ο γκρίζος τύφος...
Χαίρε Καίσαρα!
Τα μάτια μου ειν’ ευρήματα του θανάτου».






Για χρόνο μοναχά εκλιπαρούσα
(Δημήτριος Καπετανάκης: Emily Dickinson)
στον Ε.Χ.Γονατά, που μετάφρασε το στίχο


Σαν τους αθόρυβους αϊτούς που με ποικίλα χρώματα
σωριάζονται στ’ αποκριάτικα σκουπίδια
νεκροί που δεν τους πρόλαβε η λύσσα των δευτερολέπτων
εκείνη που σκαρώνει τη διάρκεια, τους μήνες και τα χρόνια,
η τρομερή φαγέδαινα η κουτσομύτα Πλάνη
που δίχως έναστρα φτερά δίχως μικρόβια
τρώει και τρώει την Ανυπαρξία –
πεθαίνουν έρημοι της γης οι κάτασπροι αγγέλοι.
Φτωχέ Καπετανάκη κι όμως όλβιε
στη φράση που ’γραφες αναπνέουμε ολοένα
παγιδευμένοι σε πιθανά γεράματα
μ’ ένα ερώτημα που πρέπει να χαράξω:
Πώς θα γλιτώσουμε απ’ το Σύμπαν;





ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


Στα έρημα χαράματα των κήπων αραιά
πέφτουν τα δάκρυα των άστρων.
Αναλάμπει ο αρχαίος υμέναιος
η ολκή του θανάτου.


Την ώρα που τραβιέμαι απ’ την κόλαση
τίποτα δεν κατορθώνω.


Συνήθισα να κλονίζομαι.
Στις πικρές θάλασσες το νερό υποφέρει.


Ξόδεψα μακρινούς περίπατους για να καταλάβω:
Η ζωή δεν έχει τόση ζωή μέσα της·
όλο το ζήτημα είναι, να δούμε μονάχα
πού βγάζει τις φλόγες.
Τότε προσεχτικά πλησιάζουμε
κρατώντας μια χαρτοσακκούλα
και τη γεμίζουμε.


Όταν παιδέψεις τώρα δα μια πεταλούδα δεν το βλέπεις
αλλ’ αργότερα κάπου θα πονέσει ο πολιτισμός.
Όταν τα δέντρα μεσ’ στους κήπους
πλέκουν το αεράκι του θέρους
ο άνθρωπος που διαιρεί με πληγώνει.


Στον ήλιο τώρα εξαφανίσου. Μέχρι πότε
θα παίζει ο σκοπός με τα εμπόδια;
Μέχρι πότε θα βλέπεις τη μύγα
να σεργιανίζει απάνω στη ζάχαρη;
Σε ονόμασα βήματα για ν’ αστράφτει
ανήλιαγος ο νόμος
που συχνά θυμίζει στην αφή
πως ο δρόμος δεν υπάρχει.


Σύμβολο και πραγματικότητα − η ίδια φτώχεια.
Στον ήλιο τώρα εξαφανίσου για φανέρωση.


Όταν δίνεις ένα φιλί στο εικονοστάσι
φιλάς τη ζωή
κι αυτό φτάνει.





ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ


Κομμένος όπως το λουλούδι μεσ’ στο βάζο
θα ζούσε το απόλυτο κι ο άνθρωπος χωρίς να ζει.
Θα ’τανε χιόνι απάτητο
βροχή που πήρε άλλη απόφαση
και δε θα πέσει.
Θα ’τανε μια πασίλευκη
και ώριμη σιγή που ξεσκεπάζει
πως η γαλήνη ειν’ ο θεός λέξη προς λέξη
δίχως να περισσεύει τίποτα.
Έτσι μιλούσα βλέποντας
εξαίσια ρόδινες ορτανσίες άσπρες και γαλάζιες
ωσάν κομμώσεις θεαινών,
χρυσαφικές αλλόφρονες
μπετίνες και ελισαβέτες
με τα ωραία σκήπτρα τα αναρριχώμενα
μιλούσα βλέποντας
τα χιονόσφαιρα και τα μπαλέτα
τις ανοιγμένες ταϊτές τούς μπακαράδες
όταν ουρλιάζει τρυφερά στην ομορφιά της η κλοξίνια
και ξεθυμαίνουν από κίτρινα μικρά καμώματα
χαώδεις οι πρασινάδες
με τους ατλαντικούς απόκοσμες ασκληπιάδες
και τους φιλάδελφους στην ίδιαν αποκάλυψη
στον ίδιο φανερωτικό βωμό της Δήμητρας
όπως η μοβ εκείνη κληματίδα που μ’ εκπλήττει
μόνη της
ανασκευάζοντας τη νύχτα και τ’ αστέρια
η μοβ εκείνη του αέρα κρύπτη.
Βρισκόμαστε ποτέ πιο πάνω απ’ τ’ αστέρια;
Χαιρόμαστε ποτέ το φως απ’ τη μαυρίλα;
Ή μήπως είδαμε για ένα έστω δευτερόλεπτο
τη σιωπή σωστά καθισμένη;
Θρήνος που είναι τ’ άνθη στα δάχτυλά μας
κι άχραντο σκοτάδι!
Λαβωμένος απ’ το φεγγάρι με μάλαμα
βλέπω καλύτερα πόσο
φθονούμε την καθαρή θνητότητα
που ’χει βαθειά και τόσο ξάστερη
κομμένο το λουλούδι μεσ’ στο βάζο...
Νεάνιδες θροΐζουν ευγενικά
στην απεραντοσύνη του έρωτα
και τι γοργά χαράματα όταν φυσήξει ο χάρος!
Πολύχρωμοι
στην υψωμένη τους ερημία
θροΐζουν οι γλαδίολοι.





Από τη συλλογή «Λευκοπλάστης για μικρές και μεγάλες αντινομίες» (1971).
Πηγή: «Νίκος Καρούζος - Τα ποιήματα Α΄ (1961-1978)», εκδ. Ίκαρος, 5η έκδοση, 2013.

Στην εικόνα: Peter Paul Rubens & Erasmus Quellinus II, «Caesar’s Triumph».
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2019

Ασημίνα Λαμπράκου, "Στην καρδιά των ποιητών"





I. ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΜΕ ΤΗ ΜΑΝΝΑ



στην κοιλάδα του θανάτου
η μάννα μου καθιστή στο μπαλκόνι

σε μια καρέκλα γερτή γελαστή
επιθεωρούσε από απόσταση
τη βρύση να στάζει σε θέση άλλη
από τη δική της

προσπάθησα να της φωνάξω
[το γέλιο της ήταν κρύσταλλο]
μετάνιωσα να τη διακόψω
[που απέτυχα να το χαράξω]

στο φόντο το βουνό των σκιών
ένα αεροπλάνο χωρίς βουή
[χωρίς βόμβο μέλισσα, τ’ αεροπλάνο]
από την ουρά βγήκε καπνός
[βυθιζόταν στη χοάνη των βουνών]
όταν η μύτη φαινόταν στο μεταξύ
[στραγγίζοντας το μέλι
το σκόρπιζε από την κοιλιά]
των κορυφών

αδελφό δεν έχω κι έτσι επινόησα
άλλο ποίημα να αναφερθώ στον Ανρί Μισώ

κι ούτε που ενόχλησα άλλο τη μάννα
να την κάνω κοριτσάκι αφού μέσα μου
γερνάει

άλλωστε ήταν ήδη αργά
από καιρό κοιμόταν







II. ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ



Κορμοράνος όπως έρχεσαι στο όνειρο και κατοικείς,
Οικείος, σαν από του απόμακρου τον πόνο,
Και στεφάνι μισάνοιχτο μετράω τα φτερά σου,
Νοιώθω φορές, να θέλω για σένα να μιλήσω

Μα μέσα από τον τρόπο που κοιτάς
Πίσω γυρνώ και βλέπω
Ανθρώπους έτοιμους να σε κατασπαράξουν
Άσε, λέω τότε, φύγε!
Δεν ήρθε ακόμη η ώρα εσένα να σε διώξω
Κι αλλάζω ύπνο







III. ΔΙΕΝΕΞΗ ΜΕ ΤΗ ΜΑΝΝΑ



ξέρεις κάτι ρε μάνα;
έτσι όπως τελευταία στα όνειρά μου μπαίνεις
ένα να σου πω θέλω: πάρ’ τους
τους άντρες
όλους που κοντά μου φέρνεις, μακριά μου διώξ’ τους
κι εσύ νάσαι εκείνη που μαζί τους να ξεμπερδεύει

εμένα κορίτσι άφησε μικρό
μ’ όλα τα άλφα τα στερητικά της ηλικίας
σαλιγκάρια τα μαλλιά μου στολισμένα
τις κατηφόρες να κουτρουβαλώ τις παιδικές
αμυγδαλιές να σκαρφαλώνω και τα πεύκα
"βαρελάκια στρατιωτάκια αμίλητα" κι ένα "γκέο βαγκέο"
κρυφτό κι ένα κυνηγητό παίζοντας
με τ’ άλλα τα παιδιά στα χωράφια χάμω

κι αν τον πατέρα δεις
την πέτσα, πες του, από τα μάτια μου να βγάλει
ν’ αποδώσω του κόσμου κάποτε κι εγώ το άσχημο και το κακό
κι αλαφρωμένη στα παιχνίδια των παιδιών επάνω
μια συγγνώμη να ζητήσω
που δεν παράκουσα και σαν κι εμάς τα έφτιαξα
μάννα μου που να σ’ αλλάξω δε μπορώ
γιατί το δέρμα του ποιος τη δύναμη έχει ν’ αλλάξει μόνος;







IV. ΜΕ ΤΟΝ ΡΕΜΠΩ ΣΤΗ ΣΤΕΡΝΑ 



Πίσω απ’ το ηλιοβασίλεμα
Μορφή χλωμή από κάμποτο κι ατλάζι
Και το φως σμυριδόχαρτο πορτοκαλένιο

Στο μέσον του προσωρινού
νερά πρασινωπά, βατράχια και γυρίνοι,
βρύα μύγες γλίτσα και σκουριά του ουρανού
κορίτσια σκοτωμένα και τ’ αγόρια που τ’ αγάπησαν
στο βυθό τους

Θα πρέπει να φοβήθηκα αφού
Τη σύναξη εκάλεσα των ποιητών
Λόγο να δώσουν στη μορφή και τ’ άλλα
Μα ήσαν πολλοί
Ξεχάστηκαν να παραβγαίνουν
Απελπίστηκα

Από το ράφι του πατέρα, απόμερα
Το σκότος ένας μυρμηγκοφάγος ξεθαρρεμένος
Και μια μορφή, μαβί σαν πεθαμένου μάγου
αρχίζει να μιλάει
«Επειδή παιδί σε φόβισα
Για σένα σήμερα εγώ θα απαντήσω:
Τον θάνατο αν θες να μη σκοτώνει
Το βλέμμα το δικό μου ξέχνα το
Με του Αρτύρ να βλέπεις»
Και πιάνει, με μάτια κόκκινα μαυλιστικά
έναν αηδονιού ψαλμό:

Κέρματα κίτρινου χρυσού… κολόνες από μαόνι…
…βέργες ρουμπινιών κυκλώνουνε το ρόδο του νερού.

Μαγεύτηκα, ξεθάρρεψα, το βυθό πήρα να κοιτάω
Στα άκρα των νεκρών, σπάρτα και χοντρό χορτάρι,
είδα να μακραίνουν
Άνθια ασημένια στρογγυλά τη θέση να γεμίζουν των ματιών
Κι από τους σκοτεινούς τους εξώστες
πλήθος από νέα και δυνατά τριαντάφυλλα

Όπως η υπόθεση συγκατένευε στην αλήθεια
Οι δύο ησυχάζαμε και τ’ όνειρο περνούσε απέναντι
Το σμυριδόχαρτο διαλύθηκε
Τα μάτια μου θαμπώθηκαν
Άρχισα να μη βλέπω.







V. ΕΙΧΑ ΔΥΟ ΟΝΕΙΡΑ ΑΠΟΨΕ



στο ένα, η μάννα μου
 πεθαμένη από καιρό, σε βοήθεια με καλούσε
 θα σε βοηθήσω μάννα, είπα, και φώναξα για νερό
 πιο πολύ κι από δροσερό, παγωμένο
στο σαν λαστιχένιο γάντι                  
φουσκωμένο δέρμα της καρδιάς μου
το παγωμένο βούλιαξε ακτινωτά
ορίζοντας τις ύστερες κινήσεις
από δίπλα, η αδελφή της
 ζωντανή αυτή ακόμη
 κοίταζε

στο άλλο
 όνειρο του πραγματικού
στην τύρβη μέσα του κόσμου
που εχθρούς μας θέλει αμίλητους
συναντηθήκαμε
«καλά τα πας», είπες
κι ακούστηκε σαν δώρο σπλαχνικό
 μιας ηρεμίας νεαρής, αφρόντιστης
του, από δρόμους δύσβατους, φτασμένου
«κι εσύ… κάτι κάνεις», απάντησα με ύφος
 και γέλασα
 στην οικειότητα που με αρνήθηκε








Φρικώδης, μανιακή, μονάκριβη
Κατοικεί η ομορφιά
Στην καρδιά των ποιητών
Αλλοίμονο αν ψάξεις να την βρεις
Αλλοίμονο κι αν δεν το κάνεις

 (στον πατέρα)








Πρότερη γραφή του ποιήματος "I. Στο όνειρο με τη μάννα", έχει δημοσιευτεί στο "Ποιείν".
Η εικόνα προέρχεται από το αρχείο της ποιήτριας.

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2019

Πάμπλο Νερούδα, "Εκατό ερωτικά σονέτα"




MAÑANA / ΠΡΩΙ


1


ΜΑΤΙΛΝΤΕ, όνομα από κρασί ή φυντάνι ή πέτρα,
απ’ ό,τι η γη γεννάει κι ό,τι κρατάει,
λέξη που στ’ άξαιμά της ξημερώνει,
που σκάει στο καλοκαίρι της των λεμονιών το φέγγος.

Στ’ όνομα αυτό ξύλινα τρέχουν πλοία
ζωσμένα από μελίσσια φωτιάς γαλάζιο σκούρο,
κι αυτά τα γράμματα είναι νερό ενός ποταμιού
που στην καμένη ξεχειλάει καρδιά μου.

Ω ξέσκεπο όνομα κάτω από κάποιο αγιόκλημα
καθώς η πύλη μιας στοάς αγνοημένης
που με την ευωδιά συγκοινωνεί του κόσμου!

Κατάκλυσέ με με το πύρινό σου στόμα,
ψάξε με αν θες με τα νυχτιάτικά σου μάτια,
μα άσε με στ’ όνομά σου να πλέω και να κοιμάμαι.





8


ΑΝ ΔΕΝ ΤΥΧΑΙΝΕ να ’χεις μάτια με χρώμα φεγγαριού
με χρώμα μέρας όλο δουλειά, φωτιά και χώμα,
και δεμένη τ’ αγέρα τη σβελτοσύνη να’ χεις,
αν δε τύχαινε να ’σαι κεχριμπαριού βδομάδα,

αν δεν ήσουν η κίτρινη στιγμή που το φθινόπωρο
σκαρφαλώνει από τις περικοκλάδες
κι αν δεν ήσουν ψωμί που ευωδιαστή η σελήνη
το φτιάχνει σεργιανώντας στον ουρανό τ’ αλεύρι,

ω, λατρεμένη, δε θα σ’ αγαπούσα!
Στην αγκαλιά σου αγκαλιάζω αυτό που υπάρχει,
χρόνο κι άμμο και της βροχής το δέντρο,

και ζουν τα πάντα για να ζήσω εγώ:
χωρίς να πάω μακριά βλέπω τα πάντα:
όλα όσα ζουν τα βλέπω στη ζωή σου.





17


ΔΕ Σ’ ΑΓΑΠΩ σαν να ’σουν ρόδο αλατιού, τοπάζι,
σαΐτα από γαρούφαλα που τη φωτιά πληθαίνουν:
σ’ αγαπώ ως αγαπιούνται κάποια πράγματα σκούρα,
μυστικά, μέσ’ από την ψυχή και τον ίσκιο.

Σ’ αγαπώ καθώς κάποιο φυτό που δεν ανθίζει,
μα που μέσα του κρύβει το λουλουδόφως όλο,
και ζει απ’ τον έρωτά σου σκοτεινό στο κορμί μου
τ’ άρωμα που σφιγμένο μ’ ανέβηκε απ’ το χώμα.

Σ’ αγαπώ μη γνωρίζοντας πώς, από πού και πότε,
σ’ αγαπώ στα ίσια δίχως πρόβλημα ή περηφάνια:
σ’ αγαπώ έτσι γιατί δεν ξέρω μ’ άλλον τρόπο,

παρά μ’ ετούτον όπου δεν είμαι μήτε είσαι,
που το χέρι σου πάνω μου το νιώθω σαν δικό μου,
που όταν κοιμάμαι κλείνουν και τα δικά σου μάτια.





MEDIODÍA / ΜΕΣΗΜΕΡΙ


45


ΜΗ ΛΕΙΨΕΙΣ καν μια μέρα μακριά μου, γιατί να,
πώς να το πω, μου ’ναι μεγάλη η μέρα,
και θα σε περιμένω σαν στους σταθμούς εκείνους
που σε κάποια γωνιά τους πήρ’ ο ύπνος τα τρένα.

Μη φύγεις καν για μια ώρα γιατί τότε
σ’ αυτήν την ώρα σμίγουν οι στάλες της αγρύπνιας
κι ο καπνός που γυρεύει να ’βρει σπίτι ίσως έρθει
να σκοτώσει ώς και την καρδιά μου τη χαμένη.

Μην τσακιστεί η σιλουέτα σου στην άμμο,
στην απουσία τα βλέφαρά σου μην πετάξουν:
μη φύγεις καν για ένα λεπτό, ακριβή μου,

γιατί σ’ εκείνο το λεπτό θα ξεμακρύνεις τόσο
που άνω κάτω τον κόσμο θα κάνω εγώ ρωτώντας
αν θα γυρίσεις ή αν θ’ αφήσεις να πεθάνω.





48


ΔΥΟ ΕΡΑΣΤΕΣ που αγαπιούνται κάνουν ένα ψωμί,
μια μονάχα σταγόνα φεγγαριού στο χορτάρι,
αφήνουν σα βαδίζουν ίσκιους που σ’ έναν σμίγουν,
αφήνουν μόνον έναν ήλιο άδειο στο κρεβάτι.

Απ’ όλες τις αλήθειες διαλέξανε τη μέρα:
δε δεθήκαν με νήματα μα μ’ ευωδιές μονάχα,
και δεν κάναν κομμάτια την ειρήνη ή τις λέξεις.
Διάφανος είναι πύργος η ευτυχία.

Με τους δυο εραστές πάνε το κρασί κι ο αγέρας,
τα ευτυχισμένα η νύχτα τούς δίνει ανθόφυλλά της,
έχουν δικαίωμα σ’ όλα τα λουλούδια.

Δυο εραστές που αγαπιούνται δεν τους φοβίζει ο χάρος,
γεννιούνται και πεθαίνουν πολλές φορές στη ζωή τους,
έχουν την αιωνιότητα της φύσης.





TARDE / ΑΠΟΓΕΥΜΑ


68

                                           (Γοργόνα πλώρης)


ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ κορίτσι δεν ήρθε περπατώντας:
στάθηκε άξαφνα εκεί καθισμένη στα τούβλα,
παλιοί ανθοί του πελάγου σκεπάζαν το κεφάλι,
κι είχε η ματιά της μια θλίψη από ρίζες.

Έστεκε εκεί κοιτώντας τις ανοιχτές ζωές μας,
το είμαι, το φεύγω, το έρχομαι, το πάω πάνω στη γη,
τη μέρα που της ξέβαφε λίγο λίγο τα φύλλα.
Βίγλιζε μη θωρώντας μας το ξύλινο κορίτσι.

Το κορίτσι απ’ τ’ αρχαίο κύμα στεφανωμένο
κοίταζε εκεί με τα νικημένα της μάτια,
κι αν κι ήξερε πως ζούμε σ’ ένα απόμακρο δίχτυ

από νερό και χρόνο, βροχή, κύματα κι ήχους,
δεν ήξερε αν υπάρχουμε ή είμαστε τ’ όνειρό της.
Αυτή του ξύλινου είναι κοριτσιού η ιστορία.





78


Δεν έχω πιο πολύ, δεν έχω πάντα. Μες στην άμμο
τα χαμένα της πόδια άφησε η νίκη.
Είμ’ ένας άνθρωπος φτωχός δοσμένος στο ν’ αγαπά
       τους όμοιους του.
Σ’ αγαπώ, ας μη σε ξέρω. Δε χαρίζω, μηδέ πουλάω
       αγκάθια.

Ίσως το ξέρουν πως δεν πλέκω ματωμένα
στεφάνια, πως πολέμησα τη χλεύη,
την πλημμυρίδα της ψυχής μου γέμισα μ’ αλήθεια,
πλήρωσα τον αχρείο με περιστέρια.

Δεν έχω εγώ ποτέ, γιατί ήμουν, είμαι
και θα ’μαι αλλιώτικος. Και στ’ όνομα
του έρωτά μου που αλλάζει διαλαλώ την αγνότητα.

Πέτρα της λήθης μόνον είν’ ο θάνατος.
Σ’ αγαπώ, τη χαρά φιλώ στο στόμα σου.
Φέρτε ξύλα ν’ ανάψουμε φωτιές στα κορφοβούνια.





NOCHE / NYXTA


83


Μ’ ΑΡΕΣΕΙ μες στη νύχτα να σε νιώθω κοντά μου,
αθώρητη στον ύπνο σου, σοβαρή κι ερεβένια,
ενώ εγώ τις σκοτούρες μου ξεμπλέκω
σαν να ’ταν τάχα δίχτυα μπερδεμένα.

Απούσα, μέσα στα όνειρα ταξιδεύει η καρδιά σου,
μα το εγκαταλειμμένο κορμί σου ανασαλεύει
στα τυφλά αναζητώντας με, τον ύπνο αξαίνοντάς μου,
σαν το φυντάνι που διπλό γίνεται μες στον ίσκιο.

Ορθή, θα ’σαι άλλη που αύριο θα ζήσει,
όμως απ’ τα χαμένα μέτωπα μες στη νύχτα,
απ’ το ζω και δε ζω που βρισκόμαστε, κάτι

μένει που μες στης ζωής το φως μάς πλησιάζει
λες κι έχει με φωτιά η σφραγίδα του ίσκιου
τα κρυφά πλάσματά του σημαδέψει.





90


ΣΚΕΦΤΗΚΑ να πεθάνω, σιμά ένιωσα το κρύο,
κι απ’ όσα έζησα άφηνα μόνο εσένα:
το στόμα σου ήτανε τα γήινα μερονύχτια μου,
το δέρμα η πολιτεία που ιδρύσαν τα φιλιά μου.

Εκείνη τη στιγμή τελειώσαν τα βιβλία,
φιλία και θησαυροί που άσπονδα μαζευτήκαν,
το διάφανο που εσύ κι εγώ φτιάξαμε σπίτι:
όλα πάψαν να υπάρχουν έξω απ’ τα δυο σου μάτια.

Γιατί ο έρωτας, όταν η ζωή μάς κυνηγάει,
δεν είναι παρά κύμα πάνω από κύματα άλλα,
μα αχ σαν έρχεται ο θάνατος να χτυπήσει την πόρτα

μένει μόνο η ματιά σου για τόσο απέραντο άδειο,
μόνον η λάμψη σου για να πάψει να υπάρχει,
μόνον η αγάπη σου για να κλείσει τον ίσκιο.




Μετάφραση: Ηλίας Ματθαίου




Από το βιβλίο «Εκατό ερωτικά σονέτα», δίγλωσση έκδοση.
Μετάφραση και πρόλογος: Ηλίας Ματθαίου.
Εκδ. Γνώση, β΄ έκδοση, χειμώνας 1993-94.


Πάμπλο Νερούδα
(12 Ιουλίου 1904 - 23 Σεπτεμβρίου 1973)