Παρασκευή 29 Απριλίου 2022

Ανέστης Ευαγγέλου, "Περιγραφή εξώσεως"





ΜΕ ΜΙΚΡΑ ΒΗΜΑΤΑ


Με μικρά βήματα μέσα στη μνήμη περνάς,
μακρινή μουσική, ήχοι ενός άλλου κόσμου,
ω εσύ, αθόρυβη, ανοιχτή πάντοτε πληγή
γι’ αυτούς που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους ή τα ’χασαν ανεξήγητα,
για όσους δεν έχουνε πού την κεφαλήν κλίναι,
καθώς όταν σου ρίχνουνε φαρμάκι στο ποτήρι
και δεν έχεις πια γεύση παρά μόνο για πίκρα,
καθώς ένα παιδί που του αρπάζουνε το παιχνίδι του
και το αφήνουν με άδεια χέρια σε μιαν έρημη σάλα –
με μικρά βήματα μέσα στη μνήμη περνάς
σταλάζεις ένα σύννεφο στην καρδιά, θολώνεις τη μέρα
τυλίγεις με ομίχλη τα πρόσωπα, παιδεύεις
τα τελευταία που μας έμειναν όνειρα.





ΕΛΑ ΛΟΙΠΟΝ ΜΕΣ’ ΑΠΟ ΤΑ ΧΑΛΑΣΜΑΤΑ


Έλα λοιπόν μέσ’ από τα χαλάσματα και τα ερείπια,
μορφή μικρή και τρυφερή, σταματημένη στην πρώτη ηλικία,
έλα, πνεύμα του καλού, μυθικό πρόσωπο,
μικρή φωνή χαμένη, περιπλανημένη
όταν στους δρόμους βρέχει μοναξιά
κι η νύχτα πέφτει νωρίς δίχως ύπνο και όνειρα,
πλύνε το σύννεφο που μου τυλίγει το πρόσωπο,
καθάρισε τον ουρανό, προχώρησε,
άνοιξε δρόμο μέσ’ από τα χαλάσματα και τα ερείπια,
κάνε μου ένα χώρο να σταθώ, να κινηθώ,
να μπορώ να υπάρξω πιο ανθρώπινα.





Ω ΕΣΥ, ΠΡΑΓΜΑ ΑΡΠΑΓΜΕΝΟ


Ω εσύ, πράγμα αρπαγμένο από το σκοτεινό χέρι του Θεού,
με τόση απόγνωση έκτοτε αναζητημένο,
με βλέπεις λοιπόν; Όταν κάποτε έρθει το πλήρωμα του χρόνου
κι άγνωστος μες σ’ αγνώστους κινήσω προς συνάντησή σου
μην εκπλαγείς, κι ακόμα, μην τρομάξεις:
τα χρόνια που μεσολάβησαν, ο θάνατος
μέσα στη ζωή, με ρήμαξαν· βάλε τα χέρια σου
εκεί που κάποτε ήταν πρόσωπο, πλευρά, χέρια και πόδια,
τύλιξε, ως ξέρεις, με μαλακά δάχτυλα την άμορφη μάζα,
γίνου ο επίδεσμος στις ανοιχτές πληγές που τρέχουν −
πάντα στη γη τον γύρευαν και δεν τον βρίσκαν.





ΣΑΝ ΤΟΥΣ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥΣ


Όπως ξενιτεμένος ή ταξιδιώτης
που την πατρίδα άφησε πίσω και γυρίζει
από τόπο σε τόπο, μακριά
από το πάτριο χώμα, και δίχως
να το καταλαβαίνει η νοσταλγία
του τρώει τα σωθικά, τον φθείρει,
και κάποτε, σαν από ύπνο βαθύ ξυπνώντας,
να γυρίσω, φωνάζει, πότε θα γυρίσω −
έτσι κι εσύ πώς μοιάζεις, ψυχή μου,
που από θάνατο σε θάνατο γυρνώντας,
σε χώρες σιωπής περιδιαβάζοντας,
από τον ένα τον χαμό στον άλλο τον χειρότερο,
ξάφνου θυμάσαι αυτή τη γη, αυτόν
τον δίχως τέλος ουρανό, τον ήλιο,
τη γήινη γεύση των καρπών στον ουρανίσκο,
κι όταν
καμιά φορά επιστρέφεις όπως ταιριάζει
σ’ αυτούς που πολύ προχώρησαν στο θάνατο και τη ζωή
με μάτια νέα αντικρίζεις, ακριβώς όπως
ο ταξιδιώτης, ο ξενιτεμένος την πατρίδα −
πώς, το φως, τη γη, τον ουρανό, με πόση
λαχτάρα τα δέχεται όλα αυτά, σαν βρέφος
που από τη σκοτεινή βαθιά σπηλιά της μάνας βγαίνοντας
πρώτη φορά τον κόσμο βλέπει.





Από τη συλλογή «Περιγραφή εξώσεως» (1960).
Πηγή: «Α. Ευαγγέλου - Γ. Αράγης, Δεύτερη Μεταπολεμική Ποιητική Γενιά (1950-2012) - Ανθολογία», εκδ. Gutenberg (β΄ έκδοση, συμπληρωμένη), Μάρτιος 2017.

Πηγή για την εικόνα:
https://diastixo.gr/epikaira/apopseis/13361-eyaggeloy-anagnosi-poihmaton

Τρίτη 26 Απριλίου 2022

Φώτης Κουτσαμπάρης, "απ’ το συρτάρι"




Μαύρο


Ο σκηνοθέτης
τα τελευταία χρόνια
Επιμένει στο ίδιο
Μονότονο
Αόριστο
Μελαγχολικό τοπίο

Κάθε μου χαμόγελο
με θέτει εκτός ρόλου





Παράδοξα


Μερικές φορές
Η πυραμίδα των πραγμάτων
αντιστρέφεται
και δεν καταλαβαίνεις
πως καταφέρνει
έτσι ανάποδα
να ισορροπεί

Ακόμα κι ο ποιητής αφήνει τα χαρτιά του
και βγαίνει να υποδεχτεί
άλλον έναν από τους σατράπες





Μεταμόρφωση


Πώς μετατρέπεται ο έρωτας σε πάθος;
Πάνω στα μαλλιά γίνεται ήλιος
Στα μάτια γίνεται θάλασσα
Και μέσα στην καρδιά μου
Πυράκανθος





Το παιχνίδι του κόκορα


Όταν λαλήσει
πρώτη φορά ο πετεινός
θα κοιταχτούμε

Όταν λαλήσει δεύτερη
θ’ αγαπηθούμε

Την τρίτη
θα ‘χουμε προδοθεί





Φθινοπωρινό


Άρχισαν τα κλαδιά των δέντρων ν’ ανατριχιάζουν
στην πρώτη πνοή του φθινοπωρινού ανέμου
που φυσά διακριτικά
στον αποχαιρετισμό ενός ακόμα
καταγάλανου ζεστού χαμογελαστού ουρανού

…Η θύμησή σου αρχίζει να μαργώνει
όπως η Κυρα-Σταματία
που πλέκοντας
κοντοζυγώνει το ακόμα σβηστό τζάκι





Από τη συλλογή «απ’ το συρτάρι», Μαλλιάρης παιδεία, 2022.

Σημείωση: Τα ποιήματα «Το παιχνίδι του κόκορα» και «Φθινοπωρινό», είχαν πρωτοδημοσιευτεί στη συλλογή «Προσοχή… εύθραυστον» (Βέροια 1986).

Σάββατο 23 Απριλίου 2022

Βασίλης Φαϊτάς, "Σκάκι με την αιωνιότητα"





ΚΛΕΙΝΟΝΤΑΣ ΕΝΑ ΠΑΛΙΟ ΒΙΒΛΙΟ


Στην παρακμή του σώματος
ήρθε το πνεύμα
απ’ τις όχθες άλλης ακτής
σ’ αυτό το διάλειμμα
ενδιάμεση ανάσα του χρόνου
θα περάσω απέναντι
γράφοντας στίχους για κείνα που μας λείπουν
όσα μας χωρίζουν απ’ το βαθύτερο νόημα
μεταμορφωμένες οντότητες οι σκέψεις
περνούν την υπερκόσμια γέφυρα του χάους
στο φως του λίκνου.

Ίσως έπεσα από κάπου αλλού
μια χαμένη μάχη στα έγκατα της καρδιάς
ή
κλείνοντας ένα παλιό βιβλίο
ανέστιος και πλάνητας
παράπλευρη απώλεια της ύπαρξης
σκαλίζω τις ρίζες του αδιανόητου.





Η ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ


Καθένας αναρωτιέται για τη μοναδικότητά του
μπροστά στο άπειρο
αν έφτασε εδώ ποτέ
ό,τι έπρεπε να ’ρθεί
αν ο ίδιος είναι το νόημα
ή
η αντανάκλαση μιας θλίψης.





ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΞΙΑ


Μαζί αγαπήσαμε την ανύπαρκτη όχθη
η μνήμη του ανέμου
μας προσπερνά
η αγάπη ντυμένη το άπιαστο
συντρίβει τον θάνατο
στη νιότη άλλης ακτής
θα ξαναβρεθούμε
έξω απ’ τον χρόνο.

Το αντίο κωδικός θύμησης
από σύμπαν και μοναξιά
όλα έχουν μνήμη και θυμούνται
ωκεανοί γαλαξιών στο χέρι του Θεού
οι αιωνιότητες πεθαίνουν και ξαναγεννιούνται.

Κάποιος σ’ ένα ανοιχτό παράθυρο
μαθαίνει να τραγουδά
προσπαθεί να κατανοήσει τον κόσμο
με παίρνουν οι λέξεις
μ’ ανασηκώνουν ψηλά
σ’ έναν περίπατο στο θαύμα.





ΤΥΛΙΓΜΕΝΟΙ ΣΤΙΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ


Αιωνιότητα η στιγμή που βραδυπορεί στο εφήμερο
απ’ το κενό που κανείς την αρχή του δεν είδε
η απεραντοσύνη διεισδύει αφήνοντας
ίχνη και δονήσεις αξόδευτου μυστικού
πηδώντας από νύχτα σε νύχτα.

Ριγούμε ανθίζοντας
απροετοίμαστοι ν’ αποδεχθούμε τόση σοφία
τυλιγμένος στις αυταπάτες του ο καθένας
μιλά με τη σκιά του
κάτι ανάμεσα στην ηχώ που απομακρύνεται
και στον αφρό των λέξεων.

Ό,τι αιμορραγεί χάνεται
και είναι για πάντα
ανάμεσα στο μηδέν και τον θάνατο
μια δίψα ποντίζεται ακατάπαυστα.





ΤΟ ΣΚΑΚΙ


Χτες βράδυ έπαιζα σκάκι με τον χρόνο
στα βαθιά μονοπάτια του ονείρου
όλα ήταν εκεί από καιρό
στη σκακιέρα οι θέσεις των άστρων έτοιμες
από τους στρατιώτες-μνήμες ως τον βασιλιά-ήλιο.

Ο χρόνος μεταμορφωνόταν διαρκώς
σαν άνεμος
ή
μια αθέατη οικειότητα της καρδιάς
«είμαι ο κατοπτρισμός που γέννησε η ζωή
τα γηρατειά οφθαλμαπάτη
ο έρωτας πλοηγός
για το ελλείπον φως του κόσμου»
ψιθύρισε
«θα ήθελα να ξέρω για ποιον πεθαίνω
δεν έλυσα κανένα αίνιγμα»
είπα
«ούτε κι εγώ
κανείς δεν προλαβαίνει την ανταρσία
το αίνιγμα είναι
αυτός που αγαπά
ελπίζω να το κατάλαβες τώρα»
θρόισε
φεύγοντας ο άνεμος
κι έσπρωξε μπροστά μου
στην άδεια πια σκακιέρα
την αιωνιότητα.





Από τη συλλογή «Σκάκι με την αιωνιότητα», εκδ. Μανδραγόρας, 2021.

Τετάρτη 20 Απριλίου 2022

Χριστίνα Καραντώνη, "Δυνάμει Πάσχα"




Δυνάμει Πάσχα


Ανάσταση ανέμενε ολονυχτίς των νεκρών

Την επαύριον γενική είπαν απεργία πάγωσε
κάθε κίνηση ‒ανάταση, πρόταση, έκταση‒
των ψυχών εν γένει· μαρμάρων το λευκό τίποτα
δεν έσπασε ούτε καν της λήθης η σκόνη
Εκκωφαντικά παγερό παρέμενε
ανάχωμα

στο επέκεινα ανάμεσα και το
χθόνιο εδώ


                                                   Χριστίνα Καραντώνη



Πρώτη Δημοσίευση

Φωτογραφία: Χριστίνα Καραντώνη

Κυριακή 17 Απριλίου 2022

Μαρία Θεοφιλάκου, "Ποιήματα"




Υπό του Πιεστηρίου


Η πρωινή εφημερίδα μού υπόσχεται
Μία λοξή κάπως σιωπή δίπλα στο ανοιγμένο σου
Παράθυρο, το από έξω
Μουτζουρωμένο πάντοτε
Με το αποτύπωμα του μελανού αέρα.

Κούπες καφέ, ξερός καπνός, ένα βραχνό μουρμουρητό σου
Χάσαμε
Την ικανότητα να ξεδιαλύνουμε πού πάνε οι στάχτες
Πώς εξαντλούν την άχνη τους, τι χρησιμεύουν
Στον ανεξάντλητο των πρωινών μας κόσμο.





Η  λάμπα


"Είμαι γριά τυφλή απ το ένα μάτι",
μου φώναξε από το απέναντι μπαλκόνι
"κι ούτε τ’ αυτιά μου με βοηθάνε.
Καλημέρα".

Κι ύστερα, κάθε ένα βράδυ,
το φως του μπαλκονιού ανάβει, αργά.

Έτσι συμβαίνει
στο έρεβος του κρεβατιού μου εγώ
χαζολογώντας
νερά ν’ ακούω από μακριά,
βαθιά σαν νύχτα,
να σκίζονται από ένα σίγουρο καράβι.
Νερά που αφρίζουνε στο γλυκερό
έρημο βράδυ, και λέω η λάμπα της
θα φταίει που μαζεύονται
πίσω από το κλειστό μου τζάμι.

Πάλι μετά, ώρα προτού χαράξει,
σηκώνεται ανελλιπώς και μου τη σβήνει.
Κι ο ήχος σταματάει κι αυτός.





Φωνή φυσιογνωμιστή


Ένας παλιάτσος στην αδειανή γωνιά του δρόμου
βγάζει και βγάζει απ’ την τσέπη
το μαντήλι με τους κόμπους του
και το περνάει τριφτά πάνω από
τις μπογιές στο πρόσωπό του,
μα εκείνες επιμένουν

−Εκ γενετής κλόουν λοιπόν!

Ποιος το ’πε αυτό;
Θυμώνοντας
τραβάει κάτω απ’ τη γλώσσα του μι’ αστραφτερή
μακριά καρφίτσα,
που τη φυλάει για έκτακτες περιπτώσεις,
και σπάζει ένα-ένα τα μπαλόνια του





Χριστούγεννα 2047


Τι εξαίσιο πρωί ξημέρωσε!
Στέρεος αέρας, αχτίδες που αστράφτουν
Στον κρύο γαλάζιο ουρανό

Και από κάτω

Διαβάτες να καλημερίζουνε διαβάτες
Παιδιά παίζοντας με τα χνώτα τους
Σκύλοι αργόσχολοι προσηλωμένοι
σ ένα μυστήριο κυνήγι

Κοντά κι εγώ!
Καθώς περνάω από δίπλα
Σηκώνω το μεγάλο μου ντικενσιανό καπέλο

Αυτό το υπέροχο πρωί
Το πρώτο
Που πλέον δεν ποντάρω στην αγάπη





Ποιητές πετάξτε τα χαρτιά σας
 

Είναι η ώρα του ανέγνοιαστου στον ήλιο.
Ποιητές πετάξτε τα χαρτιά σας!
Ένα, δυο, εκατοντάδες στον αέρα
Χαρτιά, της διαρκώς σκυφτής σας λιτανείας
Για μιαν ανίατη πληγή.
Χαρτιά, ανέμυαλα να προσγειώνονται
Στο πάτωμα που τρίζει ερημία·
Ας δικαιώσετε λοιπόν τους αναστεναγμούς του!
Στο δρόμο βγείτε
Την τύχη ακολουθήστε
Ανοίγοντας πρώτη φορά τα μάτια
Ώστε να δούν αυτά
Τα πόσα ανείδωτα,
Τα δίχως ανταπόκριση στον έρωτά τους, που περάσαν
Χρυσά του Δεκεμβρίου πρωινά. Ποιητές πετάξτε τα χαρτιά
Μ’ ωραίους αυτοσχεδιασμούς στον άφρονα αιθέρα
Ποιητές όλους τους δρόμους περπατήστε
Μ’ ωραία πυξίδα την καρδιά της ποίησης που γεννιέται
Και που ’ναι η πάντα ανεξάντλητη ποτέ αδραγμένη
Η για-όλα-αυτά θριαμβεύτρια, η τόσο φευγαλέα
Η διάφανη ομορφιά.



                                                                                  Μαρία Θεοφιλάκου




Πηγή: το ιστολόγιο της ποιήτριας
στο τραίνο της ποίησης
https://trenopoiisis.blogspot.com/

Στην εικόνα: Woman in phone booth (1966-1967), by Danny Lyon
Πηγή για την εικόνα: https://www.clevelandart.org/art/2013.131

Πέμπτη 14 Απριλίου 2022

Μαρία Σύρρου, "Ανακρούσματα ηλιοστασίου"




Ι
Χειμερινό ηλιοστάσιο


ΚΟΝΤΣΕΡΤΟ ΓΙΑ ΜΟΝΟΧΕΙΡΕΣ


Χάνουμε ξανά
το δεξί χέρι του Πάουλ Βιτγκενστάιν
στον ακήρυχτο πόλεμο της πανδημίας
στον καιρό της πάνδημης αιχμαλωσίας·
το θάβουμε copy-paste
στον κάδο ανακύκλωσης
του υπολογιστή μας.

Αναρωτιέμαι
πώς εξωραΐζεται η ερμηνεία
της συλλογικής αναπηρίας.
Ας δοκιμάσω.

Αυλαία.
Στη σκηνή, ο πιανίστας ερμηνεύει
το Κοντσέρτο για αριστερό χέρι του Μορίς Ραβέλ.
Στα παρασκήνια, ο σφουγγοκωλάριος παρερμηνεύει
ελευθερίες και δικαιώματα για πάλαι ποτέ αρτιμελείς.
Στην πλατεία, οι χειροκροτητές
αδυνατούν να ερμηνεύσουν
τη δυσφορία του σπόνσορα
πριν πάρει τον υπνάκο του στο πόντιουμ
ας σταματήσει επιτέλους το πιάνο·
ζούμε σε ώρα κοινής ησυχίας.
Έξω στο δρόμο, λεγεωνάριοι της νέας διεθνούς
προελαύνουν ακατανίκητοι.
Αυλαία.





ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΟ

                                         Στη μνήμη της μητέρας μου


Ένιωθα άβολα απαρχής στα γιορτινά μου ρούχα
κι εσύ με μάλωνες, θυμάμαι, καθώς μ’ έντυνες
και με κανάκευες γλυκά· είσαι πιο όμορφη έτσι.
Πάντα με μάλωνες γλυκά και με κανάκευες, μητέρα.

Με ρούχα καθημερινά, πάντα αμελής, πορεύτηκα·
με τα χλωρά αγκαθάκια απ’ τις τριανταφυλλιές σου
τις ολάνθιστες να μου κεντρίζουν τ’ ακροδάχτυλα
σαν τιμωρία για κάθε σου παραίνεση που αμέλησα.

Ώσπου ξημέρωσε το πλήρωμα του χρόνου· αλίμονο
στα γιορτινά σου ρούχα σ’ έντυσα για το μακρύ ταξίδι.
Αλκυονίδα μέρα ήταν που μίσεψες, καταμεσήμερο·
μα ήταν χιονιάς· ήταν λυγμός· και μαρασμός· και δίνη.

Συγχώρεση ζητώ για τούτη τη στερνή φορά, μητέρα
που ντύθηκα απαρχής τα πένθιμα του βίου μου τα ρούχα.
Δες με· ντύθηκα ατόφια την οδύνη μου να σε ξεπροβοδήσω·
παράπονό μου αναφιλητό· χλωρό κλαράκι· ροδοπέταλο.




 
ΙΙ
Θερινό ηλιοστάσιο


ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ (IV)


Ξέμπαρκοι γλάροι
μέθυσαν στο λιόπυρο
της προκυμαίας.
Θαλασσινέ καημέ μου
λύσε, ταξίδεψέ τους.





ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΥ (V)


Σαν καλοκαίρι
σ’ έκρυψα στου κοχυλιού
το μαϊστράλι.





ΛΥΓΜΟΣ ΤΗΣ ΧΑΡΜΟΛΥΠΗΣ

                                         Στη Μαντώ Παπαδοπούλου


Έτσι όπως καθόμασταν ανέμελες
ανάμεσα σε πρόσωπα οικεία
και κουβεντιάζαμε τα τρέχοντα
ξάφνου μια νύξη ντροπαλή αιωρήθηκε
και μου φανέρωσες σεμνά το μυστικό σου.
Θήλεια κλωστή – στο άλικο του αίματος
βαμμένο υφάδι – καθώς ανάβλυζε
από τις δροσερές παρειές σου
άδραξε τη στιγμή και την οδήγησε θριαμβικά
μπρος στο αφανέρωτο ακόμα μυστικό μου.
Όπως αντάμωσαν στο φως τ’ απόκρυφα
στέναγμα γίναν και λυγμός γυναίκας
που η χαρμολύπη την αλώνει.
Μια στέρηση απροσδόκητη
(υστέρηση στην καθαρτήρια ρύση)
άνοιγε τώρα έναν κύκλο στη ζωή σου
κι έκλεινε στη δική μου έναν.
Για να θυμάμαι τούτη τη γλυκιά αντάμωση
κέντησα κομποβελονιά δυο κόκκινα κρινάκια
πάνω σε άσπρο ολομέταξο μαντίλι
και δίπλωσα μαζί τα μυστικά μας
να απαλύνει η χαρά τη λύπη.

Δείχνεται πάντα συνεπής η ευτυχία
– πάντα στην ώρα της
εκεί που δεν την περιμένεις.





Από τη συλλογή «Ανακρούσματα ηλιοστασίου», ψηφιακή ιδιωτική έκδοση, 2022.

Πηγή: eBooks4Greeks

Κυριακή 10 Απριλίου 2022

Κώστας Θ. Ριζάκης, "στάγμα των ψηλωμάτων"





στάγμα των ψηλωμάτων


τα κεραμίδια εξανεμίζονται εμφανώς ‒είτε γέμοντα βρύων εν-
διαμέσως δύο αρμών ή στιβαρά πολύ‒ (σχεδόν καμάρωσαν φορές
φορές ίσως εκόμπασαν μα τέλειωσαν αυτά) ποιος εδώ φτάνει κορυφές
και ποιος ο τολμητίας νυν ως μέγας αναρριχητής κάποτ’ εν-
αγκαλίζεται ταράτσες; σκυφτός ο έρωτας σκαιά ενθυμείται στείρες
‒με σιγαστήρα αγρίων πόθων τού άλλοτε‒ κάτι σημειωτόν βουβές κατ’
όνομα (ξεφτίδια κάποια ηρωισμού να πεις) πάλαι «κεραμιδόγατες»;

χωρίς καν νιιαααάρρρ λοιπόν δίχως τα πέρα-δώθε στα χαμηλά οι χαμηλώς
ιστάμενοι πάντοτες ρυθμιστές (στρέφοντες ‒ μόνον στρέφοντες; τα κουμπιά μηχα-
νικά παρατηρούν μηχανικοί αφ’ υψηλού καρφώνουν ό,τι ελευθέρας δι-
αρκεί κι ό,τι απορεί μονάχο προπάντων δε ό,τι αν μπορεί, ετούτο αλληθωρίζοντες)
σιωπή· σιγάν συμβιβασμού κι όπα άιντε μάς ψάρωσαν μέχρι τις παραλίες
 
παλάμες βγάλτε απ’ τα κλουβιά στο μαύρο κανναβούρι όλα τα όχι ηχηρά
κι έχει τροφές πιο ανθρωπινές: ‒ ζήστε ζυμώστε φώτα ώστε ποτέ
 
ολιγότερον από ουρανοσκαλιά μ’ έξω κ’ εξαίφνης νόμιμα βελούδα δεν
ηλιολουστά κ’ ευρέως θα εγγίζονται τά των ορέων λιβάδια
                                                            στο εν παντί αυτεξούσιον



Κώστας Θ. Ριζάκης




Ο ποιητής Κώστας Θ. Ριζάκης (Λαμία, 1960) έχει εκδώσει δέκα συλλογές, μία συγκεντρωτική (των εξ πρώτων ‒ γ΄ επανέκδοση Κουκκίδα 2020). Διηύθυνε ή και συνδιηύθυνε εξ έως τώρα (σε οκτώ εν συνόλω περιόδους) λογοτεχνικά περιοδικά. Επίσης, επιμελήθηκε περί τα 170 βιβλία (ιδία ποιητικά), αρκετά αφιερώματα σε έντυπα άλλων, καθώς και τιμητικούς τόμους σε μορφές (Κ.Ε. Τσιρόπουλο, Γ. Πέγκλη, Μ. Μέσκο, Ο. Αλεξάκη, Σ. Σαράκη, Ζ. Σαμαρά, Β.Π. Καραγιάννη, Γ.Χ. Θεοχάρη, Δ. Αγγελή ‒ τα τελευταία δύο υπό έκδοσιν) τής λογοτεχνίας μας. Ενασχολείται δε και συνεχίζει, με τη σύγχρονη γυναικεία γραφή (Ζ. Δαράκη, Λ. Παππά, Μ. Καραγιάννη, Κ. Κούσουλα, Χ. Κουτσουμπέλη, Έ. Λάγκε, Έ. Κορνέτη, Ν. Κεσμέτη, Κ. Ρουκ, Μ. Κουγιουμτζή, Α. Μπακονίκα, Ά. Γρίβα, Δ. Δημητριάδου, Ν. Χαλκιαδάκη). Πρόσεξε πολύ όσους νεώτερους άξιους, ιδρύων σχετικήν (με την Μ. Ζαγκλαρά) σειρά. Τελευταία του συλλογή (με τον Γ. Δελιόπουλο) η, κατά ανεφίκτου γλυφές, 1 ‒ ΑΩ 2021. Έχουν γραφεί και εκδοθεί πολυάριθμα μελετήματα για το ποιητικό του έργο. 



Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: Albert Marquet, «Les toits d'Ouchy et le Léman» (1936).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Τετάρτη 6 Απριλίου 2022

Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, "Διαλέγω το λευκό"

  


 
ΑΧΡΩΜΕΣ ΜΕΡΕΣ


Έρχονταν έπειτα σκυφτές μέρες ανώνυμες
ερήμην να διαβούν να προσπεράσουν
μες στη γαλάζια στους ομίχλη δίχως πρόσωπο
κάποιους χειμώνες σκοτεινούς, δίχως μια λέξη.

Αυτές θρηνώ:
Την άμμο μπρος στα πόδια −νέα έρημο−
και τις κλεψύδρες του καιρού π’ όλο στερεύαν.

Πόσο ανώφελα ξεδιάντροπα προσπέρασαν
πόσο μου λήστεψαν το βιος
δίχως αγάπη.





ΚΑΤΟΙΚΙΔΙΟ ΑΓΧΟΣ


Ένας ελέφαντας μικρός μες στο σαλόνι σου
την ώρα που το σίριαλ αρχίζει
βοσκάει με θόρυβο φιστίκια από το πιάτο σου
θρονιάζεται μπροστά στον καναπέ σου
και πια δε βλέπεις την οθόνη, μα δε νοιάζεσαι

γκρίζο της λάσπης δέρμα σε τυλίγει
ιδρώτας δύσοσμος κυλά, κολλούν τα δάχτυλα
κι όταν κατάκοπος συρθείς ως το κρεβάτι
νιώθεις το πέλμα του βαρύ πάνω στο στέρνο σου
− μήτε το όνειρό σου πια δεν ανασαίνει.

Την άλλη μέρα,
αχάραγα σου φέρνει το λουράκι σου
να βγεις για την ανάγκη σου στο πάρκο.


Από την ενότητα
"Άχρωμες μέρες"





ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ


[Νύχτα. Άγρυπνη κι ολόγυμνη στο κρεβάτι της. Το φως
αχνό από τις γρίλιες, φτιάχνει μορφες στο ταβάνι. Έξω
στον δρόμο απόλυτη σιωπή. Είναι αργά. Πολύ αργά.]

Μέσα σε τόσους πια θεούς
δώστε μου έναν
σαν το μωρό να τον κρατώ στα γυμνά στήθια μου.
Ν’ ακούω νύχτα την καρδιά του ρυθμικά,
με την ανάσα του βαθιά
να γαληνεύω.

Να λέει πως μπορεί το φως
μόνο για μένα να σκορπά
αστέρια, ήλιους στη σειρά, λαμπρό χρυσάφι
να λέει θάλασσες, νησιά
μπροστά στα πόδια μου,
μ’ ένα του νεύμα μοναχά, πως θα μου φέρει.

Κι ας είναι αδύναμος θνητός
κι ας είναι πάμφτωχος.
Ας είναι άσημος, μικρός,
ας είναι ψεύτης.


[Ο ψίθυρός της σίγησε. Το σώμα της ακίνητο, ιδρωμένο. Απ’
τις παλάμες της αναβλύζει ακόμα το αίμα της αγάπης της.]






ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ


Κάτω απ’ τα μάτια μια σκιά, νύχτα που βιάστηκε
κι ένα παράπονο βαθύ −δες πάλι βρέχει−
φύλλα του δρόμου τα μαλλιά ανακατεύτηκαν
ωχρά τα χείλη σου ψυχρά δίχως τραγούδια.

Τι φταίει τάχα κι η ζωή σού ’γινε δύσκολη
έλεγες δε θα μεγαλώσεις, δε θ’ αλλάξεις
πώς βρέθηκες εδώ μακριά απ’ το σπίτι σου
σε μονοπάτια όλο πέτρες κι άγρια αγκάθια.

Πού πήγαν όλα τα παιχνίδια και τα ψέματα
τα παιδικά σου παραμύθια και τα γέλια

κοίτα τ’ αυλάκια που σου χάραξαν αλύπητα
η θλίψη κι ο καιρός στα μάγουλά σου.


Από την ενότητα
"Γλυκό σκοτάδι"





ΔΙΑΛΕΓΩ


Διαλέγω το λευκό, το φρέσκο χιόνι
το άγραφο χαρτί μου που μουρμούριζε
την πόρτα που ξεκλείδωνε στο φως
πρωί Σαββάτου κι η καρδιά τρελά χτυπούσε.

Διαλέγω το κενό, το δίχως όνομα
το όνειρό μου που αδέσποτο γυρνούσε
το κρυφογέλιο των παιδιών στ’ άλικα χείλη τους
το νέο που δε σκούριασε στα χέρια.

Κάθε ανείπωτο ζητώ κι αχαρτογράφητο,

αν μου δοθεί ποτέ η χάρη να διαλέξω.


Από την ενότητα
"Ανεπίδοτη θλίψη"





Από τη συλλογή «Διαλέγω το λευκό», εκδ. Ρώμη, 2022.



Διαλέγω το λευκό είναι ο τίτλος της ποιητικής συλλογής που πραγματεύεται τη συνειδητή επιστροφή στη χαρά και την αισιοδοξία. Η ψυχαναγκαστική εμμονή στη θλίψη, η καταστροφική αυτολύπηση κι η μηδενιστική θεώρηση του κόσμου περιγράφονται ως νοσηρές παγίδες της ψυχής. Το φως είναι υπαρκτό κι αποτελεί δικαίωμα του καθενός! Η χαρά δεν είναι παρά μια απόφαση! Το τέλμα της θλίψης είναι το λασπερό ναυάγιο που εγκλωβίζει την ψυχή και την πνίγει. Η άνοδος στο φως γίνεται θριαμβευτικά μέσα σε μια βροχή από λαμπερές σταγόνες.
Από την έκδοση



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου γεννήθηκε στη Λάρισα το 1967. Ζει με την οικογένειά του στην Κοζάνη, όπου εργάζεται ως καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης. Είναι τακτικό μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών. Ποιήματα και κριτικά σημειώματά του για έργα άλλων δημιουργών φιλοξενούνται σε συλλογικούς τόμους και σε διάφορα έντυπα και διαδικτυακά περιοδικά. Κάποια από τα έργα του απέσπασαν βραβεία και διακρίσεις σε Πανελλήνιους Διαγωνισμούς. Μερικά έχουν μεταφραστεί στην αγγλική και τη γαλλική γλώσσα.


Κυριακή 3 Απριλίου 2022

Θεοδώρα Βαγιώτη, "Χελιδονίσματα"





Χελιδονίσματα


*

Η κραυγή του πόνου
ιαχή του δάσους·
σκοτώθηκαν σήμερα
τα πουλιά,
μόνο που πατώ
ανάμεσα στα ξερόκλαδα
τα πτίλα των κυνηγών



*

Τα ποιήματα
λένε τι είναι ελευθερία·
μια φευγαλέα ματιά
στα γραμμένα
και η τύχη μου
ελάσσων ή θάνατος



*

Ποιο είναι το όνομα
της επιθυμίας σου;
Φύλλο ή άνεμος;
Ανθός ή βράχος;
Ύπερος θαλασσινός
με ανθήρες κύματα



*

Υγρό πρωινό προβάλλει
πίσω από τις λεύκες· το φως
δε θα ’ρθει σήμερα· τα χέρια
παρά καιρόν να κόψουν
το πρώτο λουλούδι της άνοιξης·
με παιδεύει η Γη
κι ας γεννήθηκα τροφή
στου κάμπου το τριφύλλι



*

[Ελένη]

Δύσηχη όψη
λοξοκοιτά από τα τείχη
και λίγο χαμογελά
μην προδώσει τη σκέψη της
γιατί χάθηκε
η άνοιξη και φέτος
στον σκοτωμό τους



*

[Ο πρόωρος θάνατος του Ικάρου]

Εκεί που κάποτε
έπαιζα με τον φίλο μου
κυνηγώντας το γοργοκίνημα της πεταλούδας
εκεί στήσανε το μνημείο του
για να θυμούνται
πως οι πεταλούδες πετούν
για να κάνουν την Αφροδίτη
να ζηλεύει




                                               Θεοδώρα Βαγιώτη



Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα λεπτομέρεια από την «Τοιχογραφία της Άνοιξης»,
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Συλλογή Προϊστορικών Αρχαιοτήτων.
Προέλευση: Ακρωτήρι Θήρας, 16ος αι. π.Χ.