Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

Νίκος Καρούζος, "Έλληνας κηπουρός με το χιονισμένο ποτιστήρι"




ΕΛΛΗΝΑΣ ΚΗΠΟΥΡΟΣ
ΜΕ ΤΟ ΧΙΟΝΙΣΜΕΝΟ ΠΟΤΙΣΤΗΡΙ


ΟΛΟΣ Ο ΚΗΠΟΣ
Άνεμοι μαύροι ως την ταραχή της ακέραστης παρθένας
και κρυώνει κάθε γαλάζιος μέσα στην πλάση
που χύνοντας θύελλες και τρόμο στα δίκαια δέντρα
φέρνει απ’ το θάνατο κάτι τραγούδια σαν πελέκια
να κομματιάσουμε ακόμη την καρδιά μας
εδώ στα δάση με τις βόρειες φωτιές
όταν ο καιρός ευωδιάζει από κορίτσια.
Είναι παλιά η βρύση που λαλεί
και πέφτουν αετοί στο δεντρολίβανο
πνέω μακριά πνέω στην παρθένα
οι σάλπιγγες αχ έρημες εμένα καλούν
εμένα πάνε στο εικόνισμα
σ’ εκείνη την άγρια εκκλησιά που λάμπουν
ερωτευμένα φίδια μόνα τους
έχοντας από κρυψώνες χόρτων όλη τη σιωπή
και τη χαρά να σύρονται στα όνειρα μου.
Σ’ έναν κήπο τραγουδώ ματώνοντας τ’ αστέρια
τι λάβα χύνεται στις ανθρώπινες πράξεις
ο θεός φανερώθη στην πύλη και θροΐζει ο διάβολος
είμαι λοιπόν ο υετός που λύγισε και σπαθίζει το γαλάζιο ανήφορο
και η μοίρα μου αγαθή και η μοίρα μου άσπρη
μητέρα ξανθή απ’ τον ήλιο σκοτωμένο βράδυ.
Εγώ κρατώ τη χρυσή κούπα και στέργω τη λάμψη
που κέρδισα πίνοντας ηχόεν το νερό
με λησμοσύνη των βράχων
ως την απάτητη κορφή του νου
μέρα και νύχτα τις ουράνιες φωνές ακούγοντας
ωσάν τα ζάρια
σε νεκρά μεσάνυχτα.



ΣΤΑ ΓΑΡΙΦΑΛΑ
Ήχος με πάει σαν ιερά οδός εκεί που λάμπει το σκουλήκι
κ’ επταετής προσεύχομαι στη μοναξιά των άστρων
εκεί φωνάζω τ’ όχι του θανάτου τ’ όχι της χαράς
ο ακατοίκητος.



ΣΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ
Πείνασα τ’ όνειρο σα σκύλος
ένα κόκαλο μέσ’ στο γαλάζιο καύμα του θέρους.
Αλλ’ υπάρχει πάντα νερό τρεχούμενη η έλπιση
ω μουσική που μοιάζεις με πτηνό από ήχους
είσαι πυρά και χορεύει αξόδευτη η μαινάδα.



ΣΤΟ ΓΙΑΣΕΜΙ
Πώς η αγάπη με κερνά περιστέρια
πώς η αγάπη με κερνά το αγίασμα
πώς η αγάπη με κερνά τη λευκότητα των άστρων.



ΣΤΟΥΣ ΜΕΝΕΞΕΔΕΣ
Α η τύχη να υπάρχουμε πόσο ταιριάζει στο ηλιοβασίλεμα
στυλίτες άνεμοι και πιο πάνω το κουκούλι της συμφοράς
είναι μακριά το σπίτι μας
από φως αστέρων είναι χτισμένο
μακριά στο χελιδόνισμα της καμπάνας
οι καρποί του σώματος ώριμοι να πέσουν
εκεί που τυφλώνει ο φώσφορος του έαρος
όπως ο νους αγγίζει το ποθούμενον.



ΣΤ’ ΑΓΙΟΚΛΗΜΑΤΑ
Τώρα πνεύμα βαθύ και πάλι φανερώσου
και τον αθώον υετό διώξε απ’ το γεράκι
για να πετά πιο βέβαιο στην πλησμονή του ήλιου
τώρα Καιόμενε δείξε στο γαλάζιο χέρι
και με δύναμη βγάλε τη συννεφιά
να σκοτεινιάσει πάλι η μοίρα μας.
Θα πάρω τον πόνο θα τραγουδήσω το μαύρο μου στήθος
είμαι πικρός ανήφορος και νους μελαγχολίας.



ΣΤΟΥΣ ΔΥΟΣΜΟΥΣ
Ω καλοκαίρι που ευωδιάζεις από ηλιοβασιλέματα
να ο θνητός
έχει δυο φλόγες και το ρολόγι των εποχών άδειο
με σιδερένια στους ήχους απραξίαν όπως
εγώ κοιτάζω τις φλόγες
η μια στον ουρανό το φως θ’ αναμετρήσει με τον τάφο
και τις ρίζες του σώματος ανάβει πάντα η άλλη.



ΣΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑΣ
Ακούω τις γυναίκες των αγρών ακούω τον τόπο
ένα γαλάζιο φυλαχτό μέσ’ απ’ τα φτηνά φουστάνια
και τραγουδούν έχοντας όνειρα δύσκολα
σα μάζες από λιθάρι αλατόμητο πέρα στον ήλιο –
Ελλάδα χορευτικό στροβίλισμα της γεωγραφίας
αιματοχυσία και πνεύμα στους ελαιώνες.





Από τη συλλογή «Ο υπνόσακκος» (1964).
Πηγή: «Νίκος Καρούζος - Τα ποιήματα Α΄ (1961-1978)», εκδ. Ίκαρος, 5η έκδοση, 2013.

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

Νίκος Μυλόπουλος, "Εγχείρημα φωτός"




Α.  ΣΤΟ ΜΩΒ ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ



ΧΑΡΤΙΝΕΣ ΠΟΛΕΙΣ


Στις χάρτινες πόλεις που καιγόμασταν
Με ρώτησες (κάπως συνεσταλμένα) αν σε ήθελα.
Ακολούθησαν διάλογοι χαρτοπαικτών χωρίς
         σιγαστήρα
Πιστεύοντας πως με μία ντάμα καρό θα σώζαμε
         την παρτίδα.
Αγνοώντας την συρμάτινη Άνοιξη που στο λαιμό
         κρεμάσαμε
Εκπέμπαμε την άγρια ομορφιά των αχνών
         ηλιαχτίδων.
Καθώς το άρωμα ξεθύμανε αργότερα στην
         κλεψύδρα του χρόνου
Δραπετεύσαμε απ’ της σιωπής τα τρύπια δίχτυα
Στην ανοιχτόχρωμη πηγαίνοντας συναυλία
         των υπόπτων.

Λιθόστρωτο και λιθοξόοι τώρα πια
Πνιγμένα υλικά του τίποτα στη σκόνη.





ΑΓΡΙΟΚΕΡΑΣΑ


Πολλαπλά χτυπήματα σε πήλινα σκαλιά η
         μοναξιά της σκέψης
Όσο κι αν δραπέτευε φιλί απ’ τη ρωγμή του λάθους.
Κι όταν το σκοτωμένο βλέμμα του τρελού
Ολόκληρη φανέρωνε τη σκοτεινή εκδοχή
Γύρισα πίσω ν’ αντικρύσω τη μορφή σου όμως
         χιόνιζε
Και οι νιφάδες ήταν σιωπή κι αδιέξοδες
         προσδοκίες
Χαμένα του καιρού αγριοκέρασα.





ΕΑΡΙΝΕΣ ΔΙΑΘΗΚΕΣ


Όμηροι, εκ γενετής άλλωστε, στο πεπρωμένο
Την ανυπόδητη ξύναμε σκουριά
Αιώνια ν’ αποκτήσει μνήμη η στιγμή.
Κληρονόμοι κραυγαλέων φιλιών
Στις αδιάγνωστες καταφεύγαμε στοές
         της σιωπής και του βάθους.
Στοχαστικός τότε δισταγμός χάιδευε τα
         λαγόνια
Καθώς εφήμερα νεύματα μοιραίες
         δρομολογούσαμε συναντήσεις.
Σκαριά αβοήθητα βγαίναμε τις νύχτες έξω απ’
         τα ρούχα μας
Ολοκληρώνοντας με χρώματα γυμνά
Εαρινές διαθήκες σε ξεροπήγαδα.





ΖΩΗ


Τώρα η ζωή δεν είναι, παρά μια ρόδα που
         κυλάει αργά
Απτά αφήνοντας σημάδια μιας ολοκλήρωσης
         χαμένης
Ελάχιστο επιζητώντας στήριγμα ερωτικής
         κοσμογονίας.
Καθώς τα πουλιά τρεμοσβήνουν στο μάτι
         του ορίζοντα
Μη αντέχοντας τέτοιας πραγματικότητας
         άλλη μια δόση
Ακατανόητη πορεία ακολουθούν οι
         χορτοφάγες φλέβες
Και η άλγεβρα αξημέρωτη στων κορμιών
         την κοινή συμμετρία.





Β.  ΧΕΡΟΥΛΙ ΕΞΟΔΟΥ



ΠΗΛΙΝΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ


Κι αν το πένθιμο χαμόγελο του ήλιου σαν δύει
         σε κρατά ζωντανό
Μη ξεχάσεις να ράψεις γενναιόδωρο άκουσμα
         στα άχαρα σπίτια
Να ευωδιάζει θυμίαμα στις γωνίες των δρόμων
Εκεί όπου πήλινοι άνθρωποι χάνονται τρυφερά
         στη σιωπή
Ενώ λίγο πριν τυλιγμένοι στις φλόγες εμείς
Τα ατίθασα σκορπίζουμ’ άλογα της σελήνης
         στα σύννεφα.





ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΧΟΡΟΣ


Μυρίζαμε σαν τους φυλακισμένους τα λουλούδια
         στον αυλόγυρο
Τα κύματα χάριζαν στο νερό μιαν αιωνιότητα
Ανήσυχος ο αέρας άσπριζε τα περιθώρια
         της θάλασσας
Τα πουλιά μοσχοβολούσαν Άνοιξη, τ’ αστέρια
         θειάφι
Και μόνο οι λέξεις χόρευαν στο μυαλό
Χωρίς ποτέ κανείς να αισθανθεί τον εμπαιγμό τους.
Φιλήδονο σύμπλεγμα οι χορδές και τα σώματα
Ανέδυαν στην ατμόσφαιρα μουσική δωματίου.
Αργότερα στην πρύμνη ναυαγισμένου πλοίου
         καθισμένοι
Την πραγματικότητα νιώθαμε και τον ορίζοντα
         συνεχώς να ενδίδουν.





ΘΥΜΩΜΕΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ


Άλλαζαν οι ανάγκες στις στοές των κορμιών
Οι ορμές στο σώμα των ανθρώπων
Θυμωμένη θάλασσα η μέρα ξέβραζε δανεικές
         προσδοκίες
Τα μάτια της αναιρούσαν το βάθος
Ενώ η νύχτα σύμμαχος των θηρευτών
Που έσκαβαν γυμνοί ώς την ανώνυμη βρύση
Προστατεύοντας απ’ τον καιρό τις
         ανάγκες τους.

Πιο πέρα οι πέννες ύφαιναν ζωή
Κι οι μέλισσες πάλι την τραγουδούσαν.





Από τη συλλογή «Εγχείρημα φωτός», εκδ. Κουκκίδα, 2018.




Ο Νίκος Μυλόπουλος γεννήθηκε το 1951 στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδασε, ζει και εργάζεται ως χειρουργός οφθαλμίατρος. Είναι Διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί στα περισσότερα ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά και στο διαδίκτυο. Το περιοδικό Πάροδος, το 2008, τον συμπεριέλαβε στη μόνιμη στήλη του «Πρόσωπα» και το περιοδικό Ο Σίσυφος, τχ. 7, στη στήλη «Σελίδες για τον ποιητή». Είναι μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και ποιήματά του συμπεριλαμβάνονται στην πρόσφατη (Φεβρουάριος 2016) Ανθολογία της. Έχει εκδώσει εννέα ποιητικές συλλογές: «Παράκτιος πια ο έρωτας» (εκδ. Πλέθρον, 2002), «Ένα παράθυρο με κιμωλία» (εκδ. Μεταίχμιο, 2005), «Οι εραστές πάντα σιωπούν» (εκδ. Μεταίχμιο, 2007), «Ξημερώνει στο γέλιο σου» (Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2011), «Όνειρα σε συνέχειες» (εκδ. Σαιξπηρικόν, 2012), «Τέλος της περιπλάνησης» (εκδ. Γαβριηλίδης, 2015), «Οι εφτά καινούργιες μέρες» (εκδ. Ένεκεν, 2015), «Όπως η θάλασσα με το αύριο» (εκδ. Γαβριηλίδης, 2016), «Εγχείρημα φωτός», (εκδ. Κουκκίδα, 2018).

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2018

Δημήτρης Π. Παπαδίτσας, "Νυχτερινά"




ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ


Αυτό το δέντρο είναι τα μαλλιά σου νομίζω
Που από καιρό μέσα μου
Έγιναν φωλιές
Με αυγά πουλιών
Ερπετών
Νυχτών

Είναι το χέρι μου
Που χρόνια μπαινοβγαίνει εντός σου
Ή και σε σφίγγει και σου βγάζει το κουκούτσι

Είναι η ματιά μου που σαν κλωστή
Μαύρη κίτρινη πράσινη κόκκινη – όχι γαλάζια
Κεντάει στα πόδια σου
Σκηνές ιστορικών μαχών

Οι ρίζες του είναι
Αυτοκτονίες νέων
Όχι γι’ αστείες υποθέσεις
Αλλά γιατί
Κάποτε οι Σουλτάνοι αποκοιμήθηκαν πλάι τους

Και μόνο τα φύλλα αυτού του δέντρου
Είναι όπως τα ξέρουν όλοι
Και πιο πολύ οι βοτανολόγοι
Που ξέρουν τη χημεία της χλωροφύλλης.





ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ


Δε σκέφτηκες ότι μια νύχτα κρυφά
Στις μύτες των ποδιών μου
Πήρα όλα τα οστά μας
Και τα βούτηξα – ας μην το μάθουν σε παρακαλώ
Στο φεγγάρι

Τώρα ας τραγουδήσουμε το φεγγάρι
Κανείς δεν θα μας πει ότι το περιέχουμε σαν έμβρυο
Η γνωστή ιστορία ότι τα έμβρυα μεγαλώνουν
Και στο τέλος αποχωρίζονται απ’ τις μητέρες τους
Θα επαναληφθεί κι εδώ
Και τότε μ’ έκπληξη οι συγγενείς οι φίλοι κι εμείς οι ίδιοι
        ακόμα
Θα πηγαίνουμε το φεγγάρι περίπατο
Θα το τραγουδάμε και θα μας τραγουδάει
Θα το ’χουμε στα χέρια μας
Στο μυαλό μας στη συνήθεια να ξυπνάμε πρωί
Δεν γίνεται λόγος για τη σκέψη
Αυτή ανέκαθεν είναι το φεγγάρι

Και κάτι άλλο
Αν σε ρωτήσουν να τους πεις το μυστικό
Πες τους ένα ψέμα:
Υπάρχει ένα και μοναδικό φεγγάρι
Αυτό που είναι στον ουρανό.






ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ

της Magali, της Τατιάνας

Ι


Ν’ ακούς πάντα
Ν’ ακούς το μεγάλωμα της νύχτας
Ν’ ακούς των χεριών τον ψαλμό το ξεκόλλημα της πέτρας
        απ’ τον τοίχο
Ν’ ακούς το φυτό που τρίζει το πρωί, το μεγάλωμα της
        νύχτας στο δέρμα
Ν’ ακούς τον αγέρα στων πουλιών τα κόκαλα
Ν’ ακούς του πουλιού το δρόμο την αγάπη του σπιτιού του
        νερού το φως
Ν’ ακούς των ματιών τη δόνηση καθώς απ’ τον ορίζοντα
        γυρίζουν
Και ακινητούν σ’ άλλων ματιών την αιώρα
Ν’ ακούς της φωτιάς τον πανικό, του ζώου το θρήνο
Το άχυρο που καίγεται στον ήλιο
Τον ήλιο ν’ ακούς που δέρνεται απ’ το φέγγος της σταγόνας
Ν’ ακούς του άστρου το χρώμα
Ν’ ακούς του άστρου την ευωδιά που ο κόσμος την ανάσανε
        κι έγινε περιβόλι
Ν’ ακούς στην ερημιά το χοροπηδητό της ρίζας
Ν’ ακούς μες στους θορύβους το ψιθύρισμα του νου που τον
        καρφώνουμε στον τοίχο
Ν’ ακούς τα μαλλιά τα φρύδια το μέτωπο και τη θλίψη τους
Όπως όταν ακούμε στο μυαλό μαχαίρια ν’ ακονίζονται
Ν’ ακούς τα χέρια ή τις παρειές που είναι μες στα χέρια
        ζεστές και τρέμουν
Ν’ ακούς την τουφεκιά που αστοχεί όμως που κόβει στα δυο
        τα πάντα
Κι ύστερα ο ύπνος πάλι τα ενώνει

Ν’ ακούς της χαραμάδας την οδύνη που ευρύνεται να πεταχτεί
        ο Θεός
Ν’ ακούς το Θεό μες στο φόνο σαν το φλουρί στη νύχτα
Σαν την αστραπή πάνω στο φλουρί

Την καρδιά ν’ ακούς
Ν’ ακούς τον ουρανό που σαλεύει στου εμβρύου τον ύπνο
Την καρδιά ν’ ακούς που γεμίζει τον κόσμο παιδιά κι άλλα
        φεγγάρια
Ν’ ακούς στο χώμα το άλογο, στο χώμα το σκάψιμο, την
        πληγή του νερού
Το τρίψιμο του αλόγου στον αέρα
Ν’ ακούς πάντα.





IV


Από πού έρχεται η νύχτα; πως μπορεί και μπαίνει μες στα
        δέντρα
Σαν τη βροχή στο χώμα; Εσύ που είσαι δίπλα μου
Και δεν μπορώ να σ’ αφήσω και να φύγω διότι
Η ψυχή μου είναι σκελετός πουλιού που βρέθηκε εντός σου
Κοίτα με. Μήπως δεν μπορείς βλέποντας με να με στεγνώσεις
Σαν να ’μαι ένα βρεμένο ρούχο κι εσύ το μεσημέρι;

Πώς να φύγεις; η βροχή σε καρφώνει πάνω μου με χιλιάδες
        καρφιά
Έγινα εκείνο που θυμάσαι σ’ όλη σου τη ζωή
Είμαι κι ο αγέρας όταν είσαι φωτιά.





V


Ποιος απαντάει; ποιος όρθιος μπρος στην πόρτα
Θα χτυπήσει; Κι εμείς από μέσα να μην ακούμε
Να μη βλέπουμε απ’ το ανοιχτό παράθυρο

Ανοιχτά παράθυρα δεν υπάρχουν
Τον πιο πολύ καιρό είμαστε κλεισμένοι κάπου
Κι αν υπάρχει αγάπη και τόσα που ομορφαίνουνε τον κόσμο
Είναι γιατί μπορούν να μπουν σ’ ένα σπίτι από τις
        χαραμάδες του
Κι αν ’ρθουν δροσιστικά παρήγορα πλάι στο κορμί μας

Η σιωπή μου είναι το ζεστό σου κέλυφος
Ας μπορούσε η φωνή μου να μην είναι το ανάπηρο απ’ τη μοίρα
        παιδί σου
Που σαν απομεσήμερο πυρό σε ρωτάει
Ας μπορούσε σ’ όλη μου τη ζωή να μη σε ρωτώ, θα ’ταν
        καλύτερα
Να σάλευαν μέσα μου εφτά κοπάδια έντομα
Μη βρίσκεις τ’ αυτιά μου και τις κόγχες μου
Θα ’ταν καλύτερα η ψυχή μου γυμνή
Δεμένη σ’ ένα ξύλο να μαστιγώνεται από δήμιους ρωμαλέους
Παρά να ’ναι η φωνή μου παραμορφωμένη
Που σ’ όλη τη ζωή της σε ρωτάει

Τι σε ρωτώ όλα τ’ απογεύματα; τι περιμένω ν’ απαντήσουν
Τα δέντρα της νύχτας που και το μεσημέρι είναι σκοτεινά
Φορτωμένα το βαρύ τους φεγγάρι; τις ρίζες όμως τις αγαπώ
Όταν ο ουρανός τις ξεριζώνει κι έχουν στο φως σχήματα
        ανθρώπων
Προσευχομένων ή δολοφονημένων ή ζώων που τα ’κοψε το
        τραίνο
Τις αγαπώ τις ρίζες που ιδρώνουν μες στη γη
Ν’ ακολουθούνε τη σιγή τους.





VI


Αν διψάσεις εγώ θα σου γίνω νερό
Σε μένα θα σκύψει το στόμα σου εμένα θα ευχαριστήσεις
Σε μένα θα δώσεις τη γδύμνια σου
Εσύ η ρίζα από μένα το υγρό χώμα θα περιβληθείς
Κι ο κόσμος θ’ ακούσει τη χαρούμενη κραυγή σου
Εσύ θ’ απλώσεις αποφυάδες στο κορμί μου
Που από μέσα θα με πονούν διασχίζοντας με
Κι ας με πονούν, η χαρούμενη κραυγή σου με φέρνει στη
        θάλασσα
Με πάει πιο μακριά με ξυπνάει πάνω σε χορτάρια
Οδηγεί τα χέρια μου, τα θρυμματίζει σε άπειρες μικρές
        φωτιές
Που η φεγγοβολή τους μεγαλύνει την ψυχή του πλησίον

Αν νυστάξεις εγώ θα σου γίνω μαλακό κρεβάτι να κοιμηθείς
Κι από κάθε της καρδιά μου χτύπο θα πετιέται
Κι ένα όνειρο. Το πρωί εγώ θα ’μαι τα παιδιά
Που θα τους λες τα όνειρα
Εγώ θα ’μαι η χαρά τους να σ’ ακούν και να σε βλέπουν
Να σ’ αγγίζουν με των ματιών τους το μυστήριο
Και να σ’ αφήνουν ύστερα μ’ έναν τρόπο σαν τα πουλιά

Αν κρυώνεις εγώ θα σου γίνω το ένδυμα
Κι αν ήμουν ως τώρα κρύος αγέρας θα το ξεχάσω
Θα γίνω η γλυκιά φωτιά σε όσους κρυώνουν
Αχ τα κρύα χέρια των ανθρώπων κι η φωτιά

Αν πεινάσεις εγώ θα ’μαι το ψωμί
Το ξεχασμένο στη σκοτεινιά του ντουλαπιού
Θε μου η ψυχή του πεινασμένου
Φωτίζει πάντα ένα ψωμί.





Από τη συλλογή «Νυχτερινά» (1956).
Πηγή: «Δ.Π. Παπαδίτσα - Ποίηση», Μέγας Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα, 1997.

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2018

Γιώργος Σεφέρης, "Γυμνοπαιδία"




ΓΥΜΝΟΠΑΙΔΙΑ


Η Θήρα γεωλογικώς συνίσταται εξ ελαφρόπετρας
και πορσελάνης, εν τω κόλπω δ’ αυτής… εφάνησαν και
κατεβυθίσθησαν νήσοι. Υπήρξε κέντρον αρχαιοτάτης
θρησκείας ένθα ετελούντο λυρικοί χοροί αυστηρού και
βαρέος ρυθμού καλούμενοι γυμνοπαιδίαι.

ΟΔΗΓΟΣ ΕΛΛΑΔΟΣ




Α΄. ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ


Σκύψε αν μπορείς στη θάλασσα τη σκοτεινή ξεχνώντας
τον ήχο μιας φλογέρας πάνω σε πόδια γυμνά
που πάτησαν τον ύπνο σου στην άλλη ζωή τη βυθισμένη.

Γράψε αν μπορείς στο τελευταίο σου όστρακο
τη μέρα τ’ όνομα τον τόπο
και ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιάξει.

Βρεθήκαμε γυμνοί πάνω στην αλαφρόπετρα
κοιτάζοντας τ’ αναδυόμενα νησιά
κοιτάζοντας τα κόκκινα νησιά να βυθίζουν
στον ύπνο τους, στον ύπνο μας.
Εδώ βρεθήκαμε γυμνοί κρατώντας
τη ζυγαριά που βάραινε κατά το μέρος
της αδικίας.

Φτέρνα της δύναμης θέληση ανίσκιωτη λογαριασμένη
         αγάπη
στον ήλιο του μεσημεριού σχέδια που ωριμάζουν,
δρόμος της μοίρας με το χτύπημα της νέας παλάμης
στην ωμοπλάτη·
στον τόπο που σκορπίστηκε που δεν αντέχει
στον τόπο που ήταν κάποτε δικός μας
βουλιάζουν τα νησιά σκουριά και στάχτη.

Βωμοί γκρεμισμένοι
κι οι φίλοι ξεχασμένοι
φύλλα της φοινικιάς στη λάσπη.

Άφησε τα χέρια σου αν μπορείς, να ταξιδέψουν
εδώ στην κόχη του καιρού με το καράβι
που άγγιξε τον ορίζοντα.
Όταν ο κύβος χτύπησε την πλάκα
όταν η λόγχη χτύπησε το θώρακα
όταν το μάτι γνώρισε τον ξένο
και στέγνωσε η αγάπη
μέσα σε τρύπιες ψυχές·
όταν κοιτάζεις γύρω σου και βρίσκεις
κύκλο τα πόδια θερισμένα
κύκλο τα χέρια πεθαμένα
κύκλο τα μάτια σκοτεινά·
όταν δε μένει πια ούτε να διαλέξεις
το θάνατο που γύρευες δικό σου,
ακούγοντας μια κραυγή
ακόμη και του λύκου την κραυγή,
το δίκιο σου·
άφησε τα χέρια σου αν μπορείς να ταξιδέψουν
ξεκόλλησε απ’ τον άπιστο καιρό
και βούλιαξε,
βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες.





Β΄. ΜΥΚΗΝΕΣ


Δώσ’ μου τα χέρια σου, δώσ’ μου τα χέρια σου,
         δώσ’ μου τα χέρια σου.

Είδα μέσα στη νύχτα
τη μυτερή κορυφή του βουνού
είδα τον κάμπο πέρα πλημμυρισμένο
με το φως ενός αφανέρωτου φεγγαριού
είδα, γυρίζοντας το κεφάλι
τις μαύρες πέτρες συσπειρωμένες
και τη ζωή μου τεντωμένη σα χορδή
αρχή και τέλος
η τελευταία στιγμή·
τα χέρια μου.

Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες·
τούτες τις πέτρες τις εσήκωσα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα
τούτες τις πέτρες, τη μοίρα μου.

Πληγωμένος από το δικό μου χώμα
τυραννισμένος από το δικό μου πουκάμισο
καταδικασμένος από τους δικούς μου θεούς,
τούτες τις πέτρες.

Ξέρω πως δεν ξέρουν, αλλά εγώ
που ακολούθησα τόσες φορές
το δρόμο απ’ το φονιά στο σκοτωμένο
από το σκοτωμένο στην πληρωμή
κι από την πληρωμή στον άλλο φόνο,
ψηλαφώντας
την ανεξάντλητη πορφύρα
το βράδυ εκείνο του γυρισμού
που άρχισαν να σφυρίζουν οι Σεμνές
στο λιγοστό χορτάρι —
είδα τα φίδια σταυρωτά με τις οχιές
πλεγμένα πάνω στην κακή γενιά
τη μοίρα μας.

Φωνές από την πέτρα από τον ύπνο
βαθύτερες εδώ που ο κόσμος σκοτεινιάζει,
μνήμη του μόχθου ριζωμένη στο ρυθμό
που χτύπησε τη γης με πόδια
λησμονημένα.
Σώματα βυθισμένα στα θεμέλια
του άλλου καιρού, γυμνά. Μάτια
προσηλωμένα προσηλωμένα, σ’ ένα σημάδι
που όσο κι αν θέλεις δεν το ξεχωρίζεις·
η ψυχή
που μάχεται για να γίνει ψυχή σου.

Μήτε κι η σιωπή είναι πια δική σου
εδώ που σταματήσαν οι μυλόπετρες.


Οχτώβρης 1935





«Γυμνοπαιδία», περιοδικό Τα Νέα Γράμματα, Φεβρουάριος 1936.
Από τον τόμο «Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα», εκδ. Ίκαρος, 20η έκδοση, 2000.

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018

Σταύρος Βαβούρης, "Οι Ατρείδες της φωτιάς και της σιωπής"





Η ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ΣΤΗΝ ΑΥΛΙΔΑ


Η θάλασσα θα ’χει δεχτεί
να πάρει τα καράβια στο ταξίδι τους
έπειτα απ’ το θρίαμβο της πληρωμένης Νύχτας
και τη φρίκη της Αυγής.
Επευφημίες.
Αδιάντροπες αφυπνισμένες άγκυρες.
Το αίμα. Το δέος. Σιωπή.
Μετά θ’ ανοίξουν τις κουρτίνες
κι ανέφικτη θα κατεβώ λίγα σκαλιά.
Βλέμμα οριζόντιο, λύπη οριζόντια.
Θα ’χω ανεβεί στο τελευταίο δάκρυ,
το δάκρυ που πετρώνει,
και γίνεται
αυτό που λεν οι ανήξεροι: φαρμακερή καρδιά.

Οι ακόλουθοι δε θαν το δουν,
θα βουλιάζουνε τα μάτια τους στις τύψεις·
θα βουλιάζουνε στη λίμνη των στιγμών,
όπως σε κάθε πίκρα τους
στηρίζουν κάτω από το θαμμένο τους πιγούνι την παλάμη
και με την εγκαρτέρηση νομίζουν πως θα στήσουνε
ό,τι ούτε ο θεός δεν μπόρεσε να φέρει δεξιά.
Έτσι, να εξευμενίσουνε τα βήματα της Μοίρας.
Μα το νόημα της ζωής μας δεν αλλάζει.
Το ύπουλο αυτό νόημα που προχωρεί
ατσάλινη στιγμή μες στους αιώνες,
και δεν το μαλακώνει ο πόνος μας
που διαφεύγει μέσ’ απ’ τις κινήσεις μας
που τις προετοιμάζει,
το σκοτεινό αυτό νόημα
που προχωρεί ακατάλυτο, αδιάφθορο και ριγηλό
μέσ’ απ’ τις επικλήσεις μας κι από τις προσευχές μας
δε θαν το δουν.
Θα βουλιάζουν στην ελπίδα του καιρού.
Μα εγώ, πέρα απ’ αυτούς, χωρίς αυτούς
δεν θα ’μαι πια αχιβάδα στην τρεχάλα της συρμής του.
Στο ’να πλευρό μου πάντοτε η Φωτιά
μα στ’ άλλο η φρίκη μου βουβή
θα ’χουμε δει στο ματωμένο σου κεφάλι
τη λιμασμένη Μοίρα μου χορτάτη.

Δε θ’ απομένει πόνος πια.
Δε θα ’ναι πια μελωδικό τραγούδι κύκνου που πεθαίνει
δε θα ’ναι πια κλυδωνισμός τραυματισμένης νύχτας
κάτω από ρομαντικό φεγγάρι.

Θα μένει
μόνο αυτό το τραγικό άρωμα
η ανείπωτα πικρή εκείνη γεύση,
αυτή η στεγνή εντύπωση
που αν θες, την κάνεις σιδερένιο τραγούδι
−τσεκούρι, φωτιά−
αν θες την κάνεις λόγχη
−τσεκούρι, φωτιά−
που λησμονιά
ή μνήμη μουσική δεν γίνεται μονάχα.

Κι εδώ, δεν θά ’ρθει η θάλασσα να παίξει
με τις γυμνές νεράιδες του κρυφού μου κήπου,
δεν θά ’ρθει η θάλασσα να βρει φεγγάρι
δε θά ’ρθει μπάτης πια.

Στα ματωμένα βότσαλα τα βράδια
η αγρύπνια μου θα τριγυρνάει
αγέλαστη και μοναχή στους μόλους
με τη φωνή του πυρετού
για τα περαστικά θαλασσινά πουλιά
που αμέριμνα θα ’ρθουν
να φέρουν άνοιξη στο χώμα
που το στοίχειωσε η θυσία σου.

Θα ’χω μια λύπη που θ’ αγγίζει τ’ άστρα,
ψηλή, και κατακόρυφη.
Δε θ’ απομένει πόνος πια.
Αυτοί, μετά καθώς θ’ ανοίξουν τις κουρτίνες
θα βουλιάξουνε στη λήθη του καιρού.
Κι έπειτα
θα ’ρθούνε φαύλοι χρόνοι που θα πουν
ότι ήσουν τάχα ιέρεια στους Ταύρους,
θα ’ρθει να με λογχίσει η Ηλέκτρα.
Μ’ αν ήταν στο ’να μου πλευρό πάντα η Φωτιά,
αυτό το μέτωπο
δεν ήταν πάντοτε φωλιά
πικρών πουλιών που δεν λαλούν
δεν ήταν πάντοτε κυψέλη
για στείρες μέλισσες σιωπής και συμφοράς.

…Ότι σε πήραν σύννεφα
ότι είσαι τάχα ιέρεια στους Ταύρους.
Καρδιά οριζόντια. Λύπη οριζόντια,
για πάντα.
Ευθεία γραμμή, ατέλειωτη, χωρίς υποτροπή
ως την καρδιά του Χρόνου.
Εγώ
που κράτησα στα χέρια μου
το ματωμένο σου κεφάλι
μονάχα εγώ,
μπορώ να ξέρω την αλήθεια.





ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΗΛΕΚΤΡΑΣ


Αιφνιδίως με γοήτευε η ιδέα
πως μπορούσα να εξωθήσω
πρόσωπα και πράγματα σαν λόγχη·
πως ήταν δυνατό να πάρω σχήμα λαιμητόμου
πάνω από ένοχους αυχένες
ότι μπορούσα να υψωθώ,
σαν κυπαρίσσι σκοτεινή
σαν πεπρωμένο ανέφικτη.

Η ιδέα ότι μπορούσα να διασχίσω αδιάφορη
μ’ ένα σατανικό αδιόρατο χαμόγελο
πλήθη λυσσαλέα και μαινόμενα εναντίον μου
με διέλυε.
Με διαπερνούσε, με σπασμούς σχεδόν ηδονικούς, η σκέψη
πως μπορούσα
να βρεθώ στο τελευταίο σκαλοπάτι του ικριώματος
περιφρονητική
ενώ ένας όχλος θαμπωμένος
του κάκου θα περίμενε ως το τέλος
να ξεσπάσω σε λυγμούς.

Αιφνιδίως με γοήτευε
ναι, μ’ έκανε τρελή η ιδέα
πως ήταν δυνατό να πάρω μιαν απόχρωση
τεφρού αμετακλήτου
σκιάζοντας κι αφανίζοντας το φως του ήλιου
που τους είχε τόσο ανάψει και μεθύσει.





ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ΑΤΡΕΙΔΗΣ


Η μυρουδιά από ’να πορτοκάλι
λησμονημένο πλάι στο προσκεφάλι του
θα του ’φερνε οπωσδήποτε στο νου
σκίζοντας την καρδιά του σα μαχαίρι
τους πορτοκαλεώνες του αργολικού κάμπου
που μόνο για μια μέρα στη ζωή του
πάλι θα ξανάβλεπε·

Όμως καλά να πάθει.
Μέσα στα λουτρά «οις ενοσφίσθη»
θα πρέπει να θυμήθηκε
για μια στιγμή ακαριαία
αργά και μάταια θα κατάλαβε,
ότι ούτ’ ένας βασιλιάς
δεν έχει το δικαίωμα να πικραίνει,
να εξευτελίζει αυτούς
που χρόνια −πώς και πώς− τον περιμένανε
γιατί τον αγαπήσανε πολύ
φέρνοντας παλλακίδα στο παλάτι του
χωρίς τη θέλησή της, συν τοις άλλοις
δούλα ταπεινωμένη την τρελή Κασσάνδρα
κόρη βασιλιά, όπως οι κόρες του
του Ίλου απόγονη
του Ίλου −υπογραμμίζω− του ήρωα
και πολυ-αγαπημένη ενός Θεού
του Φοίβου
του εκηβόλου Απόλλωνα.





ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΤΡΕΙΔΗΣ


Ναι μεν τα κίνητρά σας ευγενή
(κίνητρα δολοφόνου ευγενικά;
Pour ainsi dire· passons),
ο φόνος όμως φόνος
επέμενε διακριτικά μα σταθερά ο εισαγγελεύς.
Η Ηλέκτρα φρένιασε· (μαινόταν:
Κι η μοιχεία; Κι η σφαγή του βασιλιά;)
Επέσειαν απειλές και σχετικές κυρώσεις
στ’ ατέρμονό τους πηγαινέλα οι αυλικοί.
Παραιτήσεις, υποδείξεις, δικηγόροι
κομφούζιο στον Άρειο Πάγο·
και κατά την ολομέλεια φυσικά στο τέλος
συμφώνως τω άρθρω τάδε…
του νόμου, νόμου… (κάποιου νόμου τέλος πάντων·
(αν είναι δυνατό, κανείς να συγκρατήσει
παράγραφους κι εδάφια
νόμων σε τέτοιο κυκεώνα;)
έχετε απαλλαγεί λόγω συγχύσεως
«πλήρους» μάλιστα συγχύσεως
είν’ η διατύπωση του σχετικού εγγράφου.
Σύγχυσις πλήρης…
Ίσως, δηλαδή, λόγω βλακείας.
Όχι ίσως. Ακριβώς.
Τέλος στο παλάτι, κεραυνός.

Και τώρα, κατεβείτε πρίγκηψ,
κύριε, πολίτα, Ορέστη Ατρείδη,
(πώς προσαγορεύεται, άραγε, ένας έκπτωτος;)
Ορίστε το εισιτήριο, τ’ ανάλογο συνάλλαγμα
και τα λοιπά απαραίτητα χαρτιά.

Πυλάδη, σεις
με τις σοφές σας συμβουλές
βιαστείτε: τις αποσκευές.
Το πλοίο πρέπει ν’ αποπλεύσει το ταχύτερο.

Για την προσωρινή σας −πρώτον− απομάκρυνση
δεν εννοεί να υποχωρήσει ο εισαγγελεύς.
Όσο για το θρόνο σας και τη διαδοχή σας −δεύτερον−
Κανείς δεν ξέρει.
Παίρνουνε χρόνια αυτά τα πράγματα.
Ίσως γυρίζοντας με της θεάς το ξόανο,
προβάλλουμε το ευγενικό προσκύνημά σας
θα ’χει λησμονηθεί κι η πλήρης σύγχυσις...

Ίδωμεν τέλος πάντων.

Υπάρχουν, βλέπετε, αθωώσεις
που ’ναι, περίπου − σαν καρατομήσεις
σαν καταδίκες στην εσχάτη των ποινών.
Σε θάβουν ζωντανό
−πώς να σας το πω: σε Διαγράφουν
κι ίσως, Ορέστη Ατρείδη
ακόμα, πιο πολύ.





Από τη συλλογή «Οι Ατρείδες της φωτιάς και της σιωπής».
Πηγή: «Σταύρος Βαβούρης - Πού πήγε, ως πού πήγε αυτό το ποίημα (1940-1993)», εκδ. Ερμής, Αθήνα, 1998.