Κυριακή 28 Μαρτίου 2021

Μίλτος Σαχτούρης, "Τα στίγματα"





ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ


Ο ήλιος είναι πράσινος
τα δέντρα καίνε
περιμένουνε τα χελιδόνια
οι σιδερένιες μας χελιδονοφωλιές
δε μας γελάνε πια με τα λουλούδια
μας στοίχισαν τα χέρια και τα πόδια μας
τώρα τα χέρια και τα πόδια μας
κρέμονται στα δέντρα





Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ

                                     στη Νόρα Αναγνωστάκη


Σα γύρισε ο καθρέφτης μου
στον ουρανό
φάνηκε
ένα φεγγάρι μισοφαγωμένο
από τα κόκκινα μυρμήγκια
της φωτιάς
κι ένα κεφάλι πλάι του
να καίει κι αυτό μέσα σε πύρινη
                                               βροχή
να λάμπει το κεφάλι
να φέγγει
καθώς το έπαιρνε το έκανε κάρβουνο
                                                      η φωτιά
να ψιθυρίζει:
− Τα δέντρα καίνε φεύγουνε σαν τα μαλλιά
ο άγγελος χάνεται με καψαλισμένα
                                                τα φτερά
κι ο πόνος
σκύλος με σπασμένο πόδι
μένει
μένει





ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


Με το μπαμπάκι του θανάτου
αχόρταγο

Ανοίγει μια μεγάλη τρύπα
στο φεγγάρι

Ένα παιδί πεθαίνει
Σα μεγάλα μαύρα μυρμήγκια
μια πομπή-κηδεία στο φεγγάρι

Έν’ άλλο παιδί
ρίχνει μια πέτρα
και σπάζει το φεγγάρι





ΚΑΤΕΒΑΙΝΕ ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ
ΞΕΝΟΣ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟΣ


Το αίμα καίει το μυαλό
η Άνοιξη μια στιγμή φάνηκε κοντά στα
                                                  κυπαρίσσια
ωραία πουλιά πέφταν με δύναμη
                           σε κάθοδο φριχτή
κι άλλα ζεστά πουλιά μέσ’ απ’ τον ήλιο
                               βγαίναν κι ανεβαίναν

από την πόλη χάθηκαν τα περιστέρια

η μαύρη γυναίκα έστελνε
ψεύτικα
λουλούδια στους νεκρούς





ΠΟΡΤΡΕΤΟ


Μέσα σ’ ένα χρυσό κύκλο
το κεφάλι του

πάνω του πέφτει χιόνι

το στόμα του βγάζει πύρινες
πληγές
άγριες τον κυνηγάνε ανεμώνες

μία γαλάζια βέργα απλώνεται
                                   επάνω του

γύρω πετούν μικροί μαύροι
            σταυροί ανοιξιάτικοι
τα χελιδόνια





ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ


Κάποτε
θα σταματήσουμε
σε μια γαλάζια άμαξα
μες στο χρυσάφι

δε θα μετρήσουμε τα μαύρα
                                        άλογα
δε θα ’χουμε τίποτα ν’ αθροίσουμε
δε θα ’χουμε πια τίποτα
για να μοιράσουμε

κρατώντας
ένα ξύλο
θα περάσουμε
μέσ’ απ’ τη μαύρη τρύπα
                           του ήλιου
που θα καίει





Από τη συλλογή «Τα στίγματα» (1962).
Πηγή «Μίλτος Σαχτούρης, Ποιήματα (1945-1998)», εκδ. Κέδρος, 2014.

Στην εικόνα: Jacob van Maerlant, «Irundo (swallow)» [Μiniature from folio 091r from Der naturen bloeme (KB KA 16) (1340-1350)].
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

Ασημίνα Λαμπράκου, "Ψυχές από λευκό και όνειρο"





ΨΥΧΕΣ ΑΠΟ ΛΕΥΚΟ ΚΑΙ ΟΝΕΙΡΟ

                                               στον Κώστα Θ. Ριζάκη


όταν θα ’χει το ποίημα τελειώσει
μ’ ένα αγκάθι στο λαιμό
θα σταθώ στην άκρη στο ποτάμι
 
με χούφτες γεμάτες λιόσπορους
πόδια τεντωμένα και πατούσες
πίσω από σάπιες καλαμιές ρίζες και σπάρτα
με τσίνορα από τον ήλιο καμένα
και την ποδιά βρεγμένη όνειρο
τον άνεμο ν’ ακούω που θα κοροϊδεύει
τρελή τρελήηη τρελήηηηη
τα πουλιά να σφυρίζουν τσιιιρ τσιιρρρουουουου
 
κι εγώ, στη μοναξιά εκπαιδευμένη
θα κρατώ την αλήθεια στα μάτια από κάτω
και τα παιδιά, εκείνα μόνο κι εγώ
θα ’ρχόμαστε τους ανθρώπους να συναντάμε
 
ψυχές λευκές κι όνειρο από μνήμη κι έλαιο



Ασημίνα Λαμπράκου




Πρώτη δημοσίευση

Η φωτογραφία είναι της Ασημίνας Λαμπράκου.

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2021

Οδυσσέας Ελύτης, "Δυτικά της λύπης"




                                   Πλησίον μια μικρή βροχή μ’ όλους των άκοπων ακόμη
                                   Οπωροφόρων τους στενούς συγγενείς και τα παιδιά
                                   Μαζί μωβ ανθύλλια όλα στραμμένα
                                                                                           Δυτικά της λύπης

 

ΤΗΣ ΕΦΕΣΟΥ


Ελεύθερα στο πλάι μου τρέχουν τ’ αμπέλια κι αχαλίνωτος
Μένει ο ουρανός. Πυρκαγιές ανταλλάσσουνε τα κουκουνάρια κι ένας
Όνος φευγάτος πάει ψηλά τον ανήφορο
                                                                          για λίγο σύννεφο
Κάτι πρέπει να γίνεται του αγίου Ηρακλείτου ανήμερα
Που μήτε οι ρίνες διαγιγνώσκουν
Είναι οι ζαβολιές του ανυπόδητου ανέμου που αρπάζεται
        απ’ την άκρη
Του νυχτικού της μοίρας και πάει να μας αφήσει στων αιγάγρων
        το ύπαιθρο έκθετους
Στα κρυφά φεύγω με όλα τα κλοπιμαία στο νου μου
Για μιαν απ’ την αρχή ζωή απροσκύνητη. Χωρίς κεριά χωρίς
        πολυελαίους
Με μόνο μια στη θέση αδάμαντος βέρα χρυσή ανεμώνη
Πασπατευτά πού πάει; Και ζητώντας τι; Ο μισός της σελήνης μας
        ίσκιος
Ανάγκη πάσα να καθησυχάζεις είναι ως και τα μνήματα
Εάν ομοεθνών ή όχι αδιάφορον. Το παν είναι
Η και από τα λαγωνικά χαμένη οσμή της γης με ρείκια σφένταμα
        και κρόμμυα
Στην ιδιωματική ν’ αποκαθίσταται γλώσσα της
Ε τι! Μια λέξη αρκεί να σε χωρέσει χωρικέ του πράσινου της νύχτας
Έφεσος! Του πάππου του θείου και του φωσφόρου δέκατη τέταρτη
        γενεά
Μέσα σε περιβόλια του πορτοκαλιού χρυσά και της σμίλης όμορα
        λόγια
Τέντες προτού απλωθούν κι άλλες μετέωρες απολεσθέντων πόλων
Αιφνιδίως οι τροχασμοί. Κηρύγματα των απ’ αντικρύ κόλπων
        θαλάσσης
Δαπέδων δρέπανα διπλά για ναό ή για θέατρο
Νερά χλωρά λιβαδίσια κι άλλα σγουρά του γαρ και του άρα
Ρεούμενα. Εάν ποτέ κύκλους από τριφύλλι και άγρωστιν
Η σοφία σχεδίαζε άλλο θα γινόταν όπως πριν
Της άκρης του δαχτύλου σου το εναποτύπωμα
 
Γράμματα θα υπάρχουν. Θα διαβάζουν οι άνθρωποι
        κι απ’ την ουρά της πάλι
Η ιστορία θα πιάνεται. Μόνο τ’ αμπέλια να καλπάζουν κι αχαλίνωτος
        να ’ναι
Ο ουρανός όπως τον θέλουν τα παιδιά
Με κοκόρους και με κουκουνάρια και με κυανούς χαρταετούς σημαίες
Του αγίου Ηρακλείτου ανήμερα
                                                           παιδός η βασιληίη.





ΣΕ ΜΠΛΕ ΙΟΥΛΙΤΑΣ


Και σε θραύσμα Βρισηίδας βρίσκεται και σε κοχύλι Ευρίπου
Εκείνο που εννοώ. Θέλει να ’χε άγριες πείνες άπνοιας
        ο Αύγουστος
Για να ζητάει μελτέμι· ώστε στο φρύδι ν’ αφήνει λίγο αλάτι και
Στον ουρανό ένα μπλε που τ’ όνομά του μέσα στα πολλά τ’ ακούς
        ευώνυμο
Στο βάθος όμως είναι μπλε Ιουλίτας
Λες κι έχει ανάσας βρέφους πέρασμα προπορευτεί
Που βλέπεις τόσο καθαρά να πλησιάζουν απ’ αντίκρυ τα όρη
Και μια φωνή παλαιού περιστεριού να σχίζει κύμα και να χάνεται

Αν είναι άγιον το του αγαθού πάλι απ’ τον αέρα
Του επιστρέφεται. Τόσο απ’ τα ίδια της παιδιά η Ευ-
Μορφία πληθαίνει και μεγαλώνει ο άνθρωπος πριν δυο και τρεις
        φορές
Τον παραστήσει ο ύπνος
Στον καθρέφτη του. Δρέποντας μανταρίνια ή φιλοσόφων ρύακες
        αν όχι και
Κινούμενη πολίχνη μελισσών πάνω στην ήβη. Ας είναι
Μαύρον ήλιο κάνουν τα σταφύλια και λευκό πιο το δέρμα
Ποιος πλην του θανάτου μας διεκδικεί; Ποιος επ’ αμοιβή πράττει
        το άδικο;
Μια συγχορδία η ζωή
                                       όπου ένας τρίτος ήχος παρεμβάλλεται
Και είναι αυτός που λέει στ’ αλήθεια τι πετά ο φτωχός
Και τι μαζεύει ο πλούσιος: χαδούλια γάτας εύπλεκτα της λυγαριάς
Αψιθιές με κάππαρη λέξεις εξελικτικές με βραχύ το ένα φωνήεν
Ασπασμούς απ’ τα Κύθηρα. Έτσι με κάτι τέτοια πιάνεται
Ο κισσός και μεγαλώνει το φεγγάρι να βλέπουν οι ερωτευμένοι
Σε τι μπλε Ιουλίτας γίνεται το αραχνοΰφαντο του πεπρωμένου
        να διαβάζεις
Αχ! Δύσεις έχω δει πολλές κι αρχαίων διαβεί θεάτρων τα
Διαζώματα. Όμως δεν ποτέ ομορφιά μου εδανείσθηκεν ο χρόνος
Και κατά του μελανού νίκη να επιτύχει και αγάπης έκταση να
        επιμηκύνει ώστε
Πιο ευφυής πιο εύφωνος να κελαηδάει ο μέσα μας κορυδαλλός
Απ’ τον δικό του άμβωνα
Σύννεφο συνοφρυωμένο που τ’ ανεβάζει πούπουλο ένα σκέτο «μη»
Κι υστέρα πάλι πέφτει και χορταίνεις χορταίνεις χορταίνεις βροχή
Ομήλικος γίνεσαι του ανέγγιχτου χωρίς να το γνωρίζεις και
Συνεχίζεις στου κήπου τ’ άπατα να γαργαλιέσαι με τις εξαδέλφες σου
Αύριο θα μας ραντίσει νυχτολούλουδα περαστικός οργανοπαίχτης
Και θα μείνουμε παρ’ όλα αυτά λιγάκι μη ευτυχείς
                                                                          όπως συνήθως στην αγάπη
Όμως απ’ τη μαστίχα του πηλού της γης μια γεύση αιρετική
        ανεβαίνει
Μισή από μίσος κι όνειρο μισή από νοσταλγία

Εάν εξακολουθούμε να ’μαστε αντιληπτοί ως άνθρωποι που
Διαβιούμε κάτω από θόλους κατάστικτους με σμαραγδίσκων τρίτωνες
        τότε
Η ώρα θα ’ναι μισό δεύτερον λεπτού μετά τη μεσημβρία
Και η τελειότης η άκρα
                                           συντελεσμένη σ’ έναν κήπο με υάκινθους
Οπού τους αφαιρέθηκεν ο μαρασμός για πάντα. Κάτι φαιό
Που μια σταξιά μονάχα λεμονιού αιθριάζει οπόταν
Βλέπεις κείνο που απ’ την αρχή εννοούσα με στοιχεία καθαρά
Να χαράζεται
                         πάνω σε μπλε Ιουλίτας.





ΩΣ ΕΝΔΥΜΙΩΝ


Απαλές κοιλάδες έχει ο ύπνος ακριβώς όπως
Και η επάνω ζωή. Μ’ εκκλησάκια που βόσκουν σε χορτάρι εμπρός
        αέρα
Που ολοένα μηρυκάζουν ώσπου να γίνουν ζωγραφιές
Η μια την άλλη σβήνοντας σε πλάγιον ήχο. Κάποτε
Περιοδεύουν δύο ή τρία φεγγάρια. Γρήγορα όμως χάνονται
Η ομορφιά κει που ακινήτησε διαρκεί σαν άλλο ουράνιο σώμα
Η ύλη ηλικία δεν έχει. Μόνον ν’ αλλάζει ξέρει. Θες πάρ’ την από
        την αρχή
Θες απ’ το τέλος. Ήρεμα κυλάει εμπρός η επιστροφή κι εσύ την
        παρακολουθείς δήθεν αδιάφορος
Τραβάς ωστόσο το σχοινί σ’ όρμο Μυρτώον έρμο
Δίχως ούτ’ ένα ελαιόδεντρο να σου απουσιάσει
Αχ Θάλασσα πάνω που ξυπνάς πως ξανακαινουριώνονται όλα!
Μικροί πως χαϊδευτήκαμε και παίξαμε πεντόβολο τα γονικά μας!
Για δες τι σηκωμό σηκώνει μες στ’ ατάραχα ο Σιρόκος ο ύπνιος·
        και πως στα δύο τα χωρίζει!
Από τη μια μεριά ξυπνώ και κλαίω για τα που μου επάρθηκαν
        αθύρματα
Και από την άλλη κοιμούμαι
Τη στιγμή που ο Ελευθέριος φεύγει και η Ιωνία χάνεται
Μόλις που διακρίνεται λοφίσκος μ’ απαλά κοίλα γεμάτος σγουρά
        χλοΐσματα
Κι αντικρύ αντερείσματα σκληρά
Που να φυλάγεσαι απ’ όλα τα ενδεχόμενα· ενώ πρόσφυγες μέλισσες
Κατά σμήνη βομβούν και μια γιαγιά μες στ’ αλιεύματα της
        δυστυχίας βρίσκει
Να βγάλει από τα λίγα της χρυσαφικά παιδιά κι εγγόνια

Ξεφόρτωτον κι απ’ το ένα πλάι σε κυλάει ο κίνδυνος και σ’ αγνοεί
Που συ ο ίδιος κάποτε θέλησες να τον αγνοήσεις
Αυτά βέβαια στα ψέματα του ρούχου που φοράς δίχως τη φόδρα του
        ν’ αναποδογυρίσεις
Κει που αγγιχτήκανε οι μουτζούρες με τα χρυσά νομίσματα
Όπως τα βδελυρά με τ’ άγια
                                                    Παράξενο είναι
Πόσο ακατανόητα ζούμε αλλ’ απ’ αυτό κρεμόμαστε
Χλωρό περιστεράκι του βασιλικού φιλί που σου ’δωσα επάνω
        στο κρεβάτι μου
Και στα γραφτά μου τρεις και τέσσερις ανέμους ανορθόγραφους
Να ζαλιστούν τα πέλαγα όμως
Γεμάτο νου και γνώση ν’ ακολουθεί το δρόμο του κάθε πλεούμενο
Ταλαντεύονται τα γεγονότα και στο τέλος πέφτουν πριν κι από τους
        ανθρώπους
Αλλά φανό θυέλλης δεν έχει το σκοτάδι

Πού ’ναι η Μίλητος πού είναι η Πέργαμος πού η Αττάλεια και πού
Η Κωνσταν Κωνσταντινο ντινοπολίς;
Στους χίλιους ύπνους ένας βγαίνει ο ξυπνητός αλλά για πάντοτε.
 
Άρτεμις Άρτεμις κράτα μου τον σκύλο της σελήνης
Δαγκώνει κυπαρίσσι και ανησυχούν οι Αιώνιοι
Κοιμάται πιο βαθιά κείνος που έχει περιβραχεί απ’ την Ιστορία
Μπρος μ’ ένα σπίρτο ας την ανάψεις σαν οινόπνευμα
                                                                             Ποίηση μόνον είναι
Κείνο που απομένει. Ποίηση. Δίκαιη και ουσιαστική κι ευθεία
Όπως μπορεί και να τη φαντασθήκαν οι πρωτόπλαστοι
Δίκαιη στα στυφά του κήπου και στο ρολόι αλάθητη.





Από τη συλλογή «Δυτικά της λύπης» (1995).
Πηγή: «Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση», εκδ. Ίκαρος, 2002.

Κυριακή 14 Μαρτίου 2021

Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, "Της μιας ανάσας ποιήματα"





ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ


Καμβάς λιβάδι.
Μιας πεταλούδας στάση,
πινελιά δροσιάς.


Από την ενότητα
Ι. Βεντάλια θέρους





ΧΑΪΚΟΥ ΤΟΥ ΛΕΥΚΟΥ ΓΕΡΑΝΟΥ


Οι φτερούγες μου:
τα δεδομένα χέρια
των ερώτων μου.


Από την ενότητα
ΙΙ. Φθινοπωρινό αναλόγιο





ΤΟΥ ΕΡΗΜΙΤΗ
 
 
Φθαρμένο ράσο
μιας μοναξιάς-θρησκείας,
το βιος μου όλο.


Από την ενότητα
III. Δώδεκα ronin





ΛΕΥΚΗ ΑΡΚΤΟΣ


Παμφάγος μήνας
και το χιόνι δαγκώνει
τα πέδιλά μου.


Από την ενότητα
IV. Καρποί χειμώνα





ΕΚΤΟΣ ΧΡΟΝΟΥ


Δεν ζει στο παρόν
και όλα τ’ αναβάλλει
η Νοσταλγία.


Από την ενότητα
V. 12 tea lights






ΡΑΣΤΩΝΗ


Ο ήλιος ψηλά
λαμπρός χαρταετός μου
κι αφήνω σπάγκο.


Από την ενότητα
VI. Ισημερία εαρινή





Η πρόκληση της μικρής φόρμας. Ποιήματα λιτά και αυτάρκη, χωρίς διάθεση επέκτασης. Η φύση με τους ρυθμούς της, τις εναλλαγές και τη διδασκαλία της. Η απουσία συναισθημάτων. Η συνομιλία δώδεκα αποσυνάγωγων −αξιοπρεπών ωστόσο− πολεμιστών, και η σύμπτυξη μίας ακόμη, σε ποίημα. Το βλέμμα στην ανατολή άπω, και μία νέα, διαφορετική έστω, απόπειρα απόδοσης της ποίησης, είναι οι άξονες των 52+6 ποιημάτων −γραμμένων με τον τρόπο του χαϊκού−, τούτης της συλλογής. Ταξιδεύουν με μιαν ανάσα. Ευγενείς συνοδοιπόροι τους, οι εικαστικές παρεμβάσεις της Χριστίνας Καραντώνη.
Δ.Γ.Π.
(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)





Από τη συλλογή «Της μιας ανάσας ποιήματα», εκδ. Κουκκίδα 2021.
Έργο εξωφύλλου - εικονογράφηση: Χριστίνα Καραντώνη
Επιμέλεια: Κώστας Θ. Ριζάκης