Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2021

Περιοδικό Θευθ, τεύχος 14, Δεκέμβριος 2021

 
 


Θευθ
οι δύο όψεις της γραφής
 
Εξαμινιαίο περιοδικό λογοτεχνίας
και λογοτεχνικής κριτικής
 
τεύχος 14, Δεκέμβριος 2021
 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
 
 
    7  ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, «Το χάδι αν ήξερε»
 
    8  ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ, «Στις ράγες»
  10  ΣΤΑΥΡΟΣ ΓΚΙΡΓΚΕΝΗΣ, «Όταν ο Κάλβος συνάντησε τον Σολωμό
              (και αντίστροφα)»
  12  ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΙΟΠΟΥΛΟΣ, «Μπαλόνια»
  14  ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ, «Σκαλοπάτια»
  15  ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΕΞΑΡΧΟΥ, «Εγκλεισμοί»
  20  ΣΠΥΡΟΣ ΖΑΧΑΡΑΤΟΣ, «Τοπία μέσα στο Χρόνο»
  23  ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΖΑΧΟΠΟΥΛΟΥ, «Σταγόνα παραδείσου»
  25  ΙΩΣΗΦ Σ. ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ, «Τα χέρια του ανοιχτά»
  27  ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΛΙΕΝΤΖΙΔΗΣ, «Γανωτής στα Βαλκάνια»
  31  ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗ, «Νεύματι»
  33  ΛΙΛΛΥ ΚΟΤΣΩΝΗ, «Σιωπή»
  36  ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ, «Η βουβή παλίρροια»
  39  ΠΕΤΡΟΣ ΛΥΓΙΖΟΣ, «Το ημερολόγιο»
  41  ΓΕΩΡΓΙΑ ΜΑΚΡΟΓΙΩΡΓΟΥ, «Μετέωρη»
  43  ΚΟΡΙΝΑ ΜΑΥΡΑΚΗ, «Θευθ»
  44  ΧΑΡΗΣ ΜΕΛΙΤΑΣ, «Βιτρίνα»
  47  ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΣ, «Θάλασσα»
  48  ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ, «Μετά τα μεσάνυχτα»
  49  ΣΤΕΛΛΑ ΜΠΑΡΑΚΛΙΑΝΟΥ, «Τέττιξ και Αλώπηξ»
  52  ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ, «Στα βαθιά της Ποίησης»
  54  ΔΗΜΗΤΡΗΣ I. ΜΠΡΟΥΧΟΣ, «Ελεγεία των Χριστουγέννων»
  56  ΝΙΚΟΣ ΜΥΛΟΠΟΥΛΟΣ, «Αρματωμένοι»
  59  ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ, «Να ερωτεύεσαι»
  62  ΕΛΕΝΑ ΝΟΥΣΙΑ, «Από φιγούρες θεάτρου σκιών»
  63  ΧΡΗΣΤΟΣ ΝΤΙΚΜΠΑΣΑΝΗΣ, «Προσφορά και θυσία»
  64  ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣ, «Et pereat mundus»
  66  ΔΗΜΗΤΡΗΣ Γ. ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ, «Η έντεχνος πρεσβεία»
  67  ΒΑΛΤΕΡ ΠΟΥΧΝΕΡ, «Το πάθος της γραφής»
  68  ΚΩΣΤΑΣ Θ. ΡΙΖΑΚΗΣ, «Πανταχόθεν πουνέντες»
  69  ΖΩΗ ΣΑΜΑΡΑ, «Φ(θ)όνος»
  70  ΕΝΤΙΘ ΣΕΝΤΕΡΓΚΡΑΝ, «Στα απέραντα δάση»
              Μετάφραση: ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΪΤΑΤΖΗ-ΧΟΥΛΙΟΥΜΗ
  72  ΕΛΕΝΗ ΣΙΓΑΛΟΥ, «Το χτισμένο παράθυρο»
  74  ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΜΠΟΓΛΗΣ, «Αυτόπτης φθινοπώρου»
  77  ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΤΕΡΓΙΟΥΛΑΣ, «Ένιωθε ξένος»
  78  ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΤΑΣΙΟΠΟΥΛΟΣ, «Στα διορθωμένα κεραμίδια της σκέπης»
  80  YOKO TAWADA, «Άνθρωποι γεννημένοι από γραμμές»
              Απόδοση από τα αγγλικά: ΤΟΥΛΑ ΠΑΠΑΠΑΝΤΟΥ
  85  ΜΕΛΙΤΑ ΤΟΚΑ-ΚΑΡΑΧΑΛΙΟΥ, «Σε βλέπω»
  86  ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ, «Η Μέδουσα στο νερό»
 
  88  ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ, «Εξ αναβολής αγώνας»
  91  ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, «Ο κόμπος»
  97  ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ, «Το αντικλείδι»
101  ΑΝΝΥ ΚΟΥΤΡΟΚΟΗ, «Συμπτωματικά»
104  ΜΑΡΙΑ ΛΕΒΑΝΤΗ, «Το φάντασμα του Bold»
105  ΠΟΛΥΝΑ ΜΠΑΝΑ, «Δίπτυχο “Μπουζούκια”»
111  ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΥΛΩΝΑ, «Ιάνθη»
119  ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΠΑΠΑΚΥΡΙΑΚΟΥ, «Η αδελφή μου κι εγώ»
 
 
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ - ΔΟΚΙΜΙΟ - ΚΡΙΤΙΚΗ
 
117  ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ, Από το φεγγίτη στο δωμάτιο της γραφής: Έλσα Κορνέτη
 
123  Συνέντευξη του ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ στη ΝΕΝΑ ΚΟΚΚΙΝΑΚΗ
129  Συνέντευξη του ΤΟΛΗ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ στη ΣΙΣΣΥ ΣΙΓΙΟΥΛΤΖΗ-ΡΟΥΚΑ
 
134  ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΚΑΠΛΑΝΗ, «Θεατής στο ταξίδι, μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα»
 
138  ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ, Η πρώτη γεύση
 
148  Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ γράφει για τη ΣΑΡΑ ΘΗΛΥΚΟΥ
153  Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ γράφει για τους ΚΩΣΤΑ Θ. ΡΙΖΑΚΗ, ΓΙΩΡΓΟ
              ΔΕΛΙΟΠΟΥΛΟ, ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ και ΓΛΥΚΑ ΔΙΟΝΥΣΟΠΟΥΛΟΥ
157  Η ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ γράφει για τον ΚΩΣΤΑ Θ. ΡΙΖΑΚΗ
161  Η ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΟΨΙΔΑ-ΒΡΕΤΤΟΥ γράφει για τον ΓΙΩΡΓΟ ΒΕΗ
167  Η ΜΑΡΙΑ ΛΙΤΣΑΡΔΑΚΗ γράφει για τη ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ
172  Η ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΣΙΒΕΤΙΔΟΥ γράφει για την ΠΟΠΗ ΑΡΩΝΙΑΔΑ
177  Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ Λ. ΣΚΑΡΤΣΗΣ γράφει για τον ΣΩΤΗΡΗ Π. ΒΑΡΝΑΒΑ
181  Η ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ γράφει για την ΑΡΙΣΤΕΑ ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
 
186  Η μέθοδος των τριών
              Τρεις συντελεστές της ανάγνωσης ψάχνουν τον άγνωστο X
              της επιτυχίας ενός βιβλίου − ...στην υγειά μας!
              της ΣΙΣΣΥΣ ΣΙΓΙΟΥΛΤΖΗ-ΡΟΥΚΑ
 
 
 
 

Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2021

Γιολάντα Πέγκλη, "Ακούστε:"




ΑΚΟΥΣΤΕ:


Δεν ανοίγω δεν ανοίγω
πίσω απ’ την πόρτα φίλος
πίσω απ’ την πόρτα παιδί
πίσω απ’ την πόρτα ζητιάνος
πίσω απ’ την πόρτα σκυλί
πίσω απ’ την πόρτα ταχυδρόμος
πίσω απ’ την πόρτα κανείς
δεν ανοίγω δεν ανοίγω
υποχωρώ παραιτούμαι αντιστέκομαι
διαχωρίζομαι λιποθυμώ
αρνούμαι
όταν νυχτώσει το υπόσχομαι
θ’ αφήσω στο σκαλί το ρούχο μου
θ’ αφήσω στο σκαλί το ψωμί μου
θ’ αφήσω στο σκαλί το τριαντάφυλλό μου
το τελευταίο
υπόσχομαι υπόσχομαι
χέρια όμως όχι φοβάμαι
λέξεις όμως όχι φοβάμαι
πρόσωπα όμως όχι φοβάμαι
μάτια όμως όχι φοβάμαι φοβάμαι
έχω φυλάξει μια σφαίρα
μάτια όμως όχι μάτια όμως όχι
έχω φυλάξει μια ανάσα
 
αγαπώ το κόκκινο
περισσότερο από το μαύρο.





ΒΑΘΙΑ ΖΩΗ


Επιστρέφω στο σώμα μου
μέσα από μεγάλες πλατείες
επιστρέφω στο πρόσωπό μου
μέσα από αναστεναγμό.
Έτσι όπως είναι ακόμα νωπά
τα μαλλιά μου
είναι βυθός
είναι γυαλί
δεν ξεχωρίζω.
Σκληραίνει
ματώνεται στην τριβή τη μοιραία
το πήλινο ρούχο μου
δεν το φανερώνω.

Είμαι σαν τα παιδιά
που σφυρίζουν όσο να περάσουν
το σκοτεινό δάσος

είμαι σαν τα παιδιά
που όταν περνούν ακατοίκητη περιοχή
δεν μιλούν.





Η ΑΣΦΥΞΙΑ ΣΤΟ ΛΑΪΚΟ ΠΡΟΑΣΤΕΙΟ


Για όλους ραγίζει την Κυριακή
του θεού το σώμα, για μένα
αντίδωρο δεν περισσεύει
πάνω στην κινούμενη άμμο χορεύω
λιποθυμώ –τελειώνει η γιορτή.
Τις άλλες μέρες
μεγαλώνει πιο πολύ ο κόσμος
κρυώνω
πλανιέμαι στις πλατείες κλωτσώντας
τα χαρτιά και τα φύλλα
τους ήχους που παγιδεύονται στα ρείθρα
μαζεύω για τροφή.
Με τριγμούς ψηλώνει η πιο πικρή
ρίζα της καρδιάς μου.
Να έχει σταματήσει αλήθεια
στην κάμαρα με τον σπασμένο λαμπτήρα
το άστρο που αναγγέλλει
αυτός να έχει οριστεί τόπος
για την απογραφή όλων μου των ονείρων;
Τέτοιες στιγμές έρχεσαι
με κοιτάς
δεν προφταίνω ποτέ να εξημερώσω
το πρόσωπό μου
«με τον κατάλληλο φωτισμό, λες,
γεμίζω το σπίτι χρυσά έντομα».

Χρόνια στάθηκα απέναντι στον ήλιο
καμμιά χαρά δεν με φώτισε
ολόκληρη.





Η ΜΑΓΕΜΕΝΗ ΚΑΜΑΡΑ


Πρόσεξε βιογράφε μην κάνεις και κλάψει
το παιδί που πριν φιλήσει το μαξιλάρι μου
έλειωσε με το φεγγάρι
η πλαϊνή κάμαρα ποτέ δεν ακούμπησε
στον ίδιο τοίχο με την κάμαρά μου
ποτέ χέρι δυνατό
στο χέρι μου δεν ακούμπησε.
Αν θες με δυο λόγια τη ζωή μου, μάθε
πως άρχισα να τραγουδώ ενώ τα πόδια μου
είχαν ριζώσει μέσα στα νερά.
Πως τραγουδούσα όσο τα νερά ανέβαιναν.
Τραγουδούσα όταν ανέβηκαν τα νερά.
Αργότερα βέβαια το κελί μου ανακαινίστηκε
ο μόνος αυτόπτης μάρτυρας εξιλεώθηκε
ζωγραφίζοντας έναν ήλιο στην οροφή
ένα μονοτάξιο δημοτικό σχολείο
άρχισε να λειτουργεί στο χώρο του
έμεινε ακίνητη η αδικαίωτη σάρκα
κανένας δεν έδωσε σημασία
σε κάποιους στεναγμούς κι αποδόθηκε
στην ιδιοσυστασία του εδάφους το ότι
ματώναν πού και πού οι παλιοί τοίχοι.
Μια μέρα, ένας μικρός μαθητής
πέταξε ψηλά τη σάκα του
σκόρπισαν στην τάξη οι γομολάστιχες,
τα μολύβια.
−«Ακούστε
ακούστε πώς τρέχει το ποταμάκι
κάτω απ’ το τσιμέντο!» φώναξε.





Από τη συλλογή «Ακούστε:» (1970).


Πηγή: Λογοτεχνικό περιοδικό Πάροδος, τχ. 4.
(https://www.greek-language.gr/periodika/viewer/parodos/1987/4)

Στην εικόνα: Hugo Krayn, «Laundry brood boys» (1915).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2021

Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, "Πόλη και Χρόνος - Ημερολόγιο 2022"





Η Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης (ΕΛΘ) με αφορμή τα
60 χρόνια παρουσίας της στα λογοτεχνικά δρώμενα, και με τη συμβολή των εκδόσεων Ρώμη, κυκλοφόρησε το ημερολόγιο του 2022 με τίτλο «Πόλη και Χρόνος».
Τον πρόλογο υπογράφει ο πρόεδρος της ΕΛΘ Βαγγέλης Τασιόπουλος, ενώ υπάρχει και το κείμενο με την ιδρυτική διακήρυξη της Εταιρίας (απόσπασμά της κοσμεί το εξώφυλλο της έκδοσης) που υπογράφηκε στις
8 Ιουνίου του 1961 (επισήμως η Εταιρία δημιουργήθηκε το 1962).

Το ημερολόγιο είναι καλαίσθητο και χρηστικό και συμμετέχουν με κείμενά τους (ποιήματα και πεζά)
47 συγγραφείς:
Κούλα Αδαλόγλου, Παναγιώτης Αργυρόπουλος, Κωνσταντίνος Αρώνης, Χρύσα Βλάχου, Αναστασία Γκίτση, Γιώργος Γκόζης, Αρχοντούλα Διαβάτη, Θεοφάνης Χ. Ζβες, Άντζελα Ζιούτη, Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, Βαλεντίνη Χρ. Καμπατζά, Β.Π. Καραγιάννης, Ανδρέας Καρακόκκινος, Κατερίνα Καριζώνη, Άννα Κουστινούδη, Άννυ Κουτροκόη, Χλόη Κουτσουμπέλη, Σπύρος Λαζαρίδης, Θέμης Λιβεριάδης, Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Αναστάσιος Γ. Μαράς, Θανάσης Μαρκόπουλος, Ξενοφών Μαυραγάνης, Δημήτρης Μίγγας, Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Πέτρος Μπέσπαρης, Δημήτρης Ι. Μπρούχος, Αλεξάνδρα Μυλωνά, Τόλης Νικηφόρου, Βασίλης Νόττας, Χρήστος Ντικμπασάνης, Λένα Καλαϊτζή-Οφλίδη, Σίμος Οφλίδης, Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, Νίκος Παπάνας, Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, Μιχάλης Πιτένης, Ερμιόνη Σαββίδου, Ζωή Σαμαρά, Γιάννης Στρούμπας, Βαγγέλης Τασιόπουλος, Γιάννης Τζανής, Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου, Τασούλα Τσιλιμένη, Γιάννης Τσιτσίμης, Τάσος Φάλκος-Αρβανιτάκης, Χρήστος Χαρτοματσίδης

ενώ οι φωτογραφίες που κοσμούν την έκδοση είναι του Γιάννη Δ. Βανίδη.

Μέρος των εσόδων από τις πωλήσεις του ημερολογίου θα διατεθεί για την οικονομική στήριξη της ΕΛΘ.




Πόλη και Χρόνος - Ημερολόγιο 2022, εκδόσεις Ρώμη 2021
 
Κεντρική διάθεση: Εκδόσεις Ρώμη
Τσιμισκή 16 (Στοά Χρυσικοπούλου),  546 24 Θεσσαλονίκη.
τηλ. 2310 227581



Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2021

Δημήτρης Ελευθεράκης, "Άσπρα μήλα"





ΦΟΙΝΙΚΙΑ


Ύστερα από μακρύ πηγαιμό ο Τηλέμαχος
ανακάλυψε τον τάφο του Οδυσσέα στην Πύλο,
ξέθαψε ευλαβικά τα οστά, τα ράντισε με κρασί
τα κάπνισε με φύλλα δάφνης, προσκύνησε.

Το ταξίδι είχε τελειώσει. Η αφήγηση κόπηκε
εκεί που μια βασιλική φοινικιά σκορπίζει τον άνεμο
στους τέσσερις ορίζοντες με τα πυκνά κλαδιά της.
Ο κορμός της είναι μία κολόνα δωρική.
 
Κάτω από τη σκιά της φοινικιάς ο Τηλέμαχος
έστρωσε το χώμα για τον δικό του τον τάφο,
κτερίσματα το σπαθί του Οδυσσέα, τα δόντια.

Άνοιξε το σημειωματάριο, βούτηξε
το κόκαλο του πατέρα του στο μελάνι·
έγραψε: Εδώ αρχίζει της ζωής μου το τέλος.





ΠΡΕΣΒΥΩΠΙΑ


Μετά τα σαράντα όλα είναι ίδια:
ένας σκύλος έρχεται να χορέψει γύρω απ’ τα πόδια σου στην άμμο
όπως κι εχθές – όλα είναι όμοια με τα περσινά, αλλοιωμένα μόνο
απ’ την όψη των ματιών σου που βλέπουν λιγότερα
κι εσύ δεν έχεις γίνει σοφότερος, λευτερωμένος από φόβο
στωικός, υπομονετικός ή μειλίχιος.
Στην περσινή φωτογραφία δυσκολεύεσαι να διακρίνεις
εάν αυτά που βλέπεις είναι μανταρίνια ή μικρά πορτοκάλια,
και στο χαρτί τα γράμματα που διαβάζεις είναι υγρά:
αδύνατο να καταλάβεις.
Με μια κίνηση μπορείς να τα χαλάσεις όλα
από αμηχανία ή πείσμα.
Έχεις μια εμμονή να σκέπτεσαι το ίδιο μοτίβο,
το κόκκινο χώμα και το παραγινωμένο αχλάδι
το στήθος της γοργόνας στο ψηφιδωτό και το χρυσό τσαμπί
το γλίστρημα του ήλιου στις θαλάσσιες σπηλιές.
Κι όταν στο τέλος γράφεις για να μην ξεχάσεις και να μη σε ξεχάσουν
κρατάς τη σελίδα σε απόσταση για να μπορέσεις να δεις, και διαβάζεις:
 
Υπάρχουν άπειρα μέρη του κόσμου όπου δεν πρόκειται να πεθάνω
κι υπάρχουν όλα τα μέρη του κόσμου
όπου δεν πρόκειται ν’ αναστηθώ.





ΚΑΠΟΙΟΣ ΝΑ ΠΕΙ


Κάποιος να είναι εδώ. Κάποιος
να μας σηκώνει το μαξιλάρι.

Κάποιος ν’ αφήσει κάτι για μας
όταν δεν θα είναι εδώ.

Κάποιος να φύγει πριν από εμάς
ή μετά από εμάς.

Κάποιος να στρώσει το τραπέζι.
Να φάει το φαγητό που αγαπάμε.
Να χύσει λίγο κρασί στο χώμα για μας.

Κάποιος να μας πει πως και το τέλος, όταν έλθει,
θα περάσει σαν όλα τ’ άλλα.





Από τη συλλογή «Άσπρα μήλα», εκδ. Πατάκη, 2021.



Ο Δημήτρης Ελευθεράκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978. Σπούδασε ελληνική και ξένη φιλολογία στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και το Εδιμβούργο. Στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης εκπόνησε τη διδακτορική διατριβή του στον τομέα της Συγκριτικής Γραμματολογίας, με θέμα την ποιητική του Παπατσώνη και τη σχέση της με την αντίστοιχη των Χέλντερλιν, Κλοντέλ και Έλιοτ. Ποιήματά του πρωτοδημοσιεύτηκαν το 1998 στο περιοδικό «Νέα Εστία».
Επιμελήθηκε τις εκδόσεις των ποιημάτων του Κ. Γ. Καρυωτάκη (2010) και του Κ. Π. Καβάφη (2011) και δημοσίευσε, μαζί με τους ποιητές Δημήτρη Αγγελή και Σταμάτη Πολενάκη, το βιβλίο "Με το περίστροφο του Μαγιακόφσκι: μία συζήτηση για την ποίηση" (2010).
Δημοσίευσε τις ποιητικές συλλογές «Το καθαυτό χειρόγραφο» (Γαβριηλίδης 2001), «Προσωρινή Μετάθεση» (Γαβριηλίδης 2004), «Ρέκβιεμ για ένα φίλο» (Ερατώ 2005), «Η Στέππα» (Νεφέλη 2006) και «Εγκώμια» (Πατάκης 2013), που βραβεύτηκε από το ηλεκτρονικό περιοδικό «Ο Αναγνώστης». Η τελευταία του ποιητική συλλογή με τίτλο «Άσπρα μήλα» κυκλοφόρησε στις αρχές του 2021 από τις εκδόσεις Πατάκη. Το μεταφραστικό του έργο περιλαμβάνει έργα των Γκορ Βιντάλ, Νοβάλις και Κλέμενς Μπρεντάνο.
Ο Δημήτρης Ελευθεράκης έφυγε ξαφνικά από τη ζωή στις 10 Νοεμβρίου 2020, σε ηλικία 42 ετών.


Πηγές:
https://www.kathimerini.gr/
https://www.patakis.gr/
https://artpointview.gr/

Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2021

Ρογήρος Δέξτερ, "Τρεις σχεδίες"




                                        nocturne


φεγγάρι
από
φωλιά 
θαρρείς
τριζονιών•
με 
φτερά
χτενίζει
χαράς
μια
πεταλούδα
τη
φυλλωσιά• δεν
τραγουδάει (δε θα μπορούσε; )
αλλά
ο 
έχων 
ώτα 
ή
όποιος
θέλει
την
ακούει
μέσα στην καρδιά του•



                                               



                                 ένα παράθυρο


λοιπόν• απ' όπου θα μπορούσα να σε κοιτάζω
Χωρίς να παίρνεις μυρωδιά•
Να σου στέλνω μυριάδες φιλιά
Την ώρα που σκύβεις να μαζέψεις
Το κίτρινο φύλλο στο δρόμο
Ή το πράσινο φύλλο
Στις πέτρινες πλάκες τής αυλής• ένα
Φύλλο που θά 'χε
Το σχήμα τού χεριού σου
Με τις μακρόσυρτες γραμμές
Τής ζωής και τής τύχης
Και θά 'μοιαζε στα δάχτυλα
Που επιμένουν να κόβουν με χάρη
Τα κόκκινα τριαντάφυλλα των ξένων κήπων• και
Προπάντων το στήθος σου
Που το φαντάζομαι να λιώνει
Σαν καραμέλα μέσα στο στόμα
Στο παιχνίδισμα τής γλώσσας
Που το κεντρίζει• ένα παράθυρο λοιπόν
Που δεν υπάρχει
Και όμως ανοίγει
Στα όνειρα τού ύπνου μου•



                                               



                                  De paradoxis

                                           VI

                                            Ή
                                
                                        Νύχτα
        με προσομοίωση φεγγαριού σε πηγάδι


• φύσημα δυνατό στο βαρούλκο• γυρνάει
Και ανεβαίνει αργά το δεμένο
Ακόμη στο σχοινί
Άντλημα που σκουριάζει• αλλά ψυχή καμιά•
Αν πω ότι είναι στοιχειωμένο
Θα γελάσουν και οι πιο πικραμένες
Πέτρες που έπεσαν πάνω μου
Στη χαρά τού μεγάλου πετροπόλεμου• λένε
Όμως
Ότι εκεί μέσα στις βαθιές οργιές του
Πνίγηκε μια γριά
Που έβοσκε πάντοτε τα ζα της
Σε ξένες ράχες σε χωράφια αλλωνών• και
Σου φαινόταν
Ουρανοκατέβατη τα μεσημέρια
Αλλά προπάντων τα μεσάνυχτα• έβλεπες
Πρώτα
Το ροζιασμένο χέρι της
Με το κοντό ραβδάκι
Και ύστερα νά
Ολόκληρη μπροστά σου τρέμοντας
Με τσιριχτή φωνή να κλαψουρίζει
Για το χαμένο της αρνόπουλο•
Έτσι έχασαν τη λαλιά τους κάποιοι
Τη γλώσσα δηλαδή
Που πήγαινε ροδάνι• και άλλοι
Χτυπήθηκαν αλλιώτικα
Ίσως στο μυαλό
Που νερουλιάζει πιο εύκολα
Όταν οι αισθήσεις τρακάρουν με τ' αόρατο•
Οι περισσότεροι βέβαια
Προτιμούν το γνωστό βιολί τους•"δεν είδα
Ρε φίλε και δεν άκουσα"• μέχρι να πάνε
- Όσοι βρίσκουν τ' άντερα -
Σ' αυτό τ' ανάθεμα τής ερημιάς
Στο χωματένιο σταυροδρόμι
Και να σκιαχτούν μια και καλή
Όπως κι εγώ
Όταν με πήραν άσχημα τα τρόμαρα μια νύχτα•




Ρογήρος Δέξτερ
 
 
 
Πρώτη δημοσίευση
 
Στην εικόνα: William Blake, «The Song of Los, [copy D, object 5 (Bentley 5, Erdman 5, Keynes 5)]»
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2021

καρυοθραύστις. Τετραμηνιαία περιοδική έκδοση Λόγου και Τέχνης. Τεύχος 8-9, Νοέμβριος 2021




καρυοθραύστις

Τετραμηνιαία περιοδική έκδοση Λόγου και Τέχνης
Τεύχος 8-9
Νοέμβριος 2021


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

    9  ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΙΟΠΟΥΛΟΣ: Πεδίο θραύσεως
  13  ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ: Σολωμός - Σεφέρης
                                                                             Μικροσχόλια
  23  ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ: Έξι ποιήματα
  29  ΝΙΟΒΗ ΙΩΑΝΝΟΥ: Έξι ποιήματα
  33  ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΗΤΤΑ: Από τη δυσθυμία της μνήμης στην ευφορία της μνήμης
  59  FLORENCE RIPLEY MASTIN: Πέντε ποιήματα
                 (Εισαγωγή - μετάφραση: Σοφία Γιοβάνογλου)
  63  ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ: Κοντά στο κενοτάφιο της εταίρας Πυθονίκης
  65  ΝΙΚΟΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ Δύο ποιήματα
  69  ΤΑΣΟΣ ΠΟΡΦΥΡΗΣ: Χελιδονοφωλιές

ΔΥΤΙΚΑ ΣΤΑΣΙΜΑ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΥΤΙΚΕΣ ΣΥΝΟΙΚΙΕΣ
ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
  73  ΣΠΥΡΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ: Τι επιφυλάσσει στο ποίημα η κρυμμένη γεωγραφία του;
                 Σχόλια σε τέσσερα ποιήματα δημοσιευμένα σε τεύχη της πρώτης περιόδου
                 του περιοδικού Διαγώνιος

  95  Ο ποιητής ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΑΡΑΚΗΣ συνομιλεί με τον ΣΥΜΕΩΝ ΓΡ. ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ

105  Ο εικαστικός ΝΙΚΟΣ ΜΑΡΑΝΤΙΝΗΣ συνομιλεί με τη ΓΛΥΚΑ ΔΙΟΝΥΣΟΠΟΥΛΟΥ

ΠΟΙΗΣΗ
111  ΚΩΣΤΑΣ Α. ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ: Θα σνιφάρω άμμο στους δύσκολους μήνες
113  ΜΑΝΙΑ ΜΕΖΙΤΗ: Τρία ποιήματα
115  ΘΕΩΝΗ ΚΟΤΙΝΗ: Ανεπίκαιρη φύση, Ι
117  ΝΑΝΤΙΑ ΔΟΥΛΑΒΕΡΑ: Δύο ποιήματα
119  ΔΗΜΗΤΡΗΣ Γ. ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ: Σαφάρι
120  ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΙΜΟΘΕΟΥ: Η Αγία των γάτων
121  ΟΛΥΜΠΙΑ ΣΤΑΥΡΟΥ: Τέσσερα ποιήματα
123  ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ: Δύο ποιήματα
124  ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΙΧΑΣ: Πέντε ποιήματα
128  ΙΩΑΝΝΑ ΕΥΘΥΜΙΑΔΟΥ: Δύο ποιήματα
130  ADRIENNE RICH: Τέσσερα ποιήματα
                 (Εισαγωγή - μετάφραση: Κώστας Λιννός)
135  LUIS CERNUDA BIDÓN: Δύο ποιήματα
                 (Εισαγωγή - μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης)
137  SARA TEASDALE: Πέντε ποιήματα
                 (Εισαγωγή - μετάφραση: Γιώργος Δυνέζης)
140  DON L. LEE: Άντρας σκέφτεται μια γυναίκα
                 (Εισαγωγή - μετάφραση: Φωτεινή Χαμιδιελή)
142  GWENDOLYN BROOKS: Σέιντι και Μωντ
                 (Εισαγωγή - μετάφραση: Φωτεινή Χαμιδιελή)
144  WALT WHITMAN: Τέσσερα ποιήματα
                 (Εισαγωγή - μετάφραση: Βασίλης Πανδής)

ΔΟΚΙΜΙΟ
147  ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ: Ο υπερρεαλισμός με τον τρόπο
                 του Έκτορα Κακναβάτου

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
157  ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ: Εγκλεισμός
161  ΔΗΜΗΤΡΗΣ Γ. ΜΑΓΡΙΠΛΗΣ: Εγκαταλείψτε το πλοίο
163  ΗΡΩ ΝΙΚΟΠΟΥΛΟΥ: Τραβήγματα

ΟΔΟΣ ΕΝΤΥΠΩΝ
165  Φρεωρυχία στο βάθος των περιστάσεων. Με τον διευθυντή του περιοδικού Φρέαρ
                 ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΓΓΕΛΗ συνομιλεί η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

ΑΚΡΟΒΑΣΙΕΣ ΕΝ ΛΟΓΩ
40 ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ
177  ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ: Εισαγωγή ή αλλιώς ο τρόπος της εισόδου
                 (πλην όχι ο μοναδικός)
229  Ποιήματα και αυτοσχόλια σαράντα ποιητών/-τριών

ΜΕ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ
ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΑΝΤΕΞΑΝ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ
311  ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΤΕΡΓΙΟΥΛΑΣ: Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης,
                 Πραγματογνωσία, Θεσσαλονίκη, 1950

TRÈS GROS PLAN
ΑΠΡΟΚΑΛΥΠΤΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΑ
315  ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΥΛΩΝΑ: H συνάντηση

Η ΑΝΘΕΚΤΙΚΗ ΓΙΩΤΑ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ [Β΄]
317  ΦΩΤΕΙΝΗ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ: «Το έρημο τ’ αηδονι το μονάχο…»
                 Τα πουλιά στο έργο της Γιώτας Αργυροπούλου
335  ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΙΟΠΟΥΛΟΣ: Η συν-κινητική λειτουργία στην ποίηση
                 της Γιώτας Αργυροπούλου
349  ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΣΠΥΡΕΛΗ: Δύο ποιήματα στη μνήμη της Γιώτας Αργυροπούλου
359  ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΜΠΟΓΛΗΣ: Το τραγούδι της κυματαγωγής
367  ΕΛΕΝΗ ΚΟΦΤΕΡΟΥ: Ο εμφύλιος που δεν έληξε ποτέ και η συνομιλία
                 με τα πεπραγμένα και τους ανθρώπους
375  ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ: Παγώνοντας για μια στιγμή τον χρόνο.
                 Η ανατομία του ποιήματος της Γιώτας Αργυροπούλου «Στον Εύριπο»
381  ΚΩΣΤΑΣ Θ. ΡΙΖΑΚΗΣ: η Γιώτα στο σεργιάνι της ουδέν πλέον σιγει

ΒΙΒΛΙΟΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
383  ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΟΥΖΗΣ: Εποχή συγκομιδής (Γιώργος Δ. Γεωργούλας,
                 Εποχή συγκομιδής, εκδ. Μανδραγόρας, 2020)
387  ΣΥΜΕΩΝ ΓΡ. ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ: Η πάλη του συγγραφέα με τον δαίμονα της γραφής
                 (Σταμάτης Πολενάκης, Η πάλη με τον άγγελο, εκδ. Ενύπνιο, 2020)
393  ΕΥΣΤΑΘΙΑ ΔΗΜΟΥ: Ποιήματα (ανα)πνοής (Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου,
                 Της μιας ανάσας ποιήματα, εκδ. Κουκκίδα, 2021)
397  ΑΝΝΑ ΓΡΙΒΑ: Η Κόρη των Αθηνών (Vittorio Sereni, Η Κόρη των Αθηνών,
                 εκδ. Κουκούτσι, 2019)

ΗΛΑΚΑΤΗ ΕΝ ΣΠΟΥΔΗ
                                                                             γράφει η Λίλια Τσούβα

401
  Το μελαχρινό χρώμα των ποιημάτων (Μαριάννα Παπουτσοπούλου,
                 Χρώμα μελαχρινό, εκδόσεις ΑΩ, 2020)
407  Η θεματική της απώλειας στην ποίηση της Χριστίνας Καραντώνη
                 (Χριστίνα Καραντώνη, Παρακειμένων Εκείνων, εκδόσεις του Φοίνικα, 2019)
411  Τακτοποιώντας οικογενειακές φωτογραφίες (Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος,
                 Ενύπνια τα μεθεόρτια, εκδ. Έναστρον, 2020)
417  Η συγκινησιακή γλώσσα στη διηγηματογραφία της Ολυμπίας Τσικαρδάνη)
                 (Ολυμπία Τσικαρδάνη, Τοπία της στοργής, εκδ. Παρέμβαση, 2021)


Το παρόν τεύχος κοσμούν έργα του εικαστικού Νίκου Μαραντίδη.




Πεδίο θραύσεως
 
γράφει ο Γιώργος Δελιόπουλος

Αν κάτι έχουν απελπιστικά ανάγκη οι «μικρόψυχοι» καιροί μας είναι οι συνεργασίες, σε μια βάση όμως αλλιώτικη από ό,τι στο παρελθόν. Οι παλαιότερες συλλογικότητες (περιοδικά, σύλλογοι, κόμματα), που λειτουργούσαν συνήθως υπό την ανελαστική εποπτεία του ενός, ανήκουν στη λήθη του παρελθόντος. Για να το διατυπώσουμε σε σχέση με τη λογοτεχνική πραγματικότητα: λογοτεχνικά περιοδικά ή ενώσεις με παγιωμένα εκ προοιμίου πλαίσια δεν μπορούν πλέον να υπηρετήσουν και να ακολουθήσουν τη σύγχρονη, πολυπρισματική πραγματικότητα. Οι συλλογικότητες στον 21ο αιώνα καλούνται να είναι πλουραλιστικές, διαρκώς παρεκκλίνουσες, ανοιχτές στο καινούριο και διαφορετικό, ακόμη κι αν συχνά πυκνά αναγκάζονται να αυτο-αναιρεθούν. Οι σύγχρονες συλλογικότητες δεν είναι κλειστοί, ανατροφοδοτούμενοι κύκλοι, αλλά ανοιχτά, συνεχώς επεκτεινόμενα συστήματα. Αυτές τις αρχές πρεσβεύει και η καρυοθραύστις από το πρώτο τεύχος κυκλοφορίας της: τη θραύση της σκληρής επιφάνειας των πραγμάτων για την εξόρυξη της ουσίας εν λόγω και τέχνη, αλλά και τη θραύση των δικών της ορίων, ώστε να προχωρεί διαρκώς ανανεούμενη, μέσα από μια ενεργή ομάδα συνεργατών που διευρύνεται.
      Αναμφίβολα, η (συνεχιζόμενη) οικονομική κρίση και η (σθεναρά αντιστεκόμενη των εμβολιασμών) πανδημία έχουν επηρεάσει το κοινωνικό και εκδοτικό τοπίο της χώρας μας. Ο εγκλεισμός προσέφερε μεν συνθήκες απομόνωσης και περισσότερο χρόνο σε συγγραφείς και αναγνώστες, ωστόσο δυσχέρανε την κυκλοφορία του βιβλίου και (σχεδόν) κατήργησε τη διά ζώσης συνεύρεση των ανθρώπων της λογοτεχνίας. Στα λογοτεχνικά πράγματα επήλθε ένα τέλμα, αποτυπωμένο και στην ψυχολογία των δημιουργών. Όσο για την κυκλοφορία των περιοδικών, εκεί η κατάσταση είναι απελπιστική. Παρόλα αυτά, οι δύσκολες συνθήκες δεν μας αποθάρρυναν, αλλά –ως εσωτερική αντίσταση– μας ώθησαν να δημιουργήσουμε ένα πλουσιότερο και ποικιλόφωνο τεύχος. Παράλληλα, το περιοδικό, εκμεταλλευόμενο τα σύγχρονα ψηφιακά εργαλεία, προχώρησε στη δημιουργία καναλιού στο YouTube με απαγγελίες ποιημάτων, ενώ συμμετείχε σε φεστιβάλ με καινοτόμες δράσεις, όπως τη συνεργατική συγγραφή ποιήματος έντεκα ποιητών/τριών από απόσταση, και έπεται συνέχεια…
     Στο διπλό τεύχος της καρυοθραύστιδος ο αναγνώστης θα διαβάσει ενδιαφέροντα δοκίμια, όπως του Δημήτρη Δασκαλόπουλου για τη στάση του Σεφέρη απέναντι στον Σολωμό, της Χριστίνας Αργυροπούλου για τον υπερρεαλισμό του Έκτορα Κακναβάτου, καθώς και της Δήμητρας Μήττα για την ενδιαφέρουσα ­–ως προς τη μεθοδολογία της κριτικής– συλλογή δοκιμίων του Συμεών Γρ. Σταμπουλού με τίτλο Florilegium I. Η ποίηση και πεζογραφία καταξιωμένων δημιουργών (λ.χ. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Νίκος Ορφανίδης, Τάσος Πορφύρης, Κώστας Α. Κρεμμύδας, Μαρία Κουγιουμτζή, κ.ά.) αλλά και νεότερων, έχουν και σ’ αυτό το τεύχος την τιμητική τους. Μάλιστα, σ’ ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα, που επιμελείται η Διώνη Δημητριάδου, χαρτογραφούνται οι διαφορετικές τάσεις της σύγχρονης ελληνικής ποίησης με τη συμμετοχή σαράντα ποιητών και ποιητριών. Ασφαλώς, δε λείπουν και οι ποιητικές μεταφράσεις, κυρίως από τις Η.Π.Α. αλλά και την Ισπανία. Επίσης, ολοκληρώνεται και το μεγάλο αφιέρωμα στην –αεί λαλούσα– λυρική φωνή της Γιώτας Αργυροπούλου με έξι επιπλέον δοκίμια που φωτίζουν τις πτυχές του έργου της και το επιμύθιο, αφιερωματικό ποίημα του Κ.Θ. Ριζάκη. Τέλος, οι συνεργάτες του περιοδικού περιδιαβάζουν και κριτικογραφούν για την τρέχουσα λογοτεχνική παραγωγή.  
     Η καρυοθραύστις δε λειτουργεί ανταγωνιστικά προς τα υπόλοιπα λογοτεχνικά περιοδικά· σέβεται την πορεία τους και αναγνωρίζει ότι όλα τα περιοδικά αποτελούν τεμνόμενους κύκλους, καθώς η πορεία και οι συνεργάτες τους συχνά συμπίπτουν. Στο παρόν τεύχος και στη στήλη «ΟΔΟΣ ΕΝΤΥΠΩΝ» φιλοξενείται ο Δημήτρης Αγγελής, ποιητής και διευθυντής του περιοδικού Φρέαρ, ο οποίος σε μια διαφωτιστική συνέντευξή του στη Διώνη Δημητριάδου παρουσιάζει τις αρχές και τον τρόπο λειτουργίας ενός λογοτεχνικού περιοδικού στις ιδιόμορφες συνθήκες της εποχής μας. Ενδιαφέρουσα και η συνέντευξη του ποιητή Σωτήρη Σαράκη στον Συμεών Γρ. Σταμπουλού, καθώς μας ξεναγεί στο ποιητικό του εργαστήριο. Ο νεαρός ζωγράφος Νίκος Μαραντίδης, τα έργα του οποίου κοσμούν το ανά χείρας τεύχος, συζητά με τη Γλύκα Διονυσοπούλου για το πώς ένας νέος εικαστικός της περιφέρειας αντιμετωπίζει τις κοινωνικές και καλλιτεχνικές προκλήσεις του καιρού μας.
      Στο διπλό αυτό τεύχος, ο αναγνώστης θα βρει και ορισμένες εκπλήξεις, καθώς εγκαινιάζονται τέσσερις καινούριες στήλες. Τα «ΔΥΤΙΚΑ ΣΤΑΣΙΜΑ» του Σπύρου Λαζαρίδη αποτολμούν μια ποιητική γεωγραφία, καθώς σχολιάζουν τέσσερα ποιήματα με αναφορές σε σημεία της Δυτικής Θεσσαλονίκης. «ΜΕ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ» ο Διονύσης Στεργιούλας μάς ανασυστήνει βιβλία που άφησαν ισχυρό αποτύπωμα στον χρόνο, όπως την Πραγματογνωσία του Ν.Γ. Πεντζίκη. Η Αλεξάνδρα Μυλωνά στη στήλη της «TRÈS GROS PLAN» σχολιάζει την κοινωνική πραγματικότητα, με το ιδιαίτερο πεζογραφικό της ύφος. Τέλος, στην «ΗΛΑΚΑΤΗ ΕΝ ΣΠΟΥΔΗ» η Λίλια Τσούβα παρουσιάζει τέσσερα λογοτεχνικά βιβλία μέσα από σύντομα κριτικά κείμενα.
      Με σεβασμό προς τους συνεργάτες και τους αναγνώστες της, και σ’ αυτό το τεύχος η καρυοθραύστις κομίζει ένα ποικιλόφωνο ψηφιδωτό λόγου και τέχνης, με ψηφίδες τής –εγχώριας και ξένης– λογοτεχνικής μας παράδοσης, της σφύζουσας σημερινής λογοτεχνικής παραγωγής, αλλά και ενός γενικότερου καλλιτεχνικού και κοινωνικού προβληματισμού. Αν όλα αυτά (οι 420 σελίδες της) μοιάζουν περιττές πολυτέλειες στην κορονοϊόπληκτη πραγματικότητα που ζούμε, είναι όμως κι ένας τρόπος να θραύσουμε το σκληρό περίβλημά της, για να στοχαστούμε την πραγματικότητα που θέλουμε.





Πηγές:
καρυοθραύστις, τχ. 8-9, Νοέμβριος 2021
και η ιστοσελίδα των εκδόσεων Ρώμη:
https://www.romipublications.com/

Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2021

Φωτεινή Βασιλοπούλου, "Φυτρώνει άγρια ζάχαρη"





Α. Πειραγμένος μύθος


ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΡΑΧΝΗ

                                       Στον Γιώργο Μαρκόπουλο


Ένα βράδυ έσπασε τον αργαλειό
τον έκανε πλεούμενο, το υφαντό ιστίο
έκοψε τα μαλλιά, το ένα στήθος
έδωσε τον Τηλέμαχο σε ανάδοχη οικογένεια
με την καυτή της πόρπη το αριστερό έβγαλε μάτι
ήθελε να περάσει απαρατήρητη ανάμεσα στους Κύκλωπες
να βλέπει τη μισή ομορφιά της Καλυψώς
τα μισά νάζια στην αρχή
χάδια μετά του Οδυσσέα.

Πριν δεθεί στο μεσαίο κατάρτι
έσταξε στ’ αυτιά μελισσοκέρι
να μην ακούει τους οργασμούς της Κίρκης
αράχνη πάνω από την κλίνη τους υφαίνοντας εκδίκηση.

Κακό σφαλάγγι παραφύλαγε
πίσω απ τα βράχια
να κεντρώσει μ’ όλο το δηλητήριο
τον λευκό αστράγαλο της Ναυσικάς
καθώς έσκυβε να πιάσει το τόπι

τη στιγμή που εκείνος ξυπνούσε άντρας.





ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΟΝΟ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ


Κρεμόταν απ’ τον ουρανό
από μια κόκκινη κλωστή
από της Νύχτας το σπασμένο χέρι
πάνω απ’ το δάσος των ανθρώπων
χέρια κλαδιά και δόντια κοφτερά
αχ, και πώς την πεινούσαν!
 
Φεγγάρι από πάνω της δρεπάνι
χλωμό ξεματωμένο διψούσε για κορίτσι.
 
Ήθελε να το πιει και να χορτάσει
αίμα και παραμύθια.





Β. Πικρό μέλι


ΙΧΘΥΟΣΚΑΛΑ


Μ’ ένα κρυμμένο ματζετάκι στο τσεπάκι
ανεβαίνεις τη σιωπή.
Αφήνεις πίσω σάρκα, οστά, όγκο
ψίθυρους.
Δεν έχει ήχο το δάκρυ.

Ανεβαίνεις τη σιωπή.
Αφήνεις πίσω
την ενήλικη ζωή
την παιδική ηλικία.

Τώρα θα χορεύεις τα στάχυα
θα θηλάζεις το γάλα της αρχέγονης συκής
στο ένα στήθος εσύ
στο άλλο πουλιά
βουβά πουλιά ευτυχισμένα.

Πιο κει γλάροι σε κυκλικούς χορούς
καθώς οι αλιείς του ουρανού
μαζεύουν τα γεμάτα δίχτυα τους
από το βάθος της φρέσκιας ψαριάς σκισμένα.





PLACEBO


Βάζει στη θέση της οξαλιπλατίνης
−στο τελευταίο στάδιο
ξέρει δεν κάνει τίποτα−
ένα πικρό κουκούτσι λεμονιού.

Θέλει την άνοιξη στο χώμα
τα βράδια
να μοσχοβολά λεμονανθός.

Παναγιώτα, θάλαμος 313, κρεβάτι 1





Γ. Flora Clandestina


ΝΕΡΑΝΤΖΟΥΛΑ

                                       Μνήμη Γιώτας Αργυροπούλου


Φλέβες φουσκώνουν φρικτά φραγμένες
νερά
νεράντζια και άνθη
δέντρα δίφορα, τρίφορα, παράφορα
πλέουν μνήμες, πνέουν χίμαιρες, χιονίζουν πέταλα.

Ένα νεραντζοκόριτσο παντρεύεται
το χώμα
μαλακό αλλάζει πλευρό
προς τη μεριά του χιονιού
πού ’ναι τ’ άνθη σου νεραντζούλα;

Μια πατρίδα σχεδιάζει την Έξοδο
με τρόπο αδέξιο, αδιέξοδο
η ελπίδα κλεισμένη σε κουκούτσια πικρά
χρόνια δίσεκτα, τρίσεκτα, μα η άνοιξη καλπάζει
στο μάρμαρο πέταλα.





ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΣΤΟ ΧΙΟΝΙ


Σε κλαδιά
κρεμασμένα
στραγγίζουν η λύπη το ταξίδι
τα όνειρα.

Κορμιά
φωσφορούχα λιπάσματα λύκων
στεγνά
τους χειμώνες δίχως χυμούς
στο χιόνι θαμμένα

την άνοιξη μάρτη στο χέρι περνούν
βελάζουν αναστημένα.

Παπαρούνες μια κόκκινη θάλασσα
δεν είναι λουλούδια σπαρμένα
φυτρώνουν
μονάχα σταγόνες
κορίτσια
πικρά

τα όνειρά τους σφαγμένα.






Από τη συλλογή «Φυτρώνει άγρια ζάχαρη», εκδ. Κουκκίδα, 2021.
Έργο εξωφύλλου, εικαστική επιμέλεια: Φωτεινή Χαμιδιελή.

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2021

Βασίλης Στάμος, "Η εποχή του σιδήρου"






Τριτεύουσες τις λέει ο πολιτισμός μας,
κύριε Πέην


Να σας συστηθώ κύριε Πέην.

Δεν έχει σημασία που δεν είμαι ολόκληρος. Αλήθεια, ποια ήταν η τελευταία φορά που συναντήσατε κάποιον ολόκληρο κύριε Πέην; Εμένα δε μου συμβαίνει σχεδόν ποτέ. Συνέβησαν γεγονότα γεωδυναμικά και αλλαγές. Άνοιξε η Κιβωτός, πνίγηκαν ανώνυμοι οι πιγκουίνοι, το ρήγμα ταυτίστηκε με την ακεραιότητα κι ο Θεός τέτοια εντολή δεν είχε δώσει.

Συγγνώμη κύριε Πέην, δε σας έδειξα και ταυτότητα, θα με πείτε ανάγωγο, σα να μην είμαι Καρχηδόνιος. Σώμα εκτός σώματος, φαλίρισα κύριε Πέην, αυτό νομίζω χρειάζεται να θυμάστε από εμένα.

Μια παλιά φωτογραφία μου καιροφυλακτούσε σε μια πόλη πολύ μακριά από ’δω, φορούσα αστέρια στο πουλόβερ, ήμουνα σίγουρα εγώ και μ’ αγαπούσαν τα κορίτσια. Φόραγα φτηνή κολώνια τότε κύριε Πέην, τα πρωινά αργούσα να ξυπνήσω, η Telesystemet δε μου έστελνε μηνύματα κι όμως η ύπαρξή μου δεν είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση, αχ σας παρακαλώ μη μου μιλήσετε ποτέ σας άσχημα.

Είστε παράδοξα ο ιδανικός ακροατής, μιλάτε τους μαιάνδρους, στη χάση και στη φέξη πετυχαίνω πια κάποιον σαν κι εσάς, να σας τρατάρω κάτι κύριε Πέην ή είστε βιαστικός; Ξέρετε θα έβαφα το σπίτι μου κύριε Πέην, θα ήταν πιο ωραίο, θα σας έλεγα να μείνετε κιόλας αν το επιθυμείτε, μα δεν το κάνω γιατί όπου να ’ναι θα το αφήσω, θα πάω σε δυάρι κύριε Πέην, ναι. Θα το στολίσω, θα το κάνω όμορφο κι έξω θα βρέχει. Θα σας πω τότε να έρθετε, θα σας κεράσω μπράντυ, να γίνουμε φίλοι κι εσείς να μου φέρετε έναν καθρέφτη. Σώθηκαν οι καθρέφτες κύριε Πέην. Είμαστε πια μόνο το ύψος μας, φωνάξαμε τόσο που μείναμε μισοί.

Ντριν το κουδούνι, να ’στε πάλι, εγώ κάνω την πρωινή γυμναστική μου τώρα, ένα-δύο-τρία, χοπ, ελάτε πάλι αύριο, τώρα θα πεθάνω κύριε Πέην.





Η χώρα των λωτοφάγων


Δεν είναι ότι έχασα, απλά έπεσαν οι αξιωματικοί μου απ’ το τραπέζι. Τίποτα δε με τρομάζει, ούτε καν το αν έχω καλούς γείτονες. Οι αποστάσεις δεν υπάρχουν πια άρα γιατί να έχω καλούς γείτονες; Πόσω μάλλον όταν σου δίνεται η ευκαιρία να εκπαιδεύσεις τα αισθητήριά σου. Νιώθεις μοναξιά; Όχι, όχι, εγώ είμαι του θεωρητικού. Καλλιεργώ την εφήμερη κουλτούρα, ψάχνω το κέντρο του κόσμου, πίνω λάβα καίγομαι, γκλίτερ απ’ τη Λιβύη σκόνη στα όμορφα αποκαΐδια. Ξέρεις, προτιμώ να κάθομαι δίπλα στις κεραίες περισσότερο απ’ ό,τι στα ηχεία. Πιάνω το κεφάλι μου κάτι φορές, θυμάμαι τις εποχές στη Δαμασκό, τι αναμνήσεις! Τα πλεούμενα στη Βαβυλώνα, τα ψώνια στις Πιθηκούσες, τη συλλογή που δεν καταλαβαίνω. Όταν γίνεσαι προϊστάμενος κειμένου φοβάσαι να δείξεις συναισθήματα, συνοψίζεις τους άλλους, καταθέτεις στεφάνια στους Χετταίους και το βράδυ χορηγείς υπογλώσσιο ντιρέκτ στην οικονόμο τη Γιαννιώ να πάει στα παιδιά της. Επέστρεφε. Το έργο που σου δίνει χαρά, μην το γλεντάς, να το σέβεσαι. Μην καθηλώνεσαι πάνω του, μην το ληστεύεις. Κάπνιζε· Με τα δάχτυλα ματωμένα στα πιστεύω, με την πίστη του Πέτρου, με τα σκαμπώ για τους κοντούς, με καμιά προσδοκία, δε σου φταίει αυτό στο τέλος-τέλος. Με αγαπάς; Μέχρι το τέλος της βαρύτητας σε αγαπάω αλλά δεν μπορώ να υποχρεωθώ πια σε κανέναν. Γι’ αυτό η στάση; Γι’ αυτό. Όλες οι κινήσεις είναι πιο επιφυλακτικές όταν νιώθεις μόνος σου. Μυϊκός κάματος· διαγνωσμένος. Ανάβω τσιγάρο Πολύφημε, είσαι ο επόμενος. Σε βάζω απέναντι. Δυο λεπτά. Δυο νησιά. Δυο ανεμόμυλοι μες στο μυαλό.

Και πάω.





Το θεώρημα της Φερμά


Σου φέρνουν ένα τηλέφωνο και σου λένε μίλα. Απ’ τα τόσα βιβλία στη θάλασσα παίρνεις μαζί σου Θουκυδίδη, οι ήρωές του φεύγουν στο πέλαγο κι ούτε γυρίζουν για την πλοκή που ’ταν ταμένοι. Δε μιλάς στα δέντρα από άποψη. Ονομάζεις το χωριό σου Αγία Φωτιά και δεν έχει ούτε τρακόσια μέτρα υψόμετρο, είναι να ζητήσεις έλεος γι’ αυτό. Στα παραμύθια σου το θέμα είναι η αυλή. Γνωρίζεις τι σημαίνει έλυτρο· που έρχομαι μπροστά σου άοπλος με χέρια ανοιχτά και σου λέω κοίτα με, τα άφησα όλα, δέξου με, ντύσε με κι εσύ με κοιτάς με οίκτο.

Τώρα που όλα αυτά γίνονται, η εποχή μου έχασε το πολίτευμα. Κι όταν η εποχή αυτή τελειώσει, θα βρίσκουμε σπασμένα αγγεία διερωτώμενοι για το όφελος.






Από τη συλλογή «Η εποχή του σιδήρου», εκδόσεις Ρώμη, 2021.

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2021

Κώστας Κουκούλης, "Μικρό αφιέρωμα στην ποίησή του" (Επιμέλεια - ανθολόγηση: Χρήστος Τουμανίδης)






Ο ποιητής Κώστας Κουκούλης
(15 Ιανουαρίου 1955 - 18 Φεβρουαρίου 2021)


Μια πρώτη γνωριμία

γράφει ο Χρήστος Τουμανίδης

Ο ποιητής Κώστας Κουκούλης έζησε τα πιο πολλά από τα 65 χρόνια της ζωής του εκτός Ελλάδας, στη Σουηδία και εξ αυτού κυρίως του λόγου, αλλά και της ιδιαίτερης φύσης του (σεμνός, μοναχικός, απέφευγε συνειδητά την προβολή) είναι σχεδόν άγνωστος στην πατρίδα του. Αυτό ακριβώς το κενό έρχεται να καλύψει, μεταθανάτια, αυτό το πρώτο αφιέρωμα στη σπουδαία, όπως θα διαπιστώσετε, ποίηση του. Αλλά, δεν θα μείνουμε μόνο σ’ αυτό, θα ακολουθήσει αργότερα ένα πιο εκτενές και πιο πλήρες αφιέρωμα (που ετοιμάζεται ήδη) και που θα περιλαμβάνει εκτός από την ποίηση του και τις άλλες πτυχές της δημιουργίας του, που αφορούν το δοκίμιο, την κριτική, τις μελέτες και την μετάφραση. Πολύτιμες, ασφαλώς, όλες οι πνευματικές καταθέσεις του.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
     Ο Κώστας Κουκούλης γεννήθηκε στο Αγρίνιο στις 15 Ιανουαρίου 1955, όπου  έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια, μέχρι και την πρώτη Τάξη Δημοτικού. Το 1963, η πολυμελής οικογένεια Ευαγγέλου και Ρωμαλέας Κουκούλη με τα πέντε κορίτσια και τα δύο αγόρια που απέκτησαν θα μετοικήσει στην Αθήνα για μόνιμη εγκατάσταση. Στην πρωτεύουσα, ο Κώστας, που ήταν ο μικρότερος γιος της οικογένειας, θα ολοκληρώσει τη στοιχειώδη εκπαίδευση του και στη συνέχεια θα φοιτήσει αρχικά σε ημερήσιο και μετά σε νυκτερινό γυμνάσιο-λύκειο, απ’ όπου θα πάρει και το απολυτήριο της μέσης εκπαίδευσης.
     Ο Κουκούλης, υπήρξε ανήσυχο πνεύμα, με πολλά καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα και από νωρίς μάλιστα έδειξε την κλίση του στην ποίηση, στα γράμματα γενικότερα και στη ζωγραφική. Έτσι, για να διευρύνει τους πνευματικούς του ορίζοντες και τη μόρφωση του, το 1983 θα βρεθεί στη Σουηδία, για να σπουδάσει φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο της Ουψάλας. Εκεί θα έχει στήριγμα και πολύτιμο συμπαραστάτη τον μεγαλύτερο αδερφό του Χριστόφορο, ο οποίος βρισκόταν ήδη στην πόλη αυτή από το 1978.
      Ο Κώστας σε σύντομο χρονικό διάστημα θα προσαρμοστεί στη νέα του ζωή, θα μάθει τη σουηδική γλώσσα, συμπληρώνοντας παράλληλα και τα αγγλικά του και θα συνδεθεί  με τους εκεί Έλληνες συμπατριώτες του αναπτύσσοντας διάφορες συλλογικές δραστηριότητες, σε θέματα κυρίως λογοτεχνικά, ποίησης, θεάτρου και εικαστικών τεχνών. Ταυτόχρονα με τις σπουδές του, όπως συνέβαινε με όλους τους ξένους φοιτητές της Σουηδίας, εργαζόταν περιστασιακά σε διάφορες χειρωνακτικές εργασίες, για να συμπληρώνει έτσι τα απαραίτητα για τον βιοπορισμό του χρήματα. Αργότερα θα εργαστεί και ως δάσκαλος της ελληνικής γλώσσας, ενώ όλο αυτό το διάστημα, όπως ήταν φυσικό, θα γράφει ποίηση, δοκίμια, άρθρα, μελέτες και, όταν πλέον θα μάθει με επάρκεια τα σουηδικά, θα ασχοληθεί με ζήλο και με τη μετάφραση, μεταφράζοντας κείμενα από τα ελληνικά στα σουηδικά και αντίστροφα. Υπήρξε σημαντικός παράγοντας στα πολιτιστικά δρώμενα της ελληνικής παροικίας στην Ουψάλα και με την ποιότητα του χαρακτήρα του, το πηγαίο χιούμορ που διέθετε, και την πνευματική καλλιέργεια του, θα κερδίσει την αγάπη και τον θαυμασμό όλων των συμπατριωτών του, αλλά και πολλών Σουηδών της Ουψάλας και της Στοκχόλμης.
     Με το παρόν σύντομο αφιέρωμα στον Κώστα Κουκούλη, ευελπιστούμε πως ο αναγνώστης θα πάρει μια αρκετά καλή γεύση της ποίησης του, αλλά και της πνευματικής ιδιαιτερότητας του, και είμαστε βέβαιοι πως η γνωριμία αυτή θα γίνει πλατύτερη και βαθύτερη μέσα από το επόμενο, όπως είπαμε και πιο πάνω, δεύτερο και πληρέστερο Αφιέρωμα που ετοιμάζουμε αυτό τον καιρό, όλοι εμείς οι φίλοι του.
 
Κλείνοντας το παρόν σημείωμα αξίζει πιστεύω να αναφέρουμε δυο λόγια σχετικά με το αδόκητο και άδικο τέλος του τιμώμενου. Τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του (2019-2020), ο ποιητής, σκεφτόταν σοβαρά την παλιννόστηση του και είχε πάρει μάλιστα τη μεγάλη απόφαση, να επιστρέψει στην Ελλάδα. Πλην όμως δεν επέστρεψε… Τον πρόλαβαν, μας πρόλαβαν τα γεγονότα και ενώ είχε προμηθευτεί από νωρίς το αεροπορικό του εισιτήριο, τον βρήκε όπως βρήκε και όλους εμάς, η Πανδημία και ο συνακόλουθος Εγκλεισμός. Ματαίωσε λοιπόν το ταξίδι για την πατρίδα του, και τι θλιβερό!... έκανε, ξαφνικά το «άλλο ταξίδι», το Τελευταίο της ζωής του, αυτό που δεν έχει γυρισμό, μέσα στο ασθενοφόρο που τον μετέφερε εσπευσμένα στο νοσοκομείο της Ουψάλας, όπου ήρθε το μοιραίο! Τον πρόδωσε, και σταμάτησε εκεί ακριβώς, η τρυφερή και απέραντη καρδιά του!
     Ο Κώστας Κουκούλης όμως είναι εδώ, και θα είναι για πάντα μαζί μας μέσα από την ξεχωριστή και δυνατή ποίηση του. Καλή ανάγνωση λοιπόν!


===============================================


ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
 
Ποίηση
 
1. Δύο Κύκλοι Ποιημάτων (1972-1984), Αθήνα, 1984
2. Μεσιτεία της Νύχτας, Αθήνα, 1986
3. Κομιστής του Παρόντος, Αθήνα, 1988
4. Κάτοπτρα και Αντηχήσεις (21 τραγούδια), Στοκχόλμη, 1997
5. Ειδωλοσκόπιο, Αθήνα/Στοκχόλμη, 1999
6. Med nattens Formedliving/Dikter, Uppsala, 1975
(Εκλογή ποίησης του, στα σουηδικά)

--------------------------------------------------------------------------------

Δοκίμιο, μελέτες, έρευνα

1. Γιάννης Ρίτσος, Μία προσέγγιση στη ζωή και στο έργο του,
                                                                                    Στοκχόλμη 1994
2. Γιάννης Ρίτσος, Μια προσέγγιση (δεύτερη έκδοση, επαυξημένο)
                                                                                    Στοκχόλμη, 2009
 
3. Οδυσσέας Ελύτης, Ένα περίγραμμα, Στοκχόλμη, 1997
 
4. Σκιαγράφημα Διονυσίου Σολωμού (1798-1857),
                                                                                    Στοκχόλμη, 2000
---------------------------------------------------------------------------------
Μεταφράσεις
1, Χερεμίας Πενάγιο, Ρουλίτο, Ουψάλα, 1997
2, Christos Toumanidis, Stundernas Mytologi/Dikter, Stockholm, 1997
2. Κώστας Κουκούλης-Ξενοφων Παγκαλιάς, Lars Noren Nattvarden (Η Αγρυπνία), Εταιρεία Θεάτρου Μνήμη, Χανιά, 2010
---------------------
Έγραψε ακόμη μια σειρά άρθρων και δοκιμίων, λογοτεχνικού περιεχομένου, σε ελληνικά περιοδικά.
Επίσης, επιμελήθηκε βιβλία και θεατρικά έργα.

============================================
 


 
Ανθολόγιο ποίησης του Κώστα Κουκούλη

=================================


Από τις συλλογές του:
 
1. ΔΥΟ ΚΥΚΛΟΙ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ (1972-1984), 1984

2. ΜΕΣΙΤΕΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ, 1986

3. ΚΟΜΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ, 1988

4. ΕΙΔΩΛΟΣΚΟΠΙΟ, 1999


======


1

ΔΥΟ ΚΥΚΛΟΙ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ
(1972-1984)

 
ΚΑΘΕ ΑΥΓΗ

Ελλάδα,
κάθε που χαράζει πάνω από το σώμα σου
καμιόνια παίρνουν τα όνειρά σου στα κρυφά
σε σκουπιδότοπους απρόσιτους για να τα πάνε.
Τα δειλινά σου στέκουν
σαν να μη βαφτίστηκαν ποτέ
                   σε κολυμπήθρες ποίησης
κι ευνουχισμένα τα σήμαντρα όπου στο κράμα τους
ο μέλλοντας χρόνος σου αντηχούσε.

Έρρει τα κάλα. Τα μάρμαρα μαύρισαν,
τα αγάλματα μετανάστευσαν
και το φαράγγι στροβιλίζει στο χάσμα του
τη φθίνουσα ηχώ μιας αρχαίας φωνής.

Και τώρα το άγγελμα, ποιο;

Κάτι περιστέρια απόμειναν
ραμφίζοντας τη λίγη ψίχα φως
στον δίσκο τού ήλιου
καθώς πέφτει.

(Μόνο τα δέντρα και το χόρτο ξέρουν:

Η μέρα του Ανθρώπου, η μέρα σου η αληθινή
μυρίζει χώμα. Και βροχή.)


--------



ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΩΡΩΝ

Πάγωσε η Νύχτα, σκέπασε τις στέγες
κλείσαν οι καρδιές μας τα μεγάλα φώτα.
Ποιος κρατάει εδώ τα μυριάδες άστρα
πάνω απ’ το σκοτάδι;

Μας πληγώνουν όρκοι που δώσαμ’ ένα δείλι
στους λευκούς μας κύκνους, στις παλιές εικόνες.
Φέρνουν τώρα οι ξένοι στις βαθιές τις φούχτες
τ’ άστοργα λιθάρια.

Η φωνή εστάθη. Στο αλύχτισμά της
πάγωσαν οι φλέβες μιας χαράς μας άλλης
ίσως πιο μεγάλης
πάνω από τη Νύχτα, πιο κοντά στ’ αστέρια.

Θα σημάνουν κρίνοι Ανθισμένη Ώρα
θα λυθούν οι μέρες (όχι όπως πρώτα)
να συντρίψουν τείχη, να χαράξουν δρόμους
με το κόκκινο αίμα να βάψουν ουρανούς.


--------



ΠΟΡΕΙΑ

Νυχτώνει.
Η πολιτεία στην ίδια θέση πάντα. Αμετακίνητη.
Στις φλέβες τού πληθυσμού γαλήνη.
Αργόσυρτα ένας ψίθυρος την έννοιά του αποκτάει ―
Το να υποδαυλίζεις, λέει,
μιαν επανάσταση ενάντια στη μοναξιά
ενώ δεν έχεις σπίρτα ν’ ανάψεις το τσιγάρο σου,
μοιάζει επίλογος αντί προλόγου.
(Ήσουν εσύ; Είσαι εσύ;
Πού έλειψες; Και τώρα, πώς να δείχνεις;)

Μυριάδες υποκείμενα δωροδοκούν τον Ύπνο.
 
Τα οδόσημα αχνοφαίνονται και χάνονται αμέσως.
Ανοίγω χαραμάδες. Ανοίγω χαραμάδες
στο σκοτάδι. Να περάσω.
……………………………………………….
Η Ποίηση, είπα,
δεν είναι όνειρο μέσα στον ύπνο
είναι ένα τεράστιο φορτηγό βαπόρι
που μανουβράρει μες στην αχλύ τής ανοιχτής θάλασσας
και, είναι να πάμε μακριά τόσο,
        όσο μπορεί να φτάσει ένα ταξίδι.
Έπειτα καημούς κατέβασα στους δρόμους ― μα
το σκοτάδι με ξεγέλασε. Στον έρανο που έκανα
τ’ αστέρια με γέμισαν δαχτυλικά αποτυπώματα.
Απέτυχε η γιορτή. Θυμάμαι, τους ανθρώπους είδα
υπνωτισμένοι να περνούν ανάμεσ’ από δεντροστοιχίες
διατρέχοντας τον κίνδυνο τροχαίου ατυχήματος ―
να φεύγουν, να διαφεύγουν
υπνοβάτες αλλόκοτοι, καθένας με τις επωμίδες του
και τα παιδιά του-τύψεις.
Είπα, μόνος και πάλι θα διαβώ τον Εύριπο των αισθημάτων.
Άλλα δυο βήματα στον χώρο. Ακόμη μια προσπάθεια.
Ποιος δρόμος;
Και τα δέντρα, ισχνά ― σύμβολα στίχων.
Στη σκοτεινή γωνία εκεί
στον εαυτό του κλεισμένος ένας μύθος
από αιώνες φώτιζε θαμπά το καφενείο.
Στους τοίχους του επάνω και στις καρέκλες του άλλοι καιροί, έδιναν
στίγμα, οστά και πρόσωπο αποκτούσαν, ρούχο ― απόμακροι καιροί,
σαν κοιμητήρια υγρά, που ’ναι βαθιά στη λήθη χωνεμένα.
Στα χνώτα των τζαμιών του σχεδίαζε το νυν η εφηβεία
και άναβε με του δικού της πόνου το κερί ένα τσιγάρο
ενώ στην άπνοια της νύχτας αργά αργά ο καπνός
ταξίδευε κατά το μέλλον το μήνυμα.
Παράμερα, σε μια λακκούβα σκοτεινό νερό, ένα αστέρι μακρινό,
ναρκισσευόταν ― αντικατοπτρισμός μοναξιάς και
κάπου, βυθισμένα στο μυαλό, τα νησιά
πράσινα, λευκά, γαλάζια
και αυτά τη νέα να προσμένουν αριθμητική μας.
Στην ησυχία κάποτε
θόρυβοι από γυαλιά που έσπαζαν
τη νύχτα κομματιάζοντας –δεν ξεχώριζες το σκοτάδι
απ’ το αίμα– ή και φωνές, ζητωκραυγές που έρχονταν
και έφευγαν, που ξανάρχονταν και αναιρούνταν.
Ρώτησα, ποιος είν’ εκείνος που δωροδοκεί;
Και η μνήμη, Κυνέγειρος, πάσχιζε να συγκρατήσει
κάποιες στιγμές και λάμψεις.
……………………………………………….
Σε λίγο, μια νέα θα ανθίσει μέρα
η πρωινή κυκλοφορία θα βουΐσει
θα βάλει τα καλά της η καθημερινότητα.
Εγώ, με μισόσβηστα τ’ άυπνα μάτια μου
θα εξακολουθώ να ωθούμαι προς μια νέα διέξοδο.

Η καρδιά μου στο σώμα μου θα πάλλει
ποίημα επίμονο
μέσα σ’ ένα κλονιζόμενο, παλιό λεωφορείο.


===============================



Προμετωπίδα από τη "Μεσιτεία της Νύχτας"

2

ΜΕΣΙΤΕΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
1986


ΕΡΧΟΜΟΣ

Όμορφη απόψε η Αθήνα.
Από τσιμέντο και σελήνη.

Μέσα στη μυστηριακή της μάζα να εισχωρείς
Όπως θα ερχόσουν από πλανήτη άλλο
Ή, καθώς θα επέστρεφες μια νύχτα στο χωριό σου.

Οι σακούλες με τα σκουπίδια πλάι στην είσοδο.
Μια γάτα τις μυρίζει. Ψάχνει, γλείφει.

Άφαντος ένας σκύλος αλυχτάει τη σκοτεινιά.

Έτσι γεννιέται το ποίημα.


--------



ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ

                          Στον Κωστή Παπακόγκο

Γύριζε σε όλα τα χωριά.
Μιλούσε τη γλώσσα των ανθρώπων.
Αυτοί, χωριάτες, θρήσκοι χωρίς λόγο
Μπερδεύουν τον ουρανό με τη γη.
Δεν καταλαβαίνουν τίποτα.
Τώρα, τον γυροφέρνουν
Στην κρύα τσιμεντένια πλάκα
Που τον έχουν αποθέσει μισόγυμνο.
Ολόκληρη μια ζωή, κατάκοποι.
Δεν έχουν δέος. Κι ο Χριστός, ή θα ’ναι
Ιουδαίος, ή δε θα ’ναι Χριστός.

Καίγεται εκεί μπροστά τους.
Τον γυροφέρνουν. Κανείς τους -
Δεν απλώνει κανείς να σφαλίσει
Τα μάτια του Τσε Γκουεβάρα.
                       Τότε κι αυτός
Σαν αθέατος, σηκώνεται
Μειλίχιος ανάβει το πούρο του, και
Ήσυχα παίρνει το βήμα του
Κατά του βλέμματος του τη φορά:
Τον ανηφορικό χωματόδρομο που τραβάει
Ψηλά πολύ πιο πάνω από τις καλύβες
                          και τη βλάστηση.

Στις τρεις μέρες, θα ξανάρθει.


--------



ΑΙΩΡΗΣΗ

Από ψηλά κοιτάζοντας σαν έτοιμος να πέσεις
Ή να πεις μια περίληψη της ζωής σου.
Μόνος, μ’ ένα νόημα σκληρό.

Από ψηλά κοιτάζοντας. Μια στέγη, δυο στέγες
Όπως θα μέτραγες τις ώρες τις ακάλυπτες
Άλλων ημερών.

Στυγνή στιγμή.
Και το χάσμα της απόστασης
Μεγεθυμένο αίσθημα.

Στρέφεις ψηλά στο γαλάζιο
                          – να! το μέλλον, λες
Με το μικρό του σύννεφο. Κι ακόμη
Ένα σημείο απροσδιόριστο μέσα στις εποχές.

Η φευγαλέα ματιά και η φευγάτη ελπίδα.

Κρατάς τα γκέμια
Καταμεσής της γκρεμισμένης γέφυρας.

Αιώρηση πάνω απ’ το ποτάμι.

Χαλασμένος καιρός.


--------



ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΙΩΠΗ ΜΑΣ

                                    Στον Χρήστο Τουμανίδη

Όταν τα δειλινά του φθινοπώρου σβήνουν, περνάει
Ο άνεμος κι αφήνει άηχους κλυδωνισμούς σημάντρων.
Μια εμπεριστατωμένη σιωπή.
Και είναι πάλι η ώρα οχτώ των σταθμών
Με τον ευθύ προβολέα
                       που σέρνει πίσω του τα μαύρα βαγόνια.
Το τρένο. Το τρισυπόστατο σφύριγμα.
Και πάντα για την Κατερίνη.
Φτάνεις και δεν αποβιβάζεσαι. Με το ‘να πόδι μετέωρο.
Αστάθμητος. Και τότε, μονοδιάστατος ήχος
Η παραλυτική φωνή του παγονιού
                          τροχιά διαγράφοντας πάνω απ’ την πόλη
Έρχεται το βέλος τη φλέβα σου να τρυπήσει.
Στην άλλη άκρη ξέρω, στην άλλη άκρη ξέρεις:
Το τρένο δε θ’ αλλάξει πορεία στην επιστροφή.

Μεσ’ απ’ τους ατμούς της μηχανής, σκυφτός ο αγωγιάτης
Εκεί όπου καρφώθηκες, έτσι όπως στέκεις
                            σου ξαναφέρνει τις αποσκευές:
Μηνύματα που άφησε ο άνεμος
Πριν τη θραυσμένη σιωπή.

Το σφύριγμα του τρένου και η κραυγή του παγονιού.
Η παγωμένη νύχτα με τα τραύματα. Με τα φράγματα.
Κι όλα που τώρα πιο ευδιάκριτα τ’ ακούς
Μες στο σκοτάδι να σου λένε: «Δεν έχουμε ρίζες!»
Τ’ ακούς; Ρίζες δεν έχουμε!
«Από μακριά και από ψηλά και από το βάθος της αιτίας».


====================================================



3

ΚΟΜΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΠΑΡΌΝΤΟΣ
1988


Ήρθε λοιπόν, μια ξαφνική, μια σκοτεινή στιγμή καλοκαιριού
και άρχισε να μας λέει παλιές, τριμμένες ιστορίες,
όπως κι αυτές που σήμαιναν τα χνάρια που άφησαν στην άμμο
τσιγγάνες πιο όμορφες κι από αστέρια.
Παλιές, τριμμένες ιστορίες, που όμως, δεν τις είχαμε
ακούσει ποτέ· μονάχα που ξέραμε την ύπαρξη τους·
ότι είχαν ειπωθεί χιλιάδες φορές.
Και είχαν πράγματι ειπωθεί από στόματα αγαθά
χιλιάδες φορές μέσα στο κύλισμα του χρόνου
                      και των σκοταδιών.
Εικόνες με περιστέρια και κρύσταλλα
και περιστέρια με όνειρα
και κρύσταλλα με εκλάμψεις φωτός χωρίς αιτία, χωρίς πηγή
― όπως, στο κηροπήγιο το αναμμένο το κερί:
αιτία του εαυτού του, ο εαυτός του·
αιτία της λάμψης του, η λάμψη του.

Μια φλόγα μικρή η φωνή του, ανάδιδε το βραδινό καλοκαίρι
και ήταν ο κόσμος που οι λέξεις του στοίχειωναν,
                       το φεγγάρι.
Και το φεγγάρι, όπως μυστηριακά υπαρκτό πνεύμα
απαλά κυματίζοντας μες στο νυχτερινό νερό.

Νερένια νύχτα καλοκαιρινή, σαν σ’ έναν κόσμο άλλο.

Κι έτσι ακούστηκε αυτός με τη φλογέρα
να μιλάει για τη ζωή του―


--------



Ποιητική αδεία, μπαίνω στον κόσμο αλλιώς.

Μετρώ το βάρος μου και στους ανέμους αφήνομαι―
Μέσα στα σύννεφα τραβώ και πληθαίνω.
Γνωρίζω τ’ αλώνια όλων των καιρών ―και
πότε πότε έρχομαι πουλί στης νύχτας το παράθυρο
για να διαβάζω των νήπιων τον ύπνο τον βαθύ.
Ξέρει το κάθε αγκάθι η όψη μου.

Μπορώ να πλέω στων εποχών τις πολυδαίδαλες συρμές
τους χτύπους ν’ ακούω των βυθισμένων ρολογιών
και να κεντώ αστέρια στο δέρμα των ωρών.
Τις νύχτες είμαι πάλι εγώ που ακούγομαι
να χτυπάω τα τύμπανα σε ρυθμό βροχών τροπικών
και να ρίχνω τα δέντρα που σάπισαν.

Με εγχαράγματα παλαιών χαραμάτων στη μνήμη
με μια πληγή κάτω από τα λευκά μου άμφια
η σκοτεινιά που μ’ έχει νοτίσει ως το κόκαλο
σε ισορροπία στου μελλοθάνατου το τεντωμένο σκοινί
υπνοβατώντας έρχομαι βαθιά από τα δάση
με λάσπη θαυμάτων στα χέρια μου.

Καθώς κοιμάστε, αλείφω τα σφαλιστά σας βλέφαρα
μήπως και δείτε όνειρα ―τα πιο όμορφα.

Σαν ξημερώνει, η όραση σας ένα ποτάμι
με παρασέρνει ορμητικά. Ίδιον πάντα.


--------


ΕΥΡΥΦΑΕΣΣΑ

Ωκεάνιος ουρανός
μ’ έναν ήρεμο λευκό καπνό το γαλάζιο του ν’ ανεβαίνει.
Απροσδόκητα περνάει ένα πουλί
                                       ―καθώς κοιτάζω
το πλαίσιο του παραθύρου μεγεθύνεται
                       και του ρολογιού ο άδειος χτύπος
                      ούτε που ψυχραίνει το κόκκινο αίμα.

Από το μέσα βλέποντας―

                    Είσαι αυτά τα πρόσωπα.
                    Είσαι αυτό το φως.
Στα μάτια σου η θάλασσα
                       τα στιλπνά της βότσαλα κροταλίζει
κι απλώνουνται γαλήνια τοπία του χιονιού
ως μέσα στα βάθη του μυαλού σου τα φωτεινά
όπου οι σκέψεις εξορύσσονται.

Μήτρα των πράσινων ημερών του Δεκεμβρίου
                         που δεν γνωρίζεις το καλό
                        ούτε και το κακό
                        καταλυτική είσαι―
Πράξη φωτός
πάνω σε ήμερες ράχες αρνιών και λόφων
στο πέρασμα το γρήγορο ενός αυτοκινήτου, δυνατή
και εκθαμβωτική στο τζάμι τού απέναντι σπιτιού
                           καθώς αυτό ανοίγει απότομα―

Στο ακαριαίο χτύπημα του κεραυνού
                              γεννάς μια καταιγίδα
ανάβεις τ’ άστρα των παιδιών και τον έρωτα φέγγεις.
Ο υδράργυρος δεν μπορεί ν’ ανέβει το σώμα σου.

Στο στόμα σου ο κόσμος γίνεται ενάρετος.


==============================================
 
 
Κώστας Κουκούλης, Χρήστος Τουμανίδης


4
 
ΕΙΔΩΛΟΣΚΟΠΙΟ
1999


ΤΟ ΕΝΟΧΟ ΤΟΠΙΟ

η διάταξη φθόγγων μουσικής
η αφαίμαξη των αγγείων χρωμάτων…

Φθινόπωρο έμοιαζε
εποχή δίχως το ύφος της πληρότητας
από μυριάδες πτώσεις χρυσίζουσες
μια συνηχία

και ’συ, μακριά στην απόσταση ένιωθες
την ακριτόμιθη βροχή που νότιζε
τον ύπνο των βρεφών

θα ’ρθει η ώρα… η ώρα έρχεται…
η ώρα ήρθε… είναι η ώρα…

Πού να βρίσκονταν θαμμένοι
οι θησαυροί του πρώτου εκείνου ύπνου σου;

Πορεύτηκες, εξέτασες.

κούφια των δέντρων τα κορμιά
και τα θολάμια άδεια…

Έστριψες. Τα χνάρια σου
άφαντα στη λάσπη. Και ολόγυρα
ρυάκια και λιμνούλες. Νερά νεκρά
του υποσχεμένου.

                                                                       Σεπτέμβριος ’93


--------



ΜΟΥ ΑΡΕΣΟΥΝ  τα βουνά επειδή διαρκούν
αγαπώ τις θάλασσες γιατί μου μιλάνε»
και αν λατρεύω τον ουρανό
είναι που κάνει τη γη αισθητότερη.


--------



ΑΝΑΜΕΣΑ στον ουρανό και τα μάτια μου
φυτρώνει πότε πότε ένα λουλούδι. Όταν νυχτώνει
αυτό αλλάζει όνομα καταγωγή και σχήμα ―
το πλησιάζω το αγγίζω και του λέω:
Βλαστήσαμε μαζί Soledad.
Μπορώ να χαϊδεύω αδιάκοπα τον ύπερο σου.
Τα πέταλα μοσχοβολάνε.

(Από την άλλη, κάτι τέτοιες ώρες
βρίσκω πως θα ήταν εξ ίσου ρομαντικό
και το να σφάξεις λόγου χάρη, έναν σκύλο)
 

--------



ΡΟΗ

Μπροστά στον καθρέφτη
           ξετυλίγεις τις γάζες
                       γύρω από τους καρπούς σου

όμως
την ίδια στιγμή
στο βάθος του καθρέφτη
όπου η θερμοκρασία κατέρχεται επικίνδυνα
πίνεις δόσεις υδραργύρου
και φαίνεται
μηχανικά να τις τυλίγεις πάλι.

Άλλοτε σε βρίσκει βράδυ κόκκινο βαθύ
μέσα στη μήτρα
           της ίδιας υπομονετικής πολυκατοικίας
μ’ ένα κομμάτι από τον ίδιο καθρέφτη
να ξεκοιλιάζεις σύννεφα.

                                               Νοέμβριος, ’93


===============

 
Χρήστος Τουμανίδης
(Δεκέμβριος 2021)


===================================================