Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

Μίλτος Σαχτούρης, "Ο περίπατος"




ΒΑΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ AΝΟΙΞΗ


      Βαριά από την Άνοιξη
      η φλόγα
      τα μάτια ανοίξανε σαν τάφοι
      πράσινα χόρτα φύτρωσαν γύρω στο στόμα
      τα βλέφαρα χάθηκαν μακριά
      φύγανε τα μαλλιά
      μα η πληγή
      έμεινε ορθάνοιχτη
      κι ουρλιάζει





Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΠΑΙΔΙΟΥ


      Χρόνια
      ο ουρανός
      ήτανε ένα δύσκολο χαρτί
      κρυμμένο
      μες στην τσέπη μου
      και μες στον κήπο μου φύτρωνε όλη τη μέρα
      αίμα
      γιατί βροχή
      πέφταν οι πέτρες απ’ τον άλλο ουρανό
      τσακίζοντας
      κρέατα
      και κόκαλα

      Έτσι
      σαν ήρθε η Ανάσταση
      ντυμένος μαύρα
      μ’ ένα κόκκινο κερί
      βγήκα
      τρελός
      στους δρόμους

      ήμουνα ένα κίτρινο
      πουλί
      σαν κι αυτά που ζωγράφιζε
      ο Modigliani
      ποτέ μου
      ποτέ μου
      δεν είχα γεννηθεί





Η ΚΑΚΗ ΕΙΚΟΝΑ


      Σκάζανε αβγά
      κι έβγαιναν στον κόσμο
      άρρωστα παιδιά
      σα σπασμένα άστρα
      μαύρα περιστέρια
      διώχνανε τον ήλιο
      με κακές πετσέτες
      μ’ άχαρες στριγκλιές
      έβραζε η θάλασσα
      καίγαν τα πουλιά της
      τα διωγμένα ψάρια
      κλαίγαν στο βουνό
      κι ένα λυσσασμένο
      κόκκινο φεγγάρι
      ούρλιαζε δεμένο
      σα σφαγμένο βόδι





ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ

                                                                    Στην Τατιάνα Milliex


      Λέει η τσιγγάνα:
       − Διαβάζω χρήματα
      μέσα στον ύπνο σου
      έχεις μια ζωή πυκνή
      γεμάτη χιόνι
      όμως δεν ξέρω
      πότε θα
      γλιστρήσεις πέρα

      λέει ο βοσκός:
       − Όταν δεν αγαπάς τ’ άστρα
      τ’ αρνιά μου θα σε μισήσουν
      κι απ’ το φεγγάρι
      σου χαρίζω το μισό
      που βγάζει φλόγες
      από τη μεριά της λύσσας

      λέει ο θάνατος:
       − Δικά μου τα χρήματα
      δικό μου και το φεγγάρι
      δικά μου το χιόνι και τ’ αρνιά
      κι οι κόκκινες φλόγες
      και
      η τσιγγάνα
      και
      ο βοσκός





ΚΑΤΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ


      Κάτι επικίνδυνα κομμάτια
      χάος
      είν’ η ψυχή μου
      που έκοψε με τα δόντια του
      ο Θεός

      άλλοι τα τριγυρίζουν πάνω σε σανίδια
      τα δείχνουν
      τα πουλάνε
      τ’ αγοράζουν

      εγώ δεν τα πουλώ

      οι άνθρωποι
      τα κοιτάζουν
      με ρωτάνε
      άλλοι γελάνε
      άλλοι προσπερνάνε

       εγώ δεν τα πουλώ





Από τη συλλογή «Ο περίπατος» (1960).
Πηγή «Μίλτος Σαχτούρης, Ποιήματα (1945-1998)», εκδ. Κέδρος, 2014.

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

Tomas Tranströmer, "Μονοπάτια"





Ένα σχέδιο τον Οκτώβριο


Το ρυμουλκό πλοίο είναι γεμάτο φακίδες και σκουριά. Τι θέλει εδώ,
      τόσο βαθιά στη στεριά;
Είναι μια βαριά, σβησμένη λάμπα μέσα στην παγωνιά.
Τα δέντρα όμως έχουν άγρια χρώματα. Μηνύματα προς την
      αντίπερα όχθη!
Σαν να θέλουν κάποιοι να πάει το πλοίο να τους πάρει.

Στον δρόμο για το σπίτι βλέπω τα μανιτάρια που ξεπετάγονται
      απ’ το χορτάρι.
Είναι δάχτυλα που ζητούν βοήθεια, δάχτυλα
κάποιου που κλαίει μόνος του με λυγμούς εδώ και μέρες κάτω στο σκοτάδι.
Στη γη ανήκουμε.





Στο τέλος του Μάη


Οι ανθισμένες μηλιές και κερασιές βοηθούν το χωριό να αιωρηθεί.
στη γλυκιά και βρόμικη μαγιάτικη νύχτα, άσπρο σωσίβιο, οι σκέψεις
      σκορπίζουν.
Χόρτα κι αγριόχορτα φτεροκοπούν σιωπηλά κι επίμονα.
Το γραμματοκιβώτιο λάμπει ήσυχα, ό,τι γράφτηκε δεν παίρνεται πίσω.

Ήπιος, ψυχρός αέρας διαπερνά το πουκάμισο και ψηλαφίζει
      την καρδιά.
Μηλιές και κερασιές, γελάνε σιωπηλά με τον Σολομώντα,
ανθίζουν τα τούνελ μου. Τις χρειάζομαι,
όχι για να ξεχάσω, αλλά για να θυμάμαι.





Ελεγεία


Ανοίγω την πρώτη πόρτα.
Ένα μεγάλο, ηλιόλουστο δωμάτιο.
Ένα βαρύ αυτοκίνητο περνά απ’ τον δρόμο
και κάνει τα πιάτα να τρέμουν.

Ανοίγω την πόρτα νούμερο δύο.
Φίλοι! Ήπιατε το σκοτάδι
και γίνατε ορατοί.

Πόρτα νούμερο τρία. Στενό δωμάτιο ξενοδοχείου.
Θέα προς τον πίσω δρόμο.
Ένα φανάρι που αστράφτει στην άσφαλτο.
Τα ωραία απόβλητα των εμπειριών.



Μετάφραση: Βασίλης Παπαγεωργίου




Από τη συλλογή «Μονοπάτια» (1973).
Πηγή: «Tomas Tranströmer, Τα ποιήματα», εκδόσεις Printa / Ποίηση για πάντα, 2004, Εισαγωγή - μετάφραση: Βασίλης Παπαγεωργίου.

Στην εικόνα: Andreas Achenbach, «Towboat leaving the port of Ostend at heyday».
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2020

Ασημίνα Λαμπράκου, "Γόνιμες καμπύλες του χρόνου"




ΓΟΝΙΜΕΣ ΚΑΜΠΥΛΕΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


Κάποτε θα λάβουμε εκδίκηση από τα γιασεμιά
Οι γλάστρες θα επαναστατήσουν
κι οι ρίζες θα δώσουν φρέσκο ήλιο
     τομάτα και ρίγανη
Το νάιλον θα βουβαθεί προς νέους αιώνες
     κι η έλξη θα αναστραφεί

Εδώ που είμαι, Παράδεισος είναι, που βλέπω τον ουρανό του
Έτσι, ποντάρω με κάποια σιγουριά σε έναν θάνατο
     που θα έρθει από την αρχή






ένα αυθαίρετο, χωρίς ταυτότητα συναίσθημα που εξελίσσεται σε
     στοργή
είναι, κατά έναν τρόπο, ένα συναίσθημα χωρίς γνώμη και γεύση
ένα συναίσθημα με τέτοια γνώση που προκαλεί τις αισθήσεις
     να αποδώσουν δικαίωμα στη γλώσσα να διακορεύσει τον
     λόγο και τον λόγο

από τα ανοίγματα ξεπετάγονται όψεις του στιγμιαίου κενού
     ως μέλλοντας ξεχασμένος που είναι ο εξακολουθητικός: θα
     αγαπιέμαι
και μια λευκή ουρά αλόγου κεντημένη σαν μίσχος μαργαρίτας
     με μετρημένα πέταλα






ένα πουλί που τρύζει σαν ποντικός και τροχοδρομεί στην κόψη
     της μάντρας
είναι ένα πουλί που αναστατώνει τη νύχτα που ανοίγεται σαν
     ποντικός
και υποχρεώνει δέκα γάτες να ανοίξουν τα νύχια τους και τη
     σάρκα της

από τα ανοίγματα μπαίνει το φεγγάρι
σαν δέκα και δέκα χιλιάδες πίδακες φωτιάς
από πριόνι που εκτελεί καμπύλες και ευθείες κοπές μετάλλου






Αύγουστος. Πηχτή η ζέστη ανεβαίνει τη σκάλα από τη μεριά
     της θάλασσας.
Εισχωρεί στην πόλη. Ανοίγεται σε δρόμους, αυλές, σπίτια.
Στόματα και ρουθούνια.
Εκεί σταματά, επειδή γνωρίζει ένα τίποτα κι επειδή ο βοριάς
     νοιάζεται αλλού.
Στη σελίδα έντεκα, εν τούτοις, ένας κονδυλοφόρος σκιαγραφεί
     εγκαίρως έναν άλλο βορρά που θα επιστρέψει τα πράγματα
     στη θέση τους.
Και τη σκάλα επίσης.






Άγνωστά μου χιλιόμετρα οδηγούν τον ταξιδιώτη από το λιμάνι
     σε αυτήν τη γωνιά που κάθισα να ξεκουραστώ και να
     στοχαστώ τα πρόσφατα.
Εδώ που θα μπορέσω κάποτε να ρεμβάσω παρατηρώντας τον
     ήλιο, σαν τεράστιο καλοψημένο κυδώνι, να εγκαταλείπει
     πίσω από το νησί αναστατώνοντας τα αγριοκάτσικα και
     προκαλώντας τα νερά.

Ένα κορίτσι ανησυχεί τις σκέψεις μου και διακόπτει το σκοτάδι
     ξεκολλώντας από τον πηλό δεξιά. Βηματίζει γρήγορα και
     μπήγοντας, σαν φρέζα που σημαδεύει τρύπες για σπορά, τις
     φτέρνες του στην ξεραμένη άμμο.
Νομίζεις πως σύντομα θα χωνευτεί από κάποιο από τα φώτα
     του συνοικισμού.
Ανάβουν λες για χάρη του. Εκείνο όμως προσπερνά και
     χάνεται προς τη μεριά των βράχων πίσω από τη θάλασσα.






Είναι το κορίτσι σκυμμένο μέσα στην αγκαλιά του
     κι η αγκαλιά του που μελωδεί.
Αύγουστος.
Κλείνει τα χέρια, ανοίγει, και πάλι.
Χαμηλώνοντας και σηκώνοντας κάθε φορά το κεφάλι
    περιδιαβαίνει τις οδούς της μικρής της πόλης.
Μπροστά του, η μικρή της κόρη. Αγέννητη.
Πατάει τα πλήκτρα με τις λευκές της πουέντ. Εδώ, εκεί, ξανά.
Φωτεινή σκιά που καθέλκει τη φιγούρα.






Έπειτα μπήκε ο πατέρας
Παραμέρισε τα έπιπλα κι επέτρεψε στην αύρα από την πέρα
     θάλασσα να καθίσει στους τοίχους και τα πλακάκια
Κανείς δεν δέχτηκε να του συστηθεί Έμεινε απόμακρος και ασκεπής
Η χρυσόμυγα επέστρεψε και διαπέρασε τη συγκέντρωση των ρύπων
     με συνεχείς βορβορυγμούς
Κάθισε στο τραπέζι
Κανείς δεν είχε να την ταΐσει
Ο πατέρας έρχεται από την έρημο και τη θάλασσα σέρνοντας
     μιαν αγκαλιά κόκκινα τριαντάφυλλα της Μάρσα Ματρούχ (1)
Θα τα προσφέρει στη χρυσόμυγα.






(1) Αναφορά στο βιβλίο «Τα τριαντάφυλλα της Μάρσα Ματρούχ» του Ν. Ξυδάκη,
εκδ. Άγρα 2002.

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό diPgeneration, τχ. 4, Μάιος 2019, εκδ. Μανδραγόρας.


Στην εικόνα: Isen'in Hoin Eishin (1775-1828) [(Manner of Emperor Huizong of Song (1082-1135)]: «Peach Blossom and Dove» [1816-1828 (Edo)].

Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Οκτώ ποιήματα για την Ποίηση




Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΙΑΣΟΝΟΣ ΚΛΕΑΝΔΡΟΥ·
ΠΟΙΗΤΟΥ ΕΝ ΚΟΜΜΑΓΗΝΗ· 595 Μ.Χ.


Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.
Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά.
Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα·
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.

Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.−
Τα φάρμακά σου φέρε, Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε − για λίγο − να μη νιώθεται η πληγή.


1921





Κώστας Καρυωτάκης

ΜΠΑΛΑΝΤΑ
ΣΤΟΥΣ ΑΔΟΞΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ


Από θεούς κι ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλαίν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι.

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τούς είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι.

Του κόσμου η καταφρόνια τούς βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
στην τραγικήν απάτη τους δομένοι
πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τούς ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι.

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι;»


Νηπενθή, 1921





Μανόλης Αναγνωστάκης

ΕΚΕΙ…


Εκεί θα τα βρεις.

Κάποιο κλειδί
Που θα πάρεις
Μονάχα εσύ που θα πάρεις
Και θα σπρώξεις την πόρτα
Θ’ ανοίξεις το δωμάτιο
Θ’ ανοίξεις τα παράθυρα στο φως
Ζαλισμένα τα ποντίκια θα κρυφτούν
Οι καθρέφτες θα λάμψουν
Οι γλόμποι θα ξυπνήσουν απ’ τον άνεμο
Εκεί θα τα βρεις
Κάπου − απ’ τις βαλίτσες και τα παλιοσίδερα
Απ’ τα κομμένα καρφιά, δόντια σκισμένα,
Καρφίτσες στα μαξιλάρια, τρύπιες κορνίζες,
Μισοκαμένα ξύλα, τιμόνια καραβιών.
Θα μείνεις λίγο μέσα στο φως
Ύστερα θα σφαλίσεις τα παράθυρα
Προσεχτικά τις κουρτίνες
Ξεθαρρεμένα τα ποντίκια θα σε γλείφουν
Θα σκοτεινιάσουν οι καθρέφτες
Θ’ ακινητήσουν οι γλόμποι
Κι εσύ θα πάρεις το κλειδί
Και με κινήσεις βέβαιες χωρίς τύψεις
Θ’ αφήσεις να κυλήσει στον υπόνομο
Βαθιά βαθιά μες στα πυκνά νερά.

Τότε θα ξέρεις.

(Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε,
Αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας).


Η συνέχεια, 1954





Μάρκος Μέσκος

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ


Με γέννησεν η φωτιά των άστρων μια νύχτα φιμωμένη.
Γονείς δεν είχα ποτέ − αν είχα μάνα
δε θα με καταλάβαινε ποτέ, αν είχα πατέρα
τα μάτια μου δε θα τον αντίκριζαν ποτέ.
Ατσάλι εντός μου και ποτάμια που μαλώναν
ζητώντας τους δρόμους της θάλασσας
της πιο γαλήνιας, της πιο άγριας, της ματωμένης
απ’ το κορμί μου, που κυλισμένο στις λάσπες
περνούσαν πάνωθέ του τα καλοκαίρια κι οι παγωμένοι Γενάρηδες
κουβαλώντας συλλογισμένοι το φέρετρο του παιδιού των
στην αντίπερα όχθη της γης με τα λουλούδια...

Μίσησα την ποίηση γιατί είκοσι τρία χρόνια
ντουφέκιζε την καρδιά μου. Θεό δεν είχα
αγγέλους μήτε, γέλιο ποτέ στα χείλη μου, χέρι
κάτασπρο από αγάπη και ειλικρίνεια ποτέ
δε μέρωσε τ’ άγριά μου μαλλιά − γι’ αυτό
και δεν παντρεύτηκα.
Και να σκεφτείς πως τόσα χρόνια
κατέβαζα τη θυσία προβάροντας παπούτσια
στα πέλματα των γυναικών.


Πριν από τον θάνατο, 1958





Νίκος Καρούζος

Η ΠΟΙΗΣΗ


Κάτι παράξενο συμβαίνει στο δωμάτιό μου
σαν πέσει η νύχτα.
Ένα πουλί ολάξαφνο
με φτερουγίσματα που μαχαιρώνουν τον αέρα
εισορμά κ’ ύστερα πάλι ησυχία επικρατεί.
Ποτέ μου δεν ετόλμησα το φως ν’ ανοίξω
και πάντα λέω τι να ’ναι το ολάξαφνο πουλί
τι πτέρωμα να έχει
πώς άραγε να συγκινεί η μορφή του…
Πάντως όταν ξυπνώ με της αυγής το σκούντημα
δεν είμαι παρά μόνος στο δωμάτιο
σωματικά στερεωμένος απ’ τον ύπνο
πιο γνώριμος του θανάτου από χτες
ενώ η ψυχή προσμένει
το καινούριο μήνυμα του ήλιου
όπως πάντα.
Όμως
τι να ’ναι το πουλί που ξαφνικά
σαν ερχομός πνοής μέσα στο πνεύμα
σφάζει την ησυχία του δωματίου μου
και το αισθάνομαι κοντά μου;
Ποτέ νομίζω δεν θα μάθω
κ’ ίσως να είναι το πουλί αυτό, όλο το μυστικό εδώ πέρα.


Ποιήματα, 1961





Χρίστος Λάσκαρης

ΔΕ ΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Σ’ ΕΝΑ ΧΑΡΤΙ


Δε γράφονται τα ποιήματα σ’ ένα χαρτί·
ξεθάβονται
με μιαν αξίνα τα μεσάνυχτα

αφήνοντας
κι από ’να λάκκο.


Να εμποδίζεις τις σκιές, 1982





Τάσος Λειβαδίτης

Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΔΥΟ


«Θα ξανάρθουμε;» ρώτησα. Ο άλλος κάτι είπε, αλλά δεν έφτασε ως εμένα – όμως ένιωσα μέσα μου κάτι αλλόκοτο και γλυκό. Φυσούσε λίγο. Βράδυ.
Κι ίσως ολόκληρη η ποίηση να είναι αυτή η απάντηση που δεν ακούστηκε και τη συμπλήρωνε ο στεναγμός του αγέρα κι η απαλή ερημιά του φεγγαριού.


Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου, 1990





Γιώργης Παυλόπουλος

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ


Το σπίτι της Ποίησης είναι ακατοίκητο.
Οι ποιητές λείπουν πάντα έξω
γυρίζουν εδώ κι εκεί μέσα στον κόσμο.
Κανείς δεν ξέρει πώς περνούν
τις μέρες και τις νύχτες τους.
Μυστήριο η ζωή τους παραμένει.

Όμως υπάρχουν τ’ αποτσίγαρα και τα χαρτιά.
Ποιοι καπνίζουν τόσο πολλά τσιγάρα;
Ποιοι γεμίζουν τόσο πολλά χαρτιά
σ’ αυτό το έρημο σπίτι;
Κανείς δεν ξέρει.

Κάθε πρωί μια ωραία γυναίκα
−λένε πως είναι η ίδια η Ποίηση−
έρχεται και βγάζει στο δρόμο τα σκουπίδια.
Καθαρίζει το σπίτι και βάζει τα χαρτιά σε τάξη.


Να μην τους ξεχάσω, 2008