Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2022

Τόλης Νικηφόρου, "συστατική επιστολή"




ποιήματα του χειμώνα


ο άνεμος έδιωξε τα σύννεφα
κι έλαμψε ο ήλιος εκθαμβωτικά
τιμώντας το γαλάζιο τ’ ουρανού

συνεσταλμένα ένα-ένα τότε
χαμογέλασαν μαγικά τα ποιήματα
στο πρόσωπο ενός μικρού παιδιού
σ’ ένα γατάκι που απλώθηκε νωχελικά
στα μάρμαρα του κήπου
και στην ελιά που κρύβει τα σπουργίτια
μες στο απαλό της πράσινο

με το σύνθημα του ήλιου
αναδύονται στη γειτονιά
όλα τα μυστικά ποιήματα
κι αρχίζουν να λούζονται στο φως





το τυχαίο και το πεπρωμένο


τυχαία συναντηθήκαμε
τυχαία γνωριστήκαμε
κι όταν τυχαία καθίσαμε ένα βράδυ
σε απόμερη γωνιά του πάρκου
όταν σε κοίταξα και με κοίταξες
σε άγγιξα και με άγγιξες
όταν τα είπαμε όλα το βράδυ εκείνο
τότε ήξερα μέσα μου βαθιά
ότι θα ζήσουμε όλη μας τη ζωή μαζί

πενήντα πέντε χρόνια αργότερα
αναλογίζομαι πόσο αρμονικά
συνεργάζονται καμιά φορά
το τυχαίο με το πεπρωμένο





πια δεν ανθίζει


δεν είναι πια ερωτευμένη
δεν ανθίζει
με τους χυμούς της άνοιξης δεν λάμπει
σαν θάλασσα δεν σπινθηρίζει
κάτω απ’ το φως των άστρων
ούτε ένα βλέμμα πια
δεν απομένει εκστατικό στο πέρασμά της
την κέρδισε η γαλήνη
την έχασε το θαύμα
μέσα στο πλήθος μόνη της να ζει
και να θυμάται





γεμίζει η άβυσσος;


υπάρχει μέσα μου ένα χάσμα
ένα απύθμενο κενό
από τα πρώτα παιδικά μου χρόνια
κάτι σαν απώλεια η απουσία
που καθορίζει τη ζωή μου

ίσως όλα μου τα διαβάσματα
οι έρωτες οι περιπέτειες τα ταξίδια
ένα-ένα τα βιβλία μου
τα εκατοντάδες ποιήματα
να ήταν μια απόπειρα
να γεμίσει αυτή η άβυσσος

η άβυσσος όμως παραμένει
πάντα ψυχρή κι ανέκφραστη
η άβυσσος μου γνέφει ότι με περιμένει





ανέλπιστη ουτοπία


κι αν είχαμε μες στην ομίχλη
ακολουθήσει τον μαγικό άλλο δρόμο
που θα οδηγούσε στην εφηβική ουτοπία
ίσως τα όνειρα τότε εκείνα
να είχαν αποδειχθεί εφιάλτες
και μ’ όλη την καρδιά μετά
να λαχταρούσαμε κάποια ζωή
όπως αυτή που ζήσαμε
αυτή που ζούμε ακόμα

ίσως η αληθινή περιπέτεια της ζωής
οι έρωτες τα ταξίδια τα βιβλία
τα τραύματα οι διαψεύσεις
οι νίκες και οι ήττες της
να είναι φως πλούτος αμύθητος
μια ανέλπιστη ουτοπία





Από τη συλλογή «συστατική επιστολή», εκδ. Μανδραγόρας, 2022.

Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2022

Σπύρος Λαζαρίδης, "Κατάστηθος ανέμων"





[Η μελαγχολία μου]


Η μελαγχολία μου
δεν είναι υγρά μάτια και βουβό πρόσωπο.

Είναι μαύρη άσφαλτος
που την παιδεύουνε ανόητα φώτα.





Η ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΤΟΥ ΓΡΑΦΙΑ ΝΑ ΝΙΚΗΣΕΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ


Θέλω να γράψω κάτι
με λέξεις που δεν αναπνέουν δύσκολα,
που δεν αγκομαχούν.

Θέλω να γράψω
έναν άνεμο ή έναν ποταμό,
μα γράφω ονόματα δίπλα σε άλλα ονόματα
και χωρίς να το θέλω,
χωρίς καθόλου να το θέλω,
κάποια κακορίζικα
αποκτούν οριζόντιες γραμμές κατάστηθα.

Ποιος άνεμος και ποιος ποταμός θα άντεχε τέτοια δεσμά;





ΣΙΣΥΦΕΙΟ ΑΛΓΟΣ


Μαζεύω τα νερά τ’ ουρανού·
δάση δεν έχω να ποτίσω, κοπάδια δεν έχω να ξεδιψάσω,
πυρκαγιές δεν έχω να σβήσω.

Μια γούρνα, στέρφα, έχω και γεμίζω·
εγώ την γεμίζω κι αυτή αδειάζει, αδειανή μένει και με κοιτάζει,
τι θέλω δεν τη νοιάζει.

Μα εγώ συνεχίζω να μαζεύω.
Υγρή αφή· βαθειά ψυχή το μάζευε και σκόρπα.
Στεγνή ζωή· άνυδρη βροχή το μιλά και το σώπα.





ΤΑ ΨΕΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΕΥΧΩΝ


Στο τέμπλο αυτό οι άγιοι είναι κουρασμένοι.

Όλη νύχτα καθαρίζουν τις προσευχές,
ξεδιαλέγουν τα ψέματα
και τα βάζουν στην άμμο με τα κεριά για τους νεκρούς,
να πάρουν λίγη από την αλήθεια τους.

Οι νεκροί είναι αλλιώς·
ή τους τιμάς ή δεν τους θυμάσαι,
δεν τους ικετεύεις αυτούς να πουν την καλή την κουβέντα
για σένα!

Το πρωί ξαναπαίρνουν οι άγιοι τα ψέματα στις εικόνες τους,
να μην καταλάβουν οι χθεσινοί ικέτες.
Αυτά είναι εκείνη η θαμπάδα στο γυαλί,
που όσος και να τρίβει ο νεωκόρος,
δεν φεύγει.

Το άλλο βράδυ το ίδιο.
Πρωί το πρωί ξεθυμαίνει η θολή ομίχλη όσο να πεις,
αλλά είναι εκεί, τη βλέπεις·
μόνο σαν πέσει πάνω της μια ατόφια
αλήθεια, μια σπαραχτική εξομολόγηση,
δεν αντέχει και λειώνει,
εξαφανίζεται.
Άλλο ψέμα έχει τότε σειρά,
δεν βολεύονται εύκολα στην αλήθεια οι
άνθρωποι.





ΑΝΤΙΔΙΑΓΝΩΣΗ


Δεν είναι αρρυθμία, γιατρέ!

Αλλάζει την περπατησιά του
το αγρίμι μέσα μου!





Από τη συλλογή «Κατάστηθος ανέμων», εκδ. Ζήτρος, 2021.

Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2022

Κική Δημουλά, "H εφηβεία της λήθης"





Η ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ


Περιμένω λίγο
να σκουρήνουν οι διαφορές και τ’ αδιάφορα
κι ανοίγω τα παράθυρα. Δεν επείγει
αλλά το κάνω έτσι για να μην σκεβρώσει η κίνηση.
Δανείζομαι το κεφάλι της πρώην περιέργειάς μου
και το περιστρέφω. Όχι ακριβώς περιστρέφω.
Καλησπερίζω δουλικά όλους αυτούς τους κόλακες
των φόβων, τα αστέρια .Όχι ακριβώς καλησπερίζω.
Στερεώνω με βλεμμάτινη κλωστή
τ’ ασημένια κουμπάκια της απόστασης
κάποια που έχουν ξηλωθεί τρέμουνε και θα πέσουν.
Δεν επείγει. Το κάνω μόνο για να δείξω στην απόσταση
πόσο ευγνωμονώ την προσφορά της.

Αν δεν υπήρχε η απόσταση
θα μαραζώνανε τα μακρινά ταξίδια
με μηχανάκι θα μας έφερναν στα σπίτια
σαν πίτσες την υφήλιο που ορέχτηκε η φυγή μας.
Θα ήτανε σαν βδέλλες κολλημένα
πάνω στα νιάτα τα γεράματα
και θα με φώναζαν γιαγιά απ’ τα χαράματά μου
εγγόνια μου και έρως αδιακρίτως.
Και τι θα ήταν τ’ άστρα
δίχως την υποστήριξη που τους παρέχει η απόσταση.
Επίγεια ασημικά, τίποτα κηροπήγια τασάκια
να ρίχνει εκεί τις στάχτες του ο αρειμάνιος πλούτος
να επενδύει ο θαυμασμός την υπερτίμησή του.

Αν δεν υπήρχε η απόσταση
στον ενικό θα μας μιλούσε η νοσταλγία.
Οι σπάνιες τώρα ντροπαλές της συναντήσεις
με την πληθυντική ανάγκη μας
μοιραία τότε θ’ αφομοίωναν
την αλανιάρα γλώσσα της συχνότητας.

Βέβαια, αν δεν υπήρχε η απόσταση
δεν θα ’τανε σαν άστρο μακρινό εκείνος ο πλησίον
θα ’ρχοταν στην πρωτεύουσα προσέγγιση
μόνο δυο βήματα θ’ απέχανε τα όνειρα
από τη σκιαγράφησή του.
Όπως κοντά μας θα παρέμενε
η ύστατη φευγάλα της ψυχής.
Προς τι η τόση περιπλάνηση. Χώρος
κενός υπάρχει. Εμείς θα κατεβαίναμε
να ζήσουμε στο υπόγειο κορμί μας
κι εκείνη με τον μύθο της και τα συμπράγκαλά του
θα μετεμψυχωνότανε σε σώμα.

Αν δεν υπήρχες εσύ απόσταση
θα πέρναγε πολύ ευκολότερα
πιο γρήγορα εν μια νυκτί η λήθη
τη δύσκολη παρατεταμένη εφηβεία της
αυτό που χάριν ευφωνίας ονομάζουμε μνήμη.

Όχι ακριβώς μνήμη. Στερεώνω
με βλεμμάτινη κλωστή ομοιώσεις
έχουν ξηλωθεί τρέμουνε και θα πέσουν.
Όχι ακριβώς στερεώνω. Δουλικά περιστρέφομαι
γύρω απ’ αυτούς τους κόλακες του χρόνου που
χάριν συντομίας τούς ονόμασα μνήμη.
Όχι ακριβώς μνήμη. Ανεφοδιάζω διάττοντες
με παρατεταμένη εκμηδένιση. Επείγει.





ΤΟ ΣΠΑΝΙΟ ΔΩΡΟ


Καινούργιες θεωρίες.
Τα μωρά δεν πρέπει να τ’ αφήνετε να κλαίνε.
Αμέσως να τα παίρνετε αγκαλιά. Αλλιώς
υπόκειται σε πρόωρη ανάπτυξη
το αίσθημα εγκατάλειψης ενηλικιώνεται
αφύσικα το παιδικό τους τραύμα
βγάζει δόντια μαλλιά νύχια γαμψά μαχαίρια.

Για τους μεγάλους, ούτως ειπείν τους γέροντες
–ό,τι δεν είναι άνοιξη είναι γερόντιο πια–
ισχύουν πάντα οι παμπάλαιες απόψεις.
Ποτέ αγκαλιά. Αφήστε τους να σκάσουνε στο κλάμα
μέχρι να τους κοπεί η ανάσα
δυναμώνουν έτσι τα αποσιωπητικά τους.
Ας κλαίνε οι μεγάλοι. Δεν έχει αγκαλιά.
Γεμίστε μοναχά το μπιμπερό τους
με άγλυκην υπόσχεση –δεν κάνει να παχαίνουν
οι στερήσεις– πως Θα ’ρθει μία και καλή
να τους επικοιμήσει λιπόσαρκα
η αγκαλιά της μάνας τους.
Βάλτε κοντά τους το μηχάνημα εκείνο
που καταγράφει τους θορύβους του μωρού
ώστε ν’ ακούτε από μακριά
αν είναι ρυθμικά μοναχική η αναπνοή τους.
Ποτέ μη γελαστείτε να τους πάρετε αγκαλιά.
Τυλίγονται άγρια
γύρω απ’ τον σπάνιο λαιμό αυτού του δώρου,
θα σας πνίξουν.

Τίποτα. Όταν σας ζητάνε αγκαλιά
μολών λαβέ μωρό μου, μολών λαβέ να απαντάτε.





ΣΑΝ ΝΑ ΔΙΑΛΕΞΕΣ


Παρασκευή είναι σήμερα θα πάω στη λαϊκή
να κάνω έναν περίπατο στ’ αποκεφαλισμένα περιβόλια
να δω την ευωδιά της ρίγανης
σκλάβα σε ματσάκια.

Πάω μεσημεράκι που πέφτουν οι τιμές των αξιώσεων
βρίσκεις το πράσινο εύκολο
σε φασολάκια κολοκύθια μολόχες και κρινάκια.
Ακούω εκεί τι θαρρετά εκφράζονται τα δέντρα
με την κομμένη γλώσσα των καρπών
ρήτορες σωροί τα πορτοκάλια και τα μήλα
και παίρνει να ροδίζει λίγη ανάρρωση
στις κιτρινιάρικες παρειές
μιας μέσα βουβαμάρας.

Σπάνια να ψωνίσω. Γιατί εκεί σου λένε διάλεξε.
Είναι ευκολία αυτή ή πρόβλημα; Διαλέγεις και μετά
πώς το σηκώνεις το βάρος το ασήκωτο
που έχει η εκλογή σου.
Ενώ εκείνο το έτυχε τι πούπουλο. Στην αρχή.
Γιατί μετά σε γονατίζουν οι συνέπειες.
Ασήκωτες κι αυτές. Κατά βάθος είναι σαν να διάλεξες.

Το πολύ ν’ αγοράσω λίγο χώμα. Όχι για λουλούδια.
Για εξοικείωση.
Εκεί δεν έχει διάλεξε. Εκεί με κλειστά τα μάτια.





ΠΡΟΤΟΜΗ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑΣ


Ι

Πόσοι θεοί χρειάστηκαν για ν’ αποτύχει ένας.

Εσύ φήμη μείνε εδώ στον ξακουστό Ερμή
να μαγνητίζεις βλέμματα − περίφερέ τα
στους όρθρινους μηρούς και το παφλάζον φύλο
δείξε τη χαλαρή αυταρέσκεια του χεριού
σαν να μαδάει η στάθμη της ανύψωσης
αλλά μακριά από τον φόβο πως θα πέσει
ανάσυρε τη σκίαση που σέρνεται μεταξωτή αναβολή
ανάμεσα στο γόνατο και την τεμπέλα κάμψη.

Εγώ συρρέω υμνητική
γι’ άλλο κεφάλι έφηβο διστακτικά ωραίο.
Σε σιδερένια ανάρτηση μπηγμένο
φαντάζει λάφυρο εξαίσιο που έφερε
ο αποχωρισμός απ’ το χαμένο κάπου σώμα.

Έχει το μάρμαρο το χρώμα της γαρδένιας
αρχή αρχή μόλις την κόψουν απ’ το άσπρο
όταν ακόμα δόλια την πλησιάζει το κιτρίνισμα φορώντας
το δήθεν αθώο προσωπείο μιας θαμπάδας
πριν να της δώσει μια και πλαφ βυθίζεται
σ’ αυτό το μαύρο πράμα πώς το λένε.

Με ωριμάζουν κι άλλο σε ακοίταχτη
τ’ ανεστραμμένα μάτια σβηστά
κι η αδρανής του στόματος ευχέρεια
με κλείνει ντροπαλή και ξαφνιασμένη
στην περασμένη αγκαλιά της ιστορίας των φιλιών.

Διαβάζω: Ίσως ανήκει στον Αντίνοο.
Ίσως; Είναι εδώ ο πασίγνωστος γλύπτης
της αναμονής
ο σκασιάρχης χρόνος
ο άσωτος υιός της αβεβαιότητας;

Γοητευτικός όσο κανένα ναι.
Φοράει το δήθεν αθώο προσωπείο μιας θαμπάδας
και τάζεται εραστής στις αρρωστιάρες πιθανότητες.
Ώσπου τους δίνει μια και πλαφ βυθίζονται
σ’ αυτό το μαύρο πράμα πώς το λένε.

Σμιλεύομαι αναμονή.
Μια κι είναι εδώ αυτός ο εραστής
υπάρχει καμιά αρρωστιάρα πιθανότητα να ’ρθεις;

Α, και να ’ρχόσουν έστω ώς τα μισά τού ίσως.
Ποιος ήρθε ποιος επέστρεψε ποτέ εξ ολοκλήρου.





ΚΑΤΩΤΕΡΑ ΤΑΞΙΣ


ΙΙΙ

Αηδόνια ξεναγούν την ακοή
στα ψηφιδωτά του Μάη αγριολούλουδα.

Το Ηραίον, Η εξέδρα του Ηρώδη, Το Πρυτανείον.
Δες τι προϊστορία κατατρόπωσε μια σταλιά παρόν.

Πολιτισμοί και τύμβοι της δυσαναλογίας
άνω κάτω μέσα στο μυαλό μου.
Ξεχνώ σε ποιο χαμό τους στρατοπέδευσαν
τόσες επιφανείς χρονολογίες
πότε ανακηρύχθηκε απώτερος σκοπός η εξουσία
συγχέω πάντα όσα έγιναν προ της υπάρξεώς μου
με το σαν να μην έγιναν. Μετά την ύπαρξή μας
να μου το θυμηθείς
ετούτη μου η σύγχυση θ’ αποδειχτεί προφήτης.

Κατανοώ ευκολότερα
τις διασκορπισμένες ολόγυρα πέτρες
όπως τις έφερε ανώνυμες στο φως η ανασκαφή
τμήματα κάποιας αρτιότητας που
άγνωστο σε τι κατώτερά της
στρώματα χώματος υπέπεσε.
Μου είναι οικείο το χαμένο νόημά τους.
Τις παρηγορώ επιγράφοντάς τες
όπως επιγράφουν οι κινήσεις των κλαδιών
αχνές τον σκόρπιο ανοιξιάτικο αέρα:

Απόσπασμα δραπέτη δούλου τάφου
ημιτελές επιτύμβιον αμούστακου θριάμβου
σκαλάκι εναρκτήριο μονώροφης εταίρας
περβάζι από παράθυρο που έλιαζε τη γλάστρα της
ενάρετη πλατύφυλλη εστία
και τούτη δω που κάθομαι
πεζοδρόμιο εντόμων και σκιερών εικασιών.

Αλήθεια πού να κείνται σκόρπιες
ανεπίγραφες οι δικές μου ήττες.
Πολεμώντας νικήθηκα ή διαβαίνοντας;


                                                                              Ολυμπία





MΟΝΟΚΛΙΝΟ ΣΥΜΠΤΩΜΑ


Απορούν κάθε φορά οι ξενοδόχοι
που ζητώ μονόκλινο δωμάτιο στην πρόσοψη.
Με κοιτάζουν σαν ν' απαιτώ θάνατο με θέα.

Έβαλα ενέχυρο τη θάλασσα
κι είπα να κάνω φέτος διακοπές σε βουνό
μη και ξορκίσουν τα θροΐσματα τους δάσους
εκείνο το δαιμονισμένο σύνδρομο επιστροφής
που κυριεύει αυτοστιγμεί κάθε διαφυγή μου.
Αν μ’ αγκαλιάσει σκέφτηκα ενός δέντρου
ο σάτυρος κορμός μπορεί και να ριζώσω.

Και στο βουνό τα ίδια.
Σαν να ’ταν σιδερένιο το δωμάτιο
κι ο καθαρός ανάλαφρος αέρας απέπνεε κλειδαριά.
Να ξεκλειδώσω πάλευα με τα ηρεμιστικά μου
αλλά εκείνα ήτανε πιο άρρωστα από μένα.
Τα ίδια που έγιναν στην Πύλο
η ίδια άτακτος φυγή πρόπερσι από τη Σύρο
στην Καλαμάτα πέρσι τρισχειρότερα
γεμάτο το τραίνο και θέλανε τα κλάματα
να πάμε πίσω στην Αθήνα με τα πόδια.
Τέτοια μανία καταδιώξεώς μου κυριεύει τους τόπους.

Να μου λείπει η απουσία σου;
Δεν έρχεται μαζί μου την αφήνω σπίτι.
Όρος ρητός τής αλλαγής να μην ακολουθήσει.

Άπληστο που είσαι Ανεξήγητο.
Τόση διαφάνεια καταπάτησες για τη διασφάλισή σου
κι έκανες θέρετρό σου τώρα
αυτό το ανεξήγητο σύμπτωμα εχθρικό μου.
Να επιστρέφω αμέσως. Με λεωφορείο ταξί
αν πετύχω κανένα φεγγάρι που επιστρέφει κι εκείνο
στην πιάτσα του αδειανό.

Ολέθρια συνήθεια. Όχι τίποτ’ άλλο
μα αν δεν μ’ αρέσει να δούμε πώς θα επιστρέψω
από τον κάτω κόσμο σου Ανεξήγητο.





Από τη συλλογή «H εφηβεία της λήθης» (1994).
Πηγή: «Κική Δημουλά - Ποιήματα», Ίκαρος, δ΄ έκδοση, 2002.

Στην εικόνα: Evelyn de Morgan, «Hope in a Prison of Despair» (1887).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2022

Θεοδώρα Βαγιώτη, "Αιμωδία"





Αιμωδία


Κι αν είσαι ολοζώντανος
με χέρια δάχτυλα
νεύρο κι αίμα
στην άλλη άκρη της αβυσσώδους
ποίησης των λίγων
δε θα μυρίσω ποτέ το χνώτο σου τη νύχτα
ούτε θα σ’ ακούσω να ξυπνάς
από κακό όνειρο
δε θα σε ταΐσω
/δε θα σε βάλω στο στήθος
δε θα σε παιδέψω στο κρεβάτι
ούτε θα περάσω τα χέρια μου
γύρω από τον λαιμό σου
δε θα σου ψιθυρίσω τ’ άλεκτα της ηδονής
τα αθυρόστομα πείσματα
δε θα χαθώ όπως χάνονται
οι αγάπες που σάλεψαν από τ’ άδοξα
ούτε θα γίνω απόκληρη
αναμνήσεων που μύριζαν κάποτε
καπνό κι απήγανο του κάμπου·
ήσυχα θα ζω
χωρίς τη μικρότερη υποψία
πώς θα ’ταν ο έρωτας για σένα



                                         Θεοδώρα Βαγιώτη




Πρώτη δημοσίευση
 
Στην εικόνα: Evelyn de Morgan, «Night and Sleep» (1878).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2022

Ολυμπία Σταύρου, "Βραχνή βροχή"





ΜΙΚΡΕΣ ΓΩΝΙΕΣ


Τραβάω τις άκρες της μέρας
να ενώσω το διαλυμένο μεσημέρι
εκείνο που ήρθες
περπατώντας πάνω στο χαμόγελό μου
έδωσες μια
με το μικρό σου δακτυλάκι
γκρέμισες όλα τα κρύσταλλα της ψυχής μου
κι άφησες μέσα μου
χιλιάδες μικρές γωνίες να με τρυπάνε





ΑΓΡΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ


Άφησες αμανάτι
το άσπρο σου πουκάμισο.
Το ’πλυνα δυο νερά
και μ’ άλλα δυο το ξέβγαλα·
να φύγει η μυρωδιά σου,
να σβήσουνε τα ίχνη σου,
να πάψει ο άγριος έρωτας
μέσα μου να αλυχτάει.





ΘΛΙΜΜΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ


Θλιμμένα κορίτσια
στις εννέα το βράδυ
δεν έχουν πού να πάνε
κρύβουν υποχωρήσεις
κάτω από το λαστιχάκι των μαλλιών τους
στους ώμους κουβαλάνε
μαύρα σακίδια με απογοητεύσεις
και τα χέρια τους
σε άδειες τσέπες φυλακίζουν.

Θλιμμένα κορίτσια
στις εννέα το βράδυ
η μέρα τους τελειώνει
χωρίς
ν’ αρχίσει η νύχτα τους.





Η ΦΥΣΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ


Άγουρο πρωί.
Ηλεκτροφόρες γραμμές
στάζουν σπουργίτια.





ΦΥΛΑΚΗ


Τις νύχτες ανάμεσα
απ’ τα κάγκελα
γλιστρούσανε τα παραμιλητά·
χαφιέδες των ονείρων.






Από τη συλλογή «Βραχνή βροχή», εκδόσεις Ζήτρος, 2021.

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2022

Γιώργος Σιώμος, "Απουσία"




Απουσία


I.


Οι άνθρωποι που βρίσκονται μακριά μας δεν υπάρχουν
παρά μόνον σαν αναμνήσεις μας παλιές
σαν θολές εικόνες σε κιτρινισμένες φωτογραφίες
σαν φωνές αλλοιωμένες σε πεταμένες κασέτες
Οι άνθρωποι που βρίσκονται μακριά μας
ξεθωριασμένα αποτυπώματα δακτύλων είναι
σε τζάμια εγκαταλειμμένων σπιτιών




II.

Σαν άνεμος ήρθες κι έφυγες
σαν αύρα φθινοπωρινή
δροσιά του πρωινού
Κούνα με κι άλλο κι άλλο
Με τα δυο χέρια πιο δυνατά
Και κατρακυλούσαν τα γέλια σου
γάργαρα νερά σε καταρράκτες
Λυπημένη στην καρυδιά η κούνια
περιμένει πότε θα ξανάρθεις




III.

Χάθηκες
Εντελώς ξαφνικά
Η μέρα ήταν ηλιόλουστη
Ούτ’ ένα σύννεφο στον ουρανό
Τα νερά των λιμνών έμοιαζαν με καθρέφτες
Τα ποτάμια κυλούσαν ήρεμα
Στις όχθες έβοσκαν βόδια του παλιού καιρού
Κι ένας αετός από ψηλά κατόπτευε τα πάντα
Τίποτα δεν προμήνυε χαλασμό
Κι όμως
Εσύ έφυγες
Χωρίς να πεις μια λέξη
Χωρίς κατηγορώ
Χωρίς ένα αντίο φίλε




IV.

Θα σε φιλήσω στις ρυτίδες
όταν πικρά χαμογελάς
και στις άκρες των ματιών
Κι ακόμα στο σημαδάκι στο αριστερό σου μάγουλο στων χειλιών σου την προέκταση
Χαίρομαι να σε βλέπω με τον ψηλό λαιμό
το ύφος το στοχαστικό και τα λίγο αχτένιστά σου τα μαλλιά
Καμιά δεν είναι ομορφότερη από σένα
Κι ας είσαι μια φωτογραφία στο οπισθόφυλλο του ΤΕΣΤ
του περασμένου Αυγούστου




V.

Βρέχει πάλι. Ομίχλη. Τα κυδώνια έπεσαν στον κήπο σου. Κι εσύ λείπεις. Τα κλαδιά που βγαίνουν έξω από τον φράχτη ρίχνουν τα κυδώνια τους στο δρόμο κι αυτά κατρακυλούν. Τα μήλα μαράθηκαν στα δέντρα και πέφτουν μαζί με τα φύλλα. Κι εσύ λείπεις.
Τα κεράσια την άνοιξη ερήμην σου ωρίμαζαν κι εσύ πάλι έλειπες. Πεινασμένες οι γάτες σου σε προσμένουν. Έλα. Γύρνα πίσω. Η αυλή σου γέμισε απουσία κι εγκατάλειψη. Μονάχα ένα φως τις νύχτες φέγγει στο σπίτι σου σαν καντήλι σε τάφο ανθρώπου που πέθανε νέος.
Σαράντα χρόνια δεν έλειψες ούτε ένα απόγευμα. Τι έγινε ξαφνικά και χάθηκες; Έλα. Το σπίτι δεν αντέχει άλλο τη μοναξιά. Έλα. Να ανθίσουν ξανά τα δέντρα μες στον χειμώνα.




Γιώργος Ν. Σιώμος




Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα: Winslow Homer, «Girl on a Swing» (1879).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2022

Περιοδικό Εμβόλιμον, τεύχος 93-94




Εμβόλιμον
τεύχος 93-94

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ


    5  Το γράμμα της σύνταξης
    7  ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ
    9  Κούλα Αδαλόγλου: Ο Πόρος, ο Ντύλαν Τόμας, ο καθρέφτης και η μαύρη
            πεταλούδα
  14  Ελίνα Αφεντάκη: La hora azul
  15  Φωτεινή Βασιλοπούλου: Οι πεταλούδες στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη
  24  Πέτρος Γκολίτσης: Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης. Ένας εξπρεπρεσιονιστής
            ποιητής
  36  Άννα Γρίβα: Ο αλλόκοτος κόσμος: Κρυφά νήματα της Σαχτουρικής γραφής
  39  Γιώργος Γώτης: Τα Εκτοπλάσματα ως συμπύκνωση τόπων και μύθων
  43  Ανθούλα Δανιήλ: Μίλτος Σαχτούρης, μύθοι και ιστορίες από τον Πόρο
  52  Γιώργος X. Θεοχάρης: Α. Καραντώνης - Ν. Βρεττάκος - Π. Χάρης - Τ. Σινόπουλος
            κρίνουν τον Μ. Σαχτούρη
  57  Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης: Μίλτος Σαχτούρης
  59  Αλεξία Καλογεροπούλου: Ο Σαχτούρης και ο Εμπειρίκος στον Πόρο
  61  Χριστίνα Καραντώνη: Η διαρκώς τραυματισμένη Άνοιξη του Μίλτου Σαχτούρη
  70  Κατερίνα Καριζώνη: ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ, Άγιος της ελληνικής ποίησης
  74  Κώστας Λιννός: Στην οδό Μίλτου Σαχτούρη
  75  Κλεοπάτρα Λυμπέρη: Μίλτος Σαχτούρης, ο σκοτεινός εικονολάτρης
  80  Γεωργία Μακρογιώργου: Λέξεις που ζωγραφίζουν
  85  Νεκταρία Μενδρινού: Εξορίζοντας τον ουρανό
  86  Κωνσταντίνος Β. Μπούρας: Σαχτούρειος εφιάλτης σε τόνους heavy-metal:
            κακούργα περιστέρια, σφαδάζοντα φεγγάρια και μεταλλικά θηρία. Ο Ιερώνυμος
            Μπος της Ποίησής μας
  94  Ασημίνα Ξηρογιάννη: Μία ποίηση της αλήθειας
  97  Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου: Η παιδική παντοδυναμία τού ποιητή
105  Παναγιώτης Ράμμης: Μίλτος Σαχτούρης, Ο γητευτής των ονείρων
106  Κώστας Θ. Ριζάκης: Κ’ η Αποκριά του;
107  Σωτήρης Σαράκης: Λίγα δάκρυα του Θεού
113  Λάμπρος Σκουζάκης: Ο Σαχτούρης στα μέρη μου και οι γυναίκες που βγάζουν τις
            κάλτσες τους
120  Γιάννης Δ. Στεφανάκις: Ο ποιητής το καράβι και ο ήλιος
121  Μαρία Τσαγκαράκη: Μίλτος Σαχτούρης: Το Ψωμί
129  Ελένη Γαλάνη: Ευριδίκη - Τρεις εκδοχές
133  Νίκος Σιδέρης: Κοιμητήριο πάνω απ' τη θάλασσα
135  Σπύρος Λαζαρίδης: Οι αμφίθυμες λέξεις
136  Μαρίκα Συμεωνίδου: Φροντίζω
138  Ε. Ρ.: Βραδιά εκποίησης
142  Αναστασία Πυργιώτου: Υψιπετής
144  Καλλιόπη Παπαλεωνίδα: Πικάπ
146  Άντζελα Γεωργοτά: Ο πνιγμός
147  Στέλλα Δούμου: Λευκή κορδέλα
148  Λουκάς Δ. Παπαδάκης: Δαυίδ Μπάκας (+ 4 Φλεβάρη)
149  Αλέξιος Μάινας: Καλοκαίρι στα λόγια
153  Ελένη Σιγαλού: Τα χαϊκού της λίμνης
157  Πέρασμα στο Προσκήνιο: Νεκταρία Μενδρινού - Φωτεινή Βασιλοπούλου
163  ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΙΧΑΣ
165  Σταύρος Μίχας: Μετέωρη εξάδα αιχμών
167  Ευσταθία Δήμου: Θηρευτής εκτός ορίων
169  Γιώργος X. Θεοχάρης: Σημειώσεις στη συλλογή Η ενδοχώρα της άλλης νύχτας
            του Σταύρου Μίχα
170  Δημήτρης I. Καραμβάλης: Η ποίηση του Σταύρου Δήμα
175  Κώστας Α. Κρεμμύδας: Σε ένα μεθύσι του παλιού καιρού μέσα από αέρινες στοές
178  Κωνσταντίνος Β. Μπούρας: Σταύρος Μίχας, φωτόρροια συμπαντική, διδακτικού
            τύπου
181  Κατερίνα Παναγιωτοπούλου: Σταύρος Μίχας, ένας ευαίσθητος ποιητής
187  Δημήτρης Παπακωνσταντίνου: «Συμπαντική συνειδητότητα»
193  Κώστας Θ. Ριζάκης: Με πλοηγό τον χρόνο
194  Ολυμπία Τσικαρδάνη: «Τα ηφαίστεια της γραφής»
205  Μαρία Δαλαμήτρου: Ποτέ μαζί επειδή μαζί για πάντα
210  Σοφία Τριανταφυλλίδου: Η ελαφίνα
211  Ανδρέας Φουσκαρίνης: Η εξαδέλφη μου η Λουκία
215  Νίκη Μπλούτη: «Σαν σήμερα»
219  Φοίβος Ι. Πιομπίνος: Δύο διηγήματα του Joseph Kessel
222  Ζοζέφ Κεσέλ: Ο Σταυρός
230  Ζοζέφ Κεσέλ: Ο νόμος των βουνών
234  Χαρούλα Χατζημιχαήλ: «Η διακειμενικότητα και το κωμικό στοιχείο στα : "Ο κατά
            φαντασίαν ασθενής" του Μολιέρου και "Βαβυλωνία" του Δ. Κ. Βυζαντίου και τις
            αναπαραστάσεις τους στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τέχνη γενικότερα»
254  Χριστίνα Καραντώνη: Σε δευτερόλεπτα προστρέχοντας ζωντανών στιγμών
289  Βιβλίων Επίσκεψις


Ζωγραφική: Αλέξανδρος Ίσαρης
Σχέδιο στο εξώφυλλο: Γιάννης Δ. Στεφανάκις



Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2022

Ελίνα Αφεντάκη, "Πολυμορφικά"





Πολυμορφικά


Ξυπνάς μέσα στη νύχτα με αναφιλητά και σκαρφαλώνεις πάνω μου.
Τί είναι, σου λέω...
Όνειρο;
Πονάς;

Ήμουν στο πατρικό, στον κήπο, λες
χάζευα τα μυρμήγκια, μάζευα κλαδάκια και τους έφτιαχνα περάσματα...  πόλη
        ολόκληρη.
Ήρθε η μάνα,
στάθηκε από πάνω μου,
κρατούσε μια κανάτα νερό και καθώς την έχυνε έλεγε:
"Ώρα να μεγαλώσεις".

Στερεώνω τα μαξιλάρια και ανακάθομαι έτοιμη να παρηγορήσω δύο μέτρα σώμα.

Από ερωτική παλαίστρα σε βρεφικό λίκνο.
Έτσι  είναι τα πολυμορφικά στρώματα…



                                                                                         Ελίνα Αφεντάκη


Πρώτη δημοσίευση


Η Ελίνα Αφεντάκη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Έργα της: "Σιγά, η θεία Λένα κοιμάται" (νουβέλα) εκδόσεις Τσουκάτου, "Παγοθραυστικό" (ποιητική συλλογή) εκδόσεις Θράκα, ενώ επίκειται η έκδοση μιας δεύτερης ποιητικής συλλογής. 
Στίχοι της έχουν μελοποιηθεί από τους Γιώργο Ανδρέου, Άκη Περδίκη και Σπύρο Σούκη.



Στην εικόνα: Henri de Toulouse-Lautrec, «Le Lit» (1893).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2022

Έφυγε από τη ζωή ο Δημήτρης Ιορδ. Καρασάββας





Έφυγε σήμερα από τη ζωή, σε ηλικία 66 ετών, ο Βεροιώτης δημοσιογράφος, ποιητής και συγγραφέας Δημήτρης Ιορδ. Καρασάββας. Ο εκλιπών υπήρξε εκδότης - διευθυντής της δεκαπενθήμερης αστικής εφημερίδας της Βέροιας «Οι Καιροί» (1993 - 2012), ενώ είχε εργαστεί και σε τοπικές εφημερίδες και το ραδιόφωνο. Ήταν απόφοιτος του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου της Σχολής «Σπουδές στον Ελληνικό Πολιτισμό». Εξέδωσε πέντε ποιητικές συλλογές: «Νύχτες στη Βενετία» (τα τραμάκια, 1997), «Ναυτικόν Φυλλάδιον» (τα τραμάκια, 1998), «Σπονδές» (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2001), «Τα φεγγάρια του Αυγούστου» (Η ΣΥΝ(+)είδηση, 2006), «Βιογραφία» (Ενδυμίων, 2014). Υπήρξε μέλος της Εφορείας της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Βέροιας (2003 - 2008).

Καλό ταξίδι Δημήτρη

Θα σε θυμόμαστε πάντα.



Κώστας Θ. Ριζάκης, "ανέκδοτα δύο"





μαγδαλυμένης


δεν καπριτσώνεις και ως χειμών νά στο
λευκόν πέφτεις χιαστί στρώνεται ευ-
νοίας χωρικά το στέγαστρον χιονάκι·
σε χήνας βήμα κρεουργούν μποτάκια
κραπ το νέον κραπ ή εδάφη τεμαχίζουν·
μεστώνεις ρουζ διαφυγής χειλεόφωνος κι ά-

ρτι πεινούσα στην αυγήν περιπεσούσα κόρη





στο πλην τού καθόλου


στο σταυροδρόμι και οι σειρήνες δύο ή τρεις μαν-
ιωδώς ν’ αφρίζουνε ζωή εχ ζωήν σε λόγου μας/
σας κόκκινον με θαλασσωμένον ένα μπλου
σ’ εκ νέου φλογοερέθισμα ‒δε θες φρικτότερος
να είν’ η κόλασις προτείνατε οι εξ οροφής στο
φίνο χώμα χάμου‒ κι ω τι συγκρουσιακή και η σύ-
γκρισις φρενάρουν οι συνήθειες πες όπως σκάζεις
σασπένς μισό λεπτόν δεν πέθαινα δεν είδα εδώ
 
νεκρούς· συλλαβιστά φιδόσυρα το πλεύρισμα στην
                                                                               νύκτα ‒



                                                          Κώστας Θ. Ριζάκης




Ο ποιητής Κώστας Θ. Ριζάκης (Λαμία, 1960) έχει εκδώσει δέκα συλλογές, μία συγκεντρωτική (των εξ πρώτων ‒ γ΄ επαν. Κουκκίδα 2020). Διηύθυνε ή και συνδιηύθυνε εξ έως τώρα (σε οκτώ εν συνόλω περιόδους) λογοτεχνικά περιοδικά. Επίσης, επιμελήθηκε περί τα 170 βιβλία (ιδία ποιητικά), αρκετά αφιερώματα σε έντυπα άλλων, καθώς και τιμητικούς τόμους σε μορφές (Κ. Ε. Τσιρόπουλο, Γ. Πέγκλη, Μ. Μέσκο, Ο. Αλεξάκη, Σ. Σαράκη, Ζ. Σαμαρά, Β. Π. Καραγιάννη, Γ. Χ. Θεοχάρη, Δ. Αγγελή ‒ τα τελευταία δύο υπό έκδοσιν) τής λογοτεχνίας μας. Ενασχολείται δε και συνεχίζει, με τη σύγχρονη γυναικεία γραφή (Ζ. Δαράκη, Λ. Παππά, Μ. Καραγιάννη, Κ. Κούσουλα, Χ. Κουτσουμπέλη, Έ. Λάγκε, Έ. Κορνέτη, Ν. Κεσμέτη, Κ. Ρουκ, Μ. Κουγιουμτζή, Α. Μπακονίκα, Ά. Γρίβα, Δ. Δημητριάδου, Ν. Χαλκιαδάκη). Πρόσεξε πολύ όσους νεώτερους άξιους, ιδρύων σχετικήν (με την Μ. Ζαγκλαρά) σειρά. Τελευταία του συλλογή (με τον Γ. Δελιόπουλο) η, κατά ανεφίκτου γλυφές, 1 ‒ ΑΩ 2021. Έχουν γραφεί και εκδοθεί πολυάριθμα μελετήματα για το ποιητικό του έργο.




Πρώτη δημοσίευση


Στην εικόνα: El Greco, «Penitent Magdalen».
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.