Βάρδια έκτη
Portrait of a Man
A la Comtesse Ariane de Jacquelin Dulphe
Δε βλέπεις παραπέρα από ένα μέτρο, από μισό, λιγότερο, τίποτα, περισσότερο κι από τίποτα. Το ’χει από νωρίς κατεβάσει. Το πούσι έχει τη δική του μυρωδιά, όπως η καταιγίδα, ο τυφώνας, η τρικυμία του κάθε καιρού. Πώς μυρίζει! Γιομίζει τα ρουθούνια μου μα δεν μπορώ να σου πω… Ιουδήθ! Είσαι δέκα χιλιάδες μίλια μακριά απ’ το Gomel και πέντε από μένα. Ανασαίνεις τον ιδρώτα του Τάσμαν. Είμαι σίγουρος πως έχεις λησμονήσει κείνη τη νύχτα, πάνω στο κατάστρωμα του “Cyrenia”, δίπλα στο φανάρι του Μινικόι. Φορούσες τη νύχτα. Το πορφυρό φόρεμα σου σερνόταν κουρέλι στα πόδια σου, τα λιανά σου πόδια με τα πέδιλα των Φοινίκων. Το κλώτσησες και χάθηκε στο πράσινο κρουζέτο, πίσω από τη βάρκα. Σαλεύει μονάχα του ματιού σου το πράσινο.
– Φόρεσε το ρούχο σου.
Σκεπάσου. Παρακαλώ σε φόρεσέ το.
– Το παίρνει ο μουσώνας.
Δε βλέπεις;
– Είσαι σα γυμνή λεπίδα
κινέζικη.
Ιουδήθ!… Όλα τα πράγματα έχουνε τη δική τους μυρωδιά. Οι άνθρωποι δεν έχουν. Την κλέβουν από τα πράγματα. Τα κόκκινα μαλλιά σου μυρίζουν σαν το αμπάρι της Πίντα, όταν γύριζε από το πρώτο ταξίδι. Στενοί δρόμοι του Γκέττο…Streets are not safe at night. Avoid all saloons. Chagall: ο Αρχιραβίνος.
– Ατζαμή! Φίλησέ με.
– Μιαν άλλη φορά. Όταν
ξανάβρω τη γεύση μου.
– Την έχασες; Πού;
– Στο Barbados… Στην άμμο.
Την ξέχασα στα χείλια μιας μαύρης.
– Καλά. Δάγκασέ με μονάχα.
Να πονέσω.
– Δεν έχω δόντια. Τ’ άφησα
σ’ ένα μάγκος άγουρο, εδώ πέρα, αντίκρυ στο Cochin.
– Χάιδεψε.
– Ιουδήθ… Με τι χέρια… έχασα την αφή μου πάνω στο ξεβαμμένο μεταξωτό μιας πολυθρόνας, σ’ ένα σπίτι
στο Ικίκι… Εκεί ανάμεσα… Μαζί κι ένα ζαφείρι… ένα μεγάλο ζαφείρι.
– Τότε κοίταξέ με στα
μάτια. Γιατί τα κρατάς καρφωμένα χάμω; Κοίταξέ με λοιπόν.
– Δεν είναι τα δικά μου.
Εκείνα τα φορά ένας γέρος ζητιάνος στο Βόλο. Τ’ αλλάξαμε.
– Κοίταξέ με με τα δικά
του.
– Ήταν τυφλός. Τον
βαστούσε ένα κορίτσι από το χέρι.
– Άσε με να σε βαστάξω κι
εγώ από το χέρι.
– Ναι.
– Πάμε. Κρυώνω.
– Στάσου να σου πω ένα
παραμύθι.
– Δε θέλω. Πάμε.
– Κάνει ζέστη μέσα. Ο
ανεμιστήρας έχει χαλάσει. Βρωμάει σα φαρμακείο. Είναι κάτι λερωμένα σεντόνια.
Μια βρώμικη λεκάνη. Ένας σκορπιός που τρέχει στους τοίχους. Φοβάμαι…
– Το σκορπιό;
– Εσένα.
– Πάμε σου λέω.
– Κάνε πέρα τα χέρια σου.
Πες κάτι ακόμα.
[…]
«Λατρεύω τους γλάρους —
µου ’πε κάποτε ένα ωραίο κορίτσι.
— Περήφανα πουλιά.»
Τι λες, μωρή … Στεριανά σαν
και σένα. Τραβούν ανοιχτά για να φάνε. Μόλις νιώσουνε καταιγίδα, κουρνιάζουνε στα
λιμάνια. Παίζει το δελφίνι µε τις πλώρες. Τότε, σαλτάρουνε πολλοί μαζί, χυμάνε
και του βγάνουν τα µάτια, το κομματιάζουνε και το τρώνε… Πουλιά του προλιμένα.
Ξέρω κάτι πετούμενα ίσα µε το μικρό σου δάχτυλο, που τα βλέπεις στον ωκεανό και δεν καταδέχονται να
ξεκουραστούν στο κατάρτι. Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο
επικίνδυνο, το ’καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγμα στην Ομόνοια. Έχω ξεράσει
πάνω στο Λίβανο, όπως οι στεριανοί σε μελτέμι. Μας λυπάστε γιατί δεν έχουμε
σπίτι, γιατί περπατάμε µ’ ανοιχτά πόδια, γιατί φοράμε τσαλακωμένα πουκάμισα κι ασιδέρωτα
ρούχα στο πόρτο. Εγώ σας χαίρομαι. Σίγουρο κρεβάτι, ήρεμος ύπνος. Καφέ στο κομοδίνο
κι εφημερίδες. Εκδρομή το Σαββατοκύριακο µε κεφτέδες. Όμως δεν αλλάζω τη
δουλειά µου µε τη δική σας, ούτε για μια μέρα.
«Πέστε µας κάτι από τα
ταξίδια σας…» Πόσες φορές το ’χω ακούσει… Μα γιατί; Για να σπρώχνει ο ένας τον
άλλο µέ τον αγκώνα και να γελάτε ;
Σφυρίζει ο γραμματικός.
Ναύτης καλός. Κοιτάζει μπροστά, πάντα μπροστά. ∆ε σε βλέπει στα µάτια. Σε
ρωτάει κάτι και προσέχει τη θάλασσα. « ∆ε µου λες» µε ρωτά προχτές ξαφνικά. «Που
’ναι θαμμένος ο πατέρας σου; … »
— Ξέρω ’γώ ! Ταξίδευα τότε
που πέθανε.
[…]
Βοή της σφυρίχτρας, ομίχλη, ζέστη, κούραση, ανακατώνονται.
Γδύσου. Θα σου δώσω για φόρεμα το πούσι… Θα πιω άλλο ένα, για χάρη της θάλασσας… Για χάρη της γοργόνας πο ’χω στο μπράτσο µου. Που σαλτάρει στη θάλασσα κάθε νύχτα και με κερατώνει με τον Ποσειδώνα. Γυρίζει το πρωί που κοιμάμαι, γιομάτη φύκια και τσουκνίδες της θάλασσας. Όταν πιάνουμε στεριά για καιρό, μαραζώνει και χάνει τα χρώματά της… Ένα σπιτάκι στην εξοχή. Να κοιμάσαι μια βραδιά στα δυο χρόνια. Δίχως γυναίκα στο πλάι σου. Το πρωί να σαλπάρεις… Πάλι το ντάκα ντούκου της μηχανής, η μυρωδιά της λάντζας, ή βαπορίλα, ο μάγερας που κόβει τα νύχια του με το μαχαίρι της κουζίνας. Βάρδια γιερνέ, γιατάκι με κοριούς, επισκευές, μυρωδιά της μοράβιας, πίσσα βρασμένη, απόπατοι δεξαμενής, νερό θολό στο μπουγέλο. Νερό µε τρίχες από λιοντάρια, ποταμίσιο, μαγαρισμένο από κροκόδειλους, βρομόλογα στο τραπέζι, τσικνισμένο ρυζόγαλο, βλαστήμια για καλημέρα, αρρώστια της λαμαρίνας. Σκάτζα βάρδια με τράβηγμα από το χοντρό δάχτυλο του ποδιού. Βίρα. Φούντο. Σταυροδρόμι…
[…]
Πού να ’χεις ξεχάσει, πάνω σε ποιο κομοδίνο, το φυλαχτό που σου κάρφωσε η μάνα σου στη φανέλα, κείνο το πρωινό που ’φευγες για πρώτη φορά… Υπάρχουνε δέντρα, κήποι, βουνά. Γλυκά τρεχούμενα νερά, πολυτρίχια, κρεβάτια που δεν κουνιούνται, γυναίκες που δε βάφονται, άντρες που δε βλαστημούνε. Ασπροβαμμένες κάμαρες στην εξοχή, δίχως περτσίνια και σταύρωσες στο ταβάνι. Ν’ αλαργέψεις για λίγο από τούτα τα πράματα που συνήθισες να τα ψάχνεις τη νύχτα προτού κοιμηθείς, να τ’ αγγίζεις, να τα μυρίζεσαι, να τα βλέπεις που κουνιούνται, ώσπου να κλείσεις τα µάτια σου.
«Beatrice d’Este»... Συλλογίζομαι την πρώτη σου νύχτα, σα βρέθηκες μονάχη µ’ εκείνον τον σιδερόφραχτο που ’χε γυρίσει από μάχη, που βρωμούσε άλογα, κρασί και πόλεμο. Πώς μπορούνε τα κορίτσια που παντρεύονται, να κοιμούνται για πρώτη φορά µ’ έναν άντρα που δεν τον γνωρίζουν, που δεν έχουν μυρίσει τα χνώτα του; …
[...]
Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα «Βάρδια», εκδ. Άγρα (1990).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου