Μέσα στην πέτρα είναι ένα πουλί
όχι η φωνή του
που ακούγεται μες στα κλαδιά
μα το πουλί που βγαίνει χρωματίζοντας τον ουρανό.
Οι άλλες γυναίκες άξαφνα γεννούσαν σύννεφα
σε σχήματα κενταύρων.
Αυτός ο κένταυρος κρατάει την πέτρα με το χέρι του
με τ’ άλλο αδράχνει τη γυναίκα απ’ τα μαλλιά
γυμνά και μαύρα όπως ο ύπνος.
Το αισθάνομαι την ώρα που ονειρεύομαι
να βγαίνεις από τα νερά του ποταμιού
και το πουλί στα δροσερά σου γόνατα
όχι η φωνή του
μα το τρελό πουλί που υπάρχει πάντοτε στα ποιήματα.
Τα χέρια μου σε ζώνουν από την οσφύ
μα χάνεσαι ψηλά στον ουρανό
που ζωγραφίζει το πουλί
γυρίζεις κι αναπαύεσαι
με το ποδάρι λάμποντας πάνω στην πέτρα.
κι απ’ τη φωνή του
που ακούγεται μες στα κλαδιά βγαίνεις εσύ.
Φεύγεις και λάμπεις κάτω από τον ουρανό.
Το αισθάνομαι όπως ονειρεύομαι
ν’ αδράχνω με το χέρι μου σφιχτά
και μαύρα τα μαλλιά σου.
κι ο κένταυρος
κι ο ύπνος.
*Το ποίημα αυτό γράφτηκε με συνεργασία του ποιητή Γιώργη Παυλόπουλου έπειτα από μια επίσκεψη στην αρχαία Ολυμπία.
με τόση δύναμη την άμμο ήτανε της Μαρίας.
Δεν ξέρω ωστόσο αν η καρέκλα κάτω από το φως
υπάρχει στη δική μου μνήμη ή στη δική σας.
Απ’ τον εξώστη βλέπαμε μαζί τη θάλασσα.
Άδεια τα σπίτια από ψυχές.
Η άνοιξη ήταν έρημη.
Ακόμα βλέπαμε και τη Μαρία
άσπρη με την ομπρέλα της για να σκεπάζει τη γυμνότητα
23 χρόνια.
το γράφω τώρα που είστε εδώ κοιτάζοντας
απ’ το παράθυρο τον ήλιο. Ανήκει στη Μαρία.
Δεν έχει σημασία αν σεις πρώτος μιλήσατε
σ’ αυτό το πρόσωπο μετά από τη σιωπή
και κατεβήκατε τη σκάλα ανήσυχος.
Η εικόνα δεν αλλάζει.
Απ’ τον εξώστη βλέπαμε μαζί τη θάλασσα.
Εγώ κι εσείς εδώ. Πιο πέρα ήταν το χέρι που έσφιγγε
με τόση δύναμη την άμμο – αυτό
που φως ονόμασα.
δεν είναι όπως νομίζετε της άνοιξης
μα της ψυχής που τώρα ντύνει τη γυμνή Μαρία.
να ξεκαρφώσω απ’ την κορνίζα του το παρελθόν
να ξεχωρίσω
τον κλέφτη απ’ το σακάτη απ’ το φονιά
απ’ τον ανύποπτο που η σκιά του προχωρεί
μέσα στο βράδυ;
Ποια ήσουν εσύ πώς έφτασες
με τι φτερά σ’ αυτόν τον κόσμο τον ανάστατο;
Πιο λαμπερή πιο αγέρινη παντού
πιο σκοτεινή παντού πιο κόκκινη
μια πολιτεία φριχτή και κατακόκκινη
σε κάθε σταυροδρόμι κι ένας σκοτωμένος
σε κάθε πόρτα κι ένα δάκρυ
και πόσο χιόνι
χιόνια χαμένα στην αθωότητα
κι ούτε φωνή
ως τα βουνά
ούτε ένα φως
κανένα φως
το παράθυρο κλειστό και πίσω από το πρόσωπο
το σκούρο δέντρο το καμένο βαλς.
τόσο γυμνή που σε κοιτάζουν όλοι.
Βασανίζεις τα καθίσματα σα να βασανίζεις τον ένοχο.
Σου λέω να πνίξεις μέσα σου αυτά τα άγρια πουλιά
μα εσύ τα λευτερώνεις.
Γίνεσαι μαύρη από τη λύπη σου
κι έρχεσαι εδώ.
Από καιρό έρχεσαι και ξανάρχεσαι.
Τα γόνατά σου αστράφτουν μέσα στην αίθουσα.
Σου πλένω με τα δάκρυά μου τα χέρια και τις μασχάλες.
Σου πλένω τα πόδια ως τα βουνά.
Σου χαρίζω την πιο ζεστή μου φωνή για να ντυθείς.
Μα εσύ φεύγεις
όπως ήρθες
γυμνή
για να υπάρχει πάντα ένα ποίημα
να λέει
για σένα.
Πηγή: «Τάκης Σινόπουλος, Συλλογή Ι [1951-1964]», εκδ. Ερμής, β΄ ανατύπωση, 1990.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου