Quid aurora faciet ?
Ή
Το κομμένο αφτί
τού
Βαν Γκοχ
Pseudo-Blues
[ prose song "written on a toilet roll" ]
Θα
μπορούσες να το βρεις
Κάποια
νύχτα κραιπάλης και μέθης
Μέχρι
τα χαράματα• να το βρεις
Ίσως
κάτω από το κρεβάτι σου
Ν'
αφουγκράζεται μυστικά
Όταν
σ' έφτυσε η λεγάμενη
Η
1 & 80 παράλια θεότητα
Ίδια
στη φωνή και ολόιδια στα μάτια
Η
Λωρήν Μπακόλ
Λιμασμένη
όμως να γαμηθεί
Μετά
από έναν σκασμό
Σφηνάκια
κερασμένα και χάχανα• ή
Να
το ψάχνεις επίμονα
Ανάμεσα
στα τσαλακωμένα
Σεντόνια
και το μαξιλάρι
Δίπλα
στο γράμμα
Εγκατάλειψης
και συνεχόμενων αποχαιρετισμών
Που
θυμάσαι ότι τέλειωνε
Κάπως
έτσι "μικρό μου ψάρι
Μην
ξαναβγείς από τη γυάλα"• μπορεί
Και
σε μια
Μισοτελειωμένη
σχεδία όπως αυτή
Που
θα διαβάσουν οι ειδήμονες των μεγαπόλεων
Και
οι poetae laureati τού μεγάλου κάμπου
Μονολογώντας
"Εντάξει
τέτοια σου γράφω εγώ όσα θέλεις
Χωρίς
να πιω ούτε σταγόνα
Jameson
Black" •
Αλλά
προπάντων
Να
σ'τό
δώσουν
στο πιάτο
Σ'
εκείνη τη μισοσκότεινη
Υψηλάντη
& Ιερού Λόχου γωνία
Μόλις
σε στρίμωξαν άγρια
Με
την πλάτη στον τοίχο
Κάτι
καλόπαιδα
Ζητάδες
και Ζήτουλες
Βάζοντας
μπροστά
Να
μουγκανίζει η αγελάδα
Πάνω
σε χάρβαλα Suzuki
Για
να σε ψαρώσουν• ο ένας
Με
γένια εβδομάδων στο χαραγμένο του πρόσωπο
Και
ο άλλος με δύο τρία κομποσχοίνια στο χέρι•
Και
γύρευαν
Για
μερικά λεπτά τής ώρας
Να
σκαρφιστούν τί να σου χώσουν
Στο
δελτίο περιγραφής συμβάντος
Ωστόσο
Δε
βρήκαν τίποτα και στράβωσαν• τότε λοιπόν
Το
γλύτωσες το μουσικό αφτί σου• όχι όμως
Σήμερα
και όχι απόψε
Ημέρα
Σάββατο και 8 τού Μάη
Μιας
Άνοιξης που καλά καλά δεν είδες να φτάνει
Τού
δύο χιλιάδες είκοσι τόσο
Και
οι απέναντι τυρόβλαχοι
Σκυλιά
καρφιά και χαμαντράκια
Θυμήθηκαν
τα παλιά τους γενέθλια στο κωλάδικο
Κάνοντας
ν' αλυχτούν
Στη
διαπασών τα σκυλοτράγουδα• κι ακόμη
Να
ξημερώσει
Κι
ακόμη να δείξουν έλεος οι θεοί• quid
Aurora faciet ? •
◇
TENDER
VIII
- Αφού το βλέπεις - ή
μήπως δεν
Ότι
το στέκι δε σε σηκώνει πια...
Τού
έλεγε ορθά κοφτά ο μπάρμαν
Κοιτώντας
τον λοξά σα νά 'χε πρόθεση
Να
τον μαχαιρώσει για τα χρωστούμενα
Τα
δανεικά κι αγύριστα
Ίσως
ακόμη και για τα ποτά
Που
οι άλλοι - θαμώνες παλιοί
Στα
σωληνάδικα - τον κερνούσαν τα βράδια•
Έμενε
σε μια καλύβα δίχως φως
Και
περπατούσε
Μέχρι
να δει καπνόν αναθρώσκοντα
Και
φώναζε στο πάσο
Πως
ήταν χρόνια στα καράβια
Καιρούς
και καιρούς που θαλασσοπνιγόταν
-Τα
κόλλυβα στο ζωνάρι-
Όταν
κάμποσοι βολεμένοι το φυσούσαν• μισή ζωή
Και
άλλη τόση
(Αφήνοντας
στην άκρη τα κορίτσια σε κάθε λιμάνι
Στις
σκάλες τού έρωτα)
Θα
πρέπει να ήταν μόνος του
Όπως
και τώρα
Που
λιώνει
Δυο
οργιές κάτω απ' τό χώμα •
Ρογήρος Δέξτερ
Πρώτη δημοσίευση
Στην εικόνα: Vincent van Gogh, «Self-Portrait With a Bandaged Ear» (1889).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου