Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2021

Ζωή Σαμαρά, "Και είναι πολύ μακριά η Δύση"



Καιρός να γράψω


Καιρός να γράψω
Αρκετά ζύμωσα
αρκετά περπάτησα
Και το ψωμί μένει ακόμη στο ντουλάπι
κι ο κόσμος είναι ακόμη στρογγυλός
Χάραξα τη ζύμη         χάραξα το δρόμο
Κανείς δεν χόρτασε         κανείς δεν άλλαξε
Νερό δεν έτρεξε στα αυλάκια
Η αβροχία φύσηξε        εδώ
ή και παντού          Ποιος ξέρει

Καιρός να γράψω





Τα τρία Α


Την εποχή των πρώτων μύθων
με ανθρωποθυσίες χόρταιναν οι θεοί

Και σήμερα;

Α!
Σήμερα
όλοι γινήκαμε θεοί
θυσιάζουμε τον Άλλο
              τον άλλο εαυτό μας

Μα δεν χορταίνουμε

Όλοι γινήκαμε θεοί
               ή σφάγια

Δεν έμεινε στη Γη
ούτε
ένας
Άνθρωπος;






                        Ο δρόμος που πήραμε οδηγεί στη θάλασσα
                        Κι η θάλασσα γεμίζει τα κοχύλια της
                        με τα δικά μας όνειρα

   Να γράφεις ό,τι δεν έχει γραφτεί ποτέ, να γράφεις ό,τι γράφεται από την αρχή του Χρόνου. Ιερογλυφικά, γράμματα, λέξεις ταξιδεύουν από το όνειρο στη σκέψη, από τη σκέψη στο χαρτί.
    «Γράφω». Η λήθη ξυπνά την αλήθεια. Το α στερητικό θεριεύει, γίνεται α θαυμαστικό, άλφα σ’ έναν κόσμο θαυμαστό, με το ωμέγα ν’ αντιφεγγίζει το φεγγάρι.
Και συνεχίζεις…

    Ή μήπως επιστρέφεις…






                        Περπατώ σε χώρους που με αγνοούν

Να είσαι μια παρένθεση
στων άλλων τη ζωή
Να είσαι μια αγκύλη στην
παρένθεση
της νιότης σου
Κι ενώ εσύ φυλακίζεσαι
μέσα στις αγκύλες
η Λερναία Ύδρα καραδοκεί
οι παρενθέσεις πολλαπλασιάζονται






                        Η όαση είναι δώρο της ερήμου
                        κι η ποίηση είναι κόρη της σιωπής

Οι πλαγιές ταξιδεύουν στα βάθη του λόγου
ξεκινούν για το άπειρο της σιωπής
αγκαλιάζουν στις λέξεις τα σημάδια του πόνου
ξεδιπλώνουν τα χρώματα της αστραπής

Ανεβαίνει κι ο χρόνος ταξιδεύει μαζί της
Ξαποσταίνει στο λόφο καρτερεί στις πλαγιές
μια πικρή μελωδία αντηχεί στη φωνή της
να μπορούσε να μη μεγαλώσει ποτέ

Θα ’ρθει καιρός να τα ξεχάσει

Θα ’ρθει καιρός να θυμηθεί

σταγόνα ο χρονος
στάσιμος στην άκρη του πελάγου
Νερό
από πηγές υφάλμυρες
Πόσο θα ήθελε
να κυνηγούσε πάλι χαμομήλια
να φαινόταν ανέμελη
στης πλαγιάς το ρυθμό





Αγέλαστος πέτρα


Πάνω σου κάθισε η γερόντισσα
όταν τον ουρανό είχε διασχίσει
κι είχε διαβεί ολόκληρη την πλάση
Μέρες εννέα κι άλλες τόσες νύχτες
ταξίδευε
Δέχτηκες τότε την καρδιά της στη δική σου
θέλησες να της δώσεις την ύλη σου
μα δεν μπόρεσες να δαμάσεις τη θεά

Πώς έγινες γερόντισσα
τη ρώτησες
Δεν είναι μεταμόρφωση
σου απάντησε η θεά
Η μάνα Γη γερνάει
όταν χαθεί
η Κόρη





Αστέρι στην Άκρη της Αιωνιότητας

(21-11-1991)

Στη γιορτούλα σου φέτος δεν μπόρεσα να ’ρθω
με κράτησαν
μακριά
υποχρεώσεις
γήινες
αταίριαστες με την καινούργια μου ιδιότητα
της Ραχήλ που ψάχνει να βρει το παιδί της
 
Ήμασταν όμως εκεί     κι Εσύ     το ξέρεις
Μπήκαμε στην αυλή σου
γονατίσαμε ευλαβικά
0 αδελφός σου έσπειρε γύρω του
μαργαριτάρια
να βρουν τροφή αθάνατη
οι καρδερίνες
κι εγώ είπα ν’ αφήσω μια στάλα ζωή
για τα λιθάρια της εξώπορτάς σου
Μα δεν μου είχε απομείνει




Από τη συλλογή «Και είναι πολύ μακριά η Δύση», εκδ. Γκοβόστη 2012.

Πηγή: «Ζωή Σαμαρά, Εν ξένη γη», Ρώμη 2019.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου