μακρινή μουσική, ήχοι ενός άλλου κόσμου,
ω εσύ, αθόρυβη, ανοιχτή πάντοτε πληγή
γι’ αυτούς που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους ή τα ’χασαν ανεξήγητα,
για όσους δεν έχουνε πού την κεφαλήν κλίναι,
καθώς όταν σου ρίχνουνε φαρμάκι στο ποτήρι
και δεν έχεις πια γεύση παρά μόνο για πίκρα,
καθώς ένα παιδί που του αρπάζουνε το παιχνίδι του
και το αφήνουν με άδεια χέρια σε μιαν έρημη σάλα –
με μικρά βήματα μέσα στη μνήμη περνάς
σταλάζεις ένα σύννεφο στην καρδιά, θολώνεις τη μέρα
τυλίγεις με ομίχλη τα πρόσωπα, παιδεύεις
τα τελευταία που μας έμειναν όνειρα.
μορφή μικρή και τρυφερή, σταματημένη στην πρώτη ηλικία,
έλα, πνεύμα του καλού, μυθικό πρόσωπο,
μικρή φωνή χαμένη, περιπλανημένη
όταν στους δρόμους βρέχει μοναξιά
κι η νύχτα πέφτει νωρίς δίχως ύπνο και όνειρα,
πλύνε το σύννεφο που μου τυλίγει το πρόσωπο,
καθάρισε τον ουρανό, προχώρησε,
άνοιξε δρόμο μέσ’ από τα χαλάσματα και τα ερείπια,
κάνε μου ένα χώρο να σταθώ, να κινηθώ,
να μπορώ να υπάρξω πιο ανθρώπινα.
με τόση απόγνωση έκτοτε αναζητημένο,
με βλέπεις λοιπόν; Όταν κάποτε έρθει το πλήρωμα του χρόνου
κι άγνωστος μες σ’ αγνώστους κινήσω προς συνάντησή σου
μην εκπλαγείς, κι ακόμα, μην τρομάξεις:
τα χρόνια που μεσολάβησαν, ο θάνατος
μέσα στη ζωή, με ρήμαξαν· βάλε τα χέρια σου
εκεί που κάποτε ήταν πρόσωπο, πλευρά, χέρια και πόδια,
τύλιξε, ως ξέρεις, με μαλακά δάχτυλα την άμορφη μάζα,
γίνου ο επίδεσμος στις ανοιχτές πληγές που τρέχουν −
πάντα στη γη τον γύρευαν και δεν τον βρίσκαν.
που την πατρίδα άφησε πίσω και γυρίζει
από τόπο σε τόπο, μακριά
από το πάτριο χώμα, και δίχως
να το καταλαβαίνει η νοσταλγία
του τρώει τα σωθικά, τον φθείρει,
και κάποτε, σαν από ύπνο βαθύ ξυπνώντας,
να γυρίσω, φωνάζει, πότε θα γυρίσω −
έτσι κι εσύ πώς μοιάζεις, ψυχή μου,
που από θάνατο σε θάνατο γυρνώντας,
σε χώρες σιωπής περιδιαβάζοντας,
από τον ένα τον χαμό στον άλλο τον χειρότερο,
ξάφνου θυμάσαι αυτή τη γη, αυτόν
τον δίχως τέλος ουρανό, τον ήλιο,
τη γήινη γεύση των καρπών στον ουρανίσκο,
κι όταν
καμιά φορά επιστρέφεις όπως ταιριάζει
σ’ αυτούς που πολύ προχώρησαν στο θάνατο και τη ζωή
με μάτια νέα αντικρίζεις, ακριβώς όπως
ο ταξιδιώτης, ο ξενιτεμένος την πατρίδα −
πώς, το φως, τη γη, τον ουρανό, με πόση
λαχτάρα τα δέχεται όλα αυτά, σαν βρέφος
που από τη σκοτεινή βαθιά σπηλιά της μάνας βγαίνοντας
πρώτη φορά τον κόσμο βλέπει.
https://diastixo.gr/epikaira/apopseis/13361-eyaggeloy-anagnosi-poihmaton
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου