που βλέπουμε τις ράχες
που βλέπουμε τις κορφές και λέμε βουνοκύματα
δεν θα καταλαγιάσουμε.
Από αγάπη στο αδέκαστο κενό
από αλλοφροσύνη για ένα ξέφωτο
θα περιπολούμε.
Τη χαραυγή τις πιο πολλές φορές κοιμόμαστε.
Κι όταν καμιά φορά μάς τύχει
κατηφορίζοντας απ’ τις πολυκατοικίες
να πάμε κάπως μακριά να περπατήσουμε πέρα
και να κοιτάξουμε κανένα ηλιοβασίλεμα
το αποτέλεσμα τζίφος.
Έχουμε πρόχειρο το σκοτάδι
και έχουμε πρόχειρο το φως – ανάλογα.
Πιστεύουμε σ’ εκατομμύρια γητειές
αφιερωνόμαστε στους ίσκιους.
Έχουμε τη μανία να καρποφορήσουμε
κυριεύοντας τις λέξεις.
Τι κουφή ρουλέτα.
Και θέλουμε να ξεφουσκώσουμε τον ουρανό
σα να ’τανε παιχνίδι.
Τι είναι ρίγος;
Άντε να το πεις με λέξεις...
Ωστόσο πρέπει να προσγειωθεί κανείς
στη μεγαλόπρεπη κοινοτοπία του αέρα
να γίνει σαν την επανάληψη του χόρτου
κάτι σαν τα αστάθμητα και έξω κριτικής
δρασκελίσματα του πρώτου τυχόντος γάτου.
Είμαστε ακόμη στην προϊστορία του χιούμορ.
Είμαστε όμως τυχερά απελπισμένοι.
Έχουμε γαλάζιο αντικλείδι.
Έχουμε ξανά την Αττική.
Εκείνος που γράφει ποιήματα
είναι ακριβώς εκείνος
που περνά άφοβος από νεκροταφείο νύχτα.
στα μεγάλα χρονικά μυστήρια
κομματιάζοντας τη νύχτα μ’ ένα σμήνος από γαλαξίες
αιωρούμενος δίχως τη μητρυιά μας
την αλύγιστη Βαρύτητα
δίχως τα δάκρυα που μας επιβάλλει η Ελλάδα
τούτ’ η χώρα που παιδεύει τα δροσερά ελληνόπουλα
κι ανεμίζει τους αμέτρητους γραικύλους.
Διπλοπενιά ο κόσμος της φιλοσοφίας
σκονάκια θεότητας και σίγουρης ευτυχίας
μέριμνα είν’ αυτό το βλέμμα ή οίστρος ακολασίας;
Προς θεού ω Κορίνθιοι παραγίνηκε πια
η τροπική σας υλοφροσύνη.
ευκλεώς στοιχηθείτε...
διαπράττει ένα ανιαρό λάθος·
όποιος λέει πως είναι νικημένος
διαπράττει ένα σπαραχτικό λάθος.
με διυλίζει η επ’ άπειρον ερήμωση
− τι να κάνω όμως; να πιάσω να αραδιάζω
αρχαίες λέξεις απ’ το σάπιο λεξικό μου στην τύχη;
Αχ πόσο θυσίασα την ανάσα μου στο κάπνισμα
τι καφέδες ασυλλόγιστοι κι αλκοόλ ανενδοίαστο
δεν έχω καταλάβει ωστόσο /τι ακριβώς/ πώς οδηγιέμαι
προς το θάνατο...
Μήπως έπρεπε να ’χω γίνει δικηγόρος; να συντάσσω ευχάριστα
προτάσεις πριν απ’ την τηλεόραση
καληνυχτίζοντας τα παιδιά μου στα κρεβατάκια τους;
Μήπως έπρεπε να αγορεύω στα ποινικά δικαστήρια
γεμίζοντας την τσέπη μου με φοβερά χιλιάρικα;
Δεν ξέρω
δεν γίνεται τώρα
να ξανανακατέψω την τράπουλα.
βγες και λυτρώσου /να μια γελοία προσταχτική/
στο Ασύνεχο.
Η μια μου λέξη ας κοροϊδεύει πάντα την άλλη
στο υπόγειο της γλώσσας η λαλέουσα μαύρη αιθάλη.
Τα κύτταρά μου είναι πλασμέν’ από απελπισία.
για σκέψου να ανήκε στο κράτος
ο ύπνος
τα πράγματα θα ’τανε δύσκολα
θ’ αγοράζαμε ύπνο με δελτίο; ή ελεύθερα; και πόσο;
κι αν είχε παραχωρηθεί στην ιδιωτική πρωτοβουλία; ποια
η τιμή του σήμερα;
θα πεθαίναμε από εγρήγορση χωρίς χρήματα;
οι πάσχοντες από αϋπνίες τυχερότεροι λιγάκι
− δεν είν’ έτσι;
Πηγή: «Νίκος Καρούζος, Τα ποιήματα Β΄ (1979-1991)», 3η έκδοση, Ίκαρος 2007.
Στην εικόνα: Vincent van Gogh, «Starry Night Over the Rhone» (1888, Arles)
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου