Αφουγκράζεται τους κραδασμούς του στερεώματος
Και χτίζει ναούς καθεδρικούς
Διώχνοντας τη ματαιότητα του κόσμου.
Κι αλαβάστρινοι κανόνες στηρίζουν
Τα τόξα της αναμονής.
Πλήθη μαστίζονται από φόβο
Μα όταν τ’ αγγίζει
Στρέφονται προς τα μέσα και χαμογελούν.
Βαδίζουν σε κήπους από κρύσταλλο
Ή πάνω στο βυθό μιας φυτικής γαλήνης.
Φιλιούνται στη βροχή του Δόξα εν υψίστοις.
Αγάλματα βουλιάζουν στο νερό
Και πολιτείες αναδύονται
Μέσ’ από ορατόρια πολύτιμων βλεμμάτων.
Έγχορδα όνειρα σώματα στιλπνά
Φυτρώνουν έντρομα στο θάμβος του μεσημεριού.
Συμπλέει με τους ζωντανούς
Καβάλα σε απαστράπτοντα πνευστά
Χτυπώντας με μακρύ σπαθί το χρόνο.
Και φάρδυνες αλλόκοτα
Εσύ που χρόνια φορούσες προσωπεία
Στα όρια του Τρομερού και του Μοιραίου
Που αγάπησες τις θάλασσες όσο κανείς
Που έκοβες σαν ασημόχαρτο τα πρωινά
Και μάτωνες τις νύχτες με μεγάλες χαρακιές.
Μισός νερό μισός αερικό
Κρυστάλλινος και μελαγχολικός
Βρέθηκες να περπατάς σε πίνακες του Γκρέκο
Στου Ντουίνο τα κοφτερά λεπίδια
Μέσα στα δάση με το κεφάλι σου
Φουρτουνιασμένο από λόγια ανήκουστα.
Μα βρήκες απανθρακωμένα συναισθήματα
Σκάλιζες σαν τον Ροντέν τα πρόσωπα
Κι έβγαζες λύπη, πόνο και λυγμούς.
Γύρεψες στις πόλεις του Βορρά, της Αφρικής,
Της Δύσης και του Νότου
Τους αγγέλους που αλλάζουν χρώματα και σχήμα.
Το χρόνο που γυρνά γυμνός μ' ένα δρεπάνι.
Κάθισες μαζί με τους ληστές και τους αγίους
Και τις αλαφροΐσκιωτες ψυχές.
Κι έφυγες προς τον ουρανό
Γλιστρώντας στο ουράνιο τόξο του μεσημεριού.
Μέσα στον ύπνο μου ολοζώντανος
Για να ταράξεις αυτή την ξεχασμένη μνήμη.
Το πρόσωπό σου κομμάτι ωχρό
Μέσα στο μωβ της νύχτας
Και τα δάχτυλα πάνω στο πρόσωπό μου.
Κι ήταν τα σύννεφα βαριά
Φοβόμουν πως θα βρέξει
Πως δεν θα δυνηθώ να σε κρατήσω.
Και μπήκαμε στο καφενείο που πηγαίναμε μαζί.
Με τύλιξε η ευωδία των σωμάτων
Και με τη θέρμη των για μια στιγμή έρχονταν
Αισθήματα, λέξεις, αγγίγματα στην πλάτη
Στους γοφούς, στα στήθη τα ιδρωμένα
Βλέμματα που έλαμπαν στους καθρέφτες.
«Φαίνεσαι κουρασμένος», παρατήρησα, και έγειρε στο πλάι
«Υπέφερα πολύ», απάντησε. «Αυτό ουδείς το ενθυμείται».
Που έλιωσε στην υγρασία.
Ο αέρας τράβηξε τη φωνή του
Κι έμεινε μόνο το ψεύδισμα πάνω από το νερό.
Αγαπημένε ποιητή. Δεν ξέρω τι να κάνω
Σ’ αυτή την ερημιά
Όπου μόνο η θάλασσα ακούγεται
Ο άνεμος και τα πουλιά
Που με περιτριγυρίζουν.
Επέστρεφε και παίρνε με
Όταν το σώμα ενθυμείται
Και η ψυχή επιθυμεί
Του μνήματος τη θεία ησυχία.
Μαύρα κοράκια σπρώχνονται
Στην πόρτα του αιώνα.
Επέστρεφε και παίρνε με
Εσύ που ξέρεις τι θα πει ορφάνια».
Πηγή: «Αλέξανδρος Ίσαρης, Εγώ ένας ξένος [Ποιήματα 1967-2011]», Κίχλη 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου