Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2021

Αλέξανδρος Ίσαρης, "Τρεις προσωπογραφίες"





JOHANN SEBASTIAN BACH


Καθισμένος στα χέρια του Θεού
Αφουγκράζεται τους κραδασμούς του στερεώματος
Και χτίζει ναούς καθεδρικούς
Διώχνοντας τη ματαιότητα του κόσμου.

Τόξα περίτεχνα μπαίνουν στο αυτί
Κι αλαβάστρινοι κανόνες στηρίζουν
Τα τόξα της αναμονής.
Πλήθη μαστίζονται από φόβο
Μα όταν τ’ αγγίζει
Στρέφονται προς τα μέσα και χαμογελούν.
Βαδίζουν σε κήπους από κρύσταλλο
Ή πάνω στο βυθό μιας φυτικής γαλήνης.

Άγγελοι αγκαλιάζοντας μικρά παιδιά
Φιλιούνται στη βροχή του Δόξα εν υψίστοις.
Αγάλματα βουλιάζουν στο νερό
Και πολιτείες αναδύονται
Μέσ’ από ορατόρια πολύτιμων βλεμμάτων.
Έγχορδα όνειρα σώματα στιλπνά
Φυτρώνουν έντρομα στο θάμβος του μεσημεριού.

Εκείνος πλέκει μουσική
Συμπλέει με τους ζωντανούς
Καβάλα σε απαστράπτοντα πνευστά
Χτυπώντας με μακρύ σπαθί το χρόνο.





RAINER MARIA RILKE


Άπλωσες τις φτερούγες σου
Και φάρδυνες αλλόκοτα
Εσύ που χρόνια φορούσες προσωπεία
Στα όρια του Τρομερού και του Μοιραίου
Που αγάπησες τις θάλασσες όσο κανείς
Που έκοβες σαν ασημόχαρτο τα πρωινά
Και μάτωνες τις νύχτες με μεγάλες χαρακιές.

Στεφανωμένος από όνειρα
Μισός νερό μισός αερικό
Κρυστάλλινος και μελαγχολικός
Βρέθηκες να περπατάς σε πίνακες του Γκρέκο
Στου Ντουίνο τα κοφτερά λεπίδια
Μέσα στα δάση με το κεφάλι σου
Φουρτουνιασμένο από λόγια ανήκουστα.

Έψαχνες στον έρωτα να βρεις το φως
Μα βρήκες απανθρακωμένα συναισθήματα
Σκάλιζες σαν τον Ροντέν τα πρόσωπα
Κι έβγαζες λύπη, πόνο και λυγμούς.
Γύρεψες στις πόλεις του Βορρά, της Αφρικής,
Της Δύσης και του Νότου
Τους αγγέλους που αλλάζουν χρώματα και σχήμα.
Το χρόνο που γυρνά γυμνός μ' ένα δρεπάνι.

Στην ποίηση βρήκες καράβι πλουμιστό
Κάθισες μαζί με τους ληστές και τους αγίους
Και τις αλαφροΐσκιωτες ψυχές.

Μίλησες μ’ αυτόχειρες και σκοτωμένους
Κι έφυγες προς τον ουρανό
Γλιστρώντας στο ουράνιο τόξο του μεσημεριού.





Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ


Α, να, ήρθες πάλι εσύ με την αόριστη γοητεία
Μέσα στον ύπνο μου ολοζώντανος
Για να ταράξεις αυτή την ξεχασμένη μνήμη.
Το πρόσωπό σου κομμάτι ωχρό
Μέσα στο μωβ της νύχτας
Και τα δάχτυλα πάνω στο πρόσωπό μου.

Στεκόμασταν ανάμεσα σε γη και ουρανό
Κι ήταν τα σύννεφα βαριά
Φοβόμουν πως θα βρέξει
Πως δεν θα δυνηθώ να σε κρατήσω.

Όμως το ρολόι χτύπησε μεσάνυχτα
Και μπήκαμε στο καφενείο που πηγαίναμε μαζί.
Με τύλιξε η ευωδία των σωμάτων
Και με τη θέρμη των για μια στιγμή έρχονταν
Αισθήματα, λέξεις, αγγίγματα στην πλάτη
Στους γοφούς, στα στήθη τα ιδρωμένα
Βλέμματα που έλαμπαν στους καθρέφτες.
«Φαίνεσαι κουρασμένος», παρατήρησα, και έγειρε στο πλάι
«Υπέφερα πολύ», απάντησε. «Αυτό ουδείς το ενθυμείται».

Οι πρώτες σταγόνες τρύπησαν τη μορφή του
Που έλιωσε στην υγρασία.
Ο αέρας τράβηξε τη φωνή του
Κι έμεινε μόνο το ψεύδισμα πάνω από το νερό.

«Επέστρεφε», ψιθύρισα, «επέστρεφε και παίρνε με
Αγαπημένε ποιητή. Δεν ξέρω τι να κάνω
Σ’ αυτή την ερημιά
Όπου μόνο η θάλασσα ακούγεται
Ο άνεμος και τα πουλιά
Που με περιτριγυρίζουν.
Επέστρεφε και παίρνε με
Όταν το σώμα ενθυμείται
Και η ψυχή επιθυμεί
Του μνήματος τη θεία ησυχία.

Ο κόσμος βούλιαξε στο πένθος
Μαύρα κοράκια σπρώχνονται
Στην πόρτα του αιώνα.
Επέστρεφε και παίρνε με
Εσύ που ξέρεις τι θα πει ορφάνια».





Από την συλλογή «Θα επιστρέψω φωτεινός» (ενότητα Προσωπογραφίες), Άγρα 2000.
Πηγή: «Αλέξανδρος Ίσαρης, Εγώ ένας ξένος [Ποιήματα 1967-2011]», Κίχλη 2013.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου